
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: Τ742/24
09 Δεκεμβρίου 2024
[ Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J.T.
Αιτητής
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Π. Μπενέτης (κος) για Αλ Τάχερ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Αιτητής παρών.
(S. Habib (κα), για μετάφραση από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 19/04/2024, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 15/05/2024 και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον Διοικητικό Φάκελο (στο εξής «Δ.Φ.») που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.
Ο Αιτητής είναι υπήκοος του Καμερούν και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 30/11/2018, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 17/02/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής «EUAA»). Στις 11/03/2022, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, και ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία στις 03/04/2022. Στις 07/05/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο στις 12/05/2022. Στις 03/06/2022 καταχωρήθηκε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αριθμό υπόθεσης 3506/2022, η οποία απορρίφθηκε στις 12/10/2023.
Στις 08/04/2024 ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 19/04/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Αυθημερόν, αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί ως απαράδεκτη.
Ακολούθως, κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 19/04/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, την οποία ο τελευταίος παρέλαβε δια χειρός στις 15/05/2024. Στις 28/05/2024, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο συνήγορος του Αιτητή παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά την προφορική του αγόρευση, ο συνήγορος του Αιτητή, υποστηρίζει ότι ο Αιτητής έχει έγγραφα στοιχεία να προσκομίσει προς υποστήριξη των ισχυρισμών του. Περαιτέρω προβάλει αναρμοδιότητα του λειτουργού Π.Κ. που ενέκρινε την επίδικη απόφαση επικαλούμενος εξουσιοδότηση η οποία φέρει υπογραφή του προηγούμενου Υπουργού Εσωτερικών κ. Νίκου Νουρή και όχι του νέου Υπουργού κ. Κωνσταντίνου Ιωάννου. Συνεπώς, ο κ. Π.Κ. δεν καθίσταται πλέον αρμόδιος για την έγκριση και έκδοση αποφάσεων επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας.
TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου του.
Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:
«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.
Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Απαράδεκτες αιτήσεις
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...]
(β) [...]
(γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.
[...]»
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Εκ προοιμίου επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, , Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 , Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή. Πρωτίστως παρατηρώ ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο Αιτητής δια της καταχωρισθείσας προσφυγής του δεν εγείρονται σύμφωνα με τον κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 ο οποίος θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο δια των εγγράφων προτάσεων του να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως.
Ο Κανονισμός 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Mustafa Haghilo, A.E. 156/2012 ημερομηνίας 27/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:C91, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατόπιν ανασκόπησης της μέχρι τότε νομολογίας αναφέρει τα εξής ως προς την εμβέλεια του Κανονισμού:
«Σύμφωναμε τον Καν. 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο αιτητής θα πρέπει να εξειδικεύσει ρητά και να αιτιολογήσει πλήρως τους νομικούς λόγους ακύρωσης. Ωστόσο ο διαδικαστικός αυτός Κανονισμός τυγχάνει χαλάρωσης όταν διάδικος εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο, επιφύλαξη που δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση εφόσον κατά την πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσείων εμφανίζετο με δικηγόρο.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 ΑΑΔ 257 με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στη σελ. 263 ως προς την αναγκαιότητα τήρησης των προνοιών του Κανονισμού 7:
«Είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας ότι προβλήθηκε εκ μέρους των αιτητών μια γενική αναφορά ότι παραβιάζονται οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης. Προς τούτο έγινε επίκληση των αποφάσεων Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275, Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 281 και Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672.
Σύμφωνα με τιςπρόνοιες του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 "έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως".
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει. Στην πιο πάνω υπόθεση ο πρόσθετος λόγος που επικαλέστηκε ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση, ο οποίος αφορούσε την αντισυνταγματικότητα νόμου, συνιστούσε νομικό θέμα ιδιάζουσας σπουδαιότητας και θα μπορούσε να εξεταστεί μετά τον επακριβή προσδιορισμό άρθρου του Νόμου και του Συντάγματος τα οποία συγκρούονταν μεταξύ τους.
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
"Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.
Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.)"
Στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (πιο πάνω) τονίστηκε ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία και ότι η προφορική ή γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί δικόγραφο ούτε αποδεικτικό μέσο.
Στην υπόθεση Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) αποφασίστηκε ότι πρόσθετοι λόγοι που περιλήφθηκαν στη γραπτή αγόρευση των αιτητών δεν μπορούσαν να εξεταστούν και υιοθετήθηκε η αρχή στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (πιο πάνω), ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις θα πρέπει να περιορίζονται στους λόγους της προσφυγής που προβάλλονται για την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης.
...............................
Σε αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων τονίστηκε ότι μια απλή αναφορά στους λόγους έφεσης για παράβαση νόμου, κακή εφαρμογή του νόμου ή για κατάχρηση εξουσίας δεν είναι ικανοποιητική και ότι η αναφορά θα πρέπει να συνοδεύεται από μια συγκεκριμένη επίκληση.»
Δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).»
Από ενδελεχή μελέτη του Φακέλου της πρωτόδικης διαδικασίας, διαπιστώνω ότι ο τρόπος που συντάχθηκε το νομικό πλαίσιο της προσφυγής, δεν παρέχει επαρκή και σαφή πληροφόρηση ως προς την συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου ή τις αρχές του Διοικητικού ή Ευρωπαϊκού Δικαίου, που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλ' ούτε και παραθέτουν με την αναγκαία ευκρίνεια τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζετο ο κάθε λόγος ακύρωσης. (βλ. ANKIT v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021, 4/10/2021)
Ως εκ τούτου οι λόγοι ακύρωσης ως παρατίθενται επί του εισαγωγικού δικογράφου απορρίπτονται στο σύνολο τους ως απαράδεκτοι και γενικοί.
Όσον αφορά το ζήτημα που εγείρεται αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό αναρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου, ως προβάλλεται έστω και ακροθιγώς στο εισαγωγικό δικόγραφο της αίτηση διακρίνω ότι ως λόγος ακύρωσης προβάλλεται γενικά και αόριστα ενώ στερείται βασιμότητας. Βέβαια ως ισχυρισμός που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένος και κατά προτεραιότητα ενόψει του ότι, στην απουσία σχετικής αρμοδιότητας, δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος για απόφαση. Βασική προϋπόθεση της εγκυρότητας μιας διοικητικής πράξης, είναι η νόμιμη υπόσταση του οργάνου που την εκδίδει (βλ. άρθρο 15 του Νόμου 158(Ι)/1999). Η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται από το Σύνταγμα ή από το νόμο ή από τη κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση νόμου (βλ. άρθρο 17(2) του Νόμου 158(Ι)/99). Η διοικητική αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται από το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από το νόμο (Βλ. άρθρο 17(6) του Νόμου 158(Ι)/99) και μπορεί να μεταβιβαστεί ολικά ή μερικά η άσκηση εξουσίας από ένα όργανο, όταν υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει (Βλ. άρθρο 17(4) του Νόμου 158(Ι)/99). Μόνο το όργανο στο οποίο μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες δύναται να ασκήσει τις αρμοδιότητες που του έχουν ανατεθεί ρητώς σύμφωνα με το πλαίσιο, (βλ. Μιχάλης Ευαγγέλου ν Δημοκρατία (2009) 4 ΑΑΔ 836).
Προχωρώντας λοιπών υιοθετώ και παραπέμπω σε απόφαση της αδελφής μου Δικαστή κ. Κ. Κλεάνθους, στην προσφυγή υπ’ αριθμό 2106/23, ημερομηνίας 14/08/2024 όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα:
«Παρατηρείται, με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ότι ο κ. Α.Α., ο φορέας του διοικητικού οργάνου κατά τον ουσιώδη χρόνο και κατά την έκδοσης της επίδικης απόφασης στις 24.6.2023, ήταν ήδη εξουσιοδοτημένος προς τούτο με εξουσιοδότηση ημερομηνίας 9.6.2022 (ερυθρό 23 του διοικητικού φακέλου). Η εξουσιοδότηση σε μεταγενέστερο χρόνο και άλλων λειτουργών από τον νέο Υπουργό δυνάμει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, του 17(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158 (Ι)/1999) και του περί Εκχωρήσεως της Εvασκήσεως τωv Εξoυσιώv τωv Απoρρεoυσώv εκ τιvός Νόμoυ τoυ 1962, δεν οδηγεί σε σιωπηρή ανάκληση προηγούμενων εξουσιοδοτήσεων άνευ ετέρου και ιδίως της εξουσιοδότησης του κ. Α.Α, ούτε κάτι τέτοιο συνάγεται από το περιεχόμενο των εν λόγω εξουσιοδοτήσεων. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι η μεταβολή στο φορέα του ενός οργάνου καθιστά ανίσχυρες τις αποφάσεις του προκάτοχο φορέα. Αντίθετη προσέγγιση θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα εις βάρος της εύρυθμης και αδιάλειπτης λειτουργίας του κράτους. Όλως επικουρικώς και για λόγους πληρότητας, στο σημείο αυτό οφείλω να επισημάνω ότι ουδόλως επηρεάζει το εν λόγω εύρημα του Δικαστηρίου το γεγονός ότι οι μεταγενέστερες εξουσιοδοτήσεις και άλλων λειτουργών που υπάρχουν εντός του διοικητικού φακέλου έχουν δοθεί από τον νέο Υπουργό Εσωτερικών, ενώ η επίδικη εξουσιοδότηση ημερομηνίας 9.6.2022 είχε δοθεί από τον προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών, κύριο Νίκο Νουρή.
Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 17 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, όταν ο νόμος αναθέτει την άσκηση μιας εξουσίας σε ένα όργανο, το όργανο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβάσει ολικά ή μερικά την εξουσία του αυτή σε άλλο όργανο, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει.
Δυνάμει του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο παρατίθεται ανωτέρω, Προϊστάμενος με την έννοια του εν λόγω άρθρου, και άρα πρόσωπο το οποίο έχει, μεταξύ άλλων, και εξουσία να εκδίδει απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης και της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, υπάρχει ρητή πρόνοια στον περί Προσφύγων Νόμων, η οποία επιτρέπει την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385)».
Ενόψει των ανωτέρω ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη δια της παρούσας απόφαση απορρίπτεται.
Ο προηγούμενος Υπουργός Εσωτερικών με εξουσιοδότησή του ημερομηνίας 09/06/2022, εξουσιοδότησε τον κ. Π.Κ. να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Η επίδικη πράξη εκδόθηκε στις 19/04/2024, ως εκ τούτου, προκύπτει ότι κατά τον κρίσιμο ουσιώδη χρόνο, ο κ. Π.Κ. ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση της επίδικης απόφασης. Συνεπώς, ο Αιτητής δεν έχει κατορθώσει να ανατρέψει το τεκμήριο νομιμότητας το οποίο περιβάλλει την εξουσιοδότηση προς τον κ. Π.Κ.
Προχωρώντας θα εξετάσω τον γενικό ισχυρισμό περί έλλειψης επαρκούς δέουσας έρευνας, ως παρατίθεται έστω και ακροθιγώς στο εισαγωγικό δικόγραφο του Αιτητή. Λαμβάνεται υπόψιν και η εξουσία του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της νομιμότητας και ορθότητας των προϋποθέσεων του παραδεκτού (και μόνο) τέτοιας μεταγενέστερης αίτησης. (βλ. Deepak Kumar v Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2022 ημερ. 30/10/2024)
Υπενθυμίζω ότι αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».
Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).
Ως εκ τούτου, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».
Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της προγενέστερης αίτησης ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι έχασε τους γονείς του σε ηλικία 2 ετών και έκτοτε ήταν υπό την επίβλεψη του παιδαγωγού του (tutor). Λόγω της συμμετοχής του σε πολιτικό κόμμα, το οποίο ήταν διαφορετικό από αυτό του παιδαγωγού του, τα άτομα του χωριού ήθελαν να τον δολοφονήσουν. Ένα άτομο, το οποίο βοηθούσε οικονομικά το χωριό τον βοήθησε να φύγει από τη χώρα (ερυθρό 5 και μετάφραση αυτού ερυθρό 22 του Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω της κακής κατάστασης που επικρατεί, και της δυσκολίας εξεύρεσης εργασίας με ικανοποιητικές οικονομικές απολαβές, ιδιαίτερα για νέους ανθρώπους όπως ο ίδιος. Κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2018, ένας υποψήφιος παρουσίασε το σχέδιο διαχείρισης της χώρας σε περίπτωση νίκης του, με αποτέλεσμα να κερδίσει ακολούθους και υποστηρικτές, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Αιτητής. Ως υποστηρίζει, όσοι υποστήριξαν το αντιπολιτευόμενο κόμμα έγιναν θύματα κακομεταχείρισης, συλλήψεων, βασανιστηρίων, ακόμα και δολοφονιών. Ο νονός του, ο οποίος τον μεγάλωσε, κατάγεται από την περιοχή του Προέδρου, ο οποίος είναι μέλος του κυβερνώντος κόμματος. Όταν έγινε γνωστό ότι ο Αιτητής υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο κόμμα, ο κόσμος θύμωσε με τον νονό του, έκαψαν το σπίτι του, ενώ ο ίδιος θεωρήθηκε προδότης και θα έπρεπε να τον σκοτώσουν. Τελικά, συνελήφθη, βασανίστηκε στη φυλακή, και αφέθηκε ελεύθερος μετά από 3 μήνες με τον όρο να μην υποστηρίξει ξανά την αντιπολίτευση. Με την απελευθέρωση του, τα άτομα που υποστήριζαν τον πρόεδρο ήθελαν να τον σκοτώσουν. Τότε ο νονός του τον πήρε στο σπίτι του φίλου του ο οποίος τον βοήθησε να φύγει από τη χώρα (ερυθρά 67/2Χ και 66/1Χ Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας το αφήγημα του Αιτητή, σχημάτισε 5 ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ως προς την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του. Ο δεύτερος ως προς τα κίνητρα εγκατάλειψης της χώρας του λόγω έλλειψης εργασιακών ευκαιριών για τους νέους, γεγονός το οποίο απορρέει από τη συστημική διαφθορά του κράτους. Ο τρίτος αναφορικά με τη συμμετοχή του ως εγγεγραμμένο μέλος του MRC (Mouvement pour la Renaissance du Cameroun) από το 2017, υπεύθυνος για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των νεαρών ατόμων της περιοχής του. Ο τέταρτος αναφορικά με τη σύλληψη του το 2017 λόγω της πολιτικής του εμπλοκής, και την απελευθέρωση του μετά από τρεις μήνες με τη δέσμευση να μην συνεχίσει να υποστηρίζει το MRC. Τέλος, ο πέμπτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την καταστροφή του σπιτιού του νονού του το 2018 από άτομα της κεντρικής περιφέρειας του Καμερούν (Central Region) λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων του Αιτητή. Οι ισχυρισμοί 1και 2 έγιναν αποδεκτοί, ενώ οι υπόλοιποι απορρίφθηκαν λόγω μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι, ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, η πόλη Douala δεν επηρεάζεται άμεσα από την αγγλόφωνη κρίση, ενώ σε σχέση με τον δεύτερο ισχυρισμό κρίθηκε ότι ο Αιτητής εμπίπτει στον ορισμό του οικονομικού μετανάστη. Προχωρώντας στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας.
Στη συνέχεια, καταχωρήθηκε προσφυγή με αριθμό υπόθεσης 3506/22, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 12/10/2023.
Στη μεταγενέστερη αίτηση του, η οποία υπεβλήθη στις 08/04/2024, ο Αιτητής κατέγραψε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του γιατί υπάρχει ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Ως προσκομισθέντα τεκμήρια, παρατίθενται τα ακόλουθα:
1. Αφίσα Επικήρυξης
2. Μαρτυρία
3. Προειδοποιητική Επιστολή
4. Κρίσιμες πληροφορίες
Ως περαιτέρω υποστηρίζει, είχε τα συγκεκριμένα τεκμήρια στο κινητό του τηλέφωνο, Ωστόσο λόγω τεχνικού προβλήματος του οποίου την επιδιόρθωση δεν μπορούσε να καλύψει οικονομικά ενόσω εκδικαζόταν η προσφυγή επί της αρχικής του αίτησης, υποβάλλονται με τη μεταγενέστερη αίτηση (ερυθρό 133 Δ.Φ.).
Οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή αφού κρίθηκε ότι δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση ότι ο Αιτητής άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν έχει προσκομίσει τα υπό αναφορά στη μεταγενέστερη αίτηση στοιχεία, μέχρι και τις 19/04/2024, ημερομηνία ετοιμασίας και έγκρισης της απόφασης απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι με την μεταγενέστερη αίτηση του, ο Αιτητής δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά ουσιαστικά επανέλαβε τους ίδιους, συνεπώς τα όσα ανέφερε στη μεταγενέστερη αίτηση του δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Τέλος, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, θα διατρέχει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 12Βτετράκις και 16Δ, και η προηγούμενη απόφαση επιστροφής του στο Καμερούν με ημερομηνία 03/04/2022 παραμένει σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, ο συνήγορος του Αιτητή, πρόβαλε ως λόγο αδυναμίας υποβολής των εν λόγω στοιχείων με τη μεταγενέστερη αίτηση, την μη παροχή και πρόσβαση σε ηλεκτρονική διεύθυνση (email) της Υπηρεσίας Ασύλου για προώθηση των εν λόγω εγγράφων, τονίζοντας ότι υπάρχουν διαθέσιμα στο κινητό του τηλέφωνο.
Η εν λόγω αιτιολογία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο καθώς ο Αιτητής εκπροσωπείται από δικηγόρο, ο οποίος θα μπορούσε να συμβάλει στην προσκόμιση των συγκεκριμένων στοιχείων τόσο κατά την αρχική του προσφυγή όσο και κατά την εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης του, το οποίο ωστόσο δεν έπραξε. Σημειώνετε ότι σύμφωνα με άρθρο 3(β) του Οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019) «Νέα έγγραφα ή στοιχεία ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία που προσκομίζονται κατά την καταχώριση της προσφυγής, παρατίθενται ή επισυνάπτονται ως τεκμήρια, ανάλογα, σε ένορκη δήλωση από τον Αιτητή. Ο ενόρκως δηλών εξηγεί το λόγο για τον οποίο δεν προσκομίστηκαν τα έγγραφα ή στοιχεία ή πρόσθετη μαρτυρία κατά την εξέταση της προσβαλλόμενης πράξης καθώς και τη συνάφειά τους με τα επίδικα θέματα».
Ως έχω αναλύσει και πιο πάνω, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι κατά πόσο «υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του και εφόσον διαπιστωθεί αυτό η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο (i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και περαιτέρω κατά πόσο (ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρει με τη μεταγενέστερη αίτηση, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέτασαν τα όσα ο Αιτητής έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(α) εφόσον δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα. Συγκεκριμένα, επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς τόσο κατά την προγενέστερη αίτηση ασύλου όσο και κατά την μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, ήτοι ότι αναζητείται από τις αρχές τις χώρας του οι οποίες των αναζητούν με σκοπό την σύλληψη και ότι θα τον σκοτώσουν λόγω της πολιτικής του εμπλοκής. Σημειώνεται ότι κατά την διάρκεια της προηγούμενης συνέντευξης του ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι οικεία των κηδεμόνων του οι οποίοι τον προστάτευαν προτού αναχωρήσει από την Κύπρο κάηκε το 2018 από άτομα του central region στο Καμερούν εξαιτίας της πολιτικής ανάμειξης του Αιτητή (βλ. ερ. 135-132 και 108-93 δ.φ.) Επομένως, ευλόγως και ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη καθώς δεν προώθησε νέους ισχυρισμούς παρά τους ίδιους με αυτούς που κατέγραψε στην προγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία και έπειτα επικαλέστηκε στη συνέντευξή της.
Από τα ενώπιον μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ή και προσκόμισε ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι η μεταγενέστερη αίτηση του χρήζει περαιτέρω εξέτασης ως προς τις λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω καθότι δεν παρουσίασε νέα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την προσωπική κατάστασή του ή την κατάσταση της χώρας του τα οποία είναι ικανά, εφόσον έχουν αποδεικτική αξία, τα οποία, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναθεώρηση της προηγούμενη απόφαση προχωρώντας σε επί της ουσίας εξέτασης της σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (3) του Περί Προσφύγων Νόμου. Ο Αιτητής είχε την ευκαιρία να παραθέσει λόγους και ισχυρισμούς με την καταχώρηση της μεταγενέστερης αίτησής της με λεπτομέρεια και να προσκομίσει τα στοιχεία που επιθυμούσε και τα οποία θα τεκμηρίωναν ενδεχομένως τους ισχυρισμούς της, ενέργεια στην οποία δεν προέβηκε. Τονίζεται ότι η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να είναι κατανοητή και να περιέχει τα σχετικά γεγονότα και αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν μετά την εκτελεστότητα της απόφασης και τα οποία αφορούν τη διαπίστωση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. Το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης αξιολογείται με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχει, και σε συνδυασμό με τα ίδια που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Ως εκ τούτου φρονώ ότι οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνοντας ότι τα όσα ο Αιτητής επικαλείται μέσω της μεταγενέστερης αίτησής του εμφανώς δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πορίσματα παρά επανάληψη των ισχυρισμών που είχε προβάλει στην αρχική της αίτηση, ορθώς απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.
Σε κάθε περίπτωση φρονώ ότι τα όσα αναφέρει δια της μεταγενέστερης αιτήσεως ο Αιτητής δεν αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς δεν τεκμηριώνεται η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, αόριστες αναφορές σε κινδύνους ζωής χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. (βλ. υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες επί των όσων επικαλείται προς απόδειξη των ισχυρισμών του. Λαμβανομένου υπόψιν του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο να εξετάσει την παρούσα υπόθεση, θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ως άνω σημεία, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).
Συνεπώς, φρονώ ότι δεν πληρείται ούτε η προϋπόθεση του Άρθρου 16(3)(β)(i), που όπως αναλύθηκε πιο πάνω εξετάζεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου εξέτασης του παραδεκτού, και η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Βάσει μάλιστα του Άρθρου 16(3) (β), εφόσον η μία από τις δύο προϋποθέσεις που τίθενται σωρευτικά δεν πληρείται, η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης δεν προχωράει στο στάδιο εξέτασης της ουσίας των ισχυρισμών. Συνεπώς ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του και εξέταση της ουσίας του αιτήματός του.
Τέλος, ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της και εξέταση της ουσίας του αιτήματός της.
Ως εκ τούτου και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3). Ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή της κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €600 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο