
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 7269/21
28 Ιανουαρίου, 2025
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.N.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Π. Βρυωνίδου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
(Μ. Σταύρου (κα) για μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα)
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 19/08/2021, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφθηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 12/10/2021 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας με την αιτιολογία ότι δεν πληροί τις απαιτούμενες από το Νόμο προϋποθέσεις, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 18/07/2018. Την 01/07/2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (πρώην EASO, στο εξής EUAA). Στις 04/08/2021, ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας, εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησής της. Στη συνέχεια, αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας στις 19/08/2021. Στις 11/10/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 12/10/2021. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε μέσω συνηγόρου της Αιτήτριας στις 27/10/2021.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια παραθέτει τόσο στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας, όσο και στη γραπτή αγόρευση που καταχώρησε ο συνήγορος της, λόγους ακύρωσης οι οποίοι δεν συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στις 23/03/2023 ο συνήγορος της Αιτήτριας αποσύρθηκε, και κατά τη δικάσιμο στις 31/03/2024 δόθηκε οδηγία όπως καταχωρηθεί συμπληρωματική γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας. Με τη συμπληρωματική της γραπτή αγόρευση, η Αιτήτρια προβάλλει τη σεξουαλική κακοποίηση την οποία υπέστη από το θείο της, καθώς και την κακοποίηση της κόρης της από το ίδιο άτομο. Ως υποστηρίζει στην προσπάθεια της να υπερασπιστεί την κόρη της κατέληξε στη φυλακή, από την οποία κατάφερε να διαφύγει και να έρθει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι πριν 6 μήνες ο θείος της – ο οποίος είναι και ο πατέρας του παιδιού – απήγαγε την κόρη της. Τέλος, προβάλλει ότι τα 2 παιδιά της γεννήθηκαν με κάποιες ανωμαλίες. Συγκεκριμένα ο γιος της γεννήθηκε με μειωμένη όραση και η κόρη της με δρεπανοκυττάρωση και εργάζεται για να μπορεί να πληρώνει τις θεραπείες τους. Επισυνάπτονται φωτογραφίες ως σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου τους, υποστηρίζουν ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης και να αποδείξει βάσιμους λόγους δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων ως προβλέπεται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου αλλά ούτε και μπορούσε να της παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του ιδίου νόμου. Με τη συμπληρωματική της γραπτή αγόρευση, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση επικαλείται αντιφάσεις που εντοπίστηκαν στις δηλώσεις της Αιτήτριας κατά τη συνέντευξη της με παραπομπή στα σχετικά ερυθρά. Επιπρόσθετα, προβάλλει ότι η αναφορά σε απαγωγή της κόρης της από το θείο της αποτελεί καινοφανή ισχυρισμό, καθώς κατά τη διάρκεια της συνέντευξης η Αιτήτρια ουδέποτε προσδιόρισε το θείο της ως φορέα δίωξης της ίδιας και των παιδιών της. Όσον αφορά τις φωτογραφίες τις οποίες προσκόμισε η Αιτήτρια, οι Καθ΄ ων η αίτηση προβάλλουν ότι είναι αντίγραφα φωτογραφιών στα οποία με δυσκολία διακρίνονται φιγούρες ατόμων, και δεν δύναται να συνδεθούν με τα λεγόμενα της και να ενισχύσουν τους ισχυρισμούς της. Είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι η επίδική απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Ως έχω ήδη παρατηρήσει και ανωτέρω, κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται αλλά ούτε και αιτιολογείται από την Αιτήτρια τόσο στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και στη γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε από το συνήγορο της.
Δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι η Αιτήτρια εμφανίζεται πλέον ενώπιον του Δικαστηρίου αυτοπροσώπως, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 την απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται πια από δικηγόρο.
Κάτι ανάλογο δεν προβλέπεται εν τούτοις αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος αναφέρεται στην δομή, στο περιεχόμενο και στην καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, καθώς είναι η Αιτήτρια που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των περιστατικών της υπόθεσής της όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση τη θίγει. Δεν θα ήταν άλλωστε παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου του προσφεύγοντος, προσδιορίζοντας και το επίδικο θέμα της δίκης.[1]
Συνεπώς η Αιτήτρια δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση, τουλάχιστον με την γραπτή της αγόρευση, να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και να συγκεκριμενοποιήσει γιατί η επίδικη πράξη είναι λανθασμένη καθώς και γιατί αυτή θα πρέπει να ανατραπεί, βάσει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.[2]
Δεδομένων των ως άνω, ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [αρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητάς της την προσβαλλόμενη απόφαση, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που διέπουν την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.
Είναι λοιπόν χρήσιμο, να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η Αιτήτρια σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος της, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων του, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής «Δ.Φ.»), ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, η Αιτήτρια κατά την συμπλήρωση της αίτησης διεθνούς προστασίας της κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω κακοποίησης που δέχθηκε από το θείο της, αδερφό του πατέρα της. Ως υποστηρίζει, έχασε τους γονείς σε δυστύχημα το 2002, και αναγκάστηκε να μείνει με το θείο της, ο οποίος την κακοποιούσε. Από τους βιασμούς απέκτησε δύο παιδιά, ένα κορίτσι 5 ετών, και ένα αγόρι 3 ετών. Η κόρη της ήταν συνεχώς άρρωστη. Ένα βράδυ βγήκε να πάρει φάρμακα και όταν επέστρεψε τον βρήκε να κοιμάται με το 5 ετών κορίτσι (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 7 του Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ως προς τα προσωπικά της στοιχεία ότι είναι υπήκοος Καμερούν, εθνοτικής καταγωγής Bulu (ερυθρό 56/1Χ Δ.Φ.), και γεννήθηκε στην πόλη Mbalmayo (Centre Province), όπου και διέμενε έως την ηλικία των 2-3 ετών (ερυθρό 54/3Χ Δ.Φ.). Κατόπιν έζησε στη Yaoundé μέχρι το 2012, και στη συνέχεια επέστρεψε στην πόλη Mbalmayo όπου και διέμενε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 54/3Χ Δ.Φ.). Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε Χριστιανή Καθολική. Όσον αφορά το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και 4 έτη από τη δευτεροβάθμια (ερυθρό 56/2Χ Δ.Φ.), ενώ από τις δηλώσεις της δεν προκύπτει εργασιακή εμπειρία (ερυθρό 54/2Χ Δ.Φ.). Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έχει 3 παιδιά (ερυθρό 55/1Χ Δ.Φ.). Τα 2 διαμένουν στο Καμερούν με φιλικό της άτομο και το τρίτο παιδί γεννήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρό 55/1Χ Δ.Φ.). Όσον αφορά την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια ανέφερε ότι οι γονείς της απεβίωσαν σε δυστύχημα και είναι μοναχοπαίδι (ερυθρό 54/1Χ. Δ.Φ.).
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, κατά την ελεύθερη αφήγησή της η Αιτήτρια ανέφερε ότι τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν ήταν 8 χρονών. Την μέρα των Χριστουγέννων κατά τη διάρκεια επίσκεψης της σε οικογενειακό σπίτι έπεσε θύμα βιασμού από το αγόρι της οικογένειας, ηλικίας 15 ετών. Ως περαιτέρω υποστήριξε, όταν έγινε 10 ετών δέχθηκε σεξουαλική κακοποίηση από το θείο της, ο οποίος είναι αστυνομικός, και της έδωσε χρήματα με αντάλλαγμα να το κρατήσει μυστικό. Μετά το θάνατο των γονιών της πήγε να μείνει μαζί του, αναπτύχθηκε ερωτική σχέση μεταξύ τους και απέκτησαν 2 παιδιά τα οποία γεννήθηκαν με προβλήματα υγείας συνεπεία της αιμομικτικής σχέσης. Ως ισχυρίστηκε η Αιτήτρια, στη συνέχεια ο θείος της ξεκίνησε να κακοποιεί σεξουαλικά τη μικρή τους κόρη. Μια μέρα τον βρήκε να την κακοποιεί, και με ένα μαχαίρι τον τραυμάτισε. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή όπου γνώρισε ένα πάστορα ο οποίος τη βοήθησε να αποδράσει από τη φυλακή και στη συνέχεια να εγκαταλείψει τη χώρα (ερυθρά 52/2Χ, 51/1Χ, 2Χ, και 50/1Χ Δ.Φ.).
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού, η Αιτήτρια ανέφερε ότι παρέμεινε σε κελί (ερυθρό 49/3Χ Δ.Φ.) στον αστυνομικό σταθμό Mbalmayo για 6 μήνες (ερυθρό 49/2Χ Δ.Φ.). Ως περαιτέρω υποστήριξε, κατάφερε να δραπετεύσει με τη βοήθεια του πάστορα ενώ εργαζόταν σε φυτείες (ερυθρό 48/2Χ Δ.Φ.). Κληθείσα να δώσει πληροφορίες αναφορικά με τη διαβίωση της με το θείο της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι διέμενε μαζί του μετά το θάνατο των γονιών της από την ηλικία των 14 ετών μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα της (ερυθρό 47/3Χ Δ.Φ.). Ως υποστήριξε η ζωή δεν ήταν εύκολη μαζί του, δεν είχε φίλους και δεν μπορούσε να πάει κάπου, ενώ η ευρύτερη οικογένεια της γύρισε την πλάτη (ερυθρό 47/3Χ και 4Χ Δ.Φ.). Τη φροντίδα των παιδιών της ανέλαβε μια φίλη της νοσοκόμα στο Καμερούν∙ ωστόσο, έχουν προβλήματα υγείας και η Αιτήτρια προσπαθεί να καλύπτει τα έξοδα των θεραπειών τους (ερυθρά 47/4Χ και 46/1Χ Δ.Φ.). Ως περαιτέρω ισχυρίστηκε μετά την ανάρρωση του, ο θείος της επισκέφθηκε τη φίλη της αναζητώντας την ίδια και τα παιδιά τους (ερυθρό 46/ 1Χ και 2Χ Δ.Φ.), ενώ ερωτηθείσα τι θεωρεί ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια απάντησε ότι ίσως την ξαναβάλουν φυλακή (ερυθρό 50/1Χ Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός, στην Έκθεση/Εισήγηση που ετοίμασε, εντόπισε και κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. O πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. Ο δεύτερος ισχυρισμός αναφορικά με τον τραυματισμό του θείου της με μαχαίρι το 2017, οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά από την ηλικία των 10 ετών. Ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA έκρινε αξιόπιστο τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, καθότι έκρινε ότι τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία στοιχειοθετούνται. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός επιβεβαίωσε μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της.
Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, σε σχέση με την εσωτερική του αξιοπιστία, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν προσέφεραν πληροφορίες και λεπτομέρειες οι οποίες να στοιχειοθετούν το προσωπικό βίωμα στο αφήγημα της. Ειδικότερα, οι δηλώσεις της αναφορικά με τη συνεχή κακοποίηση της από το θείο της κρίνονται ως γενικές και ανεπαρκείς. Σε ερώτηση αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης με το θείο της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν μπορούσε να πάει κάπου, δεν είχε φίλους, και οι συγγενείς της δεν την στήριξαν (ερυθρό 47/ 3Χ και 4Χ Δ.Φ.). Επιπρόσθετα, δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες για το θείο της, εκτός από το όνομα του, την επαγγελματική του ιδιότητα ως αστυνομικός, και το ότι υπηρετούσε στον αστυνομικό σταθμό της πόλης Mbalmayo (ερυθρό 50/2Χ Δ.Φ.). Ομοίως αόριστες και ανεπαρκείς κρίθηκαν και οι πληροφορίες που έδωσε αναφορικά με το περιστατικό τραυματισμού του θείου της με μαχαίρι. Ειδικότερα, ανέφερε ότι όταν επέστρεψε στο σπίτι, από το νοσοκομείο όπου πήρε το γιο της, βρήκε το θείο της πάνω στην κόρη της και τον μαχαίρωσε στην πλάτη. Κλήθηκε η αστυνομία, τη συνέλαβε και τη μετέφερε στον αστυνομικό σταθμό που εργαζόταν ο θείος της (ερυθρά 50/3Χ και 49/1Χ και 2Χ Δ.Φ.). Επιπρόσθετα, γενικές και αόριστες κρίθηκαν και οι πληροφορίες που έδωσε αναφορικά με την παραμονή της στον αστυνομικό σταθμό. Ως ανέφερε στο κελί της υπήρχε ένα κρεβάτι, και έβγαινε έξω όταν τους επισκεπτόταν ο πάστορας (ερυθρό 49/3Χ Δ.Φ.). Τέλος, κληθείσα να δώσει πληροφορίες αναφορικά με την απόδραση της, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι ο πάστορας την προμήθευσε με ρούχα καλογριάς, και κατά τη διάρκεια της εργασίας της σε φυτείες κατάφερε να αλλάξει ρούχα και να δραπετεύσει (ερυθρό 45/3Χ Δ.Φ.). Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός κατέληξε ότι λόγω της προσωπικής φύσης του ισχυρισμού και των δηλώσεων της, δεν δύναται να αξιολογηθούν οι συγκεκριμένες πληροφορίες. Ως εκ τούτου, τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού δεν τεκμηριώθηκαν με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός να μην γίνεται αποδεκτός.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, συμπεριλαμβανομένης της χώρας καταγωγής της και του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής της, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, και ειδικά στην πόλη Mbalmayo (Centre province), τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της απλά και μόνο λόγω της παρουσίας της εκεί. Σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές, τις οποίες επικαλέστηκε ο αρμόδιος λειτουργός, η κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή συνήθους διαμονής της δεν φθάνει σε τέτοιο επίπεδο που να στοιχειοθετεί την ύπαρξη αδιάκριτης βίας. Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, ούτε του άρθρου 1Α (2) της Συνθήκης της Γενεύης του 1951. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Κατά την ακροαματική διαδικασία στις 20/12/2023, η Αιτήτρια ανέφερε ότι απέκτησε 8 παιδιά με το θείο της, εκ των οποίων μόνο τα 2 είναι εν ζωή, και αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας. Ως διευκρίνισε εξακολουθούν να διαμένουν στο Καμερούν με μια φίλη της, χωρίς ωστόσο, να έχουν σταθερό τόπο διαμονής. Ως περαιτέρω ανέφερε, απέκτησε και 1 παιδί στην Κυπριακή Δημοκρατία. Πρόβαλε ότι αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, και ότι τα παιδιά της χρειάζονται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ως δήλωσε δεν γνωρίζει που ακριβώς βρίσκεται ο θείος της, ωστόσο ως υποστήριξε, ο τελευταίος κατάφερε να εντοπίσει την κόρη της ενόσω αυτή βρισκόταν στο νοσοκομείο. Σε περίπτωση επιστροφής της φοβάται ότι θα την σκοτώσουν.
Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 28/06/2024, η Αιτήτρια πρόβαλε ότι τα προβλήματα με το θείο της ξεκίνησαν πριν το θάνατο των γονιών της, σε ηλικία 12 ετών. Ως υποστήριξε, ένα βράδυ ο θείος της την συνόδεψε στο σπίτι από το σχολείο. Όταν έφτασε στο σπίτι η μητέρα της ζήτησε να πλύνει τα πιάτα, και ενώ τα έπλενε πήγε ο θείος της και τη βρήκε, την οδήγησε στην τουαλέτα όπου προέβη σε άσεμνες πράξεις και της έδωσε 200 φράγκα για να μην το αποκαλύψει στους γονείς της. Μετά το θάνατο των γονιών της, σε ηλικία 13-14 ετών, μετακόμισε στο σπίτι του. Δεν της επιτρεπόταν να βγαίνει από το σπίτι, ενώ η κακοποίηση συνεχίστηκε. Όταν έμεινε έγκυος το πρώτο παιδί, σε ηλικία 14 ετών, της χορήγησε χάπια με την πρόφαση ότι ήταν βιταμίνες τα οποία προκάλεσαν αποβολή. Στη δεύτερη εγκυμοσύνη, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι την χτύπησε με αποτέλεσμα να χάσει το παιδί. Ως πρόβαλε είχε 6 αποβολές αλλά σε καμιά δεν επισκέφθηκε νοσοκομείο καθώς δεν της το επέτρεπε. Ως περαιτέρω ανέφερε μετά την πρώτη αποβολή προσπάθησε να μιλήσει στο γηραιότερο άντρα της οικογένειας, χωρίς ωστόσο να λάβει στήριξη. Το 2012, όταν έχασε το έβδομο παιδί που κυοφορούσε προέβη σε καταγγελία στον αστυνομικό σταθμό στην πόλη Mbalmayo όπου η καταγγελία δεν καταχωρήθηκε και την προέτρεψαν να επιστρέψει στο σπίτι. Στη συνέχεια, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι ο θείος της προέβαινε σε κακοποίηση της κόρης τους. Ως διευκρίνισε παρατήρησε γδαρσίματα σε ευαίσθητες περιοχές του σώματος του παιδιού, ενώ σε μια συγκεκριμένη περίπτωση βρήκε το παιδί χωρίς εσώρουχο. Τότε πήρε ένα ξύλο και τον χτύπησε.
Κατά τη συνέχεια της ακροαματικής διαδικασίας ημερομηνίας 15/07/2024, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η ευρύτερη οικογένεια, τόσο από την πλευρά της μητέρας της όσο και από την πλευρά του πατέρα της, γνώριζαν για την κακοποίηση που βίωνε. Ως περαιτέρω επανέλαβε, δεν επισκέφθηκε νοσοκομείο για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε καμία από τις 6 αποβολές, ωστόσο, δήλωσε ότι τα 2 παιδιά γεννήθηκαν στο νοσοκομείο. Ως υποστήριξε η κόρη της διαγνώστηκε με δρεπανοκυττάρωση και ενόσω νοσηλευόταν γνώρισε μια νοσοκόμα η οποία ανέλαβε τα παιδιά της όταν έφυγε από τη χώρα. Ερωτηθείσα για το περιστατικό στο οποίο μαχαίρωσε το θείο της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν τον μαχαίρωσε αλλά τον χτύπησε στο κεφάλι με μια ράβδο ενώ παρενοχλούσε το παιδί. Τότε ο ίδιος άρχισε να φωνάζει, πήγαν οι γείτονες οι οποίοι ειδοποίησαν την αστυνομία που τη συνέλαβε, ενώ ο θείος της κατέληξε στο νοσοκομείο. Σε ερωτήσεις αναφορικά με τη σύλληψη και κράτηση της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έμεινε υπό κράτηση για 6 μήνες στα κρατητήρια στην πόλη Mbalmayo. Σε ερωτήσεις που της τέθηκαν κατά τη σύλληψη της, ανέφερε τα όσα βίωνε, ωστόσο ως πρόβαλε, οι αστυνομικοί ήταν συνάδελφοι του θείου της. Η καθημερινότητα της περιλάμβανε αγροτικές εργασίες και θρησκευτικές δραστηριότητες όπως προσευχή και μελέτη του ευαγγελίου. Εκεί συνάντησε τον πάστορα που τη βοήθησε να φύγει. Ως υποστήριξε εκμεταλλεύτηκε τις αγροτικές ασχολίες και ένα απόγευμα κατάφερε να αλλάξει ρούχα και να διαφύγει. Σε ερωτήσεις αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό απαγωγή της κόρης της από τον θείο της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι το περιστατικό έλαβε χώρα πέρσι όταν η κόρη της ήταν 11 ετών και πήγαινε σχολείο στην πόλη Yaoundé. Ως υποστήριξε, πληροφορήθηκε ότι το παιδί χάθηκε, και ενημέρωσε τον πάστορα για να το ψάξει. Εντόπισε το παιδί στο σπίτι του θείου της και μετά από συζήτηση που κατέληξε σε συμπλοκή, ο πάστορας κατάφερε να πάρει το παιδί και να φύγει. Ως περαιτέρω πρόβαλε το παιδί διεγνώσθη με Ηπατίτιδα Α και νοσηλεύτηκε για 3 μήνες. Ερωτηθείσα αν προχώρησε σε καταγγελία στην αστυνομία, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι πήγε στον αστυνομικό σταθμό της Mendang 3 φορές με τον πάστορα, έδωσε κατάθεση, ωστόσο, η απάντηση που έπαιρνε είναι ότι η υπόθεση ερευνάται. Ερωτηθείσα αν γνωρίζει για την πρόοδο της υπόθεσης, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Κληθείσα να διευκρινίσει ποιο φοβάται στη χώρα της, η Αιτήτρια απάντησε το θείο της.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.
Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση περί της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας.
Ειδικότερα, ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, αναφορικά με τον τραυματισμό του θείου της με μαχαίρι το 2017, ο οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά από την ηλικία των 10 ετών, η αφήγηση της Αιτήτριας παρουσιάζει αντιφάσεις, έλλειψη πληροφοριών, συνοχής και σαφήνειας. Αρχικά, η αντίφαση όσον αφορά το μέσο με το οποίο τραυμάτισε τον θείο της κρίνεται ουσιώδους σημασίας. Ενώ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της υποστήριξε ότι τραυμάτισε τον θείο της με μαχαίρι στην πλάτη (ερυθρό 49/1Χ Δ.Φ.), κατά την ακροαματική διαδικασία στις 15/07/2024 ανέφερε ότι πήρε ένα ραβδί από την κουζίνα και τον χτύπησε στο κεφάλι. Η συγκεκριμένη αντίφαση πλήττει καίρια την αξιοπιστία της Αιτήτριας και συνεπώς τον πυρήνα του αιτήματος της. Ως η κύρια πρωταγωνίστρια της συγκεκριμένης ενέργειας θα αναμένετο να αποκρίνεται με σταθερότητα και απόλυτη βεβαιότητα σε ερωτήσεις που αφορούν το συγκεκριμένο περιστατικό, ειδικά σε βασικές πληροφορίες όπως είναι το μέσο που χρησιμοποίησε για να χτυπήσει τον θείο της. Επιπρόσθετα, εντοπίζω ακόμα μια αντίφαση η οποία κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της η Αιτήτρια ανέφερε ότι η κακοποίηση ξεκίνησε σε ηλικία 10 ετών (ερυθρό 51/2Χ Δ.Φ.), στη γραπτή της αγόρευση κατέγραψε ότι η σεξουαλική κακοποίηση ξεκίνησε σε ηλικία 8 ετών, και κατά την ακροαματική διαδικασία ημερομηνίας 28/06/2024 δήλωσε ότι ξεκίνησε στην ηλικία των 12 ετών. Επιπλέον, οι δηλώσεις της αναφορικά με την κακοποίηση την οποία υπέστη κρίνονται ως γενικές και στερούνται επάρκειας πληροφοριών και περιγραφικότητας ως θα αναμένετο σε ένα γνήσιο αφήγημα προσωπικής εμπειρίας. Ως περαιτέρω διαπιστώνω, οι δηλώσεις της σε σχέση με τη σύλληψη, την κράτηση και την απόδραση της από τα κρατητήρια στερούνται εξειδίκευσης, παραστατικότητας και λεπτομερειών. Η Αιτήτρια τόσο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της, όσο και κατά την ενώπιον μου διαδικασία (ημερομηνίας 15/07/2024), κληθείσα να περιγράψει την απόδραση της περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι ενώ ασχολείτο με γεωργικές δραστηριότητες σε χωράφι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να φύγει (ερυθρό 48/2Χ Δ.Φ.). Περαιτέρω, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ενώ ως υποστηρίζει ήταν υπό κράτηση για 6 μήνες λόγω του τραυματισμού του θείου της, σύμφωνα με τα λεγόμενα της στη δικάσιμο ημερομηνίας 15/07/2024, δεν καταχωρήθηκαν επίσημα κατηγορίες εναντίον της και δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία. Συνάμα, σημειώνω ότι ερωτηθείσα επανειλημμένα κατά τη δικάσιμο της 15/07/2024 αν γνωρίζει που βρίσκεται ο θείος της, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά, διευκρινίζοντας ότι δεν έχει επικοινωνία μαζί του. Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί απαγωγής της κόρης της από τον θείο της, παρατηρώ ότι προβάλλεται με γενικότητα. Τόσο στη γραπτή της αγόρευση όσο και κατά τη δικάσιμο της 15/07/2024, η Αιτήτρια κληθείσα να δώσει πληροφορίες αναφορικά με την απαγωγή της θυγατέρας της ανέφερε ότι ενημερώθηκε ότι το παιδί δεν πήγε στο σχολείο και τότε ειδοποίησε τον πάστορα ο οποίος εντόπισε το παιδί στο σπίτι του θείου της και το πήρε. Σημειώνεται ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες και να εξηγήσει πως ο θείος της πήρε το παιδί, ούτε πως ο πάστορας κατάφερε να εντοπίσει το παιδί στο σπίτι του θείου της και να το πάρει. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν δύναται να γίνει αποδεκτός καθώς δεν στοιχειοθετείται λόγω έλλειψης βασικών πληροφοριών.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, συμφωνώ με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ότι λόγω της προσωπικής φύσης του ισχυρισμού και των δηλώσεων της Αιτήτριας, δεν δύναται να αξιολογηθούν μέσα από εξωτερικές πηγές οι συγκεκριμένες πληροφορίες. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα στην οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:
Η φυλή Bulu, στην οποία ανήκει η Αιτήτρια, ζει σε περιοχή του ισημερινού δάσους. Οι κύριες ασχολίες της φυλής περιλαμβάνουν την καλλιέργεια μανιόκας (cassava) και καλαμποκιού, οι οποίες συμπληρώνονται με μια μεγάλη ποικιλία από φυλλώδη λαχανικά, φοινικέλαιο, και άγρια μανιτάρια. Διαμένουν στην καλύτερη περιοχή παραγωγής κακάο του Καμερούν και το εισόδημα τους από τη συγκεκριμένη καλλιέργεια είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Το κυνήγι αποτελεί, επίσης, μια πολύ σημαντική δραστηριότητα των Bulu.[3] Σημειώνεται, ωστόσο, ότι δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες αναφορικά με τις παραδόσεις, συνήθειες, ήθη και έθιμα της συγκεκριμένης φυλής, ούτε και τις κοινωνικές αντιλήψεις που αφορούν τον γάμο και την οικογένεια.
Επιπρόσθετα, έχει επιβεβαιωθεί η ύπαρξη του αστυνομικού σταθμού στην πόλη Mbalmayo, ο οποίος φέρει την επίσημη ονομασία Commissariat Central[4], όπου σύμφωνα με τα λεγόμενα της Αιτήτριας ήταν υπό κράτηση για 6 μήνες. Δεν δύναται, ωστόσο, να επιβεβαιωθεί η πληροφορία ότι ο θείος της υπηρετούσε ως αστυνομικός στον συγκεκριμένο σταθμό, ούτε και ο ισχυρισμός περί κράτησης της στο συγκεκριμένο μέρος για 6 μήνες. Επισημαίνεται ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός στερείται ευλογοφάνειας, ενώ υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις της Αιτήτριας δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, ούτε καταχωρήθηκαν επίσημες κατηγορίες εναντίον της.
Αναφορικά με την ποινική διαδικασία και τις οποιεσδήποτε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Καμερούν, έκθεση (2024) του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, αναφέρει ότι
«Ο νόμος προνοεί όπως η αστυνομία λάβει ένταλμα από δικαστή ή εισαγγελέα, όπου θα αναφέρονται στοιχεία της ταυτότητας και ο λόγος της σύλληψης πριν από τη σύλληψη ενός υπόπτου, εκτός από τις περιπτώσεις όπου ένα άτομο συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να διαπράττει ένα έγκλημα. Η αστυνομία, ωστόσο, συχνά δεν ακολουθεί τις συγκεκριμένες πρόνοιες. Επιπρόσθετα, ο νόμος προβλέπει όπως οι ύποπτοι οδηγούνται αμέσως ενώπιον δικαστή ή εισαγγελέα, αν και αυτό συχνά παραβλέπετο και οι πολίτες κρατούνταν χωρίς δικαστική άδεια. Ο νόμος επέτρεπε στην αστυνομία να κρατά νόμιμα ένα άτομο σε σχέση με ένα κοινό έγκλημα χωρίς κατηγορίες έως και 48 ώρες, το οποίο θα μπορούσε να παραταθεί έως και 96 επιπλέον ώρες κατόπιν γραπτής έγκρισης του κρατικού συμβούλου. Ο νόμος προέβλεπε ότι ένας ύποπτος για τρομοκρατία μπορούσε να κρατηθεί επ' αόριστον σε ανακριτική κράτηση με την άδεια του εισαγγελέα. Οι διοικητικές αρχές, όπως οι κυβερνήτες και οι πολιτικοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι που υπηρετούν σε περιφερειακή διοίκηση, θα μπορούσαν επίσης να εγκρίνουν κράτηση ατόμων χωρίς χρέωση για ανανεώσιμες περιόδους 15 ημερών. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, η αστυνομία και οι χωροφύλακες υπερέβαιναν συχνά τις προβλεπόμενες περιόδους κράτησης».[5]
Σύμφωνα με έκθεση (2024) της EUAA, η οποία αποτελεί απάντηση σε ερώτημα (COI Query) αναφορικά με τις γυναίκες θύματα βιασμών, το νομικό πλαίσιο και την κοινωνική μεταχείριση
«Έκθεση αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Καμερούν σύμφωνα με δεδομένα που συνέλεξε το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Καμερούν για την έμφυλη βία (Gender-Based Violence, GBV) και καλύπτει το έτος 2021, από τις 219 υποθέσεις βιασμού που τέθηκαν ενώπιον των δικαστηρίων, οι 168 κατέληξαν στην καταδίκη του δράστη με ποινές φυλάκισης».[6]
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ίδια έκθεση
«Μια μελέτη (2021) αναφορικά με το βιασμό στην πόλη Yaoundé, η οποία δημοσιεύτηκε από το Ethiopian Journal of Reproductive Health (EJRH), ανέφερε ότι το 61,4 % των θυμάτων βιασμού αναζήτησαν ιατρική συμβουλή 72 ώρες μετά το περιστατικό. Η πηγή περιέγραψε ότι ένας παράγοντας για την καθυστέρηση στην αναζήτηση ιατρικής περίθαλψης ήταν το ‘σιωπηλό δίλημμα’ (silent dilemma) λόγω της ‘ντροπής’ ή της επιθυμίας ‘να διατηρηθεί η οικογενειακή ισορροπία’ ειδικά όταν ο δράστης ήταν μέλος της οικογένειας».[7]
Τέλος, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση (2024) του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ
«Ο νόμος δεν απαγορεύει συγκεκριμένα την ενδοοικογενειακή βία, αν και η σωματική επίθεση (assault) απαγορεύεται και τιμωρείται με φυλάκιση και πρόστιμο. Σύμφωνα με εκθέσεις, η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί σοβαρό πρόβλημα. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Organization for Economic Cooperation and Development, OECD) 39% των γυναικών υπέστησαν σωματική ή σεξουαλική βία από οικείο σύντροφο κάποια στιγμή στη ζωή τους.
Η κυβέρνηση, ωστόσο, παρείχε υποστήριξη σε επιζώντες σεξουαλικής και άλλων μορφών έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανομένης της νομικής υποστήριξης, της γενικής κλινικής περίθαλψης που προσφέρεται σε εγκαταστάσεις υγείας, και της συλλογής δεδομένων. Πολλά από τα προγράμματα πρόληψης και βασικής υποστήριξης για τους επιζώντες έμφυλης βίας υλοποιήθηκαν από κοινοτικές οργανώσεις».[8]
Λαμβάνοντας υπόψιν μου τις ανωτέρω πληροφορίες, παρατηρώ ότι το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας είναι αρκετά διαδεδομένο στο Καμερούν. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πιο πάνω στοιχεία διαπιστώνω ότι παρά την αδυναμία του κράτους να αντιμετωπίσει δραστικά το συγκεκριμένο φαινόμενο, προβαίνει σε ενέργειες για τη διαχείριση του, τόσο με τη στήριξη των θυμάτων όσο και με την αντιμετώπιση των δραστών.
Παρά ταύτα, φρονώ ότι η εσωτερική αξιοπιστία δεν εδραιώνεται ούτως ώστε οι εξωτερικές πηγές να ενισχύσουν καταλυτικά τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας. Φρονώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση ως προς τις αντιφάσεις και ασυνέπειες οι οποίες προκύπτουν από τα λεγόμενα της και ως εκ τούτου ορθώς πλήττεται η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού της λόγω έλλειψης εσωτερικής συνέπειας, αλλά και έλλειψης επαρκών πληροφορίων. Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται η αίτηση διεθνούς προστασίας να είναι τεκμηριωμένη και να περιλαμβάνει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή της προβάλλοντας μια τεκμηριωμένη προσωπική εμπειρία. Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις της δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς της την απαραίτητη ευλογοφάνεια ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους. Αναφερόμενη σε καταστάσεις που κατ' ισχυρισμόν έχει βιώσει η ίδια και την ανάγκασαν να αλλάξει τόσο τόπο διαμονής, όσο και χώρα, θα ήταν αναμενόμενο οι περιγραφές της να περιλάμβαναν πληροφορίες και λεπτομέρειες που να παραπέμπουν σε προσωπικές εμπειρίες. Αντίθετα, στις απαντήσεις της εντοπίζονται σημαντικές αντιφάσεις που αφορούν ουσιαστικές και σημαντικές πληροφορίες του αφηγήματος της, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες όπως είναι το περιστατικό της απόδρασης της από τη φυλακή και η απαγωγή της κόρης της από το θείο της. Όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν σοβαρούς λόγους να αμφισβητηθεί η αλήθεια της αξίωσης των αιτούντων άσυλο, το άτομο πρέπει να παρέχει ικανοποιητική εξήγηση για τις εικαζόμενες ανακρίβειες[9] σε αυτές τις υποβολές, κάτι το οποίο δεν προκύπτει στην παρούσα περίπτωση της Αιτήτριας.
Συμπερασματικά, εξ όσων η Αιτήτρια ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί επαρκώς τους λόγους για τους οποίους η Αιτήτρια έφυγε από τη χώρα καταγωγής της και αιτήθηκε διεθνή προστασία. Αναφερόμενη σε καταστάσεις που κατ' ισχυρισμόν έχει βιώσει η ίδια και που την ανάγκασαν να αλλάξει τόσο τόπο διαμονής, όσο και χώρα, θα ήταν αναμενόμενο οι περιγραφές της να περιέχουν λεπτομέρειες και πληροφορίες που να παραπέμπουν σε προσωπικά βιώματα. Αντίθετα, οι δηλώσεις της χαρακτηρίζονται από ασάφεια, γενικότητα και αοριστία∙ ενώ εντοπίστηκαν αντιφάσεις σε καίρια σημεία, όπου θα αναμένετο σταθερή και με απόλυτη βεβαιότητα ανταπόκριση σε συγκεκριμένες ερωτήσεις.
Επομένως, οι αντιφάσεις, η γενικότητα των απαντήσεων της, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, οδηγούν στο συμπέρασμα πως η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό της.
Σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»).
Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της Αιτήτριας περί κινδύνου από τον θείο της ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της και του κλονισμού της αξιοπιστίας της, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν τόσο στην συνέντευξη που έδωσε όσο και κατά την ενώπιον μου διαδικασία. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).
Τονίζεται παράλληλα ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης ή σοβαρής βλάβης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Βεβαίως η Αιτήτρια δεν είναι υποχρεωμένη να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών της, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή της να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ναι μεν τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλόμενων από της Αιτήτρια ουσιωδών ισχυρισμών και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφασή τους, όμως στην περίπτωση που δεν έχουν προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοίκησης, ουσιώδεις, υπό την ανωτέρω έννοια, ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου.
Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[10] , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[11]. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής.[12] Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε η Αιτήτρια συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές της περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε η Αιτήτρια εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα της που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.
Ομοίως και κατά την ακροαματική διαδικασία (δικάσιμοι ημερομηνίας 28/06/2024 και 15/07/2024), όπου δόθηκε στην Αιτήτρια η ευκαιρία να αναπτύξει και να τεκμηριώσει το αφήγημα της κάτι το οποίο απέτυχε να πράξει. Υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια εκ νέου ανοικτής φύσεως ερωτήματα, δίνοντας της την δυνατότητα να παραθέσει πληροφορίες που θα στήριζαν το αίτημα της. Αντ’ αυτού, η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις, ανακολουθίες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν ήταν σε θέση να δώσει σαφή απάντηση, με πληροφορίες και περιεχόμενο που να ανταποκρίνεται στο ερώτημα που της τέθηκε. Άρα εφόσον οι δηλώσεις της ορθώς κρίθηκαν αναξιόπιστες, ο κίνδυνος δίωξης από μη κρατικούς φορείς, ιδίως ενόψει των μη αξιόπιστων προηγούμενων πράξεων διώξεων, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν εξακολουθεί να υφίσταται κατά την επιστροφή, αλλά ούτε έχει αποδειχθεί το αντίθετο.
Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
Λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή της. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).
Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο της Αιτήτριας το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται η Αιτήτρια δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει η Αιτήτρια δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς της, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου.
Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών της περί κινδύνου από τον θείο της ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενη συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να της προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα της για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Υπενθυμίζεται ότι σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 15/07/2024 αν γνωρίζει που βρίσκεται ο θείος της, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά∙ ενώ σε ερώτηση για τυχόν επικοινωνία που είχε μαζί του η Αιτήτρια απάντησε ότι η τελευταία φορά που επικοινώνησε μαζί του ήταν μέσο του πάστορα. Ως εκ τούτου δεν προκύπτει από τα όσα επικαλείται η Αίτήτρια ότι μπορεί να εντοπιστεί από τον ισχυριζόμενο φορέα δίωξης της, και να εκτεθεί εκ νέου, λόγω του φύλου της, σε σωματική ή ψυχική βία, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής βίας και της ενδοοικογενειακής βίας. (βλ. απόφαση ΔΕΕ C-621/21 WS v State Agency for Refugees under the Council of Ministers (SAR) 16/01/2024)
Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει η Αιτήτρια, το οποίο δίδεται όταν ο αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji – Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Για λόγους πληρότητας, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες αναφορικά με τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)].
Σύμφωνα με τα όσα η Αιτήτρια δήλωσε, ο τόπος που αναμένεται να επιστρέψει είναι η πόλη Mbalmayo, της κεντρικής περιφέρειας (Centre province) του Καμερούν. Λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα ασφαλείας τόσο της χώρας όσο και της εν λόγω περιοχής, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά (περιοχή Far North)∙[13] ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest ) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Ωστόσο, η βία δεν ισοδυναμεί με μη διεθνή ένοπλή σύρραξη.[14]
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έκθεση του Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Human Rights Watch) που αναφέρεται σε περιστατικά που έλαβαν χώρα το 2023, η βία στις δύο αγγλόφωνες περιοχές, τη Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική περιφέρεια, συνεχίστηκε για έκτο έτος.[15] Περαιτέρω, πρόσφατη έρευνα της ACCORD που ετοιμάστηκε ως απάντηση σε ερώτημα αναφορικά με την αγγλόφωνη κρίση και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2024, αναφέρει ότι κατά την περίοδο αναφοράς (2021-2023), η βίαιη σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και άμυνας και των ενόπλων αυτονομιστικών ομάδων συνέχισε να μαίνεται στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν. Η κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές αναφέρεται ότι επιδεινώθηκε, με την εξέγερση να γίνεται πιο δομημένη και την κρίση πιο περίπλοκη.[16]
Τέλος, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 19/12/2023 – 19/12/2024 καταγράφηκαν στην κεντρική περιφέρεια (Centre province) όπου βρίσκεται η πόλη Mbalmayo 18 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 8 ανθρώπινες ζωές. Τα 18 περιστατικά κατηγοριοποιήθηκαν ως ακολούθως: 1 μάχη (battle) η οποία είχε ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια, 5 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 4 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 6 διαμαρτυρίες (protests), και 6 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 3 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.[17] Σημειώνεται ότι στην πόλη Mbalmayo δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε καταγεγραμμένα περιστατικά στη βάση δεδομένων ACLED.
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Σημειώνεται ότι η Αιτήτρια είναι ενήλικας, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, και τα 2 της παιδιά εξακολουθούν να διαμένουν στο Καμερούν με φιλικό της πρόσωπο. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό να διατρέξει η Αιτήτρια ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland). Τέλος από τα ενώπιο μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να υποστεί εκ νέου πράξεις βίας από μέλος της οικογένειάς της ή της κοινότητάς τους λόγω της υποτιθέμενης παραβίασης πολιτιστικών, θρησκευτικών ή παραδοσιακών κανόνων. (βλ. απόφαση ΔΕΕ C-621/21 WS v State Agency for Refugees under the Council of Ministers (SAR) 16/01/2024)
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[2] ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΓΟΣ vs ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (υποθ. 1484/2010, 28/09/2012, https://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=apofaseis/aad/meros_4/2012/4-201209-1484-10.htm
[3] Africa 101 Last Tribes, http://www.101lasttribes.com/tribes/bulu.html [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/01/2025]
[4] Police Station, https://police-station.com/central-police-station-in-mbalmayo-cameroon-how-to-contact-file-a-complaint-get-pcc/#Central_Police_Station_in_Mbalmayo_Cameroon_Address_Phone_Number_Email_Opening_Hours_Website_and_Social_media [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/01/2025]
[5] US Department of State (USDOS), 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/01/2025]
[6] EUAA, COI Query, Cameroon, Women Victims of Rape: Legal Framework and Treatment by Society, Reference Period: January 2019 – 10 January 2024, σελ. 3, 2024_01_EUAA_COI_Query_Response_Q2_Cameroon_Women_Victims_of_Rape.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/01/2025]
[7] Ibid, σελ. 4-5
[8] US Department of State (USDOS), 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/01/2025]
[9] JK and Others v Sweden Αριθμός Υπόθεσης 59166/12 ημερ.23 Αυγούστου 2016 Παρ. 93
[10] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[11] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.
[12] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[13] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, Τελευταία Ενημέρωση: 21/01/2021, https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 19/12/2024]
[14] Ibid
[15] Human Rights Watch, Cameroon: Events of 2023, https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 19/12/2024]
[16] ACCORD (Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation), Cameroon: The Cameroon Anglophone Crisis (2021 – 2023), 8 January 2024, σελ. 8 https://www.ecoi.net/en/file/local/2102908/a-12289.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/11/2024]
[17] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 19/12/2023 – 19/12/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Centre, LOCATION: Mbalmayo) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 19/12/2024]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο