A.D.O ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2842/23, 5/2/2025
print
Τίτλος:
A.D.O ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2842/23, 5/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 2842/23

 

05 Φεβρουαρίου 2025

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

A.D.O

Αιτητής  

 

ΚΑΙ

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, 

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

  

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Α. Λαζάρου.   (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

 

Ι. Αλέξανδρος Γεωργίου (κος) για Χ. Ιωάννα (κα) Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 18/07/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 25/07/2023, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.   

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι πολίτης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Νιγηρίας (εφεξής «Νιγηρία»). Στις 29/03/2023 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 13/07/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 14/07/2023 ετοίμασε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, αρμόδιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα  Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 18/07/2023. Στις 25/07/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή την ίδια ημέρα Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής δια μέσου της συνηγόρου του παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Με την ίδια γενικότητα και αοριστία προβάλλει αρκετούς λόγους ακύρωσης και δια μέσου της γραπτής του αγόρευσης.

Από την άλλη πλευρά ο συνήγορος των Καθ’ων  η Αίτηση κατά το στάδιο των προφορικών αγορεύσεων αντικρούουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή και ισχυρίζονται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες αυτοί περιβάλλονται, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα αφού αξιολογήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Τονίζουν, ακόμη, πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής, δεν στοιχειοθετείται λόγος υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τις δηλώσεις του. Θέση των Καθ' ων η Αίτηση είναι ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που υπέχει, υπήρξε αναξιόπιστος ως προς τις δηλώσεις του και δεν απέδειξε ότι στο πρόσωπό του συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που να δικαιολογούν φόβο δίωξης σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Τέλος αναφέρουν ότι επρόκειτο για ιδιωτική διαφορά, οι ιδιωτικές διαφορές δεν εμπίπτουν στον ορισμό του Πρόσφυγα.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ:

Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι η συνήγορος του Αιτητή, παρόλο που επικαλείται πολλούς λόγους ακυρώσεως στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, εντέλει οι λόγοι αυτοί δεν αναπτύσσονται στην ολότητά τους, εντός της γραπτής της αγόρευσης, αφού περιορίζεται στην προώθηση ορισμένων εξ αυτών. Περαιτέρω παρατηρώ ότι, οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής εν πολλοίς δεν αιτιολογούνται ή εξειδικεύονται και τα θέματα που εγείρονται στη γραπτή του αγόρευση εγείρονται με γενικότητα και αοριστία.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, κάθε διάδικος υποχρεούται να εκθέτει με τις έγγραφες προτάσεις του τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογώντας ταυτόχρονα αυτά πλήρως. Έχει κατ' επανάληψιν αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο πως δεν εξετάζονται νομικοί ισχυρισμοί οι οποίοι δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουμά (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530 , Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο (βλ. Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59). Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης επί της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,  και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384, ANKIT v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021, 4/10/2021).

Επίσης, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθ. Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6/2/2007).

Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του αιτητή (Υπόθ. Αρ. 889/20, N. I. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 31/8/2021). Πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια και πληρότητα σε τί συνίσταται η συγκεκριμένη παραβίαση που προτείνεται στο νομικό σημείο.  Η ακρίβεια βοηθά στην καθαρότητα του δικαστικού λόγου και στην τελεσφόρηση της υπόθεσης κατά τον ορθό και ταχύτερο τρόπο (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, ημερ. 6/7/2018).

Περαιτέρω, και εάν ακόμη το παρόν Δικαστήριο εξαντλώντας την επιείκειά του εξετάσει τους λόγους ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(I)/2018, ως έχει τροποποιηθεί], ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενο να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένα επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα του πλαισίου που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). 

Ως εκ των άνω, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως δύνανται να εκτιμηθούν από το παρόν Δικαστήριο, ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς. Ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολό τους.

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, και επαρκούς αιτιολόγησης ως προβάλλεται εξάλλου δια της γραπτής του αγορεύσεως. Λαμβάνεται υπόψιν ότι σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέγει και εξετάζει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως όπως καταγράφονται στην Έκθεση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Δ.Φ. και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας από την Νιγηρία, ο οποίος γεννήθηκε στην πόλη Akure, Akure South LGA, της πολιτείας Ondo State ο οποίος ήταν και ο τελευταίος τόπος κατοικίας του στη χώρα καταγωγής του. Κατά την καταγραφή της αίτησής του για διεθνή προστασία ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του καθότι ο θείος του προσπάθησε να τον σκοτώσει ώστε να κληρονομήσει τη γη η οποία ανήκε στο πατέρα του. (βλ. ερ.1 δ.φ.)

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του o Αιτητής ανέφερε ότι είναι άγαμος χριστιανός και πως ομιλεί τη διάλεκτο Yaruba όπως επίσης και Αγγλικά. Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ολοκλήρωσε δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2017 στο Ilesha, Oshun state, ενώ ως προς την επαγγελματική του απασχόληση ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εργάστηκε σε εταιρεία Κακάο. Ως προς το οικογενειακό του περιβάλλον ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει οικογένεια στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στη Νιγηρία διαμένουν η μητέρα του και 4 αδελφές και ειδικότερα στην πόλη Akura. Ο Αιτητής επίσης ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του απεβίωσε όταν ήταν 15 χρονών.

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ο αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω οικονομικών προβλημάτων που είχε με τον θείο του, ο οποίος επιθυμούσε να αποκτήσει τη γη που ανήκε στον πατέρα του. Ερωτηθεί τη θα συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι ο θείος του θα τον σκοτώσει καθότι δεν μπορεί να πάρει την γη εφόσον είναι ο πρωτότοκος γιός του πατέρα του. (βλ.ερ.28 δ.φ.).

Εν συνεχεία, σύμφωνα με την Έκθεση – Εισήγηση, η αρμόδια λειτουργός εντόπισε δύο  ουσιώδεις ισχυρισμούς. O πρώτος αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι η ταυτότητα και η χώρα καταγωγής του. Ο δε δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε την απειλή κατά της ζωής του Αιτητή από τον θείο του εξαιτίας κτηματικής διαφοράς. Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε αξιόπιστο τον πρώτο  ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, καθότι έκρινε ότι τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του στοιχειοθετούνται.

Αντιθέτως, ο δεύτερος  ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός από τoν αρμόδιo λειτουργό. Ειδικότερα, εν σχέση με την εσωτερική του αξιοπιστία, o λειτουργός διαπίστωσε ότι στους ισχυρισμούς του Αιτητή εντοπίζονται πολλαπλά σημεία αναξιοπιστίας. Σε σχέση με την εξωτερική του αξιοπιστία, η λειτουργός κατέληξε ότι όσα αναφέρει ο Αιτητής είναι το μόνο τεκμήριο των ισχυρισμών του και λόγω του προσωπικού τους χαρακτήρα δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ώστε να διασταυρωθούν. 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου o αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, συμπεριλαμβανομένης της χώρας καταγωγής του και του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής του, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του απλώς και μόνο από την παρουσία του εκεί. Σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές, τις οποίες επικαλέστηκε η αρμόδια λειτουργός, δεν εντοπίζονται πληροφορίες που να στοιχειοθετούν την ύπαρξη αδιάκριτης βίας. Κατά τη νομική ανάλυση, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν υπό της πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι με βάση τους ισχυρισμούς του Αιτητή και τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα της αρμόδιας λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση. 

Σχετικά με την ιδιωτικής φύσεως διαφορά του Αιτητή με τον θείο του, θα συμφωνήσω και πάλι με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση. Προς τούτο παρατηρώ ότι οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού ήταν αόριστες, επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Καταρχάς, όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της αρμόδιας λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως εύλογα σημεία που πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή, επομένως δεν εντοπίζω λόγο διαφοροποίησης. 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν μπόρεσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις σχετικά με τις φερόμενες απειλές που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε από τον θείο του. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 2015, ωστόσο οι απειλές φέρεται να ξεκίνησαν το 2022. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια και λογική συνέπεια γιατί ο θείος του θα περίμενε σχεδόν επτά χρόνια για να διεκδικήσει την περιουσία του πατέρα του.

Επιπλέον, όταν ρωτήθηκε για το περιεχόμενο και τη συχνότητα των απειλών, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να περιγράψει τα γεγονότα με σαφήνεια και λεπτομέρεια, αναφέροντας ότι επρόκειτο για ένα μεμονωμένο περιστατικό. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό, οι περιγραφές του ήταν αντιφατικές, καθώς ανέφερε αφενός ότι ο θείος του τον επισκέφθηκε τη νύχτα για να τον απειλήσει και αφετέρου ότι πρώτα τον απείλησε και μετά επιχείρησε να του επιτεθεί (βλ. ερ. 27 δ.φ.).

Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του, ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκή και λογικοφανή εξήγηση, ισχυριζόμενος γενικά ότι φοβόταν και ότι πίστευε πως η αστυνομία δεν θα αντιδρούσε, επειδή ο θείος του ήταν μέλος μιας λατρευτικής ομάδας (Cultist) (βλ. ερ. 26 δ.φ.). Σε μεταγενέστερη διευκρινιστική ερώτηση, ο Αιτητής έδωσε και πάλι γενικόλογες και αόριστες απαντήσεις, λέγοντας ότι είχε δει τον θείο του και τη συμμορία του να ακολουθούν κάποιες λατρευτικές παραδόσεις. Ακόμη, δεν κατάφερε να παράσχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την κτηματική διαφορά με τον θείο του. Όταν ερωτήθηκε ποιος έχει την κατοχή της γης, απάντησε ότι κανείς δεν την κατέχει, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του ότι ο θείος του επιδιώκει να την αποκτήσει.

Τέλος, όταν ρωτήθηκε γιατί επέλεξε να φύγει από τη χώρα του αντί να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή της Νιγηρίας, απάντησε ότι δεν θα ήταν ασφαλής πουθενά στη χώρα, διότι ο θείος του είναι μέλος λατρευτικής ομάδας και υπάρχουν τέτοιες ομάδες σε όλη τη Νιγηρία (βλ. ερ. 26 δ.φ.).Από τα ενώπιον μου στοιχεία έμπρακτα προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με σαφήνεια, ευλογοφάνεια και ειλικρίνεια  την γενεσιουργό αίτια του φόβου του ο οποίος είναι ο ουσιαστικός λόγος που στην συνέχεια  τον ώθησε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ως εκ τούτου ορθώς είχε απορριφθεί ο εν λόγω ισχυρισμός ως εσωτερικά αναξιόπιστος.

Από την αφήγηση του Αιτητή παρατηρώ ότι απουσιάζει πλήρως το βιωματικό και προσωπικό στοιχείο. Αναφερόμενος σε καταστάσεις που κατ' ισχυρισμόν έχει βιώσει ο ίδιος και που τον ανάγκασαν να αλλάξει τόσο τόπο διαμονής, όσο και χώρα, θα ήταν αναμενόμενο οι περιγραφές του να παραπέμπουν σε βιωμένα περιστατικά. Αντίθετα, οι απαντήσεις του χαρακτηρίζονταν από επιφανειακότητα, ενώ σε αρκετά περιπτώσεις  ήταν μονολεκτικές, αόριστες και μη ευλογοφανείς. Όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν σοβαρούς λόγους να αμφισβητηθεί η αλήθεια της αξίωσης των αιτούντων άσυλο, το άτομο πρέπει να παρέχει ικανοποιητική εξήγηση για τις εικαζόμενες ανακρίβειες σε αυτές τις υποβολές, κάτι το οποίο δεν προκύπτει στην παρούσα περίπτωση του Αιτητή.

Επιπλέον, λαμβάνω υπόψη μου τα όσα αναφέρονται επί του άρθρου 18 (3 (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία. Συνεπακόλουθα σημειώνεται ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε οποιαδήποτε ευαλωτότητα ή και προβλήματα υγείας, είναι ενήλικας με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ως εκ τούτου είναι εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συμπερασματικά, εξ όσων ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και αιτήθηκε διεθνή προστασία. Αναφερόμενος σε καταστάσεις που κατ' ισχυρισμό έχει βιώσει ο ίδιος και που τον ανάγκασαν να αλλάξει τόσο τόπο διαμονής, όσο και χώρα, θα ήταν αναμενόμενο οι περιγραφές του να παραπέμπουν σε βιωμένα περιστατικά. Αντίθετα, οι απαντήσεις του χαρακτηρίζονταν από επιφανειακότητα, ενώ ήταν μονολεκτικές, αόριστες και μη ευλογοφανείς. 

Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεων του, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, αλλά και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε οι οποίες εύλογα προκύπτουν από το περιεχόμενο της έκθεσης -εισήγησης, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό του. Από την αφήγηση του Αιτητή παρατηρώ ότι απουσιάζει πλήρως το βιωματικό και προσωπικό στοιχείο. 

Σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση  και θα καταλήξει με απόλυτη  βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία  έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο  κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση  JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαπείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». »).

Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή περί δίωξής του από τον θείο του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Τονίζεται παράλληλα ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης ή σοβαρής βλάβης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ.             WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010)

Βεβαίως ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ναι μεν τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλόμενων από τον Αιτητή ουσιωδών ισχυρισμών και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφασή τους, όμως στην περίπτωση που δεν έχουν προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοίκησης, ουσιώδεις, υπό την ανωτέρω έννοια, ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου.

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας» , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η. Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου. 

Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας. 

Εξάλλου ούτε από άλλα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο Αιτητής τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου της συνηγόρου του προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης από τον θείο του, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.

Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής  δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες  όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τους ως άνω ισχυρισμούς του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα των ισχυρισμών του Αιτητή δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτούς. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες  από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)]. Καθώς η κατ’ ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή από τον θείο του, αποτελεί εν γένει ισχυρισμό ιδιωτικής φύσης, η έρευνα του Δικαστηρίου περιορίστηκε μόνο σχετικά με το κατά πόσο το κράτος θα μπορούσε να προστατέψει τον Αιτητή από την κατ’ ισχυρισμό απειλή κατά της ζωής του. 

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της ΕΥΥΑ επί της κατάστασης που επικρατεί στη Νιγηρία για το έτος 2024, πηγές ανέφεραν ότι η Νιγηρία αντιμετωπίζει επικαλυπτόμενες κρίσεις ασφαλείας για πάνω από μια δεκαετία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέφερε ότι το «πρωτοφανές κύμα διαφορετικών και επικαλυπτόμενων κρίσεων ασφαλείας» περιελάβανε ληστείες, εγκλήματα και απαγωγές, εξεγέρσεις, αυτονομιστικές ταραχές, τρομοκρατία και συγκρούσεις μεταξύ αγροτών και βοσκών, τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος της Νιγηρίας επηρεάστηκε από τη βία και την εγκληματικότητα. Το 2023, στα βορειοδυτικά, συμμορίες ληστών κατηγορήθηκαν για απαγωγές, σεξουαλική βία και λεηλασίες, ενώ στα βορειοανατολικά, υπήρξε αναζωπύρωση  του Ισλαμικού Κράτους στη Δυτική Αφρική (ISWAP). Επιπλέον, στη Μέση Ζώνη και στη Βόρεια-Κεντρική περιοχή, οι διακοινοτικές συγκρούσεις μεταξύ αγροτών και κτηνοτρόφων συνεχίστηκαν, με απώλειες. Οι δυνάμεις ασφαλείας της Νιγηρίας κατηγορήθηκαν για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των αδιάκριτων αεροπορικών επιδρομών. Η Βόρειο κεντρική, μαζί με τη Βορειοδυτική, ήταν οι δύο γεωπολιτικές ζώνες που πλήττονται κυρίως από ληστείες.[1]

Το 2023, το Nigeria Watch ανέφερε ότι οι κύριες αιτίες της βίας και των θανάτων στη χώρα ήταν η εγκληματική δραστηριότητα, ακολουθούμενη από τα πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα και τα τροχαία ατυχήματα. Αυτή η τάση ήταν συνεπής με τα προηγούμενα έτη. Οι εγκληματικές δραστηριότητες περιλάμβαναν τον αιρετισμό, την αγροτική ληστεία, οι απαγωγές, οι συγκρούσεις αγροτών/κτηνοτρόφων, με τις βόρειο-κεντρικές και βορειοδυτικές περιοχές να επηρεάζονται το περισσότερο. Το Αφρικανικό Κέντρο για την Εποικοδομητική Επίλυση Διαφορών (African Centre for Constructive Resolution of Disputes) (ACCORD) διευκρίνισε ότι οι αγροτικές κοινότητες «έχουν μετατραπεί σε ανασφαλείς και αμφισβητούμενους χώρους που χαρακτηρίζονται από περιορισμένη κρατική παρουσία, ανεπαρκείς υποδομές και σπάνιους πόρους». Οι αγροτική περιοχές είχαν μετατραπεί σε κέντρα εγκληματικών δραστηριοτήτων και βίαιων συγκρούσεων στη Νιγηρία, συγκεκριμένα το βόρειο τμήμα της Νιγηρίας, όπου η τρομοκρατία, η ληστεία, οι εξεγέρσεις και οι απαγωγές ήταν σε έξαρση.[2]

Το 2023, οι εγκληματικές συμμορίες και οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας συνέχισαν να είναι βασικοί παράγοντες σε βίαιες περιστατικά στη Νιγηρία. Οι εγκληματικές ομάδες συμμετείχαν σε περιστατικά που είχαν ως αποτέλεσμα του περισσότερες θανάτους (5 151 θανάτους), ακολουθούμενες από τις δυνάμεις ασφαλείας (3 789) και τις πολιτικές και εθνοτικές ομάδες (3 064).[3]

Η ικανότητα της κυβέρνησης της Νιγηρίας να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα υπονομεύεται σε ορισμένες πολιτείες από την επικρατούσα ανασφάλεια, π.χ. τα κράτη που πλήττονται από τις συγκρούσεις μεταξύ κτηνοτρόφων και αγροτών, τη βία που σχετίζεται με την Μπόκο Χαράμ και τη γενική εγκληματικότητα. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας στη βορειοανατολική περιοχή ήταν υπερτεταμένες λόγω της εξέγερσης της Boko Haram/ISWAP και, ως εκ τούτου, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε τοπικές πολιτοφυλακές και σε ομάδες επαγρύπνησης. Η ανομία και η έλλειψη αστυνόμευσης έχουν περιγράφει ως βασικοί παράγοντες για την αύξηση των ληστειών ή της εγκληματικής βίας. Η πρόσφατη εισαγωγή του νόμου για την αστυνομία της Νιγηρίας 2020 συνδέεται με μακροχρόνιες εκκλήσεις για αστυνομική μεταρρύθμιση. 

Επιπλέον, οι μακροχρόνιες κριτικές προς τις δυνάμεις ασφαλείας της Νιγηρίας αφορούσαν τη διαφθορά και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Το νομικό και δικαστικό σύστημα της Νιγηρίας είναι ένα μικτό σύστημα που βασίζεται σε διάφορες πηγές και, ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Η πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα στη Νιγηρία για πολλούς πολίτες παρεμποδίζεται από το υψηλό κόστος της προσφυγής στο δικαστήριο. Επιπλέον, το δικαστικό σύστημα καθίσταται γενικά αναποτελεσματικό λόγω μεγάλου φόρτου υποθέσεων, της έλλειψης χρηματοδότησης και της χαμηλής ικανότητας ανθρώπινου δυναμικού, γεγονός που οδηγεί σε εξαιρετικά μεγάλους χρόνους διεκπεραίωσης. Αναφέρεται επίσης εκτεταμένη διαφθορά. Το 2017, το UNODC ανέφερε ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι στη Νιγηρία αντιπροσώπευαν τη δεύτερη πιο εύκολα επηρεασμένη ομάδα αξιωματούχων όσον αφορά τον κίνδυνο δωροδοκίας. 

Ωστόσο, το κράτος έχει λάβει μέτρα για την καθιέρωση και τη λειτουργία ενός αποτελεσματικού ποινικού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης για τον εντοπισμό, τη δίωξη και την τιμωρία των πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος στη παροχή προστασίας παρεμποδίζεται από την αναποτελεσματικότητα, την έλλειψη πόρων και κατάρτισης, τις χαμηλές αμοιβές και τη διαφθορά, ιδίως στην αστυνομία. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης μπορεί επίσης να διαφέρει από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τα επίπεδα εγκληματικότητας και τις εμφύλιες συγκρούσεις και το μέγεθος και την ικανότητα του συστήματος ασφαλείας των δυνάμεων ασφαλείας και του δικαστικού συστήματος σε τοπικό επίπεδο. Οι πηγές αναφέρουν ότι η ανταπόκριση της αστυνομίας στα εγκλήματα είναι μεταβλητή και συχνά αργή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αστυνομία φέρεται να μην ανταποκρίνεται καθόλου ή να παρέχει ελάχιστη ερευνητική υποστήριξη. Ωστόσο, η αστυνομία συνεχίζει να συλλαμβάνει και να κρατάει άτομα για παραβάσεις του νόμου, αν και με χαμηλή συχνότητα.[4]

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι σε μέρη της χώρας, η ικανότητα του νιγηριανού κράτους να παρέχει προστασία είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα στις πολιτείες που πλήττονται σημαντικά από τη βία που σχετίζεται με τη Μπόκο Χαράμ. Το κράτος της Νιγηρίας και οι θεσμοί του μπορεί επίσης να αποδειχθούν απρόσιτοι ή αναποτελεσματικά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως όταν πρόκειται για υποθέσεις περιουσιακών διαφορών. Ωστόσο, ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή δεν εμφανίζει κάποιο από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, ενώ ο Αιτητής θα μπορούσε να απευθυνθεί στις αρχές της χώρας του. Όπως αναφέρουν εξάλλου οι πηγές πληροφόρησής σε γενικές γραμμές, το κράτος είναι πρόθυμο και ικανό να προσφέρει επαρκή προστασία σε άτομα που φοβούνται μη κρατικούς φορείς, συμπεριλαμβανομένων των «κακοποιών» κρατικών φορέων[5]. Το βάρος παραμένει  στον Αιτητή να αποδείξει το αντίθετο. Συνάμα και με βάση τις ως άνω πηγές πληροφόρησης ο Αιτητής θα μπορούσε εκτός από τις αστυνομικές αρχές να απευθυνθεί και στην τοπική αυτοδιοίκηση να παρέμβει ως διαμεσολαβητής κάτι το οποίο και πάλι δεν έπραξε. Γενικότερα φρονώ από τα ενώπιον μου στοιχεία και τις αναφορές του Αιτητή ότι ο ίδιος δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια προς επίλυση της οικογενειακής περιουσιακής διαφοράς που είχε με τον θείο του. Το βάρος παραμένει στον Αιτητή να αποδείξει γιατί το κράτος δεν είναι πρόθυμο και ικανό να  του παρέχει αποτελεσματική προστασία, στοιχείο το οποίο δεν προκύπτει από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καθότι ο ίδιος ήταν απρόθυμος να απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές της χώρας του.

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από την αρμόδια λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Πέραν των ως άνω αναφερθέντων σημείων αναξιοπιστίας τα οποία κρίνω ότι πλήττουν ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή επισημάνω ότι σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί κινδύνου λόγω ιδιωτικής διαφοράς και δίωξης από τον θείο του, αφενός μεν δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι, αφετέρου δε, στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς, οι δε ιδιωτικές διαφορές καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτως ή άλλως, ο Αιτητής θα μπορούσε να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του Αιτητή το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται ο Αιτητής δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται  εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει ο Αιτητής δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης. 

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα  το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. 

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου από τους θετούς του αδελφούς  ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενος συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει ο Αιτητής, το οποίο δίδεται όταν ο Αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji – Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής δήλωσε, ο τόπος που αναμένεται να επιστρέψει είναι η πόλη Akure city Akoure south LGA Ondo State όπου διέμενε και εργαζόταν πριν την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του. Όπως εξάλλου προκύπτει από σχετική έρευνα που διεξήγαγαν οι Καθ΄ ’ων η Αίτηση επί της κατάστασης που επικρατεί στην χώρα και τόπο συνήθους διαμονής του (βλ. ερ. 41-44 δ.φ.)  δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων υπό την έννοια του άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου αλλά και της ως άνω αναφερθείσας νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Συνάμα λαμβάνω επίσης υπόψιν τα δεδομένα ασφαλείας του εν λόγω τόπου, όπως προκύπτουν και από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, όπου παρατηρώ τα ακόλουθα:

Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Ondo State όπου υπάγεται η πόλη Akure, σύμφωνα με την βάση δεδομένων ACLED (Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά την περίοδο 27/01/ 2024 μέχρι 24/01/2025 καταγράφηκαν συνολικά 89 περιστατικά ασφαλείας με 26 θανάτους σε άμαχο πληθυσμό  σε σύνολο πληθυσμού που εκτιμάται στους 5,300,000 κατοίκους.[6]

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών και σε συνάρτηση με την έρευνα που διεξήγαγαν οι Καθ’ων η Αίτηση καταλήγω ομοίως ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό διατρέξει ο Αιτητής ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Περαιτέρω,  η λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού. (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ v. Yπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), 

Τέλος, σημειώνεται ότι το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) με το οποίο η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω αυτός να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες της από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής. 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[4] Country Policy and Information Note Nigeria: Actors of protection Version 3.0 August 2024

https://assets.publishing.service.gov.uk/media/66c83c38acf4f3fbe9f6d26b/NGA+CPIN+Actors+of+Protection.pdf

 

[5]Country Policy and Information Note Nigeria: Actors of protection Version 3.0 August 2024

https://assets.publishing.service.gov.uk/media/66c83c38acf4f3fbe9f6d26b/NGA+CPIN+Actors+of+Protection.pdf

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο