
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
05 Φεβρουαρίου 2025
[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
H. U. N.
Αιτητής
-και-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
....................
Γ. Καρατσιολή (κα) για Νίκος Α. Λοίζου (κ) & Χρίστος Γ. Χριστούδιας (κ), Δικηγόροι για Αιτητή
Α. Φιλίππου (κ) για Μ. Φιλίππου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 12/08/2023, η οποία του γνωστοποιήθηκε στις 27/09/2023 και με την οποία το αίτημά του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής αναφερόμενος ως «Δ.Φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινίσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 04/01/2022 και παρέλαβε βεβαίωση παραλαβής αυτής τη ιδία ημέρα. Στις 07/08/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και αυθημερόν ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 12/08/2023. Στις 11/09/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον ίδιο στις 27/09/2023. Εναντίον της τελευταίας αυτής απόφασης καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Με την ίδια γενικότητα και αοριστία προβάλλει αρκετούς λόγους ακύρωσης και δια μέσου της γραπτής του αγόρευσης, όπου στην ουσία αναπαραγάγει και επαναλαμβάνει επιγραμματικώς τους λόγους ακύρωσης που προωθεί δια μέσου του εισαγωγικού δικόγραφού της προσφυγής. Σημειώνεται ότι κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων στις 31/10/2024 η πλευρά του Αιτητή προχώρησε και απέσυρε όλους τους λόγους ακύρωσης πέραν αυτούς που αφορούν την έλλειψη δέουσας έρευνας.
Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή έχει ληφθεί σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητού θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ’ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους ισχυρισμούς του και ως εκ τούτου απορρίπτονται ως γενικοί και απαράδεκτοι.
Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένος επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε αιτητή (στο πλαίσιο πάντα του πλαισίου που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).
Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών, η παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). Εν προκειμένω παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας,
Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]
Προχωρώντας θα εξετάσω τον γενικό ισχυρισμό που προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας.
Αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικος από την Νιγηρία. Στην αίτησή του κατέγραψε ως λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα του ότι ο θείος του και η παρέα του σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν λόγω της άρνησή του να μυηθεί στη μυστική οργάνωση τους (Βλ. ερ. 1 δ.φ.)
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής του την περιοχή Umuozu, στη πόλη Orlu στην πολιτεία Imo. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι ανύπαντρος και στη Νιγηρία διαμένει η μητέρα του, ο αδελφός του αλλά και οι δύο αδελφές του. Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής δήλωσε ότι είχε ολοκληρώσει το πανεπιστήμιο στην πολιτεία Imo όπου και σπούδασε «Διαχείριση Φιλοξενίας και Τουρισμού» από το 2011 μέχρι το 2015. Κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του ο Αιτητής δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του επειδή η ζωή μου κινδύνευε εξαιτίας του θείου μου. Ο θείος του ήθελε να τον εντάξει στην αίρεσή του, όπου θα έπρεπε να διαπράττει δολοφονίες, να προμηθεύει ανθρώπινα μέλη και να τα εμπορεύεται. Όταν εκείνος αρνήθηκε, ο θείος του εξοργίστηκε και άρχισε να τον απειλεί, ενώ συνεχίζει να δέχεται απειλές μέχρι και σήμερα.
Σε μεταγενέστερες διερευνητικές ερωτήσεις, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο θείος του τον προσέγγισε το 2020 σχετικά με τις δραστηριότητες αυτής της αιρετικής ομάδας. Ο Αιτητής αρνήθηκε να ενταχθεί αμέσως, ενημερώνοντας τον θείο του ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει σε δολοφονίες. (βλ. ερ.17. δ.φ.). Ερωτηθείς πότε και πώς τον προσέγγισε ο θείος του, ο Αιτητής απάντησε ότι η προσέγγιση δεν σταμάτησε ποτέ. Ο θείος του επικοινώνησε μαζί του για να συναντηθούν, πράγμα που συνέβη, και στη συνέχεια έστειλε κάποια μέλη της αίρεσης να τον προσεγγίσουν και να του μιλήσουν. Όταν ρωτήθηκε τι γνωρίζει για την αιρετική/λατρευτική οργάνωση, ο Αιτητής απάντησε ότι τα μέλη της σκοτώνουν και απαγάγουν ανθρώπους για χρήματα, καθώς και ότι εμπορεύονται ανθρώπινα μέλη στη μαύρη αγορά (βλ. ερ. 16 δ.φ.). Σε ερώτηση σχετικά με την τελευταία φορά που επικοινώνησε μαζί του ο θείος του, ο Αιτητής απάντησε ότι αυτό συνέβη το 2021. Τότε, ο θείος του, δυσαρεστημένος με την άρνησή του, συνέχισε να προσπαθεί να τον εντάξει στην αίρεση. Όταν ρωτήθηκε για τη μορφή των απειλών, ο Αιτητής απάντησε ότι ήταν προφορικές, αλλά η πίεση ήταν έντονη, γεγονός που τον ανάγκασε να φύγει (βλ. ερ. 16 δ.φ.). Σχετικά με τις επόμενες ενέργειές του, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετέβη στην πόλη Abuja, όπου διέμεινε για 5-6 μήνες. Στη συνέχεια, αφού διευθέτησε τα απαραίτητα έγγραφα, εγκατέλειψε τη Νιγηρία (βλ. ερ. 16 δ.φ.). Τέλος, ερωτηθείς για τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τον σκοτώσουν.
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο πρώτος σε σχέση με την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και το προφίλ του και ο δεύτερος αναφορικά με τον φόβο δίωξης του Αιτητή από τον θείο του ώστε να τον μυήσει στη μυστικιστική κοινότητα που ήταν μέλος και ο ίδιος.
Ως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, έγινε αποδεκτός ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός, ήτοι ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας με τόπο καταγωγής την περιοχή Umuozu στη πόλη Orlu στην πολιτεία Imo. δεύτερος ωστόσο ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός, καθότι οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίστηκαν ως μη ευλογοφανείς και κρίθηκαν ασαφείς και ασυνεπείς. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε στην εισήγησή του ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες για την μυστικιστική ομάδα στην οποία έγινε μέλος. O λειτουργός επίσης κατέγραψε ότι οι ισχυρισμοί του περί φόβου δίωξης είναι επιπόλαιοι και ανεδαφικοί αφού παρόλο που όπως είχε αναφέρει τον είχαν πλησιάσει επανειλημμένα πέραν από τις λεκτικές απειλές που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε κανένας δεν του είχε προκαλέσει οποιαδήποτε δυσμενή δίωξή, γεγονός που ενισχύεται από τη δήλωση του ότι συνέχιζε να διαμένει στην ίδια περιοχή παρόλο τις απειλές που δεχόταν κατά της ζωής του αναφέροντας μόνο ότι η πίεση ήταν μεγάλη. Σημειώνοντας παράλληλα ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του (βλ. ερ. 18. δ.φ.).
Ακολούθως, σε σχέση με τον μοναδικό αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και την περιοχή καταγωγής του Αιτητή, κατά την αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε, επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή και αξιολογώντας την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του, σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης, άμα την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.
Ακολούθως, κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει αρχικά ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή, το προφίλ του και την αξιολόγηση κινδύνου, διαφάνηκε ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 19 για την αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, σε συνδυασμό και με τις πληροφορίες αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Abia της Νιγηρίας, ήτοι στην περιοχή καταγωγής του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη και τα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός εισηγήθηκε όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή και ως προς τη συμπληρωματική προστασία.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, για τους λόγους που αναλύονται στην εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι ορθά κρίθηκε αξιόπιστος και έγινε αποδεκτός ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή, ευρήματα για τα οποία το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης.
Περαιτέρω, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός δεν έκανε αποδεκτό τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί φόβου δίωξης του Αιτητή από τον θείο του ώστε να τον μυήσει στην μυστικιστική οργάνωση. Όπως καταγράφεται αναλυτικά στην εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, ο Αιτητής απάντησε με γενικό, αόριστο και μη ευλογοφανή τρόπο σχετικά με τον θείο του και την ομάδα από την οποία ισχυρίζεται ότι διώκεται. Όταν κλήθηκε να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες για την εν λόγω οργάνωση και τις απειλές που είχε δεχθεί, οι ισχυρισμοί του χαρακτηρίζονταν από επιπόλαιες και ελλιπείς απαντήσεις, γεγονός που πλήττει την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του. Επιπλέον, όταν ρωτήθηκε εάν του συνέβη κάτι πέρα από τις προφορικές απειλές του θείου του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, υποβαθμίζοντας έτσι την πρόθεση του θείου του να του προκαλέσει οποιαδήποτε σοβαρή βλάβη, πέρα από επικοινωνιακές απειλές για την ένταξή του στη συγκεκριμένη μυστικιστική οργάνωση. Ως κατέγραψε ο λειτουργός, από τα λεγόμενα του Αιτητή παρατηρείται μη ευλογοφάνεια και ασάφεια ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του. Ακόμη, οι ισχυρισμοί του Αιτητή έρχονται σε αντίθεση με τα ταξιδιωτικά του έγγραφα. Ο Αιτητής αρχικά ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που είχε εκδώσει το διαβατήριο του ήταν εξαιτίας των απειλών που δεχόταν και επιθυμούσε όπως εγκαταλείψει τη χώρα του. Ωστόσο η ημερομηνία έκδοσης του διαβατηρίου του ήταν στις 16/08/2017 σχεδόν τρία χρόνια νωρίτερα από την ημερομηνία που ανέφερε ότι είχαν αρχίσει οι απειλές από τον θείο του. Σε αυτή την σοβαρή αντίφαση ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει οποιεσδήποτε εξηγήσεις.
Ο Αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών, επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 16 και το άρθρο 18 παράγραφος 5 του Περί Προσφύγων Νόμου. Συγκεκριμένα το πρόσωπο που αιτείται διεθνούς προστασίας υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, να δώσει στην Υπηρεσία Ασύλου λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το άτομο του και το παρελθόν του και γενικά να βοηθήσει με τον καλύτερο τρόπο την Υπηρεσία Ασύλου για τη διαπίστωση των γεγονότων της υπόθεσής του, ενώ εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. (βλ. 1214/2017 B.H. από Μπαγκλαντές και Κυπριακή Δημοκρατία μεσώ Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερ. 30/09/2019).
Άρα εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[2]. Ωστόσο δεν συνεπάγεται υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο αιτών.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»»).
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου οι Καθ’ ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάσει αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξής του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αοριστιών, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[3]. Παράλληλα, οι Καθ’ ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής εύλογα παρατηρούνται γενικολογίες και έλλειψη ευλογοφάνειας στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του Αιτητή στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.
Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ανωτέρω ουσιωδών ισχυρισμών που άπτονται του πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή . Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η Αίτηση καταγράφουν ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την ανάλυση των δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Για λόγους πληρότητας το Δικαστήριο προέβη σε δική του έρευνα αναφορικά με τις τελετουργίες που λαμβάνουν χώρα στη Νιγηρία με τα ακόλουθα ευρήματα:
Οι τελετουργικές δολοφονίες είναι η πράξη της εξωδικαστικής δολοφονίας ανθρώπινων όντων με σκοπό την επίτευξη στόχων στη ζωή, όπως η απόκτηση χρημάτων, ή η επίτευξη επιπλέον ανάπτυξης σε επιχειρήσεις, τράπεζες, εκκλησίες, πολιτική εξουσία, καθώς και προσωπική πνευματική δύναμη. Από την άλλη πλευρά, η ανθρωποθυσία είναι η προσφορά ανθρώπινων όντων σε υπερβατικές δυνάμεις, όπως οι θεότητες, με σκοπό είτε την εξιλέωση για αμαρτίες είτε την αναζήτηση προστασίας ή σχετικής εύνοιας. Η ανθρωποθυσία έχει τις ρίζες της στην αφρικανική παράδοση και ασκείται νόμιμα στο χώρο και το χρόνο της προ-αποικιακής αφρικανικής κοινωνίας, ενώ οι τελετουργικές δολοφονίες φαίνεται να είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο που έχει τις ρίζες του στη σύγχρονη αναζήτηση υπέρμετρου πλούτου και επιρροής. Πηγές αναφέρουν ότι οι τελετουργικές δολοφονίες πραγματοποιούνται στη Νιγηρία για τη συγκομιδή ανθρώπινων μελών του σώματος, κατόπιν αιτήματος των επαγγελματιών του βουντού, για φίλτρα, φυλαχτά και άλλες ανάγκες φετίχ για την πρακτική της τελετουργικής θυσίας με την πεποίθηση ότι η θυσία θα φέρει χρήματα στους δράστες. Αναφορικά με τη γεωγραφική κατανομή των τελετουργικών δολοφονιών, οι πηγές αναφέρουν ότι είναι πιο διαδεδομένες στις νότιες περιοχές της χώρας και ως προς τις εμπλεκόμενες εθνοτικές ομάδες, αναφέρεται ότι ποικίλλει και ότι στο νότο, οι δράστες είναι κυρίως Yoruba ή Igbo.
Σχετικά με την ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία, αναφέρεται ότι ακόμη κι αν εξακολουθούν να υπάρχουν κενά στο σύστημα, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβάλουν τον ποινικό κώδικα προκειμένου να τιμωρούνται οι τελετουργικές δολοφονίες και οι συναφείς πρακτικές, όπως οι ανθρωποθυσίες, οι juju και η μαγεία. Η κυβέρνηση της Νιγηρίας σε ομοσπονδιακό επίπεδο και σε ορισμένες πολιτείες ανταποκρίθηκε σε αυτή την απειλή (των απαγωγών για τελετουργικούς σκοπούς) με ποινικοποίηση μέσω νομοθετικών διατάξεων και γενική αστυνόμευση. Έχει καταγραφεί μια σειρά συλλήψεων και δικών ύποπτων τελετουργιών και συνεργαζόμενων συνδικάτων απαγωγών. Η αστυνομία παραμένει ωστόσο αδύναμη όσον αφορά την ικανότητα αντιμετώπισης καταστάσεων σε πραγματικό χρόνο, η οποία είναι πολύ σημαντική για την αποτροπή ή την αντιμετώπιση της απειλής. Υπήρξε μικρή δέσμευση για τη διερεύνηση των περιστατικών, την αναζήτηση και τη διάσωση των θυμάτων ή την υιοθέτηση μιας προληπτικής αστυνόμευσης, η οποία περιλαμβάνει την αναζήτηση και την καταστροφή των καταφυγίων των τελετουργιών και των συνδικάτων απαγωγών στη Νιγηρία. Τον Ιανουάριο του 2018 η αστυνομία της Νιγηρίας εγκαινίασε την τη Διμοιρία 63 (Squadron 63), η οποία είναι εξοπλισμένη με δεκάδες αστυνομικούς στην περιοχή Ikorodu στην πολιτεία Lagos. Ωστόσο, σε άρθρο της Vanguard, διαφαίνεται πως οι πολίτες είχαν χάσει την πίστη τους στην ικανότητα της αστυνομίας να εντοπίζει και να τιμωρεί τους τελετουργικούς δολοφόνους, γεγονός που οδήγησε σε αύξηση του λιντσαρίσματος υπόπτων, ώστε οι πολίτες να απονέμουν οι ίδιοι δικαιοσύνη. Οι αρχές δημιούργησαν ένα άλλο πρόσθετο επίπεδο ασφαλείας (το Δίκτυο Ασφαλείας της Δυτικής Νιγηρίας) που βρίσκεται πιο κοντά στον πληθυσμό για να συμπληρώσει τις προσπάθειες που καταβάλλει η αστυνομία σε ζώνες όπου έχουν σημειωθεί αρκετές τελετουργικές δολοφονίες, δημιουργώντας ένα παρατηρητήριο γειτονιάς που συνεργάζεται με ομάδες επαγρύπνησης που οργανώνονται από τις τοπικές κοινότητες. Όσον αφορά την κρατική προστασία, αναφέρεται επίσης ότι δεν υπάρχει ειδική προστασία ή νομικό πλαίσιο κατά των τελετουργικών δολοφονιών. Η πράξη αντιμετωπίζεται ως ποινική υπόθεση όπως, θα αντιμετωπιζόταν και ένας φόνος. Συχνά οι δράστες του εγκλήματος έχουν περισσότερες πιθανότητες να μείνουν ατιμώρητοι λόγω της πιθανής παρέμβασης ισχυρών προσωπικοτήτων που μπορεί να εμπλακούν αν χρησιμοποιηθούν οι δέουσες νομικές διαδικασίες. [4]
Όπως προκύπτει από όσα εκτέθηκαν πιο πάνω, οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται από ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών. Ο Αιτητής δεν μπόρεσε να παραθέσει συγκεκριμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες ως προς την ομάδα στην οποία ανήκε ο θείος του ούτε κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης εξαιτίας αυτού και επομένως δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Ως εκ τούτου, στη βάση των ισχυρισμών του Αιτητή δεν προκύπτει οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης ενώ ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο. Οι πληροφορίες που έδωσε ο Αιτητής σχετικά με τον λόγο και τις συνθήκες υπό τις οποίες απειλήθηκε ήταν πολύ γενικές και ανεπαρκείς, αναφέρθηκε μόνο σε προφορικές απειλές, ενώ δεν υπήρξε οποιοδήποτε άλλο περιστατικό βάσει του οποίου να τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος δίωξης. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι ο Αιτητής δεν αποτάθηκε για προστασία στις αστυνομικές αρχές της χώρας του, καθότι όπως διαφάνηκε από τα ευρήματα της έρευνας πιο πάνω, οι αστυνομικές αρχές της χώρας του θα μπορούσαν να παρέχουν προστασία σε τέτοιες περιπτώσεις.
Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και άρθρο 2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το άρθρο 3Γ του Νόμου και αντίστοιχα άρθρο 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».
Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα άρθρα 3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα άρθρα 3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. άρθρα 4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.
Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κάνει αποδεκτούς τους ισχυρισμούς αναφορικά με την ταυτότητα και χώρα καταγωγής του Αιτητή, και ορθά απορρίπτει τους ισχυρισμούς περί δίωξης υπό μορφή απειλών από μέλη μυστικής αδελφότητας, Συνεπακόλουθα και λαμβανομένου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγιναν αποδεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση του Αιτητή. Ούτε ο Αιτητής παρουσίασε περαιτέρω στοιχεία ή και μαρτυρία για να καλύψει τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση ως εκ τούτου οι εν λόγω αντιφάσεις παραμένουν και η κρίση της διοίκησης λαμβάνεται ως ορθή από το Δικαστήριο. (F.E.E. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου Υποθ. Αριθ. 2407/22 ημερ. 21/02/2023) Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν είναι ικανά ώστε να εντάξουν τον Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).
Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].
Ως προς την γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφέρουν πως η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας -η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, τον Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης.[5] Ωστόσο, οι συγκεκριμένες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις δεν επεκτείνονται στον τόπο καταγωγής του Αιτητή ή στην Abuja όπου θα μπορούσε δυνητικά να επιστρέψει, καθότι εκεί διαμένουν οι γονείς και κάποια από τα αδέλφια του.
Σχετικά με την πολιτεία Imo, τόπο καταγωγής του Αιτητή, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά την περίοδο 27/01/2024 - 24/01/2025 σημειώθηκαν συνολικά 125 περιστατικά ασφαλείας με 187 (καταγεγραμμένες) απώλειες ανθρώπινων ζωών. Τα 125 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 4 ταραχές (riots), 57 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (explosions/remote violence), 17 διαμαρτυρίες (protests), 35 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 187 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 41 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 126 ανθρώπινες απώλειες και 56 θανάτους από βία κατά πολιτών[6]. Σημειώνεται ότι στην πόλη Orlu στην πολιτεία Imo όπου αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής καταγράφηκε 1 περιστατικό βίας κατά των πολιτών κατά την περίοδο 27/01/2024 - 24/01/2025 με αποτέλεσμα 3 θανάτους Σημειώνεται πως ο πληθυσμός της πολιτείας Imo για το 2022 εκτιμήθηκε στους 5,459,300 κατοίκους.[7]
Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη απόφαση 901/19 του ΔΕΕ (CF & DN Judgement) αναφορικά με το άρθρο 15γ της Οδηγίας 2011/95 «το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία, όταν ένας άμαχος δεν αποτελεί ειδικά στοχοποιημένο πρόσωπο λόγω ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων, η διαπίστωση σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή το πρόσωπο του εν λόγω πολίτη λόγω "αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις ... ένοπλης συγκρούσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η αναλογία μεταξύ του αριθμού των θυμάτων στη σχετική περιοχή και του συνολικού αριθμού των ατόμων που απαρτίζουν τον πληθυσμό της περιοχής αυτής αγγίζει ένα καθορισμένο όριο» (σκέψη 37).
Περαιτέρω έκρινε ότι «το άρθρο 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται "σοβαρή και ατομική απειλή", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως εκείνων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτητή» (σκέψη 45). «Ως επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ληφθούν υπ' όψιν προτείνονται τα εξής: η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκόμενων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς και άλλα όπως η γεωγραφική έκταση της περιοχής όπου εκδηλώνεται αδιάκριτη βία, ο πραγματικός προορισμός του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη σχετική χώρα ή περιοχή και οι δυνητικά στοχευμένες επιθέσεις κατά αμάχων που πραγματοποιούνται από τα μέρη της σύγκρουσης» (βλ. σκέψη 43).
Στη βάση των στοιχειών που προτείνονται από την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ ως συναφή κατά την αξιολόγηση του κινδύνου έκθεσης κάποιου αιτητή σε σοβαρή βλάβη στα πλαίσια βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης παρατηρώ ότι και παρά τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν, η κατάσταση που επικρατεί τόσο στην πολιτεία Imo δεν έχει χαρακτηριστεί ως εσωτερική ή διεθνής ένοπλη σύρραξη και, συνεπώς, σε περίπτωση επιστροφής του ο Αιτητής δε θα κινδυνεύσει από βία ασκούμενη αδιακρίτως.
Ενόψει των ανωτέρω και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).
Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός για τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την Κ.Δ.Π. 191/2024 καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή, η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1200 υπέρ των Καθ' ων η Aίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.
[2] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[3] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[4] Immigration and Refugee Board of Canada (IRB), NGA200791.FE, Nigeria: Prevalence of ritual killing and human sacrifice; state protection (2019–October 2021), 4 November 2021
https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458479
[5] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, τελευταία ενημέρωση 2 Μαρτίου 2023
https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria
[6] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project
https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN: Imo)
[7] City Population – Imo State
Nigeria: States & Cities - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Web Information
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο