
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 2532/24
10 Ιανουαρίου, 2025
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
B. M. N.
Αιτητής
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
........
Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Ρ. Προδρόμου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση
[Μ. Σταύρου (κα) για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 30/4/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 19/6/2024, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινίσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό. Στις 29/3/2024 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας και στις 2/4/2024 παρέλαβε σχετική βεβαίωση υποβολής της αίτησής του. Στις 8/4/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 29/4/2024 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 30/4/2024. Στις 19/6/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής δεν παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας κάποιο νομικό λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης, περιοριζόμενος στη δήλωση ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του διότι ως κατέγραψε «υπάρχει κάποιος άνθρωπος που με απειλεί ακόμη και είναι πολύ προσωπικό και σεξουαλικό περιεχόμενο», προσθέτοντας ότι κινδυνεύει η ζωή του.
Κατά την ακροαματική διαδικασία ο Αιτητής προέβαλε πως υπέστη σεξουαλική κακοποίηση στη χώρα του από κάποιον άγνωστο άνδρα πριν από δύο χρόνια (από την ημερομηνία της ακρόασης) με τον οποίο συναντήθηκε λόγω του επαγγέλματός του ως δημιουργός περιεχομένου (content creator). Ισχυρίστηκε ότι ο άνδρας αυτός τον νάρκωσε και δεν αντιλήφθηκε τι είχε συνέβη μέχρι που ξύπνησε. Τέλος, δήλωσε ότι κινήθηκε νομικά εναντίον του και εξαιτίας αυτής της ενέργειας του, ο άνδρας αυτός έστειλε άτομα για να τον εκδικηθούν.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του Αιτητή ουδέποτε αναφέρθηκαν στη συνέντευξή του, ενώ είχε κάθε ευκαιρία να το πράξει. Επισημαίνουν πως ο Αιτητής αναφέρθηκε σε οικονομικούς και εκπαιδευτικούς λόγους, δεν πρόσθεσε οτιδήποτε άλλο όταν ρωτήθηκε σχετικά στη συνέντευξή του και υπέγραψε τα πρακτικά, έχοντας διαβάσει και συμφωνώντας με τα όσα καταγράφηκαν. Καθότι τα όσα επικαλέστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούν περιστατικά τα οποία έλαβαν χώρα πριν την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι έπρεπε να τα είχε αναφέρει κατά τη συνέντευξή του στην Υπηρεσία Ασύλου.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Κατόπιν των ως άνω και ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της ΛΔΚ. Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του με σκοπό να σπουδάσει στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας. Ανέφερε πως ο θετός του πατέρας τον στήριζε οικονομικά στις σπουδές του, αλλά υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο με συνέπεια να μην μπορεί πλέον να τον βοηθήσει. Τέλος, ανέφερε ότι ήρθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές επειδή δεν είχε άδεια παραμονής, με σκοπό να εξεύρει εργασία και να λάβει προστασία.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με το προσωπικό του προφίλ ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό, προτεστάντης στο θρήσκευμα, καθώς και ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Mukongo. Δήλωσε ότι γεννήθηκε στην κοινότητα Limete της περιφέρειας Mont Amba στην Kinshasa και ότι πριν την αναχώρησή του διέμενε στην κοινότητα Ngaliema της περιφέρειας Lukunga, επίσης στην Kinshasa. Ως προς την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του διαμένει από το 2020 στην Τουρκία και ο θετός του πατέρας στη Γαλλία, ενώ δεν έχει αδέρφια. Όταν ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αναζήτησε εργασιακές ευκαιρίες, χωρίς ωστόσο να εξεύρει κάτι, ενώ ως προς τις καθημερινές του ανάγκες, δήλωσε ότι λάμβανε οικονομική στήριξη από τη μητέρα του και τον θετό του πατέρα.
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι εξασφάλισε φοιτητική άδεια για τα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας, όπου σπούδασε για διάστημα δύο μηνών. Διέκοψε τις σπουδές του όταν ο θετός του πατέρας, ο οποίος τον στήριζε οικονομικά, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο.
Σε διερευνητικά ερωτήματα, ο Αιτητής δήλωσε ότι ουδέποτε συνελήφθη ή τέθηκε υπό κράτηση στη χώρα του και πως σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, οι αρχές θα του επιτρέψουν την είσοδο σε αυτή. Κληθείς να αναφέρει τι φοβάται εάν επιστρέψει, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα αντιμετωπίσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, καθότι δεν θα έχει κανέναν να τον στηρίξει. Τέλος, εξέφρασε την επιθυμία να εργαστεί στη Δημοκρατία με σκοπό να βοηθήσει τον θετό του πατέρα, ο οποίος νοσηλεύεται.
Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο (2) ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή και ο δεύτερος αφορά τους εκπαιδευτικού περιεχομένου λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Και οι δύο λόγοι έγιναν αποδεκτοί.
Ειδικότερα, όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε πως ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του με σκοπό να σπουδάσει στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας, ωστόσο επειδή δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να καταβάλει τα δίδακτρά του, αποφάσισε να μεταβεί στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τους αποδεκτούς ισχυρισμούς δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συνεπώς κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Εξετάζοντας τη δυνατότητα να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι τα περιστατικά βίας περιορίζονται στις ανατολικές επαρχίες της χώρας, ενώ για την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, διαπιστώθηκε ότι τα περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά το διάστημα Απριλίου του 2023 έως Απρίλιο του 2024 ήταν μεμονωμένα (βλ. ερυθρά έρευνας 29-24 του διοικητικού φακέλου). Κρίθηκε ότι στην Kinshasa δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και με βάση το προφίλ του Αιτητή, αυτός δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως άμαχος και ως εκ τούτου δεν χρήζουν εφαρμογής οι πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι οι προβαλλόμενοι από τον Αιτητή ισχυρισμοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πληρούνται οι προϋποθέσεις για υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας με βάση τις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε.1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι, παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία του, αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του Περί Προσφύγων Νόμου.
Επισημαίνεται πως είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του μετανάστη από τον πρόσφυγα. Πρόσωπο που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του, με σκοπό να εργαστεί και να εγκατασταθεί αλλού, ωθούμενος αποκλειστικά από οικονομικά ή προσωπικά κίνητρα, όπως εν προκειμένω ο Αιτητής αποτελεί οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα (βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).
Σύμφωνα δε, με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:
«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».
Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα όσα ο Αιτητής παρέθεσε τόσο στην αίτησή του, όσο και κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο λόγος που αφίχθηκε στη Δημοκρατία, ήταν για να σπουδάσει και επειδή απώλεσε την οικονομική στήριξη του θετού του πατέρα, λόγω ασθένειας του τελευταίου, διέκοψε τις σπουδές του, ενώ ως προς τις συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη κάποιου κινδύνου κατά της ζωής του, παρά μόνον σε οικονομικής φύσεως δυσκολίες. Οι εκπαιδευτικοί λόγοι που ώθησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και οι επακόλουθοι οικονομικοί λόγοι που προέκυψαν και που τον ώθησαν να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000, ενώ δεν επικαλέστηκε εναντίον του δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που τον εμποδίζει να διαμείνει, να σπουδάσει ή να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Τα όσα επικαλέστηκε ο Αιτητής δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί ούτε για να του χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Αναφορικά με τους καινοφανείς ισχυρισμούς που προβάλλει ο Αιτητής κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, αρχικά περί κινδύνου κατά της ζωής του για σεξουαλικού περιεχομένου λόγους και ακολούθως περί σεξουαλικής του κακοποίησης από άγνωστο άτομο, παρατηρώ ότι ουδεμία αναφορά έκανε, ούτε στην αρχική του αίτηση, ούτε κατά τη συνέντευξή του στην Υπηρεσία Ασύλου. Σημειώνεται ότι όταν του επισημάνθηκαν κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων τα όσα δήλωσε στη συνέντευξή του, ήτοι ότι εγκατέλειψε τη χώρα του αρχικά για να σπουδάσει και ακολούθως υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας επειδή προέκυψαν οικονομικές δυσκολίες, ο Αιτητής συμφώνησε. Μόνο όταν του επισημάνθηκε από το Δικαστήριο πως οι οικονομικοί φύσεως λόγοι δεν εμπίπτουν στον ορισμό του πρόσφυγα, ο Αιτητής προέβη σε διαφοροποίηση του πυρήνα του αιτήματός του. Κληθείς να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά στη συνέντευξή του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν αισθάνεται άνετα να αφηγείται την ιστορία αυτή. Επισημαίνεται επίσης ότι ούτε στην έκθεση ευαλωτότητας ο Αιτητής ανέφερε ότι υπέστη οποιασδήποτε μορφή κακοποίησης (βλ. ερυθρά 7-6 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, ενώ ο Αιτητής στη συνέντευξή του δήλωσε ότι ουδέποτε εργάστηκε, κατά την ακροαματική διαδικασία ισχυρίστηκε ότι ήταν δημιουργός περιεχομένου (content creator), χωρίς να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την αντίφαση αυτή.
Τα επικαλούμενα περιστατικά, που αναφέρει για πρώτη φορά στη δικαστική διαδικασία ο Αιτητής, δεν αναφέρθηκαν προηγουμένως και είναι αντιφατικά με τις προηγούμενες αναφορές του. Ο Αιτητής αναφέρθηκε σε γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του και όφειλε να τα είχε αναφέρει, τόσο στην αρχική του αίτηση, όσο και κατά την εκτίμηση ευαλωτότητας και στη συνέντευξή του, κατά την οποία του δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει το αίτημά του υπό την αρχή της εμπιστευτικότητας (βλ. ερυθρό 18 του διοικητικού φακέλου). Σε κάθε περίπτωση όμως φρονώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει επαρκώς το προσωπικό στοιχείο ισχυριζόμενου φόβου δίωξης, καθώς κατά την ακροαματική διαδικασία, δεν κατάφερε να παρέχει μια συνεκτική και λεπτομερή αφήγηση των όσων κατ’ ισχυρισμό βίωσε. Ο Αιτητής είχε την δυνατότητα να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμούσε σχετικά με το κατ’ ισχυρισμό περιστατικό κακοποίησης και τον κατ’ ισχυρισμό κίνδυνο κατά της ζωής του, εντούτοις δεν το έπραξε, αλλά αρκέστηκε σε γενικολογίες και ασάφειες (βλ. άρθρο 13(10) Περί Προσφύγων).
Εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες (judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.). Ωστόσο δεν συνεπάγεται υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλουν προσωπικά να συνεργάζονται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτών[1].
Τα όσα αναφέρει ο Αιτητής προβάλλονται γενικά και αόριστα χωρίς καμία λεπτομέρεια και σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώνουν βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά ούτε και ότι υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου αντίστοιχα.
Λόγω της ειδικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται συχνά οι αιτούντες άσυλο, είναι συχνά αναγκαίο να τους δίνουμε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δηλώσεών τους και των εγγράφων που υποβάλλονται προς στήριξη αυτού. Ωστόσο, όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν σοβαρούς λόγους αμφισβήτησης της ειλικρίνειας των δηλώσεων ενός αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παρέχει ικανοποιητική εξήγηση για τις εικαζόμενες διαφορές (βλ., μεταξύ άλλων αρχών, Collins and Akaziebie κατά Σουηδίας (απ.), αριθ. 23944/05, 8 Μαρτίου 2007 και Hakizimana κατά Σουηδίας (αποφ.), αρ).
Στο Εγχειρίδιο της EASO «Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System»[2] αναφέρεται στη σελίδα 87, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («[.] a balanced and objective assessment is needed of whether the account presented by an applicant reflects what can be expected from someone in his/her particular circumstances, who is relating a genuine personal experience.»).
Περαιτέρω, στην ίδια σελίδα του Εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («[.] Generally it is reasonable to expect that a claim for international protection be substantively presented and sufficiently detailed, at least in respect of the most material facts of the claim. Insufficiency of detail may also constitute what is referred to in Article 4(5)(b) QD (recast) as a lack of 'relevant elements. »)
Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Θεωρώ ότι τίποτε από τα όσα ανέφερε ο Αιτητής δεν έχει την απαιτούμενη συγκεκριμενοποίηση και στοιχειοθέτηση προκειμένου να τύχει περαιτέρω εξέτασης από το Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι του δόθηκε η ευκαιρία και να προβάλει, αλλά και να αναπτύξει το αίτημά του, τόσο στην αρχική του αίτηση, όσο και στην έκθεση ευαλωτότητας και κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης. Συνεπώς, η στην απουσία περαιτέρω στοιχείων ή λεπτομερειών και επαρκών εξηγήσεων επί των όσων αόριστων καινοφανών ισχυρισμών προβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεν θα μπορούσαν να τύχουν και ούτε χρήζουν περαιτέρω εξέτασης.
Συνεπώς, και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα, το προσωπικό προφίλ του Αιτητή σε συνάρτηση με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του, δεν αποδεικνύεται ότι ο Αιτητής εμπίπτει και διώκεται για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί του δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Τέλος, ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Στη βάση λοιπόν των αποδεκτών στοιχείων, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, την καταγωγή του και τον τόπο συνήθους διαμονής του, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, όσο και τις συνθήκες ασφαλείας που επικρατούν στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Σημειώνεται ότι όσον αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτούντος, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτούντος πρέπει να είναι τρέχων και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (Οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).
Αξιολογώντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρείται ότι αυτός συνιστά ένα νέο, ενήλικο, υγιή άνδρα, ο οποίος φαίνεται ότι είναι σε θέση να εργαστεί και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Επιπλέον, ο τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του είναι η Kinshasa, που αποτελεί μεγάλο αστικό κέντρο και πρωτεύουσα της χώρας, η οποία δεν πλήττεται από ένοπλη σύρραξη, όπως άλλωστε θα αναλυθεί κατωτέρω. Ως εκ τούτου, δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στην Kinshasa, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει δίωξη και/ή θα κινδυνεύσει από σοβαρή βλάβη.
Επιπλέον, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο . Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Άρα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, Elgafaji, σκέψη 32)] ή ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].
Συνεπώς, ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, σύμφωνα με την ιστοσελίδα RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), η Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων κυρίως στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa.[3] Επιπρόσθετα, Έκθεση (2023) της Διεθνούς Αμνηστίας αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις εντοπίζονται στις περιοχές Nord-Kivu, Sud-Kivu και στις ανατολικές επαρχίες του Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Kinshasa.[4] Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.
Ωστόσο, για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Σημειωτέο ότι τα περιστατικά αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinhsasa. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) για το χρονικό διάστημα κατά το χρονικό διάστημα 30/12/2023 έως 27/12/2024 στην Kinshasa καταγράφηκαν 95 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 152 ανθρώπινες απώλειες. Τα 95 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 8 περιστατικά βίας κατά πολιτών (“violence against civilians”) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 16 ανθρώπινες απώλειες, 22 ταραχές (“riots”) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 131 ανθρώπινες απώλειες, 4 μάχες (“battles”) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 5 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 61 διαμαρτυρίες (“protests”).[5] Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της πόλης Kinshasa ανέρχεται στα 17,032,300 για το 2024.[6]
Ο σχετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων συνηγορεί στο ακίνδυνο της περιοχής. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.
Βάσει λοιπόν των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, δεν προκύπτει ότι στον τόπο καταγωγής και τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσας, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] CASE OF JK AND OTHERS v. SWEDEN (Application no. 59166/12 ) Ιουνίου 4, 2015 Παρ. 51
https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-154980%22]}
[2] EASO, Judicial analysis - Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System, 2018, σ. 87 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO%20Evidence%20and%20Credibility%20Assesment_JA_EN.pdf
[3] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης
[4] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022 https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/
[5] ΑCLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/explorer/
(Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Democratic Republic of Congo – Kinshasa)
[6] World Population Review - Kinshasa
https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο