ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: Τ1156/24
18 Δεκεμβρίου, 2024
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ. P. W. W. M.
Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
.........
Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Παρών στη διαδικασία ο διερμηνέας Ρ. Ευαγγέλλου (κ.) για πιστή διερμηνεία από την Ελληνική στην Αγγλική και αντίστροφα.
Παρών στη διαδικασία ο διερμηνέας K. Kanagasabai (κ.) για πιστή διερμηνεία από τη Σιναλεζική στην Αγγλική και αντίστροφα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 12.11.2024 και της επακόλουθης απόφασης επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Σρι Λάνκα και είναι κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής της. Εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία το 2014 και περί τις 26.11.2018 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 12.2.2019, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας. Εν συνεχεία, στις 12.2.2019, η Αιτήτρια προχώρησε σε ρητή απόσυρση της αίτησής της για διεθνή προστασία. Υποβλήθηκε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας ενόψει της ρητής απόσυρσης της αιτήσεώς της. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 12.2.2019. Στις 8.11.2024, η Αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, η οποία απορρίφθηκε από τον Προϊστάμενο στις 12.11.2024 κατόπιν σχετικής εισήγησης για απόρριψη της αίτησής της και επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 13.11.2024 και η απόφαση επιστροφής της, αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Νομικοί ισχυρισμοί
2. Η Αιτήτρια στο εισαγωγικό δικόγραφο τη προσφυγής της αναφέρει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω στη χώρα της καθώς το 2010 είχε σχέση με έναν Tamil, ο οποίος συνελήφθη από το στρατό με την κατηγορία ότι είχε χρήματα από τρομοκράτες. Έκτοτε κρατείται από το στρατό ενώ ψάχνουν και την ίδια για τη συλλάβουν και για το λόγο αυτό έφυγε από τη χώρα. Ο στρατός ζητά λεφτά από την ίδια και εάν επιστρέψει εκεί θα τη συλλάβουν.
3. Κατ΄ εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί, οι Καθ‘ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, δεν συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία και δεν καταχώρισαν γραπτή αγόρευση.
To νομικό πλαίσιο
4. Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
5. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
6. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
7. Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών
16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).
(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-
(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙
[…]
(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».
8. Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:
«Απαράδεκτες αιτήσεις
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...]
(β) [...]
(γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
9. Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».
10. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
11. Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Η Αιτήτρια αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω στην αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής της ως παραδεκτής.
12. Επισημαίνεται ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από την Αιτήτρια ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή εάν τα υποβλήθέντα στοιχεία δεν προβλήθηκαν/ προσκομίστηκαν σε προηγούμενο διαδικαστικό στάδιο εξ υπαιτιότητας της Αιτήτριας.
13. Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C‑18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ.επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].
14. Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες:
15. Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
16. Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
17. Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Oι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.
18. Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.
19. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια στο έντυπο της πρώτης και αποσυρθείσας αίτησής του για άσυλο, καταγράφει γενικώς ότι η κατάσταση στη χώρα της ήταν αφόρητη και ότι δεν υπήρχε τρόπος να συνεχίσει τη δουλειά της και να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Αντιμετώπισε απειλές και άγχος και για το λόγο αυτό αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα της σε μια ασφαλέστερη χώρα (βλ. ερ. 1, 2 και 36 του διοικητικού φακέλου). Αναφέρθηκε εξάλλου στις απειλές που λάμβανε εξαιτίας της εργασίας της δίπλα σε έναν πολιτικό. Κατά τη σύντομη συνέντευξη που ακολούθησε την αίτησή της για απόσυρση ης αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω στη χώρα της καθώς εργαζόταν ως βοηθός σε ένα πολιτικό. Ο τελευταίας δεν αντέδρασε θετικά στην απόφασή της να έρθει στη Δημοκρατία διότι ξέρει πολλά για αυτόν. Για το λόγο αυτό εγκατέλειψε κρυφά τη χώρα. Ερωτηθείσα ως προς τους λόγους για τους οποίους ζητεί την απόσυρση της αίτησής της ανέφερε ότι παντρεύτηκε με Ρουμάνο υπήκοο. Διευκρίνισε ότι προτού εγκαταλείψει τη χώρα της διέμενε στο σπίτι των γονέων της στο χωριό Redeegama της περιοχής Kurunegala και ότι δεν διαθέτει αδέλφια.
20. Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησης της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το 2010 είχε ως σύντροφο πρόσωπο εθνοτικής καταγωγής Tamil, ο οποίος συνελήφθη από το στρατό και έκτοτε αγνοείται. Η ίδια κρυβόταν μέχρι που ήρθε στη Δημοκρατία το 2014. Δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα της διότι ζητούν από αυτήν χρήματα.
21. Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της οι Καθ’ ων η αίτηση, απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι οι καινοφανείς ισχυρισμοί που προβάλλει η Αιτήτρια περί σύλληψης ενός φίλου/ συντρόφου της το 2010 από το στρατό και ότι ζητούν χρήματα από την ίδια προβάλλεται οψιγενώς από δική της υπαιτιότητα στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής της χωρίς αυτή να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν προβλήθηκε σε προηγούμενα διαδικαστικά στάδια όπου είχε τη δυνατότητα να το πράξει. Επίσης εξετάζοντας την κατάσταση ασφαλείας στο τόπο συνήθους διαμονής της πριν από την έξοδό της από τη χώρα της, διαπιστώνουν ότι τυχόν επιστροφή της δεν την εκθέτει σε κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/ και της αρχής της μη επαναπροώθησης.
22. Ενώπιον της παρούσας δικαστικής διαδικασίας η Αιτήτρια επαναλαμβάνει τα περί σύλληψης του συντρόφου της το 2010.
23. Με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Αιτήτρια στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής της, ήτοι η αναφορά σύλληψης του συντρόφου της το 2010 και το γεγονός ότι απαιτείται από την ίδια να καταβάλει χρήματα, προβάλλονται οψιγενώς από δική της υπαιτιότητα καθώς η Αιτήτρια σε κανένα προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αίτησής της δεν αναφέρθηκε στο εν λόγω συμβάν, το οποίο έλαβε χώρα πολύ πριν την είσοδό της στη Δημοκρατία. Σε κάθε περίπτωση, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αυξάνει τις πιθανότητες υπαγωγής της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Καταρχάς είναι εξόφθαλμη η εναλλαγή των ισχυρισμών της Αιτήτριας όπου κατά την καταγραφή της αίτησής της και κατά τη συνέντευξη που ακολούθησε την αίτησή της για απόσυρση της αίτησής για διεθνή προστασία, επικαλέστηκε απειλές από τον πρώην εργοδότη της, ο οποίος ήταν πολιτικός. Η εναλλαγή στους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως προς τα κίνητρα εγκατάλειψης της χώρας της σε συνάρτηση με τη γενικότητα που αυτοί προβάλλονται (γενικότητα ως προς τις περιστάσεις της δίωξης και κενό στην αφήγησή της ως προς τα 4 έτη που παρέλευσαν από την κατ’ ισχυρισμό απαγωγή του τέως συντρόφου της ούσα η ίδια στη χώρα καταγωγής της) αποτελούν δείκτες που επιδρούν αρνητικά στην αξιοπιστία της.
24. Σημειώνεται, τέλος συναφώς, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31.5.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα ιθαγενείας, χωρίς εν προκειμένω να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία, που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας.
25. Συνεπώς, ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθώς δεν συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις παραδεκτού. Παράλληλα, δεν προκύπτουν οποιαδήποτε άλλα δεδομένα, τα οποία να δίδουν έρεισμα ανατροπής ισχύος της απόφασης επιστροφής της (Βλ. απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C‑156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €500 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.
Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο