C.T.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αρ.: 1870/2024, 6/2/2025
print
Τίτλος:
C.T.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αρ.: 1870/2024, 6/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 1870/2024

                                            6 Φεβρουαρίου  2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

C.T.B. {…..}. Λευκωσία

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Α. Παναγή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Ι. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

O Αιτητής παρών.  Παρούσα και  η Ζ. Αγαπίου (κα) για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντιστρόφως.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης  του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 02/04/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 17/05/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000  και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται  στον Αιτητή καθεστώς προστασίας . 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος Λ.Δ. του Κονγκό και στις 24/12/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών στις 15/11/2021. Στη 26/03/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από  αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 02/04/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Στις 02/04/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Την 17/05/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή. Στις 27/05/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής προέβαλε μέσω της αίτησης του πλήθος λόγων ακυρώσεως, τους οποίους περιόρισε σε δύο μέσω της γραπτής αγόρευσής του και τους οποίους υιοθέτησε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων:

1.   Ανεπάρκεια έρευνας και/ή δέουσας έρευνας και/ή ελαττωματική έρευνα. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να θέσουν περισσότερες διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με όσα του είχαν συμβεί, κυρίως ως προς τη βία την οποία υπέστη από τον πατέρα του.

2.   Νομική και πραγματική πλάνη. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένα παρέλειψαν να αξιολογήσουν όλους τους λόγους και/ή γεγονότα τα οποία αναφέρθηκαν από τον ίδιο και ενήργησαν υπό ουσιώδη πραγματική και νομική πλάνη κρίνοντάς τον αναξιόπιστο. 

Οι  Καθ' ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου  είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η Αίτηση, κατ' εφαρμογή των αρχών του Διοικητικού Δικαίου και λήφθηκε ύστερα από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

Κατά τη διάρκεια των ενώπιον μου διευκρινίσεων, αμφότερα τα μέρη υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα ή έλλειψη δέουσας έρευνας κλπ. Η συνήγορος του Αιτητή εν προκειμένω αναφέρεται με γενικό τρόπο στους λόγους χωρίς να τεκμηριώνει πως αυτοί υφίστανται και χωρίς να υποδεικνύει τα σημεία της διοικητικής διαδικασίας όπου αυτές οι αρχές καταπατώνται. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου του Αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λ.Δ. του Κονγκό, και γεννήθηκε στην Kinshasa όπου και διέμενε. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε πως μιλάει Lingala και Γαλλικά. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος.  

Κατά την πρωτοβάθμια συνέντευξη ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος της Λ.Δ. του Κονγκό, γεννήθηκε στην Kinshasa όπου και διέμενε για όλη του τη ζωή έως ότου έφυγε από τη χώρα καταγωγής την 07/11/2021 (βλ ερ 25 1χ). Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι είναι Χριστιανός, ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πως βοηθούσε στην επιχείρηση της μητέρας του και πως ομιλεί Lingala και Γαλλικά (βλ. ερ. 23 και 22). Ο Αιτητής δεν έχει συγγενείς ή μέλη της οικογένειας στην Κύπρο ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ (βλ. ερ 23 13χ). Ο Αιτητής είναι κάτοχος διαβατηρίου της Λ.Δ. του Κονγκό το οποίο εκδόθηκε την 26/10/2021 και λήγει την 25/10/2026 (βλ ερ 6).

Ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Λ.Δ. του Κονγκό διότι αντιμετώπιζε προβλήματα με τον πατέρα του και τη θρησκευτική οργάνωση στην οποία άνηκε ο πατέρας του λόγω του ότι αρνήθηκε να γίνει μέλος της οργάνωσης και διότι κατάστρεψε σελίδες από το ιερό τους βιβλίο (βλ ερ 21 2χ). Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του ήταν μέλος της θρησκευτικής οργάνωσης/πολιτικού κόμματος Bundu Dia Kongo και πολύ κοντά στον ηγέτη της οργάνωσης Mwana Nsemi. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, ο πατέρας του πίεζε όλα τα μέλη της οικογένειάς του να γίνουν και αυτά μέλη της οργάνωσης, όμως η μητέρα του και ο ίδιος αρνήθηκαν καθώς ήταν Χριστιανοί. Η άρνησή του αυτή προκάλεσε προβλήματα στη σχέση του με τον πατέρα του, καθώς τον πίεζε να δεχτεί ασκώντας του βία και απειλώντας τόσο τον ίδιο όσο και τη μητέρα του. Επιπλέον, η άρνηση είχε σαν αποτέλεσμα τον χωρισμό των γονιών του και τον βασανισμό και την ταπείνωσή τους από τον πατέρα του και τα αδέρφια του. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Αιτητή η οικογένειά του έβαλε αυτόν και τη μητέρα του να ζουν σε ένα μικρό οίκημα εκτός της κεντρικής οικίας και τους ανάγκαζαν να κάνουν όλες τις οικιακές εργασίες, αντιμετωπίζοντάς τους ωσάν να ήταν σκλάβοι τους.

Εν συνεχεία ο Αιτητής περιέγραψε ένα περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα το 2020 στην έδρα της οργάνωσης στο Macapagne. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ο Αιτητής από περιέργεια πήρε το ιερό θρησκευτικό βιβλίο της οργάνωσης επ’ ονόματι Makongo και ξεκίνησε να το διαβάζει για να καταλάβει τους λόγους που ο πατέρας του ήθελε να προσηλυτίσει όλη την οικογένεια. Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι αφού το διάβασε έσκισε μερικές σελίδες του βιβλίου και όταν ο πατέρας του επέστρεψε στο γραφείο δεν μπορούσε να βρει το βιβλίο και κάλεσε όλα τα μέλη της οικογενείας. Όταν τους ρώτησε σχετικά με το βιβλίο του είπαν πως το είχε ο Αιτητής όμως ο ίδιος το αρνήθηκε διότι φοβόταν. Ο πατέρας του, σύμφωνα με τον Αιτητή, τον κλείδωσε στο μικρό δωμάτιο του σπιτιού και ξεκίνησε να τον δέρνει και τον απειλούσε ότι αν δε βρει το βιβλίο θα τον πάει στην αστυνομία για να τον καταγγείλει. Ο Αιτητής δήλωσε πως φοβήθηκε και κατά τη διάρκεια της νύχτας απέδρασε από το παράθυρο του δωματίου και πήγε στο Kua Muntu (βλ ερ 21 2χ 3χ). Από εκεί πήγε στο θείο του από τη μεριά της οικογενείας της μητέρας του και έμεινε μαζί του για τρεις εβδομάδες έως ότου, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος με κόσμο να σκοτώνεται με ματσέτες και ο θείος του τον έδιωξε από το σπίτι διότι δεν ήταν ασφαλές για τον ίδιο και διότι τον κατηγορούσαν ότι φιλοξενεί έναν άγνωστο στο σπίτι του. Ο Αιτητής στη συνέχεια αναζήτησε καταφύγιο σε μια κοντινή εκκλησία όμως το ίδιο βράδυ, λόγω του εμφυλίου, κάψανε την εκκλησία καθώς και το σπίτι του θείου του. Κατόπιν ο Αιτητής επέστρεψε στην Kinshasa και πήγε σε μια εκκλησία και τους ζήτησε να μείνει εκεί, εξηγώντας στον ιερέα την κατάστασή του. Αυτός, σύμφωνα με τον Αιτητή, τον λυπήθηκε και καθώς είχε μια ΜΚΟ που βοηθούσε κόσμο τον βοήθησε φιλοξενώντας τον και κάνοντας όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να φύγει από τη χώρα καταγωγής (βλ ερ 20 1χ 2χ).

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του Λειτουργού, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του ήταν μέλος της οργάνωσης Bundu Dia Kongo για πολλά χρόνια και πως όταν ο ίδιος ήταν 10 ετών ήθελε να τον βαφτίσει μα η μητέρα του αρνήθηκε (βλ ερ 20 6χ). Σε περαιτέρω ερώτηση αναφορικά με το πως κατάφερε η μητέρα του να αποτρέψει την βάπτισή του, ο Αιτητής απήντησε ότι ήταν πολύ κοντά στη μητέρα του καθώς ήταν το τελευταίο της παιδί και πως αυτή ήταν που είπε στον πατέρα του ότι θα επιτρέψει να γίνουν μέλη της οργάνωσης όλα τα παιδία εκτός από το μικρότερο της (βλ ερ 19).

Ερωτώμενος σχετικά με τους λόγους που τον ώθησαν να σκίσει κάποιες σελίδες από το βιβλίο, ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν το διάβαζε από περιέργεια έσκισε κάποιες σελίδες ενώ στην ερώτηση σχετικά με το περιεχόμενο των σελίδων που έσκισε ο Αιτητής απήντησε ότι αυτό συνέβη πριν από πολύ καιρό και πως το βιβλίο ήταν στη διάλεκτο Kicongo και πως μόνο ο πατέρας του και τα αδέρφια του ήξεραν τι συμβαίνει διότι ήταν μέλη (βλ ερ 19).

Στη συνέχεια ο Λειτουργός έθεσε διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με την απόδραση του Αιτητή, με τον ίδιο να περιγράφει ότι ο πατέρας του τον κλείδωσε στο δωμάτιο και αυτός το ίδιο βράδυ έσπασε το ξύλινο παράθυρο , πήδηξε έξω από το σπίτι και έφυγε τρέχοντας και πήγε στο σπίτι του θείου του (βλ ερ 19 1χ 2χ).

Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με τον αν του συνέβη το οτιδήποτε αφότου έφυγε από το σπίτι του, είτε από τον πατέρα του είτε από την οργάνωση, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν του συνέβη τίποτα διότι κρυβόταν στη ΜΚΟ και πως αυτοί οργάνωσαν τα πάντα χωρίς να χρειαστεί να φύγει από την εκκλησία. Σε περαιτέρω ερώτηση σχετικά με το αν τον απείλησε κανείς αφότου έφυγε από το σπίτι του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον απείλησε ο πατέρας του, ενώ σε ερώτηση σχετικά με το πότε συνέβη αυτό ο Αιτητής απήντησε ότι φοβήθηκε από την απειλή του πατέρα του (βλ ερ 17).

Εν συνεχεία ο Αιτητής ρωτήθηκε σχετικά με τη δήλωση που έκανε ότι η μητέρα του του έδωσε χρήματα όταν έφυγε από το σπίτι το 2020. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός τον ρώτησε πως γίνεται να έλαβε χρήματα από τη μητέρα του, όπως και δήλωσε σε πρότερο σημείο της συνέντευξης, αφού δραπέτευσε νύχτα από το σπίτι. Ο Αιτητής απήντησε ότι η μητέρα του ήξερε οτι κάθε φορά που του έδινε χρήματα αυτός τα φύλαγε και πως είχε μαζέψει αρκετά χρήματα και πως τα είχε μαζί του όταν δραπέτευσε (βλ ερ 17 1χ).

Ο Λειτουργός εν συνεχεία ρώτησε τον Αιτητή πως εξηγείται η δήλωσή του ότι το γραφείο της οργάνωσης στο οποίο έλαβε χώρα το περιστατικό ήταν στο Makabena, ενώ δεν υπάρχει καταγεγραμμένο κάποιο γραφείο της οργάνωσης στην περιοχή αυτή, στην οποία ερώτηση ο Αιτητής απήντησε ότι δεν ήταν κάποιο γραφείο της οργάνωσης αλλά το σπίτι του ηγέτη της οργάνωσης, στο οποίο ο πατέρας του δούλευε ως προσωπικό ασφαλείας (βλ ερ 17).

Ερωτώμενος να διευκρινίσει τη δήλωση που έκανε σχετικά με την εμφύλια σύρραξη η οποία ξέσπασε στο Kua Muntu για φυλετικές διαφορές όσο αυτός ήταν στο σπίτι του θείου του, ο Αιτητής δήλωσε ότι η εμφύλια σύρραξη συνέβη για λόγους κτηματικών διαφορών μεταξύ δύο φυλών.

Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με το πως κατάφερε να διαβάσει το εν λόγω ιερό βιβλίο ενώ αυτό είναι στη γλώσσα Kicongo την οποία ο ίδιος δε μιλάει, ο Αιτητής απήντησε ότι δε μπορούσε να διαβάσει το περιεχόμενο του βιβλίου μα μπορούσε να το δει (βλ ερ 16 1χ).

Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με το τι πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι το μόνο που γνωρίζει είναι πως τα μέλη της θρησκείας αυτής είναι πολύ ενωμένα και πως επικοινωνούν μεταξύ τους τα πάντα, ενώ δήλωσε πως γνωρίζει ότι ο πατέρας και τα αδέρφια του τους έχουν ήδη ενημερώσει για τον ίδιο, γεγονός το οποίο θα τον επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής. Σε ερώτηση σχετικά με το πως γνωρίζει ότι ο πατέρας και τα αδέρφια του έχουν ενημερώσει τα υπόλοιπα μέλη της θρησκείας τους, ο Αιτητής απήντησε ότι δε μπορεί να είναι βέβαιος όμως λόγω του πόσο δεμένα είναι τα μέλη μεταξύ τους θα ενημερωθούν όταν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής. Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με το αν  υπάρχει κάποια περιοχή στη Λ.Δ. του Κονγκό στην οποία θα μπορούσε να επιστρέψει με ασφάλεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν υπάρχει καθώς όλες οι περιφέρειες είναι μέρος της Λ.Δ. του Κονγκό. Τέλος σε ερώτηση του Λειτουργού κατά πόσο θα του επέτρεπαν να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής απήντησε ότι οι αρχές δεν θα τον καλωσόριζαν διότι η θρησκεία αυτή είναι μέρος της κυβέρνησης επί του παρόντος (βλ ερ 16).

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο Λειτουργός κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι

(α) ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ Αιτητή,

(β) ο Αιτητής αντιμετώπιζε προβλήματα από τον πατέρα του και τον θρησκευτικό οργανισμό στον οποίο ανήκει ο πατέρας τους λόγω του ότι ο Αιτητής αρνήθηκε να γίνει μέλος αυτής της θρησκευτικής ομάδας και λόγω του ότι κατέστρεψε σελίδες από το ιερό τους βιβλίο.

 

Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό του Αιτητή, ο Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε δεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως εκεί καταγράφονται. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από το αντίγραφο διαβατήριου το οποίο προσκόμισε. Ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στην Kinshasa της Λ.Δ. του Κονγκό. Η Kinshasa την οποία ανέφερε ο Αιτητής εντοπίστηκε κατόπιν έρευνας στο διαδίκτυο, σχετική πηγή η https://www.fallingrain.com/world/CG/06/ .

 

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, ο Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, ενώ περαιτέρω όταν του ζητήθηκε να δώσει παραπάνω πληροφορίες για τα σχετικά γεγονότα αυτός υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασυνέπειες και έλλειψη επαρκών πληροφοριών.

Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός εντόπισε αντιφάσεις στις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το ιερό βιβλίο της θρησκευτικής οργάνωσης καθώς ο Αιτητής δήλωσε ότι άρχισε να το διαβάζει για να κατανοήσει περί τίνος πρόκειται ενώ το βιβλίο ήταν, κατά δήλωσή του, γραμμένο στη γλώσσα Kicongo, μια γλώσσα την οποία ο Αιτητής δεν ομιλεί. Ερωτώμενος σχετικά με την αντίφαση αυτή, ο Αιτητής άλλαξε τα λεγόμενά του και δήλωσε ότι δεν διάβασε το βιβλίο και απλά το έβλεπε, χωρίς να δώσει κάποια επαρκή εξήγηση για την αντίφαση στις δηλώσεις του.

Περαιτέρω, ο Λειτουργός εντόπιζε αντιφάσεις στις δηλώσεις το Αιτητή σχετικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διαφυγή του από το πατρικό του σπίτι. Συγκεκριμένα, ενώ αρχικά δήλωσε ότι όταν έφευγε από το πατρικό του σπίτι έλαβε οικονομική ενίσχυση από τη μητέρα του για να μπορέσει να υποστηρίξει τον εαυτό του οικονομικά, εν συνεχεία σε άλλο σημείο της συνέντευξης δήλωσε ότι έφυγε τρέχοντας μέσα στη νύχτα από το παράθυρο του δωματίου όπου κρατείτο. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει την αντίφαση αυτή, ο Αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του τον ενίσχυε οικονομικά κατά καιρούς και πως αυτός κρατούσε τα χρήματα αυτά, τα οποία και είχε μαζί το όταν διέφυγε.

Τέλος ο Λειτουργός παρατήρησε ότι τα λεγόμενα του Αιτητή σχετικά με τη θρησκευτική οργάνωση Bundu Dia Kongo δεν παρείχαν επαρκείς πληροφορίες. Συγκεκριμένα, σε σχετική ερώτηση ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει επαρκώς το λογότυπο της οργάνωσης παρά μόνο ανέφερε τα χρώματα αυτού, αμελώντας να αναφέρει το κοχύλι στο μέσο του λογοτύπου καθώς και άλλες λεπτομέρειες. Επιπρόσθετα ο Αιτητής δε μπόρεσε να αναφερθεί σε τι ακριβώς πιστεύει η οργάνωση αυτή, δηλώνοντας μόνο ότι πιστεύουν σε Αφρικανό ηγέτη και Αφρικανική προσευχή χωρίς να αναφερθεί σε περαιτέρω λεπτομέρειες, όπως και ήταν αναμενόμενο καθώς ο πατέρας του και τα αδέρφια του ήταν μέλη της οργάνωσης για όλη του τη ζωή.

 

Εν συνεχεία ο Λειτουργός προέβη στην εκτίμηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή. Ο Λειτουργός κατέληξε πως παρατηρείται ασυνέπεια στις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο Αιτητής εισήλθε στην οικεία του αρχηγού της οργάνωσης και έλαβε χώρα το περιστατικό με το ιερό βιβλίο της οργάνωσης. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή το περιστατικό αυτό έλαβε χώρα τον Απρίλιο/Μάιο του 2020. Εντούτοις, από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προέκυψε ότι την 24η Απριλίου 2020 η αστυνομία της Λ.Δ. του Κονγκό έκανε έφοδο στην οικία του Mwana Nsemi και τον συνέλαβαν λόγω περιστατικών ασφαλείας που προκλήθηκαν από μέλη της οργάνωσης και είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός αστυνομικού. Ως εκ τούτου, λόγω των εντάσεων που παρουσιάζονταν μεταξύ της οργάνωσης και της κυβέρνησης θα ήταν αναμενόμενο να είναι δύσκολο για τον Αιτητή να εισέλθει στο χώρο διαμονής του αρχηγού της οργάνωσης και να μπορεί να περιφέρεται μόνος του.

Επιπλέον παρατηρήθηκε ασυνέπεια στις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το γεγονός ότι τον Απρίλιο/Μάιο του 2020 αναχώρησε από την επαρχία Kinshasa προς το Muntu της επαρχίας Lusambo, καθώς σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης  η μεταφορά μεταξύ επαρχιών την περίοδο εκείνη ήταν αδύνατη λόγω απαγόρευσης κυκλοφορίας ως συνέπεια της πανδημίας COVID, ιδίως με μέσα μαζικής μεταφοράς τα οποία ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποίησε ο Αιτητής για να μεταβεί στον τόπο διαμονής του θείου του. Με βάση τα ανωτέρω και δεδομένου ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασυνέπειες και έλλειψη επαρκών πληροφοριών, δεν θεμελιώθηκε η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού και ως εκ τούτου αυτός απορρίφθηκε.

 

Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του,  να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ανασφάλειας η οποία επικρατεί στην Kinshasa. 

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό του δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων  σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Ο Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη Νιγηρία δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Kinshasa, περιοχή στην οποία ο Αιτητής αναμένεται να επιστρέψει, δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Ως εκ τούτου ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού/των υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και ο/οι υπό εξέταση ισχυρισμός/ισχυρισμοί απορρίπτεται/ονται στο σύνολό του/τους ως μη αξιόπιστος/αξιόπιστοι.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

 

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

 

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Kinshasa, πρωτεύουσα της Λ.Δ. του Κονγκό το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Η κατάσταση παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ. του Κονγκό, καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και η διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων. Πιο πρόσφατα στοιχεία σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC[1], μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, η κατάσταση στην Kinshasa, την πρωτεύουσα της Λ. Δ. του Κονγκό, δεν κατατάσσεται ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Το RULAC παρακολουθεί και κατατάσσει τις ένοπλες συγκρούσεις με βάση αυστηρά νομικά κριτήρια και δεν αναφέρει την Κινσάσα ως περιοχή που βιώνει τέτοια σύγκρουση.

Οι κύριες ανησυχίες για την ασφάλεια στην Kinshasa περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα βίαιου εγκλήματος, όπως ένοπλες ληστείες και απαγωγές, καθώς και συχνές κοινωνικές αναταραχές, όπως διαδηλώσεις που μερικές φορές καταλήγουν σε βία. Αυτά τα περιστατικά δημιουργούν μια ασταθή κατάσταση ασφαλείας, αλλά δεν πληρούν το όριο για να χαρακτηριστούν ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Οι συγκρούσεις που αναγνωρίζονται από το RULAC στη Λ.Δ. του Κονγκό εντοπίζονται κυρίως στις ανατολικές επαρχίες, όπως το Βόρειο Κίβου, το Νότιο Κίβου και το Ιτούρι, όπου ένοπλες ομάδες βρίσκονται σε ενεργές εχθροπραξίες εναντίον κυβερνητικών δυνάμεων. Αυτές οι περιοχές βιώνουν σημαντική βία και στρατιωτικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με την Kinshasa. Η διαμάχη μεταξύ των κοινοτήτων Teke και Yaka, που ξεκίνησε το 2022 από μια κτηματική διαφορά, 'προκάλεσε επιδείνωση' της ανθρωπιστικής κατάστασης και της κατάστασης ασφαλείας σε αρκετές επαρχίες κοντά στην πρωτεύουσα της Kinshasa, ενώ η εν λόγω διαμάχη επεκτάθηκε και στην πρωτεύουσα Kinshasa. Επιπλέον, υπάρχουν αναφορές σε επεισόδια βίαιης καταστολής διαδηλώσεων όπου μετείχαν αντικυβερνητικοί/αντιπολιτευόμενοι διαδηλωτές, από τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, περί τον Μάιο του 2023 και τον Δεκέμβριο του 2023.

Αναφορικά με την οργάνωση Bundu Dia Kongo, σύμφωνα με σχετική έρευνα της EUAA[2], μεταξύ 13 και 24 Απριλίου 2020, οι δυνάμεις ασφαλείας της ΛΔΚ πραγματοποίησαν καταστολή του BDK σε πολλές πόλεις της κεντρικής επαρχίας Κονγκό και της Κινσάσα[3]. Η αστυνομική επιδρομή στις 22 Απριλίου 2020 στην Songololo, στο Kongo Central είχε ως αποτέλεσμα 15 θανάτους ενώ κατά την επιδρομή στην κατοικία του Nsemi στην Kinshsa στις 24 Απριλίου 2020 σκοτώθηκαν 33 άνθρωποι και συνελήφθη ο Nsemi. Πηγές ανέφεραν τον Οκτώβριο του 2023 ότι ο Nsemi πέθανε από μια ανώνυμη ασθένεια.  Οι επιδρομές πραγματοποιήθηκαν αφού ο Nsemi δημοσίευσε στις 12 Απριλίου 2020 ένα ενημερωτικό δελτίο με τίτλο «Kongo Dieto»,ή «Το Κονγκό μας», προτρέποντας τους υποστηρικτές του να «σηκωθούν και να κυνηγήσουν κάθε Μουλούμπα, κάθε Μουνγκάλα, και κάθε Μουσουαχίλι [άνθρωποι από άλλες εθνοτικές ομάδες]» από την κεντρική επαρχία του Κονγκό και να είσαι «αδίστακτος» εναντίον τους». Δήλωσε επίσης «πρόεδρος» της «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας του Kongo Central». Μεταξύ 13 και 15 Απριλίου, «εκατοντάδες» μέλη του BDK έστησαν οδοφράγματα σε Boma, Kisantu, Sona-Bata, Lemba και Songololo, «φωνάζοντας αντεθνικά συνθήματα και απειλώντας «ξένες εθνοτικές ομάδες». Η αστυνομία φέρεται να πυροβόλησε αδιάκριτα κατά διαδηλωτές και συνέλαβαν περίπου 200 μέλη του BDK, συμπεριλαμβανομένων παιδιών. 47 από τους συλληφθέντες κρατήθηκαν και κατηγορήθηκαν για «εξέγερση, παράνομη κατοχή όπλων πολέμου και υποκίνηση φυλετικού μίσους».»[4]

Πιο πρόσφατα, τον Ιούνιο του 2024 Στο Kongo Central, μετά την κάθοδο του διοικητή της επικράτειας της Moanda, υπάρχουν φήμες για ενεργό συμμετοχή των "makesa" (στρατιωτών) του θρησκευτικού κινήματος Bundu dia Kongo (BDK), του οποίου η πολιτική βιτρίνα είναι το κόμμα Bundu dia Mayala (BDM) στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος για την οποία κατηγορείται ο Christian Malanga. Βίντεο μεταδίδονται ακόμη και στα κοινωνικά δίκτυα για να προσδώσουν αξιοπιστία σε αυτή τη διατριβή. Αντιδρώντας σε αυτές τις κατηγορίες, η Bundu dia Mayala, η ομοσπονδία του Kongo Central, εξέδωσε δήλωση στις 2 Απριλίου στην οποία αρνείται κατηγορηματικά αυτούς τους ισχυρισμούς. Υπογεγραμμένη από τον επαρχιακό πρόεδρο, κ. Mavinga Mabanga, η δήλωση καταδικάζει «οποιαδήποτε συμμετοχή του Ιδρύματος BDK σε αυτή την κατάπτυστη πράξη, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις δημοκρατικές και προγονικές αξίες του Κονγκό που ενσαρκώνουμε με την έννοια ότι το BDK είναι ένας διεθνοποιημένος πολιτιστικός οργανισμός του Κονγκό που δημιουργήθηκε από το 1986 από τον Σεβάσμιο Χαρισματικό και Διορατικό Ηγέτη NE MUANDA NSEMI, ευτυχισμένης μνήμης, εγγεγραμμένη στην επιδίωξη του οράματος της σεβαστής Συμμαχίας του BAKONGO, ABAKO στο ακρωνύμιο, κληρονομιά που μας κληροδότησε το ιστορικό τρίο NZEZA NLANDU, KANZA Daniel και Mbuta KASA VUBU και του οποίου ο αγώνας βασίστηκε στη ΜΗ ΒΙΑ». Ο κ. Mavinga αναφέρει επίσης ότι, αυτή τη στιγμή που υπάρχει «πολλαπλασιασμός των λεγόμενων δογμάτων του NZILA KONGO αυτή τη στιγμή στη ΛΔΚ, σε αυτή την εποχή του Υδροχόου, οι υποτιθέμενοι πραξικοπηματίες που συνελήφθησαν ή αναφέρθηκαν όπως συμβαίνει στο χωριό VIMBA / PLA και τα περίχωρά του θα πρέπει να διωχθούν προσωπικά δυνάμει της ιερής αρχής του ποινικού δικαίου σύμφωνα με την οποία: "η ποινική ευθύνη είναι ατομική" προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο όχι μόνο η κοινωνική ειρήνη που παρατηρείται σε ολόκληρη την επαρχία Kongo Central αλλά και η αρμονία που βασιλεύει σήμερα μεταξύ όλων των Bakongo γενικά και της κοινότητας BDK ειδικότερα με το καθεστώς του αγαπημένου μας Προέδρου Félix-Antoine TSHISEKEDI, ανιψιός του NE MUANDA NSEMI".Το κόμμα υποστηρίζει σθεναρά τους θεσμούς και χαιρετίζει το διορισμό πολλών γιων και θυγατέρων του Μπακόνγκο στην κεντρική κυβέρνηση[5].

Αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας, σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων  γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 27/1/2024 και 24/1/2025 στην Kinshasa της Λ. Δ. του Κονγκό, καταγράφηκαν συνολικά 94 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 223 πολιτών. Πιο αναλυτικά, 4 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 5 θύματα), 8 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 16 θύματα), 18 ως ταραχές/εξεγέρσεις (202 θύματα) και 64 ως διαμαρτυρίες (χωρίς θύματα)[6]

Ο πληθυσμός δε της Kinshasa καταγράφεται στους 2.664.309 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση του 1984 και εκτιμήθηκε το 2004 στους 7.273.947[7].

Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στην Kinshasa δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους.

 

Δεδομένων  των πιο πάνω , καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στην Kinshasa ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

             

 

                                                                                                                                                                                                                                                Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.




[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/01/2025)

[2] EUAA, COI Query, The Bundu dia Kongo (BDK) movement, including recruitment practices and prevalence of pressure to join the BDK movement; treatment by BDK members and consequences for individuals refusing to join; availability of state protection, 14/03/2024, https://lifos.migrationsverket.se/dokument?documentAttachmentId=50299 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/02/2025)

[3] HRW, DR Congo: Bloody Crackdown on Political Religious Group, 19 May 2020, https://www.hrw.org/news/2020/05/19/dr-congo-bloody-crackdown-political-religious-group ; BBC, DR Congo's 'prophet' leader of Bundu Dia Kongo arrested, 24 April 2020, https://www.bbc.com/news/world-africa-52416043 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/02/2025)

[4] HRW, DR Congo: Bloody Crackdown on Political Religious Group, 19 May 2020, https://www.hrw.org/news/2020/05/19/dr-congo-bloody-crackdown-political-religious-group ; BBC, DR Congo's 'prophet' leader of Bundu Dia Kongo arrested, 24 April 2020, https://www.bbc.com/news/world-africa-52416043 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/02/2025)

[5] Finance-cd, 4/6/2024, https://finance-cd.com/blog/2024/06/04/accuse-davoir-participe-au-coup-detat-manque-de-christian-malanga-bundu-dia-kongo-dement-categoriquement/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/02/2025)

[6] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/. Περιστατικά ασφαλείας για το χρονικό διάστημα από 27/1/2024 έως 24/1/2025 στην Kinshasa της Λ.Δ. του Κονγκό: https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 27/01/2025)

[7] City Population, DR Congo, Kinshasa, https://citypopulation.de/en/drcongo/cities/  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/1/2025) 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο