W.O.E ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3632/23, 9/12/2024
print
Τίτλος:
W.O.E ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3632/23, 9/12/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 3632/23

 

 09 Δεκεμβρίου 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

W.O.E

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

  

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Aλ Ταχερ Μπενέτης  και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε , Δικηγόροι για τον Αιτητή

 

Μελίνα Βασιλείου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

 

ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13.03.2024

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.  Με την υπό εξέταση αίτηση ο Αιτητής επιζητεί την  επαναφορά της προσφυγής του, η οποία απορρίφθηκε στις 31.01.2024.

Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή καταχωρήθηκε στις 04/10/2023 μέσω του συνηγόρου του Αιτητή, ήτοι το δικηγορικό γραφείο Aλ Ταχερ Μπενέτης  και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. Ακολούθως, η εν λόγω προσφυγή ορίστηκε για καταχώρηση ένστασης μέχρι της 22/11/2023. Δια μέσου της γραπτής ενστάσεως η πλευρά των Καθ’ων η Αίτηση  ήγειρε προδικαστική ένσταση προβάλλοντας ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη κατά παράβαση του άρθρου 146(3) του Συντάγματός και του άρθρου 12 Α του Περί της ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(Ι) 2018). Στις 31/01/2024, η  υπόθεση ορίστηκε για διευκρινήσεις ώστε τοποθετηθούν τα μέρη ως προς τη προδικαστική ένσταση που ήγειραν η Καθ’ων η Αίτηση. Ακολούθως, την ίδια μέρα, ήτοι 31/01/2024, ο συνήγορος του Αιτητή προχώρησε και απέσυρε την εν λόγω προσφυγή με €300 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ων η Αίτηση.

Στις 17/04/2024, σχεδόν τρεις (3) μήνες αργότερα ο συνήγορος του Αιτητή  καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση, αιτούμενος την επαναφορά της προσφυγής του.

Η Αίτηση βασίζεται στα άρθρα 146 του Συντάγματος, στον περί ίδρυσης και λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, ιδίως στα άρθρα 11,12,14 και 15 αυτού στους Περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς κανονισμούς του 2019 ιδίως στους κανονισμούς 7 και 8 του Περί ίδρυσης και λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικούς κανονισμούς του 2015, στους διαδικαστικούς κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, κανονισμούς 11,12,13,17,18,19 και 22 στους θεσμούς πολιτικής δικονομίας  Δ.17 Θ14(2) Δ.20 Θ14. Δ.26 Θ.14, Δ.33 Θ.4, και Θ.5, Δ.47, Δ.48 Θ.4 και Θ.9, Δ.57 Θ2 και Δ.64 και στις αρχές της Φυσικής Δικαιοσύνης και επί των γενικών και συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η Αίτηση αναφέρονται στην συνημμένη ένορκη δήλωση του δικηγόρου κ. Μωυσή Μωυσέως  ο οποίος συνεργάζεται  με το Δικηγορικό γραφείο των Αλ Ταχερ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε δικηγόροι που εκπροσωπούν τον Αιτητή.

Με την ένορκη δήλωση του ο κ. Μωυσής Μωυσέως αναφέρει ότι στις 31/01/2024 ο κ. Μπενέτης συνήγορος του Αιτητή εμφανίστηκε στο Δικαστήριο και απέσυρε την εν λόγω προσφυγή καθώς δεν είχε επικοινωνία με τον Αιτητή ώστε να ενημερωθεί για τον λόγο της εκπρόθεσμής καταχώρησης της προσφυγής. Ακολούθως στις 11/03/2024 ο συνήγορος του Αιτητή κατόρθωσε να επικοινωνήσει και να βρεθεί με τον Αιτητή και τον ενημέρωσε ότι η προσφυγή του έχει αποσυρθεί καθώς ήταν εκπρόθεσμη η καταχώρηση της. Στη συνέχεια ο Αιτητής ενημέρωσε τον κ Μπενέτη ότι ασθενούσε και ακόμη ασθενεί λόγω προβλήματος στη μέση του το οποίο προήλθε από πτώση και προσκόμισε στον κ. Μπενέτη ιατρικό πιστοποιητικό του Ιατρού Λαμπρού Θεοδοσίου το οποίο επισυνάφθηκε επί της ένορκου δηλώσεως του κ. Μωυσή Μωυσέως ως Τεκμήριο 1. Τέλος, αναφέρει ότι η προσφυγή αποσύρθηκε λόγω κακής επικοινωνίας και/ή συνεννόησης στις 31/01/2024 ενώ ουδέποτε ήταν η πρόθεση και/ή επιθυμία του Αιτητή όπως αυτή αποσυρθεί.

Η αίτηση του Αιτητή έφερε την αντίδραση των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι καταχώρησαν ειδοποίηση για πρόθεση υποβολής ένστασης, συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση, εισηγούμενοι την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή. Είναι η θέση των Καθ΄ ων η αίτηση ότι σκοπός της αίτησης είναι η υπερφαλάγγιση των δικονομικών διατάξεων και η αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Εισηγούνται περαιτέρω ότι δια της αιτήσεως δεν αποκαλύπτεται κανένας λόγος που να επιτρέπει την επαναφορά της προσφυγής και/ ή κανένας λόγος που να αποδεικνύει ότι η μη εμφάνιση δεν ανταποκρίνεται στην πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής. Δεν επιτρέπεται η επαναφορά στις περιπτώσεις που η πρόθεση του Αιτητή είναι η εγκατάλειψη της προσφυγής. Τέλος, με την παρούσα αίτηση για επαναφορά η Καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι ο Αιτητής ουσιαστικά επιδιώκει να επαναφέρει προσφυγή η οποία αποσύρθηκε λόγω ενεργειών του συνηγόρου του με τη ρητή δήλωση του τελευταίου ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο εσφαλμένος χειρισμός υποθέσεων η παραλείψεων διάδικων δεν συνιστά λόγος επαναφοράς  απορριφθείσας προσφυγής.

Αγορεύοντας ενώπιον του Δικαστηρίου ο συνήγορος για τον Αιτητή, επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς, ότι δεν είχε επικοινωνία με τον Αιτητή και όταν έγινε εφικτή η επικοινωνία ο Αιτητής του ανέφερε για το δυστύχημα και του έστειλε και το σχετικό πιστοποιητικό ώστε να προχωρήσει με την εν λόγω αίτηση επαναφοράς.

Από την πλευρά της η κ. Βασιλείου, διαφωνώντας με τα όσα ο κ. Μπενέτης   ανέφερε κατά την ακρόαση της αίτησης, κάλεσε το Δικαστήριο όπως απορρίψει την αίτηση επαναφοράς, επαναλαμβάνοντας τις θέσεις της όπως αυτές περιέχονται στην ένσταση των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Κατάληξη

Έχω εξετάσει με προσοχή τις θέσεις και ισχυρισμούς που προβάλλονται εκ μέρους των διαδίκων.

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αίτηση επαναφοράς προσφυγής αντιμετωπίζεται πάντοτε με αυστηρότητα, εφόσον η προθεσμία καταχώρησης προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, δεν μπορεί να επεκταθεί με οποιοδήποτε τρόπο (βλ. Issam Lotfy Mohamed El Aassy v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1252/2010, ημερ. 17.5.2011 και Nader Mt Matanes v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 540/2012, ημερ. 30.11.2012).  

Η απόρριψη μιας προσφυγής ακριβώς ως εκ της φύσης της την εξαφανίζει, οπότε τυχόν αναβίωση της λειτουργεί καταλυτικά εναντίον της ανατρεπτικής προθεσμίας που τίθεται για την καταχώριση αυτής.  Δίνεται έτσι μια νέα ευκαιρία στον διοικούμενο να προωθήσει την προσφυγή του.  Την αυστηρότητα με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται οι προθεσμίες σε υποθέσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας δίδει και η Georghiou vRepublic   (1968) 3 C.L.R. 563, που αφορούσε σε αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης. Ομοίως σημειώνεται επίσης η αυστηρότητα με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται οι προθεσμίες σε υποθέσεις όπως η παρούσα λαμβανομένου υπόψη τη φύση των  υποθέσεων  αυτών ήτοι των προσφυγών εναντίων απόφασης για την απόρριψη αίτησης Διεθνούς προστασίας, οι οποίες πρέπει να εξετάζονται και να διεκπεραιώνονται το ταχύτερο δυνατό. Η. S ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υπόθεση Αρ. 1020/2017 , 30/9/2019

Περαιτέρω η απόφαση επί της αιτήσεως επαναφοράς εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που την εξετάζει. Όπως αναφέρει ο Νίκος Χαραλάμπους στο σύγγραμμά του «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου», Λευκωσία, 2006, σελ.37 επ.:

«Η αίτηση για επαναφορά μιας Προσφυγή, που έχει απορριφθεί ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και εξετάζεται με βάση τις αρχές που διέπουν την επαναφορά μίας Αναθεωρητικής Έφεσης. Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας λαμβάνει υπόψη, παράλληλα με τη φύση του ανακριτικού συστήματος με το οποίο διεξάγεται ο δικαστικός έλεγχος από το Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146, δύο σημαντικούς παράγοντες οι οποίοι είναι θεμελιώδεις για την απονομή της δικαιοσύνης και τους οποίους προσπαθεί να ισοζυγίσει. Αφενός, τη διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης του διάδικου και αφετέρου τη διασφάλιση ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να επαναφέρει μία Προσφυγή, εάν η συμπεριφορά ενός διάδικου είναι τέτοια που να συνιστά “καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντίδικου”.

Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί πως ακριβώς λόγο της προθεσμίας καταχώρησης προσφυγής λαμβάνεται υπόψη το κατά πόσον υπήρχε πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής και κατά πόσον ο χρόνος που ο Aιτητής υποβάλλει το αίτημα επαναφοράς του, ήταν εύλογος.  Το εύλογο χρονικό διάστημα καταχώρησης αίτησης επαναφοράς μπορεί να καθοριστεί και από τα γεγονότα που ο Aιτητής προωθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

Εξετάζοντας τα δεδομένα και γεγονότα που περιστοιχίζουν την υπό εξέταση περίπτωση και υπό το φως της ανωτέρω νομολογίας, και όπως θα αναπτύξω πιο κάτω,  φρονώ ότι, η όλη συμπεριφορά του Αιτητή στη βάση και του όλου ιστορικού της υπόθεσης θεμελιώνει πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής του.

Στην παρούσα υπόθεση, η υπό κρίση προσφυγή καταχωρήθηκε στις 04/10/2023, από τον δικηγόρο του Αιτούντος, στη συνέχεια ορίστηκε για καταχώρηση ενστάσεως η οποία και καταχωρήθηκε στις 10/11/2023. Μετέπειτα δόθηκαν οδηγίες από το Δικαστήριο και η υπόθεση ορίστηκε εν τέλει για διευκρινήσεις στις 31/01/2024 ώστε οι πλευρές τοποθετούν επί της προδικαστικής ενστάσεως που ήγειραν η Καθ’ων η αίτηση καθότι προέκυπτε θέμα εκπρόθεσμής καταχώρησης της προσφυγής του Αιτητή. Ακολούθως, κατά την δικάσιμο, ο συνήγορος του Αιτητή προέβη σε ρητή δήλωση απόσυρση της εν λόγω προσφυγής. Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι τα όσα επικαλείται ο συνήγορος του Αιτητή δια της αιτήσεως του, ότι δηλαδή  δεν είχε σωστή επικοινωνία και ή συνεννόηση με τον Αιτητή δεν είναι κάτι το οποίο δύναται να αποτελέσει εύλογο λόγο για να επιτύχει την επαναφορά της προσφυγής.

Παραπέμπω δε στην υπόθεση      ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΔΡΥΑΔΗΣ ν. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α, Υπόθεση Αρ. 497/2005, 21 Νοεμβρίου 2005 όπου λέχθηκε ότι (Η υπογράμμιση του Δικαστηρίου)

«Οι παραλείψεις του δικηγόρου ή μελών του δικηγορικού του γραφείου, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την απόρριψη μιας έφεσης, δεν συνιστούν λόγο που θα δικαιολογούσε την επαναφορά μιας απορριφθείσας έφεσης. Στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας ((2001) 3 Α.Α.Δ. 1134) η αίτηση επαναφοράς της έφεσης βασίστηκε στο ότι "για την ετοιμασία περιγράμματος ήταν αναγκαία η διαβούλευση και/ή συνεννόηση με τον εφεσείοντα-αιτητή. Λόγω όμως του γεγονότος ότι ο εφεσείων διαμένει από κάποιο χρόνο μόνιμα στο εξωτερικό, δεν κατέστη δυνατό να γίνει η αναγκαία συνάντηση και/ή διαβούλευση και έτσι ο χρόνος για καταχώριση περιγράμματος παρήλθε εκ παραδρομής και/ή λάθους του γραφείου μας". Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι "σφάλματα ή παραλείψεις του δικηγόρου ή του προσωπικού του γραφείου του δεν είναι δυνατό να ταξινομηθούν ως λόγοι «πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα» ώστε να δικαιολογείται η επαναφορά έφεσης", αποφάνθηκε ότι η αίτηση για επαναφορά έπρεπε να απορριφθεί.»

Στη Bαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 ΑΑΔ 698, ημ.14/04/98, λέχθηκαν τα εξής:

«Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών.  Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της. Μας ενισχύουνσε αυτή τη θέσητα λεχθέντα στην υπόθεση Grand Metropolitan Nominee (No 2) Co Ltd v. Evans, The Times Law Reports, May 15, 1992:

"The court should not be astute to find excuses for such failure since obedience to orders of the court is the foundation on which its authority is founded."

Βλέπε επίσης Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1190Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348.

Διαφορετική αντιμετώπιση θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην απονομή της δικαιοσύνης. »

Στη Σταυρινάκης ν. Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 40, ημ.24/02/14, απόφαση πλήρους Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπου εξηγείται ενδελεχώς η διαφορά μεταξύ απορριφθείσας και αποσυρθείσας προσφυγής, λέχθηκαν τα έξης: (Η υπογράμμιση του Δικαστηρίου)

«Κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης φαίνεται να είναι η πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όμως έχει διαφορετικές παραμέτρους σε κάθε περίπτωση.

Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ΄ όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης παρά μόνο παράλειψη προώθησης. Η απόσυρση της προσφυγής, όμως, κατ' αναλογία της απόσυρσης αγωγής, δηλώνει αφ' εαυτής οριστικώς την πρόθεση εγκατάλειψης η οποία και δεν απομένει πλέον να συνάγεται ως θέμα ερμηνείας άλλων ενεργειών, όπως στην περίπτωση απόρριψης λόγω μη προώθησης. Η διάσταση αυτή ετονίσθη από την Ολομέλεια στην υπόθεση The President of the Republic v. Louca, ανωτέρω. Σημειώνουμε δε περαιτέρω, με έμφαση, την επιγραμματική αναφορά του Στυλιανίδη, Δ. (ως ήτο τότε) (σ. 268), αντηχώντας τον Τσάτσο, ότι «The applicant is the best Judge of his case», και εξηγώντας περαιτέρω ότι:

«He is entitled to withdraw his recourse to the Court at any time before judgment. This is in some way further supported by Article 30 of the Constitution and Article 6 of the Convention on Human Rights whereby the right of access to the Court is safeguarded, and "the right of access" implies, in my view, a right to withdraw from the Court.»

Στην περίπτωση λοιπόν αποσυρθείσας προσφυγής, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αμφιβολία ως προς την πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης, εκτός αν, όπως στην Μαύρου, υπήρξε γνήσιο λάθος που να αποκαλύπτει σαφώς την έλλειψη πρόθεσης απόσυρσης. Τούτο είχε υπόψη του ο ΤριανταφυλλίδηςΠ., στην Tsingi v. Republic παρατηρώντας (σ. 1266) ότι «even if a recourse has been abandoned by mistake it may be reinstated».

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 21.11.2005  στην Προσφυγή Αρ. 497/2005 ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΔΡΥΑΔΗΣ ν. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α. λέχθηκαν και τα ακόλουθα σχετικά:

«Όταν ο δικηγόρος αποσύρει μια προσφυγή λόγω λάθους δεν μπορεί αργότερα να επικαλεσθεί το λάθος για την επαναφορά της προσφυγής. Στην προσφυγή Δημητριάδου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 337/2001 της 30/4/2002) ο δικηγόρος της αιτήτριας δήλωσε ότι "Ζητώ άδεια να αποσύρω την προσφυγή χωρίς έξοδα".  Δεν υπήρξε ένσταση εκ μέρους των δικηγόρων των καθ'ων η αίτηση και το Δικαστήριο σημείωσε ότι "Η προσφυγή αποσυρθείσα απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα". Είκοσι δύο μέρες αργότερα ο δικηγόρος της αιτήτριας ζήτησε με σχετική αίτηση την επαναφορά της προσφυγής γιατί η επιθυμία της αιτήτριας ήταν να αποσυρθεί η προσφυγή εναντίον μόνο ενός ενδιαφερόμενου μέρους και εκ παραδρομής δηλώθηκε ότι η προσφυγή "αποσύρεται εξ ολοκλήρου". Το Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι "το λάθος, η αμέλεια και η παράλειψη του δικηγόρου δεν μπορεί να αποτελέσει για το διάδικο λόγο για την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών" και αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία επί του θέματος (βλ. Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 402, Τουβλοποιεία Παλαικύθρου «Γίγας» Λτδ ν. Ουστά (αρ. 1) (1994) 1 ΑΑΔ 109, Κραμβής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 100, Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151) αποφάνθηκε ότι δεν εδικαιολογείτο η επαναφορά της προσφυγής.»

Στην απόφαση ημερομηνίας 30.4.2002 στην Προσφυγή Αρ. 337/2001 ΜΑΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΓΑΒΡΙΗΛ-ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ Ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ λέχθηκαν και τα εξής:

«..Στην υπόθεση Κραμβής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 100 αποφασίσθηκε ότι προσφυγή που ρητά και εθελούσια αποσύρθηκε πρέπει να θεωρείται σαν εγκαταληφθείσα και δεν μπορεί να επαναφερθεί. Στην υπόθεση όμως εκείνη δεν υπήρχε ισχυρισμός για λάθος του δικηγόρου του αιτητή. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία το λάθος, η αμέλεια ή η παράλειψη του δικηγόρου δεν μπορεί να αποτελέσει για το διάδικο λόγο για την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. (Βλέπε: Βαρδιάνος ν. Richards, Πολιτική Έφεση αρ. 9112, ημερ. 14.4.1998, Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Αγαθοκλή Παπαγεωργίου, Α.Ε. 2388, ημερ. 27.3.2000, Ρουβανιάς Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2525, και 2539, ημερ. 14.4.2000).

Στην Μαύρου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3020, ημ.02/12/97, στην οποία γίνεται αναφορά και στην πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας, αναφέρονται τα εξής τα οποία θεωρώ ότι είναι απολύτως χρήσιμα στην παρούσα:

«Στις 2.10.97 ο δικηγόρος του αιτητή καταχώρισε αίτηση για επαναφορά της προσφυγής. Στην ένορκη δήλωση, που την συνοδεύει, αναφέρεται ουσιαστικά πως ο συνήγορος απέσυρε την προσφυγή χωρίς να έχει την εξουσιοδότηση του αιτητή, και λόγω δικού του λάθους. Συγκεκριμένα συνέπεσε άλλος πελάτης του να έχει το ίδιο όνομα με τον αιτητή. Και ο πρώτος είχε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, και είναι αυτός που του έδωσε οδηγίες να την αποσύρει. Από λάθος όμως απέσυρε τη προσφυγή, για την οποία γίνεται το αίτημα επαναφοράς. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας βέβαια με καλή πίστη και αναγνωρίζοντας το πραγματικό ανθρώπινο λάθος του, συναδέλφου του, δεν ενίσταται στην αίτηση επαναφοράς της προσφυγής.

[.]

Ο δικηγόρος εκπροσωπεί τον πελάτη του στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, και ό,τι κάμει μέσα στα πλαίσια αυτής της εκπροσώπησης δεσμεύουν τον αιτητή. Στην προκείμενη όμως περίπτωση ο συνήγορος δεν άσκησε οποιοδήποτε καθήκον μέσα στα πλαίσια της εκπροσώπησης του αιτητή. Εκείνο το οποίο έκαμε ήταν να αποσύρει την προσφυγή του, χωρίς να έχει οδηγίες από τον ίδιο, και αυτό έγινε όχι μέσα στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του, αλλά γιατί άλλος πελάτης, που έτυχε να έχει το ίδιο όνομα με τον αιτητή του είχε δώσει τέτοιες οδηγίες, αναφορικά με δική του προσφυγή. Υπό τις περιστάσεις κρίνω πως ο αιτητής δεν παραιτήθηκε του δικαιώματος του στην αίτηση ακυρώσεως, η οποία και ως εκ τούτου επαναφέρεται στον κατάλογο των υποθέσεων του Δικαστηρίου. »

Λαμβανομένου υπόψη του ιστορικού της παρούσης, θεωρώ πως δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές συνθήκες ή περιστάσεις που να δικαιολογούν εν προκειμένω την επαναφορά της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής καθότι δεν αποδέχομαι ότι εν προκειμένω η απόσυρση της προσφυγής από τον τότε δικηγόρο του αιτητή οφειλόταν σε γνήσιο λάθος ούτε να αποκαλύπτει σαφώς την έλλειψη πρόθεσης απόσυρσης ως αυτό περιγράφεται στην Μαύρου και Σταυρινάκη (ανωτέρω).

Κατ' αντίθεση με το ιστορικό της Μαύρου (ανωτέρω), εδώ οι πράξεις του συνηγόρου του αιτητή έγιναν στα πλαίσια της εκπροσώπησης του και τον δεσμεύουν. Ο συνήγορος του αιτητή, εμφανιζόμενος στις 31/01/24 ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν αμφισβητείται το ότι είχε επίγνωση της προσφυγής για την οποία ζητούσε άδεια να αποσύρει και προέβει, στα πλαίσια της εξουσίας εκπροσώπησης του πελάτη του, σε απόσυρση αυτής.  Όπως αναφέρεται στη Ρουβανιάς Λτδ. "διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας".

Σε κάθε περίπτωση κρίνω ότι η υποχρέωση εξεύρεσης διόδου σωστής επικοινωνίας με τον δικηγόρο του βαραίνει τον Αιτητή και η δικαιολογία ότι δεν υπήρξε επικοινωνία με τον πελάτη του του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκή αιτιολογία για επαναφορά της παρούσας προσφυγής.  Ο Αιτητής όφειλε να προβεί στις δέουσες ενέργειες με τον δικηγόρο που τον εκπροσωπούσε και να βρίσκεται σε επικοινωνία με τον δικηγόρο του ως προς τον χειρισμό της υπόθεσης του.

Ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή περί ιατρικών προβλημάτων ήτοι ότι ασθενούσε. Ο εν λόγω ισχυρισμός περί ιατρικού προβλήματος του Αιτητή  δεν γίνεται αποδεκτός καθότι το ιατρικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Αιτητής, ήτοι ότι ήταν ανίκανος να εργαστεί από τις 10/08/2023 μέχρι της 25/09/2023 λόγω προβλήματος στη μέση το οποίο προήλθε από πτώση στην εργασία, (Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση) δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση που να δικαιολογεί την επαναφορά της προσφυγής, ούτε τεκμαίρει την ισχυριζόμενη αδυναμία του να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του προς προώθηση της υπόθεσης του. Επιπρόσθετα  λαμβάνω υπόψη μου και το ιστορικό της παρούσας αίτησης καθότι το εν λόγω ιατρικό έγγραφο αναφέρει ότι ο Αιτητής ήτο ανίκανος να εργαστεί από τις 10/08/2023 μέχρι της 25/09/2023 ενώ ο συνήγορος του Αιτητή  καταχώρησε την εν λόγω προσφυγή στις 04/10/2023 εμφανιζόταν ανελλιπώς εκ μέρους του πελάτη του και απέσυρε την εν λόγω προσφυγή στις  31/01/2024 ήτοι σχεδόν ένα χρόνο αργότερα. Ο Αιτητής θα μπορούσε να επιδείξει επιμέλεια   και να προβεί στις απαιτούμενες  ενέργειες  για να  αποφύγει την παρούσα εξέλιξη. Σημειώνεται εν προκειμένω ότι το δικαίωμα του Αιτητή για πρόσβαση στο Δικαστήριο δεν μπορεί να είναι ούτε απεριόριστο, ούτε και ανεξέλεγκτο, σε σημείο που να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.  Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου.  Διαφορετικά θα υπάρχει καταστρατήγηση του δικαιώματος για διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφοτέρων, διοίκησης και διοικούμενου εντός εύλογου χρόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και κατ΄ επέκταση πλημμέλεια του Δικαστηρίου να τηρήσει τις προθεσμίες. (Βλ. ΕΥΗΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ, Αρ. Υπόθεσης: 1483/2013, 07.08.2015)

Σε κάθε περίπτωση από τα ενώπιον μου στοιχέια δεν προκύπτει ότι κατά την δικάσιμο στις 31/01/2024 ο Αιτητής ασθενούσε ή και αντιμετώπιζε οποιαδήποτε σοβαρά προβλήματα υγείας ως εκ τούτου το ιατρικό πιστοποιητικό δεν είναι αρκετό ώστε να γίνεται λόγος για αμφιβολία ως προς την πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης.

Εν πάση περίπτωσει τα ως άνω αναφερθέντα δεν διαφοροποιούν την κατάληξη μου, το εάν υπήρξε ασυνεννοησία ή/και μη ορθή επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του δικηγόρου του δεν συνιστούν νομικό υπόβαθρο επαναφοράς της διαδικασίας, τούτο γιατί «[ο] δικηγόρος εκπροσωπεί τον πελάτη του στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, και ό,τι κάμει μέσα στα πλαίσια αυτής της εκπροσώπησης δεσμεύουν τον αιτητή» (Μαύρου, ανωτέρω). Τα δε γεγονότα της υπόθεσης εκείνης διαφέρουν ουσιωδώς από την παρούσα καθότι εκεί καταδείχθηκε ότι υπήρχε παντελής απουσία πρόθεσης και εκ μέρους του δικηγόρου του αιτητή να αποσύρει την υπόθεση και το, γνήσιο εκεί, λάθος προέκυψε από το ότι ο δικηγόρος είχε άλλο πελάτη με το ίδιο όνομα και γι' αυτό - εκ προφανούς παραδρομής - απέσυρε εν τέλει δια γραπτού διαβήματος την προσφυγή του εκεί αιτητή αντί την άλλη προσφυγή, ο αιτητής στην οποία είχε το ίδιο όνομα με τον άλλο πελάτη του, χωρίς τούτο να είναι πρόθεση ούτε του δικηγόρου αλλά ούτε και του πελάτη του.

Συνεπώς, δεδομένης εδώ της ρητής απόσυρσης της προσφυγής από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτητή, λαμβανομένου υπόψη ότι «[η] απόσυρση της προσφυγής, [.] κατ' αναλογία της απόσυρσης αγωγής, δηλώνει αφ' εαυτής οριστικώς την πρόθεση εγκατάλειψης η οποία και δεν απομένει πλέον να συνάγεται ως θέμα ερμηνείας άλλων ενεργειών, όπως στην περίπτωση απόρριψης λόγω μη προώθησης.» (Σταυρινάκης, ανωτέρω). Και στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών (πιο πάνω) κρίθηκε ότι η λανθασμένη εκτίμηση των δικηγόρων που οδήγησε σε απόσυρση της έφεσης δεν αποτελούσε λόγο επαναφοράς

Τέλος λαμβάνω επίσης υπόψη μου ότι, και  σε αντίθεση με τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του αιτούντος, ότι, δηλαδή η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε άμεσα, προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία πως ενώ η προσφυγή απερρίφθη στις 31/01/2024 η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε στις 13/03/2024, ήτοι τρείς (3) σχεδόν μήνες αργότερα. Ο χρόνος που διέρρευσε θεμελιώνει πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής. Ο παράγοντας του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη της προσφυγής είναι πολύ σημαντικός. Στην υπόθεση Ελεύθερον Εργατικόν Σωματείον Μεταφορών και Γεωργίας ΣΕΚ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1, διευκρινίστηκε ότι η αίτηση για επαναφορά θα πρέπει, για να επιτύχει, «να γίνεται μέσα σε εύλογα σύντομο χρόνο». Η καθυστέρηση λοιπόν αυτή προσθετικά στα ανωτέρω και/ή από μόνη της δεικνύει σαφή πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής.

Συνεπώς και για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση δεν μπορεί  να επιτύχει και απορρίπτεται με έξοδα 400€ υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Δ. Κατσαρίδης,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο