H.N.B ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 5692/22, 6/12/2024
print
Τίτλος:
H.N.B ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 5692/22, 6/12/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 5692/22

 

06 Δεκεμβρίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

H.N.B

Αιτητής

 

-και-

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Σ. Μιχαηλίδου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Α. Κίτσιου  (κα),  Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 01/07/2022, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφθηκε ιδιόχειρός από τον Αιτητή στις 19/08/2022 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας με την αιτιολογία ότι δεν πληροί τις απαιτούμενες από το Νόμο προϋποθέσεις, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 10/12/2018. Στις 08/04/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (πρώην EASO, στο εξής EUAA). Στις 26/04/2022, ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή, εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησής του. Στη συνέχεια, αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 01/07/2022. Στις 08/08/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 19/08/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε μέσω της συνηγόρου του Αιτητή στις 08/09/2022.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά τη γραπτή του δε αγόρευση, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει λόγω μη δέουσας έρευνας, έλλειψη αιτιολογίας και πλάνης περί τα πράγματα. Ο συνήγορος του Αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 25/06/2024, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις, απέσυρε όλους τους προβληθέντες ισχυρισμούς πλην αυτού που αφορά την μη επαρκή έρευνα για την διεξαγωγή της συνέντευξης ήτοι ισχυρισμός (2) δυο επί της γραπτής του αγόρευσης.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ενώ ανέφερε μέσω της γραπτής της αγόρευσης ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του Νόμου. Οι καθ' ων τονίζουν πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής οι ισχυρισμοί του δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής τους στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, καθότι ήταν αναξιόπιστοι, αναληθείς και αντιφατικοί και, εν πάση περίπτωση, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 αλλά ούτε και μπορούσε να του παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματική προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, σωστά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του εκάστοτε αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Εν προκειμένω, ο Αιτητής στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, προωθεί συγκεκριμένα ως λόγο ακύρωσης ότι η απόφαση των Καθ’ ων λήφθηκε χωρίς να διενεργηθεί η δέουσα έρευνα. Δια ταύτα κρίνω, ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής έρευνα σε συνάρτηση με τους ειδικούς ισχυρισμούς που εγείρει ο Αιτητής και τα γεγονότα που προβάλλει αναφορικά με την υποστήριξη των νομικών αυτών σημείων, αποτελούν επαρκή εξειδίκευση των υπό αναφορά νομικών σημείων που αυτή προωθεί (Βλ. συναφώς Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997). Αποτελεί βεβαίως διακριτό γεγονός το κατά πόσον οι ισχυρισμοί που εγείρονται και τα γεγονότα που προβάλλονται αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή για άσυλο επαρκούν για την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά πόσον αυτοί τεκμηριώνονται.

Ως προς τους πιο πάνω λόγους προσφυγής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως.

Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό περί πλάνης περί τα πράγματα, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπου σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στο πλαίσιο ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση. (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ο Αιτητής κατά την συμπλήρωση της αίτησης διεθνούς προστασίας του κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της Αγγλόφωνης κρίσης που επικρατεί στο Καμερούν. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Buea και οι Ambazonians επιθυμούσαν όπως εντάξουν τον Αιτητή στις τάξεις τους ώστε να πολεμήσει κατά της κυβέρνησης. Ο Αιτητής ανέφερε ότι αρνήθηκε και ως αποτέλεσμα η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, με αποτέλεσμα ο ίδιος να διαφύγει στην Νιγηρία όπου φιλικό του πρόσωπο τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα και να μεταβεί στην Κύπρο. Αυτό το περιστατικό οδήγησε στην καταστροφή σπιτιών στην Kumba και στη δολοφονία των μελών της οικογένειάς του (ερυθρό 5 του Διοικητικού Φακέλου, στο εξής αναφερόμενος ως «ΔΦ»). 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ως προς τα προσωπικά του στοιχεία ότι είναι υπήκοος Καμερούν, εθνοτικής καταγωγής Mbem και γεννήθηκε στην πόλη Douala της επαρχίας Littoral του Καμερούν, όπου και διέμενε έως την ηλικία των 7 ετών. Κατόπιν έζησε στη Bamenda για 13 έτη και κατόπιν στη Buea για 3 έτη. Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε πως είναι Χριστιανός. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε ότι είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Buea όπου σπούδασε Οικονομικά και Διοίκηση Επιχειρήσεων και πως μιλάει Αγγλικά και τις διαλέκτους Yamba και Pidgin English. Ως προς το επάγγελμά του δήλωσε άνεργος. Ως προς την οικογενειακή τoυ κατάσταση δήλωσε άγαμoς και άτεκνος και πως έχει μία αδερφή η οποία ζει στο Καμερούν.

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, κατά την ελεύθερη αφήγησή του ο Αιτητής υποστήριξε πως εγκατέλειψε το Καμερούν επειδή δεχόταν απειλές από μέλη της αυτονομιστικής οργάνωσης Ambazonians διότι αρνήθηκε να γίνει και αυτός μέλος παρά τις συνεχείς πιέσεις που δεχόταν. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής δήλωσε ότι την 17/10/2017, κατά την περίοδο που ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Buea, ξεκίνησε μία διαμαρτυρία στο πανεπιστήμιο από κάποιους φοιτητές διότι δεν τους είχε ακόμη καταβληθεί από το πανεπιστήμιο μια κρατική ενίσχυση που δίνονταν στους φοιτητές (βλέπε ερ 38, 2χ δ.φ.). Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του έθεσε η Λειτουργός, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι επρόκειτο για οικονομική ενίσχυση για δευτεροετείς και τριτοετείς φοιτητές ύψους 20.000 φράγκων (CFA), τα οποία ποσά παρακρατούνταν παράνομα από τη διοίκηση του πανεπιστημίου (βλέπε ερ 37 2χ δ.φ).  Η διαμαρτυρία αυτή σύντομα βγήκε εκτός ελέγχου, με χιλιάδες φοιτητές να συμμετέχουν και να προκαλούν φθορές στο πανεπιστήμιο. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή η Αντιπρύτανης του πανεπιστημίου κάλεσε την αστυνομία η παρουσία της οποίας αντί να ηρεμήσει τα πράγματα χειροτέρεψε την κατάσταση, καθώς από τη μία μεριά η αστυνομία άρχισε να ασκεί βία αδιακρίτως και να κάνει χρήση οχήματος εκτόξευσης νερού προς τους φοιτητές, ενώ από την άλλη μεριά οι φοιτητές απάντησαν με πετροπόλεμο (βλέπε ερ 37 2χ δ.φ). Σύντομα έφτασαν και άλλα οχήματα της αστυνομίας η οποία άρχισε να συλλαμβάνει αδιακρίτως φοιτητές εντός του χώρου του πανεπιστημίου και των φοιτητικών εστιών και πως και ο ίδιος συνελήφθη. Ο Αιτητής δήλωσε ότι εκείνη την ημέρα πήγαινε για να δώσει εξετάσεις σε κάποιο μάθημα όταν άρχισαν οι διαμαρτυρίες και παρέμεινε στο χώρο ως θεατής. Σε σχετική ερώτηση της Λειτουργού δήλωσε ότι δεν είχε ενεργό ρόλο στις διαμαρτυρίες και πως βρέθηκε εκεί από σύμπτωση καθώς πήγαινε στις εξετάσεις του (βλέπε ερ 37 3χ δ.φ).

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις της Λειτουργού σχετικά με τη σύλληψή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι αστυνομικοί που τον συνέλαβαν δεν του είπαν τίποτα, απλά άρχισαν να τον κτυπούν και τον έβαλαν σε ένα όχημα, ενώ σε περαιτέρω ερώτηση δήλωσε ότι οι αστυνομικοί φορούσαν μπλε στολές με τα αρχικά ICIR σε αυτές και συνέλαβαν συνολικά περί τους 150 με 200 φοιτητές (βλέπε ερ 36 4χ δ.φ). Σε σχετική ερώτηση, ο Αιτητής δήλωσε ότι δε μπορεί να γνωρίζει το λόγο που τον συνέλαβαν και πως υποθέτει ότι αυτό συνέβη διότι έτυχε να βρίσκεται εκεί τη στιγμή εκείνη. Στη συνέχεια δήλωσε ότι η αστυνομία πήγε αυτόν και τους υπολοίπους συλληφθέντες σε ένα μέρος που έμοιαζε με στρατόπεδο και πως τους κρατήσανε σε ένα μεγάλο κτίριο με βαμμένη λευκή σκεπή. Περαιτέρω δήλωσε ότι δεν τους απαγγέλθηκε καμία κατηγορία ούτε τους δόθηκε κάποια εξήγηση για την κράτησή τους και πως αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από 3 μέρες κράτησης δίχως κάποιους όρους (βλέπε ερ 35 1χ δ.φ).

Εν συνεχεία ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δύο εβδομάδες μετά την απελευθέρωσή του, τον προσέγγισαν 5 φίλοι του και του πρότειναν να γίνει μέλος των αυτονομιστών Ambazonians για να πολεμήσει την κυβέρνηση η οποία τους κακομεταχειρίζεται. Συνολικά ισχυρίστηκε ότι τον προσέγγισαν περί τις 7 με 8 φορές και πως αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν έχει την καρδιά να πάει και να σκοτώσει κόσμο και να πολεμήσει την κυβέρνηση. Δήλωσε περαιτέρω ότι στην αρχή δεν ήταν πιεστικοί αλλά και πως αργότερα άρχισαν να τον απειλούν, μέσω μηνυμάτων και όταν τον συναντούσαν στο δρόμο, ότι θα τον σκοτώσουν και πως δεν μπορεί να τους ξεφύγει και θα τον βρουν όπου και να πάει (βλέπε ερ 34 3χ δ.φ ).  Όταν ένοιωσε ότι η ζωή του απειλείται, ο Αιτητής αποφάσισε να φύγει και να πάει να κρυφτεί σε έναν φίλο του στην πόλη Muyuka, όπου και κρυβόταν για 8 μήνες, έως ότου οι Ambazonians άρχισαν να επιτίθονται και εκεί και στα γύρω χωριά, σκοτώνοντας και στρατολογώντας κόσμο (βλέπε ερ 33, 2χ δ.φ ). Σε ερώτηση της Λειτουργού εάν θα μπορούσε να επιστρέψει στο Καμερούν και να ζήσει σε κάποια άλλη περιοχή όπως η Bamenda, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι δεν έχει που να πάει (βλέπε ερ 32 δ.φ ). 

Στη βάση των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και σχημάτισε συνολικά τρείς  (3 ) ουσιώδεις ισχυρισμούς ως εξής:

(1) ταυτότητα, προφίλ, και χώρα καταγωγής του Αιτητή,

(2) Ο Αιτητής συνελήφθη και κρατήθηκε από την αστυνομία όταν συμπωματικά βρέθηκε σε μια εξέγερση στο πανεπιστήμιο της Buea, όπου και σπούδαζε. 

(3) Ο Αιτητής απειλήθηκε από τους φίλους του διότι αρνήθηκε να γίνει μέλος των αυτονομιστών.

Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό του Αιτητή, ο Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε δεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως εκεί καταγράφονται. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από την ταυτότητα την οποία προσκόμισε.

Ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε και έζησε μέχρι 7 ετών στη Douala, κατόπιν μετακόμισε και έζησε για 13 χρόνια στη Bamenda. Τέλος έζησε για 3 χρόνια στη Buea της επαρχίας Southwest Region του Καμερούν και έδωσε λεπτομέρειες τόσο για χωριά και περιοχές κοντά σε αυτή όσο και για χωριά και μέρη τα οποία συναντά κανείς στη διαδρομή από τη Bamenda προς τη Buea.

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, ο Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς έκρινε ότι η περιγραφή του Αιτητή σχετικά με τη σύλληψη και την κράτησή του στερείται της λεπτομέρειας, της συνοχής και της εξειδίκευσης που δείχνουν μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Συγκεκριμένα, ενώ ο Αιτητής ήταν σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρειες την εξέγερση της οποίας ήταν μάρτυρας, ήταν ασαφής σε σχέση με το πως τον προσέγγισε η αστυνομία και πως τον συνέλαβε και τον κράτησε, ενώ προέβη σε μια περιγραφή χωρίς εξατομικευμένες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες αποφυλάκισής του και δεν κατάφερε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους συνελήφθη.

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, δε βρέθηκαν συγκεκριμένες εξωτερικές πηγές που να επιβεβαιώνουν την επικαλούμενη εξέγερση στο πανεπιστήμιο της Buea την 17η Οκτωβρίου 2017. Βρέθηκαν όμως αναφορές σχετικά με μια εξέγερση που έλαβε χώρα από φοιτητές κατά της διοίκησης του πανεπιστημίου την 28η Νοεμβρίου 2018 για λόγους μη αποπληρωμής της κρατικής ενίσχυσης προς τους φοιτητές καθώς και αναφορές σχετικά με μια καταγεγραμμένη αύξηση των εξεγέρσεων στο Καμερούν το 2017. Παρόλα αυτά, με δεδομένη εν προκειμένω την εσωτερική αναξιοπιστία  ο ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του.

Ως προς τον τρίτο ισχυρισμό του Αιτητή, η Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς έκρινε ότι η συνολική περιγραφή της εμπειρίας του στερείται των λεπτομερειών, της εξειδίκευσης και της συνοχής που υποδηλώνουν μια αυθεντική προσωπική εμπειρία. Πιο συγκεκριμένα, καταρχάς η Λειτουργός έκρινε ότι η περιγραφή των συνθηκών υπό τις οποίες οι φίλοι του του ζήτησαν να γίνει μέλος των αυτονομιστών δεν περιείχε λεπτομέρειες και ήταν αόριστη. Επιπλέον ο Αιτητής κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει μια αναλυτική περιγραφή του πως αρνήθηκε να γίνει μέλος καθώς επίσης δεν ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τους πέντε φίλους οι οποίοι του ζήτησαν να γίνει μέλος των αυτονομιστών.

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο Λειτουργός προέβη σε σχετική έρευνα από την οποία δεν προέκυψαν πληροφορίες σχετικά με το πως αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι που αρνούνται να γίνουν μέλη των αυτονομιστών, πέρα από μια αναφορά σύμφωνα με την οποία οι αυτονομιστές προσεγγίζουν άτομα κυρίως από την Αγγλόφωνη κοινότητα. Με δεδομένη την έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας ο ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του πρώτου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι το προφίλ και χώρα καταγωγής του, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην πόλη Buea της Βορειοδυτικής περιοχής (South West region) του Καμερούν θα εκτεθεί σε κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω της κατάστασης ασφαλείας που σχετίζεται με την αγγλόφωνη κρίση (ερυθρό 70 ΔΦ).

Κατόπιν, κατά τη νομική ανάλυση, κρίθηκε ότι με βάση τις δηλώσεις του Αιτητή, το ατομικό του προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου, δεν στοιχειοθετήθηκε το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων, ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η υπαγωγή του στο προσφυγικό καθεστώς κατά το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ως προς το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, απορρίφθηκε το ενδεχόμενο όπως ο Αιτητής τύχει μεταχείρισης που να εμπίπτει στο πεδίο του Άρθρου 19 (α) του περί Προσφύγων Νόμου, αναφορικά με την επιβολή της θανατικής ποινής, ή (β), σε σχέση με την πιθανότητα να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, ή (γ) να υποστεί βλάβη εξαιτίας αδιάκριτης βίας σε κατάσταση εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης. Ειδικότερα σε σχέση με το τελευταίο σημείο (γ) του άρθρου 15, ο λειτουργός παραπέμπει σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, οι οποίες μολονότι καταγράφουν τη γενικότερη κατάσταση ως τεταμένη, ωστόσο στις αγγλόφωνες περιοχές αυτή δε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κατάσταση αδιάκριτης άσκησης βίας σε εσωτερική ένοπλη σύρραξη. Για την ανωτέρω κατάληξη, ο αρμόδιος λειτουργός έλαβε επίσης υπόψιν το προφίλ και τις ατομικές περιστάσεις του Αιτητή ως νεαρού άνδρα, μορφωμένου, χωρίς ιατρικά θέματα, που διαθέτει διαμονή και μπορεί να στηρίξει τον εαυτό του στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 66 Δ.Φ).

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.

Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο και τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση περί της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή.

Ειδικότερα ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, σχετικά με τη σύλληψη και την κράτησή του λόγω της συμμετοχής του σε μια διαμαρτυρία στο πανεπιστήμιο της Buea, η αφήγηση του προσφεύγοντος στερείται της λεπτομέρειας, της συνοχής και της εξειδίκευσης που είναι ενδεικτικές μιας γνήσιας προσωπικής εμπειρίας. Σε  σχέση με το ρόλο του στην εξέγερση, ο προσφεύγων δήλωσε ότι απλά ήταν μάρτυρας της εξέγερσης και ότι βρέθηκε εκεί τυχαία, αρνούμενος έτσι ότι είχε ενεργό ρόλο σε αυτήν ενώ παράλληλα δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια τα γεγονότα που έλαβαν χώρα λαμβανομένου και όπως ανέφερε ότι ήταν παρών στην εν λόγω διαδήλωση (βλ. ερ.37 3Χ δ.φ.). Ακόμη, σε σχέση με το ποιος οργάνωσε την εξέγερση, ο προσφεύγων δήλωσε ότι δεν γνωρίζει, δηλώνοντας  γενικά και αόριστα ότι χιλιάδες άνθρωποι ήταν παρόντες (βλ. ερ. 36 δ.φ.). Ομοίως, ο προσφεύγων υπέβαλε μη λεπτομερείς δηλώσεις σχετικά με τη σύλληψη και την κράτησή του. Σχετικά με τη συγκεκριμένη πτυχή δήλωσε ότι δεν του είπαν τίποτα τη στιγμή της σύλληψής του, ενώ κληθείς να αναφερθεί στην τοποθεσία που τον μετέφεραν δήλωσε ότι δεν γνωρίζει (βλ. ερ.36 δ.φ.). Συνάμα, ο προσφεύγων δεν ήταν σε θέση να παράσχει λεπτομέρειες σχετικά με την κράτησή του, προς τούτο δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει  τον τόπο κράτησής του, αλλά ούτε ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια της συνθήκες κράτησής του. Όταν του δόθηκε η ευκαιρία να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, ο προσφεύγων δεν ήταν σε θέση να περιγράψει μια τυπική ημέρα κράτησης, ενώ οι απαντήσεις του ήταν γενικά ασαφείς και χωρίς καμία προσωπική περιγραφή. Επιπλέον, ο προσφεύγων έδωσε μια περιγραφή χωρίς εξατομικευμένες λεπτομέρειες όσον αφορά τις συνθήκες της απελευθέρωσής του. Κληθείς να εξηγήσει πώς μπόρεσε να φύγει από τη φυλακή δήλωσε ασυνάρτητα ότι τους έριξαν σε ένα φορτηγό και τους άφησαν στην Buea, αναφέροντας επίσης ότι δεν υπήρχαν όροι που τους επιβλήθηκαν για την απελευθέρωσή τους. (Βλ. ερ. 35 δ.φ.) Τέλος, ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει το λόγο της σύλληψης του, προβάλλοντας απλά ότι ίσως επειδή ήταν παρών εκεί. Επιπλέον, ερωτηθείς σε σχέση με τυχόν κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του και των άλλων ατόμων που συνελήφθησαν, απάντησε αόριστα ότι δεν οδηγήθηκαν στο δικαστήριο, αλλά απλώς μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο στο οποίο κρατούνταν (Βλ. ερ. 35 δ.φ.).

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν  λόγω ισχυρισμού παρατηρώ ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση προχώρησαν σε συναφή έρευνα μέσω πηγών πληροφόρησης ως προκύπτει εξάλλου από την Έκθεση – Εισήγηση χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε οποιαδήποτε εξέγερση στο πανεπιστήμιο της Buea στις 17 Οκτωβρίου του 2017. Εν τούτοις, ανευρέθηκαν πληροφορίες ότι στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο σημειώθηκαν απεργίες και διαμαρτυρίες κατά της διοίκησης του πανεπιστημίου ωστόσο αυτές έλαβαν χώρα τον Νοέμβριο του 2016 (βλ. ερ. 48 δ.φ). Επομένως  και παρά το ότι ανευρέθηκαν πληροφορίες ότι στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο σημειώθηκαν απεργίες και διαμαρτυρίες κατά της διοίκησης του πανεπιστημίου θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ων η αίτηση καθότι θεωρώ ότι η εσωτερική αναξιοπιστία του ως έχει αναλυθεί ανωτέρω, παίζει καθοριστικό ρόλο στην μετατροπή γενικά αποδεκτών πληροφοριών σε εξατομικευμένες και προσωπικές εμπειρίες. Συνεπώς, η πληγείσα εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αποτρέπει ένα τέτοιο συμπέρασμα και συνεπώς ο ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολο του ως μη εσωτερικά αξιόπιστος.

Σε κάθε περίπτωση φρονώ ότι το γεγονός ότι δεν ανευρέθη οποιαδήποτε πληροφορία αναφορικά με την διεξαγωγή οποιαδήποτε διαμαρτυρίας στις 17/10/2017 συγκεκριμένα, ως ανέφερε ο Αιτητή, πλήττει την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού καθότι και ως ανέφερε ο Αιτητής ήταν παρών στην εν λόγω διαδήλωση, ενώ δεν προκύπτουν από τα ενώπιον μου στοιχεία οποιοιδήποτε άλλοι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα του Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του με σαφήνεια και ευκρίνεια καθότι πρόκειται για ουσιαστικό μέρος του πυρήνα του αιτήματος του και ο λόγος που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του[1].

Οι δηλώσεις του αιτούντος πρέπει να μην έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του. Πρόκειται για μια απαίτηση συνέπειας, υπό την έννοια ότι οι δηλώσεις θα πρέπει τουλάχιστον να μην έρχονται σε αντίθεση με ειδικά αποδεικτικά στοιχεία όπως είναι πηγές από την χώρα καταγωγής του Αιτητή. Ο εν λόγω ισχυρισμός του Αιτητή περί συμμετοχής του σε διαμαρτυρία αλλά και της μετέπειτα σύλληψης του αποτελεί ουσιαστικό ισχυρισμό και τον πυρήνα του αιτήματος τους άρα το γεγονός ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες επηρεάζει αναπόφευκτα την αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμό. Άρα δεν πρόκειται για μικρές αποκλίσεις που δεν σχετίζονται με το θέμα και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Ως αναφέρει εξάλλου και το άρθρο 4 παράγραφος 5 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι: γ) οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του.

Όσον αφορά τον τρίτο ισχυρισμό αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε από φίλους του λόγω της άρνησης του να ενταχθεί με τους αυτονομιστές, παρατηρώ ότι όντως από τις δηλώσεις του λείπει η συνοχή και η επάρκεια πληροφοριών. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες αναφορικά με τις προσπάθειες των φίλων του να τον πείσουν να ενταχθεί με τους αυτονομιστές. Όπως γενικά ανέφερε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, κατά τη διάρκεια συνάντησης με φίλους του άρχισαν να μιλούν αλλά στη συνέχεια άρχισαν να τον απειλούν με μηνύματα (ερυθρό 35 3Χ δ.φ.). Ομοίως ανεπαρκείς κρίνονται και οι δηλώσεις του αναφορικά με τη δική του αντίδραση και την άρνηση του, όπου ανέφερε ότι δεν είναι τέτοιος τύπος ανθρώπου και δεν έχει την καρδιά να σκοτώνει (ερυθρό 34 2Χ δ.φ.). Τέλος, παρατηρώ ότι κατά τους 8 μήνες της παραμονής του στην πόλη Muyuka σύμφωνα με τα λεγόμενα του δεν έχει συμβεί οτιδήποτε στον ίδιο ούτε κάτι που να συνδέεται με τις απειλές τις οποίες είχε δεχθεί (ερυθρό 33 2Χ δ.φ.).

Διαπιστώνω, και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ο Αιτητής επικαλέστηκε δια της συνέντευξης του ότι ο αιτών  δεν έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του καθότι η εξιστόρηση των γεγονότων που περιβάλλουν τον εν λόγω ισχυρισμό πλήττεται από έλλειψη συνοχής, αντιφάσεις και ασυνέπειες οι οποίες προκύπτουν από τα λεγόμενα του και ως εκ τούτου ορθώς πλήττεται η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού του λόγω  έλλειψης εσωτερικής συνέπειας, αλλά και έλλειψη επαρκών πληροφορίων. Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται η αίτηση διεθνούς προστασίας να είναι τεκμηριωμένη και να περιλαμβάνει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας του,[2] φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή του προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις του δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς του την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους. Αναφερόμενος σε καταστάσεις που κατ' ισχυρισμόν έχει βιώσει ο ίδιος και τον ανάγκασαν να αλλάξει τόσο τόπο διαμονής, όσο και χώρα, θα ήταν αναμενόμενο οι περιγραφές του να περιλάμβαναν πληροφορίες και λεπτομέρειες που να παραπέμπουν σε προσωπικές εμπειρίες. Αντίθετα, οι απαντήσεις του είναι γενικές, αόριστες, και λακωνικές, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν ήταν σε θέση να δώσει βασικές πληροφορίες όπως είναι η σύλληψη του κατά τη διάρκεια της ταραχής στο πανεπιστήμιο της Buea, και οι απειλές που κατ’ ισχυρισμόν δέχθηκε από φίλους του για να ενταχθεί στις τάξεις των ένοπλων αυτονομιστών. Όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν σοβαρούς λόγους να αμφισβητηθεί η αλήθεια της αξίωσης των αιτούντων άσυλο, το άτομο πρέπει να παρέχει ικανοποιητική εξήγηση για τις εικαζόμενες ανακρίβειες[3] σε αυτές τις υποβολές, κάτι το οποίο δεν προκύπτει στην παρούσα περίπτωση του Αιτητή.

Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεων του, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό του.

Σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση  και θα καταλήξει με απόλυτη  βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία  έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο  κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση  JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»).

Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί κινδύνου λόγω άρνησης να ενταχθεί στην ομάδα των αυτονομιστών ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Τονίζεται παράλληλα ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης ή σοβαρής βλάβης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ.             WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010)

Βεβαίως ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ναι μεν τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλόμενων από τον Αιτητή ουσιωδών ισχυρισμών και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφασή τους, όμως στην περίπτωση που δεν έχουν προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοίκησης, ουσιώδεις, υπό την ανωτέρω έννοια, ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου.

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[4] , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[5]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης.

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής.[6] Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής  δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες  όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Για λόγους πληρότητας, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες αναφορικά με τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες  από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)]. Περαιτέρω το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα αναφορικά με την αγγλόφωνη κρίση, στρατολόγηση ατόμων σε αυτονομιστικές ομάδες των Ambazonians, καθώς και τις οποιεσδήποτε συνέπειες σε περίπτωση άρνησης τους.

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το  Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά  (περιοχή Far North)∙[7] ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest ) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Ωστόσο, η βία δεν ισοδυναμεί με μη διεθνή ένοπλή σύρραξη.[8]

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έκθεση του Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Human Rights Watch) που αναφέρεται σε περιστατικά που έλαβαν χώρα το 2023, η βία στις δύο αγγλόφωνες περιοχές, τη Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική περιφέρεια, συνεχίστηκε για έκτο έτος.[9] Περαιτέρω, πρόσφατη έρευνα της ACCORD που ετοιμάστηκε ως απάντηση σε ερώτημα αναφορικά με την αγγλόφωνη κρίση και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2024, αναφέρει ότι κατά την περίοδο αναφοράς (2021-2023), η βίαιη σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και άμυνας και των ενόπλων αυτονομιστικών ομάδων συνέχισε να μαίνεται στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν. Η κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές αναφέρεται ότι επιδεινώθηκε, με την εξέγερση να γίνεται πιο δομημένη και την κρίση πιο περίπλοκη.[10]

Ως περαιτέρω αναφέρεται στην ανωτέρω έκθεση, Αγγλόφωνοι αντάρτες εντοπίζονται σε πολλές πολιτικές παρατάξεις και σε δεκάδες τοπικές πολιτοφυλακές (militias). Τον Ιανουάριο του 2023, έγινε αναφορά για επτά (7) κυρίαρχες αυτονομιστικές ένοπλες ομάδες, οι οποίες κατείχαν ισχυρές θέσεις κυρίως σε αγροτικές περιοχές. Ο εκτιμώμενος αριθμός μαχητών σε αυτές τις ένοπλες ομάδες κυμαίνετο από 2.000 έως 4.000. Η στρατολόγηση των μαχητών γίνεται κυρίως από την τοπική αγγλόφωνη κοινότητα∙ ωστόσο, περιλαμβάνει και μέλη των δυνάμεων ασφαλείας, καθώς και Νιγηριανούς μισθοφόρους. Οι μισθοφόροι, κάποιοι από αυτούς με υπόβαθρο σε στρατιωτικές ή εγκληματικές δραστηριότητες, έχουν τα δικά τους όπλα και υπηρετούν ως εκπαιδευτές ή μαχητές. Επιπλέον, ένας αξιοσημείωτος αριθμός αστυνομικών και στρατιωτών του Καμερούν, συμπεριλαμβανομένων συνταξιούχων ή ατόμων που έχουν απολυθεί, έχουν ενταχθεί σε αυτές τις ομάδες. Τέλος, οι ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες περιλαμβάνουν και γυναίκες, μερικές από τις οποίες κατέχουν τοπικούς ηγετικούς ρόλους.[11]

Σύμφωνα με έκθεση (2023) του OCHA, αγόρια στην εφηβεία και οι άντρες διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο για αυθαίρετη σύλληψη, παράνομη κράτηση, αναγκαστική στρατολόγηση και σωματική βία.[12] Οι άντρες, και ειδικότερα οι νεαροί άντρες που ζουν στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν, παραμένουν τα πρωταρχικά θύματα των καταγεγραμμένων περιστατικών, ενώ ποσοστό μεταξύ 85% και 95% εκτίθεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη μεταχείριση, κλοπή, εκβιασμό και αυθαίρετη ή παράνομη σύλληψη και/ή κράτηση.[13] Οι άνδρες αντιμετωπίζουν βία από στρατιωτικές αρχές και μη κρατικές ένοπλες ομάδες.[14] Οι οικογένειες περιορίζουν τις εξωτερικές μετακινήσεις των υιών τους για να τους αποτρέψουν τη σύλληψη και την αναγκαστική στρατολόγηση τους.[15] Τέλος, σύμφωνα με έκθεση (2023) της EUAA, η οποία αποτελεί απάντηση σε ερώτημα (COI Query) αναφορικά με την αναγκαστική στρατολόγηση από αυτονομιστικές ομάδες και τις συνέπειες της άρνησης συμμετοχής «άνδρες που αρνούνται να συμμετάσχουν στην ένοπλη σύγκρουση δύναται να θεωρηθούν κατάσκοποι και δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ενταχθούν, να κρυφτούν ή να φύγουν από την κοινότητά τους».[16]

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος στρατολόγησης νεαρών αντρών από τις αυτονομιστικές οργανώσεις είναι υπαρκτός. Ωστόσο το γεγονός ότι κάποιές πτυχές της αφήγησης του Αιτητή υποστηρίζονται από γενικές και γνωστές πληροφορίες επί της χώρας καταγωγής του Αιτητή δεν συνεπάγει αυτόματα ότι τεκμηριώνεται η γενικότερη αξιοπιστία των ισχυρισμών του.

Η συνολική αξιοπιστία του Αιτητή δεν είναι αποδεδειγμένη ως προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο ε) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση). Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι η Καθ’ων η Αίτηση έχουν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να συνεργαστούν με τον αιτούντα για την αξιολόγηση της αίτησης κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[17]  εξασφαλίζοντας και λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες από την χώρα καταγωγής (βλ. ερ 45-64 δ.φ) και παρέχοντας στον αιτούντα τη δυνατότητα να προσκομίσει περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία και να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τα επίμαχα ζητήματα. Ωστόσο, μέσα από τις δηλώσεις του ο Αιτητή  υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις οι οποίες πλήττουν ανεπανόρθωτα  την εσωτερική αξιοπιστία των ουσιώδη ισχυρισμών του, ενώ δεν προκύπτει ούτε τεκμηριωμένη προσωπική στοχοποίηση του ιδίου από τις αυτονομιστικές οργανώσεις των Ambazonians με σκοπό την στρατολόγηση του. Σημειώνεται ότι η σύλληψη του κατά τη διάρκεια της διαμαρτυρίας στο Πανεπιστήμιο προέκυψε λόγω της τυχαίας παρουσίας του στο χώρο με την άνευ όρων απελευθέρωση του μετά από τρεις (3) μέρες. Ενώ, όσον αφορά τις κατ’ ισχυρισμόν απειλές που δέχθηκε από φίλους του λόγω της άρνησης του να ενταχθεί στις τάξεις των αυτονομιστών, μέσα από το αφήγημα του δεν τεκμηριώνεται η προσωπική στοχοποίηση του από τους Ambazonians, παρά οι αόριστες και γενικές απειλές από φίλους του ότι θα τον σκοτώσουν οι Ambazonians αν τον βρουν, και δεν μπορεί να διαφύγει.

Συνεπακόλουθα, και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται υπό την μορφή κάποιον λεκτικών απειλών από κάποιους φίλους του με σκοπό να ενταχθεί στους Αμπαζόνιαν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως   αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του Αιτητή το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται ο Αιτητής δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται  εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει ο Αιτητής δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου.

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου στρατολόγησης του από τους Ambazonians ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενος συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Συνεπώς, εφόσον ο Αιτητής, ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης του να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, δεν ανέφερε οτιδήποτε που να τεκμηριώνει την αίτησή του για διεθνή προστασία και δεν υπέβαλε οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει σε αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν απέδειξε αλλά ούτε πιθανολόγησε ότι η Υπηρεσία Ασύλου υπέπεσε σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης. Το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267, ALAN KHAMITSEV ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Αρ. Υπόθεσης: 334/2012, 15/1/2014).Από τα ενώπιον μου δεδομένα δεν στοιχειοθετείται οποιουδήποτε είδους πλάνη, τόσο ως προς την διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα τα οποία κατέληξε η Αρχή με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα που έλαβε η Αρχή υπόψη της.

Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει ο Αιτητής, το οποίο δίδεται όταν ο αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor ElgafajiStaatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής δήλωσε, ο τόπος που αναμένεται να επιστρέψει είναι η πόλη Buea, της νοτιοδυτικής περιφέρειας (South West region) του Καμερούν. Λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα ασφαλείας της εν λόγω περιοχής, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 29/11/2023 – 29/11/2024 καταγράφηκαν στην πόλη Buea 33 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 16 ανθρώπινες ζωές. Τα 33 περιστατικά κατηγοριοποιήθηκαν ως ακολούθως: 2 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 3 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 5 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια, 6 διαμαρτυρίες (protests), και 20 περιστατικά  βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 12 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.[18] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πόλης Buea, σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2024 ανέρχεται στις 47,300 κατοίκους.[19]

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό να διατρέξει ο Αιτητής ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 



[1] Βλέπε Αιτιολογική σκέψη 29 της ΟΔΑ (αναδιατύπωση) Ορισμένοι αιτούντες ενδέχεται να χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας, φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου, αναπηρίας, σοβαρής ασθένειας, ψυχικών διαταραχών ή ως συνέπεια βασανισμού, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας

 

[2] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57

[3] JK and Others v Sweden Αριθμός Υπόθεσης  59166/12 ημερ.23 Αυγούστου  2016 Παρ. 93

[4] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[5] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[6] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[7] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, Τελευταία Ενημέρωση: 21/01/2021,  https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/11/2024]

[8] Ibid

[9] Human Rights Watch, Cameroon: Events of 2023, https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/11/2024]

[10] ACCORD (Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation), Cameroon: The Cameroon Anglophone Crisis (2021 – 2023), 8 January 2024, σελ. 8 https://www.ecoi.net/en/file/local/2102908/a-12289.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/11/2024]

[11] Ibid, σελ. 10 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/11/2024]

[12] Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (OCHA), UN, The Humanitarian Needs Overview: Cameroon, March 2023, σελ.31, file:///C:/Users/User/Downloads/CMR_HNO_2023_v7_20230405.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/11/2024]

[13] Ibid, σελ. 31

[14] Ibid, σελ. 32

[15] Ibid, σελ. 32

[16] EUAA, COI Query, Cameroon, Forced recruitment of adult men by separatist groups, including prevalence, in Northwest and Southwest (Anglophone) regions; consequences for refusing to join separatist groups, Reference Period: July 2021 to 6 November 2023, 7 Νοεμβρίου 2023, σελ. 4, file:///C:/Users/User/Downloads/231113350.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/11/2024]

[17] Μ.Μ. υπόθεση C‑277/11 υποσημείωση 82, σκέψη 66

 

[18] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 29/11/2023 – 29/11/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud-Ouest, LOCATION: Buea) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/11/2024]

[19] World Population Review, https://worldpopulationreview.com/cities/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/11/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο