C.M.O. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4202/23, 10/2/2025
print
Τίτλος:
C.M.O. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4202/23, 10/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 4202/23

 

10 Φεβρουαρίου 2025

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C.M.O., από τη Νιγηρία

Αιτητής

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

  ....................

 

 

Μ. Μαυρονικόλας (κος) για Αλ Ταχερ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. (κο), Δικηγόροι για τον Αιτητή

Λ.Βελίκοβα  (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση

Ο Αιτητής είναι παρόν.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται: Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 8.8.2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 11.9.2023 και με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτηση ημερομηνίας 13.4.2022 του Αιτητή για διεθνή προστασία, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 13/04/2022, παραλαμβάνοντας στις 13/04/2022 τη σχετική βεβαίωση υποβολής του εν λόγω αιτήματός του. Στις 01/08/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 08/08/2023 Λειτουργός της Ε.Υ.Α.Α. συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη (interview) του Αιτητή. Στην συνέχεια, ήτοι στις 08/08/2023, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 11/09/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον ίδιο στις 11/09/2023. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής, δια μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως. Επί της γραπτής της αγόρευσης επικεντρώνεται στους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς να διεξαχθεί δέουσα έρευνα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τελώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα, αλλά και ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής ή/ και νόμιμης διαδικασίας. Σημειώνετε ότι ο συνήγορος του Αιτητή κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων στις 29/01/2025 απέσυρε όλους τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης πέραν από αυτόν που αφορά την έλλειψη δέουσας έρευνας.

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η Αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας και της κανονικότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι το αίτημα ασύλου εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από τον νόμο διαδικασίας και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου. Περαιτέρω, οι Καθ΄ ων η Αίτηση υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που ο Αιτητής είχε θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της Διοίκησης. Τέλος, υποβάλλουν ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι στο πρόσωπο του Αιτητή δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που να δικαιολογούν φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και τον περί Προσφύγων Νόμο (Ν. 6(Ι)/2000), ούτως ώστε να του παρασχεθεί το καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ή να αναγνωριστεί σε αυτόν το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί αυτός σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση του εναπομείναντα λογού ακύρωσης ήτοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc). Επομένως, προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση(Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345) JAMALKAROUV Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αρ. 128/2008 ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η Αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

Στην αίτησή του για διεθνή προστασία ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή υπάρχει μια ομάδα αιρετικών (cultist) η οποία επιθυμεί όπως  τον εντάξει στις τάξεις της, επιθυμία  την οποία αρνήθηκε λόγω του οικογενειακού μου περιβάλλοντος, στη συνέχεια άρχισαν να με απειλούν ότι θα τον σκοτώσουν εξαιτίας της άρνησής του. Για αυτόν τον λόγο, ήρθε στην Κύπρο για να ζητήσει άσυλο και να διασφαλίσει την ασφάλειά του.( βλ. ερ.2 δ.φ.).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Νιγηρίας, αναφέροντας ως περιοχή καταγωγής και διαμονής του, το Asada της πολιτεία Delta της Νιγηρίας, όπου και διέμενε μέχρι να φύγει από τη χώρα του (βλ. ερ. 36 δ.φ.). Επιπλέον ανέφερε ότι είναι ελεύθερος, Χριστιανός ως προς το θρήσκευμα και ομιλεί Αγγλικά όπως επίσης και τη διάλεκτο Igbo (βλ. ερ. 41 δ.φ.). Ως προς το εκπαιδευτικό και εργασιακό του υπόβαθρο, ανέφερε ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το 2015, ενώ εργαζόταν στο κατάστημα του αδελφού του και μέχρι που έφυγε από τη χώρα του, (βλ. ερ. 35 δ.φ.). Ως προς το οικογενειακό του περιβάλλον, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι άγαμος χωρίς τέκνα, ενώ στη Νιγηρία διαμένουν τα 6 του αδέλφια στις πολιτείες Anambra, Asaba και Enugu. (Βλ. ερ. 35 δ.φ.)

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του,  ότι υπάρχει μια ομάδα παιδιών κάποιας αίρεσης που θέλουν να τον εντάξουν στην αίρεση, πρόσκληση  την οποία αρνήθηκε. Επειδή δεν τους αποδέχτηκε, τον απείλησαν. Στη συνέχεια και λόγω αυτού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. (βλ. ερ. 34 δ.φ.). Σε σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων που κλήθηκε να απαντήσει, ο Αιτητής ανέφερε ότι εάν επιστρέψει στη Νιγηρία και τον εντοπίσουν θα συνεχίσουν οι απειλές και μπορεί να τον σκοτώσουν. (βλ. ερ. 34 δ.φ.). Ως δήλωσε ο ίδιος δεν γνωρίζει περαιτέρω πληροφορίες για την εν λόγω μυστική οργάνωση αλλά ούτε και το όνομα της το μόνο που γνωρίζει είναι ότι δεν του αρέσει ο τρόπος ζωής της οργάνωσης. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι προσπάθησαν στρατολογήσουν όταν τον είδαν με κάποιο φίλο του ο οποίος ανήκει στη εν λόγω μυστικιστική οργάνωση άρα υπέθεσαν ότι και ο ίδιος ήθελε να ενταχθεί. (βλ. ερ.33 δ.φ). Ως ο Αιτητής δήλωσε σε σχετική ερώτηση ως προς το πώς αρνήθηκε να ενταχθεί ο Αιτητής ανέφερε ότι απλά τους είπε όχι. Ως ο Αιτητής δήλωσε αναφορικά με τις απειλές που είχε δεχθεί ανέφερε ότι υπέστη ξυλοδαρμούς. Σε σχετική διευκρινιστική ερώτηση να παρέχει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τους εν λόγω ξυλοδαρμούς που υπέστη ο Αιτητής δήλωσε γενικά ότι μπορεί να απειλήσουν την οικογένεια του επειδή δεν επιθυμεί να ενταχθεί στη οργάνωση. Σε σχετική ερώτηση εάν συνέβηκε κάτι συγκεκριμένα στον ίδιο ή την οικογένεια του ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά. (βλ. ερ. 33 δ.φ.). Σε άλλη σχετική ερώτηση να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα και οδήγησαν στον ξυλοδαρμό του ο Αιτητής απάντησε ότι τον ξυλοκόπησαν αλλά δεν γνωρίζει περισσότερες πληροφορίες. (βλ. ερ. 32 δ.φ.). Ως ο Αιτητής δήλωσε ουδέποτε απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του πιστεύοντας ότι η αστυνομία δεν είναι σε θέση να του λύση το πρόβλημα. Σε άλλη σχετική ερώτηση κατά πόσο μπορεί η εν λόγω μυστικιστική οργάνωση να τον εντοπίσει εάν μετεγκατασταθεί σε άλλη μέρος της Νιγηρίας έξω από το Lagos και συγκεκριμένα στη Asaba πολιτεία Delta State όπου και διέμενε για τέσσερα χρόνια πριν την αναχώρηση του από την χώρα καταγωγής του ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά δηλώνοντας ωστόσο ότι δεν είχε αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προβλήματα κατά την παραμονή στην πόλη Asaba πολιτεία Delta State. (βλ. ερ. 31 δ.φ.)

Ακολούθως, η αρμόδια λειτουργός διέκρινε δυο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή (βλ. ερ. 69 δ.φ.).

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή, και έγινε αποδεκτός. Εν προκειμένω πρόκειται για υπήκοο της Νιγηρίας με τόπο συνήθους διαμονής την πολιτεία Delta State της Νιγηρίας. (βλ. ερ. 68 δ.φ.)

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά στον κατ’ ισχυρισμό φόβο δίωξης που επικαλέστηκε ο Αιτητής, από κάποια μέλει μιας μυστικιστικής οργάνωσης (Cult) οι οποίο τον απείλησαν και του επιτέθηκαν λόγω της άρνησης του να ενταχθεί στην εν λόγω οργάνωση. (βλ. ερ. 63-67 δ.φ.). Η αρμόδια λειτουργός προέβη σε αρκετές επισημάνσεις στο κομμάτι της εσωτερικής αξιοπιστίας (βλ. ερ. 66-67 δ.φ.), καταγράφοντας αρχικά ότι για αυτό το συγκεκριμένο μέρος του αιτήματός του, ο Αιτητής αδυνατούσε να παρέχει μια συνεκτική και περιεκτική προσωπική αφήγηση και αφετέρου να υποστηρίξει με πλήρη σαφήνεια και ευλογοφάνεια τη γενεσιουργό αιτία του πυρήνα του αιτήματός του. Ειδικότερα, σημείωσε ότι ο Αιτητής αδυνατούσε να παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες για την εν λόγω μυστικιστική οργάνωση απαντώντας γενικά και αόριστα ότι επρόκειτο για μια ομάδα (cult boys) χωρίς να γνωρίζει οποιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες για αυτούς. Ακόμη δε, δεν ήταν σε θέση ούτε να κατονομάσει ονομαστικά την εν λόγω οργάνωση. (βλ. ερ.33.δ.φ.) Θα αναμενόταν από τον ίδιο να παρέχει ολοκληρωμένες και συγκεκριμένες πληροφορίες εφόσον επικαλείται ότι κινδυνεύει η ζωή του από την εν λόγω μυστικιστική οργάνωση. Ούτε ήταν σε θέση ο Αιτητής να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τα γεγονότα που οδήγησαν και έλαβε πρόσκληση να ενταχθεί στην εν λόγω οργάνωση αναφέροντας γενικά και αόριστα ότι ήταν μέσω κάποιου φίλου του (βλ. ερ.33. δ.φ.), αλλά ούτε ήταν σε θέση να  δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τα γεγονότα που οδήγησαν τον Αιτητή να απορρίψει την εν λόγω πρόσκληση αναφέροντας γενικά ότι όταν κάποιος σου λέει να κάνεις κάτι το οποίο δεν θέλεις να κάνεις το μόνο που μπορείς να πεις είναι όχι. (βλ.ερ.33. δ.φ.). Κατ’ επανάληψη δε, ο Αιτητής αδυνατούσε να παρέχει ουσιαστικές και συγκεκριμένες πληροφορίες σε επισημάνσεις που του έγιναν, ενώ αναμενόταν από τον ίδιο να είναι σε θέση να παρέχει προσωπικές και περιεκτικές πληροφορίες για τους λόγους που έφυγε από τη χώρα του. Ερωτηθείς στη συνέχεια ως προς τις υποτιθέμενες απειλές που είχε δεχθεί από την εν λόγω οργάνωση, και πάλι απαντώντας γενικά και με υπεκφυγές ανέφερε ότι αυτές ελάμβαναν χώρα κάποτε και αφορούσαν ξυλοδαρμούς ενώ σε μετέπειτα διευκρινίστηκε ερώτηση ο Αιτητής αναίρεσε τα ως άνω αναφερθέντα λέγοντας ότι επρόκειτο για γενικές απειλές κατά της οικογένειας του λαμβανομένου ότι δεν επιθυμούσε να ενταχθεί. (βλ. ερ. 33) Τέλος δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια και λεπτομέρεια τις εν λόγω απειλές που είχε δεχθεί από την μυστικιστική οργάνωση αναφέροντας και ως ο ίδιος δήλωσε ότι δεν έχει άλλες πληροφορίες. (βλ. ερ 66 δ.φ.).

Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι τα λεγόμενα του Αιτητή είναι αβάσιμα και αναξιόπιστα, εφόσον ξεκάθαρα αδυνατούσε ο ίδιος να παρέχει ουσιαστικές και ικανοποιητικές πληροφορίες, ενώ προκύπτουν αντιφάσεις, ανακρίβειες και ασάφειες, συνεπώς, ο Αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει επαρκώς και με σαφήνεια τους ισχυρισμούς του όσον αφορά στη γενεσιουργό αιτία που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Συναφώς, κρίθηκε ότι στα λεγόμενα του Αιτητή διακρίνεται έντονα το στοιχείο της ασάφειας, της μη λογικής συνοχής και της έλλειψης ευλογοφάνειας, ενώ χαρακτηριστικά, στα λεγόμενά του, δεν εντοπίζεται ότι ο φόβος δίωξης του είναι αρκούντος σοβαρός ως προς τη φύση ή την επανάληψη του σε προσωπικό επίπεδο, αφού οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του είναι γενικευμένοι. Καταληκτικά, παρατηρήθηκε ότι δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες στον Αιτητή ώστε να υποστηρίζει τη γενεσιουργό αιτία του πυρήνα του αιτήματός του με αποτέλεσμα να μην κατορθώσει να το πράξει και να αδυνατεί να παρέχει περιεκτικές και ουσιαστικές πληροφορίες και να απαντήσει με σαφήνεια στα σχετικά ερωτήματα που του τέθηκαν, ενώ είναι εμφανές ότι στα λεγόμενά του δεν υπάρχει λογική συνοχή αφού διακρίνεται έντονα η έλλειψη αξιοπιστίας και ευλογοφάνειας, ειδικότερα, εφόσον αναμενόταν από τον Αιτητή να είναι σε θέση να υποστηρίξει με επάρκεια, σαφήνεια και αξιοπιστία τους ισχυρισμούς του. Τέλος, διαπιστώθηκε συναφώς, ότι ο Αιτητής ουδόλως συνέβαλε στην εξακρίβωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια, ως εκ τούτου, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή δεν τεκμηριώθηκε.

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, η αρμόδια λειτουργός σε σχετική έρευνα αναφορικά με τις οργανώσεις (cult) στη Νιγηρία και ειδικότερα προέβη σε εκτενείς και στοχευμένη έρευνα ως προς το ποιες οργανώσεις (cult) δραστηριοποιούνται στη Νιγηρία  την σύνθεση τους, τον τρόπο λειτουργίας τους, αλλά και τρόπους στρατολόγησης νέων μελών (βλ. ερ. 63-66 δ.φ.) καταλήγοντας ότι λόγω της έλλειψης εξειδίκευσης και λεπτομέρειας στα λεγόμενα του Αιτητή τόσο η εσωτερική αλλά και η εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με την φερόμενη δίωξη από κάποια μυστικιστική οργάνωση στη Νιγηρία  δεν τεκμηριώνεται ως εκ τούτου ο δεύτερος ουσιαστικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με την ταυτότητα, τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ και τη χώρα και τόπο καταγωγής του Αιτητή, οι Καθ’ ων η Αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην πολιτεία Delta της Νιγηρίας, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. ερ. 62 δ.φ.). Σχετικώς, οι Καθ’ ων η Αίτηση διεξήγαγαν έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και παρέθεσαν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας, συγκεκριμένα στον τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή στη χώρα του, ήτοι την πολιτεία Delta της Νιγηρίας, όπου από τις εν λόγω διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι δεν υφίσταντο συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας (βλ. ερ. 62 δ.φ.). Επιπλέον, λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ότι δηλαδή πρόκειται για υγιή ενήλικα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, ο οποίος έχει λάβει στοιχειώδη μόρφωση στη χώρα καταγωγής του και δεν παρουσιάζει στοιχεία ευαλωτότητας.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η Αίτηση κατέληξαν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, δυνάμει του άρθρου 15(β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (που αντιστοιχεί στο άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέληξαν επίσης ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του (εφόσον από πληροφορίες που παραθέτουν από εξωτερικές πηγές σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας, συγκεκριμένα την πολιτεία Delta της Νιγηρίας, όπου αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής, διαπιστώθηκε ότι δεν υφίσταντο συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης – βλ. ερ. 60- 61 δ.φ.) και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και τα όσα προέβαλε ο εκπρόσωπος της συνηγόρου του Αιτητή κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο φέρει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/EE, αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο της EASO με τίτλο «Δικαστική Ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (2018)», αναφέρεται στη σελ.98, ενότητα 4.5.3 ότι: «Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του πιο πάνω εγχειριδίου, αναφέρεται ότι: «Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται η αίτηση διεθνούς προστασίας να είναι τεκμηριωμένη και να περιλαμβάνει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη ‘λυσιτελών στοιχείων’.».

Συναφώς, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012, η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε «δύο αυτοτελή στάδια», όπου το πρώτο στάδιο «αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως», ενώ το δεύτερο στάδιο «αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας». Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά ως προς την ύπαρξη μελλοντικής δίωξης.[1]

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3)(α) του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα της αρμόδιας λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι ότι ο Αιτητής είναι Νιγηριανός υπήκοος με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του, το Asaba της πολιτείας Delta. Ομοίως, αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Κρίνω ότι η αρμόδια λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του εν λόγω ισχυρισμού. Γενικότερα, οι απαντήσεις του Αιτητή στις σχετικές ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού υπήρξαν αόριστες και επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Ο Αιτητής ουδόλως ήταν σε θέση να εξειδικεύσει τον ισχυρισμό του περί του ότι κινδυνεύει από κάποια άγνωστη μυστικιστική οργάνωση. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν έδωσε συγκεκριμένες και επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με την εν λόγω μυστικιστική οργάνωση, αλλά ούτε ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια και λεπτομέρεια τα γεγονότα που οδήγησαν και έλαβε κάποια πρόσκληση να ενταχθεί. Ομοίως δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αναφορικά με τα γεγονότα που οδήγησαν και απέρριψε στην συνέχεια την εν λόγω πρόσκληση. Ούτε δε, ήταν σε θέση να αναφέρει με λεπτομέρεια τις φερόμενες απειλές που είχε δεχθεί καθότι υπέπεσε  σε σοβαρές αντιφάσεις και έλλειψη λεπτομέρειας ως προς το πότε έλαβαν χώρα οι εν λόγω απειλές, την συχνότητα, τον αριθμό των δραστών αλλά και γενικότερα  ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε περιγραφή ως προς τον φορέα της (κατ’ ισχυρισμό) δίωξής του, ήτοι από κάποια μέλει μίας άγνωστης μυστικιστικής οργάνωσης. Ομοίως, η αναφορά του στο περιστατικό επίθεσης από αγνώστους, πέραν της λακωνικότητας και απουσίας ευλογοφάνειας στα λεγόμενά του, τα όσα ανέφερε στερούνται επίσης μιας προσωπικής βιωματικής εμπειρίας. Εφόσον επρόκειτο για κίνδυνο της ζωής του ιδίου, που συναποτελεί και τη γενεσιουργό αιτία του ισχυριζόμενου φόβου δίωξης του Αιτητή, όφειλε να είναι σε θέση να απαντήσει με σαφήνεια, δίδοντας περισσότερες λεπτομέρειες και συγκεκριμένες πληροφορίες. Περαιτέρω, διακρίνεται ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, δεν συνέβη οτιδήποτε προσωπικά στον ίδιο από την μυστικιστική οργάνωση όταν μετοίκησε στην πόλη Asaba της πολιτείας Delta τέσσερα χρόνια πριν την αναχώρηση του από την χώρα καταγωγής του. Σημειώνεται και ως ο ίδιος δήλωσε η απειλές έλαβαν χώρα στο Lagos το 2019 (βλ.ερ.33.δ.φ) ενώ στη συνέχεια μετοίκησε στην πόλη Asaba της πολιτείας Delta όπου και διέμενε για τέσσερά χρόνια πριν την αναχώρηση του από την Νιγηρία (βλ. ερ. 31 δ.φ.) Συνάμα, παρατηρείται ότι με βάση και πάλι τα όσα ο ίδιος δήλωσε, αναχώρησε νόμιμα από τη χώρα καταγωγής του και χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό του από τη χώρα, ως επίσης, οι αρχές της χώρας του θα του επέτρεπαν να επιστρέψει εκεί.

Ως προκύπτει και από τα πιο πάνω, (σε γενικές γραμμές) ο Αιτητής φαίνεται να επικαλείται (κατ’ ισχυρισμό) δίωξή του από κάποια μυστικιστική οργάνωση ωστόσο στα λεγόμενά του και συγκεκριμένα από τα όσα ανέφερε όταν κλήθηκε να περιγράψει ζητήματα γύρω από τον πυρήνα του εν λόγω ισχυρισμού του, εντοπίζονται αρκετές ασάφειες και αντιφάσεις, καθώς και αυτά χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία, δεδομένα που πλήττουν σοβαρά τη συνολική του αξιοπιστία, ειδικότερα δε, την αξιοπιστία του όσον αφορά κάποια πίεση να ενταχθεί σε κάποια μυστικιστική οργάνωση, τα γεγονότα που οδήγησαν στην μετέπειτα άρνηση του να ενταχθεί αλλά και τις φερόμενες απειλές που είχε δεχθεί. Ο Αιτητής κατ’ επανάληψη κλήθηκε να δώσει απαντήσεις, ωστόσο δεν μπόρεσε να περιγράψει επαρκώς και να αναφέρει τις σχετικές πληροφορίες με λεπτομέρεια, ενώ δε, ούτε και ήταν σε θέση ο Αιτητής να υποστηρίξει με σαφήνεια και ευλογοφάνεια τον πυρήνα του αιτήματός του. Ως εκ τούτου φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της αρμόδιας λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση - εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως σημεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή και ως εκ τούτου δεν εντοπίζω οποιοδήποτε λόγο διαφοροποίησης.

Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι ένα αίτημα για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και με σαφήνεια και επαρκή λεπτομέρεια, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της εν λόγω αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Επομένως, η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, στοιχείο β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ως έλλειψη σχετικών στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο και τον τομέα ειδίκευσής του, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας του, φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή του προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία.[2] Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις του δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς του την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους.

Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεών του, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, αλλά και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε, οι οποίες εύλογα προκύπτουν από το περιεχόμενο της έκθεσης-εισήγησης, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό του. Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας πρωτίστως εναποτίθεται  στον ίδιο τον Αιτητή, ο οποίος πρέπει να καταβάλλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του ότι υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί με βάση τα πραγματικά περιστατικά τις προϋποθέσεις για παραχώρηση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή της παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, κάτι το οποίο ο Αιτητής φρονώ απέτυχε να το πράξει επί της παρούσας υπόθεσης (βλ. William Crisantha Mal Francis Karumarathna v. Δημοκρατίας, υπόθ.αρ.1875/08, ημερ.1.3.2010 και Εγχειρίδιο του Υπάτου Αρμοστή των Ο.Η.Ε για τους προσφυγές  -  ότι ο αιτητής οφείλει με ειλικρίνεια να θεμελιώσει το αίτημα του, βλ. επίσης Υπόθεση Αρ. 1119/2009, ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012, FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, όμως δεν έγινε αποδεκτή η ισχυριζόμενη δίωξη που επικαλείται ο Αιτητής στη χώρα του (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξής του από την κυβέρνηση της χώρας του, ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, εξαιτίας ουσιωδών αντιφάσεων, ασαφειών, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στο αφήγημά του κατά τη συνέντευξή του. Αυτό δε το εμπόδιο, αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή το «ευεργέτημα της αμφιβολίας»[3], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο «νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ’ αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος»[4]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας δικαστικής διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης του στη χώρα καταγωγής. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρία είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Επιπλέον, η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[5]. Επίσης, η αρμόδια λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα στη συνεκτίμηση των προσωπικών του περιστάσεων, καθώς και σε έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, ως προνοείται στο άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα όσα παρέθεσε ο Αιτητής, συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13Α(9) του Περί Προσφύγων Νόμου). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του Αιτητή στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Εξάλλου, ούτε από άλλα στοιχεία που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο Αιτητής τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου της συνηγόρου του προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης[6] από τις αρχές τις χώρας καταγωγής του, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[7]

Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4, παράγραφος 3, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ανέτρεξα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, συμπληρωματικά με τη σχετική έρευνα που πραγματοποίησε ο αρμόδιος λειτουργός, για σκοπούς κατ' ουσίαν εξέτασης του αιτήματός του. Στη Νιγηρία υπάρχουν αρκετές αδελφότητες (cults/confraternities), οι δράσεις των οποίων συμπεριλαμβάνουν βίαιες τελετουργίες μύησης και παράνομες δραστηριότητες, όπως δολοφονίες, εμπορία ανθρώπων, σεξουαλική εκμετάλλευση, δουλεία, διακίνηση ναρκωτικών, λαθρεμπόριο, εκβιασμούς, απαγωγές και αναγκαστική στρατολόγηση (συμπεριλαμβανομένης της αναγκαστικής στρατολόγησης παιδιών), όπως επίσης και συγκρούσεις με άλλες εγκληματικές οργανώσεις και επιθέσεις εναντίον υφιστάμενων ή πρώην μελών της αδελφότητας.[8]

Σύμφωνα με αναφορές σε άλλες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, παρόλο που υπάρχουν πρόσωπα τα οποία οικειοθελώς επιλέγουν να ενταχθούν ως μέλη αδελφοτήτων, εντούτοις εντοπίζονται και περιστατικά αναγκαστικής στρατολόγησης, κατόπιν απαγωγής προσώπων και άσκησης βίας εναντίον τους.[9] Επιπρόσθετα, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο για κάποιο πρόσωπο να αποχωρήσει από μία αδελφότητα στην οποία είναι μέλος και μία τέτοια ενέργεια μπορεί να σηματοδοτήσει την έναρξη πράξεων εκφοβισμού ή επιθέσεων εναντίον του ή να κινδυνεύει ακόμα και να θανατωθεί[10]. Σε Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών της Ολλανδίας για τη Νιγηρία του 2023, αναφέρεται ότι σύμφωνα με εμπιστευτική πηγή πληροφόρησης, η συμμετοχή σε αδελφότητα θεωρείται ότι θα είναι δια βίου, χωρίς κάποιο μέλος να έχει τη δυνατότητα να αποχωρήσει από αυτήν, καθώς η αποχώρηση μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργεί κίνδυνο αποκάλυψης των μυστικών της αδελφότητας.[11] Εντούτοις, όπως αναφέρεται στον σχετικό Οδηγό της EASO για την Νιγηρία του 2021, δεν εντοπίζονται πληροφορίες για τις συνέπειες που επιφέρει σε κάποιο πρόσωπο η άρνησή του να ενταχθεί ως μέλος μίας αδελφότητας.[12]

Τον Μάρτιο του 2024 το Nigeria Watch επισημαίνει ότι: «Το 2023, ο αιρετισμός στη Νιγηρία είχε ως αποτέλεσμα 371 θανάτους, σημειώνοντας αύξηση από τους 301 που καταγράφηκαν το 2022.[13]

Τον Ιανουάριο του 2024 η οργάνωση Africans Unite Against Child Abuse (AFRUCA) σημειώνει ότι: «Πρώτον, είναι η υπερβολική χρήση της βίας. Οι αδελφότητες είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούν υπερβολική βία και κτηνωδία σε κάθε πτυχές των επιχειρήσεών τους τόσο στην Ευρώπη όσο και σε ολόκληρη τη Νιγηρία. Η βία αποτελεί βασικό στοιχείο της στρατολόγηση και τη μύηση των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων καθώς και των μελών της αίρεσης, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει σωματική βια[14]»

Επιπλέον, πηγές αναφέρουν ότι η χρήση της παραδοσιακής θρησκείας βρίσκεται στον πυρήνα των λειτουργιών της αδελφότητας. Οι αδελφότητες χρησιμοποιούν παραδοσιακές θρησκευτικές πρακτικές στις τελετές στρατολόγησης και μύησης, συμπεριλαμβανομένων των τελετουργιών αίματος, των τελετουργιών ορκωμοσίας για να «καθαρίσουν τους μυημένους από τις αδυναμίες και να τους εμφυσήσουν γενναιότητα». Οι αδελφότητες είναι μεγάλα και έμπειρα οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα με ειδικά ενδιαφέροντα στην εμπορία ανθρώπων και ναρκωτικών, αλλά και στην πλαστογραφία διαβατηρίων, στις απάτες μέσω διαδικτύου και στις απάτες με χρήματα που προέρχονται από τη Νιγηρία, ιδίως τη λεγόμενη «απάτη ρομαντισμού», η οποία στοχεύει ηλικιωμένες Ευρωπαίες που αναζητούν σχέσεις, «γοητεύοντάς» τες να αποχωριστούν μετρητά. Επιπλέον, οι αδελφότητες έχουν πολύ αυστηρούς κώδικες συμμετοχής και είναι άκρως μυστικοπαθείς. Ίσως ο βασικός παράγοντας της επιτυχίας των αδελφοτήτων είναι ότι πρόκειται για πολύ ευέλικτα, πολύ καλά οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα, που προσαρμόζονται πολύ γρήγορα και αλλάζουν τον τρόπο δράσης τους ανάλογα με την κατάσταση. Τα δίκτυα αυτά αναλύονται σε πυρήνες με ιεραρχικές δομές μελών. Κάθε πυρήνας έχει καλά οργανωμένες επιχειρήσεις σε διάφορες χώρες της Νιγηρίας, σε άλλες αφρικανικές χώρες και σε ολόκληρη την Ευρώπη[15].

Αναφορικά με το Lagos πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν ότι «Οι αιρέσεις ήταν παρούσες και ενεργές στα νοτιοδυτικά, ιδίως στο Λάγος και στο Ογκούν, με δύο από τις οι κύριες ομάδες ήταν οι αδελφότητες Aiye και Eiye.[16]

Από τις παραπάνω πληροφορίες που προέρχονται από εξωτερικές πηγές, επιβεβαιώνεται γενικά η ύπαρξη και η επικίνδυνη φύση των δραστηριοτήτων των αδελφοτήτων στη χώρα καταγωγής του αιτητή. Ωστόσο, δεν προκύπτει συγκεκριμένη επιβεβαίωση του προσωπικού ζητήματος του αιτητή. Οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται από ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών. Ο Αιτητής δεν μπόρεσε να παραθέσει συγκεκριμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες ως προς κάποια ομάδα (cult) από την οποία έλαβε απειλές ούτε κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης εξαιτίας αυτού και επομένως δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Δεδομένης της έλλειψης τεκμηριωμένης εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών του αιτητή, όπως αναλύεται εκτενώς ανωτέρω, ο ισχυρισμός του περί φόβου δίωξης από κάποια αδελφότητα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και, συνεπώς, απορρίπτεται στο σύνολό του.

Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

Ολόκληρο το ιστορικό στο οποίο βασίζεται η αίτηση διεθνούς προστασίας του αιτητή δεν αποδεικνύει την ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία και πειστικότητα τους ισχυρισμούς του, ώστε να ενταχθεί στον ορισμό του πρόσφυγα και να δικαιούται τα προνόμια αυτού του καθεστώτος.

Υπενθυμίζω συναφώς  ότι σύμφωνα με το  άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και  άρθρο 2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το  άρθρο 3Γ του Νόμου και αντίστοιχα άρθρο 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα  άρθρα 3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα  άρθρα 3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ.  άρθρα 4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο  άρθρο 3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κάνει αποδεκτούς τους ισχυρισμούς αναφορικά με την ταυτότητα και χώρα καταγωγής του Αιτητή, και ορθά απορρίπτει τους ισχυρισμούς περί δίωξης υπό μορφή απειλών από μέλη μυστικής αδελφότητας, Συνεπακόλουθα και λαμβανομένου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγιναν αποδεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση του Αιτητή. Ούτε ο Αιτητής παρουσίασε περαιτέρω στοιχεία ή και μαρτυρία για να καλύψει τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν από τους  Καθ’ ων η Αίτηση ως εκ τούτου οι εν λόγω αντιφάσεις παραμένουν και η κρίση της διοίκησης λαμβάνεται ως ορθή από το Δικαστήριο. (F.E.E. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου Υποθ. Αριθ. 2407/22 ημερ. 21/02/2023) Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν είναι ικανά ώστε να εντάξουν τον Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

Ως προς την γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφέρουν πως η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας -η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, τον Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις δεν επεκτείνονται στον τόπο καταγωγής του Αιτητή ή στην Αsaba στην πολιτεία Delta όπου θα μπορούσε δυνητικά να επιστρέψει, καθότι εκεί διαμένει ο αδελφός του. (βλ.ερ.35 δ.φ.)

Σχετικά με την πολιτεία Delta, τόπο καταγωγής του Αιτητή, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά την περίοδο 03/02/2024 - 31/01/2025 σημειώθηκαν συνολικά 193 περιστατικά ασφαλείας με 141 (καταγεγραμμένες) απώλειες ανθρώπινων ζωών. Τα 193 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 20 ταραχές (riots) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 11 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 2 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (explosions/remote violence), 46 διαμαρτυρίες (protests) από τις οποίες  είχαν ως αποτέλεσμα 2 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 50 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) και 75 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 97 ανθρώπινες απώλειες και 31 θανάτους από βία κατά πολιτών. Σημειώνεται ότι στην πόλη Asaba όπου αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής καταγράφηκαν 17 περιστατικά ασφαλείας κατά την περίοδο 03/02/2024 - 31/01/2025 με αποτέλεσμα 9 θανάτους. Σημειώνεται πως ο πληθυσμός της πολιτείας delta για το 2022 εκτιμήθηκε στους 5,636,100 κατοίκους

Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη απόφαση 901/19 του ΔΕΕ (CF & DN Judgement) αναφορικά με το άρθρο 15γ της Οδηγίας 2011/95 «το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία, όταν ένας άμαχος δεν αποτελεί ειδικά στοχοποιημένο πρόσωπο λόγω ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων, η διαπίστωση σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή το πρόσωπο του εν λόγω πολίτη λόγω "αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις ... ένοπλης συγκρούσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η αναλογία μεταξύ του αριθμού των θυμάτων στη σχετική περιοχή και του συνολικού αριθμού των ατόμων που απαρτίζουν τον πληθυσμό της περιοχής αυτής αγγίζει ένα καθορισμένο όριο» (σκέψη 37).

Περαιτέρω έκρινε ότι «το άρθρο 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται "σοβαρή και ατομική απειλή", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως εκείνων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτητή» (σκέψη 45). «Ως επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ληφθούν υπ' όψιν προτείνονται τα εξής: η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκόμενων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς και άλλα όπως η γεωγραφική έκταση της περιοχής όπου εκδηλώνεται αδιάκριτη βία, ο πραγματικός προορισμός του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη σχετική χώρα ή περιοχή και οι δυνητικά στοχευμένες επιθέσεις κατά αμάχων που πραγματοποιούνται από τα μέρη της σύγκρουσης» (βλ. σκέψη 43).

Στη βάση των στοιχειών που προτείνονται από την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ ως συναφή κατά την αξιολόγηση του κινδύνου έκθεσης κάποιου αιτητή σε σοβαρή βλάβη στα πλαίσια βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης παρατηρώ ότι και παρά τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν, η κατάσταση που επικρατεί τόσο στην πολιτεία Imo δεν έχει χαρακτηριστεί ως εσωτερική ή διεθνής ένοπλη σύρραξη και, συνεπώς, σε περίπτωση επιστροφής του  ο Αιτητής δε θα κινδυνεύσει από βία ασκούμενη αδιακρίτως.

Ενόψει των ανωτέρω και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός για τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση  της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την Κ.Δ.Π. 191/2024 καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή, η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1200 υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[2] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57.

[3] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[4] Άρθρο 13(4) του περί Προσφύγων Νόμου.

[5] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[6] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76

[7] Άρθρο 3Γ(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

[8] EASO, 'Country Guidance: Nigeria, Common analysis and guidance note' (2021), 55 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2063766/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf; The Ministry of Foreign Affairs of the Netherlands, 'General Country of Origin Information Report Nigeria' (2023), 14-15 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2103765/2023-

[9] EASO, 'Country Guidance: Nigeria, Common analysis and guidance note' (2021), 77 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2063766/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf; United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), 'ORGANIZED CRIME IN NIGERIA: A THREAT ASSESSMENT' (2022), 8 διαθέσιμο σε https://www.unodc.org/conig/uploads/documents/NOCTA_Web_Version_25.09.2023.pdf

[10] EASO, 'Country Guidance: Nigeria, Common analysis and guidance note' (2021), 55 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2063766/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf; The Ministry of Foreign Affairs of the Netherlands, 'General Country of Origin Information Report Nigeria' (2023), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2103765/2023-

[11] The Ministry of Foreign Affairs of the Netherlands, 'General Country of Origin Information Report Nigeria' (2023), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2103765/2023-1_EN_AAB_Nigeria.pdf

[12] EASO, 'Country Guidance: Nigeria, Common analysis and guidance note' (2021), 77 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2063766/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf

[13] Nigeria Watch (March 2024) Thirteenth Report On Violence In Nigeria 2023, p.8

https://coi.euaa.europa.eu/administration/ireland/PLib/2024_07_Nigeria_Black_Axe.pdf

 

[14] Africans Unite Against Child Abuse (AFRUCA) (25 January 2021) Nigerian Confraternities and the Increase in Human Trafficking Across Europe, p.3

https://coi.euaa.europa.eu/administration/ireland/PLib/2024_07_Nigeria_Black_Axe.pdf

 

[15] Africans Unite Against Child Abuse (AFRUCA) (25 January 2021) Nigerian Confraternities and the Increase in Human Trafficking Across Europe,

https://afruca.org/blog/nigerian-confraternities-and-the-increase-in-human-trafficking-across-europe

 

[16] European Union Agency for Asylum (July 2024) Nigeria – Country Focus

https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country

_Focus.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο