M.G. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 6529/21, 9/12/2024
print
Τίτλος:
M.G. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 6529/21, 9/12/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 6529/21

09 Δεκεμβρίου, 2024

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.G.

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

........

Γ. Βασιλείου (κος) για Βασιλείου και Συνεργάτες, Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Α.Δ. Δημητρίου (κος), Δικηγόροι για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 31/08/2021 η οποία παραλήφθηκε από την Αιτήτρια στις 06/09/2021 με επιστολή ίδιας ημερομηνίας και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για χορήγηση καθεστώτος πολιτικού πρόσφυγα είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Υπό το αιτητικό Β, η Αιτήτρια ζητά οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει ορθή το Δικαστήριο υπό τις περιστάσεις.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Η Αιτήτρια έχει την ιθαγένεια της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 28/08/2019. Στις 11/06/2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO, νυν EUAA- Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο). Στις 06/08/2021, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας στις 31/08/2021. Στις 06/09/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια την ίδια ημέρα. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε μέσω του συνηγόρου της Αιτήτριας στις 04/10/2021.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο συνήγορος της Αιτήτριας, στην προσφυγή την οποία κατέθεσε, παραθέτει πλείονες λόγους ακύρωσης, οι οποίοι ωστόσο δεν συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία, επισυνάπτοντας σχετικά στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως παραρτήματα. Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, προωθεί νομικούς ισχυρισμούς που αφορούν την μη επαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία προβάλλει ότι λήφθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα, υπό την έννοια ότι οι Καθ’ ων πλανήθηκαν σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας αναφορικά με την μεταχείριση των θρησκευτικών μειονοτήτων και των προσηλυτιστών από την κυβέρνηση. Υποβάλλει περαιτέρω ότι οι Καθ’ων δεν διεξήγαγαν δέουσα έρευνα των ισχυρισμών της Αιτήτριας και των πραγματικών περιστατικών, ούτε έλαβαν υπόψιν τις ατομικές της περιστάσεις προβαίνοντας σε εξατομικευμένη αξιολόγησή τους. Ο συνήγορος της Αιτήτριας αναφέρει επίσης στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης υπό τον τίτλο «Νέα γεγονότα» ότι ο υιός της Αιτήτριας, ηλικίας 19 ετών κατά τον εκεί αναφερόμενο χρόνο, ο οποίος είχε αφιχθεί στην Δημοκρατία με τον πατέρα του (πρώην σύζυγο της Αιτήτριας) και την αδελφή του πριν την άφιξη της Αιτήτριας, ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα περί τον Φεβρουάριο του 2022, με αποτέλεσμα να βρίσκεται κλινήρης και να παρουσιάζει τετραπληγία. Ως εκ τούτου, διαμένει με την Αιτήτρια, η οποία του παρέχει καθημερινά την απαραίτητη φροντίδα και στήριξη.

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του Νόμου. Περαιτέρω, αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που η Αιτήτρια είχε θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων. Περαιτέρω υποβάλλουν ότι η Αιτήτρια με τους ισχυρισμούς που προβάλλει δεν έχει καταφέρει να αποσείσει το βάρος απόδειξης και δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων. Καταλήγοντας υποβάλλουν ότι η Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι συντρέχει οποιοσδήποτε νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου και ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμο και ουσία αβάσιμη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του εκάστοτε αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Εν προκειμένω, η Αιτήτρια στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, προωθεί συγκεκριμένα ως λόγο ακύρωσης ότι η απόφαση των Καθ’ ων λήφθηκε χωρίς να διενεργηθεί η δέουσα έρευνα. Δια ταύτα κρίνω, ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής έρευνα σε συνάρτηση με τους ειδικούς ισχυρισμούς που εγείρει η Αιτήτρια και τα γεγονότα που προβάλλει αναφορικά με την υποστήριξη των νομικών αυτών σημείων, αποτελούν επαρκή εξειδίκευση των υπό αναφορά νομικών σημείων που αυτή προωθεί (Βλ. συναφώς Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997). Αποτελεί βεβαίως διακριτό γεγονός το κατά πόσον οι ισχυρισμοί που εγείρονται και τα γεγονότα που προβάλλονται αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος της Αιτήτριας για άσυλο επαρκούν για την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά πόσον αυτοί τεκμηριώνονται.

Ως προς τους πιο πάνω λόγους προσφυγής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά τον νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στο πλαίσιο ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου ως αναφέρθηκε, προχωρώ να εξετάσω τα ενώπιόν μου δεδομένα:

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο οποίος καταχωρήθηκε ως Τεκμήριο 1, η Αιτήτρια κατά την συμπλήρωση της αίτησης διεθνούς προστασίας κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω της πίστης της στον Χριστό και της επιθυμίας της να ασκεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα ως χριστιανή. Ως αναφέρει, η επιθυμία της αυτή ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν, ωστόσο στη χώρα καταγωγής της δεν επιτρέπεται κάποιος που ασπάζεται το ισλάμ να αλλάξει θρησκεία και κάτι τέτοιο επιφέρει βαριές ποινές από τον ισλαμικό νόμο. Αναφέρει επίσης ότι βρήκε γαλήνη στον χριστιανισμό και τη βοήθησε να νιώσει ασφαλής σε δύσκολες καταστάσεις που αντιμετώπισε. Η Αιτήτρια καταγράφει πως, δεδομένου ότι γεννήθηκε σε μουσουλμανικό περιβάλλον και της αποδόθηκε αυτή η θρησκεία, ένιωθε πίεση και αντιμετώπιζε δυσκολίες στο να εργαστεί και να ασκήσει τα πιστεύω της. Όταν στράφηκε στον χριστιανισμό δέχθηκε απειλές και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της ώστε να είναι ασφαλής και να βρίσκεται πιο κοντά στην πίστη της στον χριστιανισμό (ερυθρά 5-4 και μετάφραση ερ. 25-24 ΔΦ).

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της (ερυθρά 114-97 ΔΦ), η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Τεχεράνη και διέμενε στο Alman έως την ηλικία των εννέα (9) ετών, οπότε και μετοίκησε στο Sharak Vardavard, όπου παρέμεινε έως ότου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Ως προς το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, δήλωσε ότι έχει λάβει 12ετή βασική εκπαίδευση, καθώς και δίπλωμα εκπαιδεύτριας από την Ορειβατική Ομοσπονδία (“Mountain Climbing Federation”). Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι διαζευγμένη περί τα δέκα (10) έτη και ο πρώην σύζυγός της βρίσκεται επίσης στην Δημοκρατία όπου αφίχθη μαζί με τα δύο τέκνα τους περί το ένα (1) έτος πριν την άφιξη της Αιτήτριας και αιτήθηκαν διεθνούς προστασίας. Δήλωσε επίσης ότι ο υιός της, γεννηθείς το 2003 και η κόρη της, γεννηθείσα το 2006, διέμεναν κατά τον κρίσιμο χρόνο με τον πατέρα τους, ενώ η ίδια διατηρεί συνεχή επικοινωνία μαζί τους, όχι όμως με τον πρώην σύζυγό της. Η μητέρα και η αδελφή της Αιτήτριας διαμένουν στην Τεχεράνη, ενώ ο πατέρας και ο αδερφός της έχουν αποβιώσει. Ως προς την επαγγελματική της κατάσταση στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εργαζόταν ως τεχνίτρια ξυλογλυπτικής, πωλώντας τις δημιουργίες της, εργασία που έκανε έως ότου αναχώρησε από την χώρα. Δήλωσε επίσης ότι δραστηριοποιούνταν στον Ιρανικό Ερυθρό Σταυρό.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μουσουλμανικό περιβάλλον, σε μια θρησκευόμενη οικογένεια, ωστόσο δεν ένιωθε ποτέ καλά με αυτό και αντιμετώπισε πολλά προβλήματα κατά τη διάρκεια της ζωής της. Όταν έλαβε διαζύγιο από τον πρώην σύζυγό της, δεν μπορούσε να έχει την επιμέλεια των παιδιών της καθώς αυτή ανατίθεται στον άνδρα στο Ιράν και μπορούσε να βλέπει τα παιδιά της μόνο μία φορά την εβδομάδα. Κατά την περίοδο εκείνη, η Αιτήτρια αρρώστησε και ο γιατρός της συνέστησε να ασχοληθεί με τον αθλητισμό. Η ίδια ξεκίνησε ορειβασία, στην οποία διακρίθηκε τόσο στο Ιράν όσο και στο εξωτερικό, ενώ έφτασε στο επίπεδο της εκπαιδεύτριας. Ωστόσο, ως αναφέρει, δεν ήταν ευτυχισμένη, δε μπορούσε να ζει και να αποφασίζει ελεύθερα. Η Αιτήτρια πρόσθεσε πως είχε μία καλή φίλη ονόματι Mitra, η οποία είχε μετοικήσει με τον σύζυγό της στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ξεκίνησε να μελετά την Αγία Γραφή. Η Αιτήτρια διατηρούσε επικοινωνία μαζί της μέσω μηνυμάτων στην εφαρμογή Whatsapp, όπου η φίλη της τής μιλούσε για τον χριστιανισμό. Ως δήλωσε η Αιτήτρια, η ίδια θεωρούσε τότε ότι αυτό που έκανε η φίλη της δεν ήταν σωστό, καθώς στο Ιράν ακόμα και η μελέτη άλλων θρησκειών πέρα από το κοράνι θεωρείται αποστασία και τιμωρείται με θάνατο. Έτσι, σταμάτησε να της μιλά για διάστημα δύο (2) μηνών, κατά το οποίο ωστόσο η φίλη της συνέχισε να της στέλνει αποσπάσματα από την Αγία Γραφή και να της μιλά για τη γαλήνη που βρήκε στον χριστιανισμό, καθώς γνώριζε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Αιτήτρια ζώντας σε μουσουλμανικό περιβάλλον και επιθυμούσε να βρει κι εκείνη τη γαλήνη. Η Αιτήτρια μέχρι τότε δε γνώριζε την Αγία Γραφή ούτε τα διδάγματα του χριστιανισμού περί ανάστασης του Χριστού, τα οποία της κίνησαν την περιέργεια και άρχισε τελικά να τα μελετά. Η φίλη της τής έμαθε πώς να προσεύχεται και την προέτρεψε να μελετήσει μόνη της ώστε να διαπιστώσει την αλήθεια του χριστιανισμού.

Περαιτέρω, αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους αφίχθη στην Δημοκρατία, η Αιτήτρια δήλωσε πως ήταν εξαιτίας της κόρης της, η οποία βρισκόταν ήδη στην Κύπρο με τον πρώην σύζυγο της Αιτήτριας. Διατηρούσαν τηλεφωνική επικοινωνία, μέσα από την οποία η Αιτήτρια κατάλαβε πως η κόρη της δεν ήταν καλά και της ζητούσε να έρθει στην Κύπρο, χωρίς να της αποκαλύπτει ποιο είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Όταν η κόρη της είπε πως θα τερματίσει τη ζωή της αν δεν έρθει η μητέρα της, η Αιτήτρια αποφάσισε να έρθει στην Κύπρο, παρά την αντίθεση της μητέρας και αδερφής της Αιτήτριας. Λίγους μήνες μετά την άφιξή της, έμαθε πως η κόρη της είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον γιο της οικογένειας με την οποία διέμεναν κατά τους δύο (2) πρώτους μήνες που αφίχθηκαν στην Κύπρο με τον πατέρα και τον αδερφό της. Η Αιτήτρια προχώρησε σε καταγγελία του περιστατικού στην αστυνομία και ζήτησε ειδική βοήθεια και υποστήριξη για την κόρη της. Καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού και της παραμονής της, η Αιτήτρια δήλωσε πως προσευχόταν στον Θεό και την Αγία Γραφή και πιστεύει πως την βοήθησε να ανταπεξέλθει σε όλες αυτές τις δυσκολίες. Έκτοτε, μελετά τον χριστιανισμό μαζί με την κόρη της και έχουν μια φυσιολογική και γαλήνια ζωή.

Σε διευκρινιστική ερώτηση της αρμόδιας λειτουργού, η Αιτήτρια δήλωσε πως ακόμα και αν δεν είχε μεσολαβήσει το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η κόρη της, θα είχε εγκαταλείψει το Ιράν ώστε να μελετήσει τον χριστιανισμό, ωστόσο σε μεταγενέστερο χρόνο.

Ερωτηθείσα ως προς τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της στο Ιράν, η Αιτήτρια υποστήριξε πως δε θα είναι σε θέση να μελετά την Αγία Γραφή και να ασκεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα ως χριστιανή, ενώ η ζωή της θα βρίσκεται σε κίνδυνο. Περαιτέρω, φοβάται ότι θα μάθει για την μεταστροφή της η μητέρα της η οποία είναι θρησκευόμενη, ωστόσο η Αιτήτρια δε θεωρεί πως θα την καταγγείλει στις αρχές.

Σε έτερη διευκρινιστική ερώτηση της αρμόδιας λειτουργού αναφορικά με το ισλάμ, η Αιτήτρια υποστήριξε πως το μουσουλμανικό θρήσκευμα της αποδόθηκε αναγκαστικά λόγω του ότι γεννήθηκε στη συγκεκριμένη χώρα, χωρίς να γνωρίζει οποιοδήποτε άλλο θρήσκευμα και χωρίς να έχει επιλογή. Η ίδια ασκούσε ενεργά τα θρησκευτικά της καθήκοντα, φορούσε hijab, προσευχόταν και νήστευε καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα περιθωριοποιείτο τόσο από την κοινωνία όσο και από την οικογένειά της (ερυθρό 105 ΔΦ). Ερωτηθείσα πότε ξεκίνησε η δυσαρέσκειά της προς το ισλάμ, η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως συνέβη μετά τον γάμο της και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε μέσα σε αυτόν με τον σύζυγό της να είναι ασεβής απέναντί της, να μην της επιτρέπει να δει την μητέρα της, έως και να της ασκεί σωματική βία. Ανέφερε επίσης πως είχε διαπιστώσει πως υπάρχει πολλή υποκρισία στο ισλάμ, καθώς οι πιστοί πράττουν αντίθετα από ό,τι διδάσκει το κοράνι. Σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού αναφορικά με τις διαφορές ανάμεσα στο ισλάμ και τον χριστιανισμό, η Αιτήτρια υποστήριξε πως η κύρια διαφορά είναι η πίστη στον Χριστό και την ανάστασή του, η οποία συμβολίζει τη συγχώρεση και την αιωνιότητα, σε αντίθεση με το ισλάμ όπου ο Χριστός θεωρείται απλώς προφήτης και η πίστη βασίζεται στον φόβο και την τιμωρία (ερυθρό 103 ΔΦ). Ερωτηθείσα πότε αυτοπροσδιορίσθηκε ως χριστιανή για πρώτη φορά, η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως ήταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της όταν εγκατέλειψε το Ιράν και προσευχήθηκε στον Χριστό. Ερωτηθείσα περαιτέρω ως προς τις διαφορές μεταξύ της ορθοδοξίας και της πίστης των μαρτύρων του Ιεχωβά, την οποία ασπάζεται η Αιτήτρια, αποκρίθηκε πως δε γνωρίζει ούτε έχει μελετήσει άλλα δόγματα της χριστιανοσύνης.

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού, η Αιτήτρια δήλωσε πως ξεκίνησε να μελετά την Αγία Γραφή ένα μήνα μετά την άφιξή της στην Δημοκρατία, συμμετείχε σε δίωρες εβδομαδιαίες διδασκαλίες και τελικά βαπτίσθηκε στις 04/04/2021 (ερυθρό 101 ΔΦ). Ερωτηθείσα για ποιο λόγο επιθυμούσε να βαπτισθεί, η Αιτήτρια υποστήριξε πως επιθυμούσε να γνωρίσουν και άλλοι πως ο Χριστός είναι η αλήθεια, όπως ακριβώς αφιερώθηκε και η ίδια σε αυτόν. Περαιτέρω, δήλωσε πως επιθυμεί να γίνει ιεραπόστολος ώστε να διαδώσει και σε άλλους την πίστη στον Χριστό. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο δεν βαπτίσθηκε νωρίτερα, η Αιτήτρια δήλωσε πως η βάπτιση λαμβάνει χώρα μόνο όταν κάποιος είναι έτοιμος, έχει μελετήσει αρκετά, έχει αφομοιώσει τα διδάγματα και έχει λάβει εκπαίδευση ώστε να μυεί και άλλους. Αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο ασκεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα στην Δημοκρατία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δύο φορές την εβδομάδα λαμβάνουν χώρα λειτουργίες (services), κατά τις οποίες συνδράμουν άτομα που επιθυμούν να μελετήσουν την Αγία Γραφή και τα καθοδηγούν (ερυθρό 100 ΔΦ).

Ερωτηθείσα αν είναι γνωστή η μεταστροφή της στο Ιράν, η Αιτήτρια δήλωσε πως το γνωρίζει η αδερφή της, η οποία είναι χαρούμενη που βρήκε γαλήνη ωστόσο θεωρεί πως αν το μάθει η μητέρα τους, δε θα το δεχθεί. Περαιτέρω, το γνωρίζουν φιλικά της πρόσωπα καθώς δημοσιεύει αποσπάσματα της Αγίας Γραφής σε εφαρμογή επικοινωνίας (Whatsapp) και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook).  

Στην Εισηγητική Έκθεση, η λειτουργός κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, έναν αναφορικά με τα στοιχεία ταυτότητας, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και έναν αναφορικά με την μεταστροφή της Αιτήτριας από το ισλάμ στον χριστιανισμό ενόσω βρισκόταν στην Δημοκρατία και την βάπτισή της το 2021. Αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός.

Εξετάζοντας την εσωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας, η αρμόδια λειτουργός καταγράφει ότι η Αιτήτρια ήταν ακριβής και συγκεκριμένη κατά την περιγραφή των εμπειριών της με το ισλάμ και το πώς η θρησκεία αυτή της αποδόθηκε χωρίς να την επιλέξει η ίδια. Περαιτέρω, παρότι περιέγραψε πώς ξεκίνησε η δυσαρέσκειά της προς το ισλάμ αναφέροντας την συμπεριφορά του συζύγου της καθώς και την αναντιστοιχία που υπήρχε ανάμεσα στα πιστεύω και τις πράξεις των πιστών, δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει τη σύνδεση μεταξύ της δυσαρέσκειάς της και των αιτιών της. Η λειτουργός σημειώνει πως τα αίτια αυτά συνδέονται περισσότερο με πολιτισμικά στοιχεία της χώρας καταγωγής της παρά με την θρησκεία, ενώ επίσης οι αναφορές της Αιτήτριας και σε θετικά στοιχεία του ισλάμ επιβεβαιώνουν την έλλειψη συνοχής στους ισχυρισμούς της (ερυθρό 146 ΔΦ). Περαιτέρω, η απάντησή της στην ερώτηση γιατί προτιμά τον χριστιανισμό από το ισλάμ, όπου η Αιτήτρια αναφέρθηκε στις ιστορικές καταβολές των δύο θρησκειών και στην πίστη στην αιώνια ζωή που πρεσβεύει ο χριστιανισμός, κρίθηκε ως αρκετά γενική και μη λεπτομερής, ενώ δεν ήταν σε θέση να περιγράψει την εσωτερική διαδικασία που ακολούθησε και την οδήγησε στην μεταστροφή (ερυθρό 145 ΔΦ). Απεναντίας, η Αιτήτρια υπήρξε ακριβής στην παράθεση συγκεκριμένων αποσπασμάτων από τα ιερά βιβλία της χριστιανοσύνης και γνώριζε τις ονομασίες και την προέλευση αυτών των γραφών. Ωστόσο, όταν κλήθηκε να αναφερθεί σε συγκεκριμένα γεγονότα και αποσπάσματα της Αγίας Γραφής που ξεχωρίζει η ίδια, αναφέρθηκε στην ιστορία του Αδάμ και της Εύας, η οποία είναι κοινή και βασική γνώση, ακόμα και για κάποιον αλλόθρησκο. Ακριβής και συγκεκριμένη υπήρξε και κατά την περιγραφή της βάπτισής της, την διαδικασία που ακολουθήθηκε, καθώς και του συμβολισμού του συγκεκριμένου μυστηρίου (ερυθρό 144 ΔΦ). Συνεκτικοί και αρκούντως ακριβείς κρίθηκαν και οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί των θρησκευτικών της δραστηριοτήτων στην Δημοκρατία, καθώς και περί κάποιων βασικών διαφορών ανάμεσα στην ορθοδοξία και τα πιστεύω των μαρτύρων του Ιεχωβά.

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας, η λειτουργός εξέτασε αρχικά τα υποστηρικτικά έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια, τα οποία συνίσταντο σε φωτογραφίες από την βάπτισή της ως δήλωσε η ίδια, καθώς και μία επιστολή που υπογράφεται από την Αγγλική Εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Λεμεσό (“Limassol English Congregation of Jehovahs Witnesses”) και απευθύνεται στους Καθ’ ων ζητώντας να συνδράμουν ώστε η Αιτήτρια να αποκτήσει νόμιμο καθεστώς παραμονής στην Δημοκρατία. Εντούτοις, η λειτουργός σημειώνει πως δεν προσκομίσθηκε επίσημο πιστοποιητικό βάπτισης, το οποίο θα μπορούσε να ενισχύσει την εσωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού (ερυθρό 144 ΔΦ).

Παραπέμποντας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, καταγράφει ότι η μεταστροφή από το ισλάμ σε οποιαδήποτε άλλη θρησκεία θεωρείται αποστασία, απαγορεύεται από τον νόμο και επισύρει ποινές. Σύμφωνα με τις πηγές στις οποίες παραπέμπει η αρμόδια λειτουργός, άτομο που έχει αλλάξει θρησκεία και έχει εκφρασθεί δημόσια, ακόμα και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης περί της μεταστροφής του, θα ανακριθεί και θα αντιμετωπίσει προβλήματα σε περίπτωση επιστροφής στο Ιράν. Περαιτέρω προβλήματα θα αντιμετωπίσει και αν η μεταστροφή αυτή συνδέεται με μια δυσαρέσκεια και αντίθεση προς το μουσουλμανικό καθεστώς και με μια προσπάθεια να ενστερνιστεί τον δυτικό τρόπο ζωής (ερυθρό 143 ΔΦ). Παρά τις ανωτέρω πληροφορίες ωστόσο, η αρμόδια λειτουργός απέρριψε τον εν λόγω ουσιώδη ισχυρισμό στο σύνολό του λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού αναφορικά με την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και την περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, ήτοι την Τεχεράνη, η λειτουργός σημείωσε ότι με βάση τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στις οποίες και παραπέμπει, δεν διαπιστώθηκε κίνδυνος έκθεσης της Αιτήτριας σε πράξεις δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Συναφώς, κατά τη νομική ανάλυση, η λειτουργός σημείωσε αρχικά ότι από τις δηλώσεις της Αιτήτριας, το προσωπικό του προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου, διαφάνηκε ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου για την αναγνώρισή της ως πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο προαναφερθέν άρθρο.

Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Προχωρώντας στην εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 19 (2) (γ), η λειτουργός κατέγραψε ότι λαμβάνοντας υπόψιν την τρέχουσα κατάσταση στην περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας, ήτοι την Τεχεράνη, δεν συντρέχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας, καταλήγοντας ότι δεν τεκμηριώνεται κίνδυνος έκθεσης της Αιτήτριας σε σοβαρή βλάβη υπό τους όρους του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας και του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Ως εκ τούτου, η λειτουργός εισηγήθηκε όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας και ως προς τη συμπληρωματική προστασία.

Κατά την καταχώριση της προσφυγής της με την συνδρομή δικηγόρου, η Αιτήτρια προσκόμισε βεβαίωση από την «Εκκλησία Μαρτύρων του Ιεχωβά Κύπρου», ημερομηνίας 24/09/2021, με την οποία βεβαιώνεται ότι η Αιτήτρια βαπτίσθηκε ως χριστιανή μάρτυρας του Ιεχωβά στις 04/04/2021. Την βεβαίωση συνοδεύει επιστολή υπογεγραμμένη από τρία άτομα της “Limassol English Congregation of Jehovas Witnesses”, ημερομηνίας 04/06/2021, στην οποία αναφέρουν πως η Αιτήτρια συμμετέχει ενεργά στην εκκλησία τους στην οποία ανήκει πλέον, καθώς έχει μελετήσει εκτενώς τα διδάγματα της πίστης τους και ζει αρμονικά με βάση αυτά (Παράρτημα ΣΤ επί της προσφυγής).

Νομικό πλαίσιο

Προτού υπεισέλθω στην συνολική εξέτασης της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ απαραίτητη την παράθεση του πλαισίου αξιολόγησης μιας αίτησης διεθνούς προστασίας.

Αρχικά, εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[1]. Ως έχει νομολογηθεί, η Αιτήτρια πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση της, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής της, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής της σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας[2]. Παρότι δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο εκάστοτε αιτών, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο αιτών. 

Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Αιτήτρια εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στη σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαπείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.». Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[3]

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και έχοντας εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Αξιολόγηση ισχυρισμών

Ενόψει της ανωτέρω υποχρέωσης του παρόντος Δικαστηρίου να πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ», ως αναλύθηκε ανωτέρω, θα προχωρήσω σε αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, λαμβάνοντας υπόψη και τα στοιχεία και δεδομένα που τέθηκαν ενώπιόν μου.

Πρωτίστως, αναφορικά με τον ουσιώδη ισχυρισμό περί μεταστροφής της Αιτήτριας στον χριστιανισμό, επισημαίνω πως κατά την εισηγητική τους έκθεση οι Καθ’ ων η Αίτηση δέχθηκαν ότι η Αιτήτρια ήταν ακριβής και συγκεκριμένη κατά την περιγραφή των εμπειριών της με το ισλάμ, το πώς η θρησκεία αυτή της αποδόθηκε χωρίς να την επιλέξει η ίδια, υπήρξε ακριβής στην παράθεση συγκεκριμένων αποσπασμάτων από τα ιερά βιβλία της χριστιανοσύνης και γνώριζε τις ονομασίες και την προέλευση αυτών των γραφών, συγκεκριμένη υπήρξε και κατά την περιγραφή της βάπτισής της, την διαδικασία που ακολουθήθηκε, καθώς και του συμβολισμού του συγκεκριμένου μυστηρίου, ενώ συνεκτικοί και αρκούντως ακριβείς κρίθηκαν και οι ισχυρισμοί της περί των θρησκευτικών της δραστηριοτήτων στην Δημοκρατία, καθώς και περί των διαφορών ανάμεσα στην ορθοδοξία και τα πιστεύω των μαρτύρων του Ιεχωβά.

Παρατηρώ ότι τα μόνα σημεία αναξιοπιστίας που εντοπίσθηκαν από τους Καθ’ ων, αφορούν τις δηλώσεις της Αιτήτριας για το πώς και γιατί ξεκίνησε η δυσαρέσκειά της προς το ισλάμ, καθώς και την γενική αναφορά της στην ιστορία του Αδάμ και της Εύας όταν κλήθηκε να αναφέρει αποσπάσματα από την Αγία Γραφή. Εντούτοις, κρίνω ότι τα σημεία αυτά κρινόμενα επί του συνόλου των δηλώσεων της Αιτήτριας και του περιεχομένου της συνέντευξής της, δεν επαρκούν ώστε να στοιχειοθετηθεί έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού ούτε αποτελούν αρνητικό δείκτη αξιοπιστίας. Υπενθυμίζω ότι συμφώνως προς την αρχή της χρηστής διοίκησης, το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή και την αρχή της εξατομικευμένης αξιολόγησης, επιβάλλεται όπως οι δηλώσεις και τα σχετικά σημεία των αποδεικτικών στοιχείων εξετάζονται στο πλαίσιο του συνόλου των στοιχείων.[4]

Θα διαφωνήσω περαιτέρω με την θέση της αρμόδιας λειτουργού ότι τα αίτια που δημιούργησαν στην Αιτήτρια αποστροφή προς το ισλάμ συνδέονται περισσότερο με πολιτισμικά στοιχεία της χώρας καταγωγής της παρά με την θρησκεία, θέση η οποία φαίνεται να μην λαμβάνει υπόψιν τις πληροφορίες για την συγκεκριμένη χώρα. Και τούτο διότι η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, όπως είναι η επίσημη ονομασία της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας, διέπεται και κυβερνάται από ένα θεοκρατικό καθεστώς, όπου την εξουσία ασκούν κληρικοί εφαρμόζοντας τον ισλαμικό νόμο.[5] Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης, μετά την ιρανική (άλλως ισλαμική) επανάσταση, ιδρύθηκε το 1979 η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν[6] στη βάση μιας πολιτικής δομής που διέπεται από θρησκευτική διακυβέρνηση (γνωστή ως nezâm, «το σύστημα»)[7]. Οι κληρικοί επέβαλαν «συντηρητικές αξίες»[8], ελέγχοντας «κάθε πτυχή της ζωής» στη χώρα[9], ενώ «ο ισλαμικός νόμος (Sharia) έγινε ο «νόμος του κράτους»[10]. Το Ιρανικό Σύνταγμα καθιέρωσε «ένα υβριδικό σύστημα διακυβέρνησης με θεοκρατική εξουσία και ρεπουμπλικανικά στοιχεία».[11] Σύμφωνα με το Σύνταγμα, υπάρχει διάκριση εξουσιών μεταξύ εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας.[12] Ωστόσο, ο Ανώτατος Ηγέτης του Ιράν κατέχει τη θέση της ανώτατης εξουσίας χωρίς καθορισμένη θητεία, ελέγχοντας όλους τους κρατικούς θεσμούς και κατέχοντας θρησκευτική εξουσία στη χώρα.[13] Σύμφωνα με άλλη πηγή, «Το Σύνταγμα ορίζει τη χώρα ως Ισλαμική δημοκρατία και ορίζει το Ισλάμ ως επίσημη κρατική θρησκεία. Το Σύνταγμα ορίζει όπως όλοι οι νόμοι και οι κανονισμοί πρέπει να βασίζονται σε “ισλαμικά κριτήρια” και σε επίσημη ερμηνεία της sharia. Το Σύνταγμα ορίζει ότι οι πολίτες θα απολαμβάνουν όλα τα ανθρώπινα, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα “σύμφωνα με τα ισλαμικά κριτήρια”.».[14]

Ως εκ τούτου, τα πολιτισμικά, πολιτικά και θρησκευτικά στοιχεία της χώρας είναι αλληλένδετα, η δε θρησκεία και ο ισλαμικός νόμος ενυπάρχουν σε κάθε πτυχή της ζωής των πολιτών.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του εν λόγω ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας από το παρόν Δικαστήριο, παρατηρώ ότι οι αναφορές της κατά τη συνέντευξη ενώπιον των Καθ’ ων η Αίτηση σχετικά με τη γενεσιουργό αιτία και την εσωτερική διαδικασία μεταστροφής της στο χριστιανισμό υπήρξαν αρκούντως περιγραφικές και σαφείς. Πιο συγκεκριμένα, η Αιτήτρια περιέγραψε ότι η διαδικασία αυτή ξεκίνησε από μία αποστροφή της προς το ισλάμ και όσα πρέσβευε η θρησκεία της, αναφέροντας την μεταχείριση που είχε από τον σύζυγό της, ο οποίος την κακοποιούσε λεκτικά και σωματικά, μεταχείριση που συνδέεται με το ισλάμ και τη θέση της γυναίκας σε αυτό, καθώς και τους περιορισμούς που της επέβαλε η θρησκεία με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ακολουθήσει τον δραστήριο και δημιουργικό τρόπο ζωής που επιθυμούσε.

Περαιτέρω, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήρθε σε επαφή με την Αγία Γραφή μέσω της φίλης της η οποία είχε μετοικήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο και είχε ήδη μεταστραφεί στον χριστιανισμό και η οποία έστελνε αποσπάσματα στην Αιτήτρια θεωρώντας ότι θα μπορούσε να βρει την γαλήνη που αποζητούσε στον χριστιανισμό. Η Αιτήτρια προέβη σε μια ειλικρινή και αναλυτική περιγραφή των συναισθημάτων που της προκαλούσε αυτή η κίνηση αλλά και η επιμονή της φίλης της. Συγκεκριμένα, περιέγραψε ότι της δημιουργήθηκε φόβος καθώς ακόμα και αυτή η ανταλλαγή μηνυμάτων με περιεχόμενο άλλη θρησκεία πέραν του ισλάμ απαγορεύεται και, εξ’ αυτού, της δημιουργήθηκε αποστροφή προς την φίλη της, με αποτέλεσμα να σταματήσει την επικοινωνία μαζί της για διάστημα δύο μηνών.

Ουσιώδη αναφορικά με την παρούσα αξιολόγηση, κρίνω την δήλωση της Αιτήτριας, την οποία επανέλαβε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, ότι η ίδια δεν επέλεξε το ισλάμ, αλλά είναι μια θρησκεία που της αποδόθηκε επειδή γεννήθηκε στην συγκεκριμένη χώρα χωρίς να έχει άλλη επιλογή και χωρίς να γνωρίζει οτιδήποτε για άλλες θρησκείες. Θεωρώ ότι το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει την εσωτερική μετάβαση που περιέγραψε ότι βίωσε η Αιτήτρια όταν ήρθε σε επαφή με τα διδάγματα της Αγίας Γραφής μέσω της φίλης της και εμπεριέχει την συνειδητοποίηση εκ μέρους της Αιτήτριας ότι, τουλάχιστον κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή, επιθυμούσε να μελετήσει περισσότερο τον χριστιανισμό.

Πέραν των ανωτέρω, κρίνω ότι τόσο ενώπιον των Καθ’ ων όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η Αιτήτρια υπήρξε αρκετά σαφής σε σχέση με τον τρόπο που ο χριστιανισμός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής της, αλλά και τη διαφορετική αντίληψη, νοοτροπία και συναισθήματα που έχει αναπτύξει μετά την μεταστροφή της και κατά τη παραμονή της στη Δημοκρατία, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την αποστασιοποίησή της από το Ισλάμ. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η Αιτήτρια έχει περιγράψει επαρκώς, με συνέπεια και τρόπο βιωματικό την αλλαγή και διαμόρφωση των εσωτερικών της πεποιθήσεων. 

Όπως καταγράφουν και οι Καθ’ων στην εισηγητική τους έκθεση αναφορικά με την βάπτιση της Αιτήτριας, υπήρξε σαφής και έδωσε επαρκείς λεπτομέρειες, όντας σε θέση να παρουσιάσει κατά τρόπο βιωματικό τον τρόπο με τον οποίο τελέστηκε και την διαδικασία που ακολούθησε ώστε να προετοιμαστεί για αυτό το μυστήριο. Κρίσιμο θεωρώ το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν βαπτίσθηκε άμεσα αλλά μόνον όταν είχε μελετήσει αρκετά και ήταν έτοιμη, ως δήλωσε, περί τα τρία (3) έτη μετά την άφιξή της στην Δημοκρατία. Εξίσου σαφείς ήταν και οι αναφορές της σχετικά με την παρουσία και την ενεργή ενασχόλησή της με την εκκλησία, συμμετέχοντας πλέον και στην κατήχηση και διδασκαλία που παρέχει σε νέα μέλη της εκκλησίας. Ακόμη δε, υπήρξε σαφής σε σχέση με την γνωστοποίηση της μεταστροφής της και των θρησκευτικών της πιστεύω στους οικείους της και την προώθηση του χριστιανισμού μέσω του προσωπικού της λογαριασμού σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, λαμβάνονται υπόψη τα προσκομισθέντα από την Αιτήτρια έγγραφα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, ήτοι οι φωτογραφίες από την βάπτισή της, τις οποίες προσκόμισε στους Καθ΄ ων κατά την συνέντευξή της, καθώς και την βεβαίωση βάπτισης, ημερομηνίας 24/09/2021, από την «Εκκλησία Μαρτύρων του Ιεχωβά Κύπρου», με την οποία βεβαιώνεται ότι η Αιτήτρια βαπτίσθηκε ως χριστιανή μάρτυρας του Ιεχωβά στις 04/04/2021 και την οποία προσκόμισε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και επιστολή από την  “Limassol English Congregation of Jehovas Witnesses”, ημερομηνίας 04/06/2021, από την οποία προκύπτει ότι η Αιτήτρια συμμετέχει ενεργά στην εκκλησία τους στην οποία ανήκει πλέον, καθώς έχει μελετήσει εκτενώς τα διδάγματα της πίστης τους και ζει αρμονικά με βάση αυτά. Ως προς τα δύο τελευταία έγγραφα, τα οποία προσκομίσθηκαν από την Αιτήτρια ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σημειώνεται ότι φέρουν επίσημη σφραγίδα της Εκκλησίας Μαρτύρων του Ιεχωβά, είναι ενυπόγραφα και φέρουν επίσης στοιχεία επικοινωνίας των ατόμων που τα υπογράφουν.

Βάσει των όσων αξιολογήθηκαν ανωτέρω, καταλήγω ότι ο ισχυρισμός περί μεταστροφής της Αιτήτριας στον χριστιανισμό είναι αξιόπιστος, τόσο ως προς την εσωτερική πτυχή και κατάσταση, όσο και ως προς την εξωτερική πτυχή του, λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις της Αιτήτριας και τα τεκμήρια που προσκόμισε αναφορικά με τη βάπτισή της, τη δράση και την ενασχόλησή της με την εκκλησία, αλλά και τη διάδοση του χριστιανισμού.  Συνεπώς, κρίνω ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέληξαν σε αυθαίρετο εύρημα και συμπέρασμα, το οποίο δεν συνάδει με τις δηλώσεις της Αιτήτριας. Δεδομένου μάλιστα ότι μεγάλο μέρος των δηλώσεών της κρίθηκε από τους Καθ’ ων ως αρκούντως σαφές, λεπτομερές και συνεκτικό, κρίνω ότι συνεπακόλουθα πάσχει και η αιτιολόγηση της απόρριψης του εν λόγω ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς δεν προκύπτει σαφές συμπέρασμα για τον τρόπο με τον οποίο οι Καθ’ ων κατέληξαν σε αυτό το εύρημα, ενόψει της ύπαρξης διαφορετικών και αντιτιθέμενων κρίσεων περί της αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας υπό τον εν λόγω ισχυρισμό. Όπως προβλέπεται και στον Οδηγό της EASO για την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, «στο τέλος κάθε αξιολόγησης αξιοπιστίας κάθε ουσιώδης ισχυρισμός οφείλει να κατηγοριοποιείται ως αποδεχθείς ή απορριπτέος, το οποίο προϋποθέτει ότι ο χειριστής κατέληξε σε ένα σαφές συμπέρασμα επί κάθε ουσιώδους ισχυρισμού».[15]

Ενόψει της ανωτέρω αποδοχής εκ μέρους των Καθ’ ων ως αξιόπιστων των περισσότερων δηλώσεων της Αιτήτριας, κρίνω περαιτέρω ότι εσφαλμένα δεν δόθηκε στην Αιτήτρια το «ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[16] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων,[17] το οποίο δίδεται όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος.[18] Εν προκειμένω, η Αιτήτρια  προέβαλε τους ισχυρισμούς της με συνοχή και αληθοφάνεια, προσκομίζοντας όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, γεγονός που καταγράφεται από την αρμόδια λειτουργό στην εισηγητική της έκθεση. Ως εκ τούτου, το έλλειμα ορισμένων στοιχείων προς τεκμηρίωση συγκεκριμένων ισχυρισμών, που είναι σε κάθε περίπτωση λιγοστά και ήσσονος σημασίας, δύναται εν προκειμένω να καλυφθεί από το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

Σε κάθε περίπτωση φρονώ ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 (5) της οδηγίας 2011/05/ΕΕ εκπληρώνονται.  Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι: α) ο αιτών έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του· β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτών στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων· γ) οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του· δ) ο αιτών αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το νωρίτερο δυνατόν, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει και ε) η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη.

Ως εκ των ανωτέρω, διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν να εξετάσουν ενδελεχώς τον προβληθέντα ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ότι δηλαδή φοβάται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της εξαιτίας της μεταστροφής της στον Χριστιανισμό, καθώς επίσης και να λάβουν υπόψη ουσιώδη γεγονότα, ως όφειλαν, κατά την αξιολόγηση του αιτήματος της Αιτήτριας, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω. Περαιτέρω, αξιολόγησαν εσφαλμένα την αξιοπιστία της Αιτήτριας και κατ' επέκταση, βάσει αυτού, απέρριψαν την αίτησή της για διεθνή προστασία.

Με βάση τα στοιχεία τα οποία έχουν τεθεί ενώπιόν μου, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι καθ' ων η αίτηση έχουν, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, εκπληρώσει το καθήκον τους για συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών εκείνων στοιχείων, τα οποία θα παρείχαν βάση για ασφαλή συμπεράσματα και το ενδεχόμενο πλάνης δεν μπορεί, θεωρώ, να αποκλεισθεί (βλ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 1078/2017, 28/9/2018).

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η θεμελίωση ακόμα και του ενδεχομένου πλάνης στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας, η δε προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ώστε το θέμα να εξετασθεί από το αρμόδιο διοικητικό όργανο πάνω στην ορθή πραγματική του βάση απαλλαγμένο από τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν (Ιορδάνου ν Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 250, Παναγιωτάκη ν Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:C136, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 138/2011, ημερ. 12.04.2017).

 

Για αυτούς τους λόγους, κρίνω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρώσεως που έγκειται στην  έλλειψη δέουσας  έρευνας  και πλάνης περί τα πράγματα, με αποτέλεσμα να πλήττεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

 

Εντούτοις, δεν σφραγίζεται η τύχη της παρούσας προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας που έχει το παρόν Δικαστήριο για έλεγχο της ορθότητας της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το παρόν Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής.

Στο σημείο αυτό, σημειώνω ότι,  σε σχέση με τον ισχυρισμό που προέβαλε η Αιτήτρια κατά την παρούσα διαδικασία αναφορικά με τον γιο της, ο οποίος βρίσκεται κλινήρης όπως η ίδια δήλωσε, συνεπεία ατυχήματος και χρήζει της καθημερινής βοήθειας και υποστήριξης της μητέρας του, στη βάση των ενώπιόν μου δεδομένων, δεν αποτελεί ουσιώδη ισχυρισμό που δύναται να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο υπό την παρούσα αίτηση, η οποία σε κάθε περίπτωση αφορά πιθανές ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας.

Ενόψει της κατάληξής μου ότι στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της Αιτήτριας περί μεταστροφής στον χριστιανισμό και βάπτισής της και δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, προχωρώ να αξιολογήσω κατά πόσον στην βάση του πιο πάνω πλέον αποδεκτού ισχυρισμού, ο φόβος της Αιτήτριας περί στοχοποίησης και δίωξής της από τις αρχές τις χώρας καταγωγής της λόγω των θρησκευτικών της πεποιθήσεων και την εν γένει αποστασιοποίηση της από τις αρχές που επιτάσσει το ισλάμ, είναι βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

 Νομική ανάλυση προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]».

Στο άρθρο 3Δ του Νόμου, αναφέρονται τα κάτωθι, όσον αφορά τους λόγους δίωξης:

«3Δ.-(1) Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα [..]:

[..]

(β) Η έννοια της θρησκείας περιλαμβάνει ιδίως την υιοθέτηση θεϊστικών, αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων, τη συμμετοχή σε τυπική λατρεία, σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, είτε κατά μόνας είτε σε κοινωνία με άλλους, την αποχή από τη λατρεία αυτή, άλλες θρησκευτικές πράξεις ή εκδηλώσεις απόψεων ή μορφές ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς που στηρίζονται ή υπαγορεύονται από θρησκευτικές πεποιθήσεις.

(2) Κατά την αξιολόγηση του βάσιμου του φόβου του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή το εάν ο αιτητής χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον δράστη της δίωξης.»

Εν προκειμένω, αυτό που πρέπει να εξετασθεί είναι ο πιθανός κίνδυνος δίωξης που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στο Ιράν. Η αξιολόγηση αυτή είναι μελλοντοστραφής, ωστόσο κρίσιμο στοιχείο αποτελεί επίσης πιθανή παρελθούσα δίωξη. Υπενθυμίζω ότι  ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των φορέων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (Οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).

Επίσης οι ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας, δύνανται να ανακύψουν επιτόπου. Σύμφωνα με το άρθρο 14 του περί Προσφύγων Νόμου (το οποίο ενσωματώνει το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ):

«(1) Κατά την αξιολόγηση αίτησης ή διοικητικής προσφυγής, γίνεται αποδεκτό ότι-

(α) ο βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δυνατό να στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αιτητή από τη χώρα καταγωγής του∙

(β) ο βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δυνατό να στηρίζεται σε δραστηριότητες στις οποίες ο αιτητής επιδόθηκε μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, ιδίως εάν αποδεικνύεται ότι οι δραστηριότητες τις οποίες επικαλείται αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών τις οποίες ο αιτητής είχε ήδη στη χώρα καταγωγής του.».

Όπως αναφέρεται στον οδηγό Δικαστικής Ανάλυσης της EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)»:[19]

«Το άρθρο 5 παράγραφος 2 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) είναι διάταξη αναγκαστικού χαρακτήρα. Γίνεται διάκριση μεταξύ δύο ειδών δραστηριοτήτων μετά την αναχώρηση του αιτούντος […] :

1 «Συνεχιζόμενες» δραστηριότητες μετά την αναχώρηση, οι οποίες συνιστούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών που ο αιτών ήδη είχε στη χώρα καταγωγής

2 «Εντελώς νέες» δραστηριότητες μετά την αναχώρηση, οι οποίες δεν συνιστούν εκδήλωση και προέκταση και ξεκίνησαν μόνο μετά την αναχώρηση του αιτούντος από τη χώρα καταγωγής

Ο όρος «ιδίως» υποδηλώνει ότι το πρώτο είδος δραστηριοτήτων μετά την αναχώρηση χρησιμεύει για να ενισχύσει μια αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, αλλά αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο το ίδιο να ισχύει και για το δεύτερο είδος δραστηριότητας.

[…]

Το πρώτο είδος συνεχιζόμενων μετά την αναχώρηση δραστηριοτήτων περιλαμβάνει καταστάσεις στις οποίες το χαμηλό επίπεδο δραστηριότητας του αιτούντος στη χώρα καταγωγής δεν επιτυγχάνει αφ’ εαυτού το όριο του κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης, αλλά το επιτυγχάνει όταν συνδυάζεται με επιτόπιες δραστηριότητες μετά την αναχώρηση από τη χώρα καταγωγής (Βλέπε ΕΔΔΑ, S.F. κατά Σουηδίας, υποσημείωση 558, σκέψεις 67 και 68). Ωστόσο, ο όρος «είχε» δεν σημαίνει ότι ο προσανατολισμός ή η πεποίθηση έπρεπε να εκδηλωθούν στη χώρα καταγωγής· αρκεί το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος είχε μια βαθύτερη πεποίθηση ή πίστη, εφόσον η εν λόγω πεποίθηση ή πίστη μπορεί να αποδειχθεί. Επιπλέον, ο όρος «προσανατολισμός» είναι λιγότερο περιοριστικός από τον όρο «πεποίθηση» ([…] Βλέπε, τηρουμένων των αναλογιών, ΕΔΔΑ, S.F. κατά Σουηδίας, υποσημείωση 558, σκέψεις 67 και 68· και ΕΔΔΑ, A.A. κατά Ελβετίας, υποσημείωση 559, σκέψη 41). Οι αιτούντες που μπορούν να αποδείξουν ότι οι δραστηριότητές τους μετά την αναχώρηση συνιστούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών που είχαν ήδη στη χώρα καταγωγής, είναι σε καλύτερη θέση να αποδείξουν την αξιοπιστία τους και την ειλικρίνεια της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας (576). Όσο περισσότερο η στάση έχει ήδη εκδηλωθεί στη χώρα καταγωγής τόσο πιο εύκολα θα αποδεικνύεται ότι οποιεσδήποτε δραστηριότητες μετά την αναχώρηση είναι ειλικρινείς.».

Εν προκειμένω, οι ενέργειες της Αιτήτριας ως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω και έχουν γίνει αποδεκτές, αφορούν δραστηριότητες μετά την αναχώρηση της Αιτήτριας, οι οποίες συνιστούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών που η Αιτήτρια είχε ήδη στη χώρα καταγωγής. Ως εκ τούτου, αποτελούν έρεισμα βάσιμου φόβου δίωξης από τον οποίο δύναται να ανακύπτει επιτόπου ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας.

Όπως έχει περαιτέρω προκύψει νομολογιακά,[20] στις περιπτώσεις τέτοιων αιτήσεων, θα πρέπει επιπλέον να εξετάζονται οι ακόλουθοι -μεταξύ άλλων-παράγοντες:

i)             το είδος της σχετικής επιτόπιας δραστηριότητας.[21]

ii)            ο κίνδυνος να προσδιορίσει η χώρα καταγωγής […] ότι ο ενδιαφερόμενος επιδίδεται στη συγκεκριμένη δραστηριότητα.[22]

iii)           οι παράγοντες που οδηγούν σε έρευνα σχετικά με την επιστροφή του ενδιαφερομένου· και

iv)           ελλείψει καθολικού ελέγχου σε όλα τα πρόσωπα που εισέρχονται στη χώρα, οι παράγοντες που θα οδηγήσουν σε αναγνώριση στον αερολιμένα κατά την επιστροφή ή μετά την είσοδο.[23]

Όπως αναφέρεται στον οδηγό Δικαστικής Ανάλυσης EASO (ό.π.):

«Επομένως, τα τελικά ερωτήματα είναι κατά πόσον οι αρχές στη χώρα καταγωγής γνωρίζουν ή μπορούν εύλογα να πληροφορηθούν τις επιτόπιες δραστηριότητες του αιτούντος, κατά πόσον είναι εύλογα πιθανό να θεωρήσουν τις εν λόγω δραστηριότητες εχθρικές και κατά πόσον ο κίνδυνος που γεννάται κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι αρκούντως σοβαρός, ώστε να ισοδυναμεί με κίνδυνο δίωξης λόγω πραγματικής ή τεκμαιρόμενης πεποίθησης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Μια άλλη σχετική διάσταση είναι ο βαθμός στον οποίο κρατικοί υπάλληλοι της χώρας καταγωγής του αιτούντος παρακολουθούν αντιπάλους στη χώρα ασύλου και ο βαθμός στον οποίο εκτιμούν ότι ο αντιφρονών συνιστά σοβαρή απειλή.».

 

Εξωτερικές πηγές πληροφόρησης

Ενόψει των ανωτέρω και ως προς τον φόβο δίωξης της Αιτήτριας, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τη μεταχείριση που τυγχάνουν στο Ιράν οι χριστιανοί και δη όσοι μεταστράφηκαν στον χριστιανισμό. 

Οι Χριστιανοί είναι μία από τις τρείς αναγνωρισμένες θρησκευτικές μειονότητές μαζί με τους Ζωροαστριστές, και τους Εβραίους, στους οποίους σύμφωνα με Άρθρο 13 του Συντάγματος αναγνωρίζεται το δικαίωμα τους στην θρησκευτική λατρεία.[24]

Το κυβερνητικό στατιστικό κέντρο του Ιράν αναφέρει, σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2022 για το έτος 2021, ότι υπάρχουν 117.700 δηλωμένοι χριστιανοί στη χώρα ωστόσο, οι πραγματικοί αριθμοί μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτεροι. Σύμφωνα με τη Βάση Δεδομένων Παγκόσμιας Θρησκείας του Πανεπιστημίου της Βοστώνης για το 2020, υπάρχουν περίπου 579.000 Χριστιανοί στο Ιράν. Η ΜΚΟ Open Doors USA υπολογίζει ότι ο αριθμός είναι 800.000 και το Elam Ministries, μια χριστιανική οργάνωση, εκτιμά ότι μπορεί να είναι μεταξύ 300.000 και 1 εκ..[25]

Δεν ισχύει ωστόσο το ίδιο για αυτούς που προέρχονται από Μουσουλμάνους γονείς και αποφάσισαν να μεταστραφούν στον χριστιανισμό, οι οποίοι θεωρούνται αποστάτες και δύναται να τους επιβληθούν αυστηρές ποινές στη βάση του Συντάγματος και του Ποινικού Κώδικα. Η μόνη αποδεκτή μεταστροφή θρησκείας είναι από άλλη θρησκεία στο Ισλάμ, όπως επιβεβαιώνει πλήθος πηγών.[26]

Συνεπώς, σύμφωνα με έκθεση της LandInfo του 2017, οι μεταστραφέντες όχι μόνο δεν μπορούν να εγγραφούν και να έχουν τα ίδια δικαιώματα με αναγνωρισμένα μέλη των χριστιανικών κοινοτήτων αλλά ουσιαστικά η οποιαδήποτε άσκηση της θρησκευτικής τους πίστης αποτελεί παράνομη πράξη, που δύναται  να τιμωρηθεί ακόμα και με την θανατική ποινή ή να έχει συνέπειες επί των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Σύμφωνα με το Landinfo η μεταστροφή «μπορεί να έχει συνέπειες όσον αφορά την απασχόληση, τη σύνταξη, το γάμο, το διαζύγιο, την επιμέλεια των παιδιών και την κληρονομιά».[27]

Σε σχετική έκθεση του Γραφείου Μετανάστευσης της Δανίας του 2018, καταγράφεται ότι δεν είναι καθοριστικό στοιχείο το να έχει λάβει χώρα βάπτιση του μεταστραφέντος, εφόσον είναι αμφίβολο εάν θα είχε διαφορά για τις αρχές εάν αυτός που μεταστράφηκε έχει βαφτιστεί. Εντούτοις, θεωρείται ότι η βάπτιση θα μπορούσε να θέσει σε επαγρύπνηση τις αρχές και να προκαλέσει προβλήματα.[28]

Τον Ιανουάριο 2022, το κοινοβούλιο τροποποίησε τον ποινικό κώδικα προκειμένου να ποινικοποιήσει την προσβολή «θεϊκών θρησκειών ή ισλαμικών σχολών σκέψης» και τη διάπραξη «οποιασδήποτε αποκλίνουσας εκπαιδευτικής ή προσηλυτιστικής δραστηριότητας που έρχεται σε αντίθεση ή παρεμβαίνει στον ιερό νόμο του Ισλάμ» με ποινή φυλάκισης έως 5 έτη και/ή πρόστιμο.[29] Μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) δήλωσαν ότι αυτές οι νέες διατάξεις θέτουν τις θρησκευτικές μειονότητες σε μεγαλύτερο κίνδυνο δίωξης. Ο νόμος απαγορεύει πλέον ρητώς[30] στους μουσουλμάνους πολίτες να αλλάξουν ή να απαρνηθούν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.[31]

Περαιτέρω, σύμφωνα με διαθέσιμες πληροφορίες, η μεταχείριση των Χριστιανών μεταστραφέντων διαφαίνεται από τα εξής πρόσφατα περιστατικά:

- Τον Φεβρουάριο του 2022, το Τμήμα 34 του Εφετείου της Τεχεράνης ακολούθησε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η πρακτική των κατ' οίκον εκκλησιών δεν είναι εγκλήματα που απειλούν την εθνική ασφάλεια (βλ. πιο πάνω), αθωώνοντας εννέα χριστιανούς που αντιμετώπιζαν νομικές κατηγορίες. Τον Ιανουάριο του 2022,[32] δύο Χριστιανοί απελευθερώθηκαν από την φυλακή Bushehr Central πριν εκτίσουν το σύνολο της ποινής που τους υπεβλήθη.[33]

- Τον Μάρτιο 2022, ωστόσο, ο εισαγγελέας της Τεχεράνης ενημέρωσε έναν Χριστιανό μεταστραφέντα ότι η αίτησή του για πρόωρη αποφυλάκιση απορρίφθηκε  παρά το γεγονός ότι κατηγορείται επίσης για λόγους εθνικής ασφάλειας λόγω συμμετοχής σε κατ' οίκον εκκλησία. Τον Απρίλιο 2022, δικαστής της Τεχεράνης καταδίκασε έναν χριστιανό που διέθετε το σπίτι του ως κατ' οίκον εκκλησία σε δέκα χρόνια φυλάκιση για διδασκαλία «προπαγάνδα αντίθετη και ενοχλητική προς την ιερή θρησκεία του Ισλάμ» ενώ σε δύο άλλους χριστιανούς αποστάτες επέβαλε δεκαετή «στέρηση κοινωνικών δικαιωμάτων», διετή απαγόρευση ταξιδιών στο εξωτερικό και δυνατότητας να γίνουν μέλη οποιασδήποτε πολιτικής ή κοινωνικής ομάδας και 50 εκατ. Τούμαν (1.200 $) πρόστιμο στον καθένα. Τον Μάιο 2022, ο ίδιος δικαστής καταδίκασε έναν πάστορα σε δέκα χρόνια φυλάκισης γιατί η δράση του απείλησε την εθνική ασφάλεια. Δύο γυναίκες που μεταστράφηκαν, μέλη κατ' οίκον εκκλησίας του αντιμετωπίζουν ποινή φυλάκισης επίσης για λόγους εθνικής ασφάλειας.[34]

- Τον Ιανουάριο του 2022, το Υπουργείο Πληροφοριών δημοσίευσε ότι κάλεσε οκτώ χριστιανούς αποστάτες και τους πίεσε να αλλάξουν τη θρησκεία τους.[35]

- Τον Φεβρουάριο 2022, η Εισαγγελία της Τεχεράνης υπέβαλε σε χριστιανή μεταστραφείσα ποινή φυλάκισης δύο ετών με την κατηγορία ότι μιλούσε εναντίον του κράτους και ενεργούσε κατά της εθνικής ασφάλειας.[36]

- Στις 23 Ιανουαρίου 2021, ένα πρακτορείο ειδήσεων που συνδέεται με το IRGC έδωσε πληροφορίες για την ύπαρξη «δικτύου» χριστιανών σε «αρκετές επαρχίες» για  συμπεριφορά που αποκλίνει από την ηθική και για θρησκευτικό προσηλυτισμό.[37]  

Σύμφωνα με έκθεση του US Department of State (USDOS), στις 16 Δεκεμβρίου, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε ψήφισμα που εκφράζει ανησυχία για «συνεχείς αυστηρούς και αυξανόμενους περιορισμούς στο δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης, θρησκείας ή πεποιθήσεων» και «παρενόχλησης, εκφοβισμού, δίωξης, αυθαίρετων συλλήψεων και κράτησης και υποκίνησης στο μίσος» εναντίον αναγνωρισμένων και μη αναγνωρισμένων θρησκευτικών μειονοτήτων.[38]

Από αναφορά σε άλλη πηγή σχετικά με την θρησκευτική ελευθερία και μεταστροφή στο Ιράν, προκύπτει ότι η θανατική ποινή ισχύει για μη μουσουλμάνους οι οποίοι προσηλυτίζουν ή επιχειρούν να μεταστρέψουν μουσουλμάνους. Επίσης, στην ίδια πηγή καταγράφεται ότι όσοι ασπάζονται τον Χριστιανισμό στη χώρα, απαγορεύεται να συμμετέχουν σε αναγνωρισμένες εκκλησιαστικές λειτουργίες και ως εκ τούτου πρέπει συλλογικά να εκφράσουν την πίστη τους μυστικά, στις λεγόμενες «house-churches». Επιπλέον, σημειώνεται στην εν λόγω πηγή ότι: «[..] οι μουσουλμάνοι που μεταστρέφονται στο Χριστιανισμό κινδυνεύουν να συλληφθούν και να κρατηθούν εάν αποκαλυφθεί η μεταστροφή τους. Οι Χριστιανοί για τους οποίους διαπιστώνεται ότι 'προσηλυτίζουν' αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο σύλληψης, δίωξης και φυλάκισης».[39]

Ειδικότερα για όσους προσηλυτίζουν μουσουλμάνους, αναφέρεται ότι «εκείνοι που διαδίδουν ανοιχτά τον Χριστιανισμό και επιδιώκουν να προσηλυτίσουν άλλους, αντίθετα, θα εφιστούσαν την προσοχή των αρχών και θα αντιμετώπιζαν υψηλό κίνδυνο διάκρισης επίσημα, συμπεριλαμβανομένης της παρενόχλησης, της σύλληψης και της δίωξης». Οι μουσουλμάνοι που ασπάζονται τον Χριστιανισμό κινδυνεύουν να συλληφθούν και να κρατηθούν εάν αποκαλυφθεί η μεταστροφή τους. Οι Χριστιανοί που διαπιστώνεται ότι προσηλυτίζουν, αντιμετωπίζουν «υψηλό κίνδυνο σύλληψης, δίωξης και φυλάκισης». Αξιωματούχοι ασφαλείας παρακολουθούσαν τις εγγεγραμμένες εκκλησίες για να ελέγξουν αν συμμετείχαν μη Χριστιανοί ή προσήλυτοι, ενώ οι προσήλυτοι συλλαμβάνονται «για τη θρησκευτική τους πίστη ή τις δραστηριότητές τους» και με την κατηγορία για «λειτουργία» παράνομα σε ιδιωτικές κατοικίες ή υποστήριξη και αποδοχή βοήθειας από «εχθρικές» χώρες.[40]

Περαιτέρω, αναφέρεται ότι οι αρχές του Ιράν στοχεύουν πρωτίστως τους ηγέτες των κατ' οίκον εκκλησιών και δευτερευόντως τα μέλη και τους (σε κάθε περίπτωση, οι αρχές στοχεύουν τόσο τους ηγέτες των κατ' οίκον εκκλησιών όσο και τα μέλη), ενώ σύμφωνα με σχετική αναφορά, οι συλληφθέντες υποβάλλονται σε εντατική και συχνά επιθετική ανάκριση και τόσο Χριστιανοί προσήλυτοι ηγέτες όσο και τακτικά μέλη τέτοιων εκκλησιών συνελήφθησαν, κατηγορήθηκαν και τους επιβλήθηκαν μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης.[41] Σε αυτό το πλαίσιο, ζητείται από τους συλληφθέντες να υπογράψουν μια δήλωση όπου υπόσχονται να απέχουν από περαιτέρω Χριστιανική δραστηριότητα και όσα μέλη δεν είχαν εξέχοντα ρόλο αποφυλακίζονται σύντομα εάν συμφωνήσουν -συχνά υπό την άσκηση πίεσης κατά την ανάκρισή τους- να υπογράψουν μια τέτοια δήλωση, ωστόσο οι συλληφθέντες προσήλυτοι που αρνούνται να υπογράψουν, κινδυνεύουν με περαιτέρω φυλάκιση.[42]

Εξάλλου, ως προς την παρακολούθηση των πολιτών του Ιράν οι οποίοι βρίσκονται στο εξωτερικό, σε έρευνα του Freedom House για τη διακρατική καταστολή, αναφέρεται ότι «ο ευρύς ορισμός του καθεστώτος του Ιράν ως προς το ποιος συνιστά απειλή για την Ισλαμική Δημοκρατία συμβάλλει στο εύρος και την ένταση της καμπάνιας της διακρατικής καταστολής».[43] Βάσει της ίδιας αναφοράς, το καθεστώς κάνει χρήση του πλήρους φάσματος των τακτικών διακρατικής καταστολής, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης κακόβουλου λογισμικού και εξαναγκασμού «μέσω αντιπροσώπων», όπου μέλη των οικογενειών εντός του Ιράν απειλούνται ή κρατούνται προκειμένου να σιωπήσουν όσους βρίσκονται στη διασπορά.[44] Οι τακτικές διακρατικής καταστολής του Ιράν αναγράφεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί κατά Ιρανών σε τουλάχιστον εννέα χώρες στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αμερική.[45] Πηγές του Immigration and Refugee Board του Καναδά (IRB Canada), αναφέρουν ότι οι «'κύριες' υπηρεσίες του Ιράν επιφορτισμένες με τη συλλογή πληροφοριών συνιστούν το Υπουργείο Πληροφοριών και Ασφαλείας (MOIS) και η Υπηρεσία Πληροφοριών του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC, ενώ πηγή της ίδιας έρευνας αναφέρει ότι οι ως άνω υπηρεσίες «συνιστούν τις πρωταρχικές υπηρεσίες οι οποίες διεξάγουν παρακολουθήσεις των Ιρανών πολιτών στο εξωτερικό». Επίσης, βάσει άλλης πηγής της ίδιας έρευνας, το εν λόγω Υπουργείο Πληροφοριών και Ασφαλείας (MOIS«διατηρεί 'πράκτορες' στις πρεσβείες του Ιράν στην Ευρώπη».[46]

Ανώνυμη για λόγους ασφαλείας πηγή την οποία συμβουλεύτηκε η Μονάδα Έρευνας και Πληροφοριών του Βελγίου (Cedoca - Documentation and Research Department), ισχυρίζεται ότι «Ιρανοί πληροφοριοδότες συλλέγουν πληροφορίες επί προσώπων τα οποία μεταστρέφονται στο εξωτερικό», ως επίσης ότι, «Εάν οι αρχές του Ιράν ενδιαφέρονται για κάποια συγκεκριμένη ομάδα, θα εξεύρουν την αναγκαία δυνατότητα παρακολούθησης των προσώπων αυτών στο εξωτερικό», ενώ σύμφωνα με την πηγή αυτή, «είναι πολύ πιθανό ότι η κυβέρνηση του Ιράν θα διεισδύσει σε κοινότητα Ιρανών που μεταστράφηκαν σε χώρες με ευρεία μεταστροφή Ιρανών.».[47] Σύμφωνα με έρευνα του Υπουργείου Εξωτερικών και Εμπορίου της Αυστραλίας (DFAT Australia), η οποία δημοσιεύτηκε το 2023, «οι αρχές προβαίνουν σε έλεγχο του διαδικτυακού περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης», ενώ «Τα πρόσωπα τα οποία επανειλημμένα αναρτούν δημοσιεύσεις που συνιστούν ανοιχτά επικριτική κατά της κυβέρνησης [.] ή όσοι θεωρηθούν ότι ξεπερνούν τα ηθικά όρια ενδέχεται να προσελκύσουν δυσμενή προσοχή, ιδίως εάν το περιεχόμενο γίνει ευρέως γνωστό σε σύντομο χρονικό διάστημα (viral και «αυτό ισχύει και για τα πρόσωπα που βρίσκονται στο εξωτερικό.».[48]

Ειδικά ως προς την παρακολούθηση των Χριστιανών που βρίσκονται στο εξωτερικό και τη μεταχείριση των οικογενειών τους, σύμφωνα με την τελευταία κοινή αναφορά από διάφορες ΜΚΟ, «Έξι εκπατρισμένοι Ιρανοί Χριστιανοί ανέφεραν το 2022 ότι διάφορα μέλη της οικογένειάς τους στο Ιράν είχαν κληθεί προς ανάκριση και παρενοχλήθηκαν σε σχέση με τις δραστηριότητες των συγγενών τους στο εξωτερικό. [.]».[49] Η ίδια αναφορά προσθέτει ότι «Στα μέλη της οικογένειας τυπικά αναφερόταν ότι εφόσον έπειθαν τους συγγενείς τους να επιστρέψουν στο Ιράν, οι πιθανές δικαστικές καταδίκες τις οποίες θα αντιμετώπιζαν για τις Χριστιανικές τους δραστηριότητες θα μειώνονταν.».[50]

Πέραν των ανωτέρω, πηγές που αναφέρονται σε σχετική έρευνα καταγράφεται ότι «Η Ιρανική κυβέρνηση στοχεύει τους πολίτες της για τις ειρηνικές πολιτικές τους δραστηριότητες και την άσκηση της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης και της ελευθερίας της θρησκείας ή της πεποίθησης.», ως επίσης ότι «Τα δικαστήρια έχουν συχνά επιβάλει μακροχρόνιες ποινές εναντίον δημοσιογράφων που θεωρείται ότι έχουν παραβιάσει τις 'κόκκινες γραμμές', συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δημοσιεύουν υλικό στο διαδίκτυο. Αντί να χρησιμοποιούν διατάξεις βάσει του Νόμου για τον Τύπο, οι αρχές συχνά επικαλούνται νομοθεσία που σχετίζεται με την εθνική ασφάλεια ή για αδικήματα με βάση τη θρησκεία. Αυτή η νομοθεσία επιτρέπει αυστηρότερες ποινές, συμπεριλαμβανομένων ποινών φυλάκισης που κυμαίνονται από έξι έως 10 χρόνια ή περισσότερο.».[51] Σε άλλη έγκυρη πηγή καταγράφεται ότι: «Το σύνταγμα ορίζει τη χώρα ως Ισλαμική δημοκρατία και ορίζει το [Ισλάμ] ως την επίσημη θρησκεία για το κράτος. Το σύνταγμα ορίζει όπως όλοι οι νόμοι και οι κανονισμοί πρέπει να βασίζονται σε 'ισλαμικά κριτήρια' και σε επίσημη ερμηνεία της sharia. [.] Ο νόμος απαγορεύει στους μουσουλμάνους να αλλάξουν ή να απαρνηθούν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Οι μόνες αναγνωρισμένες μεταστροφές είναι από άλλες θρησκείες στο Ισλάμ. Με βάση τη Sharia, όπως ερμηνεύεται από την κυβέρνηση, η μεταστροφή από το Ισλάμ θεωρείται ως αποστασία, ένα έγκλημα που τιμωρείται με θάνατο. [.] Σύμφωνα με το νόμο, οι μη μουσουλμάνοι δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε δημόσια πειθώ ή να επιχειρήσουν να προσηλυτίσουν έναν μουσουλμάνο σε άλλη πίστη ή πεποίθηση. Ο νόμος θεωρεί ότι αυτές οι δραστηριότητες είναι προσηλυτιστικές και τιμωρούνται με θάνατο.».[52]

Περαιτέρω, από την πιο πρόσφατη έκθεση του Danish Immigration Service (DIS) και στα πλαίσια σχετικής δήλωσης του Υπουργείου Εξωτερικών της Δανίας, προκύπτει πως «δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί πως τα τηλέφωνα και οι δραστηριότητες ατόμων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα εξετάζονταν κατά την είσοδο [τους στο Ιράν]», κάτι που «συνέβαινε, ωστόσο, και πριν από τον Σεπτέμβριο του 2022» (όταν ξέσπασαν διαδηλώσεις/εξεγέρσεις στο Ιράν), ενώ «είναι γνωστό ότι η Ιρανική υπηρεσία πληροφοριών είναι πολύ ενεργή στην παρακολούθηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που ανήκουν σε αριθμό Ιρανών πολιτών».[53] Σε άλλη έγκυρη πηγή, αναφορικά με τη μεταχείριση από τις αρχές του Ιράν των πολιτών της χώρας που επιστρέφουν εκεί, καταγράφεται ότι «Σε περιπτώσεις που μια ιρανική διπλωματική αποστολή έχει εκδώσει προσωρινά ταξιδιωτικά έγγραφα, οι αρχές θα προειδοποιηθούν για την επικείμενη επιστροφή του εν λόγω ατόμου.», ενώ «Οι Ιρανοί με δημόσιο προφίλ [...] μπορεί να έχουν δραστηριότητες ορατές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που παρακολουθούνται από την Ιρανική κυβέρνηση.» και «όσοι επιστρέφουν με [(ειδικό) ταξιδιωτικό έγγραφο] ανακρίνονται από την Αστυνομία Μετανάστευσης [στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Ιράν στην Τεχεράνη] σχετικά με τις συνθήκες αναχώρησής τους και τους λόγους για τους οποίους ταξιδεύουν με [το εν λόγω ταξιδιωτικό έγγραφο]».[54]

Συνακόλουθα των πιο πάνω και ειδικότερα σχετικά με τις υπηρεσίες πληροφοριών/ασφαλείας στο Ιράν, εντοπίζονται αναφορές που παραπέμπουν στο ότι εντός κάθε κρατικού ή ιδιωτικού οργανισμού στη χώρα υπάρχουν υποχρεωτικά παραρτήματα των τμημάτων ασφαλείας, το προσωπικό των οποίων έχει την ευθύνη/καθήκον να εντοπίζει πιθανές απειλές για την ασφάλεια. Σε αυτό το πλαίσιο, παρακολουθούν τους υπαλλήλους του κάθε οργανισμού και τις επικοινωνίες τους, ενεργώντας ως πληροφοριοδότες και παρεμβαίνοντας στις πρακτικές προσλήψεων/απολύσεων.[55]

Κατάληξη

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι τόσο η μεταστροφή από το ισλάμ στον χριστιανισμό, όσο και η προώθηση του χριστιανισμού, θεωρούνται ποινικά αδικήματα, που μπορούν να επιφέρουν μέχρι και τη θανατική ποινή, ενώ το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και λατρείας των μεταστραφέντων χριστιανών περιορίζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε πλήττεται ο πυρήνας του. Συνεπώς, έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας και την υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής διαφορετικού από τις αξίες που πρεσβεύει το ισλάμ, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο την ορατότητά της από τις αρχές της χώρας, κρίνεται ότι ο φόβος της να εκδιωχθεί από τις αρχές της χώρας καταγωγής της σε περίπτωση επιστροφής της είναι βάσιμος και δικαιολογημένος.

Σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου αναφορικά με τις πράξεις δίωξης:

«3Γ.-(1) Οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης πρέπει:

(α) να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή

(β) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο (α).

(2) Οι ακόλουθες πράξεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο πράξεων δίωξης, κατά την έννοια του εδαφίου (1):

(α) [.],

(β) νομικά, διοικητικά, αστυνομικά ή/και δικαστικά μέτρα, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφ' ευατού ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις,

(γ) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική,

[.]

(3) Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 3, απαιτείται να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Δ και τηςπράξης δίωξης κατά την έννοια του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών.»

Σύμφωνα με το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ):

«1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας˙ το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, καθώς και την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, μεμονωμένα ή συλλογικά, δημόσια ή κατ' ιδίαν, μέσω της λατρείας, της διδασκαλίας και της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών.

2. Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο άλλων περιορισμών πέρα από εκείνους που προβλέπονται από τον νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημόσιας τάξης, της υγείας ή της ηθικής, ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.»

Σύμφωνα δε, με τον Πρακτικό οδηγό της EASO:[56]

«Ο λόγος δίωξης που βασίζεται στη θρησκεία ορίζεται με ευρύ και ευέλικτο τρόπο σύμφωνα με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ, περιλαμβάνει δε τη συμπεριφορά που βασίζεται σε, ή επιβάλλεται από, οποιεσδήποτε θρησκευτικές πεποιθήσεις, η οποία μπορεί να καλύπτει την καθημερινή συμπεριφορά, τον τρόπο ζωής και τα ήθη και τα έθιμα της κοινότητας. Καθοριστικής σημασίας για τον συγκεκριμένο λόγο δίωξης είναι επίσης η αξιολόγηση του δικαιώματος μη άσκησης θρησκείας, του δικαιώματος στον αθεϊσμό ή του δικαιώματος αλλαγής θρησκείας. Περιλαμβάνει επίσης τη δυνατότητα δημόσιας εκδήλωσης της πίστης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος διάδοσης της πίστης μέσω προσηλυτισμού.».

Περαιτέρω, στο Εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με την θρησκεία:

«71. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα Σύμφωνα για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διακηρύσσουν το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας που περιλαμβάνει και την ελευθερία του προσώπου να μεταβάλλει τη θρησκεία του καθώς και την ελευθερία να την εκδηλώνει δημόσια ή ιδιωτικά, διαμέσου θρησκευτικής διδασκαλίας, άσκησης λατρείας και παρακολούθησης τελετών.

72. Η δίωξη «λόγω θρησκείας» μπορεί να προσλάβει διάφορες «μορφές», π.χ. απαγόρευση συμμετοχής σε θρησκευτική κοινότητα, λατρείας δημόσια ή κατ' ιδίαν, θρησκευτικής κατήχησης ή σοβαρά μέτρα δυσμενούς μεταχείρισης που επιβάλλονται σε πρόσωπα εξαιτίας του γεγονότος ότι ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ή ανήκουν σε ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα.

73. Η απλή συμμετοχή σε ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα δεν επαρκεί συνήθως για να θεμελιώσει αίτηση προς αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα. Είναι ωστόσο δυνατόν, υπό ειδικές συνθήκες, η απλή συμμετοχή να αποτελεί επαρκή θεμελίωση.»

Στην απόφασή του στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑71/11 και C‑99/11, Bundesrepublik Deutschland κατά Y (C‑71/11) και Z (C‑99/11), ημερομηνίας 05/09/2012, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκρινε ότι:

[υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου]

«80 Κατόπιν των προηγηθεισών σκέψεων, στο τρίτο ερώτημα που υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκάστης των δύο υποθέσεων πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας έχει την έννοια ότι ο φόβος διώξεως του αιτούντος είναι βάσιμος αφ' ης οι αρμόδιες αρχές, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής καταστάσεως του αιτούντος, εκτιμούν ότι είναι εύλογο να εικάζεται ότι, κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτών θα θρησκεύει εμπράκτως, με αποτέλεσμα να εκτίθεται σε πραγματικό κίνδυνο διώξεώς του. Κατά την εξατομικευμένη εκτίμηση αιτήσεως με την οποία σκοπείται η αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, οι εν λόγω αρχές δεν μπορούν να αναμένουν ευλόγως από τον αιτούντα να απέχει από τα σχετικά θρησκευτικά καθήκοντά του.»

Σχετικά είναι και όσα διαλαμβάνονται στην Δικαστική Ανάλυση της EUAA, με αναφορά στην ανωτέρω νομολογία του ΔΕΕ:[57]

[παρατίθεται αυτούσιο απόσπασμα από το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά]

«As the CJEU puts it, this represents a 'broad' definition, as, under the directive, religion 'encompasses all its constituent components, be they public or private, collective or individual'. The concept extends, inter alia, to atheism, agnosticism and humanism, as any belief is a possible reason for persecution. In his opinion in Y and Z, Advocate General Botob served that freedom of religion 'concerns the freedom to have a religion, to have none, or to change faith'. [.] As previously noted, in Section 1.4.1, this broad protection of religious rights pays attention to both beliefs and the right to express those beliefs. These separate legal interests are sometimes designated forum internum and forum externum, both of which are recognized as protected. This approach reflects the various international law instruments in this area, including, most notably, Article 10 EU Charter. Advocate General Bot, in Y and Z, gave his opinion that it would be meaningless to define the core protected area as only freedom of private conscience without similarly protecting that freedom's external manifestation. In its judgment, the court agreed that Article 10(1)(b) encompasses protection from serious acts interfering with the applicant's freedom not only to practice their faith in private circles but also to live that faith publicly.».

Λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, οι οποίοι κρίθηκαν αξιόπιστοι ως αναλύθηκε ανωτέρω, καθώς και την σχετική νομολογία, ως επίσης τις πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης που παρατέθηκαν νωρίτερα στην παρούσα απόφαση, είναι η κατάληξή μου πως τεκμηριώνεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της για λόγους θρησκείας κατά την έννοια του άρθρου 3Δ(1)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, λόγω μεταστροφής της στον Χριστιανισμό. Συνεπώς επιβεβαιώνεται ότι η Αιτήτρια με την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της θα υποστεί σοβαρές συνέπειες που αποτελούν πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεταξύ των οποίων παραβίαση του δικαιώματος ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης και της ελευθερίας της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, καθώς επίσης κίνδυνο για σύλληψη και φυλάκιση αλλά ακόμη και θανατική ποινή.

Ενόψει του ότι φορέα δίωξης αποτελεί το ίδιο το κράτος, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση το άρθρο 12Γ του περί Προσφύγων Νόμου και δεν είναι δυνατή η εξέταση δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης εν προκειμένω. Όπως προβλέπει η Οδηγία 2011/95/ΕΕ στο Προοίμιό της, υπό την αιτιολογική σκέψη (27), «Στις περιπτώσεις που το κράτος ή τα όργανα του κράτους είναι οι υπεύθυνοι της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι δεν παρέχεται ουσιαστική προστασία στον αιτούντα.». Τέλος, καμία ένδειξη αποκλεισμού της Αιτήτριας από το καθεστώς του πρόσφυγα δεν έχει εντοπιστεί.

Ως εκ της ανωτέρω ανάλυσης, καταλήγω ότι η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής θα έρθει αντιμέτωπη με βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, για λόγους θρησκείας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, η Αιτήτρια εμπίπτει στον ορισμό του πρόσφυγα, βάσει του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των Προσφύγων.

Ως εκ των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται δυνάμει του άρθρου 146(4)(δ) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18) και η Αιτήτρια αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.  Επιδικάζονται  έξοδα 1000 ευρώ υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ'ων η Αίτηση.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65

[2] WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010.

[3] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[4] Βλσχετικά EUAA, 'Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System Judicial Analysis' (2η εκδ., 2023), 101, διαθέσιμο σεhttps://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf 

[5] BBC News, Iran country profile, 14 October 2024, https://www.bbc.com/news/world-middle-east-14541327

[6] CRS, Iran: background and U.S. policy, 23 March 2023, 2, διαθέσιμο σε: https://crsreports.congress.gov/product/pdf/R/R47321/4

[7] MEI, The road to war with Iran is paved with good intentions and serious miscalculations, 2 February 2024, διαθέσιμο σε: https://www.mei.edu/publications/road-war-iran-paved-good-intentions-and-serious-miscalculations

[8] Britannica, Iranian Revolution, [1976-1979)], 30 April 2024, διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/event/Iranian-Revolution

[9] JCPA, The Forgotten Arabs of Al Ahwaz: A century-old struggle for liberation from Iran, 21 August 2023, διαθέσιμο σε: https://www.jpost.com/christianworld/article-743444

[10] Jerusalem Post (The), An encounter with Marziyeh Amirizadeh: Iranian Christian activist, 15 May 2023, διαθέσιμο σε: https://jcpa.org/the-forgotten-arabs-of-al-ahwaz/

[11] UANI, Ayatollah Ali Khamenei: Supreme Leader of the Islamic Republic of Iran, 23 August 2023, 6, διαθέσιμο σε: https://www.unitedagainstnucleariran.com/sites/default/files/Supreme_Leader_of_the_Islamic_Republic_of_Iran_12-26-23b.pdf

[12] MEI, The road to war with Iran is paved with good intensions and serious miscalculations, 2 February 2024, διαθέσιμο σε: https://www.mei.edu/publications/road-war-iran-paved-good-intentions-and-serious-miscalculations

[13] Freedom House, Iran, 28 February 2024, διαθέσιμο σε: https://freedomhouse.org/country/iran/freedom-world/2024 ; UANI, Ayatollah Ali Khamenei: Supreme Leader of the Islamic Republic of Iran, 23 August 2023, 2, διαθέσιμο σε: https://www.unitedagainstnucleariran.com/sites/default/files/Supreme_Leader_of_the_Islamic_Republic_of_Iran_12-26-23b.pdf

[14] USDOS - US Department of State, 2022 Report on International Religious Freedom: Iran, 15 May 2023, υπό την ενότητα 'Section II. Status of Government Respect for Religious Freedom -Legal Framework', διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/document/2091857.html

[15] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment' (2015), 19, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf 

[16] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[17] "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

[18] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[19] Δικαστική Ανάλυση EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)», 2018, σελ. 100-101, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf

[20] Απόφαση του ΕΔΔΑ της 29ης Μαρτίου 2016, Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, F.G. κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 43611/11, παρ. 141-158 και απόφαση ΕΔΔΑ της 15ης Μαΐου 2012, S.F. κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 52077/10, παρ. 46 και 68-70.

[21] Απόφαση του ΕΔΔΑ της 29ης Μαρτίου 2016, Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, F.G. κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 43611/11, παρ. 137 και 141

[22] Ό.π. παρ. 142

[23] Ό.π., παρ. 139

[24] Μεταφρασμένη έκδοση του Συντάγματος στα Αγγλικά από την Παγκόσμια Οργάνωση Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO) (https://wipolex.wipo.int/en/text/332330

[25] USDOS - US Department of State: 2021 Report on International Religious Freedom: Iran, 2 June 2022

https://www.ecoi.net/en/document/2073955.html 

[26] The Australian Institute of International Affairs 'Study Tour Report, April 2018 (https://www.internationalaffairs.org.au/wp-content/uploads/2018/06/2018-Iran-Study-Tour-Report.pdf  ;  USDOS, 2021 Report on International Religious Freedom: Iran, 2 June 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2073955.html ; Article 18, Annual Report 2021: Rights violations Against Christians in Iran', January 2022, 7, available at: https://articleeighteen.com/wp-content/uploads/2022/01/AnnualReport-2021-1.pdf 

[27] Landinfo, 'Iran: Christian converts and house churches (1)', 27 November 2017, par. 4.2, pp. 22 (https://landinfo.no/wp-content/uploads/2018/04/Iran-Christian-converts-and-house-churches-1-prevalence-and-conditions-for-religious-practice.pdf

[28] Danish Immigration Service and Danish Refugee Council, IRAN - House Churches and Converts, February 2018, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/Report_-_House_churches_and_Converts_-_220218.pdf 

[29] USDOS, 2021 Report on International Religious Freedom: Iran, 2 June 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2073955.html ; Amnesty International, Amnesty International Report 2021/22; The State of the World's Human Rights; Iran 2021, 29 March 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2070222.html ; RFE/RL - Radio Free Europe/Radio Liberty: No Place For Converts: Iran's Persecuted Christians Struggle To Keep The Faith, 5 May 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2074352.html  ; Article 18, Annual Report 2021: Rights violations Against Christians in Iran', January 2022, σελ. 2, available at: https://articleeighteen.com/wp-content/uploads/2022/01/AnnualReport-2021-1.pdf 

[30]  DFAT, 'Country Information Report Iran',14 April 2020, 36,  https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-iran.pdf . Στο παρελθόν  ο Ποινικός Κώδικας δεν ανέφερε ρητώς την έννοια της αποστασίας. Ωστόσο, βάσει Ποινικού Κώδικα και Συντάγματος, όπου ο Νόμος σιωπεί τα Δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν την Σαρία. Και παρόλο που το Κοράνι δεν ποινικοποιεί την αποστασία, οι Ισλαμιστές δικαστές του Ιράν συμφωνούσαν ότι η αποστασία είναι ένα έγκλημα που τιμωρείται με θάνατο, βασισμένοι σε παραδοσιακές ερμηνείες που μεταδόθηκαν προφορικά από τον Μωάμεθ και άλλους Σιίτες  ιμάμηδες.

[31] USDOS, 2021 Report on International Religious Freedom: Iran, 2 June 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2073955.html  

[32] USIRF, Country Update, Iran, July 2022, σελ.2-3, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2077155/2022+Iran+Country+Update_0.pdf ; Article 18, Annual Report 2021: Rights violations Against Christians in Iran', January 2022, σελ. 10, available at: https://articleeighteen.com/wp-content/uploads/2022/01/AnnualReport-2021-1.pdf 

[33] USIRF, Country Update, Iran, July 2022, σελ.2-3, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2077155/2022+Iran+Country+Update_0.pdf ; Article 18, Annual Report 2021: Rights violations Against Christians in Iran', January 2022, 8, available at: https://articleeighteen.com/wp-content/uploads/2022/01/AnnualReport-2021-1.pdf 

[34] Όππ.

[35] Όπ. π.

[36] Όπ. π.

[37] Article 18, Annual Report 2021: Rights violations Against Christians in Iran', January 2022, σελ. 8, available at: https://articleeighteen.com/wp-content/uploads/2022/01/AnnualReport-2021-1.pdf 

[38] USDOS - US Department of State: 2021 Report on International Religious Freedom: Iran, 2 June 2022

https://www.ecoi.net/en/document/2073955.html 

[39]  EASO, COI QUERY RESPONSE - Iran: Religious Freedom and conversion (2019- 2021), 20 December 2021, Link:  https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_11_Q45_EASO_COI_Query_Response_CONVERSION_IRAN.pdf

[40] EASO, COI QUERY RESPONSE - Iran: Religious freedom and conversion, 20 December 2021, σελ. 4-5 υπό την ενότητα «1.3. Situation of Christian converts», διαθέσιμο σε: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_11_Q45_EASO_COI_Query_Response_CONVERSION_IRAN.pdf

[41] UK Home Office, Country Policy and Information Note - Iran: Christians and Christian converts, (Version 7.0) September 2022, σελ. 28-29 υπό την ενότητα 6. State treatment and attitudes - 6.5 Arrests and criminal charges”, διαθέσιμο σε: https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/1107072/IRN_CPIN_Christians_and_Christian_converts.pdf

[42] Ό.π., σελ 36

[43] Freedom House, 'Out of Site, Not Out of Reach: THE GLOBAL SCALE AND SCOPE OF TRANSNATIONAL REPRESSION' (2021), https://freedomhouse.org/sites/default/files/2021-02/Complete_FH_TransnationalRepressionReport2021_rev020221.pdf 

[44] Ό.π., βλ. 'CASE STUDIES - Iran', σελ. 35 και 37

[45] Ό.π., βλ. 'CASE STUDIES - Iran', σελ. 35 

[46] Immigration and Refugee Board (IRB) - Canada, 'Iran: Monitoring of Iranian citizens outside of Iran, including political opponents and Christians, by Iranian Authorities; monitoring of Iranian citizens in Canada; consequences upon return to Iran (2021-March 2023)', 2 March 2023, (βλενότητα '1. Iranian Authorities' Monitoring of Iranian Citizens Outside of Iran Including Political Opponents and Christians'), https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458777&pls=1

[47] OFFICE OF THE COMMISSIONER GENERAL FOR REFUGEES AND STATELESS PERSONS (CGRS) - Cedoca (Documentation and Research Department) (Belgium), 'COI Focus: Iran - Treatment of returnees by their national authorities' (30 March 2020), σελ. 7, υπό την ενότητα '1.2. Monitoring in Europe and Belgium', διαθέσιμο σε:  https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_iran_treatment_of_returnees_by_their_national_authorities_20200330.pdf 

[48] DFAT (Australia), 'Country Information Report - Iran' (24 JULY 2023), σελ. 27 υπό την ενότητα 'GROUPS OF INTEREST - Media', σημείο 2, διαθέσιμο σε:  https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-iran.pdf (βλενότητα 127 - σελ. 27) 

[49]  Article 18 et al., 'RIGHTS VIOLATIONS AGAINST CHRISTIANS IN IRAN - 2023 Annual Report' (19 February 2023), σελ. 10 υπό την ενότητα ενότητα 'TRENDS - 6 Resistance grows', διαθέσιμο σε: https://articleeighteen.com/download/?wpdmdl=12611

[50] Ό.π.

[51] EUAA, COI QUERY RESPONSE - Iran: Political opponents, journalists, activists, 04 March 2022, σελ. 2 υπό την ενότητα '1. Treatment of political opponents, journalists, activists by state actors' και σελ. 3 υπό την ενότητα 'Journalists', διαθέσιμο σεhttps://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2022_03_Q11_EUAA_COI_Query_Response_Iran_Treatment_of_opponents.pdf 

[52] USDOS - US Department of State, 2022 Report on International Religious Freedom: Iran, 15 May 2023, υπό την ενότητα 'Section II. Status of Government Respect for Religious Freedom - Legal Framework', διαθέσιμο σεhttps://www.ecoi.net/en/document/2091857.html 

[53] DIS - Danish Immigration Service, COUNTRY OF ORIGIN INFORMATION (COI) BRIEF REPORT: Iran - Protests 2022-2023, March 2023, σελ. 26 υπό την ενότητα  '4. Treatment of returnees from Europe in the wake of the protests', διαθέσιμο σεhttps://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/coi_brief_report_iran-protests-2022-2023.pdf 

[54] DFAT - Department of Foreign Affairs and Trade (Australia), DFAT COUNTRY INFORMATION REPORT: IRAN, 24 JULY 2023, σελ. 39-40, https://www.ecoi.net/en/file/local/2095685/country-information-report-iran.pdf 

[55] Canadian Security Intelligence Service, Between Hope and Fear - A New Iran? (Highlights from the workshop), September 2016, σελ. 50-56, διαθέσιμο σε: https://www.canada.ca/content/dam/csis-scrs/documents/publications/NEW_IRAN_POST_WORKSHOP_REPORT_for_WEB_E.pdf ; The Washington Institute (TWI) for Near East Policy, Policy Analysis, 'Iran's Coercive Apparatus: Capacity and Desire' (by Saeid Golkar), Jan 5, 2018, Ενότητα The Iranian ‘Police State’”, διαθέσιμο σε: https://www.washingtoninstitute.org/policy-analysis/irans-coercive-apparatus-capacity-and-desire 

 

[56] EASO, Πρακτικός Οδηγός, Αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, 2018, σελ. 22-23, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-Guide-for-international-protection_EL.pdf

[57] EUAA, Judicial Analysis on Qualification for International Protection, Second edition, January 2023, σελ. 94-95, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-qualification-international-protection-second-edition


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο