
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 8875/2021
08 Ιανουαρίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S. S.
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, Δικηγόρος για τον Αιτητή
Ν. Τζιρτζιπή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 24/11/2021 σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, αναγνωρίζοντας τον Αιτητή ως πρόσφυγα ή δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας. Εναλλακτικά, ο Αιτητής καλεί το Δικαστήριο όπως προβεί σε απόφαση με την οποία να αναγνωρίζεται ότι ο Αιτητής δικαιούται προστασίας από την επαναπροώθηση δυνάμει των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ καθώς επίσης απόφαση με την οποία η απόφαση επιστροφής εναντίον του Αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος ως παραβιάζουσα την αρχή της απαγόρευσης της επαναπροώθησης.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση της Δημοκρατίας αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής είναι ενήλικας πλέον, με ημερομηνία γέννησης την 01/01/2004, κάτοχος διαβατηρίου εκδοθέντος από τη Γουινέα, με ημερομηνία έκδοσης την 21/12/2020.
Σύμφωνα με την αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 01/02/2021 και αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια στις 02/03/2021 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από τη Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Την 20/04/2021 ο Αιτητής συμπλήρωσε αίτηση διεθνούς προστασίας την οποία αφού υπέβαλε, παρέλαβε την 21/04/2021 σχετική βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.
Κατά το στάδιο της εξέτασης περί της ευαλωτότητάς του, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι ασυνόδευτος ανήλικος. Δεδομένου ότι ο Αιτητής είχε πρωτότυπο διαβατήριο εκδοθέν από τη χώρα καταγωγής του η αυθεντικότητα του οποίου πιστοποιήθηκε από τη FRONTEX (ερυθρά 36 του διοικητικού φακέλου), ο Αιτητής κρίθηκε ως ασυνόδευτος ανήλικος.
Ο Αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη στις 16/06/2021, στην παρουσία της κατά νόμου κηδεμόνα του, με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία διεξήχθη στην γαλλική γλώσσα, παρέχοντας του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Ακολούθως στις 12/11/2021, η αρμόδια λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Την 14/11/2021 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία, αποφασίζοντας παράλληλα την επιστροφή του Αιτητή στη Γουινέα δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.
Η απορριπτική απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 24/11/2021, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή την 26/11/2021, θέτοντας την υπογραφή του μετά από επεξήγηση του περιεχομένου της στην γαλλική γλώσσα.
Εμπρόθεσμα, η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, μέσω δικηγόρου καταχώρησε την παρούσα προσφυγή προσβάλλοντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή ισχυρίζεται, μέσω της γραπτής του αγόρευσης ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εφάρμοσαν ορθά το νομικό πλαίσιο που διέπει τις διαδικασίες εξέτασης της αίτησης, ότι δεν διερεύνησαν ουσιαστικά και βασικά στοιχεία ως όφειλαν, ότι δε διενεργήθηκε έρευνα σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή καθώς και ότι παραβιάστηκαν οι διαδικαστικές και ουσιαστικές εγγυήσεις που αφορούν τον Αιτητή τόσο γενικά όσο και ειδικά ως ασυνόδευτο ανήλικο όπως ορίζονται στα άρθρα 10, 9ΚΣΤ, 13, 15 και 18 του Περί Προσφύγων Νόμου. Η κ. Χαραλαμπίδου, τονίζει εμφατικά ότι δε λήφθηκαν υπόψη οι Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες καθώς και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, εξειδικεύοντας τα πιο πάνω η συνήγορος ισχυρίζεται πως η κηδεμόνας του Αιτητή, ο οποίος ήταν ασυνόδευτος ανήλικος, ενεργούσε σε κατάστασης σύγκρουσης συμφερόντων και μη ορθής εκπροσώπησης του Αιτητή, ενώ στο πρακτικό της συνέντευξης υπάρχουν χειρόγραφες ερωτήσεις σε διάφορα σημεία αυτού, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν και οι αντίστοιχες απαντήσεις. Κατά τη συνήγορο του Αιτητή αυτό δημιουργεί ασάφεια ως προς το εάν οι ερωτήσεις αυτές πράγματι τέθηκαν προς απάντηση στον Αιτητή και δεν υπήρξε απάντηση από μέρους του ή δεν έγιναν καν και σημειώθηκαν εκ των υστέρων από την αρμόδια λειτουργό προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ότι η έρευνα που διεξήχθη ήταν η δέουσα. Τονίζεται ότι σε περίπτωση που οι συγκεκριμένες ερωτήσεις όντως τέθηκαν κατά τη συνέντευξη τότε θα έπρεπε να αναφέρεται, έστω και χειρόγραφα, η απουσία απάντησης του Αιτητή ή η απάντησή του. Η συνήγορος του Αιτητή συνεχίζει λέγοντας ότι η αρμόδια λειτουργός δεν διερεύνησε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης τα όσα άπτονταν του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή αλλά και τα όσα άπτονταν του προσωπικού του προφίλ και δη του ότι είναι ορφανός και κατ’ ισχυρισμόν θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Η συνήγορος του Αιτητή καταλήγει πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και υπό το φως όλων των παραλείψεων και λανθασμένων διαδικασιών που ακολουθήθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση, τα συμπεράσματα αναφορικά με την έλλειψη αξιοπιστίας δε μπορούν να γίνουν αποδεκτά από το Δικαστήριο, καθώς υποστηρίζονται και από πληροφορίες εξωτερικών πηγών για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, οι οποίες και παρατίθενται στο σώμα της γραπτής αγόρευσης.
Οι Καθ’ ων η αίτηση από την πλευρά τους, υπεραμύνονται της νομιμότητας αλλά και της ορθότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Αποτελεί θέση τους ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμους λόγους δίωξης ώστε να του παραχωρηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας. Τέλος οι Καθ’ ων η αίτηση καλώντας το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή του Αιτητή, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίδει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, η δε απόφαση είναι κατά τον ισχυρισμό της συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση, επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Καμία τοποθέτηση εκ μέρους της συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό επέμβαση επί του πρακτικού της συνέντευξης, παρά μόνο ότι οι όποιες «χειρόγραφες σημειώσεις που υπάρχουν στα πρακτικά της συνέντευξης οι Καθ΄ων η αίτηση λέγουν ότι επουδενί αυτές επιδρούν και/ή δύναται να επιδράσουν αρνητικά στο κύρος της προσβαλλόμενης πράξης. Η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση τεκμηριώνεται και αιτιολογείται πλήρως στην Έκθεση/Εισήγηση και η ύπαρξη χειρόγραφων σημειώσεων δεν αναιρεί το γεγονός της επαρκούς και ορθής αξιολόγησης της αίτησης».
Η συνήγορος του Αιτητή, με την απαντητική της αγόρευση, δηλώνει ότι εμμένει και επαναλαμβάνει τα όσα προέβαλε στην γραπτή της αγόρευση αναφορικά με την ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση και την αναγνώριση στο πρόσωπο του Αιτητή του καθεστώτος του πρόσφυγα ή εναλλακτικά του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων στις 03/06/2024 η συνήγορος του Αιτητή, υιοθετώντας τους προβαλλόμενους στην αγόρευσή της ισχυρισμούς, ενέμεινε στον τρόπο εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή κατά το στάδιο της προσωπικής του συνέντευξης, όσον αφορά τις χειρόγραφες ερωτήσεις που εντοπίστηκαν και οι οποίες δε φαίνεται να απαντήθηκαν από τον Αιτητή ούτε και είναι ξεκάθαρο πότε αναγράφηκαν χειρόγραφα στο πρακτικό της συνέντευξης. Επαναλαμβάνει δε τα όσα ανέφερε στη γραπτή της αγόρευση σχετικά με την παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε δέουσα έρευνα σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή.
Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, όσον αφορά το ζήτημα των χειρόγραφων σημειώσεων στο σώμα του πρακτικού της συνέντευξης, για πρώτη φορά υποστηρίζει ότι οι ερωτήσεις αυτές αποτελούν κομμάτι της δέουσας προετοιμασίας για τη συνέντευξη, ωστόσο η συνέντευξη διεξάγεται με βάση τις εκάστοτε απαντήσεις που δίνει ο Αιτητής. Η κ. Τζιρτζιπή εικάζει περαιτέρω ότι εφόσον δεν καταγράφηκαν απαντήσεις στις σχετικές χειρόγραφες ερωτήσεις τούτο σημαίνει ότι οι ερωτήσεις δεν απαντήθηκαν, ενώ ως προς το πότε αυτές γράφηκαν η συνήγορος των Καθ’ ων προβάλλει ότι ενδέχεται να γράφηκαν κατά την ανάγνωση του πρακτικού της συνέντευξης στον Αιτητή. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί θέση της ότι, αυτές σημειώθηκαν για υποβοήθηση της λειτουργού και, σε κάθε περίπτωση, δεν απαντήθηκαν από τον Αιτητή.
Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας δυνάμει του άρθρου 11 του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει και την ορθότητα της προσβαλλόμενης πράξης νοουμένου βεβαίως ότι η νομιμότητα αυτής δεν πάσχει.
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω γεγονότα και ισχυρισμούς, κρίνω σκόπιμο όπως εξετάσω κατ’ αρχήν την θέση του Αιτητή ότι επί του πρακτικού εντοπίζονται χειρόγραφες ερωτήσεις σε διάφορα σημεία χωρίς, ωστόσο, να υπάρχουν απαντήσεις, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται σαφές το κατά πόσο οι ερωτήσεις αυτές τέθηκαν πράγματι στον Αιτητή και δεν υπήρξε απάντηση ή εάν σημειώθηκαν εκ των υστέρων από την αρμόδια λειτουργό προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το ότι από τη μεριά της διενεργήθηκε δέουσα έρευνα, ώστε να εξεταστεί κατ΄αρχήν η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.
Ανατρέχοντας στο διοικητικό φάκελο και κυρίως στο πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή, διαπιστώνω ότι πράγματι σε πλείστα σημεία της προσωπικής συνέντευξης του Αιτητή με τη λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου υπάρχουν χειρόγραφες σημειώσεις ερωτήσεων, ωστόσο διαπιστώνω ότι δεν έχουν σημειωθεί ούτε απαντήσεις επί των συγκεκριμένων ερωτήσεων, έστω χειρόγραφες ούτε και έχει καταγραφεί το εάν ο Αιτητής ερωτήθηκε αλλά δεν έδωσε κάποια απάντηση σε αυτές. Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής σημεία:
- Αφού ο Αιτητής ερωτάται τι συνέβη αφού σταμάτησε να διαβιεί με τη μητέρα του και ο Αιτητής περιγράφει το πως ξεκίνησε να διαβιεί με τον φίλο του πατέρα του (ερυθρά 45 του διοικητικού φακέλου), ακριβώς κάτω από την απάντησή του αυτή βρίσκεται σημειωμένη σειρά ερωτήσεων, οι οποίες αφορούν το εάν υπήρχε η συγκατάθεση της μητέρας του (“with her consent?”), το εάν η μητέρα του τον ενημέρωσε για το που πρόκειται να πάει η ίδια (“Did she tell you where she is going?”), τον λόγο που ο Αιτητής πήγε να μείνει με τον φίλο του πατέρα του (“for what reason you went to leave with your father’s friend?”), πότε συνέβη αυτό (“when?”) και το που βρισκόταν το σπίτι του (“where is the house located?”).
- Αμέσως μετά το στάδιο όπου ο Αιτητής ερωτάται ως προς τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη Γουινέα και αναζήτησε διεθνή προστασία (ερυθρά 43 2Χ του διοικητικού φακέλου), επίσης με μολύβι βρίσκονται σημειωμένες περαιτέρω ερωτήσεις. Οι ερωτήσεις αυτές καλούν τον Αιτητή να επιβεβαιώσει εάν είπε όλα όσα ήθελε να αναφέρει (“did you say everything regarding your story?”), καθώς και να επιβεβαιώσει τον λόγο για τον οποίο έφυγε από τη χώρα καταγωγής του (“so, just to confirm, the reason you left Guinea is because your uncle was threatening you due to the fact that your father converted into Christianity?”).
- Σε άλλα σημεία της συνέντευξης εντοπίζονται σημειωμένες χειρόγραφα και με μολύβι ερωτήσεις διευκρινιστικές των όσων ο Αιτητής είχε δηλώσει στην αμέσως προηγούμενη ερώτηση που του τέθηκε από την λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ερωτηθείς ο Αιτητής ως προς το εάν του συνέβη κάτι προσωπικά από την οικογένεια του πατέρα του, και απαντώντας ότι κατηγορήθηκε για κλοπή (ερυθρά 42 4Χ του διοικητικού φακέλου), φαίνεται να αναγράφεται χειρόγραφα το τι εννοεί ο Αιτητής ακριβώς (“what does he mean?”). Ομοίως, όταν ο Αιτητής αναφέρει ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του τον άφηναν χωρίς τροφή και νερό (ερυθρά 42 4Χ του διοικητικού φακέλου), εντοπίζεται χειρόγραφη σημείωση με ερώτηση ως προς το πόσο διάστημα μετά τον θάνατο του πατέρα του συνέβη αυτό (“after how long?”).
- Τέλος, αφού ερωτήθηκε ως προς το πως έμαθαν οι συγγενείς του ότι πήγε στο σπίτι του φίλου του πατέρα του (ερυθρά 41 1Χ του διοικητικού φακέλου), παρατηρώ χειρόγραφα σημειωμένο το πως κατάφερε να δραπετεύσει από εκείνο το σπίτι (“how did you manage to escape from that house?”).
Περαιτέρω τονίζεται ότι, παρ’ όλο που το πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή φέρει υπογραφή σε κάθε σελίδα του τόσο από την αρμόδια λειτουργό όσο και από τον Αιτητή, τούτο δεν αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι οι ερωτήσεις αυτές όντως τέθηκαν στον Αιτητή από την αρμόδια λειτουργό. Καθώς οι ερωτήσεις αυτές είναι γραμμένες με μολύβι και χειρόγραφα, αφού δηλαδή το πρακτικό της συνέντευξης έχει ήδη τυπωθεί, ενδέχεται να έχουν σημειωθεί από την αρμόδια λειτουργό (ή ακόμα και από τρίτο, αδιευκρίνιστο πρόσωπο), αφού η συνέντευξη αναγνώστηκε στον Αιτητή μετά το πέρας της και το έντυπο αυτής υπογράφηκε τόσο από τον ίδιο όσο τον Αιτητή όσο και από την διερμηνέα, την κηδεμόνα του Αιτητή και την αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Από τη στιγμή που οι συγκεκριμένες απαντήσεις όντως τέθηκαν στον Αιτητή, ακόμα και κατά την επανανάγνωση του πρακτικού της συνέντευξής του σε αυτόν, η ευλόγως αναμενόμενη πρακτική θα ήταν να υπάρχει η υπογραφή της λειτουργού και του Αιτητή έπειτα από την κάθε μία χειρόγραφη ερώτηση.
Δε μπορώ να παραβλέψω επίσης το γεγονός ότι οι εν λόγω ερωτήσεις άπτονται του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή καθώς αφορούν στην ολότητά τους τα γεγονότα που οδήγησαν τον Αιτητή, όντας αυτός ακόμα ανήλικος, στο να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να αιτηθεί διεθνή προστασία. Ορισμένες από τις ερωτήσεις αυτές διαπιστώνω να είναι διευκρινιστικές των αμέσως προηγούμενων δηλώσεων του Αιτητή καθώς και επιβεβαιωτικές ορισμένων εκ των λεγομένων του.
Επιπρόσθετα, δε παραγνωρίζω ότι τα ανωτέρω δε διέφυγαν της προσοχής ούτε των Καθ’ ων η αίτηση. Στον διοικητικό φάκελο του Αιτητή, και συγκεκριμένα στο ερυθρό 110, εντοπίζεται επιστολή της Δικηγόρου της Νομικής Υπηρεσίας για τους Καθ’ ων η αίτηση, η οποία χειριζόταν την υπόθεση απευθυνόμενη προς την Προϊσταμένη της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 04/05/2023. Με τη συγκεκριμένη επιστολή ζητείται όπως αποσαφηνιστεί εάν οι χειρόγραφα σημειωμένες απαντήσεις υποβλήθηκαν στον Αιτητή και, σε περίπτωση θετικής απάντησης, που καταγράφονται οι απαντήσεις επί των συγκεκριμένων ερωτήσεων. Με βάση δε τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου η συγκεκριμένη επιστολή δεν απαντήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Η απουσία σαφούς απάντησης των Καθ’ ων η αίτηση επιβεβαιώθηκε και από τη δικηγόρο η οποία εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς κατά τις διευκρινήσεις στις 03/07/2024 δήλωσε στο Δικαστήριο ερωτούμενη σχετικά πως η αρμόδια λειτουργός βρίσκεται σε άδεια και, συνεπώς, δε δύναται να απαντήσει στο εν λόγω ερώτημα, αναφέροντας απλώς ότι «αυτό αποτελεί μια πρακτική υποβοήθησης του εκάστοτε λειτουργού».
Τέλος, τονίζεται ότι κατά την ημερομηνία διενέργειας της συνέντευξης ο Αιτητής ήταν ακόμη ανήλικος με την συνήγορό του να επιχειρηματολογεί περί παραβίασης του άρθρου 10 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προνοεί:
«[…]
(1Α) Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου οι οποίες αφορούν τη διεθνή προστασία και τους ανηλίκους.»
Περαιτέρω, στο άρθρο 13Α (9) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, προνοούνται τα ακόλουθα:
«Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησης του. Για το σκοπό αυτό η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε –
(α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της ευαισθησίας του αιτητή∙
[…..]
(ε) οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται με τρόπο κατάλληλο για παιδιά.
Στο άρθρο 13Α (9) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, προνοούνται τα ακόλουθα:
«Κατά τη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης επί της ουσίας της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στον αιτητή κατάλληλη ευκαιρία:
(α) Να παρουσιάσει τα στοιχεία που απαιτούνται για την, κατά το δυνατόν, πλήρη τεκμηρίωση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18,
(β) να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με στοιχεία τα οποία ενδεχομένως λείπουν ή/και σχετικά με τυχόν ασυνέπειες ή αντιφάσεις στο πλαίσιο των δηλώσεων του αιτητή.»
Αποτελεί γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, ότι η διοίκηση κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της οφείλει να τηρεί τους τύπους που απαιτεί ο νόμος για την έκδοση μιας διοικητικής πράξης. Παράβαση ουσιώδους τύπου καθιστά την πράξη παράνομη. Το αποφασιστικό κριτήριο του διαχωρισμού των τύπων σε ουσιώδεις και επουσιώδεις είναι η ενδεχόμενη επίδραση της μη τήρησής τους στο περιεχόμενο της πράξης. Αν η παρατυπία επέδρασσε στο αποτέλεσμα της απόφασης που πάρθηκε, θεωρείται ουσιώδης.[1]
Ως «τύπος της διαδικασίας» νοούνται οι ενέργειες των διοικητικών οργάνων, οι οποίες συνδέονται με την έκδοση ορισμένης διοικητικής πράξης. Με την έννοια «τύπος» αποδίδονται ταυτόχρονα τόσο οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν την έκδοση μίας διοικητικής πράξης όσο και η εξωτερική μορφή, την οποία προσλαμβάνει μία διοικητική πράξη, προκειμένου να καταστεί υποστατή η βούληση της διοίκησης. Σε αντίθεση όμως, με την παράβαση ουσιαστικών διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, δυνάμει της οποίας στοιχειοθετείται δίχως άλλο λόγος ακυρώσεως, στην περίπτωση της παράβασης τύπου της διαδικασίας, ο νόμος απαιτεί αυτή να αφορά όχι σε οποιοδήποτε τύπο, αλλά μόνο σε ουσιώδη. Αυτό σημαίνει ότι η παράβαση ενός επουσιώδους τύπου της διαδικασίας δεν επιφέρει την ακύρωση της διοικητικής πράξης, παρά το γεγονός ότι και οι λόγοι αυτοί προβλέπονται από το νόμο και επομένως η παράβαση τους συνιστά παρανομία. Η διάκριση αυτή σε ουσιώδεις και επουσιώδεις τύπους, αποτελεί εξαίρεση από την, κατ’ αρχήν, απόλυτη δεσμευτικότητα του νόμου. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη δεν έγινε τυχαία, αλλά αντιθέτως εξυπηρετεί την απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης και την αποφυγή της άσκοπης καθυστέρησης και παρέκκλισης του διοικητικού έργου, την οποία δημιουργεί η καταχρηστική επίκληση διαδικαστικών σφαλμάτων, ιδίως όταν αυτά ουδεμία επιρροή μπορούσαν να ασκήσουν στο περιεχόμενο της διοικητικής πράξης.
Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δ. Φέσα κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Α.Ε. 10/2016, ημερομηνίας 01/03/2023, ECLI:CY:AD:2023:C74 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακολουθώντας στο προκείμενο και τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, διακρίνει την παράβαση τύπου σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο. Τα κριτήρια δε που λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη ενέχει αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης (βλ. το Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος 2, 14η έκδ., σελ. 124-126, παρ. 499-500 και Παπαλουκάς κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656).
Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι, όντως οι ερωτήσεις που προστέθηκαν χειρόγραφα στο πρακτικό της συνέντευξης και οι οποίες δε φαίνεται ξεκάθαρα εάν τέθηκαν ή όχι ή εάν, σε περίπτωση που τέθηκαν, αυτές απαντήθηκαν επιδρά ουσιωδώς στη διαδικασία. Η σημασία της προσωπικής συνέντευξης αιτητή ασύλου στην λήψη απόφασης καθίσταται καθοριστική για την αξιολόγηση της αίτησης του, εφόσον επιβάλλεται στο αρμόδιο όργανο, να βεβαιώνεται ότι οι αιτητές έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν τους λόγους της αίτησής τους κατά τρόπο ολοκληρωμένο.
Αποτελεί κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν δόθηκε στον Αιτητή η ευκαιρία να παρουσιάσει τους λόγους που προωθεί με την αίτησή του για διεθνή προστασία με τρόπο ικανοποιητικό και ολοκληρωμένο. Δεν διαφαίνεται με βεβαιότητα από τα ενώπιον μου στοιχεία κατά πόσο ο Αιτητής ερωτήθηκε τα όσα χειρογράφως προστέθηκαν από την αρμόδια λειτουργό ως ερωτήσεις προς απάντηση. Το συγκεκριμένο αποτελεί ουσιώδη παράβαση της διοίκησης που προσλαμβάνει παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία συμπαρασύρει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Ως εκ τούτου κρίνω ότι πάσχει η νομιμότητα της πράξης, αποδεχόμενη τα επιχειρήματα της συνηγόρου του Αιτητή για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Ενόψει της κατάληξής μου αυτής η εξέταση της ορθότητας της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά και η εξέταση των αιτούμενων θεραπειών Γ και Δ επί της αίτησης ακύρωσης, παρέλκει.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18). Επιδικάζονται €1000 πλέον ΦΠΑ έξοδα υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.
Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ
[1] Άρθρο 13 περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου του Νόμου 158(Ι)/1999
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο