M.P.Z. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ412/24, 17/12/2024
print
Τίτλος:
M.P.Z. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ412/24, 17/12/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: Τ412/24

17 Δεκεμβρίου  2024

 

[ Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

M.P.Z.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 

Α. Ιωάννου (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Αιτητής παρών.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Δ.  Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο Αιτητής  με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 31/01/2024, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 26/02/2024 και με την οποίαν απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί  Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον Διοικητικό Φάκελο (στο εξής «Δ.Φ.») που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «ΛΔΚ») και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 07/06/2021, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 29/06/2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (πρώην EASO, στο εξής «EUAA»). Στις 05/07/2021, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, και ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία στις 29/07/2021. Στις 19/08/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο στις 29/09/2021. Στις 12/10/2021 καταχωρήθηκε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αριθμό υπόθεσης 6807/2021, η οποία απορρίφθηκε στις 19/10/2022.

Στις 18/11/2022 ο Αιτητής  υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 31/01/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Αυθημερόν, αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί ως απαράδεκτη.

Ακολούθως, στις 22/02/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά  με τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, την οποίαν ο τελευταίος παρέλαβε δια χειρός στις 26/02/2024. Στις 11/03/2024, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο συνήγορος του Αιτητή παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Με την γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος του Αιτητή, προβάλλει ότι ο αρμόδιος λειτουργός απέφυγε να αξιολογήσει τα προσκομιζόμενα έγγραφα, δίδοντας σημασία στις ημερομηνίες που αυτά φέρουν και όχι στο περιεχόμενο τους. Είναι η θέση του Αιτητή, ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα αποτελούν νέα στοιχεία, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Επιπρόσθετα, γίνεται αναφορά σε τοποθέτηση απόφασης δικαστηρίου που αφορά προσφυγή τρίτου ατόμου και όχι του Αιτητή. Ειδικότερα, από επιθεώρηση του Διοικητικού Φακέλου του Αιτητή, προέκυψε ότι στο φάκελο του τοποθετήθηκε απόφαση με αριθμό 6807/21, η οποία αν και φέρει τα αρχικά του Αιτητή στον τίτλο, εντούτοις αφορά άλλο άτομο και συγκεκριμένα γυναίκα από το Νεπάλ. Είναι θέση του Αιτητή, δια του συνηγόρου του, ότι η τοποθέτηση απόφασης άσχετου προσώπου στο φάκελο του Αιτητή οδηγεί στην ίδια την εκθεμελίωση της βάσης της μεταγενέστερης απόφασης που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, καθώς πρόκειται για σαφή και ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα, με τον λειτουργό να λαμβάνει υπόψη κατά την αξιολόγηση της αίτησης μια απόφαση που αφορά άλλο πρόσωπο.   

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και του συνηγόρου του.

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

 

Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 «Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i)            Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883, Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής  αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους  ισχυρισμούς της και ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολο τους ως γενικοί και απαράδεκτοι εφόσον δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής της[1].

Προχωρώντας θα εξετάσω τον γενικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας όπως επίσης και πλάνης περί τα πράγματα  σε συνάρτηση με την αξιολόγηση των προσκομισθέντων εγγράφων του Αιτητή ως προβάλλεται δια της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή. Λαμβάνεται υπόψιν και η εξουσία του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της νομιμότητας και ορθότητας των προϋποθέσεων του παραδεκτού (και μόνο) τέτοιας μεταγενέστερης αίτησης.  (βλ. Deepak Kumar v Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2022 ημερ. 30/10/2024)

Υπενθυμίζω ότι  αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσον πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νέων  ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Συνεπώς, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσον προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία, εκδίδει είτε απόφαση που επικυρώνει την πρωτοβάθμια είτε ακυρωτική απόφαση και αναπέμπει την υπόθεση στη διοίκηση.

Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του αιτητή στη δικαιοσύνη, σε περίπτωση ευρήματος ότι προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ’ εαυτό σε ουσιαστική εξέτασή τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), καθώς προκειμένου να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υφίσταται απόφαση από το διοικητικό όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του αιτητή σε πρώτο βαθμό. Άρα το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσίαν εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή.

Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της προγενέστερης αίτησης ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι ενώ μαθήτευαν μαζί με τον ξάδερφο του σε έναν ηλεκτρολόγο μηχανικό, ενώ εργάζονταν σε κάποιο αυτοκίνητο, προκλήθηκε φωτιά στο αυτοκίνητο και το κατέστρεψε. Το αυτοκίνητο ανήκε σε κάποιο συνταγματάρχη (colonel) ο οποίος απείλησε ότι θα εξαφανίσει τα άτομα που άγγιξαν το αυτοκίνητο του. Αναζήτησαν καταφύγιο στο σπίτι του πατέρα κάποιου φίλου τους ο οποίος τους βοήθησε να φύγουν από τη χώρα (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 73 του Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής, επανέλαβε τα όσα κατέγραψε στην αίτηση διεθνούς προστασίας. Ως υποστηρίζει, ενώ δούλευε σε ένα καινούριο αυτοκίνητο TX Jeep το οποίο ανήκε σε κάποιο συνταγματάρχη του στρατού, προκλήθηκε φωτιά. Ο μηχανικός δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη, και την άφησε σε αυτούς. Ο συνταγματάρχης απείλησε ότι θα τους εξαφανίσει. Η μητέρα του επικοινώνησε με κάποιο φίλο του πατέρα του ο οποίος τους βοήθησε να φύγουν από τη χώρα (ερυθρό 24/3Χ Δ.Φ.).    

Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας το αφήγημα του Αιτητή, σχημάτισε 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ως προς την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του, και ο δεύτερος ως προς τις ισχυριζόμενες απειλές που δέχθηκε από τον συνταγματάρχη λόγω της καταστροφής του οχήματος του μετά από ατύχημα στη δουλειά. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, ο δεύτερος ωστόσο, απορρίφθηκε λόγω μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός  προχώρησε σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού, όπου έκρινε ότι δεν δύναται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως απόρροια της κατάστασης ασφαλείας, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του. Προχωρώντας στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας.

Στη συνέχεια, καταχωρήθηκε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αριθμό υπόθεσης 6807/2021, η οποία απορρίφθηκε στις 19/10/2022.

Στη μεταγενέστερη αίτηση του,  η οποία υπεβλήθη στις 18/11/2022, ο Αιτητής κατέγραψε ότι η προσωπική του κατάσταση δεν βελτιώθηκε, καθώς στις 29/03/2021 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και στις 15/09/2022 εκδόθηκε ειδοποίηση καταζητούμενου ατόμου, προβάλλοντας ότι η ζωή του εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο. Ως προσκομισθέντα τεκμήρια, παρατίθενται τα ακόλουθα:

1.    Ένταλμα σύλληψης

2.    Ειδοποίηση καταζητούμενου προσώπου

Ως υποστηρίζει τα εν λόγω έγγραφα βρίσκονται στην κατοχή του από τις 19/10/2022, μέσω κάποιου φίλου του που του τα απέστειλε (ερυθρό 97 Δ.Φ.).

Οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι ο Αιτητής δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς. Σημειώνεται ότι παρά το ότι γίνεται αναφορά σε δύο έγγραφα στη μεταγενέστερη αίτηση, εντούτοις, ένα έχει προσκομιστεί. Το προσκομισθέν έγγραφο, ημερομηνίας 15/09/2022 (ερυθρό 90 και μετάφραση αυτού ερυθρό 106 Δ.Φ.) φέρει τίτλο ‘Ειδοποίηση για Καταζητούμενο Άτομο’ (Notice of Wanted Person), και το κείμενο αναφέρεται σε αναζήτηση δύο ατόμων, εκ των οποίων το ένα είναι ο Αιτητής, με την κατηγορία επικίνδυνης καταστροφής. Ως περαιτέρω προβάλλεται στην Έκθεση/Εισήγηση, ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ημερομηνίας 29/06/2021, αναφέρθηκε σε ένταλμα σύλληψης το οποίο θα ζητούσε από τη μητέρα του να του αποστείλει και θα το προσκόμιζε στην Υπηρεσία Ασύλου εντός μια εβδομάδας. Ωστόσο, ο Αιτητής προσκόμισε σημείωμα αναζήτησης και σύλληψης του στις 18/11/2022 κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης υποστηρίζοντας ότι το είχε στην κατοχή του από τις 19/10/2022. Σημειώνεται ότι το έγγραφο στο οποίο αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του και σύμφωνα με τα λεγόμενα του προϋπήρχε (ερυθρό 20 Δ.Φ.), καθώς φέρει ημερομηνία 15/09/2022. Ως περαιτέρω προβάλλεται, το συγκεκριμένο έγγραφο, στο οποίο αναφέρθηκε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, δεν στοιχειοθετεί προσωπικό φόβο δίωξης, αφού συνδέεται άμεσα με τον πυρήνα του αιτήματος του, το οποίο εξετάστηκε κατ’ ουσίαν κατά τη συνέντευξη του. Υπενθυμίζεται ότι οι ισχυρισμοί του αξιολογήθηκαν και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι καθώς ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει το αίτημα του δίνοντας επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες. Συνεπώς, τα στοιχεία που υπέβαλε με τη μεταγενέστερη αίτηση του δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Τέλος, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, θα διατρέχει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 12Βτετράκις και 16Δ, και η προηγούμενη απόφαση επιστροφής του στη ΛΔΚ με ημερομηνία 29/07/2021 παραμένει σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου.

Κατά την ακροαματική διαδικασία, ο συνήγορος του Αιτητή, πρόβαλε το ένταλμα προσαγωγής, το οποίο κατ’ ισχυρισμόν ο Αιτητής προσκόμισε σε λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου χωρίς ωστόσο να αξιολογηθεί. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε στο εν λόγω έγγραφο κατά την καταγραφή της μεταγενέστερης του Αιτήσεως, το συσχετισμό του εν λόγω εγγράφου  με το πρόσωπο του Αιτητή αλλά και την εξουσία που έχει το παρών Δικαστήριο να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της νομιμότητας και ορθότητας των προϋποθέσεων του παραδεκτού (και μόνο) τέτοιας μεταγενέστερης αίτησης.  (βλ. Deepak Kumar v Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2022 ημερ. 30/10/2024) έκρινε ορθό όπως κατατεθεί συγκεκριμένο έγγραφο ως τεκμήριο (β).

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρει με τη μεταγενέστερη του αίτηση, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέτασαν τα όσα έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3) (α) και (β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.

Παρατηρώ ότι κατά την αρχική του αίτηση για Διεθνή Προστασία ο Αιτητής ανέφερε γενικά ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή απειλήθηκε από  κάποιο συνταγματάρχη (colonel) , αφού ο προσφεύγων έβαλε κατά λάθος φωτιά στο αυτοκίνητό του, ενώ προσπαθούσε να επισκευάσει τα φώτα του αυτοκινήτου στην εργασία του. (βλ. ερ 24.δ.φ) . Επί της μεταγενέστερης του αιτήσεως ο Αιτητής επανέλαβε τούς ίδιους ισχυρισμούς ήτοι ότι η κατάσταση δεν βελτιώθηκε αφού στις 29/03/2021 εξέδωσαν ένταλμα εναντίον του και στις 15/09/2022 εξέδωσαν σημείωμα για αυτόν ως καταζητούμενο πρόσωπο. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω ισχυρισμοί περί αναζήτησης του  έχουν ήδη εξεταστεί ως μέρος του αιτήματος του Αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου πρωτοβάθμια οι οποίοι απορρίφθηκαν  λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας  ως αναξιόπιστοι.

Ομοίως, το μοναδικό  έγγραφο που υπέβαλε – σημείωμα αναζήτησης – προς υποστήριξη των ως άνω ισχυρισμών του περί δίωξης του ελήφθη υπόψη από τους Καθ’ων η Αίτηση, ως προκύπτει εξάλλου από το περιεχόμενο  της έκθεσης – εισήγησης καταλήγοντας ότι  δεν πρόκειται για νέο στοιχείο αλλά στοιχείο που συνδέεται άμεσα με τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή με μειωμένη αποδεικτική αξία καθότι ο πυρήνας του αιτήματος του εξετάστηκε κατ’ ουσίαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης συνέντευξης του. Ως εκ τούτου προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι οι Καθ’ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη και αξιολόγησαν το περιεχόμενο του εγγράφου (βλ. ερυθρό 101 και 102 δ.φ.) και το συνεκτίμησαν στο σύνολο του μέσα στο πλαίσιο της διήγησης του Αιτητή και στη συνέχεια ορθώς έκριναν ότι το σημείωμα  δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αξιόπιστη απόδειξη για να στοιχειοθετήσει ο Αιτητής προσωπικό φόβο δίωξης ο οποίος  θα δικαιολογούσε στη συνέχεια περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου επί της ουσίας σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (3) του Περί Προσφύγων.

Σε συνάρτηση με ως άνω αναφερθέν επισημάνω τα ακόλουθα;

Oοποιοδήποτε έγγραφο που προσκομίζεται αξιολογείται με βάση τη νομολογία και τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του και (α) κατά πόσο είναι συναφή με το αίτημα ασύλου, (β) ζήτημα ύπαρξης του τύπου εγγράφου σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (γ) περιεχόμενο των εγγράφων/ συμβατότητας με τις δηλώσεις του αιτούντος και πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (δ) ακρίβεια/λεπτομέρειες των εγγράφων, (ε) εάν αποτελεί άμεση μαρτυρία ενός ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, (στ) τύπος/τυποποιημένη μορφή για συγκεκριμένους τύπους εγγράφων επίσης παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς την αξιολόγηση της γνησιότητάς του[2]. H δε αξιολόγηση της αξιοπιστίας του αιτούντα διενεργείται με βάση το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης ήτοι των δηλώσεων του, άλλων αποδεικτικών στοιχείων/εγγράφων προκειμένου να προσδιοριστεί αν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας.[3] Το επίπεδο απόδειξης συνίσταται στη στάθμιση των πιθανοτήτων σε συνδυασμό, κατά περίπτωση, με το ευεργέτημα της αμφιβολίας το οποίο είναι το κατάλληλο επίπεδο σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας[4].

Μελετώντας το σχετικό έγγραφο παρατηρώ ότι το εν λόγω σημείωμα αναζήτησης (βλ. ερ. 90 δ.φ.)  είναι αντίγραφο ενώ δεν προκύπτει ευκρινώς το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης συνεπώς και δια ταύτα κρίνω ότι από το εν λόγω έγγραφο δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η αξιοπιστία των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτό καθώς δεν αποδεικνύεται ότι προέρχονται από έγκυρη πηγή. Παράλληλα θα συμφωνήσω με τα ευρήματα αναξιοπιστίας ως καταγράφονται επί της έκθεσης -εισήγησης μεταξύ του εν λόγω εγγράφου  και τις δηλώσεις του Αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας όπου έμπρακτα  προκύπτει  η εσωτερική ασυνέπεια και έλλειψη  λεπτομέρειας, με άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής  είχε την ευκαιρία να παραθέσει λόγους και ισχυρισμούς με την καταχώρηση της μεταγενέστερης αίτησής του με λεπτομέρεια και να προσκομίσει τα στοιχεία που επιθυμούσε και τα οποία θα τεκμηρίωναν ενδεχομένως τους ισχυρισμούς του. Επιπλέον το εν λόγω έγγραφό δεν τεκμηριώνει την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή περί φόβου δίωξής  και ως εκ τούτου  δεν έχει αποδεικτική αξία, ενώ σημαντικότερα  δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αυτό επειδή το εν λόγω έγγραφο δεν έρχεται προς υποστήριξη του ισχυρισμού του περί δίωξης του από κάποιον συνταγματάρχη (colonel ) ως ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά πρωτοβάθμια εξέταση του αιτήματος του αλλά αναζητείται  για το ποινικό αδίκημα της κακόβουλης ζημίας. Από τα όσα αναφέρει ο Αιτητής τόσο επί της μεταγενέστερης του Αίτησης αλλά επί της παρούσας διαδικασίας φρονώ ότι δεν προβλήθηκαν ή/και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή του Αιτητή στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

Τονίζεται ότι η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να είναι κατανοητή και να περιέχει τα σχετικά γεγονότα και αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν μετά την εκτελεστότητα της απόφασης και τα οποία αφορούν τη διαπίστωση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. Το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης αξιολογείται με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχει, και σε συνδυασμό με τα ίδια που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία.

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και τα γεγονότα της υπόθεσης καθώς και την ανάλυση του νομικού πλαισίου όπως παρατέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι η διαδικασία που ακολούθησαν οι Καθ’ ων η Αίτηση παραλαμβάνοντας τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ορθά έκριναν ότι τα στοιχεία που υπέβαλε δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν είχε λάβει υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του επί της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, ως προς το σημείο του παραδεκτού καταλήγω ότι  οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά τη λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία  όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αλλά και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής  και υπαγωγή τους στη σχετική εφαρμοστέα νομοθεσία. Η προσβαλλόμενη δια της παρούσης προσφυγής απόφαση είναι δια τούτο θεωρώ προϊόν δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας - αφού οι Καθ' ων η αίτηση πραγματεύτηκαν όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητού στο πλαίσιο της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης και υπήγαγαν αυτούς στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, ως πιο πάνω καταγράφεται, και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Ούτε και ο δεύτερος ισχυρισμός περί του ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν πλάνης της διοίκησης ευσταθεί και αναπόφευκτα απορρίπτεται ως αβάσιμος. Σύμφωνα με τον Νίκο Χρ. Χαραλάμπους, στο σύγγραμμά του « Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου – Τρίτη έκδοση- σελ. 336 «δεν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα όταν η διοίκηση σταθμίζει αξιολογεί και εκτιμά στοιχεία και γεγονότα που παρουσιάζονται μπροστά της για κρίση (Δημοκρατία κ.α. v Χρυσοστόμου Κάλου , (1992) 3 Α.Α.Δ. 242) και εάν ακόμα αυτά είναι αντιφατικά μεταξύ τους και προτιμά ορισμένα από αυτά, εφόσον η επιλογή στην οποία κατέληξε η διοίκηση είναι λογικά επιτρεπτή (Άρθρο 46(3) του Νόμου 158(Ι) του 1999. Νιόβη Παπαϊωάννου κ.α. (Αρ.2.) v Δημοκρατία (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,724, Παναγιώτα Αβάνη v Ρ.Ι.K (1994) 4 Α.Α.Δ 687) Περαιτέρω σύμφωνα με το ως άνω σύγγραμμά  του Νίκο Χρ. Χαραλάμπους σελίδα 337, « το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη  πλάνης το έχει ο Αιτητής (Platritis v Republic (1969) 3  C.L.R. .366. Παπαδόπουλος v Διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262 267)»

Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο στην όλη διαδικασία πράξης στο οποίο να διαφαίνεται  ότι εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα και συνέπεια της οποίας η απόφαση των Καθ’ων η Αίτηση να μπορεί να θεωρηθεί πάσχουσα συνέπεια τέτοιας πλάνης περί των γεγονότων που περιβάλλαν την απορριφθείσα αίτηση ασύλου του αιτητή αλλά ούτε και νομική πλάνη καθότι από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει σφάλμα στην υπαγωγή των στοιχείων που δόθηκαν από τον Αιτητή στις διατάξεις της νομοθεσίας.

Προχωρώ λοιπών να εξετάσω και το ένταλμα σύλληψης το οποίο προσκομίστηκε στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας ως τεκμήριο (β), και κατά πόσο πρόκειται  για «νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του»[5]. Παρατηρώ ότι στα πλαίσια του εν λόγω ισχυρισμού δεν υπεβλήθη με τη μεταγενέστερη αίτηση οποιοδήποτε έγγραφο, παρά την αναφορά του σε αυτό.  Κατά την ακροαματική διαδικασία ερωτηθείς για το λόγο  που ο Αιτητής δεν προσκόμισε το  εν λόγω έγγραφό κατά την εξέταση της εν λόγω μεταγενέστερης αίτησης του, και καθότι καταγράφεται  επί της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή στο παράρτημα 9 της αιτήσεως όπου αφορά την προσκόμιση νέων στοιχείων (ερ. 97 δ.φ.) ο συνήγορος του Αιτητή ανέφερε ότι πιθανόν παραλείφθηκε ή και χάθηκε, αναφέροντας ότι και σε κάθε περίπτωση το εν λόγω έγγραφο δεν εξετάστηκε από τους Καθ’ων η Αίτηση και πρέπει να εξεταστεί. Η πλευρά του Αιτητή δεν πρόσθεσε οτιδήποτε άλλο αναφορικά με τον εν λόγω έγγραφο.

Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή, ως προς του ότι δεν παραλείφθηκε ή χάθηκε  το συγκεκριμένο έγγραφο , κρίνονται ως γενικές και αόριστες, ενώ παρατηρείται ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες και εξηγήσεις που να αιτιολογούν την καθυστέρηση υποβολής του συγκεκριμένου εγγράφου, καθώς και τον τρόπο που τελικά εντοπίστηκε με τόση καθυστέρηση. Συνάμα παρατηρώ από το περιεχόμενο της έκθεσης – εισήγησης ότι και παρά το ότι αναφέρεται ο Αιτητής ως προς την ύπαρξη κάποιου εντάλματος σύλληψης, αυτός ουδέποτε προσκόμισε το εν λόγω έγγραφό αλλά  σημαντικότερα, ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε περιγραφή, επί του περιεχομένου του ώστε να καθίσταται ξεκάθαρο ως προς το τι  επιθυμούσε να προσκομίσει προς υποστήριξη του ισχυρισμού του περί προσωπικού φόβου δίωξης του. Αντιθέτως προβαίνει σε μια λιτή γενική  αναφορά και χωρίς περιγραφή δήλωσε ότι εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του.

Επιπρόσθετα, δεν εξήγησε τους λόγους που αδυνατούσε να υποβάλει το εν λόγω έγγραφο σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, ενώ δεν το υπέβαλε ούτε με τη μεταγενέστερη αίτηση του παρά το προσκόμισε με την προσφυγή του. Σημειώνεται ότι το εν λόγω έγγραφο φέρει ημερομηνία 29/03/2021 ενώ ο Αιτητής υπέβαλε αρχικά αίτημα διεθνούς προστασίας 03/06/2021 άρα  πρόκειται για στοιχείο το οποίο προϋπήρχε του αρχικού αιτήματος του για διεθνή προστασία. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης έκανε αναφορά σε ένταλμα σύλληψης, το οποίο θα παρουσίαζε  στην Υπηρεσία Ασύλου μετά από μια εβδομάδα, χωρίς ωστόσο να το πράξει.    Σε κάθε περίπτωση το βάρος  απόδειξης δεν είναι υψηλό, είναι ωστόσο υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση  και αξιοπιστία των εγγράφων, εάν δεν το πράξει, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων έχει τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει[6]. Σημειώνεται ότι κατά την καταγραφή της μεταγενέστερης του αιτήσεως ο Αιτητής ανέφερε ότι τα έγγραφα ήρθαν στην κατοχή του από κάποιον φίλο του χωρίς να είναι σε θέση να αναφέρει πώς ήρθε το εν λόγω έγγραφο στην κατοχή κάποιου «φίλου» του αφού πρόκειται για έγγραφο που αφορά προσωπικά τον Αιτητή και αφορά ισχυριζόμενη επίσημη ποινική διαδικασία εναντίον του.

Ο δεύτερος όρος που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) είναι ότι «έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία τα οποία έχει ο αιτών στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων». Η απαίτηση αυτή συνδέεται με την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο α). Ο αιτών που καταβάλλει πραγματική προσπάθεια να λάβει τα συναφή στοιχεία, για παράδειγμα, επικοινωνώντας με μέλη της οικογένειάς του όταν αυτό είναι πρακτικά εφικτό, θα πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση σχετικά με τα στοιχεία που λείπουν. Σε κάθε περίπτωση, στο άρθρο 4 παράγραφος 2 αναφέρονται όλα τα έγγραφα που μπορεί να έχει ο αιτών στη διάθεσή του και συνιστούν στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Στο πλαίσιο του άρθρου 4 παράγραφος 5 στοιχείο β), μια ικανοποιητική εξήγηση θα πρέπει να διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους τα έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία θεωρείται ευλόγως ότι μπορεί να προσκομίσει ο αιτών, στην πραγματικότητα δεν έχουν προσκομισθεί.[7]

Συνεπώς, κρίνω ότι δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση του άρθρου 16Δ(3)(β)(ii) του  νόμου, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία. Πέρα από αυτό, εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων ή καθυστερημένη παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων επηρεάζουν αρνητικά την αξιοπιστία ενός Αιτητή, εκτός εάν παρέχονται  έγκυρες εξηγήσεις[8]. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς και ευλογοφανείς απαντήσεις αναφορικά με την μη-προσκόμιση του εν λόγω εγγράφου κατά τα προηγούμενα στάδια  της διαδικασίας λαμβανομένου ότι το εν λόγω έγγραφο φέρει ημερομηνία προγενέστερη της αρχικής του Αιτήσεως. Συνεπώς, το εν λόγω στοιχείο δεν μπορεί να τύχει  περαιτέρω αξιολόγησης, λόγω υπαιτιότητας του Αιτητή. Για τον λόγο αυτό κρίνω ότι η ύπαρξη νέων στοιχείων δεν μπορεί να οδηγήσει στην παρούσα υπόθεση του Αιτητή αυτόματα σε ουσιαστική εξέτασή του και η μεταγενέστερη αίτησή του ορθώς θεωρήθηκε απαράδεκτη βάσει του άρθρου 16 Δ (3) (α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου. 

Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες επί των όσων επικαλείται προς απόδειξη των ισχυρισμών του περί φερόμενης δίωξης του σε περίπτωση επιστροφής του. Λαμβανομένου υπόψιν του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο να εξετάσει την παρούσα υπόθεση, θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ως άνω σημεία, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Πέρα από αυτό και επικουρικός, φρονώ ότι δεν πληρείται ούτε η προϋπόθεση του Άρθρου 16(3)(β)(i),  η οποία εξετάζεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου εξέτασης του παραδεκτού, βέβαια και βάσει του Άρθρου 16 (3) (β), εφόσον η μία από τις δύο προϋποθέσεις που τίθενται σωρευτικά δεν πληρείται, η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης δεν προχωράει στο στάδιο εξέτασης της ουσίας των ισχυρισμών.

Το ως άνω συμπέρασμα μου προκύπτει καθότι κατά την διάρκεια της προηγούμενης συνέντευξης του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ο Αιτητής επικαλέστηκε φόβο δίωξης από κάποιον συνταγματάρχη (colonel) αφού έβαλε κατά λάθος φωτιά στο αυτοκίνητό του. Επί της μεταγενέστερης του αιτήσεως ο Αιτητής ανέφερε ότι η προσωπική του κατάσταση δεν βελτιώθηκε αφού στις 29/03/2021 εξέδωσαν ένταλμα για την σύλληψη του (βλ. ερ 97 δ.φ.). Ο ισχυρισμός του περί δίωξης του από κάποιον συνταγματάρχη λόγω του ότι έβαλε κατά λάθος φωτιά στο αυτοκίνητο του εξετάστηκε και αξιολογήθηκε με την αρχική του αίτηση, και απορρίφθηκε λόγω μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή. Από τα ενώπιον μου στοιχεία τα εν λόγω έγγραφα δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τα ευρήματα των Καθ’ων περί έλλειψης αξιοπιστίας του Αιτητή ούτε τεκμηριώνει την οποιαδήποτε δίωξη του Αιτητή από κάποιον συνταγματάρχη ως προέβαλε επί της αρχικής του Αιτήσεως. Επιπλέον στο ένταλμα προσαγωγής τεκμήριο («β») καταγράφεται ότι ο Αιτητής αναζητείται γενικά για κακόβουλη ζημία χωρίς ωστόσο να καταγράφονται  οποιαδήποτε γεγονότα για τα οποία ο ίδιος επικαλείται ότι αναζητείται. Το εν λόγω έγγραφο δεν έρχεται προς υποστήριξη του ισχυρισμού του Αιτητή αλλά αφήνει αυτόν μετέωρο καθότι δεν προκύπτει η σύνδεση με το όσα επικαλείτο σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και το όσα καταγράφονται επί του εν λόγω εγγράφου.

Συνάμα παρατηρώ ότι ούτε δια της μεταγενέστερης του αιτήσεως αλλά ούτε και επί της παρούσας διαδικασίας τεκμηριώνει οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί προσωπικού φόβου δίωξης  από τον εν λόγω συνταγματάρχη. Οι αναφορές του Αιτητή περί φόβου δίωξης παραμένουν γενικές και αόριστες και ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολο τους ως ατεκμηρίωτες. Επομένως, η αοριστολογία και η γενικότητα με την οποίαν ο ισχυρισμός προωθείται, αφήνει αυτόν μετέωρο εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ούτε έχει προσκομιστεί σχετική μαρτυρία προς απόδειξη του (βλ. OM PRAKASH PANDEY ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1239/2009, 5 Νοεμβρίου 2010). Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Επιπλέον  παρατηρώ και ως προς το ίδιο το έγγραφο ότι πρόκειται για αντίγραφο φέρει δυσανάγνωστη  σφραγίδα, ενώ δεν προκύπτουν ευκρινώς τα στοιχεία του συντάχτη. Ως εκ τούτου προκύπτουν  και εκ πρώτης όψεως ζητήματα που αφορούν την γνησιότητα  του εν λόγω εγγράφου και κατά συνέπεια πλήττουν περαιτέρω την αξιοπιστία του Αιτητή και κατ΄ επέκταση του πυρήνα του αιτήματος και την κατ' ισχυρισμό φερόμενη δίωξη του.

Σημειώνεται ότι τα έγγραφα υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος ως εκ τούτου δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης[9]. Τα έγγραφα δεν αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Από τις πιο πάνω παρατηρήσεις που προκύπτουν από την αξιολόγηση του προσκομισθέντος εγγράφου ως νέου στοιχείου και την σύγκρισή του με τις δηλώσεις του Αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, προκύπτει ότι δεν έχει κάποια αποδεικτική αξία καθώς φέρει σημαντικές αντιφάσεις και επομένως δεν αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησής του.

Ακόμη παρατηρώ ότι στο εν λόγω έγγραφο  το οποίο φέρει ημερομηνία 29/03/2021 και τίτλο «ένταλμα προσαγωγής» καταγράφεται ότι ο Αιτητής κατηγορείται για «κακόβουλη ζημία»  και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δυο (2) μηνών. Ως εκ τούτου  αναζητείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του  για την επιβολή των προβλεπόμενων ποινών για το αδίκημα που ο ίδιος παραδέχεται ότι διέπραξε, ήτοι της κατά λάθους κακόβουλης ζημίας (φωτιάς) ενός αυτοκινήτου. Άρα πρόκειται για αδίκημα του κοινού ποινικού κώδικα και η τιμωρία για συνήθη εγκλήματα, δεν του δίνει έρεισμα για υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Όπως επισημαίνεται στον Οδηγό της ΕASO με τίτλο «Δικαστική ανάλυση - Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)-Έκδοση 2018», «[η] άσκηση ποινικής δίωξης και η τιμωρία για συνήθη εγκλήματα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν απάνθρωπη μεταχείριση, εκτός εάν υπάρχουν ειδικές επιβαρυντικές περιστάσεις οι οποίες υποστηρίζουν την άποψη ότι η τιμωρία είναι υπερβολικά δυσανάλογη. Καταρχάς είναι δικαίωμα του κράτους να καθορίζει την κατάλληλη ποινή για ένα έγκλημα και να επανεξετάζει τις ποινές.

[..]

Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις, πρέπει να πληρούται η προϋπόθεση της σοβαρότητας της μεταχείρισης. Κατ’ αναλογία προς τη νομολογία του ΔΕΕ στην υπόθεση X, Y και Z (729), ακόμη και η ποινικοποίηση πράξεων ή συμπεριφοράς που προστατεύονται ως ανθρώπινα δικαιώματα ενδέχεται να μην φθάνει το επίπεδο σοβαρής κακομεταχείρισης.»

Ως εκ τούτου, ακόμη και εάν εθεωρείτο «νέο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρο 16Δ (3) (α) το εν λόγω έγγραφο δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή, καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς δεν τεκμηριώνεται  η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, αόριστες αναφορές σε κινδύνους ζωής χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. (βλ. υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).  

Ούτε προκύπτει ότι η ποινή των δυο μηνών ως καταγράφεται στο εν λόγω έγγραφο που του έχει επιβληθεί συνιστά πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης,  αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης της ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων[10], αλλά  ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες επί του εν λόγω εγγράφου προς απόδειξη των ισχυρισμών του ότι όντας θα υποστεί δίωξη η οποία θα συνιστάτο κατά την έννοια του άρθρου 3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου ως πράξη δίωξης.

Συνεπώς, φρονώ ότι δεν θα πληρείτο ούτε η προϋπόθεση του Άρθρου 16(3)(β)(i), που όπως αναλύθηκε πιο πάνω εξετάζεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου εξέτασης του παραδεκτού, και η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Κατά συνέπεια και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανέφερε με τη μεταγενέστερη αίτηση, καθώς και κατά την ενώπιον μου ακροαματική διαδικασία, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν τα όσα ο Αιτητής έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Συνεπώς ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του και εξέταση της ουσίας του αιτήματός του.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται  με €600 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

  Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247  και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[2] Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.14-15

[3] EASO-Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 1/2/2018, https://euaa.europa.eu/publications?field_category_target_id=15212&field_geo_coverage_target_id&field_keywords_target_id&title=&language=All&page=5, σελ.21

[4] High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2017, ON κατά Refugee Appeals Tribunal & Ors [2017] IEHC 13, σκέψη 63.

[5] Βλεπέ αρθρό 16δ(3) (α) περί προσφύγων Νόμου προυποθέσεις παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης.

[6] Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, SD κατά Secretary of State for the Home Department, [2007] CSOH 97. στη σκέψη 6, ο καθού είχε απορρίψει «δύο εκθέσεις της αστυνομίας και τέσσερις επιστολές» διότι δεν ήταν σαφές αν επρόκειτο για μεταφράσεις ή αντίγραφα ή και τα δύο και διότι προέρχονταν από άγνωστη πηγή. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το βάρος της απόδειξης δεν ήταν υψηλό, ότι ήταν υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση των εγγράφων που υπέβαλε και ότι, εάν δεν το έπραττε, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων είχε τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει.

[7] Βλ. π.χ. Ανώτατο Δικαστήριο (Σλοβενία), απόφαση της 3ης Απριλίου 2012, I Up 163/2012 (βλ. περίληψη στην αγγλική γλώσσα στην EDAL)· και ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ής Μαρτίου 1991, Cruz Varas κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 15576/89, σκέψη 78

[8] Βλ. Υπόθεση ΕΔΑΔ, CRUZ VARAS AND OTHERS κατά Σουηδίας , Αριθ. Αιτ. 15576/89 ημερ. 22/3/1991 Παρ. 73

[9] Βλ. επίσης Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 13ης Μαΐου 2010, RY κατά Secretary of State for the Home Department, [2010] CSOH 65 στις σκέψεις 31-33, όπου το δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο καθού δικαίως είχε διατυπώσει ανησυχίες σχετικά με την προέλευση των εγγράφων βάσει αρνητικών διαπιστώσεων όσον αφορά την αξιοπιστία και της ευχερούς διαθεσιμότητας εγγράφων που λαμβάνονται παρανόμως

[10] Άρθρο 3Γ περί Προσφύγων Νόμου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο