
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: Τ3232/23
06 Δεκεμβρίου 2024
[ Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
G.C.K.
Αιτητής
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Β. Αποστολίδη (κα) για Μιχαήλ Χ. Σταματάρης & Συνεργάτες, Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Αιτητής παρών.
(S. Habib (κα), για μετάφραση από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 28/11/2023, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 08/12/2023 και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.
Ο Αιτητής είναι υπήκοος του Καμερούν και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 08/08/2018, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 05/03/2021 και στις 26/03/2021, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (πρώην EASO, στο εξής «EUAA»). Στις 13/08/2021, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, και η εξουσιοδοτημένη να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία στις 20/08/2021. Στις 29/09/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο στις 30/09/2021. Στις 27/10/2021 καταχωρήθηκε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αριθμό υπόθεσης 7279/21, η οποία απορρίφθηκε στις 06/12/2021.
Στις 07/01/2022 ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση (πρώτη μεταγενέστερη) ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δεν εξετάστηκε καθότι σύμφωνα με το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου εκκρεμούσε προσφυγή του Αιτητή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.
Στις 04/01/2023 ο Αιτητής υπέβαλε εκ νέου μεταγενέστερη αίτηση (δεύτερη μεταγενέστερη) ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 24/11/2023, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Αυθημερόν, αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί ως απαράδεκτη.
Ακολούθως, κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 24/11/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, την οποία ο τελευταίος παρέλαβε δια χειρός στις 08/12/2023. Στις 21/12/2023, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο συνήγορος του Αιτητή παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Μέσα από την Γραπτή του Αγόρευση ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρου του, υποστηρίζει πρώτον, ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι όφειλαν να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών και των νέων στοιχείων που προσκόμισε ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη του αίτηση. Υποστηρίζει ότι η απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης, καθότι δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά με τον Αιτητή στοιχεία. Ειδικότερα, ως ισχυρίζεται, ο πατέρας του απεβίωσε στη φυλακή λόγω βασανιστηρίων (παραπομπή σε έγγραφο το οποίο είναι επισυνημμένο στην προσφυγή ως Παράρτημα Γ), λόγω της συμμετοχής του στην οργάνωση Southern Cameroon National Council (SCNC), (παραπομπή σε έγγραφο που είναι επισυνημμένο στην προσφυγή ως Παράρτημα Β). Ως περαιτέρω προβάλει, έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης του ιδίου το οποίο έχει κοινοποιηθεί στις εφημερίδες (παραπομπή σε έγγραφο το οποίο είναι επισυνημμένο στην προσφυγή ως Παράρτημα Δ). Τέλος, υποστηρίζει ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.
TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου του.
Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:
«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.
Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Απαράδεκτες αιτήσεις
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...]
(β) [...]
(γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.
[...]»
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Εκ προοιμίου επισημαίνω ότι κατά πάγια νομολογία, δεν αρκεί η απλή επίκληση της παραβίασης ενός Άρθρου του Συντάγματος ή ενός νόμου ή των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση (βλ. Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672). Απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο (βλ. Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.7.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598), «οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα αυτοί να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Σε διαφορετική δε περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709).».
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή. Πρωτίστως παρατηρώ ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο Αιτητής δια της καταχωρισθείσας προσφυγής του δεν εγείρονται σύμφωνα με τον κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 ο οποίος θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο δια των εγγράφων προτάσεων του να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως.
Ο Κανονισμός 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Mustafa Haghilo, A.E. 156/2012 ημερομηνίας 27/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:C91, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατόπιν ανασκόπησης της μέχρι τότε νομολογίας αναφέρει τα εξής ως προς την εμβέλεια του Κανονισμού:
«Σύμφωναμε τον Καν. 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο αιτητής θα πρέπει να εξειδικεύσει ρητά και να αιτιολογήσει πλήρως τους νομικούς λόγους ακύρωσης. Ωστόσο ο διαδικαστικός αυτός Κανονισμός τυγχάνει χαλάρωσης όταν διάδικος εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο, επιφύλαξη που δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση εφόσον κατά την πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσείων εμφανίζετο με δικηγόρο.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 ΑΑΔ 257 με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στη σελ. 263 ως προς την αναγκαιότητα τήρησης των προνοιών του Κανονισμού 7:
«Είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας ότι προβλήθηκε εκ μέρους των αιτητών μια γενική αναφορά ότι παραβιάζονται οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης. Προς τούτο έγινε επίκληση των αποφάσεων Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275, Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 281 και Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672.
Σύμφωνα με τιςπρόνοιες του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 "έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως".
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει. Στην πιο πάνω υπόθεση ο πρόσθετος λόγος που επικαλέστηκε ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση, ο οποίος αφορούσε την αντισυνταγματικότητα νόμου, συνιστούσε νομικό θέμα ιδιάζουσας σπουδαιότητας και θα μπορούσε να εξεταστεί μετά τον επακριβή προσδιορισμό άρθρου του Νόμου και του Συντάγματος τα οποία συγκρούονταν μεταξύ τους.
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
"Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.
Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.)"
Στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (πιο πάνω) τονίστηκε ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία και ότι η προφορική ή γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί δικόγραφο ούτε αποδεικτικό μέσο.
Στην υπόθεση Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) αποφασίστηκε ότι πρόσθετοι λόγοι που περιλήφθηκαν στη γραπτή αγόρευση των αιτητών δεν μπορούσαν να εξεταστούν και υιοθετήθηκε η αρχή στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (πιο πάνω), ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις θα πρέπει να περιορίζονται στους λόγους της προσφυγής που προβάλλονται για την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης.
...............................
Σε αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων τονίστηκε ότι μια απλή αναφορά στους λόγους έφεσης για παράβαση νόμου, κακή εφαρμογή του νόμου ή για κατάχρηση εξουσίας δεν είναι ικανοποιητική και ότι η αναφορά θα πρέπει να συνοδεύεται από μια συγκεκριμένη επίκληση.»
Δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).»
Από ενδελεχή μελέτη του Φακέλου , διαπιστώνω ότι ο τρόπος που συντάχθηκε το νομικό πλαίσιο της προσφυγής, δεν παρέχει επαρκή και σαφή πληροφόρηση ως προς την συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου ή τις αρχές του Διοικητικού ή Ευρωπαϊκού Δικαίου, που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλ' ούτε και παραθέτουν με την αναγκαία ευκρίνεια τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζετο ο κάθε λόγος ακύρωσης. (βλ. ANKIT v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021, 4/10/2021)
Περαιτέρω, η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων ακύρωσης με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση. [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.
Συνάμα παρατηρώ ότι δια μέσου της γραπτής του Αγόρευσης ο Αιτητής προβάλλει νομικούς ισχυρισμούς οι οποίοι αφορούν τον νομικό πλαίσιο που διέπει την αναγνώριση προσώπων ως προσφύγων. Υπενθυμίζω ότι αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Ως εκ τούτου το παρών Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τη νομιμότητα και ορθότητα των προϋποθέσεων παραδεκτού (και μόνο) τέτοιας μεταγενέστερης αίτησης σε συνάρτηση με τους σχετικούς, περί τούτου, ισχυρισμούς του Αιτητή και όχι κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για απόκτηση καθεστώτος πρόσφυγα ή υπάγεται η περίπτωση του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Η πλευρά του Αιτητή δια μέσου της γραπτής τους αγόρευσης επεκτείνεται σε σχετικούς της διαδικασίας εξέτασης (και απόρριψης) της αρχικής αίτησης του Αιτητή για χορήγηση ασύλου ισχυρισμούς. Αυτή, όμως, η απόφαση δεν είναι αντικείμενο της εδώ υπό εξέταση πρωτόδικης προσφυγής και, ως εκ τούτου, δεν είναι και επίδικο ζήτημα προς κρίση. (βλ. DEEPAK KUMAR v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2022, 30/10/2024)
Ως εκ τούτου οι λόγοι ακύρωσης ως παρατίθενται επί του εισαγωγικού δικογράφου αλλά και δια μέσου της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή απορρίπτονται στο σύνολο τους ως απαράδεκτοι και γενικοί.
Προχωρώντας θα εξετάσω τον γενικό ισχυρισμό περί έλλειψης επαρκούς δέουσας έρευνας σε συνάρτηση με εμφιλοχώρηση πλάνης, ως παρατίθενται έστω και ακροθιγώς στο εισαγωγικό δικόγραφο του Αιτητή και προωθούνται μέσα από τη Γραπτή Αγόρευση του Αιτητή. Λαμβάνεται υπόψιν και η εξουσία του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της νομιμότητας και ορθότητας των προϋποθέσεων του παραδεκτού (και μόνο) τέτοιας μεταγενέστερης αίτησης. (βλ. Deepak Kumar v Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2022 ημερ. 30/10/2024)
Υπενθυμίζω ότι αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».
Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).
Ως εκ τούτου, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».
Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της προγενέστερης αίτησης ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της αγγλόφωνης κρίσης, καθώς προέρχεται από το αγγλόφωνο τμήμα του Καμερούν. Ως υποστήριξε, ο πατέρας του είναι στη φυλακή, η μητέρα του απεβίωσε, και το σπίτι τους καταστράφηκε από τις γαλλόφωνες δυνάμεις της χώρας. Διέφυγε στη Νιγηρία και από εκεί στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρό 5 Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω της αγγλόφωνης κρίσης και της συμμετοχής του πατέρα του στην οργάνωση Southern Cameroon National Council (SCNC). Ως υποστηρίζει κάθε χρόνο την 01/10 πραγματοποιείται διαμαρτυρία για ανεξαρτησία του Νότιου Καμερούν (Southern Cameroon). Ο πατέρας του κάθε χρόνο τη συγκεκριμένη περίοδο κρατείτο για μερικές μέρες και μετά τον άφηναν ελεύθερο. Την 01/10/2016 επαναλήφθηκε το ίδιο σενάριο, ωστόσο, δεν αφέθηκε ελεύθερος και ο Αιτητής δεν γνωρίζει αν είναι ακόμα εν ζωή. Η κρίση κλιμακώθηκε, οι δρόμοι έκλεισαν, και η μητέρα του ως διαβητική δεν είχε πρόσβαση σε νοσοκομείο με αποτέλεσμα να αποβιώσει. Την 01/10/2027, διοργανώθηκε ακόμα μια ειρηνική διαμαρτυρία στη νότια περιφέρεια (Southern region) της χώρας, παρενέβη ο στρατός με πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα ο αδερφός του να χάσει τη ζωή του. Ο ίδιος ήταν στην πόλη Bamenda, από όπου αποφάσισε να φύγει γιατί δεν ένιωθε ασφαλής. Πήγε στο χωριό Belo όπου βρήκε το σπίτι του κατεστραμμένο∙ κατά τη διάρκεια της επιστροφής του πίσω στην πόλη σε σημείο ελέγχου από την αστυνομία πέρασε από ανάκριση, και κατασχέθηκαν η τσάντα του και το κινητό του. Επέστρεψε στην πόλη όπου παρέμεινε για λίγο και στις 03/03/2018 διέφυγε στη Νιγηρία στην πολιτεία Taraba (ερυθρά 94 και 93 Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, σχημάτισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος σχετικά με την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή. Ο δεύτερος αναφορικά με τη συμμετοχή του πατέρα του στην οργάνωση Southern Cameroon National Council (SCNC), την στοχοποίηση του λόγω αυτού, και την κράτηση του από τον στρατό. Και ο τρίτος αναφορικά με τη δολοφονία του αδερφού του κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας στην πόλη Belo την 01/10/2017. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός καθώς τεκμηριώθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία. Ωστόσο, ο δεύτερος και ο τρίτος ισχυρισμός απορρίφθηκαν λόγω έλλειψης επαρκών πληροφοριών, συνοχής και συνεκτικότητας στις δηλώσεις του με συνέπεια τη μη στοιχειοθέτηση της εσωτερικής αξιοπιστίας. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών. Στα πλαίσια της εν λόγω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός, στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού ο οποίος έγινε αποδεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, προέβη σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, και ειδικά στη βορειοδυτική περιφέρεια (Northwest region). Σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές στις οποίες γίνεται παραπομπή, διαπιστώθηκε, ότι η βορειοδυτική περιφέρεια και η πόλη Bamenda είναι από τις περιοχές που επηρεάζονται από την κρίση και τη βία που επικρατεί. Ωστόσο, δεν εντοπίστηκε κίνδυνος που να απορρέει απλά και μόνο από την ταυτότητα ενός ατόμου ως αγγλόφωνο ή από την ιδιότητα του ως απορριφθέντας αιτητής ασύλου ο οποίος επιστρέφει στη χώρα του. Προχωρώντας στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας.
Στη συνέχεια, καταχωρήθηκε προσφυγή με αριθμό υπόθεσης 7279/21, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία σύμφωνα με το περιεχόμενο του Δ.Φ. απορρίφθηκε στις 06/12/2021 (ερυθρό 151 Δ.Φ.).
Στη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του, η οποία υπεβλήθη στις 04/01/2023, ο Αιτητής κατέγραψε ότι ο πατέρας του απεβίωσε στη φυλακή της Buea, της Νοτιοδυτικής περιφέρειας (Southwest region) του Καμερούν, ενώ για τον ίδιο εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης το οποίο κοινοποιήθηκε στις εφημερίδες (ερυθρό 159 Δ.Φ.).
Οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Όσον αφορά το ένταλμα σύλληψης που προσκόμισε, κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν έγινε αναφορά σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας. Τέλος, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, θα διατρέχει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 12Βτετράκις και 16Δ, και η προηγούμενη απόφαση επιστροφής του στο Καμερούν με ημερομηνία 20/08/2021 παραμένει σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν και κρίνω ότι ορθώς η Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του Αίτηση ως απαράδεκτη, αφού πράγματι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(α) και (β).
Επί της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης του, ο Αιτητής αναφέρει ουσιαστικά ότι προέκυψαν νέα γεγονότα στη χώρα καταγωγής του που προέρχονται από γεγονότα που υφίσταντο ήδη κατά την πρώτη εξέταση στο πλαίσιο πραγματικού γεγονότος που έχει ήδη παρουσιαστεί και αξιολογηθεί , ήτοι: (1) ότι ο πατέρας του απεβίωσε στην φυλακή της (Buea) της νοτιοδυτικής περιφέρειας (Southwest region) του Καμερούν όπου φυλακίστηκε λόγω της συμμετοχής του στην οργάνωση Southern Cameroon National Council (SCNC), και (2) της ιδιότητας του ως καταζητούμενο άτομο, καθώς έγινε αναφορά του Αιτητή σε ένταλμα σύλληψης το οποίο κοινοποιήθηκε στις εφημερίδες. Επί των όσων επικαλείται ο Αιτητής, κριτήριο προς αξιολόγηση του κινδύνου δίωξης ή πρόκλησης σοβαρής βλάβης που αντιμετωπίζει ο αιτών, διενεργήθηκε κατά την προηγούμενη εξέταση του/των πραγματικού/-ών γεγονότος/-ων από την αρχή. Επομένως είναι σημαντικό να εξεταστεί κατά το παρόν στάδιο αν το νέο στοιχείο μπορεί να έχει επίπτωση στην αξιολόγηση αυτή.
Από τα ενώπιον μου στοιχεία, διαπιστώνω ότι, ο θάνατος του πατέρα του ως προβλήθηκε δια μέσω της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης, αφορά γεγονός το οποίο ανέκυψε ως επακόλουθο του αρχικού του ισχυρισμού, ήτοι τη συμμετοχή του πατέρα του στην οργάνωση Southern Cameroon National Council (SCNC), την στοχοποίηση του λόγω αυτού, και την κράτηση του από τον στρατό. Ισχυρισμός ο οποίος εξετάστηκε και αξιολογήθηκε με την αρχική του αίτηση, και απορρίφθηκε λόγω μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή.
Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο που προβάλει, ήτοι την ιδιότητα του ως καταζητούμενο άτομο, και την έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του, παρατηρώ ότι στα πλαίσια του εν λόγω ισχυρισμού δεν υπεβλήθη με τη μεταγενέστερη αίτηση οποιοδήποτε έγγραφο, παρά την αναφορά του σε αυτό.
Με το εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας προσφυγής, προσκομίστηκαν τρία (3) έγγραφα:
1. Κάρτα Μέλους της οργάνωσης Southern Cameroon National Council (SCNC), στο όνομα του πατέρα του Αιτητή (Παράρτημα Β)
2. Πιστοποιητικό Θανάτου του πατέρα του Αιτητή (Παράρτημα Γ)
3. Ένταλμα Σύλληψης εναντίον του Αιτητή (Παράρτημα Δ)
Κατά την ακροαματική διαδικασία, ερωτηθείς πότε εκδόθηκε το συγκεκριμένο ένταλμα σύλληψης, ο Αιτητής αποκρίθηκε το 2020. Κληθείς να εξηγήσει τους λόγους που δεν το προσκόμισε σε προηγούμενο στάδιο στην Υπηρεσία Ασύλου και το πρόβαλε ως ισχυρισμό στην δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του (ημερομηνίας 04/01/2023), ο Αιτητής υποστήριξε ότι δεν γνώριζε ότι υπήρχε κάτι εναντίον του, και μόλις περιήλθε στην αντίληψη του το προσκόμισε. Οι δηλώσεις του Αιτητή, περί άγνοιας του ως προς την ύπαρξη του συγκεκριμένου εγγράφου αναφορικά, κρίνονται ως γενικές και αόριστες, ενώ παρατηρείται ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες και εξηγήσεις που να αιτιολογούν την καθυστέρηση υποβολής του συγκεκριμένου εγγράφου, καθώς και τον τρόπο που τελικά εντοπίστηκε με τόση καθυστέρηση.
Ο δεύτερος όρος που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) είναι ότι «έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία τα οποία έχει ο αιτών στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων». Η απαίτηση αυτή συνδέεται με την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο α). Ο αιτών που καταβάλλει πραγματική προσπάθεια να λάβει τα συναφή στοιχεία, για παράδειγμα, επικοινωνώντας με μέλη της οικογένειάς του όταν αυτό είναι πρακτικά εφικτό, θα πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση σχετικά με τα στοιχεία που λείπουν. Σε κάθε περίπτωση, στο άρθρο 4 παράγραφος 2 αναφέρονται όλα τα έγγραφα που μπορεί να έχει ο αιτών στη διάθεσή του και συνιστούν στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Στο πλαίσιο του άρθρου 4 παράγραφος 5 στοιχείο β), μια ικανοποιητική εξήγηση θα πρέπει να διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους τα έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία θεωρείται ευλόγως ότι μπορεί να προσκομίσει ο αιτών, στην πραγματικότητα δεν έχουν προσκομισθεί.[1]
Σημειώνεται ότι κατά την ενώπιον μου διαδικασία, και ερωτηθείς σχετικά, ο Αιτητής απλά απάντησε ότι επικοινώνησε με κάποιο δικηγόρο, το ζήτησε και του το έστειλαν. Ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, ερωτηθείς για τον λόγο που προσκόμισε αντίγραφο και όχι το πρωτότυπο έγγραφο, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν δίνουν το πρωτότυπο, και η οικογένεια του πήρε το αντίγραφο, χωρίς να διευκρινίζει ποιο μέλος της οικογένειας του το παρέλαβε, καθώς σύμφωνα με το αφήγημα του οι γονείς του και ο αδερφός του απεβίωσαν, ενώ η αδερφή του βρίσκεται στη Νιγηρία.
Ως έχω αναλύσει και πιο πάνω, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι κατά πόσο «υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του και εφόσον διαπιστωθεί αυτό η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο (i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και περαιτέρω κατά πόσο (ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Κατά συνέπεια και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανέφερε με τη μεταγενέστερη αίτηση, καθώς και κατά την ενώπιον μου ακροαματική διαδικασία, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν τα όσα ο Αιτητής έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(α) εφόσον δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα. Ο θάνατος του πατέρα του, ως παρουσιάζεται από τον Αιτητή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον αρχικό του ισχυρισμό, ο οποίος εξετάστηκε και απορρίφθηκε λόγω μη τεκμηριωμένης εσωτερικής αξιοπιστίας. Επιπλέον ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει μια ευλογοφανή εξήγηση ως προς του πώς ενημερώθηκε για τον θάνατο του πατέρα λαμβανομένου και ως ανέφερε κατά το στάδιο της συνέντευξης του έχασε επαφή με τον πατέρα του από το 2016 αλλά και πώς ήρθε στην κατοχή του το εν λόγω έγγραφο.
Συνάμα παρατηρώ και ως προς το ίδιο το έγγραφα ότι πρόκειται για αντίγραφο φέρει δυσανάγνωστή σφραγίδα, ενώ δεν προκύπτουν ευκρινώς τα στοιχεία του συντάχτη. Ακόμη, στο εν λόγω έγγραφο δεν αναφέρετε η αλυσίδα των γεγονότων -ασθένειες, τραυματισμοί ή επιπλοκές- που προκάλεσαν άμεσα το θάνατο αλλά καταγράφεται γενικά η αιτία του θανάτου ήτοι ότι προκλήθηκε από βασανιστήρια και κακοποίηση ενώ στη συνέχεια και υπό το πεδίο διαγνωστικό ενδεχόμενο καταγράφεται υψηλή αρτηριακή πίεση και πολλαπλές συναφείς ασθένειες. Ως εκ τούτου φρονώ προκύπτουν παράλληλα και εκ πρώτης όψεως ζητήματα και αμφιβολίες που αφορούν την αυθεντικότητα του έγγραφου ενώ σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να δοθεί βαρύτητα σε αποδεικτικά στοιχεία που υπερβαίνουν τον τομέα των αρμοδιοτήτων κάποιου εμπειρογνώμονα όπως στην παρούσα περίπτωση του φερόμενου ιατροδικαστή που υπογράφει το εν λόγω έγγραφο. Κάθε γνώμη που προσφέρεται που δεν υποστηρίζεται από απόδειξη της αντικειμενικότητας και ολοκληρωμένης εξέτασης των ουσιωδών γεγονότων που απαιτείται από έναν εμπειρογνώμονα είναι πιθανό να έχει μικρή αποδεικτική βαρύτητα.[2] Σε κάθε περίπτωση από τα ενώπιον μου στοιχέια δεν προκύπτει ότι ο αιτών έχει υποβάλει αδιάσειστα ιατρικά έγγραφα που είναι ενδεικτικά ότι έχει υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ή ότι έχει υποστεί ο ίδιος πολύ σοβαρά τραύματα/ψυχική ασθένεια, ούτε πιστοποιείται από αδιάσειστα ιατρικά έγγραφα και υπάρχουν ενδείξεις βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστική μεταχείριση, ικανά να ανατρέψουν ότι τα γεγονότα που επικαλείται ο προσφεύγων δεν στερούνται αξιοπιστίας.
Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο της μεταγενέστερης αίτησης του, ήτοι το ένταλμα σύλληψης το οποίο επικαλέστηκε, καταλήγω ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση ορθώς έκριναν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) (ιι) του περί Προσφύγων Νόμου. Σε κάθε περίπτωση ο Αιτητής σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν πρόβαλε κίνδυνο δικής του στοχοποίησης, και δεν έγινε αναφορά για συμμετοχή του σε δράσεις της οργάνωσης Southern Cameroon National Council (SCNC). Επομένως, δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία αλλά ούτε και επεξηγεί ο Αιτητής δια μέσου της παρούσας διαδικασίας γιατί πλέον οι αρχές αναζητούν τον ίδιο. Συνάμα λαμβάνω υπόψη μου ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί φερόμενης δίωξης του λόγω της συμμετοχής του πατέρα του στο κόμμα SCNC εξετάστηκαν επί της ουσίας πρωτοβάθμια και απερρίφθησαν καθότι ο Αιτητής απέτυχε να υποστηρίξει την δική του προσωπική δίωξη λόγω αντιφάσεων ασαφειών γενικότητας αοριστίας και έλλειψη συνοχής επί των λεγάμενων του. Επιπρόσθετα, δεν εξήγησε τους λόγους που αδυνατούσε να υποβάλει το εν λόγω έγγραφο σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, ενώ δεν το υπέβαλε ούτε με τη μεταγενέστερη αίτηση του παρά το προσκόμισε με την προσφυγή του. Σημειώνεται ότι το εν λόγω έγγραφο φέρει ημερομηνία 25/03/2020 ενώ ο Αιτητής υπέβαλε αρχικά αίτημα διεθνούς προστασίας 08/08/2018.
Συνεπώς, κρίνω ότι δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση μη υποβολής του συγκεκριμένου εγγράφου άνευ δικής του υπαιτιότητας. Πέρα από αυτό, εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων ή καθυστερημένη παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων επηρεάζουν αρνητικά την αξιοπιστία ενός Αιτητή, εκτός εάν παρέχονται έγκυρες εξηγήσεις[3]. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς και ευλογοφανείς απαντήσεις αναφορικά με την μη-αναφορά των εν λόγω ισχυρισμών κατά τα προηγούμενα στάδιο της διαδικασίας. Συνεπώς, τα εν λόγω στοιχεία ορθώς δεν μπορούν να τύχουν περαιτέρω αξιολόγησης, λόγω υπαιτιότητας του Αιτητή. Για τον λόγο αυτό κρίνω ότι η ύπαρξη νέων στοιχείων δεν μπορεί να οδηγήσει στην παρούσα υπόθεση του Αιτητή αυτόματα σε ουσιαστική εξέτασή του και η μεταγενέστερη αίτησή του ορθώς θεωρήθηκε απαράδεκτη βάσει του άρθρου 16 Δ (3) (α) και (β) (ii) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Σε κάθε περίπτωση από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ τα όσα αναφέρει ο Αιτητή πρόκειται για γενικές και ατεκμηρίωτες δηλώσεις. Ήτοι ότι καταζητείται πλέον για συμμετοχή σε διαδηλώσεις και παράνομες συναντήσεις ως καταγράφεται στο εν λόγω έγγραφο από το 2020 (ερ. 174 δ.φ.). Σημειώνετε ότι ο Αιτητής ουδέποτε συγκεκριμενοποίησε οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό ο οποίος να τον συνδέει το με το εν λόγω αδικήματα που αναγράφονται. Πουθενά δεν προκύπτει ο εν λόγω ισχυρισμός.
Τέλος, η αοριστολογία και η γενικότητα με την οποία ο ισχυρισμός προωθείται, αφήνει αυτόν μετέωρο εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ούτε έχει προσκομιστεί σχετική μαρτυρία προς απόδειξη του (βλ. OM PRAKASH PANDEY ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1239/2009, 5 Νοεμβρίου 2010). Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Τονίζεται ότι η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να είναι κατανοητή και να περιέχει τα σχετικά γεγονότα και αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν μετά την εκτελεστότητα της απόφασης και τα οποία αφορούν τη διαπίστωση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. Το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης αξιολογείται με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχει, και σε συνδυασμό με τα ίδια που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Ας σημειωθεί ακόμη ότι, ως προς τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής. Δεν συνιστά γενικό κανόνα η υποχρέωση των αρχών προς εξακρίβωση της αυθεντικότητας ορισμένου εγγράφου[4], ωστόσο τα έγγραφα οφείλουν να αξιολογούνται ως προς τη σχετικότητά τους με ορισμένο ουσιώδη ισχυρισμό, την ύπαρξή τους, το περιεχόμενό τους, τη μορφή, τη φύση και το συντάκτη τους.[5] Σε κάθε περίπτωση το βάρος απόδειξης δεν είναι υψηλό, είναι ωστόσο υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση και αξιοπιστία των εγγράφων, εάν δεν το πράξει, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων έχει τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει[6]. Τονίζεται παράλληλα όταν πρόκειται για νέα γεγονότα όπως στην παρούσα υπόθεση του Αιτητή, ο Αιτών που προβάλλει τέτοια επιχειρήματα φέρει σημαντικό βάρος απόδειξης όσον αφορά την αξιοπιστία τους.
Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες τόσο επί των όσων επικαλείται αλλά και επί των εν λόγω εγγράφων προς απόδειξη των ισχυρισμών του. Λαμβανομένου υπόψιν του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο να εξετάσει την παρούσα υπόθεση, θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ως άνω σημεία, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).
Ως προς τους οψιγενείς ισχυρισμοί του περί κινδύνου της ζωής και της σωματικής του ακεραιότητας σε περίπτωση που αυτός επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, καθότι ο Αιτητής συμμετείχε σε ειρηνική διαμαρτυρία για την περιθωριοποίηση των ανθρώπων του Βρετανικού Καμερούν και οι αστυνομία του Καμερούν δολοφόνησε αρκετούς πολίτες μεταξύ άλλων την μητέρα, τον αδελφό του και την έγκυο σύντροφο του Αιτητή ως προβάλλονται για πρώτη φορά στο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας δια μέσου της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή είναι δε, γενικοί και ατεκμηρίωτοι. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφενός εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί προβάλλονται και αφετέρου, καθώς παγίως αναγνωρίζεται, οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη προσκόμιση μαρτυρίας και θεμελίωση γεγονότων [Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384].
Συνεπώς, φρονώ ότι δεν πληρείται η προϋπόθεση του Άρθρου 16(3)(β)(iι), που όπως αναλύθηκε πιο πάνω εξετάζεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου εξέτασης του παραδεκτού, και η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Βάσει μάλιστα του Άρθρου 16(3) (β), εφόσον η μία από τις δύο προϋποθέσεις που τίθενται σωρευτικά δεν πληρείται, η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης δεν προχωράει στο στάδιο εξέτασης της ουσίας των ισχυρισμών. Συνεπώς ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του και εξέταση της ουσίας του αιτήματός του.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €600 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. π.χ. Ανώτατο Δικαστήριο (Σλοβενία), απόφαση της 3ης Απριλίου 2012, I Up 163/2012 (βλ. περίληψη στην αγγλική γλώσσα στην EDAL)· και ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ής Μαρτίου 1991, Cruz Varas κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 15576/89, σκέψη 78
[2] Upper Tribunal (IAC, United Kingdom), judgment of 5 November 2015, AAW (expert evidence – weight) Somalia [2015] UKUT 00673, para. 25.
[3] Βλ. Υπόθεση ΕΔΑΔ, CRUZ VARAS AND OTHERS κατά Σουηδίας , Αριθ. Αιτ. 15576/89 ημερ. 22/3/1991 Παρ. 73
[4] Βλ. εξάλλου και τη νομολογία άλλων κρατών αλλά και τη διαπίστωση της EUAA σε EUAA, 'Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf
[5] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment' (2015), 13, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf
[6] Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, SD κατά Secretary of State for the Home Department, [2007] CSOH 97. στη σκέψη 6, ο καθού είχε απορρίψει «δύο εκθέσεις της αστυνομίας και τέσσερις επιστολές» διότι δεν ήταν σαφές αν επρόκειτο για μεταφράσεις ή αντίγραφα ή και τα δύο και διότι προέρχονταν από άγνωστη πηγή. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το βάρος της απόδειξης δεν ήταν υψηλό, ότι ήταν υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση των εγγράφων που υπέβαλε και ότι, εάν δεν το έπραττε, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων είχε τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο