R..A.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T962/24, 27/1/2025
print
Τίτλος:
R..A.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T962/24, 27/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                    Υπόθεση Αρ.:  T962/24

 

27 Ιανουαρίου, 2025

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

R..A.B.

 

Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

(Μ. Nars (κος) για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα).     

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 31/07/2024 η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 07/08/2024 και με την οποία την πληροφορούν ότι απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την Αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019. Tα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Η Αιτήτρια  είναι υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν και στις 04/02/2020, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 08/09/2020, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της EASO, ο οποίος στις 06/11/2020, ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας.  Στις 08/12/2020, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Στις 18/02/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία στάλθηκε ταχυδρομικώς  στις 19/02/2021.

Στη συνέχεια στις 29/04/2021, η Αιτήτρια, καταχώρησε την προσφυγή με αριθμό 2455/21 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου στις 23/09/2022. Στις 21/09/2023 η Αιτήτρια καταχώρησε εκ νέου προσφυγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τον αριθμό 3396/23, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 10/09/2024.

Στις 28/09/2022, η Αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση του αιτήματός της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 29/07/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία.  Στις 31/07/2024, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενεργώντας για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου Λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε την εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση να κριθεί ως απαράδεκτη. Την 01/08/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα της Αιτήτριας, η οποία δόθηκε δια χειρός σε αυτήν στις 07/08/2024.  Έπειτα, εναντίον της εν λόγω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια δεν παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας κάποιο νομικό λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης, περιοριζόμενη στη δήλωση ότι επιθυμεί όπως υποβάλει προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου διότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα της καθότι κινδυνεύει η ζωή της ίδιας και της κόρης της. Κατά την ακροαματική διαδικασία, η Αιτήτρια  επαναλαμβάνει τους ίδιους ισχυρισμούς.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας.

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

 

Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i)            Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

 

Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, προκειμένου δηλαδή να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης. Σημειώνετε ότι σύμφωνα με το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε μια μεταγενέστερη διαδικασία αίτησης ο αιτών έχει το βάρος απόδειξης να υποβάλει συγκεκριμένα νέα στοιχεία που δείχνουν ότι οι σχετικές περιστάσεις υπό το φως της αίτησής του/της για το καθεστώς πρόσφυγα ή την επικουρική προστασία «αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα» να πληροί τα κριτήρια διεθνούς προστασίας. 

Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται, πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς να υπάρξει εξέταση επί της ουσίας της.

Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε μόνο προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:

α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή, διεθνούς προστασίας και

β) ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. (βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου).

Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-921/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2021, η διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης ορίζεται ως εξής: (Η υπογράμμισή του παρόντος δικαστηρίου)

«Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται

Περαιτέρω, τόσο η τελευταία περίοδος του άρθρου 40(3), όσο και το άρθρο 40(4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπουν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θέσουν επιπλέον προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, πρόβλεψη της οποίας έκανε χρήση ο εθνικός νομοθέτης με την εισαγωγή της υποπαραγράφου ii) στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, στη βάση της ανάλυσης που ακολούθησε το ΔΕΕ στην ανωτέρω απόφαση, το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης σε δύο στάδια, ένα προκαταρκτικό επί του παραδεκτού των νέων στοιχείων και, εφόσον γίνει παραδεκτή, ένα επί της ουσίας της αίτησης. Το προκαταρκτικό στάδιο χωρίζεται περαιτέρω σε δύο στάδια κατά τα οποία εξετάζονται τα εξής:

- αρχικά, εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95

- όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη/αρχική αίτηση, η εξέταση του παραδεκτού συνεχίζεται προκειμένου να εξακριβωθεί εάν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εάν ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (υποπαράγραφοι i) και ii) του άρθρου 16Δ(3)(β)).

Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι από τη διατύπωση του άρθρου 16Δ(3)(α) «Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη», προκύπτει ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης, δεν διεξάγεται συνέντευξη. Η προσθήκη αυτή στο συγκεκριμένο άρθρο έγινε με τον νόμο 142(I)/2020 της 13/10/2020 που τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο, χωρίς ωστόσο να γίνει αντίστοιχη τροποποίηση στο άρθρο 12Βτετράκις(3) με την προσθήκη επιφύλαξης ως προς την δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης πριν την απόφαση επί του παραδεκτού σε μεταγενέστερες αιτήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις αν υπάρχει κάποια ασυμφωνία ή σύγκρουση μεταξύ των προνοιών μιας νομοθεσίας και αυτών μιας άλλης τότε υπερισχύουν οι πρόνοιες της μεταγενέστερης από τις δύο νομοθεσίες, γνωστή ως η αρχή lex posterior derogat legi priori (βλ. Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Lextalionis Investments Ltd. κ.α., Αρ. Αγωγής: 3172/99, 25 Ιανουαρίου 2007). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς την ρύθμιση του ζητήματος καθώς προβλέπει τη δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ως η πρόβλεψη του άρθρου 16Δ(3)(α). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 42 «Διαδικαστικοί κανόνες»,

«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες των οποίων η αίτηση υπόκειται σε προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40 να απολαμβάνουν των εγγυήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική τους νομοθεσία κανόνες για την προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40. Οι κανόνες αυτοί μπορούν μεταξύ άλλων: α) να υποχρεώνουν τον συγκεκριμένο αιτούντα να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία·

β) να επιτρέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς προσωπική συνέντευξη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 6.

Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση των αιτούντων σε νέα διαδικασία ούτε να οδηγούν πρακτικώς στη ματαίωση ή στο σοβαρό περιορισμό της πρόσβασης αυτής.»

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, πως η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Χωρίς να απαιτείται κλήση του αιτητή σε συνέντευξη κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης-αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος, προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα οποία χρήζουν διερεύνησης. Από την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτει πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο αλλά είναι αίτηση, η απόφαση επί της οποίας προσβάλλεται στο Δικαστήριο και εξετάζεται στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Η εξέταση από το Δικαστήριο βεβαίως δεν επιβάλλει την εκ βάθρων εξέταση όλων των ζητημάτων που προκύπτουν από την αρχική αίτηση που υποβλήθηκε από τον αιτητή στο Δικαστήριο. 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας, η οποία αποτελεί απόφαση που έχει εκδοθεί δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της αρχικής αίτησης ασύλου, η Αιτήτρια  ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της επειδή είναι λεσβία. Ειδικότερα ανέφερε ότι της ζήτησε μια φίλη της να συνευρεθεί με άλλες γυναίκες  επ’ αμοιβή και δέχτηκε προκειμένου να μπορέσει να θρέψει την οικογένειά της. Όταν πληροφορήθηκε ότι οι άνθρωποι στο χωριό έμαθαν τι έκανε και ήθελαν να την κάψουν, διέφυγε στη Νιγηρία ( βλ.  ερ. 35 του δ.φ.). Φοβάται ότι εάν επιστρέψει στο Καμερούν θα τη σκοτώσουν. (βλ. ερ. 26 του δ.φ.). Ο  λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και χρησιμοποιώντας το μοντέλο DSSH ως καλή πρακτική, καθώς προτείνει μια δομημένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, έκρινε ότι η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας έν μπορούσε να τεκμηριωθεί. Ειδικότερα η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει επαρκώς τα συναισθήματα και τις εμπειρίες της ως προς τη διαφορετικότητα, το στίγμα και την ντροπή που βίωσε . Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν κατάφερε η Αιτήτρια να στοιχειοθετήσει ότι είναι πράγματι ομοφυλόφιλο άτομο. Επίσης, δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά σε περιστατικό από το οποίο επηρεάστηκε η ίδια, ούτε τεκμηρίωσε ότι η κοινωνία την αντιλαμβάνεται ως ομοφυλόφιλη. Επιπλέον, η Αιτήτρια δεν εξέφρασε ποτέ αίσθημα ντροπής για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, ούτε ανέφερε γεγονότα ή περιστάσεις στις οποίες αισθάνθηκε το στίγμα που επιφέρει η ομοφυλοφιλία. Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, ήτοι την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και το προφίλ της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν θα υποστεί στην χώρα καταγωγής της οποιαδήποτε μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβη κρίνοντας ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/ βάσιμοι λόγοι η Αιτήτρια σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Στην συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, και συνακόλουθα δεν μπορεί να τύχει χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας.

Η Αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας η οποία απορρίφθηκε.

Στο πλαίσιο του εντύπου της μεταγενέστερης αίτησης την οποία συμπλήρωσε στις 28/09/2022, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της είναι επειδή εξασκεί το λεσβιασμό, ο οποίος δεν επιτρέπεται στο Καμερούν. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι την έπιασαν επ’ αυτοφώρω και έπρεπε να φύγει από τη χώρα της, καθώς την αναζητούν για να την σκοτώσουν, διότι θεωρούν πως αν δεν την σταματήσουν, θα ενθαρρύνει και άλλα άτομα να προβούν στην πράξη αυτή και θα καταστρέψει τη νέα γενιά. Ως εκ τούτου διέφυγε στην Κύπρο για να προστατέψει τη ζωή της. (βλ. ερ.116 του δ.φ.). Η Αιτήτρια με τη μεταγενέστερη της αίτηση προσκόμισε και το πιστοποιητικό γέννησης της κόρης της. (βλ. ερ. 144 του δ.φ.).

Στην συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός, παραθέτοντας το νομικό πλαίσιο που αφορά μεταγενέστερες αιτήσεις όπως η παρούσα και την εξέταση του παραδεκτού τέτοιων αιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3)(α), έκρινε ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν αποτελούν νέα στοιχεία  καθότι η Αιτήτρια δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους με την αρχική της αίτηση. Ως προς το πιστοποιητικό γεννήσεως της κόρης της ομοίως έκρινε ότι δεν αποτελεί νέο στοιχείο το οποίο να αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώς διεθνούς προστασίας. Επιπλέον έκρινε ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας στη συνέντευξή της όπου και ισχυρίστηκε ότι είναι ομοφυλόφιλη και πλέον δεν ελκύεται ερωτικά από άντρες.

Περαιτέρω, ο λειτουργός ανέφερε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν θα διατρέξει  κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή της αρχής της μη επαναπροώθησης. Στη  συνέχεια, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της δεν δικαιολογούν την επανεξέταση του φακέλου της με βάση το άρθρο 16Δ του ιδίου Νόμου.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρει με τη μεταγενέστερη της αίτηση, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέτασαν τα όσα η Αιτήτρια  έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέτασή της.

Ειδικότερα, κατά την διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλη και αυτό δεν είναι επιτρεπτό στη χώρα καταγωγής της. Ακόμη, ανέφερε ότι εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της θα την σκοτώσουν. Οι ισχυρισμοί της εξετάστηκαν κατ’ ουσία και απορρίφθηκαν καθότι κρίθηκε εσωτερικά αναξιόπιστη. Με την μεταγενέστερη της αίτηση, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έφυγε από την χώρα καταγωγής της και ήρθε στην Κύπρο για ασφάλεια επειδή ασκεί το λεσβιασμό, πράξη η οποία δεν επιτρέπεται στη χώρα καταγωγής της.

Εν προκειμένω, διαπιστώνω ως ορθά έκριναν οι Καθ' ων η Αίτηση, πως πράγματι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ως αυτές προβλήθηκαν κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πορίσματα, παρά αποτελούν στοιχεία που ήδη προβλήθηκαν από την Αιτήτρια, αξιολογήθηκαν και έτυχαν απόρριψης  σε προηγούμενα στάδια της αίτησής της. Συνεπώς, η Αιτήτρια με την μεταγενέστερη αίτησή της δεν προσθέτει οτιδήποτε περαιτέρω ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία παρά επαναλαμβάνει όσα η ίδια επικαλέστηκε κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής της. Συνάμα θα συμφωνήσω και με τα όσα αναφέρουν οι Καθ’ ων η Αίτηση επί της έκθεσης – εισήγησης ως προς το πιστοποιητικό γεννήσεως της κόρης της Αιτήτριας καθότι το εν λόγω έγγραφο πλήττει περαιτέρω την εσωτερική αξιοπιστία του ουσιώδη ισχυρισμού της Αιτήτριας και των όσων επικαλέστηκε κατά το στάδιο της συνέντευξής της  περί φόβου δίωξης λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλη και ότι πλέον δεν την ελκύουν οι άντρες.

Σε κάθε περίπτωση, και αναφορικά με το εν λόγω πιστοποιητικό, από μόνο του δεν επαρκεί ώστε να ληφθεί θετική απόφαση σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης προβαίνοντας στην συνέχεια σε ουσιαστική εξέτασή της σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (3) (β) του Περί Προσφύγων Νόμου εξαιτίας του γεγονότος ότι η Αιτήτρια δεν ισχυρίστηκε κάποιο φόβο δίωξης σχετικά με το παιδί. Από τα ενώπιον μου δεδομένα φρονώ ότι η γέννηση του ανήλικου δεν συνιστά στοιχείο το οποίο να αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ούτε προκύπτει κάποιο νέο προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας το οποίο και θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του κατά πόσο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 3 και 19.

Από τα ενώπιον μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει η Αιτήτρια  ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης ως προς τις λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης, οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω, καθότι δεν παρουσίασε νέα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την προσωπική κατάστασή της ή την κατάσταση της χώρας της τα οποία είναι ικανά, εφόσον έχουν αποδεικτική αξία, να επιτρέψουν την περαιτέρω εξέταση της αίτησης στην ουσία της. Ως εκ τούτου φρονώ ότι οι Καθ' ων η Αίτηση διαπιστώνοντας ότι τα όσα η Αιτήτρια επικαλείται μέσω της μεταγενέστερης αίτησής της εμφανώς δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πορίσματα παρά επανάληψη των ισχυρισμών που είχε προβάλει στην αρχική της αίτηση, ορθώς απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. 

Τέλος, ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν την Αιτήτρια σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογούν το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της και εξέταση της ουσίας του αιτήματός της.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα την νομιμότητα της παρούσης υπό το φως πιο πάνω κατευθυντήριων νομολογιακών αρχών, καταλήγω ότι  οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά τη λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, αλλά και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια και υπαγωγή τους στη σχετική εφαρμοστέα νομοθεσία. Η προσβαλλόμενη δια της παρούσας προσφυγής απόφαση είναι δια τούτο θεωρώ προϊόν δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας - αφού οι Καθ' ων η Αίτηση πραγματεύτηκαν όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας στο πλαίσιο της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης και υπήγαγαν αυτούς στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, ως πιο πάνω καταγράφεται, και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη. 

Υπό το φως των ανωτέρω, ορθώς η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της από την Υπηρεσία Ασύλου.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο