C.L.A ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3572/2022, 28/2/2025
print
Τίτλος:
C.L.A ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3572/2022, 28/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                             Υπόθεση Αρ.: 3572/2022

 

28 Φεβρουαρίου, 2025

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

C.L.A

                                     Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                    Καθ' ης η Αίτηση

 

 

Αίτηση από την Αιτήτρια ημερομηνίας 30.09.2024 για αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης

 

 

Κ. Χαρίτου (κα) Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Λ. Βελίκοβα (κα) Δικηγόρος για τους Καθ’ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Στις 17/09/2024 το παρόν Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στην ανωτέρω προσφυγή, απορρίπτοντας το αίτημα της Αιτήτριας και επικυρώνοντας την απόφαση των Καθ’ων η Αίτηση. Κατά της εν λόγω απόφασης ασκήθηκε Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αρ. 94/2024.

Στη συνέχεια καταχωρήθηκε η υπό εξέταση αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης της από το εφετείο.

Η υπό αναφορά αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, ημερομηνίας 30/09/2024, της κας Αργυρώς Μιχαήλ, δικηγόρου που συνεργάζεται με τη νομική εκπρόσωπο της Αιτήτριας, η οποία χειρίζεται την ανωτέρω έφεση. Η κα Μιχαήλ, δεόντως εξουσιοδοτημένη από την Αιτήτρια, καταγράφει τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, καθώς και τους λόγους που την οδήγησαν στην υποβολή της, οι οποίοι σχετίζονται με την απροθυμία της να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της. Ο βασικός λόγος δίωξής της και η βάση της αίτησής της για διεθνή προστασία είναι ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της ως θύμα εμπορίας ανθρώπων, υπό τη μορφή εργασιακής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης (Παρ.4-6).

Αναφορικά με την αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, η ενόρκως δηλούσα επισημαίνει ότι η διατήρηση των συνεπειών της ακυρωθείσας απόφασης και της απόφασης επιστροφής συνεπάγεται την απώλεια του καθεστώτος αιτούσας ασύλου και του δικαιώματος παραμονής στη Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια διατρέχει σοβαρό κίνδυνο σύλληψης και απέλασης στη Νιγηρία, όπου έχει βάσιμο φόβο δίωξης, όπως αναφέρει στην αίτησή της για άσυλο.

Επιπλέον, ακόμα και αν ασκήσει προσφυγή με αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δε θα έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει ουσιαστικά την υπόθεσή της, καθώς ο εκεί δικαστικός έλεγχος είναι αποκλειστικά ακυρωτικός, ενώ η αρχή της μη επαναπροώθησης πρέπει να ελέγχεται σε ουσιαστικό επίπεδο. Παράλληλα, η αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης πρέπει να διέπεται από την αρχή της αποτελεσματικότητας της ένδικης προστασίας και της δυνατότητας άσκησης έφεσης.

Η ενόρκως δηλούσα τονίζει ότι, λόγω του κινδύνου σύλληψης και απέλασης της Αιτήτριας, η προσφυγή της κινδυνεύει να καταστεί ανενεργή, γεγονός που αποτελεί σοβαρό λόγο για τη χορήγηση της αιτούμενης αναστολής. Τυχόν επιτυχία της έφεσής της δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα εάν, στο μεταξύ, απελαθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς δεν θα μπορεί να επωφεληθεί από οποιαδήποτε αποκατάσταση των δικαιωμάτων της.

Αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμά της σε αποτελεσματική ένδικη προστασία και την προστασία από επαναπροώθηση στη Νιγηρία, όπου κινδυνεύει να υποστεί περαιτέρω θυματοποίηση ως πρώην θύμα εμπορίας προσώπων. Η απέλασή της θα συνιστούσε παραβίαση των άρθρων 2, 3 και 4 της ΕΣΔΑ, καθώς και της αρχής της μη επαναπροώθησης, όπως αναγνωρίζεται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Οι πράξεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και των αντίστοιχων άρθρων του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εναντίον της παρούσας αίτησης, οι Καθ' ων η αίτηση καταχώρισαν ένσταση  συνοδευόμενη από σχετική ένορκη δήλωση του κ. Ανδρέα Φιλίππου, δικηγόρο για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας .

Καταχωρίστηκαν επίσης γραπτές αγορεύσεις, με έκαστη πλευρά να υποστηρίζει τη δική της θέση, ενώ στις 13/12/2024 έλαβε χώρα η ακρόαση της παρούσας αίτησης.

Νομικοί Ισχυρισμοί

Η Αιτήτρια, μέσω της συνηγόρου της, στο πλαίσιο της αίτησής της και της γραπτής αγόρευσής της, απαντά στην ένσταση των Καθ’ ων, αμφισβητώντας έναν προς έναν τους λόγους της ένστασης. Η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίζεται ότι η υποβληθείσα έφεση εγείρει σοβαρά νομικά ζητήματα που χρήζουν εκδίκασης, εστιάζοντας στην ανεπανόρθωτη ζημία και αδικία που θα υποστεί η Αιτήτρια σε περίπτωση εκτέλεσης της επικυρωθείσας απόφασης επιστροφής της. Υποστηρίζει ότι η βλάβη που θα προκληθεί δεν μπορεί να αποκατασταθεί ή να θεραπευθεί με τις διαθέσιμες νομικές θεραπείες, καθώς η επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της θα την εκθέσει σε σοβαρό κίνδυνο επαναθυματοποίησης από κύκλωμα εμπορίας προσώπων. Επισημαίνει ότι η παρούσα αίτηση δεν επιδιώκει τη χορήγηση δικαιώματος παραμονής στην Αιτήτρια στο πλαίσιο της διεθνούς προστασίας ή οποιασδήποτε άλλης νομικής βάσης, αλλά αποκλειστικά την προστασία της από την επιστροφή και την απέλαση. Η επιστροφή της, όπως υπογραμμίζεται, θα αποδυναμώσει την έφεσή της και ενδέχεται να την καταστήσει ατελέσφορη ή άνευ αντικειμένου, αφού η Αιτήτρια, επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής της, θα αντιμετωπίσει άμεσους και σοβαρούς κινδύνους.

Από την πλευρά τους, οι Καθ’ ων η Αίτηση, δια της ένστασής τους αλλά και της γραπτής αγόρευσής τους, αφού παραθέτουν σχετική νομοθεσία και νομολογία αναφορικά με την εξέταση αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης αποφάσεων, υποστηρίζουν ότι με την υπό εξέταση αίτηση ζητείται από το Δικαστήριο να ενεργήσει καθ’ υπέρβαση εξουσίας και εκτός των προνοιών του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018.

Αντικείμενο της αίτησης είναι η παγιοποίηση και/ή ο προσωρινός παραμερισμός της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Κατά τους Καθ’ ων η Αίτηση, ο αποκλειστικός σκοπός της αίτησης είναι να αποστερήσει αυτούς, χωρίς ουσιαστικό λόγο, από τον καρπό της επιτυχίας τους. Η έγκρισή της θα έχει ως αποτέλεσμα την αποστέρηση των Καθ’ ων η Αίτηση από τα δικαιώματά τους, τα οποία αποφασίστηκαν, επικυρώθηκαν και/ή κατοχυρώθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση. Επιπλέον, η τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα καταστρατηγήσει την αρχή της διασφάλισης της οριστικότητας (finality) των αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Οι Καθ’ ων η Αίτηση υποστηρίζουν, επίσης, ότι με την υπό εξέταση αίτηση ζητείται η έκδοση διατάγματος κατά παράβαση του άρθρου 8(1)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο ορίζει ότι ο Αιτητής διαθέτει δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές αποκλειστικά για τους σκοπούς της διαδικασίας, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του έως την ημερομηνία έκδοσης πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της εμπροθέσμως ασκηθείσας προσφυγής. Περαιτέρω, αναφέρουν ότι η έγκριση της αίτησης θα στερήσει τους Καθ’ ων η Αίτηση από δικαιώματα που έχουν ήδη αποφασιστεί και/ή επικυρωθεί με την πρωτόδικη απόφαση. Αντίθετα, η μη έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δεν θα αποστερήσει την Αιτήτρια από κανένα δικαίωμά της ούτε θα επηρεάσει την αποτελεσματικότητα της έφεσής της. Υποστηρίζουν ότι η απόρριψη της αίτησης δεν θα προκαλέσει ζημία ή ανεπανόρθωτη βλάβη στην Αιτήτρια, καθώς η τελευταία δεν έχει αποδείξει ότι η μη χορήγηση της αιτούμενης αναστολής θα της επιφέρει τέτοια βλάβη. Τέλος, επισημαίνουν ότι η έφεση της Αιτήτριας δεν έχει καμία προοπτική επιτυχίας και/ή ακύρωσης της πρωτόδικης απόφασης. Αυτό διότι η Αιτήτρια ουδέποτε ζήτησε με την αίτηση ακύρωσής της την αναγνώρισή της ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας, ούτε αιτήθηκε την ακύρωση της απόφασης επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Μάλιστα, η απόφαση επιστροφής της ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας, ενώ η μη προσβολή της εμπροθέσμως την έχει καταστήσει τελεσίδικη. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί να παρέμβει ή να αναστείλει την εκτέλεσή της στο παρόν στάδιο της διαδικασίας.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Διαχρονικά, αιτήματα αναστολής εκτέλεσης εδράζονται  στον Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) του 1962 οι οποίοι τυγχάνουν εφαρμογής δυνάμει του Κανονισμού 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 ως έχουν τροποποιηθεί στο άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 στο άρθρο 11 (2) του περί της Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν. 33/64 ως έχει τροποποιηθεί. Στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2015, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί, στο Μέρος 41 σημείο 41.7, στο Μέρος 23, στο Μέρος 25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, και/ή στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.35. Δ.36 Θ.Θ. 18 και Δ.19Δ.48 Θ.Θ. 1-9, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60 ως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει, στο άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 6) ως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει,  στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και γενικά, επί των συμφυών εξουσιών, τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Διοικητικού Δικαστηρίου, Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας , τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Στον Κανονισμό 41.7 των νέων διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (13/2023) ο οποίος έχει ως ακολούθως:

«41.7 Αναστολή

(1) (α) Εκτός αν το Εφετείο ή το κατώτερο δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, η έφεση δεν επενεργεί ως αναστολή οποιουδήποτε διατάγματος ή απόφασης τού κατώτερου δικαστηρίου.

(β) Αίτηση για αναστολή διατάγματος ή απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου γίνεται πρώτα στο κατώτερο Δικαστήριο».

Οι νομικές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση τέτοιων αιτημάτων είναι σαφώς καθορισμένες και διαχρονικά εδραιωμένες.

Κατά πάγια νομολογία, η αναστολή πρωτόδικης απόφασης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, όλως ιδιαιτέρως, στο πεδίο της διοικητικής δικαιοδοσίας (Christoudias v. Republic (1985) 3 C.L.R.1615)Αυγουστή κ.α Δημοκρατίας (Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές αρ 898/13, ημερομηνίας 24/4/19) Θαλασσινός ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3517 ) και Fairseas  Explorer Shipping Ltd  ν. Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων (Προσφυγή. αρ. 862/01, ημερομηνίας  14/3/03).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, δια της απόφασης της Ολομέλειάς του στην Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, 51, έκρινε ότι υπάρχει η δυνατότητα (αρμοδιότητα) αναστολής πρωτόδικης απόφασης, εκδοθείσας στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του, δυνάμει της Δ.35 Κ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και εφόσον ασκηθεί έφεση. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη πρόνοια, που, όπως λέχθηκε και στην Ορφανίδης, αποτελεί τη μόνη θεσμική διάταξη που διέπει την αναστολή δικαστικών αποφάσεων, «μια έφεση δεν θα ενεργεί ως αναστολή εκτέλεσης ή διαδικασίας της απόφασης που εφεσιβάλλεται εκτός κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται ή του Εφετείου ή ενός Δικαστού των ανωτέρω Δικαστηρίων και ουδεμία ενδιάμεση πράξη ή διαδικασία θα παύει να ισχύει εκτός κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται».

Με το θέμα αυτό έχει εκτενώς ασχοληθεί το Διοικητικό Δικαστήριο στην ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗ κ.α. ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 6182/2013, 24.04.2019. Στην εν λόγω υπόθεση τονίστηκε καταρχάς ότι η αναστολή πρωτόδικης απόφασης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και με παραπομπή στην Μάριος Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2321, λέχθηκε ότι το τί συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις είναι δύσκολο να προκαθοριστεί και ανεπιθύμητο να προσδιοριστεί εξαντλητικά. Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με την ίδια απόφαση, «οι περιστάσεις πρέπει να συσχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης στη συγκεκριμένη περίπτωση και να καταφαίνονται οι ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Το εξαιρετικό των περιστάσεων πρέπει να προκύπτει από το συσχετισμό, αφενός, των συνεπειών της άμεσης εφαρμογής της ακυρωτικής απόφασης και των δυσχερειών, αφετέρου, αποκατάστασης της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.». Ως επίσης λέχθηκε στην απόφαση Χατζηπαναγιώτη το ζήτημα των εξαιρετικών περιστάσεων, ως προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος ως το αιτούμενο, τέθηκε προηγουμένως στην Christoudias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1615, ως εξής:

 "Suspension of a judgment of a court of revisional jurisdiction entails sufferance of the continuance of a state of illegality. Therefore, only in exceptional circumstances will a court countenance this eventuality by granting stay".

Ασχολήθηκε περαιτέρω το Διοικητικό Δικαστήριο και με την υπόθεση Πεύκαρος ν. Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 593/2007 και 613/2007, ημερ. 22.10.2010, στην οποία κατά την εξέταση αίτησης ως η παρούσα, τονίστηκε, με αναφορά στην Christoudias ότι η άσκηση του δικαιώματος έφεσης από μόνη της δεν περιορίζει ούτε μετριάζει την τελεσιδικία της απόφασης. Από την άλλη, ωστόσο, κρίθηκε ότι θα πρέπει να δοθεί στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος έφεσης, ως ήταν η διαπίστωση του Δικαστηρίου και στη Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147. Εν πάση δε περίπτωση, κατέληξε το Δικαστήριο, «θα πρέπει να διατηρείται ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων του επιτυχούς διάδικου και των δικαιωμάτων του εφεσείοντα», ως ακριβώς λέχθηκε και στην Katarina Shipping v. Ship "Poly" (1978) 1 C.L.R. 355. Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε και στην Ναυτικός Όμιλος Πάφου, ανωτέρω, όπου λέχθηκε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να διέπεται, αφενός, από την αρχή της διασφάλισης του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης και, αφετέρου, από την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης. Έτσι, κρίθηκε ότι αναστολή της εκτέλεσης μπορεί να διαταχθεί στην περίπτωση που τυχόν απόρριψη της αίτησης για αναστολή, θα επιφέρει την πλήρη αποδυνάμωση του αποτελέσματος της έφεσης, αν η τελευταία τελικά επιτύχει (βλ.    MΙ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 974/2020, 25/9/2023 και εκεί αναφερθείσα νομολογία, Πεύκαρος, Christophorou and Others (No.2) v. Republic (1985)3 C.L.R. 676 και Ραδιοτηλεοπτικές Υπηρεσίες Αντεννα Ρ.Τ. Λτδ και τώρα Αντεννα TV Λτδ v. Υπουργικού Συμβουλίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 478). Στην τελευταία αυτή υπόθεση λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα εξής επί του υπό συζήτηση θέματος:

«Οι αρχές που ισχύουν για αναστολή είναι οι ίδιες που ισχύουν σε πολιτικές υποθέσεις και αυτές έχουν αναλυθεί και στις αποφάσεις Veis and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 537, Georghiou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 418, Christoforou and Others (No.2) v. Republic ((1985) 3 C.L.R. 676, Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2321. Έτσι, αναστολή της εκτέλεσης μπορεί να διαταχθεί στην περίπτωση που τυχόν απόρριψη της αίτησης για αναστολή θα επιφέρει την πλήρη αποδυνάμωση του αποτελέσματος της έφεσης, αν η τελευταία τελικά επιτύχει. (Christoforou and Others (No.2) v. Republic (πιο πάνω). Στην Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατία (πιό πάνω) και Christoudias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1615, θεωρήθηκε ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την αναστολή της απόφασης».

Είναι προφανές ότι, όσον αφορά τις αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης έως την εκδίκαση της έφεσης, η νομολογία έχει διαμορφώσει την αρχή ότι το ζήτημα αυτό υπάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Η άσκηση αυτής της ευχέρειας πρέπει να συνάδει με τις αρχές της δίκαιης δίκης και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Για την ορθή αξιολόγηση του ζητήματος, το δικαστήριο οφείλει να σταθμίσει δύο βασικούς παράγοντες, διασφαλίζοντας αφενός τα δικαιώματα των διαδίκων και αφετέρου την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος στη δικαστική διαδικασία. Από τη μία πλευρά, είναι απαραίτητο να προστατευθεί η αρχή της τελεσιδικίας και η αποτελεσματική έννομη προστασία του διαδίκου που επικράτησε στην πρωτόδικη διαδικασία, ώστε να μη στερείται των ευνοϊκών έννομων συνεπειών της απόφασης χωρίς σοβαρό και επαρκώς αιτιολογημένο λόγο. Από την άλλη, πρέπει να διασφαλιστεί το δικαίωμα του αποτυχόντος διαδίκου να ασκήσει έφεση, το οποίο απορρέει από το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, και να μην καθίσταται πρακτικά ανώφελο ή ανεφάρμοστο λόγω της άμεσης εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης. Η στάθμιση αυτών των παραγόντων αποσκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και στην αποτροπή καταστάσεων όπου η εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης θα μπορούσε να επιφέρει ανεπανόρθωτη ή εξαιρετικά δύσκολα αναστρέψιμη βλάβη.

Ως προς τον τρόπο στάθμισης μεταξύ των δύο αυτών παραγόντων, στην Μέγας Χ" Ευαγγέλου ν. Dorami Marine Limited κ.ά., (1991) 1 A.A.Δ. 172 λέχθηκε ότι μόνο με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων μπορεί να αποστερηθεί ο επιτυχών διάδικος τους καρπούς της επιτυχίας του. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

«Η αναστολή εκτέλεσης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που ασκείται με βάση δύο αρχές, i) ότι ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να στερείται, χωρίς εξαιρετικό λόγο, του καρπού της επιτυχίας του, και ii) ότι το ένδικο μέσο της έφεσης, που ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητάς του. Μόνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της δεύτερης αρχής, σε βάρος της πρώτης». 

Άρα, για τον προσδιορισμό του τί συνιστά «εξαιρετική περίσταση», είναι δύσκολο να προκαθοριστεί καθώς μπορεί να αναδύεται από το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, αλλά αναμφίβολα συσχετίζεται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης στη συγκεκριμένη περίπτωσηΤο δε εξαιρετικό των περιστάσεων, ως λέχθηκε και  στην Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2321 πρέπει να προκύπτει από το συσχετισμό, αφενός, των συνεπειών της άμεσης εφαρμογής της ακυρωτικής απόφασης και, αφετέρου, των δυσχερειών αποκατάστασης της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να διατηρείται ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων του επιτυχούς διαδίκου και του εφεσείοντα.[1]

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες αρχές και τα επιχειρήματα που προέβαλαν αμφότερες οι πλευρές μέσω των γραπτών τους αγορεύσεων, επισημαίνω τα εξής:

Κύριο άξονα της επιχειρηματολογίας της πλευράς της Αιτήτριας αποτελεί το ότι «τα θεμελιώδη δικαιώματά της τίθενται σε άμεσο κίνδυνο εάν το αιτούμενο διάταγμα δεν εκδοθεί αφού δεν της παρέχεται προστασία από την επιστροφή στη χώρα καταγωγής της ενόσω εκκρεμεί η δικαστική διαδικασία της έφεσης η οποία είναι εξάλλου δικαίωμα δυνάμει τόσο της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και της νομολογίας του ΕΔΔΑ κάτω από τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ και σε περίπτωση επιτυχίας αυτής, εάν έχει απελαθεί στη χώρα καταγωγής της, όχι μόνο δεν θα μπορέσει να επωφεληθεί, αντικειμενικά και υποκειμενικά, τέτοιας κατάληξης, αλλά πολύ πιθανό να τίθεται σε κίνδυνο η σωματική και πνευματική ακεραιότητά της ακόμα και η ζωή της». Άρα αιτείται αναστολή σε σχέση ακριβώς με εκείνο το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που έχει ενεργοποιηθεί μετά την επικυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 3572/22 και αφορά στην απόφαση επιστροφής της Αιτήτριας, επιβάλλοντας δηλαδή στην ίδια σαφή θετική υποχρέωση επιστροφής.

Πριν καταλήξω στο συμπέρασμά μου, επισημαίνω τη δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου, ως πρωτόδικου δικαστηρίου, να ασκεί έλεγχο ουσίας επί της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, σύμφωνα με το Άρθρο 11(3) και (4) των περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων. Το εν λόγω άρθρο ενσωματώνει, μεταξύ άλλων, το Άρθρο 46(3) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία θεσπίζει κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και την ανάκληση διεθνούς προστασίας.

Όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, η εν λόγω Οδηγία αποτελεί εφαρμοστικό μέτρο της αρχής της μη επαναπροώθησης, παρέχοντας ένδικη προστασία μέσω του Άρθρου 46(3). Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο (στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο) οφείλει να εξετάζει πλήρως και ex nunc το σύνολο των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, προβαίνοντας σε ενδελεχή έλεγχο τόσο της ανάγκης παροχής διεθνούς προστασίας όσο και των διαδικαστικών πτυχών της αίτησης (Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απόφαση της 4.10.2024, Υπόθεση C-406/22, CV, σκέψεις 85-90).

Επιπλέον, η παράγραφος 11 του Άρθρου 46 επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίζουν, μέσω της εθνικής τους νομοθεσίας, τους όρους και τις διαδικασίες εξέτασης αυτών των υποθέσεων. Όπως κάθε διάταξη του παράγωγου δικαίου της Ε.Ε., η εν λόγω παράγραφος καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας και, κατ’ επέκταση, από το τεκμήριο συμβατότητας με τα Άρθρα 4 και 18 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που διασφαλίζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης, καθώς και με το Άρθρο 47, που κατοχυρώνει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Ο Χάρτης, βάσει του Άρθρου 6(1) της ΣΕΕ, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες της Ε.Ε. Επιπλέον, το Άρθρο 78 της ΣΛΕΕ κατοχυρώνει την αρχή της μη επαναπροώθησης και αποτελεί τη νομική βάση για την έκδοση της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (βλ. Henria Tchabon Tchioundje v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Έφεση Αρ. 152/2023, 14/1/2025, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στα ανωτέρω).

Ως προς την απόφαση επιστροφής σημειώνονται τα ακόλουθα:

Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, όπως εν προκειμένω, το άρθρο 13 (2) του περί Προσφύγων Νόμου, διαλαμβάνει ότι ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του:

«(α) (.)

(δ) να απορρίψει την αίτηση και να εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:

Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8».

Σχετικό είναι και το άρθρο 18, το οποίο διαλαμβάνει τις αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλων αρχών της Δημοκρατίας, στο εδάφιο (7Β) του οποίου προβλέπει ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας:

«(α) Αναφέρει στην απόφασή του τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της απόρριψης,

(α1) διατάσσει την επιστροφή και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί  αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εφόσον δε υφίσταται ήδη σε ισχύ άλλη απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή απέλασης, θεωρείται ότι η εν λόγω απόφαση ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, (.)"

Η απόφαση επιστροφής, κατά κανόνα, και μετά τη θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 142(Ι)/2020, δεν αποτελεί αυτοτελή διοικητική πράξη. Αντίθετα, το αρμόδιο όργανο εκδίδει μία ενιαία απόφαση, η οποία περιλαμβάνει τόσο την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας όσο και την υποχρέωση επιστροφής, απομάκρυνσης ή απέλασης του αιτητή, που συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου (βλ. Υπόθεση JK δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ.: 3213/2022, 17/8/2023).

Ωστόσο, αν και οι δύο αποφάσεις είναι συναφείς, παραμένουν διακριτές από απόψεως νομικών προϋποθέσεων. Σύμφωνα με το Άρθρο 18(7Β)(α1) του περί Προσφύγων Νόμου, η απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση απόφασης επιστροφής. Παρόλο που η τελευταία μπορεί να εκδοθεί ταυτόχρονα ή να ακολουθήσει άμεσα την απορριπτική απόφαση, παραμένει ξεχωριστή και υπόκειται σε ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις βάσει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ο οποίος εναρμονίζεται με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ (βλ. ΔΕΕ, Abdida C-562/13, 18.12.2014, σκέψεις 45-46· Gnandi C-181/16, 19.6.2018, σκέψεις 52-53· CPAS de Liège C-233/19, 30.9.2020, σκέψη 45).

Η ακύρωση της απορριπτικής απόφασης συνεπάγεται υποχρεωτικά και την ακύρωση της απόφασης επιστροφής, καθώς η τελευταία στηρίζεται νομικά στην πρώτη. Ωστόσο, το αντίστροφο δεν ισχύει. Η «ενσωμάτωση» της απόφασης επιστροφής στην απορριπτική απόφαση, όπως ορίζει ο νομοθέτης, δεν καταργεί την αυτοτέλειά της αλλά αποσκοπεί στην εκδίκαση και των δύο από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, όταν η απόφαση επιστροφής απορρέει από την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας (βλ. απόφαση JK δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού v. Κυπριακής Δημοκρατίας, 17.8.2023).

Παρόλο που η απόφαση επιστροφής δεν αναφέρεται ρητά στις αποφάσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 11(4) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, η ενσωμάτωσή της και η στενή σχέση της με την απορριπτική απόφαση επιβάλλουν την επικαιροποιημένη εξέταση της κατάστασης του αιτητή από το Δικαστήριο. Η υποχρέωση αυτή προκύπτει και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Στην Saadi v. Italy (Αίτηση υπ’ αριθ. 37201/06, 28 Φεβρουαρίου 2008), το ΕΔΔΑ διατύπωσε την υποχρέωση των κρατών να εξετάζουν την κατάσταση στη χώρα προορισμού πριν από την απομάκρυνση ενός ατόμου, ως εξής:

128. Κατά την εξέταση του εάν έχουν αποδειχθεί σοβαροί λόγοι για να πιστεύεται ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος μεταχείρισης ασυμβίβαστης με το Άρθρο 3, το Δικαστήριο θα βασιστεί σε όλο το υλικό που του έχει υποβληθεί ή, εάν είναι απαραίτητο, σε υλικό που έχει αποκτήσει αυτεπαγγέλτως (βλ. H.L.R. κατά Γαλλίας, προαναφερθείσα απόφαση, § 37, και Hilal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, υπ’ αριθ. 45276/99, § 60, ECHR 2001-II). Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η εξέταση από το Δικαστήριο της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου πρέπει αναγκαστικά να είναι αυστηρή (βλ. Chahal, προαναφερθείσα απόφαση, § 96).

 

129. Καταρχήν, εναπόκειται στον προσφεύγοντα να προσκομίσει αποδείξεις ικανές να αποδείξουν ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν εφαρμοζόταν το επίδικο μέτρο, θα εκτίθετο σε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το Άρθρο 3 (βλ. Ν. κατά Φινλανδίας, υπ’ αριθ. 38885/02, § 167, 26 Ιουλίου 2005). Εάν προσκομισθούν τέτοιες αποδείξεις, εναπόκειται στην Κυβέρνηση να διαλύσει οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με αυτές.

130. Για να καθορίσει εάν υπάρχει κίνδυνος κακομεταχείρισης, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τις προβλέψιμες συνέπειες της αποστολής του προσφεύγοντος στη χώρα υποδοχής, λαμβάνοντας υπόψη τη γενική κατάσταση εκεί καθώς και τις προσωπικές του συνθήκες (βλ. Vilvarajah και άλλοι, προαναφερθείσα απόφαση, § 108 in fine). Η παράγραφος αυτή τονίζει την υποχρέωση των κρατών να προβαίνουν σε πλήρη και ενημερωμένη αξιολόγηση τόσο της γενικής κατάστασης στη χώρα προορισμού όσο και των προσωπικών συνθηκών του ενδιαφερόμενου, πριν από την έκδοση απόφασης επιστροφής ή απέλασης.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν έχει πειστεί πως πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του εν λόγω διατάγματος. Λαμβάνοντας υπόψη, όλα τα σχετικά περιστατικά, η μαρτυρία και η νομική επιχειρηματολογία που τέθηκαν ενώπιόν μου, ιδίως όσον αφορά τον κίνδυνο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας, φρονώ ότι επί των όσων επικαλείται περί κινδύνου εξετάστηκαν πρωτοβάθμια επί της ουσίας και απορρίφθηκαν για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Επί τούτου επισημαίνω ότι ουδεμία αρμοδιότητα έχει το παρόν Δικαστήριο να επανακρίνει τα ίδια ζητήματα καθώς και τα συνακόλουθα ευρήματά του για σκοπούς της παρούσας αίτησης, αρμοδιότητα η οποία ανήκει αποκλειστικά στο αρμόδιο Εφετείο (βλ. Ταπακκούδη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αρ. Αγωγής: 9019/07, 24/2/2020 όπου ο τότε ΠΕΔ έντιμος  κ. Σάντης σχολίασε «Η πρώτη επισήμανση, σχετίζεται με την αρχή πως ένα πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργεί ως εφετείο του εαυτού του ή άλλου ομοβάθμιου Δικαστηρίου […] και να καταλήγει τουτέστιν σε διαφοροποιημένα ενδεχομένως συμπεράσματα.»).

Επιπρόσθετα, η αρχή της μη επαναπροώθησης αξιολογήθηκε τόσο στο πλαίσιο της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας όσο και σε σχέση με την απόφαση επιστροφής, η οποία εκδόθηκε ως συνέπεια της απορριπτικής απόφασης επί της αίτησής της για διεθνή προστασία.

Σημειώνεται ότι Αιτητές ασύλου διατηρούν το δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής δυνάμει του  Άρθρου 8 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000).  Στο άρθρο 8 του Νόμου 6(Ι)/2000 έχουν ενσωματωθεί τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 9 και 46(5) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ της 26ης Ιουνίου 2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία παρέχουν δικαίωμα παραμονής σε αιτούντα ασύλου μέχρις ότου εξεταστεί η αίτηση του.

Με βάση τα διαλαμβανόμενα στον Νόμο, υφίσταται τελική απόφαση, και το γεγονός ότι η Αιτήτρια άσκησε έφεση εναντίον της δεν ασκεί καμία επίδραση. Ούτε το άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85 και το άρθρο 13 της οδηγίας 2008/115 ούτε το άρθρο 47 του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με τις εγγυήσεις που παρέχονται βάσει του άρθρου 18 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του ιδίου Χάρτη, επιβάλλουν την ύπαρξη δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Πράγματι, σημαντική είναι μόνον η ύπαρξη ενός ενδίκου βοηθήματος ασκουμένου ενώπιον δικαστηρίου (βλ., σχετικώς, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, Samba Diouf, C‑69/10, σκέψη 69 αλλά και Sadikou Gnandi C‑181/16 19ης Ιουνίου 2018, σκέψη 57 ). Το δικαίωμα παραμονής διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλαδή έως και την ολοκλήρωση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με την έκδοση της πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης.

 Σε κάθε περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, προβαίνει σε εκτενή ανάλυση της σχετικής νομοθεσίας και νομολογίας, παραθέτοντας και πληροφορίες από την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας,  προκειμένου να κρίνει αν, στη συγκεκριμένη υπόθεση, εμπίπτει στις πρόνοιες των άρθρων 3 ή 19 του Περί Προσφύγων Νόμου αλλά και κατά πόσο παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης. Στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώθηκε ότι δεν υφίσταται τέτοια παραβίαση και αιτιολόγησε την απόφασή του παραθέτοντας τους σχετικούς λόγους.

Σχετική επί των πιο πάνω είναι και η απόφαση του ΔΕΕ στην XY v. The Netherlands C-180/17 της 26ης Σεπτεμβρίου 2018 [ECLI:EU:C:2018:775],  όπου τέθηκαν, μεταξύ άλλων, τα κατωτέρω προδικαστικά ερωτήματα:

«20 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία ενδείκνυται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 και το άρθρο 13 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό τόσο με το άρθρο 18 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, όσο και με το άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν εθνική νομοθεσία που, ενώ προβλέπει ότι χωρεί έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης με την οποία επικυρώνεται απορριπτική διοικητική απόφαση επί αίτησης διεθνούς προστασίας και επιβάλλεται υποχρέωση επιστροφής, δεν προσδίδει αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα στο ένδικο αυτό μέσο, ακόμη και σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος επικαλείται σοβαρό κίνδυνο παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.»

Το ΔΕΕ ανέφερε στη συνέχεια τα εξής:

(υπογράμμιση του παρόντος δικαστηρίου)

21      Το άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες διεθνή προστασία να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά, μεταξύ άλλων, απόφασης σχετικής με την αίτηση διεθνούς προστασίας την οποία έχουν υποβάλει. Από το γράμμα του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι τα κράτη μέλη, προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην προαναφερθείσα παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, περιλαμβανομένης, εφόσον απαιτείται, της εξέτασης των αναγκών διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95, τουλάχιστον στο πλαίσιο της άσκησης ένδικου βοηθήματος ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Κατά το άρθρο 46, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/32, τα κράτη μέλη επιτρέπουν, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους αιτούντες να παραμείνουν στο έδαφός τους μέχρι να λήξει η προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε πραγματική προσφυγή και, σε περίπτωση εμπρόθεσμης άσκησής του, εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής.

22      Από το άρθρο 13, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, καθίσταται σαφές ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει να έχει στη διάθεσή του αποτελεσματικό μέσο προστασίας ώστε να μπορεί να προσβάλει τυχόν απόφαση που διατάσσει την επιστροφή του, ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή αρμόδιου οργάνου απαρτιζόμενου από μέλη τα οποία είναι αμερόληπτα και απολαύουν εχεγγύων ανεξαρτησίας.

23      Συνεπώς, μολονότι οι διατάξεις των οδηγιών 2013/32 και 2008/115 επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέψουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά των απορριπτικών αποφάσεων επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας και κατά των αποφάσεων περί επιστροφής, ουδεμία από τις διατάξεις αυτές ορίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να παρέχουν δικαίωμα άσκησης έφεσης σε όσους αιτούντες διεθνούς προστασίας προσέφυγαν κατά της απορριπτικής διοικητικής απόφασης επί της αίτησής τους ή κατά απόφασης περί επιστροφής τους και δεν δικαιώθηκαν στον πρώτο βαθμό, ή, κατά μείζονα λόγο, ότι η άσκηση του ένδικου αυτού μέσου πρέπει να έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα.

24   Τέτοιες απαιτήσεις δεν μπορούν να συναχθούν ούτε από την όλη οικονομία και τον σκοπό των οδηγιών αυτών. Συγκεκριμένα, σκοπός των εν λόγω οδηγιών είναι, στη μεν περίπτωση της οδηγίας 2013/32, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική της σκέψη 12, να καθιερωθούν κατά βάση κανόνες που να διέπουν τις διαδικασίες χορήγησης και ανάκλησης διεθνούς προστασίας στα κράτη μέλη προς δημιουργία μιας κοινής πολιτικής ασύλου στην Ένωση, στη δε περίπτωση της οδηγίας 2008/115, όπως επισημαίνεται στις αιτιολογικές της σκέψεις 2 και 4, να καθιερωθεί μια αποτελεσματική πολιτική απομάκρυνσης και επαναπατρισμού, με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ενδιαφερομένων προσώπων (βλ., όσον αφορά την οδηγία 2008/115, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντιθέτως, επ’ ουδενί προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις των ως άνω οδηγιών ότι έχουν ως σκοπό να υποχρεώσουν τα κράτη μέλη να θεσπίσουν δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

25      Επιπλέον, όσον αφορά την οδηγία 2013/32, η υποχρέωση να είναι η προσφυγή αποτελεσματική συνδέεται ρητώς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, με τις «διαδικασίες άσκησης ένδικου [βοηθήματος] ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου». Στον βαθμό που επιβάλλει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, η υποχρέωση αυτή αφορά αποκλειστικώς τη διεξαγωγή της πρωτοβάθμιας ένδικης διαδικασίας. Ως εκ τούτου, η εν λόγω υποχρέωση δεν είναι δυνατόν, υπό το πρίσμα του σκοπού της οδηγίας 2013/32, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη τη θέσπιση δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας ή την πρόβλεψη συγκεκριμένου τρόπου διεξαγωγής της δευτεροβάθμιας διαδικασίας.

26      Επομένως, μολονότι, όπως επιβεβαιώνει η λέξη «τουλάχιστον» στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 σε σχέση με τις απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας, το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέψουν δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας για τις προσφυγές κατά των απορριπτικών αποφάσεων επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας και κατά των αποφάσεων περί επιστροφής, οι οδηγίες 2013/32 και 2008/115 δεν περιέχουν κανέναν κανόνα σχετικά με τη θέσπιση και τη ρύθμιση ενός τέτοιου βαθμού δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 41 των προτάσεών του, δεν συνάγεται ούτε από το γράμμα ούτε από την όλη οικονομία ούτε από τον σκοπό των οδηγιών αυτών ότι, όταν κράτος μέλος προβλέπει δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας σε υποθέσεις σχετικές με τέτοιες αποφάσεις, θα πρέπει οπωσδήποτε η διαδικασία της έφεσης την οποία αυτό καθιερώνει να συνεπάγεται αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα υπέρ του αιτούντος.

[…]

30      Πάντως, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ούτε το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 και το άρθρο 13 της οδηγίας 2008/115 ούτε το άρθρο 47 του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με τις εγγυήσεις που παρέχονται από το άρθρο 18 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, επιβάλλουν την ύπαρξη δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Πράγματι, σημαντική είναι μόνον η ύπαρξη δυνατότητας προσφυγής ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 28ης Ιουλίου 2011, Samba Diouf, C-69/10, EU:C:2011:524, σκέψη 69, και της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 57).

32      Όπως όμως προκύπτει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ακόμη και ενόψει ισχυρισμού ότι η απέλαση του ενδιαφερομένου θα τον εκθέσει σε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, το άρθρο 13 της τελευταίας δεν επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη να θεσπίσουν δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ούτε να προσδώσουν, ενδεχομένως, στην έφεση αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του ΕΔΔΑ της 5ης Ιουλίου 2016, A.M. κατά Κάτω Χωρών, CE:ECHR:2016:0705JUD002909409, σκέψη 70).

33      Κατά συνέπεια, η προστασία που παρέχουν το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 και το άρθρο 13 της οδηγίας 2008/115, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό τόσο με το άρθρο 18 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, όσο και με το άρθρο 47 του Χάρτη, σε αιτούντα διεθνή προστασία, έναντι απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτησή του και του επιβάλλεται υποχρέωση επιστροφής, περιορίζεται στην ύπαρξη ενός και μόνον ένδικου βοηθήματος.».

 

Τα όσα λέχθηκαν στην XY v. The Netherlands C-180/17 κρίνονται καθοδηγητικά ως προς την κατάληξή μου επί της παρούσας αίτηση.  Σε κάθε περίπτωση, τα πραγματικά περιστατικά και οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας στην παρούσα αίτηση, δεν έχουν διαφοροποιηθεί σε σχέση με τα όσα ήδη εξετάσθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο και δεν έχουν προκύψει ούτε προβληθεί άλλα ή/και νέα στοιχεία ή ισχυρισμοί, τα οποία πιθανόν να συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την έγκριση της παρούσας αίτησης. Από τα δεδομένα που έχω ενώπιόν μου, δεν προκύπτουν εξαιρετικές περιστάσεις ή και άλλα ζητήματα που δεν ετέθησαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου [βλ. Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατίας ((1991) 4 Α.Α.Δ, 2321, απόφαση που υιοθετήθηκε και από την Ολομέλεια στην υπόθεση Ορφανίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας ((1992) 3 Α.Α.Δ 44][2], πέραν της επανάληψης των ισχυρισμών που προέβαλε η Αιτήτρια τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι, αν η παρούσα αίτηση απορριφθεί και επιστραφεί στη χώρα καταγωγής της, ενδέχεται να αντιμετωπίσει κίνδυνο επαναπροώθησης, βάσει των όσων ανέφερε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της.

Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας εξετάστηκαν διεξοδικά σε πρώτο βαθμό, με αναφορά στη νομολογία, καθώς και μέσω σχετικής έρευνας από πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της. Στο πλαίσιο αυτής της εξέτασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης και αιτιολόγησε την απόφασή του παραθέτοντας τους σχετικούς λόγους.

Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας δια της γραπτής τη αγόρευσης ότι προκύπτει εκ πρώτης όψεως καλή υπόθεση στην έφεσή της επισημαίνω ότι κατά πάγια νομολογία, οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις καθότι μόνον όπου μπορεί να υπάρξει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της Έφεσης, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147). Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, διαπιστώνω ότι το αποτέλεσμα της εκκρεμούς Έφεσης δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια. Ως εκ τούτου, αυτός ο παράγοντας δεν αποκτά ουσιαστική βαρύτητα στην άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας.

Όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσο η Αιτήτρια στερείται του αντικειμένου και της αποτελεσματικότητας της προσφυγής της, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται άνευ περιεχομένου λόγω της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης επιστροφής  πριν την έκδοση απόφασης επί της έφεσης, φρονώ ότι ούτε αυτός ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ευσταθεί. Αυτό διότι δεν παρεμποδίζεται ταυτόχρονα να αμφισβητεί δια εφέσεως την πρωτόδικη απόφαση (βλ. Συνεκδικαζόμενες Εφέσεις Αρ. 2/2016 & 7/2016, Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ν. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κ.α., ημερομηνίας 3.3.2017).

Ως λέχθηκε εξάλλου στις Συνεκδικαζόμενες Εφέσεις Αρ. 2/2016 & 7/2016, Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ν. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κ.α., ημερ. 3.3.2017 «Η Διοίκηση είχε υποχρέωση συμμόρφωσης με την πρωτόδικη απόφαση μέχρι την τυχόν ανατροπή της. Τέτοια συμμόρφωση δεν δημιουργεί κώλυμα, στη Διοίκηση, να αμφισβητήσει την ορθότητα της απόφασης ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές από τα ενώπιον μας στοιχεία, ότι η συμμόρφωση έγινε όχι επειδή η Διοίκηση συμφωνούσε με την ορθότητα της απόφασης, αλλά για λόγους σεβασμού προς τις αποφάσεις των Δικαστηρίων».

Παράλληλα θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Νόμος περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου του 2015 (Ν. 131(Ι)/2015) έχει τροποποιηθεί (βλ. σχετική αναφορά στην υπόθεση M.A. v Cyprus, αριθμός αίτησης 41872/10, ημερομηνία 23/07/2013) ώστε να διασφαλίζεται ότι οι Αιτητές που προσφεύγουν κατά διοικητικής απόφασης απομάκρυνσης, απέλασης ή επιστροφής έχουν δικαίωμα όχι μόνο σε πραγματική, αλλά και σε αποτελεσματική προσφυγή. Αυτό σημαίνει ότι η προσφυγή αποκτά ανασταλτικό χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλιστεί πως η απόφαση επιστροφής ή απέλασης δεν θα εκτελεστεί προτού η αρμόδια αρχή εξετάσει την αιτίαση για παραβίαση του άρθρου 5 της Οδηγίας 2008/115, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο αυτό απαγορεύει τα βασανιστήρια, την απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση, αντίστοιχα με το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (Βλ. σχετικές προς τα πιο πάνω και αποφάσεις του ΔΕΕ στις  C-562/13, Abdiba ημερ. 18/12/2014 σκέψεις 45,50,51 και 52 αλλά και C-181/16, Sadikou Gnandi ημερ, 19/06/2018 σκέψεις 55-60).

Όπως έχει εξάλλου αναφερθεί  και στην πρόσφατη απόφαση του εφετείου στην Υπόθεση             HENRIA TCHABON TCHIOUNDJE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ YΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 152/2023, 14/1/2025 «Ως προς την εκτέλεση απόφασης (της Υπηρεσίας Ασύλου, εν          προκειμένω) για απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας δεν έχει   αφ' εαυτής ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του αιτητή από τη  Δημοκρατία και είναι έτσι καταρχήν συμβατή με την Αρχή της μη  επαναπροώθησης και το προρρηθέν Άρθρο 47 του Χάρτη των   Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση ΔΕΕ ημερ. 19.6.2018 στην Υπόθεση C-181/16 Gnandi, σκέψη 55), αφού η απομάκρυνσή του υλοποιείται με μεταγενέστερη διοικητική πράξη, ήτοι το διάταγμα απέλασης/απόφασης επιστροφής.

Επομένως, η Αιτήτρια δεν θα στερηθεί αποτελεσματικού ένδικου μέσου σε περίπτωση που οι Καθ’ων ενδεχομένως προχωρήσουν σε μετέπειτα ενέργειες προς εκτέλεση της απόφασης επιστροφής. 

Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, καταλήγω ότι δεν έχει τεκμηριωθεί κάποιο στοιχείο που να χαρακτηρίζεται ως εξαιρετικό, είτε όσον αφορά τις δυσχέρειες αποκατάστασης της προηγούμενης κατάστασης σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, είτε ως προς το ενδεχόμενο ότι η απόρριψη της αιτούμενης αναστολής θα οδηγούσε στην πλήρη αποδυνάμωση του αποτελέσματος της έφεσης, εφόσον αυτή ευδοκιμήσει.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα, καταλήγω ότι δεν έχω πειστεί πως πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

Για όλους τους λόγους, οι οποίοι έχουν προαναφερθεί, η παρούσα αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα  €600 πλέον Φ.Π.Α υπέρ της  Καθ' ης η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Π



[1] Κ. Παρασκευά, Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σ. 374

[2]  ΒΛ. επίσης KOΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ v. ΤΥΡΙΜΟΣ κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 87/2019, 9/6/2021 λέχθηκε ότι για να εγκριθεί αίτημα αναστολής θα πρέπει να καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να το δικαιολογούν. Ομοίως στην Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 44 το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι «η αναστολή […] παρέχεται μόνο εφόσο συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που τη δικαιολογούν.». Η εναπόθεση του βάρους απόδειξης των εξαιρετικών περιστάσεων στον αιτητή επιβεβαιώνεται στη Musarri & Anor v Director of Public Prosecutions & Ors [2002] WASCA 28.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο