
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: Τ762/24
23 Ιανουαρίου, 2025
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. M. O.
2. A. O. (υιός)
Αιτητές
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
........
Η Αιτήτρια είναι παρούσα
Π. Μπενέτης για Αλ Ταχέρ, Μπενέτης και Συνεργάτες, για τους Αιτητές
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Οι Αιτητές με την παρούσα προσφυγή, αξιώνουν την ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 17/5/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια αρ. 1 (στο εξής «η Αιτήτρια») στις 20/5/2024 και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή της δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τους Αιτητές και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019. Tα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Η Αιτήτρια και ο υιός της είναι υπήκοοι Γεωργίας και υπέβαλαν αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 10/5/2021. Στις 17/05/2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 24/5/2021 ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας των Αιτητών στις 25/5/2021. Στις 28/5/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα των Αιτητών, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε από την Αιτήτρια στις 12/7/2021.
Ακολούθως, την 1/8/2021, καταχωρήθηκε η προσφυγή με αριθμό 4928/21 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία ωστόσο απορρίφθηκε στις 15/10/2021.
Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 19/4/2022 οι Αιτητές υπέβαλαν μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση του αιτήματός τους για παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Στις 19/5/2022, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα των Αιτητών. Στις 20/5/2022, εξουσιοδοτημένος λειτουργός ενέκρινε το Σημείωμα/Εισήγηση αποφασίζοντας όπως η μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητών κριθεί απαράδεκτη. Στις 24/6/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα των Αιτητών, η οποία δόθηκε δια χειρός στην Αιτήτρια στις 29/6/2022.
Εν συνεχεία και συγκεκριμένα στις 12/7/2022 η Αιτήτρια καταχώρισε εκ νέου προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία στις 30/5/2023 αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Στις 17/5/2024 οι Αιτητές υπέβαλαν δεύτερο μεταγενέστερο αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου τους, το οποίο κρίθηκε αυθημερόν από την Υπηρεσία Ασύλου ως απαράδεκτο. Στη συνέχεια, εναντίον της εν λόγω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Οι Αιτητές παραθέτουν στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της Γραπτής Αγόρευσης, η Αιτήτρια μέσω του συνηγόρου της προωθεί ως λόγο ακύρωσης την έλλειψη δέουσας έρευνας, αναφέροντας ότι λόγω της διάγνωσης του υιού της με διαταραχή αυτιστικού φάσματος, δεν εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, καθότι λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων, δεν θα μπορεί να λαμβάνει τις απαιτούμενες θεραπείες, ενώ η απότομη αλλαγή, τόσο του γλωσσικού περιβάλλοντος, όσο και του τρόπου ζωής του θα έχει ανεπανόρθωτη βλάβη στην ψυχοσωματική του ανάπτυξη, στη σχολική του πρόοδο και την κοινωνική του ενσωμάτωση.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο συνήγορος των Αιτητών κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 18/9/2024, επανέλαβε πως δεν λήφθηκε υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, ότι η Αιτήτρια προσκόμισε όλες τις σχετικές ιατρικές βεβαιώσεις και ότι εάν επιστρέψει στη Γεωργία το παιδί της δεν θα λάβει την κατάλληλη αγωγή, ενώ θα καταστεί δύσκολη η ενσωμάτωσή του στην κοινωνία, καθότι δεν γνωρίζει την γλώσσα.
Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με τον κανονισμό 3(ε) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Συνεπώς, λαμβάνω υπόψη τα όσα η Αιτήτρια αναφέρει επί της ενώπιον μου διαδικασίας, μέσω του συνηγόρου της.
TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και του συνηγόρου της.
Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:
"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.
Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Απαράδεκτες αιτήσεις
12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...]
(β) [...]
(γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερη αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i) μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.
[...]»
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης των Αιτητών η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».
Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).
Ως εκ τούτου, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της (δεύτερης) μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».
Συνεπώς, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ’ εαυτό σε ουσιαστική εξέτασή τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ)(3)(β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.
Στην παρούσα υπόθεση, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίνοντας ότι τα στοιχεία που υπέβαλε δεν αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Τέλος, κρίθηκε ότι από τα στοιχεία που έχει προβάλει η Αιτήτρια, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Γεωργία, θα διατρέχει η ίδια ή ο υιός της (Αιτητής 2) κίνδυνο να υποστούν βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίθηκε ως απαράδεκτη με βάση τα άρθρα 12Β τετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.
Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους. Παρατηρώ ότι στην αίτησή της η Αιτήτρια κατέγραψε ως λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα της ότι το παιδί της έχει αυτισμό και την συμβούλεψαν να έρθει στη Δημοκρατία για θεραπεία.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης η Αιτήτρια ανέφερε ότι είναι Γεωργιανή υπήκοος, βρίσκεται σε διάσταση με τον σύζυγό της, ενώ ο υιός της έχει διαγνωστεί με αυτισμό και παρακολουθείται από ειδικούς στη Δημοκρατία. Σε διευκρινιστικά ερωτήματα δήλωσε ότι δεν απευθύνθηκε για θεραπεία στη χώρα της, επειδή η πρώην πεθερά της, η οποία διαμένει στη Δημοκρατία, της είπε ότι οι γιατροί στη Δημοκρατία είναι καλύτεροι. Ερωτηθείσα για το ενδεχόμενο επιστροφής τους στη Γεωργία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα μπορέσει το παιδί της να συνεχίσει τις θεραπείες, αλλά η λογοθεραπεία, δεν θα παρέχεται δωρεάν όπως γίνεται στη Δημοκρατία και θα αντιμετωπίσουν οικονομικής φύσεως προβλήματα.
Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε ένα ουσιώδη ισχυρισμό, ότι η Αιτήτρια επιθυμεί να λάβει θεραπείες για το παιδί της στη Δημοκρατία για οικονομικού περιεχομένου λόγους. Παρά το γεγονός ότι ως κατέγραψε η λειτουργός, επισημάνθηκαν αντιφάσεις και μη επαρκείς πληροφορίες στις δηλώσεις της (ενώ αφίχθηκε στη Δημοκρατία το 2017 αποτάθηκε για ιατρική γνωμάτευση το 2019), ο ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, λαμβάνοντας υπόψη και τα σχετικά έγγραφα διάγνωσης και θεραπειών που προσκόμισε η Αιτήτρια. Ακολούθως, η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και στον περί Προσφύγων Νόμο, και συνακόλουθα δεν μπορεί να τύχει χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας αντίστοιχα. Το αίτημα της Αιτήτριας και του υιού της απορρίφθηκε στη βάση του άρθρου 12Δ (3)(γ) και 4(β) του περί Προσφύγων Νόμου, επειδή η Αιτήτρια κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί μέσω διατάγματος ως ασφαλής χώρα καταγωγής.
Στην μεταγενέστερη αίτησή της για επανάνοιγμα του φακέλου της, η οποία υπεβλήθη στις 19/4/2022, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο υιός της έχει αυτισμό και παρακολουθείται από ειδικούς στη Δημοκρατία. Πρόσθεσε πως εάν επιστρέψει στη χώρα της, δεν θα έχει την οικονομική δυνατότητα να τον βοηθήσει και ότι δεν υπάρχουν καλοί γιατροί εκεί. Τέλος, δήλωσε ότι στη χώρα της δεν υπάρχουν ευκαιρίες εργασίας και ότι είναι καλύτερο για το παιδί της όπως παραμείνουν στη Δημοκρατία (βλ. ερυθρό 100 του διοικητικού φακέλου).
Η δεύτερη προσφυγή της Αιτήτριας (4289/22) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 30/5/2023.
Με τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή της η Αιτήτρια δήλωσε ότι αρχικά ήρθε με τον υιό της στη Δημοκρατία λόγω οικονομικών προβλημάτων, καθότι η πεθερά της βρίσκεται κι αυτή στην Κύπρο και ακολούθως ο υιός της διαγνώστηκε με αυτισμό. Ανέφερε ότι ο υιός της λαμβάνει ειδικές θεραπείες, οι οποίες πρέπει να γίνονται συστηματικά, ενώ αυτές διεξάγονται στην ελληνική γλώσσα, η οποία είναι η μόνη γλώσσα που κατανοεί. Ανέφερε ότι εάν επιστρέψει στη χώρα της, δεν θα μπορεί να εργάζεται και να φροντίζει ταυτόχρονα το παιδί της, ούτε θα έχει την οικονομική δυνατότητα να του παρέχει τις απαιτούμενες θεραπείες. Επίσης ανέφερε ότι η θεραπεία της διαταραχής αυτής στη Δημοκρατία είναι πιο εξελιγμένη απ’ ότι στη χώρα της. Επισύναψε με την αίτησή της βεβαιώσεις για τις θεραπείες που λαμβάνει ο υιός της στη Δημοκρατία (βλ. ερυθρά 155-154 του διοικητικού φακέλου).
Οι Καθ’ ων η αίτηση αντιπαραβάλλοντας τον προβαλλόμενο με τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ισχυρισμό της Αιτήτριας με τις δηλώσεις της κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, αποφάνθηκαν ότι οι λόγοι που επικαλείται είναι ως επί της ουσίας οικονομικοί και δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, έκριναν ότι τα στοιχεία που προέβαλε η Αιτήτρια δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και απέρριψαν τη δεύτερη μεταγενέστερη της αίτηση ως απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 12Β τετράκις και του 16(Δ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο των Αιτητών και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρουν με τη δεύτερη μεταγενέστερη τους αίτηση, καταλήγω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν τα όσα η Αιτήτρια έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(β), ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων. Ευλόγως και ορθώς οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας ως απαράδεκτη, καθώς το ζήτημα των οικονομικών της δυσκολιών και το θέμα υγείας του παιδιού της εξετάστηκε επί της ουσίας στα πλαίσια της αρχικής αίτησης και ως εκ τούτου δεν αποτελούν νέα στοιχεία.
Επισημαίνεται ότι στη συνέντευξή της είχε δηλώσει ότι στη χώρα της αποτάθηκε σε νευρολόγο για το παιδί της, ο οποίος της είπε ότι έχει συμπτώματα αυτισμού, ότι θα χρειαστεί θεραπείες και ότι δεν είναι κάτι επικίνδυνο. Όπως η ίδια δήλωσε δεν ακολούθησαν οποιαδήποτε θεραπεία στη Γεωργία, διότι η πρώην πεθερά της, η οποία διαμένει στη Δημοκρατία, της είπε ότι οι γιατροί στην Κύπρο είναι καλύτεροι. Επιπλέον, όταν ρωτήθηκε σχετικά, η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε οικονομικές δυσκολίες σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα τους, καθότι ως δήλωσε οι λογοθεραπείες δεν παρέχονται δωρεάν όπως στη Δημοκρατία. Οι ανησυχίες της Αιτήτριας όπως εκφράστηκαν και στις δύο μεταγενέστερες αιτήσεις της περιστρέφονται γύρω από την έλλειψη οικονομικών πόρων και όχι στο γεγονός ότι οι απαιτούμενες θεραπείες δεν είναι διαθέσιμες ή προσβάσιμες στη Γεωργία.
Σύμφωνα με τον οδηγό της ΕΑΣΟ άτομα που γεννήθηκαν με αναπηρία ή συγγενή διαταραχή, ή άτομα που απέκτησαν κάποια αναπηρία λόγω πολέμου, των συνεπειών του ή ατυχήματος ή άτομα που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες δύναται να εμπίπτουν σε κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα καθότι μπορεί να θεωρηθεί ότι μοιράζονται ένα έμφυτο χαρακτηριστικό ή κοινό υπόβαθρο που δεν μπορεί να αλλάξει, ανάλογα με τις ατομικές τους περιστάσεις. Σημειώνεται ότι οι διακρίσεις και ο στιγματισμός των ατόμων που ζουν με αναπηρίες ή ορισμένες ασθένειες μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, οι οποίες προκύπτουν από νόμους, έθιμα, παραδόσεις ή μύθους. Ανάλογα με τις προσωπικές συνθήκες, ενδέχεται να ισχύουν διακρίσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στην εκπαίδευση, την απασχόληση ή την υγεία, και γενικότερα στην άσκηση σε ευρύ φάσμα πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων.
Σε κάθε περίπτωση όμως ακόμη και εάν διαπιστωθεί ότι αιτούντας εμπίπτει σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα (στην παρούσα περίπτωση άτομο με αυτισμό), δεν επαρκεί από μόνο του ώστε αυτός να πληροί τις προϋποθέσεις για το καθεστώς του πρόσφυγα. Πρέπει επίσης να πληρούνται τα άλλα κριτήρια ένταξης στον ορισμό του πρόσφυγα. Ειδικότερα, πρέπει να υπάρχει ένας σύνδεσμος (δηλ. αιτιώδης συνάφεια) μεταξύ της συμμετοχής του αιτούντος σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα και ενός βάσιμου φόβου δίωξης, ή απουσία προστασίας έναντι αυτής της δίωξης.
Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα προέλευσης και με τις επιμέρους περιστάσεις, τα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνική ομάδα «ατόμων με αναπηρία/ασθένεια» μπορεί να εκτεθούν σε διάφορες πράξεις δίωξης, συμπεριλαμβανομένων σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η περίπτωση μπορεί επίσης να είναι ότι οι διακρίσεις και ο στιγματισμός σε βάρος ατόμων που ζουν με αναπηρία ισοδυναμούν με δίωξη κατά την έννοια του άρθρου 9 οδηγία 2011/95/ΕΕ.[1]
Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι ο όρος «δίωξη» δεν ορίζεται στη Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες. Η ιδέα είναι ευέλικτη, προσαρμόσιμη και αρκετά ανοιχτή ώστε να αντικατοπτρίζει συνεχώς μεταβαλλόμενες μορφές δίωξης. Ωστόσο και σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ για να θεωρηθεί μια πράξη πρέπει να είναι, είτε αρκούντως σοβαρή από τη φύση της ή επανάληψη ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως των δικαιωμάτων από τα οποία δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ ή να αποτελεί συσσώρευση διαφόρων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία είναι αρκετά σοβαρή ώστε να επηρεάζει ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο όπως αναφέρεται στο πρώτο σημείο.
Η Αιτήτρια τόσο κατά την διάρκεια της συνέντευξής της, αλλά και επί της μεταγενέστερης αίτησής της αναφέρει ότι πρόκειται να αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες σε περίπτωση επιστροφής της στην Γεωργία και όχι ότι δεν θα παρέχεται οποιαδήποτε θεραπεία στον γιο της (βλ. ερ 52 Δ.Φ.). Η Αιτήτρια δεν παρέθεσε οποιαδήποτε νέα στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη Γεωργία λόγω της ασθένειας από την οποία πάσχει, ως άτομο με αυτισμό αντιθέτως αρκέστηκε σε επανάληψη των αρχικών ισχυρισμών του. Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Από τα ενώπιον μου στοιχεία και τα όσα παρατίθενται στην μεταγενέστερη αίτηση κάτι τέτοιο δεν προκύπτει αλλά ούτε και αποδεικνύεται.
Εκ του περισσού διεξήχθη έρευνα στη βάση δεδομένων Medcoi της EASO και σύμφωνα με περιπτωσιολογική μελέτη[2] (εξάχρονος από τη Γεωργία με σοβαρής μορφής αυτισμό, με αναγκαία παρακολούθηση από λογοθεραπευτή και εργοθεραπευτή) διαπιστώθηκε ότι στη Γεωργία υπάρχει οικονομική στήριξη για τέτοιες περιπτώσεις, αλλά η διαχείριση και η επιστροφή των χρημάτων ανατίθεται σε επίπεδο πόλης. Οι περισσότερες πόλεις διαθέτουν προγράμματα στήριξης- τα προγράμματα αυτά, ωστόσο, καλύπτουν συνήθως μέρος του κόστους των θεραπειών. Επίσης αναφέρεται ότι τα παιδιά με αυτισμό συνήθως φοιτούν κανονικά σε δημόσια σχολεία, τα οποία είναι δωρεάν και όπου ακολουθούν το κανονικό πρόγραμμα σπουδών. Σε ορισμένα σχολεία μπορεί να υπάρχει ψυχολόγος για την υποστήριξή τους, αλλά δεν υπάρχει κάποιο ειδικό πρόγραμμα που να απευθύνεται σε αυτά. Οι ασθενείς με σοβαρής μορφής αυτισμό στέλνονται συνήθως σε κέντρα για παιδιά με ειδικές ανάγκες.
Με βάση τα ανωτέρω δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής 2 δεν θα έχει σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του πρόσβαση σε διαθέσιμη ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη, μέρος της οποίας επιχορηγείται και από το κράτος και ως εκ τούτου δεν κινδυνεύει να υποστεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Γεωργία απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση λόγω της ασθένειας από την οποία πάσχει, ως άτομο με αυτισμό.
Υπενθυμίζεται ακόμη πως σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ, στην υπόθεση Mohamed M'Bodj v Βελγικού Δημοσίου (ΔΕΕ C-542/13), η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη «πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου», δηλαδή να είναι αποτέλεσμα ηθελημένης ανθρώπινης ενέργειας.
Ειδικότερα στην ανωτέρω απόφαση αναφέρεται:
σκέψη 35:«Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής.»
σκέψη 40: Εντούτοις, το γεγονός ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεν είναι δυνατή, δυνάμει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευτεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η απομάκρυνση πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια υπηκόου τρίτης χώρας προς χώρα στην οποία δεν υπάρχει κατάλληλη θεραπευτική αγωγή δεν σημαίνει ότι είναι υποχρεωτικό να του χορηγηθεί άδεια διαμονής σε κράτος μέλος, δυνάμει του καθεστώτος επικουρικής προστασίας που προβλέπει η οδηγία 2004/83.
σκέψη 41: Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η σοβαρή προσβολή που αυτό διαλαμβάνει δεν καλύπτει περίπτωση κατά την οποία τυχόν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, κατά τα προβλεπόμενα από την εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία, την οποία ενδέχεται να υποστεί αιτών διεθνή προστασία σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του είναι απόρροια της ελλείψεως κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη συγκεκριμένη χώρα, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εκ προθέσεως αρνήσεως χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεως στον εν λόγω αιτούντα.»
[…] σκέψη 43: Εντούτοις, η επιφύλαξη του άρθρου 3 της οδηγίας 2004/83 απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις που χορηγούν το προβλεπόμενο από την οδηγία καθεστώς της επικουρικής προστασίας σε υπήκοο τρίτης χώρας πάσχοντα από σοβαρή ασθένεια λόγω του κινδύνου επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του συνεπεία της ελλείψεως κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής, καθόσον τέτοιου είδους διατάξεις δεν συνάδουν με τη συγκεκριμένη οδηγία”.
Επομένως, αποκλείεται η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που απορρέει από δυσχερείς κοινωνικοοικονομικές ή υγειονομικές συνθήκες στη χώρα καταγωγής, χωρίς να μπορεί να προσδιορισθεί κανένας υπεύθυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Εν προκειμένω, αφενός υπάρχει θεραπεία σε άτομα πάσχοντα από αυτισμό και πρόσβαση τους στο σύστημα υγείας της χώρας παρά τις όποιες ανεπάρκειες αυτού και αφετέρου εκλείπει το στοιχείο της ηθελημένης κακομεταχείρισης ως απαιτεί το άρθρο 15 στοιχείο β της Οδηγίας, ήτοι το ίδιο το κράτος/δημόσιες αρχές ή μη κρατικοί φορείς να αποστερούν εσκεμμένα (με εκούσιες πράξεις ή παραλείψεις) από τον εν λόγω Αιτητή την πρόσβαση αλλά και χορήγηση σε αυτόν ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης.
Ως εκ τούτου δεν προκύπτει από τα όσα επικαλείται η Αιτήτρια δια της μεταγενέστερης της αιτήσεως και τα περιστατικά της παρούσας υπόθεση ότι το πρόσωπο αυτό (Αιτητής 2) είναι «απολύτως εξαρτημένο από την κρατική αρωγή» και «η αδιαφορία των αρχών [του συγκεκριμένου κράτους] θα είχε ως συνέπεια να περιέλθει [το πρόσωπο αυτό] ανεξαρτήτως της θελήσεώς του και των προσωπικών του επιλογών, σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως, η οποία θα τον εμπόδιζε να αντιμετωπίσει τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες του, όπως είναι μεταξύ άλλων η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση, και η οποία θα έβλαπτε την ψυχική ή σωματική υγεία του ή θα τον περιήγε σε κατάσταση εξευτελισμού ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».[3]
Ομοίως, το ΕΔΔΑ σε νομολογία του έκρινε πως σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις, η απέλαση του προσφεύγοντος θα ισοδυναμούσε με παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, θέτοντας ένα υψηλό όριο προς τεκμηρίωση της παραβίασης του άρθρου 3 για λόγους που αφορούν την υγεία.
Ειδικότερα στην απόφαση N. κατά Ηνωμένου Βασιλείου[4] αναφέρεται πως:
«42. Συνοπτικά, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, μετά την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση D. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, εφαρμόζει παγίως τις ακόλουθες αρχές. Αλλοδαποί οι οποίοι υπόκεινται σε απέλαση δεν μπορούν καταρχήν να επικαλεστούν οποιοδήποτε δικαίωμα παραμονής στην επικράτεια συμβαλλόμενου κράτους προκειμένου να συνεχίσουν να επωφελούνται ιατρικής, κοινωνικής ή άλλης μορφής βοήθειας και υπηρεσιών που παρέχει το κράτος που προβαίνει στην απέλασή τους. Το γεγονός ότι οι περιστάσεις του προσφεύγοντος, συμπεριλαμβανομένου του προσδόκιμου ζωής του, θα επιδεινωθούν σημαντικά εάν απομακρυνθεί από το συμβαλλόμενο κράτος δεν επαρκεί αφ’ εαυτού για να υπάρχει παράβαση του άρθρου 3. Η απόφαση απομάκρυνσης αλλοδαπού που πάσχει από σοβαρή ψυχική ή σωματική ασθένεια σε χώρα στην οποία τα μέσα αντιμετώπισης της συγκεκριμένης ασθένειας είναι λιγότερο αποτελεσματικά σε σχέση με τα διαθέσιμα στο συμβαλλόμενο κράτος ενδέχεται να εγείρει ζήτημα βάσει του άρθρου 3, αλλά μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ήτοι όταν συντρέχουν σοβαροί ανθρωπιστικοί λόγοι κατά της απέλασης. Στην υπόθεση D. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, οι όλως εξαιρετικές περιστάσεις συνίσταντο στο γεγονός ότι η κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος ήταν κρίσιμη και φαινόταν να είναι ετοιμοθάνατος, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να εξασφαλίσει φροντίδα ή ιατρική περίθαλψη στη χώρα καταγωγής του και δεν διέθετε συγγενείς εκεί οι οποίοι θα ήταν σε θέση ή θα επιθυμούσαν να τον φροντίσουν και να του παράσχουν ακόμη και το βασικό επίπεδο τροφής, καταλύματος ή κοινωνικής στήριξης».
Επομένως, ούτε οποιαδήποτε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ συντρέχει, καθώς ο Αιτητής 2 θα τύχει πρόσβασης σε κατάλληλη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ως εξάλλου αναφέρει και η ίδια η Αιτήτρια 1, αλλά ούτε και από τα ιατρικά τεκμήρια που προσκόμισε δια της μεταγενέστερης της αιτήσεως προκύπτει ότι κινδυνεύει να επιδεινωθεί η υγεία του υιού της (Αιτητής 2) με την τυχόν επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του. Ούτε ο Αιτητής προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι συντρέχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι, αν το μέτρο αυτό εκτελεστεί, ο ίδιος θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.[5]
Ως εκ τούτου και σε κάθε περίπτωση παρατηρώ ότι οι λόγοι που αναφέρει η Αιτήτρια στη δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή της δεν αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτήν και τον υιό της καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς επί των όσων επικαλείται δεν τεκμηριώνουν συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό τους για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή τους στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου). Οι Αιτητές δεν επικαλούνται ειδικώς αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψουν στη χώρα ιθαγένειάς τους, θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε μια μεταγενέστερη διαδικασία αίτησης ο αιτών έχει το βάρος απόδειξης να υποβάλει συγκεκριμένα νέα στοιχεία που δείχνουν ότι οι σχετικές περιστάσεις υπό το φως της αίτησής του/της για το καθεστώς πρόσφυγα ή την επικουρική προστασία «αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα» να πληροί τα κριτήρια διεθνούς προστασίας.
Ως εκ τούτου επαναλαμβάνω, ορθώς, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητών διαπιστώνοντας τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της αίτησης.
Επαναλαμβάνεται ότι τα όσα αναφέρει επί της παρούσας διαδικασίας αποτελούν επανάληψη των όσων κατέγραψε στην πρώτη μεταγενέστερη αίτησή της, αλλά και όσων ανέφερε κατά την προγενέστερη αίτηση ασύλου της. Από τα ενώπιον μου στοιχεία κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν παρέθεσε οποιαδήποτε νέα στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή σοβαρής βλάβης για την ίδια ή τον υιό της στη χώρα καταγωγής τους, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναθεώρηση της προηγούμενης απόφασης προχωρώντας σε επί της ουσίας εξέτασής της σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (3) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Περαιτέρω, ορθώς οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν κάλεσαν την Αιτήτρια σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο και προέκυπτε από τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία. Οι Αιτητές δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογούν το επανάνοιγμα του φακέλου τους και την εξέταση της ουσίας του αιτήματός τους.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα των Αιτητών εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο.
Σημειώνεται συναφώς, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31/05/2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) με το οποίο η χώρα καταγωγής των Αιτητών ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, χωρίς εν προκειμένω αυτοί να έχουν προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν στους ίδιους και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες της από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Οι Αιτητές δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής[6].
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €400 εναντίον των Αιτητών.
Κ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EASO: EASO Practical Guides Series - Guidance on membership of a particular social group, March 2020, σ. 25-27
https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Guidance-on%20MPSG-EN.pdf
[2] EASO MedCOI – Medical Country of Information - Question & Answer ACC-20210216-GE-7430, 1 March 2021
[3] Αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo (C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 92), και της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. (C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219, σκέψη 90).
[4] N. κατά Ηνωμένου Βασιλείου [τμήμα ευρείας συνθέσεως], προσφυγή αριθ. 26565/05, 27 Μαΐου 2008 https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-86490#{%22itemid%22:[%22001-86490%22
[5] Απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Δεκεμβρίου 2016 (απόφαση Paposhvili, CE:ECHR:2016:1213JUD004173810).
[6] European Asylum Support Office (EASO), 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), σ. 36
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο