U.D.T. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.:1795/2023, 4/2/2025
print
Τίτλος:
U.D.T. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.:1795/2023, 4/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.:1795/2023  

 

04 Φεβρουαρίου 2025 

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

U.D.T. 

Αιτητής 

-και- 

 

Κυπριακή Δημοκρατία,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου 

 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

Z. Ποντίκη (κα) για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή 

Β. Θωμά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

(Αργότερα εντός της ημέρας)

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής  προσβάλλει την απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 25/04/2023 σύμφωνα με την οποία η αίτηση του για παροχή προς αυτόν διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Παράλληλα αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου επί της ουσίας του αιτήματος του με την οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη.

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο πρόκειται για ενήλικα,

υπήκοο της Σιέρα Λεόνε, ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 18/03/2021 και μέσω των κατεχομένων εδαφών της Κύπρου εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές υποβάλλοντας στις 20/05/2021 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 20/02/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή και στη συνέχεια συντάχθηκε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία γίνεται εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή εφόσον κρίθηκε ότι αυτός με βάση τα λεγόμενα του δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου , Ν. 6(Ι)/2000. Στις 10/03/2023 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου μέσω εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού κατόπιν εξέτασης της εισηγητική έκθεσης, αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή μέσω της επιστολής ημερομηνίας 25/04/2023 και ακολούθησε η υποβολή της παρούσας προσφυγής.

 

Μέσω της αίτησης ακυρώσεως η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει αριθμό νομικών ισχυρισμών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης αίτησης, ωστόσο κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου περιόρισε τη θέση της προωθώντας ως μοναδικό ισχυρισμό την κατ’ ισχυρισμό πάσχουσα έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

 Δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ουσιαστική ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της νόμιμης άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τον μοναδικό προβαλλόμενο από τον Αιτητή ισχυρισμό προς ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση.

 

Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής ανέφερε ότι αντιμετωπίζει προβλήματα με μέλη της οικογένειάς του εξαιτίας περιουσιακών/κληρονομικών διαφορών εναντίον του οποίου εξασκούν μαύρη μαγεία και εξ αυτής κινδυνεύει με θανάτωση.

 

Στο πλαίσιο της συνέντευξής του από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής επανέλαβε τους πιο πάνω αναφερόμενους ισχυρισμούς και επιπλέον δήλωσε ότι πέραν από εφιάλτες δεν έχει συμβεί οτιδήποτε καθώς επίσης ουδείς τον προσέγγισε με σκοπό να τον βλάψει.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην εισηγητική του έκθεση, με βάση τα ανωτέρω, διήκρινε δύο ισχυρισμούς: πρώτον αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και δεύτερον σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από την οικογένεια του. Ο πρώτος ισχυρισμός κρίθηκε ως αξιόπιστος, αλλά ο δεύτερος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός, καθότι οι δηλώσεις του κρίθηκαν ανεδαφικοί εφόσον «εκτός από τους εφιάλτες που έβλεπε τίποτα δεν του έχει συμβεί και κανένας δεν τον έχει προσεγγίσει με σκοπό να τον βλάψει παρόλο που έμεινε στη Σιέρρα Λεόνε για διάστημα 4 μηνών μετά τη δίκη».

 

Υπό το φως του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός και αφορά στα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, κατά την αξιολόγηση κινδύνου και τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου και άρα ο Αιτητής δεν δικαιούται να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας. Επιπρόσθετα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί ούτε ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψε ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη Σιέρρα Λεόνε, όπως προνοείται στο άρθρο 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικά ως προς το στοιχείο (γ) του άρθρου 19 (2) ο αρμόδιος λειτουργός επισημαίνει μετά από έρευνα σχετικά με την χώρα καταγωγής του Αιτητή, η Σιέρρα Λεόνε δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Τούτων λεχθέντων οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή στο σύνολό του ως αβάσιμο.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού βάσει των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε κατά την προφορική του συνέντευξη, ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τη χώρα καταγωγής, την ταυτότητα, τα προσωπικά του στοιχεία και τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδη ισχυρισμού που αφορά την κατ' ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή από την οικογένεια του κρίνει τις δηλώσεις του Αιτητή ασαφείς, αόριστες, γενικόλογες και χαρακτηρίζονται από έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών λεπτομερειών. Ακόμα και στα διευκρινιστικά ερωτήματα που τέθηκαν στον Αιτητή, οι απαντήσεις του ήταν αόριστες, γενικές, σύντομες και χωρίς λεπτομέρεια και περιγραφικότητα. Ειδικότερα, παρατηρείται ότι δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες στον Αιτητή να απαντήσει με περισσότερες λεπτομέρειες για τον φόβο του από την ισχυριζόμενη δίωξη από τα ετεροθαλή αδέλφια του και σε όλες τις περιπτώσεις οι απαντήσεις του παρέμειναν γενικές. Ο Αιτητής δεν παρουσίασε οποιοδήποτε αντικειμενικό δεδομένο από το οποίο να προκύπτει κατά τρόπο ευλογοφανή και συγκεκριμένο δίωξή του από την οικογένεια του, καθότι δήλωσε ρητά πως ουδείς τον προσέγγισε επιμένοντας σε υποβολή μαύρης μαγείας εναντίον του η οποία του προκαλεί εφιάλτες.

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι ο Αιτητής, κατά την ενώπιον μου διαδικασία, εκπροσωπούμενος δια συνηγόρου παραλείπει να επιχειρήσει οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχειοθέτηση της υπόθεσής του και να καλύψει τα κενά που οι Καθ'ων η αίτηση επεσήμαναν κατά την αξιολόγηση των δηλώσεών του, πέραν του ότι ο Αιτητής επιθυμεί να προωθήσει την υπόθεσή του καθότι ο ίδιος πιστεύει στη μαύρη μαγεία, αναγνωρίζοντας ωστόσο η συνήγορος του τη γενικότητα των δηλώσεων του Αιτητή . Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομικής διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Επί τούτου ο συνήγορος του Αιτητή ισχυρίζεται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Μελετώντας τον διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση, συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και, στη βάση αυτών, εξέδωσαν αιτιολογημένη απόφαση. Συνεπώς, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου τα δεδομένα που προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, ορθά κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

Επιπλέον, δεδομένης της προσωπικής φύσεως της διαφοράς, ακόμη και αν οι ισχυρισμοί του Αιτητή κρινόντουσαν ως αξιόπιστοι, οι περιουσιακές διαφορές δεν εμπίπτουν στους λόγους που ρητά προνοεί ο Νόμος για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Τέλος, είναι πλέον νομολογημένο ότι «δεν είναι επαρκές για αιτητή διεθνούς προστασίας, προς ευόδωση της αίτησής του, να επικαλείται φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του προκαλούμενο από ιδιωτικούς φορείς, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί οποιοδήποτε γεγονός προς τούτο και αναμένοντας από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές να διεξάγουν εξ ιδίων έρευνα ώστε να εξιχνιάσουν τα γεγονότα επαλήθευσης ή μη του ισχυρισμού του» (βλ. M.M.R. v Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΑΑΠ, Έφεση κατά απόφασης ΔΔΔΠ αρ. 5/2019, ημερομηνίας 04/10/2023).

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω επίσης, ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του N.6(I)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ.Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στο χωρίο Ropolon Bana της Επαρχίας Tonkolili , την οποία ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής και τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής.

 

Στοιχεία της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Εvent Data Project), κατά το διάστημα 27/1/2024 με 24/1/2025 στη Βόρεια επαρχία της Σιέρρα Λεόνε αναφέρθηκαν 3 περιστατικά ασφαλείας, όλα τους εξεγέρσεις, τα οποία επέφεραν 1 ανθρώπινη απώλεια.[1] Σημειώνεται ότι ειδικότερα για την περιοχή Tonkolili, όπου υπάγεται το χωριό του Aιτητή, δεν εντοπίστηκαν περιστατικά ασφαλείας για το ίδιο χρονικό διάστημα.  Σημειώνεται περαιτέρω ότι ο πληθυσμός της Βόρειας επαρχίας ανέρχεται σε 1.316.831 κατοίκους.[2]

 

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή την ζωή ενός πολίτη από την παρουσία του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Κρίνω, υπό τις περιστάσεις και στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε πλήρως η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη..

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ'ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

  Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ


 



[1] Acled Explorer, Africa, Sierra Leone, Northern Province, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ (ημ. προσβ. 4/2/2025)

[2] City population, Africa, Sierra Leone, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/sierraleone/cities/  (ημ. προσβ. 4/2/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο