Ο.S.S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4282/23, 13/2/2025
print
Τίτλος:
Ο.S.S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4282/23, 13/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 4282/23

 

13 Φεβρουαρίου 2025

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ο.S.S.., από την Νιγηρία

Αιτητής

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

  ....................

 

 

Ανδρέας Δ. Δημητρίου (κος) Δικηγόρος για τον Αιτητή

Α Φίλλιπου. (κος) για  Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση

Ο Αιτητής είναι παρόν.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 25/05/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 27/09/2023, και με την οποίαν έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 13/05/2022, παραλαμβάνοντας στις 16/05/2022 τη σχετική βεβαίωση υποβολής του εν λόγω αιτήματός του. Ακολούθως, στις 18/05/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 22/05/2023, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη (interview) του Αιτητή. Στη συνέχεια, ήτοι στις 25/05/2023, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 09/08/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία στάληκε ταχυδρομικός στον Αιτητή στις 27/09/2023. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής δια μέσου των συνηγόρου του παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή και πλήρη αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου (πλην της αναφοράς σε μη αιτιολογημένη απόφαση). Με τη Γραπτή του Αγόρευση προωθεί ως λόγους ακύρωσης της επίδικης πράξης: (1) την έλλειψη δέουσας έρευνας και αξιολόγησης κινδύνου, (2) την πλάνη περί τα πράγματα, και (3) την έλλειψη αιτιολογίας.

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση αντικρούοντας τους προβληθέν λογούς ακύρωσης που προέβαλε ο συνήγορος του Αιτητή δια της γραπτής του αγρεύσεως υπεραμύνονται της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή έχει ληφθεί σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο συνήγορος του Αιτητή, παρόλο που επικαλείται πολλούς λόγους ακυρώσεως στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, εν τέλει οι λόγοι αυτοί δεν αναπτύσσονται στην ολότητά τους εντός της γραπτής του αγόρευσης. Με τη Γραπτή του Αγόρευση προωθεί ως λόγους ακύρωσης της επίδικης πράξης: (1) την έλλειψη δέουσας έρευνας, (2) την πλάνη περί τα πράγματα, και (3) την έλλειψη αιτιολογίας. Θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση των ως άνω λόγων ακύρωσης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc). Επομένως, προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση(Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345) JAMALKAROUV Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αρ. 128/2008 ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η Αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

Στην αίτησή του για διεθνή προστασία ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω κάποιας απειλής κατά της ζωής του η οποία απειλή προέρχεται από την  πολυγαμική οικογένεια  του ως  ο μοναδικός γιος της μητέρας του και ως εκ τούτου θεωρείται ως απειλή από τα άλλα του αδέλφια. (βλ. ερ.1. δ.φ.).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Νιγηρίας, αναφέροντας ως περιοχή καταγωγής, το Ljebu -Ode της πολιτεία Ogun της Νιγηρίας, και περιοχή διαμονής του από το 2008 μέχρι την αναχώρηση του την Lagos της πολιτείας Lagos  (βλ. ερ. 21 δ.φ.). Επιπλέον ανέφερε ότι είναι ανύπαντρος, Χριστιανός ως προς το θρήσκευμα και ομιλεί Αγγλικά όπως επίσης και τη διάλεκτο Yoruba  (βλ. ερ. 18 δ.φ.). Ως προς το εκπαιδευτικό και εργασιακό του υπόβαθρο, ανέφερε ότι ολοκλήρωσε την πολυτεχνική σχολή στην πόλη διαμονής του (Lagos), ενώ κατά την παραμονή του στην Νιγηρία δεν εργαζόταν και η ετεροθαλής αδελφή του τον υποστήριζε οικονομικά. (βλ.ερ.18 δ.φ.) Ως προς το οικογενειακό του περιβάλλον, ο Αιτητής ανέφερε ότι η μικρή του αδελφή διαμένεις στην πόλη Ljebu -Ode και έχει και μια ετεροθαλής αδελφή η οποία διαμένει στο Lagos η οποία εργάζεται είναι παντρεμένη και έχει μια κόρη. Ως προς τους γονείς του ο Αιτητής ανέφερε ότι η μητέρα του απεβίωσε το 2008 ενώ δεν διατηρεί καμία επαφή με τον πατέρα του. (βλ.ερ.18 δ.φ.).

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ότι ο λόγος που αποφάσισε να φύγει από τη Νιγηρία ήταν η επιθυμία του να σπουδάσει, ώστε να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον. Εντούτοις, όταν έφτασε στις κατεχόμενες περιοχές, δεν αντιμετώπισε την ιδανική κατάσταση. Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε να έρθει στις ελεύθερες περιοχές, προκειμένου να βρει εργασία, ώστε να μπορεί να συντηρήσει τόσο τον εαυτό του όσο και την οικογένειά του (βλ. ερ. 16.1Χ δ.φ.). Επιπλέον, αναφέρθηκε σε απειλές που είχε δεχθεί από τα ετεροθαλή αδέλφια του σχετικά με την περιουσία του πατέρα του (βλ. ερ. 16 δ.φ.). Αναπτύσσοντας τον ανωτέρω ισχυρισμό, ο Αιτητής ανέφερε ότι τα ετεροθαλή αδέλφια του επιθυμούν να αποκτήσουν όλη την περιουσία του πατέρα τους, για την οποία, ωστόσο, ο ίδιος δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον. Πρόσθεσε ότι είχαν διαπληκτιστεί μία φορά στο σχολείο, το 2017, και αργότερα, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, τέσσερα άτομα τον επισκέφθηκαν στο διαμέρισμά του και του ανέφεραν ότι πρέπει να παραιτηθεί από οποιαδήποτε διεκδίκηση της περιουσίας του πατέρα του. Του επισήμαναν, μάλιστα, ότι εάν συνέχιζε, δεν θα τον άφηναν να ολοκληρώσει τις σπουδές του (βλ. ερ. 18 και 16 δ.φ.).Ακολούθως, η αρμόδια λειτουργός διέκρινε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή (βλ. ερ. 39 δ.φ.).

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή, και έγινε αποδεκτός. Εν προκειμένω πρόκειται για υπήκοο της Νιγηρίας με τόπο συνήθους διαμονής την πολιτεία Lagos της Νιγηρίας. (βλ. ερ. 39 δ.φ.).

Ένας δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός για λόγους οικονομικού και εκπαιδευτικού περιεχομένου ο οποίο ομοίως επίσης έγινε αποδεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. (βλ. ερ.38)

Και, ένας τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός περί φόβου δίωξης από τα ετεροθαλή αδέλφια του εξαιτίας της περιουσίας του πατέρα τους ο οποίος ωστόσο δεν έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε εσωτερικά αναξιόπιστος. Η αρμόδια λειτουργός προέβη σε αρκετές επισημάνσεις στο κομμάτι της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού (βλ. ερ. 37 -38 δ.φ.), καταγράφοντας ότι για αυτό το συγκεκριμένο μέρος του αιτήματός του, ο Αιτητής αδυνατούσε να παρέχει μια συνεκτική και περιεκτική προσωπική αφήγηση και αφετέρου να υποστηρίξει με πλήρη σαφήνεια και ευλογοφάνεια τη γενεσιουργό αιτία του πυρήνα του αιτήματός του. Ειδικότερα έκρινε ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί του Αιτητή περί φόβου δίωξη του είναι επιπόλαιοι και ανεδαφικοί αφού το μόνο περιστατικό που παρέθεσε ήταν μια διαπλοκή με τα αδέλφια του το 2017 άρα τέσσερα και πλέον χρόνια πριν εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής ενώ παρέμεινε για τέσσερα χρόνια στην χώρα κατά τόπο συνήθους διαμονής του χωρίς να του συμβεί κάτι ή και να τον προσεγγίσει κάποιος ενώ έκτοτε δεν είχε ξαναδεί τα ετεροθαλή αδέλφια του. (βλ. ερ. 16 3Χ-5Χ. και 15 1Χ-9Χ δ.φ.).  Επιπλέον και επί τον όσων επικαλείται ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει πράξεις δίωξής οι οποίες θα είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης και της επανάληψης τους ώστε να αποτελούν παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Αιτητής αναφέρθηκε σε ένα μεμονωμένο περιστατικό που είχε λάβει χώρα τέσσερα χρόνια πριν την αναχώρηση του από την Νιγηρία. Έπειτα δεν είχε ξαναδεχθεί κάποια απειλή ούτε κάποιου είδους προσέγγιση από κανένα κα ούτε είχε έρθει ξανά σε επικοινωνία με τα αδέλφια του. Άρα τα όσα επικαλέστηκε δεν μπορούν θεωρηθούν και δεν παραπέμπουν σε εύλογα συμπεράσματα ότι θα μπορούσαν να συνδεθούν με σοβαρές πράξεις δίωξης. (βλ. ερ. 37 δ.φ.)

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, η αρμόδια λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανέφερε ό Αιτητής κατά την διάρκεια της συνέντευξης του έκρινε ότι η αξιοπιστία του Αιτητή έχει κλονιστεί σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του από τα ετεροθαλή αδέλφια του συνεπώς τα όσα ο Αιτητής επικαλέστηκε δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά αφού δεν τεκμηριώθηκε η οποιαδήποτε μορφή δίωξης στο πρόσωπο του ως εκ τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται.

Υπό το φως των αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή ήτοι σχετικά με την ταυτότητα, τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ και τη χώρα και τόπο καταγωγής του Αιτητή, όπως επίσης και για λόγους οικονομικού και εκπαιδευτικού περιεχομένου οι Καθ’ ων η Αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην πολιτεία Λάγος  της Νιγηρίας, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. ερ. 62 δ.φ.). Σχετικώς, οι Καθ’ ων η Αίτηση διεξήγαγαν έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και παρέθεσαν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας, συγκεκριμένα στον τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή στη χώρα του, ήτοι την πολιτεία Lagos  της Νιγηρίας, όπου από τις εν λόγω διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι δεν υφίσταντο συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας (βλ. ερ. 24 δ.φ.). Επιπλέον, λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ότι δηλαδή πρόκειται για υγιή ενήλικα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, ο οποίος έχει λάβει στοιχειώδη μόρφωση στη χώρα καταγωγής του και δεν παρουσιάζει στοιχεία ευαλωτότητας.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η Αίτηση κατέληξαν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, δυνάμει του άρθρου 15(β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (που αντιστοιχεί στο άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέληξαν επίσης ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του (εφόσον από πληροφορίες που παραθέτουν από εξωτερικές πηγές σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας, συγκεκριμένα την πολιτεία Lagos  της Νιγηρίας, όπου αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής, διαπιστώθηκε ότι δεν υφίσταντο συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης – βλ. ερ. 22-28 δ.φ.) και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και τα όσα προέβαλε ο εκπρόσωπος της συνηγόρου του Αιτητή κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο φέρει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/EE, αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο της EASO με τίτλο «Δικαστική Ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (2018)», αναφέρεται στη σελ.98, ενότητα 4.5.3 ότι: «Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του πιο πάνω εγχειριδίου, αναφέρεται ότι: «Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται η αίτηση διεθνούς προστασίας να είναι τεκμηριωμένη και να περιλαμβάνει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη ‘λυσιτελών στοιχείων’.».

Συναφώς, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012, η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε «δύο αυτοτελή στάδια», όπου το πρώτο στάδιο «αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως», ενώ το δεύτερο στάδιο «αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας». Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά ως προς την ύπαρξη μελλοντικής δίωξης.[1]

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3)(α) του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι ότι ο Αιτητής είναι Νιγηριανός υπήκοος με τόπο καταγωγής του, την πολιτεία Lagos. Ομοίως, αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι ως προς το ότι ο Αιτητής έφυγε από τη χώρα του για προσωπικούς/εκπαιδευτικούς και οικονομικούς λόγους, καθότι κρίνω ότι η αρμόδια λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του εν λόγω ισχυρισμού.

Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί]: «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».

Συνακόλουθα, στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, σχετικά με τη διάκριση του οικονομικού μετανάστη από τον (πολιτικό) πρόσφυγα, αναφέρονται τα ακόλουθα (βλ. παρ. 62-64):

«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.

63. Η διάκριση ωστόσο ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα γίνεται μερικές φορές ασαφής, όπως και η διάκριση ανάμεσα στα οικονομικά και τα πολιτικά μέτρα που ισχύουν στη χώρα προέλευσης του αιτούντος δεν είναι πάντοτε σαφής. Πίσω από τα οικονομικά μέτρα που επηρεάζουν την απόκτηση των μέσων διαβίωσης μπορεί να υπάρχουν φυλετικοί, θρησκευτικοί ή πολιτικοί στόχοι ή διαθέσεις εναντίον μιας ορισμένης ομάδας. Σε περιπτώσεις όπου τα οικονομικά μέτρα αφανίζουν την οικονομική υπόσταση ενός συγκεκριμένου τμήματος του πληθυσμού (όπως π.χ. η κατάργηση των δικαιωμάτων άσκησης εμπορίου ή επιβολή άνισης ή υπερβολικής φορολογίας σε συγκεκριμένη εθνική ή θρησκευτική ομάδα), τα πρόσωπα που πλήττονται μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις να γίνουν πρόσφυγες όταν εγκαταλείπουν τη χώρα.

64. Εάν το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και για τα πρόσωπα που πλήττονται από γενικά οικονομικά μέτρα (δηλαδή μέτρα που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού χωρίς διάκριση) εξαρτάται από τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης. Αντιρρήσεις σε γενικά οικονομικά μέτρα καθαυτές δεν συνιστούν βάσιμους λόγους προς θεμελίωση της αίτησης προκειμένου να αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Εξάλλου, καθετί που εκ πρώτης όψεως εκλαμβάνεται κατά κύριο λόγο ως οικονομικό κίνητρο για την αποδημία, μπορεί στην πραγματικότητα να εμπεριέχει και το πολιτικό στοιχείο, ενδέχεται δε να είναι οι πολιτικές πεποιθήσεις του ατόμου που τον εκθέτουν σε σοβαρές συνέπειες, και όχι οι αντιρρήσεις που προβάλλει στα οικονομικά μέτρα καθαυτά.»

Aπό τα όσα ανέφερε ο Αιτητής ως προς τον εν λόγω ουσιώδη ισχυρισμό, δεν προκύπτει ότι αυτός εμπίπτει στην κατηγορία του πρόσφυγα (βλ. συναφώς, άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου), ούτε δε, ότι υπέστη βλάβη στη χώρα καταγωγής του, ούτε και ότι τα όσα επικαλείται περί του εκπαιδευτικού συστήματος και της ανεργίας στη χώρα του, είναι απόρροια στοχευμένων πρακτικών ή μέτρων και που μπορεί να συνιστούν δίωξη, παρά δε, αυτά αφορούν (ενδεχομένως) μια γενικευμένη κατάσταση. Εξάλλου, ως ο ίδιος δήλωσε, είχε ολοκληρώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση στη χώρα του και δεν εργαζόταν, αλλά τον στήριζε (οικονομικά) η ετεροθαλής αδελφή του (βλ. ερ. 18-5Χ δ.φ.).

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό σχετικά με την ιδιωτικής φύσεως διαφορά του Αιτητή με τα ετεροθαλή αδέλφια του, θα συμφωνήσω και πάλι με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση. Προς τούτο παρατηρώ ότι οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού ήταν αόριστες, επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Καταρχάς, όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της αρμόδιας λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως εύλογα σημεία που πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή, επομένως δεν εντοπίζω λόγο διαφοροποίησης. 

Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς και λεπτομερείς πληροφορίες αναφορικά με την περιουσία του πατέρα του, την οποία επιθυμούσαν να αποκτήσουν τα ετεροθαλή αδέλφια του, δεδομένου ότι – όπως ο ίδιος δήλωσε – δεν είχε επαφή με τον πατέρα του, ενώ η τελευταία φορά που τον είχε συναντήσει ήταν όταν ήταν έξι ετών (βλ. ερ. 18 2Χ δ.φ.). Ακόμη, σε σχετική ερώτηση εξέφρασε άγνοια και πλήρη αδιαφορία ως προς τα περιουσιακά ζητήματα, δηλώνοντας ότι δεν τον ενδιέφεραν τα οικονομικά θέματα της οικογένειάς του (βλ. ερ. 16 2Χ δ.φ.). Γενικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια τα προβλήματα που είχε με τα ετεροθαλή αδέλφια του αναφορικά με κάποια περιουσιακή διαφορά, παρέχοντας συνεκτικές και ευλογοφανείς πληροφορίες ως προς τον πυρήνα του αιτήματός του. Ούτε ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια τις φερόμενες απειλές που είχε δεχθεί από τα ετεροθαλή του αδέλφια, αναφέροντας γενικά ότι δεν είχε επαφή μαζί τους (βλ. ερ. 16.3Χ δ.φ.). Σε σχετική ερώτηση του Λειτουργού για το αν είχε συμβεί οτιδήποτε με τα ετεροθαλή αδέλφια του, ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά, προβάλλοντας γενικά, ωστόσο, ότι αυτοί τον θεωρούν ανταγωνιστή (βλ. ερ. 16 4Χ δ.φ.). Σε άλλη σχετική ερώτηση του Λειτουργού, ζητήθηκε από τον Αιτητή να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με τις απειλές που είχε δεχθεί από τα ετεροθαλή αδέλφια του. Ο Αιτητής αναφέρθηκε μόνο σε ένα μεμονωμένο περιστατικό, το οποίο έλαβε χώρα το 2017, όταν τον προσέγγισαν τέσσερις άντρες και τον απείλησαν προφορικά, λέγοντάς του ότι έπρεπε να εγκαταλείψει την περιουσία του πατέρα του. Δεδομένου ότι πρόκειται για την ίδια του την οικογένεια και αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία του ισχυριζόμενου φόβου δίωξής του, ο Αιτητής όφειλε να είναι σε θέση να απαντήσει με περισσότερες λεπτομέρειες. Επιπλέον, θεωρώ ότι οι ισχυρισμοί του περί φόβου δίωξης είναι επιπόλαιοι και ανεδαφικοί, καθώς – όπως ο ίδιος δήλωσε – δεν τον είχε προσεγγίσει κανείς (βλ. ερ. 15 4Χ δ.φ.). Σημειώνεται ότι ο Αιτητής παρέμεινε στη χώρα καταγωγής του για τέσσερα επιπλέον χρόνια χωρίς να του συμβεί το παραμικρό. Επιπλέον, σε σχετική ερώτηση για το τι θα συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής απάντησε ότι εργάζεται εδώ και πως, αν επιστρέψει, δεν θα μπορέσει να βρει εργασία, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να εκπληρώσει το όνειρό του να ανοίξει επιχείρηση (βλ. ερ. 15.10Χ δ.φ.). Τέλος, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με συνοχή και ευλογοφάνεια ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν αποτάθηκε στις αρχές της χώρας του, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, επρόκειτο για ένα τόσο σοβαρό περιστατικό. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει με σαφήνεια, ευλογοφάνεια και λεπτομέρεια τον πυρήνα του αιτήματός του.

Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι μια αξίωση για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και με επαρκή λεπτομέρεια, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Επομένως, η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ως έλλειψη σχετικών στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας της,[2] φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή της προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις του δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς της την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους.

Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεών της, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, αλλά και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε, οι οποίες εύλογα προκύπτουν από το περιεχόμενο της έκθεσης-εισήγησης, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό του. Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας πρωτίστως εναποτίθεται  στους ώμους του Αιτητή, ο οποίος  πρέπει να καταβάλλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του ότι υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί με βάση τα πραγματικά περιστατικά τις προϋποθέσεις για παραχώρηση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή της παραχώρησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας κάτι το οποίο ο Αιτητής φρονώ απέτυχε να το πράξει επί της παρούσας υπόθεσης. (William Crisantha Mal Francis Karumarathna v.Δημοκρατίας, υπόθ.αρ.1875/08, ημερ.1.3.2010 και Εγχειρίδιο του Υπάτου Αρμοστή των Ο.Η.Ε για τους προσφυγές  -  ότι ο Αιτητής οφείλει με ειλικρίνεια να θεμελιώσει το αίτημα του, (βλ. Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του περί δίωξής της από τους ετεροθαλείς αδελφούς του λόγω μίας περιουσιακής διαφοράς ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, εξαιτίας ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στο αφήγημά του κατά τη συνέντευξή του. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[3], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[4]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας δικαστικής διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρία είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[5]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους με διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής  συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές της περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Εξάλλου ούτε από άλλα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο Αιτητής  τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου του συνηγόρου του προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης[6] από τους ετεροθαλείς αδελφούς του, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[7]

Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής   δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες  όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τους ως άνω ισχυρισμούς του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα των ισχυρισμών του δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτούς. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή  λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες  από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)]. Καθώς η κατ’ ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή από τα ετεροθαλείς αδέλφια του, αποτελεί εν γένει ισχυρισμό ιδιωτικής φύσης, η έρευνα του Δικαστηρίου περιορίστηκε μόνο σχετικά με το κατά πόσο το κράτος θα μπορούσε να προστατέψει τον Αιτητή από την κατ’ ισχυρισμό απειλή κατά της ζωής του.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Υπουργείου Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, το κράτος είναι πρόθυμο και ικανό να προσφέρει επαρκή προστασία σε άτομα που φοβούνται μη κρατικούς φορείς. Η προστασία μπορεί να μην είναι προσβάσιμη για όσους ζουν σε περιοχές ένοπλων συγκρούσεων ή σε περιοχές όπου η επικράτεια τελεί υπό τον de facto έλεγχο εγκληματικών συμμοριών. Το κράτος έχει λάβει μέτρα για τη δημιουργία και τη λειτουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης για τον εντοπισμό, τη δίωξη και την τιμωρία πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος όσον αφορά παροχή προστασίας παρεμποδίζεται από την αναποτελεσματικότητα, την έλλειψη πόρων και κατάρτισης, τις χαμηλές αμοιβές και τη διαφθορά, ιδίως στην αστυνομία. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης μπορεί επίσης να διαφέρει από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τα επίπεδα εγκληματικότητας και τις εμφύλιες συγκρούσεις και το μέγεθος και την ικανότητα του συστήματος των δυνάμεων ασφαλείας και του δικαστικού συστήματος σε τοπικό επίπεδο. Το Σύνταγμα της Νιγηρίας και οι νομοθεσίες προστατεύουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τιμωρούν διάφορες μορφές εγκληματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα κενά στο νομικό πλαίσιο, το οποίο είναι ένα μείγμα αγγλικού δικαίου, του εθιμικού δικαίου και του ισλαμικού δικαίου (σάρια) στις 12 βόρειες πολιτείες.[8]

Η ικανότητα της κυβέρνησης της Νιγηρίας να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα υπονομεύεται σε ορισμένες πολιτείες από την επικρατούσα ανασφάλεια, π.χ. τα κράτη που πλήττονται από τις συγκρούσεις μεταξύ κτηνοτρόφων και αγροτών, τη βία που σχετίζεται με την Boko Haram και τη γενική εγκληματικότητα.[9] Σύμφωνα με πληροφορίες, οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας στη βορειοανατολική περιοχή ήταν υπερτεταμένες λόγω της εξέγερσης της Boko Haram/ISWAP και, ως εκ τούτου, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε τοπικές πολιτοφυλακές και σε ομάδες επαγρύπνησης. Η ανομία και η έλλειψη αστυνόμευσης έχουν περιγράφει ως βασικοί παράγοντες για την αύξηση των ληστειών ή της εγκληματικής βίας. Η πρόσφατη εισαγωγή του νόμου για την αστυνομία της Νιγηρίας 2020 συνδέεται με μακροχρόνιες εκκλήσεις για αστυνομική μεταρρύθμιση.[10]

Επιπλέον, οι μακροχρόνιες κριτικές προς τις δυνάμεις ασφαλείας της Νιγηρίας αφορούσαν τη διαφθορά και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[11]

Σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (ΔΟΜ) για το 2023, οι παραδοσιακοί μηχανισμοί επίλυσης συγκρούσεων σχετικά με τις διαφορές για τη γη «έχουν αποδυναμωθεί, ενώ η εμπιστοσύνη στις αρχές είναι χαμηλή λόγω της εκτεταμένης αδράνειας και της αντιλαμβανόμενης προκατάληψης». Σύμφωνα με διάφορες τοπικές ειδησεογραφικές πηγές, η αστυνομία και οι δυνάμεις ασφαλείας αναπτύχθηκαν στις περιοχές που επλήγησαν από τη βία, η οποία προήλθε από διαμάχες για τη γη, και μεσολάβησαν για την αποκατάσταση της ομαλότητας.[12]

Ένα άρθρο του 2021 από τοπική ειδησεογραφική πηγή, επικαλούμενο εκπρόσωπο της κυβέρνησης της πολιτείας Λάγος, ανέφερε ότι «υπάρχουν νόμοι και η βία δεν θα συγχωρεθεί ποτέ λόγω διαφορών σε θέματα γης». Το ίδιο άρθρο σημείωνε ότι ο νόμος της πολιτείας Λάγος για την αρπαγή γης θεσπίστηκε «για να απαγορεύσει τη βίαιη είσοδο και την παράνομη κατάληψη γαιοκτημάτων, καθώς και τις βίαιες και δόλιες συμπεριφορές σε σχέση με τα ακίνητα».[13]

Το νομικό και δικαστικό σύστημα της Νιγηρίας είναι ένα μικτό σύστημα που βασίζεται σε διάφορες πηγές και, ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Η πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα στη Νιγηρία για πολλούς πολίτες παρεμποδίζεται από το υψηλό κόστος της προσφυγής στο δικαστήριο. Επιπλέον, το δικαστικό σύστημα καθίσταται γενικά αναποτελεσματικό λόγω μεγάλου φόρτου υποθέσεων, της έλλειψης χρηματοδότησης και της χαμηλής ικανότητας ανθρώπινου δυναμικού, γεγονός που οδηγεί σε εξαιρετικά μεγάλους χρόνους διεκπεραίωσης. Αναφέρεται επίσης εκτεταμένη διαφθορά. Το 2017, το UNODC ανέφερε ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι στη Νιγηρία αντιπροσώπευαν τη δεύτερη πιο εύκολα επηρεασμένη ομάδα αξιωματούχων όσον αφορά τον κίνδυνο δωροδοκίας.[14]

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι σε μέρη της χώρας, η ικανότητα του νιγηριανού κράτους να παρέχει προστασία είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα στις πολιτείες που πλήττονται σημαντικά από τη βία που σχετίζεται με τη Μπόκο Χαράμ. Το κράτος της Νιγηρίας και οι θεσμοί του μπορεί επίσης να αποδειχθούν απρόσιτοι ή αναποτελεσματικά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως όταν πρόκειται για υποθέσεις περιουσιακών διαφορών.

Ωστόσο, ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής τoυ Αιτητή, ήτοι η πολιτεία Lagos , δεν εμφανίζει κάποιο από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, ενώ σημαντικό στοιχείο το οποίο πλήττει και πάλι την αξιοπιστία των ισχυρισμών του  αποτελεί το γεγονός ότι ο Αιτητής  ουδέποτε απευθύνθηκε στις κρατικές αρχές της χώρας του για να λάβει προστασία. Συνάμα και με βάση τις ως άνω πηγές πληροφόρησης ο Αιτητής θα μπορούσε εκτός από τις αστυνομικές αρχές να απευθυνθεί και στην τοπική αυτοδιοίκηση για να παρέμβει ως διαμεσολαβητής κάτι το οποίο και πάλι δεν έπραξε. Γενικότερα φρονώ από τα ενώπιον μου στοιχεία και τις αναφορές του Αιτητή ότι δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια προς επίλυση της οικογενειακής περιουσιακής διαφοράς που είχε με τους ετεροθαλείς αδελφούς του. Το βάρος παραμένει στον Αιτητή να αποδείξει γιατί το κράτος δεν είναι πρόθυμο και ικανό να του παρέχει αποτελεσματική προστασία, στοιχείο το οποίο δεν προκύπτει από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καθότι ο Αιτητής  δεν απευθύνθηκε στις αρμόδιες αρχές της χώρας του.

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείτε το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία, ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, αλλά και οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει  δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Πέραν των ως άνω αναφερθέντων σημείων αναξιοπιστίας τα οποία κρίνω ότι πλήττουν ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία  του Αιτητή επισημαίνω ότι σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί της περί κινδύνου λόγω ιδιωτικής διαφοράς και δίωξης από τα ετεροθαλή αδέλφια του, αφενός μεν δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι, αφετέρου δε, στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς. Οι δε ιδιωτικές διαφορές καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτως ή άλλως, θα μπορούσε να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του κάτι το οποίο ο Αιτητής δεν έπραξε. Θα προσθέσω επίσης ότι ο Αιτητής δεν έχει συνδέσει τα εν λόγω περιστατικά ή την απροθυμία του να απευθυνθεί στις αρχές της Νιγηρίας με κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε προσκομίστηκε από την πλευρά της οποιαδήποτε μαρτυρία ή στοιχείο κατά την ενώπιον μου διαδικασία το οποίο να υποδεικνύει ότι δεν θα μπορούσε να αποταθεί στις αρχές της χώρας του  άρα δεν ήτο διαθέσιμη προστασία από τις αρχές της χώρας του για το πρόβλημα που κατ’ ισχυρισμό αντιμετωπίζει.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπό της  το καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται  εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς της, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα,  το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής της για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι αυτός δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου από τους ετεροθαλείς αδελφούς του ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η Αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενη συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει ο Αιτητής το οποίο δίδεται όταν ο Αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας της. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor ElgafajiStaatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με τον διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και Ισλαμικού Κράτους (Islamic State in West Africa Province/ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του Ισλαμικού Κράτους (ISWAP) και της Boko Haram. Από το 2014, η πολυεθνική ομάδα που δημιουργήθηκε (Multinational Joint Task Force) - η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς[15]. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω διεθνείς ένοπλες συρράξεις, δεν εκτείνονται στο τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Lagos.

Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής δήλωσε, ο τόπος που αναμένεται να επιστρέψει είναι πόλη Lagos της πολιτείας Lagos όπου και διέμενε με την αδελφή του η οποία τον υποστήριζε οικονομικά (βλ.ερ.18 5Χ.δ.φ) Λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα ασφαλείας του εν λόγω τόπου, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, τη χρονική περίοδο 10/02/2024 έως 07/02/2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Lagos, 130 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία προέκυψαν 108 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Τα 130 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 26 ταραχές (riots) με 18 απώλειες, 27 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως συνέπεια 10 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 77 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 80 ανθρώπινες απώλειες.[16]  Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Lagos  το 2022 εκτιμάται ότι ανερχόταν στα 13,491,800[17].

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό διατρέξει ο Αιτητής  ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland). Πρόκειται για άτομο νεαρής ηλικίας, με μορφωτικό επίπεδο, αυτόνομο, ικανό για εργασία, δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε θέματα υγείας ή ευαλωτότητας και έχει υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής του,  καθότι εκεί εξακολουθεί να διαμένει η αδελφή του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η Αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Ούτε και ο ισχυρισμός του συνηγόρου του Αιτητή περί του ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν πλάνης της διοίκησης ευσταθεί και αναπόφευκτα απορρίπτεται ως αβάσιμος. Σύμφωνα με τον Νίκο Χρ. Χαραλάμπους, στο σύγγραμμά του « Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου – Τρίτη έκδοση- σελ. 336 «δεν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα όταν η διοίκηση σταθμίζει αξιολογεί και εκτιμά στοιχεία και γεγονότα που παρουσιάζονται μπροστά της για κρίση (Δημοκρατία κ.α. v Χρυσοστόμου Κάλου, (1992) 3 Α.Α.Δ. 242) και εάν ακόμα αυτά είναι αντιφατικά μεταξύ τους και προτιμά ορισμένα από αυτά, εφόσον η επιλογή στην οποία κατέληξε η διοίκηση είναι λογικά επιτρεπτή (Άρθρο 46(3) του Νόμου 158(Ι) του 1999. Νιόβη Παπαϊωάννου κ.α. (Αρ.2.) v Δημοκρατία (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,724, Παναγιώτα Αβάνη v Ρ.Ι.K (1994) 4 Α.Α.Δ 687) Περαιτέρω σύμφωνα με το ως άνω σύγγραμμα του Νίκου Χρ. Χαραλάμπους σελίδα 337, « το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο Αιτητής (Platritis v Republic (1969) 3  C.L.R. .366. Παπαδόπουλος v Διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262 267)».

Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο στην όλη διαδικασία πράξης στο οποίο να διαφαίνεται ότι εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα και συνέπεια της οποίας η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση να μπορεί να θεωρηθεί πάσχουσα λόγω τέτοιας πλάνης περί των γεγονότων που περιβάλλαν την απορριφθείσα αίτηση ασύλου του Αιτητή, αλλά ούτε και νομική πλάνη καθότι από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει σφάλμα στην υπαγωγή των στοιχείων που δόθηκαν από τον Αιτητή στις διατάξεις της νομοθεσίας.

Περαιτέρω,  ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού. (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ vYπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427). 

Τέλος, σημειώνεται ότι το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31/05/2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) με το οποίο η χώρα καταγωγής του Αιτητή  ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω αυτός να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά τον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες του από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[2] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57

[3] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[4] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[5] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[6] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76

[7] Βλ. 3Γ (1) Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (6(I)/2000)

 

[8] UK Home Office, Country Policy and Information Note - Nigeria: Actors of protection, August 2024, σ. 6-8

https://assets.publishing.service.gov.uk/media/66c83c38acf4f3fbe9f6d26b/NGA+CPIN+Actors+of+Protection.pdf

 Georgetown Journal of International Affairs (2021), 'The Failure of Governance in Nigeria: An Epistocratic Challenge', available at: The Failure of Governance in Nigeria: An Epistocratic Challenge - Georgetown Journal of International Affairs (τελευταία προσπέλαση στις 15/07/2024)

[10] Center of Strategic and International Studies (2020), Conduct is the Key: Improving Civilian Protection in Nigeria', available at: Conduct Is the Key: Improving Civilian Protection in Nigeria (csis.org) (τελευταία προσπέλαση στις 15/07/2024)

[11] US DOS (2021), 'Nigeria', available at: Nigeria - United States Department of State (τελευταία προσπέλαση στις 15/07/2024)

[12] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Nigeria; Prevalence of violence due to interpersonal/family land disputes; State protection available [Q29-2023], 22 August 2023

https://www.ecoi.net/en/file/local/2096194/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q29_Nigeria_Prevalence_of_violence_land_disputes.pdf

[13] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Nigeria; Prevalence of violence due to interpersonal/family land disputes; State protection available [Q29-2023], 22 August 2023

https://www.ecoi.net/en/file/local/2096194/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q29_Nigeria_Prevalence_of_violence_land_disputes.pdf

[14] European Asylum Support Office (2018), 'Nigeria: Actors of Protection', available at: 2018_EASO_COI_Nigeria_ActorsofProtection.pdf (europa.eu)σελ.34, (τελευταία προσπέλαση στις 15/07/2024)

[15] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης

 https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria 

[16] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN: Lagos)

[17] City Population – Nigeria, Lagos

https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο