Α. Β. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 3065/2022, 27/2/2025
print
Τίτλος:
Α. Β. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 3065/2022, 27/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: 3065/2022 

 

28 Φεβρουαρίου 2025

[Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ: 

Α. Β.

Αιτήτρια 

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση 

-------------------

                                                                                                                                  Μ. Σατολιά (κα) για Κώστας Σατολιάς Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια

Μ. Καρπούζη (κα) για Ε. Προκοπίου (κα), για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Η Αιτήτρια είναι παρούσα.   

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

A. A. AΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 18/4/2022, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και ή συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη και στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος της Γουινέας, η οποία σύμφωνα με δική της δήλωση την 20/01/2020 εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και μέσω Τουρκίας μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 12/02/2020 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Σύμφωνα με τον ενώπιον του Δικαστηρίου διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο Α, προκύπτει ότι εκκρεμούσης της εξέτασης της αίτησης, η Αιτήτριας αποπειράθηκε να ταξιδεύσει προς τη Βιέννη μέσω του αερολιμένα Λάρνακας, όπου κατά τον νενομισμένο διαβατηριακό έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι αυτή είχε στη κατοχή της πλαστό δελτίο ταυτότητας Βελγίου. Συνεπεία τούτου, συνελήφθηκε και εναντίον της συντάχθηκε κατηγορητήριο για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, εκδικάζοντας την υπόθεση, επέβαλε στην Αιτήτρια ποινή φυλάκισης δέκα μηνών.

 

Την 17/03/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 31/03/2022 αρμόδιος λειτουργός, συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματός της. Την 11/04/2022 συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 18/04/2022, μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε από την Αιτήτρια, αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή της, αφού προηγουμένως της επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της επιστολής σε γλώσσα που κατανοεί, ήτοι τη γαλλική.

 

Εμπρόθεσμα η Αιτήτρια με την συνδρομή συνηγόρων, καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, προβάλλοντας πλειάδα νομικών ισχυρισμών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ωστόσο στη συνέχεια μέσω της γραπτής της αγόρευσης, η συνήγορος της προωθεί μόνο ορισμένους εξ αυτών.

 

Ειδικότερα, μέσω της γραπτής αγόρευσης, προβάλλεται η θέση ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας και ως αποτέλεσμα πραγματικής και νομικής πλάνης. Αποτελεί θέση της ότι από την κατάθεση της αίτησης από την Αιτήτρια έως την τελική απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση μεσολάβησαν 26 μήνες (από 12/02/2020 έως 18/04/2022) χωρίς ενημέρωση της Αιτήτριας για τους λόγους της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην έκδοση απόφασης από τους Καθ’ ων η αίτηση. Ως δεύτερος λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται η θέση ότι η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας με αποτέλεσμα κατά τον ισχυρισμό της συνηγόρου, η απορριπτική απόφαση να καθιστά την Αιτήτρια παράνομη και ως εκ τούτου αυτή τίθεται σε δυσμενή θέση. Στα πλαίσια αυτού του λόγου, γενικά και αόριστα γίνεται μνεία, για την γλώσσα στην οποία εκδόθηκε η απόφαση (αγγλική) την οποία η Αιτήτρια δεν κατανοεί. Επιπρόσθετα, η πλευρά της Αιτήτριας προβάλλει περαιτέρω πως η επίδικη απόφαση εκδόθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, καθώς και υπό πλάνη περί τα πράγματα. Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με την πραγματική πλάνη προβάλλεται ισχυρισμός πως οι Καθ’ ων η αίτηση δεν αξιολόγησαν ορθά την αξιοπιστία των λεγομένων της Αιτήτριας και δεν της αναγνωρίστηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, εφόσον κατά τη θέση της συνηγόρου υπάρχει διάσταση μεταξύ των πραγματικών δηλώσεων της Αιτήτριας και των τελικών συμπερασμάτων των Καθ΄ων η αίτηση, ενώ παράλληλα θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι η Αιτήτρια εισήλθε νόμιμα στη χώρα και υπέβαλε το σχετικό αίτημα άμεσα μετά την άφιξή της. Τέλος, η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίζεται, άνευ βλάβης των ισχυρισμών της περί εσφαλμένης απόρριψης της αίτησης για άσυλο, ότι η Αιτήτρια πληροί όλες τις προϋποθέσεις για παροχή σε αυτήν συμπληρωματικής προστασίας, κάτι το οποίο οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εντόπισαν.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της γραπτής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέταση απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει από το νόμο. Αποτελεί ισχυρισμό τους ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση, και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ως εκ τούτων καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την παρούσα προσφυγή.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, ενώπιον του Δικαστηρίου, οι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων, εμμένοντας  έκαστος εξ αυτών στις προωθούμενες θέσεις τους.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τα όσα προβάλλονται από τους συνηγόρους των μερών και κρίνω σκόπιμο όπως εξετάσω κατ’ αρχήν τον προωθούμενο ισχυρισμό περί κατάχρησης εξουσίας εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε με αδικαιολόγητη καθυστέρησης χωρίς περαιτέρω ενημέρωση της Αιτήτριας.

 

Εκκινώ με αναφορά στο άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προνοεί για την υποχρέωση της Υπηρεσίας Ασύλου για την «ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, με την επιφύλαξη της διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης»[1]. Τα δε εδάφια (6)(7)(8) και (10) του άρθρου 13 προνοούν τα ακόλουθα:

 

«(6)(α) Με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου, η Υπηρεσία Ασύλου εξασφαλίζει ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να λάβει απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου έχει υποχρέωση-

(i) Να ενημερώνει τον αιτητή σχετικά με την καθυστέρηση και

(ii) να του παρέχει, κατόπιν αιτήματός του, πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του.

[.]

(7) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (6), ο Προϊστάμενος δύναται να παρατείνει την προθεσμία των έξι (6) μηνών που ορίζεται στο εν λόγω εδάφιο, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα (9) επιπλέον μήνες, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά ή/και νομικά ζητήματα·

(β) μεγάλος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών αιτούνται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι (6) μηνών·

[.]

(8) Κατ' εξαίρεση, η Υπηρεσία Ασύλου, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δύναται να υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται στο εδάφιο (7) κατά  τρεις (3) μήνες το πολύ, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο από τον Προϊστάμενο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

[..]

(10) Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].» (Ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου

 

Αντίστοιχο ισχυρισμό αντιμετώπισε ο αδελφός Δικαστής Μ. Στυλιανού σε απόφαση του στην υπόθεση Β.Β. ν Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, αρ. προσφυγής 2004/2023 ημερομηνίας 07/10/2024, με το σκεπτικό του οποίου συμφωνώ και υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας. Αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά: 

 

«Όπως έχει αποφασιστεί, από το Δικαστήριο σε άλλες υποθέσεις επί παρόμοιου ισχυρισμού, οι προθεσμίες που ορίζονται στο πιο πάνω άρθρο του Νόμου δεν είναι ανατρεπτικές, αλλά ενδεικτικές. Ο Νόμος δεν ορίζει ρητά ότι οι προθεσμίες του 6μήνου, 9μηνού με ολόκληρο χρονικό πλαίσιο ολοκλήρωσης της εξέτασης της αίτησης εντός 21 μηνών είναι ανατρεπτικές, ότι δηλαδή συνεπάγεται σε ακυρότητα της όλης διοικητικής ενέργειας και διοικητικής πράξης η οποία εκδίδεται μετά την εκπνοή της. Οπότε η παραβίαση της δεν οδηγεί αυτόματα σε ακυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο νομοθέτης αν ήθελε να είναι η προθεσμία ανατρεπτική, θα το όριζε ρητά. Όμως λόγω της φύσης των υποθέσεων αυτών, ο νομοθέτης θέλησε να περιορίσει το χρόνο, χωρίς όμως να καθιστά προθεσμία ανατρεπτική, αυτό ενισχύεται και από την τελευταία παράγραφο του άρθρου που ορίζει ότι «Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.» (Βλέπε σχετικά Α.Ε. 67/08 Δημοκρατία ν. Pharmanet Ltd, ημερ.10/01/2011). Στην προκειμένη περίπτωση αν και υπάρχει υπέρβαση του χρόνου, εντούτοις ο χρόνος αυτός δεν είναι υπέρμετρος καθότι δεν φαίνεται να επίδρασε αυτή η καθυστέρηση στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις της έκδοσης της πράξης (Βλέπε σχετικά Άρθρο 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999). Ούτε έχει καταδειχθεί με ποιο τρόπο έχουν επηρεαστεί τα συνταγματικά δικαιώματα της Αιτήτριας και/ή τα δικαιώματα της που απορρέουν από την σχετική νομοθεσία από την έστω καθυστερημένη έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (Βλέπε Υπόθ. Αρ. 1458/2009 Postolachi Konstantin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ.25/02/2011). Πέραν τούτου στο ίδιο το άρθρο αναφέρεται ότι και ο ίδιος ο αιτών κατόπιν αιτήματός του στον Προϊστάμενο μπορεί να του παρασχεθούν πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του. Χωρίς να μεταφέρεται βέβαια το βάρος ενημέρωσης σχετικά με την πορεία της αίτησης στην Αιτήτρια είναι προφανές ότι ούτε η ίδια ενδιαφέρθηκε για την πορεία της αίτησης της. Ούτε η παράλειψη ενημέρωσης της για την πορεία της αίτησης έχει επιφέρει και/ή έχει υποδείξει να επέφερε οποιαδήποτε συνέπεια στα δικαιώματα της, καθότι έχει δικαίωμα παραμονής και παροχής σε αυτήν υλικές συνθήκες και δικαιώματα υποδοχής και/ή όλων των δικαιωμάτων που ορίζονται στο Νόμο μέχρι την ημερομηνία που εξετάστηκε το αίτημα της και/ή μέχρι την ολοκλήρωση της παρούσας δικαστικής διαδικασίας. Η όποια παράλειψη της διοίκησης επί αυτού του σημείου δεν αποτελεί παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ούτε μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης καθότι αυτή δεν επιδρά ουσιαστικά στο περιεχόμενο της πράξης (Βλέπε σχετικά Άρθρο 13 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999), επίσης Σ. Δεληκωστόπουλου: «Η παράβασις ουσιώδους Τύπου ως Λόγος Ακυρώσεως Διοικητικών Πράξεων» (1970), επίσης, Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2533 και Ζησίμου Χατζηττοφή ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1851, περαιτέρω, το όλο θέμα πραγματεύεται στο σύγγραμμα του ο Μ. Δ. Στασινόπουλος: «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών» 3η  έκδ. σελ. 212-219.) Σύμφωνα δε και με την Ανδρέας Τρύφωνος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Εφόρου Επίσημου Παραλήπτη, (2009) 4 Α.Α.Δ. 1137:

 

« [...]

Έχει όμως νομολογηθεί ότι η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδη ή μη ανήκει στο Δικαστήριο, τα δε λαμβανόμενα κριτήρια για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης (δέστε το σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. σελ. 125-127, παρ. 499-500). Στην υπόθεση Παπαλούκας ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656, σελ. 663-665, αναφέρεται ότι η γενική αρχή του διοικητικού δικαίου είναι ότι:

 

«... η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνο εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης.  Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση.  Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για το διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.».

 

Στη προκειμένη περίπτωση η Αιτήτρια παραπονείται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση καθυστέρησαν στην έκδοση απόφασης (12/02/2020 -18/04/2024), ήτοι χρειάστηκαν 26 μήνες για την ολοκλήρωση της εξέτασης της αίτησης, χωρίς να της κοινοποιήσουν τους λόγους της καθυστέρησης, ωστόσο παρατηρώ ότι ουδέν αναφέρει ως προς τον τυχόν δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων της ένεκα της καθυστέρησης αυτής. Στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Προς εξέταση των λοιπών λόγω ακύρωσης και δεδομένου ότι το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από αυτήν σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τους λοιπούς προωθούμενους από τη συνήγορο της ισχυρισμούς.

 

Κατά την υποβολή της αίτησής της για παροχή διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω του εξαναγκαστικού γάμου, τον οποίο της επέβαλλε ο πατριός της, με έναν άνδρα, εύπορο περί των 65 ετών ήδη νυμφευμένο 3 φορές, κάτι το οποίο είναι νόμιμο στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας.

 

Στα πλαίσια της προφορικής της συνέντευξής, η Αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε πόλη Conakry. Όσον αφορά την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε άγαμη και άτεκνη. Ο πατέρας της απεβίωσε το 2005, η μητέρα της, με την οποία έχει επικοινωνία, εξακολουθεί να διαμένει στην προαναφερθείσα περιοχή με το νυν σύζυγο της, και έχει έναν ακόμη αμφιθαλή αδελφό, ο οποίος επίσης εγκατέλειψε τη χώρα ωστόσο η ίδια δεν γνωρίζει πλέον που βρίσκεται. Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια ανέφερε ότι παρακολούθησε για δύο χρόνια σπουδές στο τμήμα Κοινωνιολογίας και δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της επειδή έπρεπε να αναχωρήσει από τη χώρα καταγωγής της. Η εργασιακή της εμπειρία περιλαμβάνει μόνο την πώληση αγαθών που της έδιναν από την υπεραγορά, ώστε να χρηματοδοτήσει τις σπουδές της αφού ο πατριός της δεν το έκανε, ωστόσο στη συνέχεια έλαβε υποτροφία από Πανεπιστήμιο στο οποίο φοιτούσε και λάμβανε ένα επίδομα με αποτέλεσμα να καθίσταται μη απαραίτητη η εργασία της. Σε σχέση με την υγεία της ανέφερε πως λόγω της πρακτικής ΑΓΓΟ στην οποία υπεβλήθηκε στη χώρα καταγωγής της έχει άλγος κατά την έμμηνο ρύση της. Για αυτό το πρόβλημα υγείας η Αιτήτρια λάμβανε ήδη από όταν βρισκόταν στην χώρα της φαρμακευτική αγωγή, υπό μορφή απλών παυσίπονων.  

 

Ως προς τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά την ελεύθερη αφήγησή της, αναφέρθηκε σε δύο λόγους Πρώτον, επειδή ο πατριός της την υπέβαλλε σε διαδικασία κλειτοριδεκτομής – ακρωτηριασμός γεννητικών οργάνων (στο εξής ΑΓΓΟ) στην ηλικία των 15 ετών, κάτι το οποίο την έκανε έκτοτε να επιθυμεί τη διαφυγή της από τη χώρα ωστόσο λόγω οικονομικής της αδυναμίας δεν το έπραξε κατ’ εκείνη τη χρονική στιγμή και δεύτερον, επειδή ο πατριός της σκόπευε να την εξαναγκάσει να συνάψει γάμο με έναν άνδρα πολύ μεγαλύτερό της περί την ηλικία των 50 ετών, ο οποίος ήταν ήδη νυμφευμένος με τρεις διαφορετικές συζύγους .

 

Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με τον πρώτο λόγο η Αιτήτρια ανέφερε πως όταν ο πατριός της σταμάτησε να χρηματοδοτεί τις σπουδές της, η ίδια αναγκάστηκε να συνάψει ερωτικές σχέσεις με τον διευθυντή του σχολείου ώστε να καλύπτει τα δίδακτρα για την ίδια και τον αδελφό της καθότι τα εισοδήματά της από την εργασία δεν ήταν αρκετά.  Όταν ο πατριός της πληροφορήθηκε σχετικά με τις πράξεις της, την μετέφερε στο χωριό Kankan, όπου δια της βίας την υπέβαλε στην πρακτική της κλειτοριδεκτομής με σκοπό να μην έχει επιθυμία να συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις. Η πράξη έγινε, ως η Αιτήτρια ανέφερε, από μία ηλικιωμένη γυναίκα, στο σπίτι της οποίας φιλοξενήθηκε για περίοδο μίας εβδομάδας λόγω της εκτεταμένης αιμορραγίας που είχε αμέσως μετά. Η Αιτήτρια περιγράφει πως βίωσε αβάσταχτο πόνο κατά τη διαδικασία και έκτοτε μίσησε τον πατριό της, ο οποίος είχε απέναντί της μία εντελώς κυνική στάση δείχνοντας πως δεν τον ενδιαφέρει τι επιθυμεί η ίδια ή τι νιώθει. Έκτοτε η Αιτήτρια διέκοψε τη σχέση της με τον διευθυντή του σχολείου και αποφάσισε να εργάζεται ώστε να καταβάλλει τα δίδακτρα του αδελφού της.

 

Ακολούθως η Αιτήτρια αναφέρεται κατά τη συνέντευξη της σε γνωριμία της με τον υιό του ιδιοκτήτη του Τζαμί, που επισκέπτονταν κάθε Παρασκευή, στον οποίο εξέφρασε την επιθυμία της να εγκαταλείψει τη χώρα. Δηλώνει περαιτέρω ότι ο άνδρας αυτός της ζήτησε γάμο ως αντάλλαγμα της βοήθειάς του να διαφύγουν από τη χώρα η Αιτήτρια και ο αδελφός της, κάτι το οποίο εν τέλει δε συνέβη λόγω της αδυναμίας της ίδιας να έχει σεξουαλική επαφή με τον άνδρα αυτό εξαιτίας του τραυματισμού της από τη διαδικασία της κλειτοριδεκτομής.

 

Σε σχέση με τον δεύτερο λόγο που την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, ήτοι της υποβολής της σε εξαναγκαστικό γάμο, η Αιτήτρια ειδικότερα ανέφερε πως ο πατριός της τον Φεβρουάριο του 2019 αποφάσισε να την εξαναγκάσει σε γάμο με έναν μεγαλύτερο άνδρα, η ίδια αρνήθηκε και περί το Μάιο του 2019 διέφυγε από την οικία της, όπου ο πατριός της την κρατούσε κλειδωμένη και της ασκούσε σωματική βία, ζητώντας βοήθεια από τον ιδιοκτήτη του Τζαμί, ο οποίος κατάφερε να διευθετήσει μόνο τη δική της διαφυγή και όχι του αδελφού της όπως η ίδια η Αιτήτρια επιθυμούσε.  

  

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με τον πρώτο λόγο που την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ανέφερε μεταξύ άλλων ότι υπεβλήθη σε διαδικασία κλειτοριδεκτομής περί το 2012 ή το 2013 σε ηλικία 15 ετών και ότι αυτό το γεγονός επηρέασε τη σχέση της με τη μητέρα της καθότι τη θεωρούσε υπεύθυνη εφόσον εκείνη ενημέρωσε τον πατριό της ότι είχε σεξουαλικές επαφές με το διευθυντή του σχολείου. Αναφορικά με τη καθημερινότητά της μετά την υποβολή της σε ΑΓΓΟ, η Αιτήτρια ανέφερε πως ήταν σαν «ανοιχτή φυλακή» επειδή πλέον γνώριζε ότι με κανέναν άνδρα δε θα μπορεί να συνάψει σεξουαλικές σχέσεις, αναφέροντας περαιτέρω ότι υπέφερε καθημερινά, αλλά συνέχισε τη ζωή της στηρίζοντας οικονομικά τον αδελφό της και συνεχίζοντας της σπουδές της.

 

Ακολούθως, η Αιτήτρια απάντησε σε διευκρινιστικά ερωτήματα σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμό υποβολή της σε εξαναγκαστικό γάμο (δεύτερος λόγος εγκατάλειψης της χώρα καταγωγής) αναφέροντας πως μετά την άρνησή της να συνάψει γάμο με τον άνδρα που επιθυμούσε ο πατριός της, ο τελευταίος την απειλούσε με θανάτωση, την κλείδωνε στο δωμάτιο και της ασκούσε σωματική βία, ενώ η μητέρα της δεν ήταν σε θέση να τη βοηθήσει λόγω της άσχημης ψυχικής υγείας που διέθετε. Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις για τους λόγους που δεν επιθυμούσε το συγκεκριμένο γάμο, η Αιτήτρια δήλωσε πως θα ήταν η τέταρτη σύζυγος και γνώριζε από την περίπτωση της μητέρα της ότι εξαιτίας της πολυγαμία θα προκαλούντο ζηλοτυπίες μεταξύ των παιδιών. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι σε περίπτωση που προέβαινε σε αυτό τον γάμο ήταν υποχρεωμένη να κοιμάται με τον άνδρα αυτό κάτι που δεν επιθυμούσε. Η Αιτήτρια κατόρθωσε να παραπλανήσει τον πατριό της δηλώνοντας πως είναι πρόθυμη να συνάψει τον εν λόγω γάμο με αποτέλεσμα να αξιοποιήσει την κατάλληλη ευκαιρία για να διαφύγει, εφόσον πλέον ο πατριός της δεν την κλείδωνε καθημερινά στο δωμάτιο της. Φεύγοντας από το σπίτι της βρήκε καταφύγιο στο Τζαμί όπου διέμεινε από τον Μάιο 2019 μέχρι τον Ιανουάριο 2020. Σε σχετικές ερωτήσεις η Αιτήτρια ανέφερε πως πριν διαφύγει τον Μάιο 2019 πήγαινε μία με δύο φορές την εβδομάδα στο πανεπιστήμιο, καθότι ο πατριός της για 3 – 4 ημέρες δεν την κλείδωνε στο δωμάτιο της στην προσπάθεια του να την πείσει να συνάψει το επιθυμητό για αυτόν γάμο. Τέλος και σε σχέση με τη διαμονή της στο Τζαμί, η Αιτήτρια ανέφερε ότι η ζωή της ήταν καλύτερη, πήγαινε στο πανεπιστήμιο δύο φορές τη βδομάδα και επέστρεφε στο δωμάτιο της και μελετούσε, δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα εφόσον οι δικοί της δεν γνώριζαν ότι διέμενε στο Τζαμί και δεν είχε επικοινωνία με κανένα ούτε καν τον αδελφό της.

 

Σε σχέση με το ενδεχόμενο επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της η ίδια δήλωσε πως δεν έχει υποστήριξη στη χώρα της από κανένα και ανησυχεί πως θα την εξαναγκάσουν σε γάμο με αυτόν τον άνδρα ή θα τη σκοτώσει ο πατριός της. Επιπλέον δήλωσε ότι σε περίπτωση γάμου της τα παιδιά της θα υποβληθούν σε ΑΓΓΟ επειδή αυτό είθισται στη χώρα της. Αναφορικά με πιθανότητα εσωτερικής μετεγκατάστασή της η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο πατριός έχει πολλά τέκνα από την πρώτη του γυναίκα τα οποία είναι δυνατόν να την αναγνωρίσουν και να ενημερώσουν τον πατέρα τους.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά στην ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τόπο τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας, ο δεύτερος την υποβολή της σε ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων από τον σύζυγο της μητέρας της, ο τρίτος τον εξαναγκασμό της σε γάμο από τον σύζυγο της μητέρας της και ο τέταρτος την ισχυριζόμενη δίωξή της από το σύζυγο της μητέρας της εξαιτίας της άρνησής της να παντρευτεί μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα.

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου ενώ οι δηλώσεις της Αιτήτριας επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Επιπλέον, η Αιτήτρια προσκόμισε πρωτότυπη εθνική ταυτότητα εκδοθείσα από τις αρχές της χώρας καταγωγής της.

 

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε, επίσης, αποδεκτός, καθώς η Αιτήτρια παρουσίασε τον ισχυρισμό της περί υποβολής της σε ΑΓΓΟ από το σύζυγο της μητέρας της με συνέπεια και ευλογοφάνεια. Περαιτέρω, και όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, η Έκθεση/Εισήγηση παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, όπου παρουσιάζονται οι υφιστάμενες συνθήκες αναφορικά με την εφαρμογή της πρακτικής του ΑΓΓΟ στη Γουινέα όσον αφορά το ποσοστό εφαρμογής της, ενώ παράλληλα καταγράφονται πληροφορίες αναφορικά με τις προσπάθειες της κυβέρνησης να ποινικοποιήσει την πρακτική από το 2020, όπως και έγινε, καθώς και τις εκστρατείες ενημέρωσης αναφορικά με την πρακτική και τους κινδύνους της.

 

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός, ήτοι ο εξαναγκασμός της Αιτήτριας σε γάμο από το σύζυγο της μητέρας της με μεγαλύτερο άνδρα, απορρίφθηκε, λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση πως παρά το ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας παρουσιάζουν ευλογοφάνεια εντούτοις εντοπίζονται αντιφάσεις. Συγκεκριμένα, καταγράφονται τα στην εισηγητική έκθεση: η Αιτήτρια αφενός ισχυρίστηκε πως αρνιόταν το γάμο λόγω των πολλών συζύγων που ήδη είχε ο εν λόγω άνδρας και οι αντιζηλίες που θα δημιουργούνταν, αλλά και η έλλειψη επιθυμίας της να συνάψει προσωπικές σχέσεις μαζί του και αφετέρου δήλωσε ότι δεν συμμεριζόταν τις αντιλήψεις του συγκεκριμένου άνδρα δηλαδή οι σύζυγοί του να καλύπτουν ολόκληρο το σώμα τους με την ενδυμασία. Περαιτέρω, καταγράφεται το γεγονός ότι ενώ αρχικά η Αιτήτρια ανέφερε πως διέκοψε τις σπουδές μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου 2019 στη συνέχεια η ίδια δήλωσε πως παρακολουθούσε μαθήματα ωστόσο όχι σε τακτά χρονικά διαστήματα. Κληθείσα να διευκρινίσει πως ήταν δυνατό κάτι τέτοιο, αφού ο πατριός της την κρατούσε κλειδωμένη, η Αιτήτρια εξήγησε μη ευλογοφανώς πως παρέμενε κλειδωμένη για 3 – 4 ημέρες και έπειτα την άφηνε ελεύθερη. Τέλος, η Αιτήτρια αντιφατικά με προηγούμενη δήλωσή της πως λάμβανε υποτροφία από το πανεπιστήμιο δήλωσε, σε σχετική ερώτηση, πως το διάστημα που επικρατούσε αυτή η κατάσταση αιχμαλωσίας της συντηρούσε την ίδια και τον αδελφό της καταναλώνοντας μικρότερη ποσότητα φαγητού για να προσφέρει την υπόλοιπη στον αδελφό της. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός παραπέμπει σε πηγές οι οποίες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και μάλιστα σε υψηλά ποσοστά των εξαναγκαστικών γάμων με πιο συχνή εμφάνιση σε συγκεκριμένες φυλές της Γουινέας. Παράλληλα, όμως, περιλαμβάνεται στον ποινικό κώδικα και εκπαιδεύονται οι αστυνομικοί σχετικά με αυτό το φαινόμενο, όμως υπάρχουν περιστατικά που καταλήγουν σε ψυχολογική και σωματική βία της γυναίκας με σκοπό να συμφωνήσει με τη σύναψη γάμου.

 

Σε σχέση με τον τέταρτο ισχυρισμό της Αιτήτριας αναφορικά με τη δίωξή της από το σύζυγο της μητέρας της λόγω της άρνησής της να προβεί στον προαναφερθέντα γάμο, κρίθηκε πως οι δηλώσεις της παρουσιάζουν έλλειψη ευλογοφάνειας και έρχονται σε αντίφαση με τις πληροφορίες αντληθείσες από εξωτερικές πηγές και κατά συνέπεια απορρίφθηκε. Συγκεκριμένα, αναφορικά με την εσωτερική αξιοπιστία εντοπίστηκε ότι ο ισχυρισμός ότι παρέμενε κλειδωμένη και δεχόταν βία από το σύζυγο της μητέρας της μόνο κάποιες ημέρες και έπειτα ήταν ελεύθερη δεν είναι ευλογοφανής. Επίσης μη ευλογοφανής χαρακτηρίζεται η δήλωσή της πως όταν διέφυγε από την οικία της διέμενε σε ένα τζαμί και παράλληλα φοιτούσε και στο πανεπιστήμιό της χωρίς να της έχει συμβεί οτιδήποτε. Τέλος, στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και αναφορικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι σε περίπτωση επιστροφής της ούσα ελεύθερη θα εξαναγκαστεί σε γάμο και πως στο ενδεχόμενο μετοίκησης της θα εντοπιστεί επειδή ο σύζυγος της μητέρας της έχει πολλά τέκνα και κάποιος θα την αναγνωρίσει και θα ενημερώσει τον πατέρα τους. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία επιβεβαιώνεται και πάλι η ύπαρξη των εξαναγκαστικών γάμων, αλλά τονίζεται κυρίως το γεγονός ότι με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία υφίστανται προστασία από κυβερνητικούς και μη φορείς, καταφύγια για γυναίκες που εγκαταλείπουν την οικία τους και θίγονται θέματα φύλου με σκοπό την ευαισθητοποίηση. Το γενικό συμπέρασμα για τη Γουινέα είναι πως γίνεται έντονη προσπάθεια για την ισότητα των φύλων.  

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου που η Αιτήτρια ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της, ήτοι αφενός των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας και αφετέρου της υποβολής της στην πρακτική ΑΓΓΟ, κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αιτηση ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ειδικότερα γίνεται αναφορά στην εισηγητική έκθεση ότι η Αιτήτρια έχει ήδη υποβληθεί στην πρακτική ΑΓΓΟ και δεν υπάρχουν αναφορές για μελλοντικό κίνδυνο επανάληψης της εν λόγω διαδικασίας.

 

Ακολούθως, κατά την νομική ανάλυση, οι Καθ΄ων η αίτηση έκριναν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ενόψει των ανωτέρω, οι Καθ’ων η αίτηση κατέληξαν ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις εκ του νόμου προϋποθέσεις ώστε να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Ειδικότερα σε σχέση με τις προϋποθέσεις ένταξης της Αιτήτριας στις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, κρίθηκε πως δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις υπάγωγής της στο συγκεκριμένο άρθρο, χωρίς ωστόσο να έχει προηγηθεί κάποια έρευνα από τους Καθ’ ων η αίτηση, αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στη συγκεκριμένη πόλη/περιοχή, Αν και η συγκεκριμένη παράληψη καθιστά το συγκεκριμένο σκέλος της απόφασης αναιτιολόγητο, το Δικαστήριο θα προχωρήσει αυτεπάγγελτα σε έρευνα σε μεταγενέστερο στάδιο της παρούσας απόφασης, έχοντας προς τούτο δικαιοδοσία εξέτασης της υπόθεσης εξ υπαρχής.

 

Στη βάση των ανωτέρω, το αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας.

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, το Δικαστήριο έκρινε αναγκαίο όπως προβεί σε επανάνοιγμα της υπόθεσης ώστε να διεξάγει το ίδιο κατ΄ουσία εξέταση της αίτησης της Αιτήτριας υποβάλλοντας της σχετικά ερωτήματα κυρίως ως προς τον απορριφθέντα ισχυρισμό περί εξαναγκαστικού γάμου της με άνδρα πολύ μεγαλύτερο της ηλικιακά.

 

Συνοπτικά αναφέρθηκαν τα ακόλουθα ενώπιον του Δικαστηρίου. Η Αιτήτρια δήλωσε πως ανήκει στη φυλή Malenke, κάτι το οποίο δεν διευκρινίστηκε κατά τη συνέντευξη της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Σχετικά με την κατάσταση της υγείας της για την οποία είχε αναφερθεί σε προβλήματα που αντιμετώπιζε από την υποβολή της στην πρακτική ΑΓΓΟ, η Αιτήτρια ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν λαμβάνει κάποια φαρμακευτική αγωγή, παρά μόνο σκευάσματα για τον πόνο, τα οποία είναι φυτικά και τα προμηθεύεται από σουπερμάρκετ αντίθετα στα λεγόμενά της κατά τη συνέντευξη, όπου ζήτησε να παραπεμφθεί σε γυναικολόγο.  Περαιτέρω, αναφορικά με τον εξαναγκαστικό γάμο δήλωσε πως δεν γνώριζε τίποτε για τον υποψήφιο μελλοντικό σύζυγό της πέραν του ότι ήταν Ιμάμης και είχε ήδη τρεις συζύγους. Σχετικά με την ημέρα της επίσκεψης του εν λόγω άνδρα στην οικία της, η ίδια, ισχυρίστηκε ότι δεν τον είδε ποτέ και εκείνος επικοινωνούσε μόνο με τον πατριό της. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου εάν οι δύο άνδρες είχαν κάποια συμφωνία μεταξύ τους, η Αιτήτρια απάντησε καταφατικά αναφέροντας πως ήθελαν να της κάνουν κακό καθότι ο στόχος του πατριού της ήταν να την εκδιώξει από την οικία. Ερωτηθείσα αναφορικά με την περίοδο από την υποβολή της στην πρακτική ΑΓΓΟ σε ηλικία 15 ετών έως την ηλικία των 21 ετών οπότε προέκυψε ο προαναφερθείς γάμος, η Αιτήτρια την χαρακτήρισε δυστυχισμένη. Περαιτέρω, ανέφερε ότι από το γάμο της μητέρας της με τον εν λόγω άνδρα η ίδια βίωνε σωματική βία και σεξουαλική κακοποίηση από αυτόν. Δήλωσε, ακόμη, πως ο πατρίος της δεν την στήριζε οικονομικά με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να εργάζεται ώστε να συντηρεί την ίδια και τον αδελφό της. Ακολούθως, υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ερωτήματα αναφορικά με το διάστημα από όταν η ίδια διέφυγε από την οικία της έως και την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της. Σχετικά η Αιτήτρια ανέφερε πως διέμενε στο τζαμί, το οποίο απείχε περίπου 30 λεπτά με τα πόδια, και κατ’ εκείνο το διάστημα δεν φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο επειδή δεν είχε μέσο μεταφοράς για εκεί. Κανένας δεν γνώριζε που βρισκόταν, ωστόσο είχε πληροφορίες προερχόμενες από τη μητέρα της μέσω του προσώπου που την έκρυβε πως ο πατριός της την αναζητούσε ακόμα. Η Αιτήτρια, τέλος, δήλωσε ότι δεν έχει καμία επικοινωνία με κανένα πρόσωπο στη χώρα καταγωγής της. Σημειωτέον δε ότι η Αιτήτρια ερωτηθείσα τι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της ξέσπασε σε κλάματα αναφέροντας ότι εδώ είναι ήρεμη, εργάζεται και νοιώθει ασφάλεια. 

 

Οι συνήγοροι των διαδίκων κλήθηκαν για να τοποθετηθούν επί των ζητημάτων που εγέρθηκαν κατά το επανάνοιγμα της υπόθεσης, με τη συνήγορο της Αιτήτριας να εμμένει στις προβαλλόμενες θέσεις της όπως τέθηκαν στην αρχική της αγόρευση. Περαιτέρω, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση επεσήμανε την έλλειψη ευλογοφάνειας στον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι παρέμεινε για περίοδο οκτώ μηνών στο Τζαμί σε κοντινή απόσταση από την οικία της χωρίς να αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα παρά το ότι ο πατριός της, κατά τον ισχυρισμό της εξακολουθούσε να την αναζητεί. Τέλος, βασιζόμενη στη δήλωση της Αιτήτριας αναφορικά με την υγεία της η συνήγορος ισχυρίστηκε πως δεν στοιχειοθετείται λόγος υγείας ώστε να δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Έχοντας ακούσει πλέον και την ίδια την Αιτήτρια, και μελετώντας προσεκτικά το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δη του διοικητικού φακέλου, θα προχωρήσω στην εξ' υπαρχής κατ’ ουσίαν εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, προκειμένου να καταλήξω σε συμπέρασμα αναφορικά με την αξιοπιστία τους. Λόγω αιτιώδους συνάφειας του τρίτου και τέταρτου ισχυρισμού της Αιτήτριας, που αφορούν στον εξαναγκαστικό γάμος της Αιτήτριας από τον πατριό της, το Δικαστήριο κρίνει ορθό όπως αυτοί ενοποιηθούν και εξεταστούν ενιαία.

 

Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί διαμορφώνονται ως εξής: 1) τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, ο τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της, 2) η ισχυριζόμενη υποβολή της στην πρακτική ΑΓΓΟ από τον σύζυγο της μητέρας της και 3) οι δηλώσεις της Αιτήτριας περί των προσπαθειών του συζύγου της μητέρας της να την εξαναγκάσει σε γάμο με μεγαλύτερης ηλικίας πολύγαμο άνδρα με αποτέλεσμα την ισχυριζόμενη δίωξή της από αυτόν λόγω της άρνησης της να συναινέσει στη σύναψη του γάμου. Επιπλέον, η Αιτήτρια στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας προέβαλε καινοφανή ισχυρισμό περί σεξουαλικής εκμετάλλευσης της ίδια από τον πατριό της, ισχυρισμός ο οποίος επίσης θα αξιολογηθεί από το Δικαστήριο.

 

Θα ξεκινήσω την αξιολόγησή μου με τον καινοφανή ισχυρισμό της Αιτήτριας, ήτοι της σεξουαλικής εκμετάλλευσης της από τον πατριό της. Η Αιτήτρια ερωτηθείσα για την καθημερινότητά της από την ηλικία των 15 που υπεβλήθη στην πρακτική  ΑΓΓΟ έως τα 21 της έτη, οπότε και διέφυγε από τη χώρα, ανέφερε μεταξύ άλλων πως «με βασάνιζε μου έστειλε άτομα να με βιάσουν, έκανε πάρα πολύ κακό»  Σημαντικό να σημειωθεί επί του παρόντος πως δεν προβλήθηκε κάποιος λόγος αναφορικά με την καθυστέρηση προβολής του εν λόγω περιστατικού και επίσης δεν προωθήθηκε περαιτέρω ο εν λόγω ισχυρισμός περί βιασμού της Αιτήτριας σε κανένα προγενέστερο, αλλά ούτε και μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Παράλληλα, σε κανένα στάδιο της συνέντευξης δεν αναφέρθηκε τέτοιο ή παρεμφερές γεγονός παρά το ότι είχε την ευκαιρία να το πράξει, καθώς κλήθηκε να δώσει λεπτομέρειες αναφορικά με την συμπεριφορά του πατριού της απέναντί της. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο ίδιος ο πατριός της την υπέβαλε στη διαδικασίας της πρακτικής ΑΓΓΟ ώστε να μην έχει ερωτικές σχέσεις με άνδρες συγκρούεται με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί σεξουαλικής της κακοποίησης από τον ίδιο. Διαπιστώνω ότι τα λεγόμενα της Αιτήτριας τέθηκαν γενικά και αόριστα χωρίς λεπτομέρειες οι οποίες να καθιστούν τα λεγόμενά της ευλογοφανές αλλά και βιωματικά περιστατικά, αφήνοντας τον εν λόγω ισχυρισμό μετέωρο και ατεκμηρίωτο.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης από την οποία προκύπτουν τα ακόλουθα σε σχέση με τις κοινωνικές αντιλήψεις γύρω από τις γυναίκες στη Γουινέα. Έκθεση του Γαλλικού Γραφείου για τους Πρόσφυγες και τους Απάτριδες του 2024 για τις κοινωνικές αντιλήψεις για τις γυναίκες στη Γουινέα και αναφορικά με την επικράτηση της έμφυλης βίας αναφέρεται πως «η κοινωνία της Γουινέας χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των ανδρών πάνω στις γυναίκες. Παρά τις φεμινιστικές πολιτικές προσπάθειες από τη δεκαετία του 1950, η θέση των γυναικών παραμένει επισφαλής. Θεωρούμενες παραδοσιακά κατώτερες, συχνά παραιτούνται από τα δικαιώματά τους για να αποφύγουν την απόρριψη. Τα έθιμα επιβάλλουν την «πλήρη υπακοή και υποταγή» τους, νομιμοποιώντας επιβλαβείς συμπεριφορές, όπως η σωματική βία, στην κοινωνία»[2]. Σε έκθεση του Freedom House του 2024 αναφέρεται πως «οι γυναίκες αντιμετωπίζουν διάχυτη κοινωνική διάκριση τόσο στο επίσημο όσο και στο παραδοσιακό σύστημα δικαιοσύνης»[3]

 

Αναφορικά με την σεξουαλική βία στην χώρα, έκθεση του USDOS αναφέρει σχετικά με την πρόσβαση σε κρατική προστασία πως παρόλο που οι νόμοι ποινικοποιούν τον βιασμό και την ενδοοικογενειακή βία, και οι δυο αυτές πρακτικές παρέμειναν διαδεδομένες, με σπάνιες διώξεις των δραστών.  Ο συζυγικός βιασμός δεν καταγγέλλεται και οι επιζώντες  συχνά αποφεύγουν να υποβάλλουν καταγγελία στην αστυνομία λόγω στίγματος, φόβου, και έλλειψη συνεργασίας από την αστυνομία.  Οι υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας αντιμετωπίζονται ελλιπώς και μη επαρκώς, με επιεικείς ποινές, με μη συχνή παρέμβαση από την αστυνομία καθώς και με χαμηλού βαθμού δικαστική δράση κατά των δραστών[4]. Επίσης, έρευνες που επικαλείται η ανωτέρω πηγή αναφέρουν πως οι πολίτες ήταν διστακτικοί στο να καταγγείλουν εγκλήματα λόγω φόβου μήπως ζητηθεί από τα θύματα να πληρώσου την έρευνα της αστυνομίας[5].

 

Έκθεση της World Bank σημειώνει σχετικά με την συμπεριφορά του κράτους πως τα κυριότερα εμπόδια στην αποτελεσματική αντιμετώπιση και απόκριση σε περιστατικά έμφυλης βίας συνέχισαν να είναι τα νομικά κενά, η αδύναμη επιβολή του νόμου και οι βαθιά ριζωμένες κοινωνικές και πολιτισμικές νόρμες που επικρατούν στην χώρα.  Το νομοθετικό πλαίσιο που υπάρχει δεν ορίζει την ενδοοικογενειακή βία ή δεν περιλαμβάνει την δυνατότητα επιβολής περιοριστικών μέτρων ή ποινών. Η αποδοχή της έμφυλης βίας από την κοινωνία και το ισχυρό κοινωνικό στίγμα αποτρέπει τις γυναίκες από το να απευθυνθούν στη δικαιοσύνη αλλά και όταν οι επιζώντες αναζητούν δικαιοσύνη, τα κενά στη νομοθεσία και οι αδύναμοι μηχανισμοί επιβολής των νόμων αποδυναμώνουν τα επίπεδα της προσβαλλόμενης προστασίας[6].

 

Άλλες πηγές σημειώνουν πως πολλές περιπτώσεις έμφυλης βίας όπως οι εξαναγκαστικοί γάμοι αντιμετωπίζονται ως οικογενειακό ζήτημα[7] .

 

Αν και ο ισχυρισμός της Αιτήτριας βρίσκει έρεισμα σε εξωτερικές πληροφορίες, εντούτοις η γενικότητα και η αοριστία με την οποία αυτός τέθηκε επιδρούν καταλυτικά στην αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Τούτων λεχθέντων το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχτεί τον ισχυρισμό της Αιτήτριας τον οποίο και απορρίπτει.

 

Προχωρώντας με την αξιολόγηση των λοιπών ισχυρισμών της Αιτήτριας, κρίνω αναφορικά με τον πρώτο και δεύτερο ισχυρισμό της Αιτήτριας, ήτοι τα προσωπικά της στοιχεία και την υποβολή της στην πρακτική ΑΓΓΟ από τον πατριό της, ορθή την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση εφόσον οι ισχυρισμοί αυτοί διέπονται από συνοχή, σαφήνεια και ικανοποιητικές λεπτομέρειες, επιβεβαιώνονται άλλωστε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Έχοντας, επιπλέον, κατά νου και την αρχή της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικούμενου (reformation in peius) σύμφωνα με την όποια το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση της Αιτήτριας και να ακυρώσει ένα ευνοϊκό για αυτήν μέρος της απόφασης[8], οι εν λόγω ισχυρισμοί γίνονται αποδεκτοί από το Δικαστήριο.

 

Ακολούθως, θα προχωρήσω σε αξιολόγηση του τρίτου ισχυρισμού, ως αυτός διαμορφώθηκε από το Δικαστήριο, ξεκινώντας από την εσωτερική αξιοπιστία του. Γενική διαπίστωση του Δικαστηρίου είναι ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν παρέχουν επαρκείς λεπτομέρειες, χαρακτηρίζονται από έλλειψη ευλογοφάνειας, ασάφειες και αντιφάσεις. Πιο συγκεκριμένα, παραθέτω τα εξής: Αρχικά, η Αιτήτρια αναφέρεται με γενικόλογες δηλώσεις αναφορικά με το γάμο κατά την ελεύθερη αφήγησή της, όπου δήλωσε πολύ συνοπτικά πως στις αρχές Φεβρουαρίου του 2019 ένας ηλικιωμένος άνδρας μετέβη στην οικία της με σκοπό να συνάψουν γάμο∙ ο πατριός της δέχθηκε και ο άνδρας την προμήθευσε με ρούχα για το γάμο, ωστόσο η ίδια αρνήθηκε. Έπειτα σε διευκρινιστικές ερωτήσεις ενώπιον του  Δικαστηρίου, η Αιτήτρια δεν παρείχε περισσότερες πληροφορίες, περιορίζοντας τα λεγόμενά της στο γεγονός ότι δεν γνώριζε τίποτα για το συγκεκριμένο άνδρα πέραν του ότι τον προσφωνούσαν Ιμάμη και μάλιστα ανέφερε πως ποτέ δεν ήταν παρούσα σε κάποια συνάντηση μαζί του. Ερωτηθείσα από το Δικαστήριο εάν οι δύο άνδρες είχαν προβεί σε κάποια συμφωνία σε σχέση με το γάμο, η Αιτήτρια απάντησε καταφατικά δηλώνοντας γενικά και με ασάφεια πως το πλάνο του πατριού της ήταν να την εκδιώξει από την οικία. Αντιφατικές παρουσιάζονται οι δηλώσεις της Αιτήτριας αναφορικά με τους λόγους που δεν επιθυμούσε τον εν λόγω γάμο. Αρχικά, ερωτηθείσα δήλωσε πως οι λόγοι συνίσταντο στις αντιζηλίες που θα δημιουργούνταν από τις άλλες συζύγους του και στο γεγονός ότι η ίδια δεν επιθυμούσε να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί του και στη συνέχεια δήλωσε πως ο λόγος έγκειτο στο ότι ο συγκεκριμένος άνδρας επιθυμούσε την ολική κάλυψη τόσο του σώματος όσο και του προσώπου των γυναικών του. Επίσης, η Αιτήτρια δήλωσε πως μετέβαινε στο πανεπιστήμιό της 1 – 2 φορές την εβδομάδα κατά το διάστημα που ο πατριός της την κρατούσε κλειδωμένη λόγω της άρνησής της να συνάψει το γάμο που επιθυμούσε εκείνος, δήλωση μη ευλογοφανής σε συνάρτηση ειδικά με τις δηλώσεις της για τη σκληρή στάση του πατριού της απέναντί της γενικότερα αλλά και ειδικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Μη ευλογοφανής είναι και ο ισχυρισμός της Αιτήτριας πως για όσο διέμενε στο Τζαμί, πριν από την αναχώρησή της από την χώρα καταγωγής της, μετέβαινε στο πανεπιστήμιο της 2-3 φορές την εβδομάδα χωρίς να αναφέρει πως αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα. Σημαντικό δε είναι το γεγονός ότι κατά την ενώπιόν μου διαδικασία ανέφερε πως από το Μάιο του 2019 που διέμενε στο Τζαμί έως και την αναχώρησή της δεν συνέχισε τη φοίτησή της καθότι δεν είχε μέσο για τη μεταφορά της με αποτέλεσμα να δημιουργείται αντίφαση με την προηγούμενη δήλωσή της κατά τη συνέντευξη της. Επιπλέον, η Αιτήτρια ανέφερε με γενικό τρόπο πως μετά την άρνηση της για το γάμο ο πατριός της ασκούσε σωματική βία, την απειλούσε και την κρατούσε κλειδωμένη στην οικία, ενώ στη συνέχεια χωρίς ευλογοφάνεια ανέφερε πως όσο ευρισκόταν στο Τζαμί δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα εκ μέρους του πατριού της. Σε συνάρτηση μάλιστα με τους ισχυρισμούς της ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το Τζαμί απείχε μόλις 30 λεπτά με τα πόδια από την οικία και πως ο πατριός της συνέχιζε να την αναζητάει δεν κρίνεται εύλογο να μην εντοπιστεί από τον πατριό της.

 

Ως προς της εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της Αιτήτριας το Δικαστήριο προέβη σε επικαιροποιημένη και εξατομικευμένη έρευνα αναφορικά με τους εξαναγκαστικούς γάμους στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. Σύμφωνα με πρόσφατο έγγραφο “coi query” της EUAA επιβεβαιώνεται η ύπαρξη των εξαναγκαστικών και πρόωρων γάμων στη Γουινέα, γεγονός που έγκειται στο ότι διάφορα έθιμα διαιωνίζουν την βία και τις διακρίσεις κατά των παιδιών και των γυναικών μέσω των εξαναγκαστικών γάμων, καθώς και στο ότι η χώρα μαστίζεται από την ανισότητα των φύλων. Αναφέροντας ποσοστά διαφαίνεται ότι το 17% των γυναικών εξαναγκάζεται σε γάμο πριν από το 15ο έτος της ηλικίας τους και το 46% πριν από την ηλικία των 18 ετών. Παράλληλα, το δικαστικό σύστημα παρουσιάζει αδυναμία επίλυσης ζητημάτων αναγκαστικών γάμων (η νομοθεσία της χώρας απαγορεύει του εξαναγκαστικούς και πρόωρους γάμους), ενώ τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα της Γουινέας ορίζουν πως οικογενειακές διαμάχες/διαφωνίες επιλύονται εντός των πλαισίων της οικογένειας με αποτέλεσμα οι γυναίκες που εξαναγκάζονται σε γάμο να παραμένουν αβοήθητες.[9] Σύμφωνα με άλλη πηγή επιβεβαιώνονται οι εξαναγκαστικοί και πρόωροι γάμοι στη Γουινέα και μάλιστα αναφέρεται σε πρακτική ριζωμένη στην κοινωνία της χώρας με τα καταγεγραμμένα ποσοστά να ταυτίζονται με τα προαναφερθέντα.[10] Οι πιο πάνω πηγές επικεντρώνονται κυρίως αναφορικά με γάμους οι οποίοι αφορούν γυναίκες προ της ενηλικίωσης τους και δεν εντοπίζονται σε αυτές στοιχεία αναφορικά με ενήλικες γυναίκες. Σε τρίτη πηγή γίνεται λόγος για συγκεκριμένα είδη γάμων τα οποία διαφαίνεται να μην εφαρμόζονται αποκλειστικά σε ανήλικες γυναίκες. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται σε δύο παραδοσιακές μορφές γάμου οι οποίες είναι συνηθισμένες στη Γουινέα και ευρέως διαδεδομένες σε όλη τη χώρα· στον γάμο “sororate” η γυναίκα εξαναγκάζεται να αντικαταστήσει την αποθανούσα αδελφή της και στον γάμο “levirate” ο άνδρας εξαναγκάζεται να αντικαταστήσει τον αποθανόντα αδελφό του.[11] Σύμφωνα με έκθεση του 2015 του Συμβουλίου Μετανάστευσης και Προσφύγων του Καναδά γυναίκες και κορίτσια που αρνούνται το γάμο βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό και/ή εκδιώχνονται από την οικογενειακή οικία με αποτέλεσμα να αναγκάζονται είτε να μετεγκατασταθούν είτε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Στην ίδια πηγή αναφέρεται ότι με βάση τις δηλώσεις του εκπροσώπου του UNFPA, αν και οι αναγκαστικοί γάμοι εμφανίζονται σε όλες τις εθνότητες, είναι ιδιαίτερα συνηθισμένοι μεταξύ των Fulani και των Malinke και σπάνιοι μεταξύ των Susu και των ιθαγενών που προέρχονται από τα δάση.[12] Σύμφωνα με πληροφορίες αντληθείσες από το Freedom House ο ποινικός κώδικας του 2016 καθόρισε τη νόμιμη ηλικία γάμου στα 18 έτη, αλλά οι πρόωροι και οι αναγκαστικοί γάμοι παραμένουν συνηθισμένοι.[13] Πιο πρόσφατες και εξειδικευμένες πηγές αναφορικά με εξαναγκαστικούς γάμους ενήλικων γυναικών δεν εντοπίστηκαν.

 

Ως εκ των ανωτέρω, και παρά τις εξωτερικές πηγές που επιβεβαιώνουν το φαινόμενο στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός, ως διαμορφώθηκε από το Δικαστήριο, απορρίπτεται ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας αυτού.  

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο/Η Αιτητής/τρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της, μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξης του, αλλά ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η Αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση  οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξή της, καθώς και σε αντιστοίχιση των αποδεκτών ισχυρισμών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής ή απόρριψης ξεχωριστά για κάθε ισχυρισμό. Περαιτέρω, στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση αναφορικά με την μη υπαγωγή της σε καθεστώς πρόσφυγα και συνεπώς απορρίπτω τον προβαλλόμενο ισχυρισμό της Αιτήτριας περί τούτου.

 

Ως προς τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι εσφαλμένα οι Καθ’ων η αίτηση δεν αναγνώρισαν σε αυτήν το ευεργέτημα της αμφιβολίας, προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί της, παραπέμπω στο πρακτικό οδηγό της EUAA σχετικά με την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων όπου προτρέπει την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 5 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, σχετικά με την αναγνώριση διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με την οποία «οσάκις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

 

α) ο αιτών έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του

β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτών στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων

γ) οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του

δ) ο αιτών αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το νωρίτερο δυνατόν, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει και

ε) η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη».

 

Όπου τα πέντε πιο πάνω κριτήρια πληρούνται σωρευτικά, τότε δίδεται και το ευεργέτημα της αμφιβολίας και γίνεται αποδεκτός ο εξεταζόμενος ισχυρισμός, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τις ατομικές και ευρύτερες περιστάσεις του αιτητή/τριας.

 

Αξιολογώντας τα ανωτέρω στοιχεία σε συνάρτηση με τα όσα έχω καταλήξει σχετικά με την αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας, κρίνω ότι ορθά δεν της δόθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας και συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης επίσης απορρίπτεται.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Τούτων λεχθέντων διαπιστώνω, ότι ορθά πλην όμως αναιτιολόγητα κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να χορηγηθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του νόμου «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).Η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει οποιοδήποτε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής υπό τα άρθρα 19(2)(α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση όμως το άρθρο 19(2)(γ) του ως άνω Νόμου και δεδομένου ότι οι Καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να προχωρήσουν σε διερεύνηση των συνθηκών που επικρατούν στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πόλη πόλη Conakry στη Γουινέα, σε συνάρτηση με τις προσωπικές της περιστάσεις προς διερεύνηση των προϋποθέσεων υπαγωγής στο συγκεκριμένο άρθρο το Δικαστήριο προχώρησε αυτεπάγγελτα σε πλήρη έρευνα.

 

Από την επικαιροποιημένη και εξατομικευμένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Γουινέα δεν βρίσκεται υπό καθεστώς διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξη.[14] Σύμφωνα με το Crisis24 τα προβλήματα ασφαλείας στην Γουινέα συνδέονται -κυρίως- με την πολιτική κατάσταση της χώρας. Παρά το ότι η χώρα γνώρισε σχετική σταθερότητα από το 2010 και έπειτα, όταν ο επί μακρόν ηγέτης της αντιπολίτευσης Alpha Conde έγινε ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος του έθνους, το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου 2021, που ανέτρεψε τον Conde, δημιουργεί στη χώρα ασταθή πολιτική κατάσταση. Ωστόσο, η χώρα θεωρείται άξονας ασφαλείας και ρυθμιστικό στοιχείο σε μια περιοχή όπου τρεις από τους γειτονικές της χώρες, δηλαδή η Λιβερία, η Ακτή Ελεφαντοστού και η Σιέρα Λεόνε, ευρίσκονται σε διαδικασία ανάκαμψης από εμφύλιες συγκρούσεις.[15]  Πιο συγκεκριμένα, οι πιο πρόσφατες αναφορές σε περιστατικά βίας με πολιτική βάση και/ή πολιτικό κίνητρο εντοπίζονται στην πιο πρόσφατη έκθεση της USDOS αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά το έτος 2023. Εκεί αναφέρεται ότι υπήρξαν πολλές αναφορές ότι η κυβέρνηση ή οι πράκτορές της διέπραξαν αυθαίρετες ή παράνομες δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένων των εξωδικαστικών εκτελέσεων, κατά τη διάρκεια του έτους 2023. Στις 06/09/2023, οι Forces Vives de Guinee (FVG), ένας συνασπισμός που αποτελείται από πολιτικές οργανώσεις και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, δημοσίευσε έναν κατάλογο με 30 άτομα που ισχυρίζονται ότι οι δυνάμεις ασφαλείας πυροβόλησαν και σκότωσαν κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων από τον Ιούνιο του 2022. Στις 10 και 11 Μαΐου 2023, η FVG πραγματοποίησε διήμερες διαδηλώσεις για να απαιτήσει την απελευθέρωση των ηγετών της και την ταχεία επιστροφή στη συνταγματική τάξη και ακολούθως η οργάνωση ισχυρίστηκε ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας πυροβόλησαν και σκότωσαν 7 άτομα κατά τη διάρκεια των προαναφερθέντων διαδηλώσεων. Η ίδια οργάνωση διοργάνωσε διαμαρτυρία ενόψει της δεύτερης επετείου του πραξικοπήματος, ήτοι στις 05/09/2023, στα πλαίσια της οποίας 4 άτομα πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν.  Επίσης, υπήρξαν αναφορές για πολιτικούς φυλακισμένους και κρατούμενους, οι οποίοι προέρχονται από την πολιτική αντιπολίτευση και κατηγορήθηκαν για αδικήματα που είχαν στόχο, όπως η κοινωνία των πολιτών δήλωσε, τον πολιτικό εκφοβισμό. Οι αρχές φέρονται επίσης να χρησιμοποίησαν υπερβολική βία κατά τις συλλήψεις.[16]

 

Στην γενικότερη κατάσταση ασφαλείας συμπεριλαμβάνονται το ευκαιριακό έγκλημα στο δρόμο και τα τροχαία ατυχήματα, οι ανεπαρκώς ανεπτυγμένες υποδομές μεταφορών, επικοινωνιών και ενέργειας, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, οι ήδη περιορισμένες εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψής που επλήγησαν από τον ιό Έμπολα της Δυτικής Αφρικής το 2014 (EVD) και άλλες περιοδικές επιδημίες θανατηφόρων ασθενειών, οι εθνοπολιτικές εντάσεις, που συμβαίνουν συχνά στη Γουινέα, ειδικά κατά τις προεκλογικές περιόδους και οι γενικές ανησυχίες για την εξάπλωση της ισλαμιστικής μαχητικής δραστηριότητας στην περιοχή.[17]

 

Επιπλέον, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, τη χρονική περίοδο 24/02/2024 – 21/02/2025 καταγράφηκαν στην πόλη Conakry 26 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 8 ανθρώπων. Τα 26 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 12 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 4 ανθρώπινες απώλειες, 3 διαμαρτυρίες (protests) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, και 9 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες.[18] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω περιοχής Conakry για το έτος 2024 που ανέρχεται σε 1.928.389 κατοίκους[19], καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Αποσκοπώντας σε πλήρη και εξατομικευμένη αξιολόγηση, το Δικαστήριο οφείλει ωστόσο να λάβει υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας. Παρατηρείται συναφώς ότι η Αιτήτρια συγκεντρώνει τις ακόλουθες προσωπικές περιστάσεις, συνιστά γυναίκα, νεαρής ηλικίας (26 ετών), άτεκνη, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο αφού έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και με πλήρη ικανότητα να εργαστεί μάλιστα η ίδια, όπως ρητά ανέφερε, εργαζόταν στη χώρα καταγωγής της πριν την αναχώρησή της, δεν διαθέτει ούτε ανδρικό, ούτε οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της κατά τις δηλώσεις της, ενώ οι δηλώσεις της αναφορικά με το ενδεχόμενο φιλικό υποστηρικτικό δίκτυο είναι αντιφατικές αφού αρχικά ανέφερε ότι διατηρεί επικοινωνία με κάποιους φίλους της από το πανεπιστήμιο και ακολούθως αναιρώντας τη θέση της αυτή, δήλωσε ότι έχει χάσει επικοινωνία με όλους στη Γουινέα.  Τέλος, βάσει των δηλώσεων της Αιτήτριας αναφορικά με την υγεία της η ίδια στα πλαίσια της συνέντευξής της δήλωσε πως αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή λόγω της πρακτικής ΑΓΓΟ στην οποία υπεβλήθηκε, ωστόσο στα πλαίσια διευκρινιστικών ερωτήσεων του Δικαστηρίου η Αιτήτρια αναίρεσε τις αρχικές της δηλώσεις και ανέφερε πως δε λαμβάνει κάποια φαρμακευτική αγωγή πέρα από κάποια παυσίπονα περιοδικά.

 

Με βάση τα πιο πάνω, ατομικά περιστατικά της Αιτήτριας, το Δικαστήριο προέβη σε περαιτέρω έρευνα από την οποία προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Ως προς την πρόσβαση στην εργασία έκθεση του USDOS σημειώνει πως «η νομοθεσία δεν προβλέπει ίδιο νομικό καθεστώς και δικαιώματα σε γυναίκες και άνδρες, αναφορικά με την πρόσβαση στην περιουσία, εργασία, ιδιοκτησία και στις διαδικασίες διαζυγίου. Παρόλο που ο νόμος απαγορεύει τις διακρίσεις βάσει φύλου στην πρόσληψη, η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε αποτελεσματικά αυτή την διάταξη. Ο εργασιακός Κώδικας απαγορεύει στις γυναίκες τη νυχτερινή εργασία σε εργοστάσια, ορυχεία και άλλα μέρη. Οι παραδοσιακές πρακτικές ιστορικά εισέφεραν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και μερικές φορές υπερίσχυαν έναντι του νόμου, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές». Περαιτέρω η έκθεση επικαλούμενη την ένωση των εργατών της Γουινέας αναφέρει πως οι γυναίκες που εργάζονταν στο δημόσιο τομέα ανέφεραν επιπτώσεις στην εργασίας τους, περιθωριοποίηση, και απειλές από τους ανωτέρω τους όταν δεν αποδέχονταν τις προτάσεις τους.  Ομοίως, οι νόμοι περί διαζυγίου ευνοούσαν τους άνδρες αναφορικά με την κηδεμονία και τον διαχωρισμό της κοινής περιουσίας. Τέλος, κυβερνητικοί αναγνωρίζουν ότι η πολυγαμία είναι κοινή πρακτική, εντούτοις ο νόμος θέτει τη μονογαμία ως τη βάση για το γάμο, εκτός και αν συμφωνηθεί ρητώς το αντίθετο με την πρώτη σύζυγο[20].

 

Περαιτέρω, έκθεση(research paper) της World Bank του 2023 αναφέρει πως παρά τις προόδους τις τελευταίες δεκαετίες οι γυναίκες και τα κορίτσια παρουσιάζουν χαμηλά ποσοστά φοίτησης στο σχολείο καθώς και υψηλή μητρική θνησιμότητα που συνδέεται με τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Η έκθεση συνεχίζει πως η περιορισμένη επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο αυξάνει τους κινδύνους φτώχειας, ενώ η απασχόληση των γυναικών παραμένει άτυπη και ευάλωτη, με περιορισμένη πρόσβαση σε περιουσιακά στοιχεία και χρηματοδότηση[21]. Ομοίως κατά την έκθεση «εξαιτίας των ισχυουσών κοινωνικών-εθιμικών αντιλήψεων περί των ρόλων των φύλων στην χώρα, επικρατούν αυξημένα ποσοστά παιδικών γάμων καθώς και ενδοοικογενειακής βίας»[22]. Το 2020, η UN CESCR τόνισε το «υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού, ειδικά στις αγροτικές περιοχές και ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών και πως οι πρόωροι γάμοι καθώς και η αντίληψη πως η εκπαίδευση των κοριτσιών επιβαρύνει τις οικογένειες ήταν μεταξύ των λόγων που τα κορίτσια σταματούσαν το σχολείο»[23].

 

Αναφορικά με τις μόνες γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, ως η περίπτωση της Αιτήτριας η ιστοσελίδα ειδήσεων Guineematin.com σημείωσε πως οι μόνες μητέρας κάποιες φορές στιγματίστηκαν και εκτέθηκαν σε κάποιες κοινωνικές δυσκολίες[24].  Περαιτέρω, η World Bank κατέδειξε ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι παραδοσιακές νόρμες «απαγόρευαν τη σεξουαλική επαφή εκτός γάμου, αποτρέποντας τις νέες γυναίκες από την αναζήτηση οικογενειακού προγραμματισμού και σεξουαλικής υγείας». Επιπλέον, στατιστικά στοιχεία που επιακλείται η Παγκόσμια Τράπεζα έδειξαν ότι οι «άγαμες γυναίκες» ήταν από τις «πιο ευάλωτες» στη σωματική βία από συντρόφους, ενώ οι γυναίκες ηλικίας 15–24 και 25–34 ετών διέτρεχαν  υψηλότερο κίνδυνο να βιώσουν σωματική έμφυλη βία[25].

 

Ειδικότερα ως προς την μεταχείριση των μόνων γυναικών στην πόλη Conakry, COI query της EUAA αναφορικά με την πρόσβαση των, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, γυναικών σε υπηρεσίες στην Γουινέα του Δεκεμβρίου 2021, επικαλούμενη τις κατωτέρω πηγές πληροφόρησης αναφέρει τα κάτωθι: «Το 2015, το Συμβούλιο Μετανάστευσης και Προσφύγων του Καναδά (IRB) πραγματοποίησε συνέντευξη με τη Διεθνή Ομοσπονδία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (FIDH), η οποία ανέφερε ότι «οι άγαμες γυναίκες στην Conakry δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα, πέρα από την κοινωνική πίεση να παντρευτούν και την ελάχιστη κοινωνική αναγνώριση ως γυναίκες που ζουν μόνες τους». Παρόλα αυτά, «συνήθως μια νέα γυναίκα παραμένει με τους γονείς της εάν δεν είναι παντρεμένη», καθώς η ανεξάρτητη διαβίωση της θεωρείται «απαράδεκτη για την οικογένειά της, συχνά για λόγους τιμής, και η κοινότητα αποδοκιμάζει τις γυναίκες που ζουν μόνες τους». Η πηγή σημείωσε επίσης ότι μια νέα άγαμη γυναίκα που ζει μόνη της θα μπορούσε να χάσει «τις πιθανότητές που έχει για  να παντρευτεί, καθώς μπορεί να θεωρηθεί κακή επιλογή: είτε επειδή προέρχεται από κακή οικογένεια είτε επειδή είναι υπερβολικά απελευθερωμένη». Η ίδια πηγή πρόσθεσε ότι «είναι ευκολότερο για μια άγαμη γυναίκα να βρει στέγαση εάν έχει επαρκείς οικονομικούς πόρους», αν και «η υποστήριξη ενός άνδρα μπορεί να διευκολύνει την απόκτηση στέγης, καθώς ορισμένοι ιδιοκτήτες είναι διστακτικοί στο να νοικιάσουν σε αυτές λόγω του κοινωνικού τους καθεστώτος και της αντίληψης ότι δεν μπορούν να συντηρηθούν μόνες τους»[26].

Από έρευνα στο διαδίκτυο βρέθηκε η ΜΚΟ Women Leaders Network for DevelopmentRéseau des Femmes Leaders pour le développement (RFLD) η οποία είναι μια μη κυβερνητική οργάνωση που προωθεί την ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα των γυναικών στην Υπό Σαχάρια Αφρική εστιάζοντας στη Γουινέα, και προσφέρει μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων της νομική και ψυχολογική υποστήριξη[27]. Επίσης βρέθηκε και η ΜΚΟ Life η οποία ενδυναμώνει νεαρές γυναίκες από τη Γουινέα στο Conakry προσφέροντάς τους μαθήματα ραπτικής. Το έργο προσφέρει σε νέες γυναίκες εκπαίδευση για ένα χρόνο και τις βοηθά να δημιουργήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις ραπτικής, διαθέτοντας τους οικονομική βοήθεια για να τις βοηθήσει να δημιουργήσουν την επιχείρησή τους[28].

Οι γυναίκες στη Γουινέα αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στην εργασία, την ιδιοκτησία, την πολιτική εκπροσώπηση και την πρόσβαση σε μηχανισμούς προστασίας, κυρίως λόγω των επικρατούντων κοινωνικών και πολιτισμικών κανόνων. Παρά τη νομοθεσία κατά του βιασμού και της ενδοοικογενειακής βίας, η εφαρμογή της είναι ελλιπής και οι προστατευτικοί μηχανισμοί ανεπαρκείς. Η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός πλήττουν ιδιαίτερα τις γυναίκες, κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Οι γυναίκες με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο φτώχειας, ενώ οι ανύπαντρες/μόνες γυναίκες αντιμετωπίζουν κοινωνικές δυσκολίες και περιορισμένες ευκαιρίες ένταξης.

 

Από τα πιο πάνω, παρατηρώ πως παρά τις διακρίσεις που φαίνεται να αντιμετωπίζουν συνολικά οι γυναίκες στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, αυτή δεν παρουσιάζει τέτοιες ιδιαίτερες προσωπικές περιστάσεις που θα την εμποδίσουν να δημιουργήσει τη ζωή της και το μέλλον της, και ως εκ τούτου δεν προκύπτει πως θα υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη με την παρουσία της και μόνο στη Γουινέα και τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της. Επομένως, οι προϋποθέσεις συμπληρωματικής προστασίας, αντίθετα στον ισχυρισμό της συνηγόρου της, βάση του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου δεν πληρούνται. Άλλωστε οφείλω να αναφέρω ότι ουδέν συγκεκριμένο τέθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της Αιτήτριας προς τούτου πέραν από γενική αναφορά ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν δύναται να χορηγηθεί στην Αιτήτρια συμπληρωματική προστασία.

 

Τέλος όσον αφορά τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι η διοικητική διαδικασία δεν διεξήχθη σε γλώσσα κατανοητή από την Αιτήτρια παρατηρώ ότι η ίδια η Αιτήτρια δήλωσε ότι ομιλεί μεταξύ άλλων τη γαλλική γλώσσα, η συνέντευξη διεξήχθη στην παρουσία κατάλληλου διερμηνέα όπως και η κοινοποίηση της σχετικής επιστολής στην οποία περιέχεται η απορριπτική απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση επεξηγήθηκε στην ίδια από διερμηνέα στη γαλλική γλώσσα, θέτοντας την υπογραφή της τόσο επί των πρακτικών της συνέντευξης όσο και επί της απορριπτικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση η ίδια δεν έθεσε θέμα μη κατανόησης του διερμηνέα και συνεπώς της όλης διαδικασίας.. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω διαφαίνεται ότι η Αιτήτρια είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει στη διαδικασία και να προβάλλει τους ισχυρισμούς της σε γλώσσα κατανοητή προς την ίδια, καθώς επίσης είχε και την ευκαιρία να προβάλλει οιανδήποτε ένσταση αναφορικά με τις καταγεγραμμένες δηλώσεις της πριν από την υπογραφή της πιο πάνω αναφερόμενης επιβεβαίωσης. Ως εκ τούτων ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος και ατεκμηρίωτος.  

 

Όλων των πιο πάνω λεχθέντων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη. Δεδομένης της κατάληξης μου αυτής, παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου νομικού ισχυρισμού.

 

Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα και δεδομένης της ελλιπούς έρευνας που διεξήχθη από τους Καθ' ων η αίτηση, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως επιδικαστούν μειωμένα έξοδα στο ποσό των €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ



[1] Άρθρο 13(5) του περί Προσφύγων Νόμου

[2] DIDR - Division de l'information, de la documentation et des recherches (OFPRA) (author), OFPRA (ed. or publisher): Guinea: Social Perception of Women, Frequency of Gender-Based Abuse, and Attitude of the Authorities, 13 May 2024
https://www.ofpra.gouv.fr/libraries/pdf.js/web/viewer.html?file=/sites/default/files/ofpra_flora/2405_gin_social_perception_of_women.pdf

[3] Freedom House: Freedom in the World 2024 - Guinea, 2024https://www.ecoi.net/en/document/2115525.html 

[4] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Guinea, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107709.html

[5] Οπ.παραπάνω

[6] World Bank (The), Unlocking Women’s and Girl’s Potential: The status of women and girls relative to men and boys in Guinea, 4 May 2023

https://documents1.worldbank.org/curated/en/099050423114031515/pdf/P17565805af6560c80b4b20827c1828af36.pdf 

[7] FEMNET, Policy Brief – Guinea Conakry: Policies Inaction: Law reform, and behaviour change, November 2021, https://mpten.gov.gn/wp-content/uploads/2023/07/Rapport_FINAL_CGES_WARDIP-Guinee.pdf σελ.7 και βλ. ASF France, Accès à la justice et questions carcérales en Guinée à l’aune de la transition politique, April 2022, https://www.avocatssansfrontieres-france.org/media/data/paragraphes_listes/documents/document_pdf-68.pdf, σελ.17

[8] Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδοση, σελ. 638-639

[9] European Union Agency for Asylum (E.U.A.A.), “COI QUERY: GUINEA: Forced Marriage” – Reference period: January 2021 to 26 June 2024, 27/06/2024, p. 2 – 3,  https://coi.euaa.europa.eu//administration/easo/PLib/2024_06_EUAA_COI_Query_Response_Q38_Guinea_Forced_marriage.pdf (assessed on 18/11/2024)

[11] Immigration and Refugee Board of Canada, “Guinea: Prevalence of levirate, particularly in the Peul ethnic group; consequences of refusal; assistance available and state protection (2012-June 2013)”, 15/07/2013,  https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=455541&pls=1 (assessed on 18/11/2024)

[12] Immigration and Refugee Board of Canada, “Guinea: Forced marriages, including prevalence; legislation affecting forced marriages; state protection; ability of women to refuse a forced marriage (2012-2015)”, 15/10/2015,  https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=456192&pls=1 (assessed on 18/11/2024)

[14] RULAC – The Rule of Law in Armed Conflict Project, Geneva Academy, map, https://www.rulac.org/browse/map (assessed on 19/11/2024)

[15] Crisis 24, Guinea Country Report, Last update: 29/09/2022, available at: https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/guinea

[16] USDOS - US Department of State, “2023 Country Reports on Human Rights Practices: Guinea”, 23/04/2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/guinea/ (assessed on 19/11/2024)

[17] Crisis 24, Guinea Country Report, Last update: 29/09/2022,  https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/guinea (assessed on 19/11/2024)

[18] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/explorer/ [βλ. πλατφόρμα explorer, με τη χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 11/11/2023 – 08/11/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Guinea – Conakry] (assessed on 28/02/2025)

[20] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Guinea, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107709.html

[21] World Bank (The), Unlocking Women’s and Girl’s Potential: The status of women and girls relative to men and boys in Guinea, 4 May 2023,

https://documents1.worldbank.org/curated/en/099050423114031515/pdf/P17565805af6560c80b4b20827c1828af36.pdf και βλ.ακόμη https://www.worldbank.org/en/news/press-release/2023/05/09/priority-for-guinea-improving-the-status-of-women-and-girls

[22] Όπως παραπανω.

[23] UN Committee on Economic, Social and Cultural Rights , Concluding observations on the initial report of Guinea, 30 March 2020, https://docs.un.org/en/E/C.12/GIN/CO/1 , παρα. 47(f)

[24] Guineematin.com, Conakry: immersion dans le difficile quotidien des mères seules ou célibataires [Conakry: immersion in the difficult daily life of single or unmarried mothers], 25 January 2023, https://guineematin.com/2023/01/25/conakry-immersion-dans-le-difficile-quotidien-des-meres-seules-ou-celibataires/

[25] World Bank (The), Unlocking Women’s and Girl’s Potential: The status of women and girls relative to men and boys in Guinea, 4 May 2023, https://documents1.worldbank.org/curated/en/099050423114031515/pdf/P17565805af6560c80b4b20827c1828af36.pdf , σελ.76, 84

[26] Πρωτότυπη πηγή, Canada, IRB, Guinea: Single women without family support; their ability to live on their own and find housing and employment without requiring a man’s approval (2013-March 2015), 24 April 2015, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=456173&pls=1 όπως παρατίθεται στην EUAA, COI QUERY GUINEA, Access to services for (single) women Question(s) 1. Access to basic services for single women without a support network in Conakry city (2019-2021) 2. Treatment of single women by society in Conakry city, 10 December 2021, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_12_Q49_EASO_COI_Query_Respone_GUINEA_Single_Women.pdf σελ.4.

[27] Women Leaders Network for Development – Réseau des Femmes Leaders pour le développement (RFLD), https://rflgd.org/qui-nous-sommes/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο