
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
21 Φεβρουαρίου 2025
[Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C.C.U.
Αιτητής
-και-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
....................
Μ. Παπαλοίζου (κος) Δικηγόρος για τον Αιτητή
Ιωάννα Χαραλάμπους (κα), για Αίγλη Κίτσιου (κα) Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται: Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 10/07/2023, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 31/07/2023 με επιστολή και με την οποία το αίτημα του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής αναφερόμενος ως «Δ.Φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 04/11/2021. Στις 26/06/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από Αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 10/07/2023 ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 10/07/2023. Επίσης, στις 31/07/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή την ίδια μέρα. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Δια της γραπτής του αγόρευση ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης. 1) Ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι εσφαλμένη ως αποτέλεσμα μιας καθόλα αντινομικής διαδικασίας. 2) Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται δέουσας έρευνας. 3) Ότι δεν εξετάστηκε κατά πόσο ο Αιτητής πληροί της προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος πολιτικού πρόσφυγα/ / ή Συμπληρωματικής Προστασίας.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας ένα έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε από αρμόδιο όργανο, ότι από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει η τήρηση της ορθής διαδικασίας προς λήψη της απόφασης και ότι η απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Οι Καθ' ων υπεραμύνονται και της ορθότητας της επίδικης απόφασης υποστηρίζοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στον Νόμο, υποβάλλοντας ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας εξετάστηκε ενδελεχώς και, ορθά κατέληξαν ότι στο πρόσωπο του Αιτητή δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που να δικαιολογούν φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν 6(Ι) 2000).
Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο συνήγορος του Αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 30/10/2024, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση διοικητικού φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθεί μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης πλην αυτούς που αφορούν το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι υπόλοιποι νομικοί ισχυρισμοί αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ημ.6/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:C344 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί του αιτητή οι οποίοι εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στις αγορεύσεις που επακολούθησαν και οι οποίοι καταγράφονται πιο κάτω.
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται ο Αιτητής συνιστά ενήλικο πρόσωπο υπήκοος Νιγηρίας. Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή το αφεντικό που υπηρετούσε ήθελε να τον χρησιμοποιήσει σε μια τελετουργία για χρήματα. Πρόσθεσε επίσης ότι τον πήγε στο αποκρυφιστικό του βασίλειο για να τον θυσιάσει. Επιπλέον, δήλωσε ότι το αφεντικό του σκότωσε τη μητέρα, τον πατέρα και τα αδέλφια του, ενώ εκείνος ήταν ο μόνος που επέζησε. Ακόμα, ανέφερε ότι το αφεντικό του τον πήγε στο βασίλειό του και χρησιμοποίησε ένα μαχαίρι για να του κόψει το στόμα. Καθώς εκτυλίσσονταν αυτά τα γεγονότα, κατάφερε να δραπετεύσει και να εγκαταλείψει στη συνέχεια τη χώρα καταγωγής του.(βλ.ερ.1 δ.φ).
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε ως περιοχή καταγωγής και διαμονής την πολιτεία Abia και συγκεκριμένα την πόλη Aba της τοπικής αρχής Umuahia Local Government Area. Επιπλέον δήλωσε ότι ελεύθερος ασπάζεται τον χριστιανισμό και μιλά αγγλικά. Ως προς το οικογενειακό του περιβάλλον ο Αιτητής δήλωσε πως οι γονείς του έχουν πεθάνει και δεν έχει αδέλφια, ενώ ως προς το εκπαιδευτικό και εργασιακό του υπόβαθρό ο Αιτητής δήλωσε ότι φοίτησε για δεκαπέντε χρόνια και δεν εργάστηκε ποτέ του.
Στην ελεύθερη αφήγηση του σχετικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την Νιγηρία, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί όπως επιστρέψει σε αυτή καθώς η ζωή του απειλείται από το αφεντικό του ο οποίος ήθελε να τον θυσιάσει.(βλ.ερ.17 δ.φ.). Σε διευκρινιστική ερώτηση αναφορικά με τον ως άνω ισχυρισμό ο Αιτητής πρόσθεσε ότι το αφεντικό του (master) τον πήγε στο αποκρυφιστικό βασίλειό του για να τον θυσιάσει σε ένα χρηματικό τελετουργικό. Στη συνέχεια, πήρε ένα μαχαίρι και του έκοψε το στόμα. Έπειτα, έφυγε από το βασίλειο και πήγε σε μια εκκλησία, όπου ο πάστορας εκεί τον βοήθησε να ταξιδέψει εκτός Κύπρου, ώστε να ζητήσει διεθνή προστασία. Όταν ρωτήθηκε τι θα συμβεί αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ο αιτών δήλωσε ότι η ζωή του θα κινδυνεύσει, καθώς το αφεντικό του (master) θα τον σκοτώσει.(βλ. ερ. 17-15 δ.φ.).
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από το αφεντικό του λόγω του ότι ήθελε να τον θυσιάσει.
Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, η αρμόδια λειτουργός σημείωσε στην εισήγηση της πως ο Αιτητής γεννήθηκε στην πολιτεία Abia και συγκεκριμένα στην πόλη και περιοχή Aba που ήταν τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του. Ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός κατόπιν εξέτασης της εσωτερικής αξιοπιστίας του αλλά και διασταύρωσής του με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για την χώρα καταγωγής του Αιτητή (βλ. ερυθρό 29-28).
Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό περί της υποτιθέμενης δίωξης του Αιτητή από το αφεντικό του, λόγω της πρόθεσής του να τον θυσιάσει, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει σαφείς και ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματα που του τέθηκαν και περιέπεσε σε αντιφάσεις.
Συγκεκριμένα, όταν του ζητήθηκε να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα του, δεν μπόρεσε να ανατρέξει στα γεγονότα, δηλώνοντας γενικά ότι, μετά από όσα συνέβησαν, έτρεξε στην εκκλησία, όπου ένας πάστορας άκουσε την ιστορία του και στη συνέχεια τον βοήθησε να εγκαταλείψει άμεσα τη χώρα καταγωγής του. Σε επόμενη διευκρινιστική ερώτηση σχετικά με τον λόγο για τον οποίο δεν διέμενε με τους γονείς του μετά το περιστατικό με το μαχαίρι, ο Αιτητής απάντησε γενικά και αόριστα ότι ήταν φτωχός. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ασάφεια και αοριστία ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν κατήγγειλε το εν λόγω περιστατικό στην αστυνομία, αναφέροντας ότι, αντί αυτού, πήγε στην εκκλησία (βλ. ερ. 13. 3Χ δ.φ.). Τέλος, όταν ερωτήθηκε γιατί το αφεντικό του σκότωσε τους γονείς του δύο χρόνια μετά το περιστατικό με το μαχαίρι, ο Αιτητής υπέπεσε ξανά σε ασάφειες και αοριστολογίες, λέγοντας ότι δεν τον εντόπισε τον ίδιο, και γι’ αυτό σκότωσε τους γονείς του. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο λειτουργός έκρινε ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων αυτών μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης, λόγω της εγγενούς υποκειμενικότητάς τους. Κατά συνέπεια, και λαμβάνοντας υπόψη τα διαθέσιμα δεδομένα, δεν δύναται να γίνει δεκτό το μέρος του αιτήματος του Αιτητή που αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξής του.
Ακολούθως, σε σχέση με τον μοναδικό αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και την περιοχή καταγωγής του Αιτητή, κατά την αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε, επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή και αξιολογώντας την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του, σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης, άμα την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.
Ακολούθως, κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει αρχικά ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή, το προφίλ του και την αξιολόγηση κινδύνου, διαφάνηκε ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 19 για την αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, σε συνδυασμό και με τις πληροφορίες αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Abia της Νιγηρίας, ήτοι στην περιοχή καταγωγής του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη και τα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός εισηγήθηκε όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή και ως προς τη συμπληρωματική προστασία.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και τα όσα προέβαλε ο εκπρόσωπος της συνηγόρου του Αιτητή κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Κατά τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο φέρει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/EE, αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο της EASO με τίτλο «Δικαστική Ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (2018)», αναφέρεται στη σελ.98, ενότητα 4.5.3 ότι: «Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του πιο πάνω εγχειριδίου, αναφέρεται ότι: «Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται η αίτηση διεθνούς προστασίας να είναι τεκμηριωμένη και να περιλαμβάνει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη ‘λυσιτελών στοιχείων’.».
Συναφώς, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012, η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε «δύο αυτοτελή στάδια», όπου το πρώτο στάδιο «αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως», ενώ το δεύτερο στάδιο «αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας». Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά ως προς την ύπαρξη μελλοντικής δίωξης.
Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3)(α) του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα της αρμόδιας λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι ότι ο Αιτητής είναι Νιγηριανός υπήκοος με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του, την πολιτεία Abia. Ομοίως, αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Κρίνω ότι η αρμόδια λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του εν λόγω ισχυρισμού. Γενικότερα, οι απαντήσεις του Αιτητή στις σχετικές ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού υπήρξαν αόριστες και επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Ο Αιτητής ουδόλως ήταν σε θέση να εξειδικεύσει τον ισχυρισμό του περί του ότι κινδυνεύει από αφεντικό του ο οποίος ανήκε σε κάποια μυστική οργάνωση με το όνομα occulty kingdom. (βλ.ερ.17.δφ.)
Ειδικότερα, δεν παρείχε συγκεκριμένες και επαρκείς πληροφορίες ούτε για το αφεντικό του ούτε για τη μυστικιστική οργάνωση στην οποία, όπως ισχυρίστηκε, ανήκε το αφεντικό του. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια τα γεγονότα που οδήγησαν το αφεντικό του να προβεί, χωρίς καμία εξήγηση και αιφνιδιαστικά, στην εν λόγω ενέργεια, δεδομένου ότι διέμενε μαζί του για πέντε χρόνια (βλ. ερ. 16 Χ1 δ.φ.). Επιπλέον, δεν ήταν σε θέση να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες για το αφεντικό του πέρα από γενικές αναφορές. Λαμβανομένου ότι ο Αιτητής διέμενε με αυτόν για πέντε χρονιά ως εξάλλου δήλωσε θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να παρέχει περαιτέρω πληροφορίες πέραν της γενικής αναφοράς ότι ήταν το αφεντικό του. Γενικότερα, από την αφήγησή του απουσιάζει οποιαδήποτε λογική συνοχή και λεπτομέρεια, ενώ το περιεχόμενό της βρίθει ανακριβειών και έλλειψης ευλογοφάνειας. Παράλληλα, παρατηρείται ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της εν λόγω τελετουργίας, η οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, είχε ως αποτέλεσμα το αφεντικό του να πάρει το επίμαχο μαχαίρι και να χαράξει το στόμα του. Ομοίως, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια γιατί, μετά την απόδρασή του, δεν επέστρεψε στους γονείς του, αλλά αποφάσισε να επισκεφθεί έναν άγνωστο πάστορα κάποιας εκκλησίας, ο οποίος στη συνέχεια τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Επιπρόσθετα, θεωρώ ότι το γεγονός πως δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του για να καταγγείλει το εν λόγω περιστατικό, αλλά αντί αυτού προτίμησε να επισκεφθεί κάποιον άγνωστο πάστορα, πλήττει την αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Τέλος, παρατηρώ ότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως το αφεντικό του σκότωσε τους γονείς του, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να παράσχει οποιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες πέραν αυτής της γενικής αναφοράς σχετικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στη δολοφονία της οικογένειάς του. Ο Αιτητής κλήθηκε επανειλημμένα να δώσει απαντήσεις, ωστόσο δεν μπόρεσε να περιγράψει επαρκώς τα γεγονότα ούτε να παράσχει σχετικές πληροφορίες με λεπτομέρεια. Επιπλέον, δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει με σαφήνεια και ευλογοφάνεια τον πυρήνα του αιτήματός του. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της αρμόδιας λειτουργού, όπως καταγράφονται στην έκθεση-εισήγηση, γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως στοιχεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή, και συνεπώς δεν εντοπίζω οποιονδήποτε λόγο διαφοροποίησης.
Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι ένα αίτημα για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και με σαφήνεια και επαρκή λεπτομέρεια, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της εν λόγω αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Επομένως, η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, στοιχείο β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ως έλλειψη σχετικών στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας του, φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή του προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις του δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς του την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους.
Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεών του, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, αλλά και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε, οι οποίες εύλογα προκύπτουν από το περιεχόμενο της έκθεσης-εισήγησης, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό του. Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας πρωτίστως εναποτίθεται στον ίδιο τον Αιτητή, ο οποίος πρέπει να καταβάλλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του ότι υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί με βάση τα πραγματικά περιστατικά τις προϋποθέσεις για παραχώρηση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή της παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, κάτι το οποίο ο Αιτητής φρονώ απέτυχε να το πράξει επί της παρούσας υπόθεσης (βλ. William Crisantha Mal Francis Karumarathna v. Δημοκρατίας, υπόθ.αρ.1875/08, ημερ.1.3.2010 και Εγχειρίδιο του Υπάτου Αρμοστή των Ο.Η.Ε για τους προσφυγές - ότι ο Αιτητής οφείλει με ειλικρίνεια να θεμελιώσει το αίτημα του, βλ. επίσης Υπόθεση Αρ. 1119/2009, ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012, FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, όμως δεν έγινε αποδεκτή η ισχυριζόμενη δίωξη που επικαλείται ο Αιτητής στη χώρα του (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξής του από το αφεντικό του ο οποίος ανήκε σε κάποια μυστική κοινότητα (cult), ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, εξαιτίας ουσιωδών αντιφάσεων, ασαφειών, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στο αφήγημά του κατά τη συνέντευξή του. Αυτό δε το εμπόδιο, αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).
Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή το «ευεργέτημα της αμφιβολίας», όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο «νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ’ αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος». Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας δικαστικής διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης του στη χώρα καταγωγής. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρία είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Επιπλέον, η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής. Επίσης, η αρμόδια λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα στη συνεκτίμηση των προσωπικών του περιστάσεων, καθώς και σε έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, ως προνοείται στο άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παράλληλα, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα όσα παρέθεσε ο Αιτητής, συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13Α(9) του Περί Προσφύγων Νόμου). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του Αιτητή στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.
Εξάλλου, ούτε από άλλα στοιχεία που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο Αιτητής τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου της συνηγόρου του προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης από τις αρχές τις χώρας καταγωγής του, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.
Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4, παράγραφος 3, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ανέτρεξα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για σκοπούς ουσιαστικής εξέτασης του αιτήματός του. Στη Νιγηρία υπάρχουν αρκετές αδελφότητες (cults/confraternities), των οποίων οι δραστηριότητες περιλαμβάνουν βίαιες τελετουργίες μύησης και παράνομες πράξεις, όπως δολοφονίες, εμπορία ανθρώπων, σεξουαλική εκμετάλλευση, δουλεία, διακίνηση ναρκωτικών, λαθρεμπόριο, εκβιασμούς, απαγωγές και αναγκαστική στρατολόγηση (συμπεριλαμβανομένης της στρατολόγησης παιδιών). Επιπλέον, εμπλέκονται σε συγκρούσεις με άλλες εγκληματικές οργανώσεις και πραγματοποιούν επιθέσεις εναντίον υφιστάμενων ή πρώην μελών τους.[1]
Σύμφωνα με αναφορές σε άλλες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, παρόλο που υπάρχουν πρόσωπα τα οποία οικειοθελώς επιλέγουν να ενταχθούν ως μέλη αδελφοτήτων, εντούτοις εντοπίζονται και περιστατικά αναγκαστικής στρατολόγησης, κατόπιν απαγωγής προσώπων και άσκησης βίας εναντίον τους. Επιπρόσθετα, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο για κάποιο πρόσωπο να αποχωρήσει από μία αδελφότητα στην οποία είναι μέλος και μία τέτοια ενέργεια μπορεί να σηματοδοτήσει την έναρξη πράξεων εκφοβισμού ή επιθέσεων εναντίον του ή να κινδυνεύει ακόμα και να θανατωθεί[2]. Σε Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών της Ολλανδίας για τη Νιγηρία του 2023, αναφέρεται ότι σύμφωνα με εμπιστευτική πηγή πληροφόρησης, η συμμετοχή σε αδελφότητα θεωρείται ότι θα είναι δια βίου, χωρίς κάποιο μέλος να έχει τη δυνατότητα να αποχωρήσει από αυτήν, καθώς η αποχώρηση μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργεί κίνδυνο αποκάλυψης των μυστικών της αδελφότητας. Εντούτοις, όπως αναφέρεται στον σχετικό Οδηγό της EASO για την Νιγηρία του 2021, δεν εντοπίζονται πληροφορίες για τις συνέπειες που επιφέρει σε κάποιο πρόσωπο η άρνησή του να ενταχθεί ως μέλος μίας αδελφότητας[3].
Τον Μάρτιο του 2024 το Nigeria Watch επισημαίνει ότι: «Το 2023, ο αιρετισμός στη Νιγηρία είχε ως αποτέλεσμα 371 θανάτους, σημειώνοντας αύξηση από τους 301 που καταγράφηκαν το 2022[4].
Τον Ιανουάριο του 2024 η οργάνωση Africans Unite Against Child Abuse (AFRUCA) σημειώνει ότι: «Πρώτον, είναι η υπερβολική χρήση της βίας. Οι αδελφότητες είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούν υπερβολική βία και κτηνωδία σε κάθε πτυχές των επιχειρήσεών τους τόσο στην Ευρώπη όσο και σε ολόκληρη τη Νιγηρία. Η βία αποτελεί βασικό στοιχείο της στρατολόγηση και τη μύηση των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων καθώς και των μελών της αίρεσης, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει σωματική βια»[5].
Επιπλέον, πηγές αναφέρουν ότι η χρήση της παραδοσιακής θρησκείας βρίσκεται στον πυρήνα των λειτουργιών της αδελφότητας. Οι αδελφότητες χρησιμοποιούν παραδοσιακές θρησκευτικές πρακτικές στις τελετές στρατολόγησης και μύησης, συμπεριλαμβανομένων των τελετουργιών αίματος, των τελετουργιών ορκωμοσίας για να «καθαρίσουν τους μυημένους από τις αδυναμίες και να τους εμφυσήσουν γενναιότητα». Οι αδελφότητες είναι μεγάλα και έμπειρα οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα με ειδικά ενδιαφέροντα στην εμπορία ανθρώπων και ναρκωτικών, αλλά και στην πλαστογραφία διαβατηρίων, στις απάτες μέσω διαδικτύου και στις απάτες με χρήματα που προέρχονται από τη Νιγηρία, ιδίως τη λεγόμενη «απάτη ρομαντισμού», η οποία στοχεύει ηλικιωμένες Ευρωπαίες που αναζητούν σχέσεις, «γοητεύοντάς» τες να αποχωριστούν μετρητά. Επιπλέον, οι αδελφότητες έχουν πολύ αυστηρούς κώδικες συμμετοχής και είναι άκρως μυστικοπαθείς. Ίσως ο βασικός παράγοντας της επιτυχίας των αδελφοτήτων είναι ότι πρόκειται για πολύ ευέλικτα, πολύ καλά οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα, που προσαρμόζονται πολύ γρήγορα και αλλάζουν τον τρόπο δράσης τους ανάλογα με την κατάσταση. Τα δίκτυα αυτά αναλύονται σε πυρήνες με ιεραρχικές δομές μελών. Κάθε πυρήνας έχει καλά οργανωμένες επιχειρήσεις σε διάφορες χώρες της Νιγηρίας, σε άλλες αφρικανικές χώρες και σε ολόκληρη την Ευρώπη[6].
Από τις παραπάνω πληροφορίες που προέρχονται από εξωτερικές πηγές, επιβεβαιώνεται γενικά η ύπαρξη και η επικίνδυνη φύση των δραστηριοτήτων των αδελφοτήτων στη χώρα καταγωγής του αιτητή. Ωστόσο, δεν προκύπτει συγκεκριμένη επιβεβαίωση του προσωπικού ζητήματος του αιτητή. Οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται από ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών. Ο Αιτητής δεν μπόρεσε να παραθέσει συγκεκριμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες ως προς την ομάδα (Cult) στην οποία ανήκε το πρώην αφεντικό του αλλά ούτε κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης εξαιτίας αυτού και επομένως δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Δεδομένης της έλλειψης τεκμηριωμένης εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών του αιτητή, όπως αναλύεται εκτενώς ανωτέρω, ο ισχυρισμός του περί φόβου δίωξης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και, συνεπώς, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Ολόκληρο το ιστορικό στο οποίο βασίζεται η αίτηση διεθνούς προστασίας του αιτητή δεν αποδεικνύει την ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία και πειστικότητα τους ισχυρισμούς του, ώστε να ενταχθεί στον ορισμό του πρόσφυγα και να δικαιούται τα προνόμια αυτού του καθεστώτος.
Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και άρθρο 2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το άρθρο 3Γ του Νόμου και αντίστοιχα άρθρο 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».
Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα άρθρα 3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα άρθρα 3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. άρθρα 4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.
Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κάνει αποδεκτούς τους ισχυρισμούς αναφορικά με την ταυτότητα και χώρα καταγωγής του Αιτητή, και ορθά απορρίπτει τους ισχυρισμούς περί δίωξης υπό μορφή απειλών από το πρώην αφεντικό του ο οποίος ανήκε σε κάποια μυστική οργάνωση. Συνεπακόλουθα και λαμβανομένου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγιναν αποδεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση του Αιτητή. Ούτε ο Αιτητής παρουσίασε περαιτέρω στοιχεία ή και μαρτυρία για να καλύψει τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση ως εκ τούτου οι εν λόγω αντιφάσεις παραμένουν και η κρίση της διοίκησης λαμβάνεται ως ορθή από το Δικαστήριο. (F.E.E. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου Υποθ. Αριθ. 2407/22 ημερ. 21/02/2023) Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν είναι ικανά ώστε να εντάξουν τον Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).
Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].
Ως προς την γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφέρουν πως η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας -η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, τον Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης[7].
Το 2023, το Nigeria Watch ανέφερε ότι οι κύριες αιτίες βίας και θανάτων στη χώρα ήταν οι εγκληματικές δραστηριότητες, ακολουθούμενες από πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα καθώς και τροχαία ατυχήματα. Αυτή η τάση ήταν συνεπής με τα προηγούμενα χρόνια.[8] Οι εγκληματικές δραστηριότητες περιελάμβαναν λατρεία, ληστείες της υπαίθρου, απαγωγές, συγκρούσεις αγροτών/κτηνοτρόφων, με τις περιοχές North-Central και North-West να επηρεάζονται συνολικά.[9] Το Αφρικανικό Κέντρο για την Εποικοδομητική Επίλυση Διαφορών (ACCORD) διευκρίνισε ότι οι αγροτικές κοινότητες «έχουν γίνει ανασφαλείς και αμφισβητούμενοι χώροι που χαρακτηρίζονται από περιορισμένη κρατική παρουσία, ανεπαρκείς υποδομές και λιγοστούς πόρους.» Οι αγροτικές περιοχές είχαν γίνει κόμβοι εγκληματικών δραστηριοτήτων και βίαιων συγκρούσεων στη Νιγηρία, συγκεκριμένα στο βόρειο τμήμα της Νιγηρίας, όπου η τρομοκρατία, η ληστεία, η εξέγερση και οι απαγωγές ήταν σε έξαρση.[10] Σύμφωνα με το Nigeria Watch, ο αριθμός των θανάτων μειώθηκε το 2023. Περίπου το 75% των θανάτων στη Νιγηρία αναφέρθηκαν στον Βορρά, κυρίως λόγω εξέγερσης, ληστείας της υπαίθρου, εδαφικών συγκρούσεων και επιχειρήσεων κατά των εξεγέρσεων από τις κρατικές δυνάμεις. Στο Νότο, τα θύματα οφείλονταν κυρίως σε ομάδες υπέρ της Biafra, εγκληματικότητα και εθνο-κοινοτικές συγκρούσεις.[11] Ωστόσο, οι συγκεκριμένες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις δεν επεκτείνονται στον τόπο καταγωγής του Αιτητή.
Σχετικά με την πολιτεία Abia, τόπο καταγωγής του Αιτητή, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά την περίοδο 27/01/2024 - 24/01/2025 σημειώθηκαν συνολικά 102 περιστατικά ασφαλείας με 83 (καταγεγραμμένες) απώλειες ανθρώπινων ζωών. Τα 113 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 4 ταραχές (riots), 7 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (explosions/remote violence), 28 διαμαρτυρίες (protests), 22 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 21 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 41 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 62 ανθρώπινες απώλειες[12]. Σημειώνεται πως ο πληθυσμός της πολιτείας Abia για το 2022 εκτιμήθηκε στους 4,143,100 κατοίκους.[13]
Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη απόφαση 901/19 του ΔΕΕ (CF & DN Judgement) αναφορικά με το άρθρο 15γ της Οδηγίας 2011/95 «το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία, όταν ένας άμαχος δεν αποτελεί ειδικά στοχοποιημένο πρόσωπο λόγω ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων, η διαπίστωση σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή το πρόσωπο του εν λόγω πολίτη λόγω "αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις ... ένοπλης συγκρούσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η αναλογία μεταξύ του αριθμού των θυμάτων στη σχετική περιοχή και του συνολικού αριθμού των ατόμων που απαρτίζουν τον πληθυσμό της περιοχής αυτής αγγίζει ένα καθορισμένο όριο» (σκέψη 37).
Περαιτέρω έκρινε ότι «το άρθρο 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται "σοβαρή και ατομική απειλή", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως εκείνων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτητή» (σκέψη 45). «Ως επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ληφθούν υπ' όψιν προτείνονται τα εξής: η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκόμενων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς και άλλα όπως η γεωγραφική έκταση της περιοχής όπου εκδηλώνεται αδιάκριτη βία, ο πραγματικός προορισμός του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη σχετική χώρα ή περιοχή και οι δυνητικά στοχευμένες επιθέσεις κατά αμάχων που πραγματοποιούνται από τα μέρη της σύγκρουσης» (βλ. σκέψη 43).
Στη βάση των στοιχειών που προτείνονται από την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ ως συναφή κατά την αξιολόγηση του κινδύνου έκθεσης κάποιου αιτητή σε σοβαρή βλάβη στα πλαίσια βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης παρατηρώ ότι και παρά τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν, η κατάσταση που επικρατεί τόσο στην πολιτεία Abia δεν έχει χαρακτηριστεί ως εσωτερική ή διεθνής ένοπλη σύρραξη και, συνεπώς, σε περίπτωση επιστροφής του ο Αιτητής δε θα κινδυνεύσει από βία ασκούμενη αδιακρίτως. Συνεπώς, έχοντας υπόψη το σύνολο των αναφορών από τις ως άνω έγκυρες πηγές πληροφόρησης καθώς και δεδομένου του προφίλ του Αιτητή, ήτοι ότι πρόκειται για ενήλικο άνδρα, υγιή σε ηλικία που μπορεί να εργαστεί, δεν αναμένεται με την ενδεχόμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Ενόψει των ανωτέρω και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).
Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός για τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την Κ.Δ.Π. 191/2024 καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή, η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1200 υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EASO, 'Country Guidance: Nigeria, Common analysis and guidance note' (2021), 55 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2063766/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf; The Ministry of Foreign Affairs of the Netherlands, 'General Country of Origin Information Report Nigeria' (2023), 14-15 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2103765/2023-
[2] EASO, 'Country Guidance: Nigeria, Common analysis and guidance note' (2021), 55 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2063766/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf; The Ministry of Foreign Affairs of the Netherlands, 'General Country of Origin Information Report Nigeria' (2023), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2103765/2023-
[3] EASO, 'Country Guidance: Nigeria, Common analysis and guidance note' (2021), 77 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2063766/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf
[4] Nigeria Watch (March 2024) Thirteenth Report On Violence In Nigeria 2023, p.8
https://coi.euaa.europa.eu/administration/ireland/PLib/2024_07_Nigeria_Black_Axe.pdf
[5] Africans Unite Against Child Abuse (AFRUCA) (25 January 2021) Nigerian Confraternities and the Increase in Human Trafficking Across Europe, p.3
https://coi.euaa.europa.eu/administration/ireland/PLib/2024_07_Nigeria_Black_Axe.pdf
[6] Africans Unite Against Child Abuse (AFRUCA) (25 January 2021) Nigerian Confraternities and the Increase in Human Trafficking Across Europe,
https://afruca.org/blog/nigerian-confraternities-and-the-increase-in-human-trafficking-across-europe
[7] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, τελευταία ενημέρωση 2 Μαρτίου 2023
https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria
[8] Nigeria Watch, Annual Report 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Annual report 2023 (nigeriawatch.org), σελ. 9
[9] Nigeria Watch, Annual Report 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Annual report 2023 (nigeriawatch.org), σελ. 8
[10] ACCORD, The ruralisation of violence and the criminalisation of conflict in Nigeria, 25 April 2024, url 60 Nigeria Watch, Annual Report 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: The ruralisation of violence and the criminalisation of conflict in Nigeria - ACCORD
[11] Νigeria Watch, Annual Report 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Annual report 2023 (nigeriawatch.org), σελ. 7
[12] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project
https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN: Abia)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο