
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 4645/2023
11 Φεβρουαρίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C. S. N.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας δια του
Υπουργού Εσωτερικών
Υπηρεσία Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
-------------------
Α. Πλιάκα (κα) για κ. Δ. Κ. Ζησιμοπούλου (κα) για την Αιτήτρια
Σ. Πιτσιλλίδου (κα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Η Αιτήτρια είναι παρούσα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
A.A.AΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 15/11/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος της Νιγηρίας και κάτοχος διαβατηρίου με ημερομηνία έκδοσης την 05/01/2022 και ημερομηνία λήξης την 04/01/2027, η οποία στις 24/02/2022 εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Δύο μήνες αργότερα εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 07/04/2022 αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στις 26/10/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και στη συνέχεια στις 02/11/2023 αρμόδιος λειτουργός, συνέταξε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματός της. Ακολούθως, στις 08/11/2023 συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της ενώπιον του τεθείσας εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια μέσω επιστολής ημερομηνίας 15/11/2023, την οποία και προσέβαλε υποβάλλοντας εμπρόθεσμα την παρούσα προσφυγή
Με την αίτηση ακυρώσεως αλλά και την γραπτή αγόρευση της συνηγόρου της, η Αιτήτρια προβάλλει αριθμό νομικών ισχυρισμών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς την οποιαδήποτε εξειδίκευση και υπαγωγή σε πραγματικά γεγονότα, κατά παράβαση του διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που προνοούν για πλήρη αιτιολογία των νομικών σημείων προς υποστήριξη του αιτήματός για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Γενικότερα υποστηρίζουν ότι προσβαλλόμενη απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή στηρίχθηκε επί πεπλανημένων κριτηρίων και/ή βάσεως και/ή δεν λήφθηκε με καλή πίστη. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με την χρηστή διοίκηση και τις νομολογιακά καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και συνιστά άνιση μεταχείριση και δυσμενή διάκριση σε βάρος της Αιτήτριας.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Εισηγούνται περαιτέρω, ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης όπως προβλέπεται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ούτε όμως και απέδειξε ότι μπορεί να τύχει της χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του ίδιου Νόμου.
Σε κάθε περίπτωση στο στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου η συνήγορος της Αιτήτριας περιορίστηκε στην προώθηση της κατ’ ισχυρισμό μη δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ' ων η αίτηση, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης παρά του ότι ούτε αυτός ο ισχυρισμός της αναπτύσσεται δεόντως στη γραπτή της αγόρευση, εγκαταλείποντας όλους τους λοιπούς ισχυρισμούς τους οποίους και απορρίπτω χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω αναφορά.
Δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που η Αιτήτρια προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της νόμιμης άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τον μοναδικό προωθούμενο από την Αιτήτρια ισχυρισμό προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Με την αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια ανέφερε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της καθότι από τη στιγμή που απεβίωσε ο πατέρας της, ο θείος της, απέσπασε όλη την πατρική περιουσία με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται οικογενειακώς να επιβιώνουν και στη συνέχεια την απείλησε για θανάτωσή της, όπως είχε σκοτώσει και τον πατέρα της, εάν δεν παντρευόταν τον κατά πολύ μεγαλύτερό της και πλούσιο άνδρα που ο ίδιος της υποδείκνυε. Η Αιτήτρια αρνούμενη να συνάψει το σχετικό γάμο αναγκάστηκε να διαφύγει για να σώσει τη ζωή της από τις απειλές του θείου της.
Στα πλαίσια της συνέντευξής της από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι κατάγεται από την πόλη Owerri της τοπική κυβερνητικής περιοχής (LGA) Owerri West στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας και διέμεινε εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, εκτός από ένα ολιγοήμερο διάλλειμα προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της και ενόσω προετοίμαζε τα απαραίτητα έγγραφα για το ταξίδι της. Δήλωσε ότι είναι κάτοχος πτυχίου διοίκησης επιχειρήσεων από το Πανεπιστήμιο της πολιτείας Imo, με έτος αποφοίτησης το 2011 καθώς επίσης ομιλεί Αγγλικά και Igbo. Περαιτέρω, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν υποχρεωμένη να υπηρετήσει για ένα χρόνο στο στρατό στην πολιτεία Cross River. Όσον αφορά την εργασία της η ίδια δήλωσε πως είχε τη δική της επιχείρηση κομμωτηρίου στην Owerri. Η Αιτήτρια, επίσης, ανέφερε πως ο πατέρας της απεβίωσε το 2013, ενώ η μητέρα και τα τέσσερα αδέλφια της διαμένουν στο Owerri και η ίδια διατηρεί επικοινωνία μόνο με τη μητέρα της. Δεν διαθέτει κανέναν άλλο συγγενή ούτε εντός ούτε εκτός Νιγηρίας.
Σχετικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της επανέλαβε όσα είχε καταγράψει στην αίτησή της για διεθνή προστασία. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε πως μετά τον θάνατο του πατέρα της, ο θείος της επιθυμούσε όπως την εξαναγκάσει σε γάμο με άνδρα πολύ μεγαλύτερο της, κάτι που η ίδια αρνήθηκε και άρχισε να δέχεται απειλές κατά της ζωής της από τον θείο της. Η ίδια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της βρίσκοντας καταφύγιο σε φιλικό σπίτι στην ίδια περιοχή, ωστόσο ο θείος της την ανακάλυψε και την εξανάγκασε να επιστρέψει στο σπίτι με σκοπό να την παντρέψει με τον συγκεκριμένο άνδρα, αντικανονικά. Ο εν λόγω κύριος την κακοποιούσε σωματικά και σεξουαλικά και την απειλούσε πως θα τη σκοτώσει εάν δεν τον υπάκουε. Ως εκ των άνω η Αιτήτρια ζήτησε βοήθεια από έναν φιλικό της πρόσωπο στην Γκάνα ώστε να διαφύγει, όπως και έπραξε.
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων η Αιτήτρια ανέφερε, σε σχέση με το θάνατο του πατέρα της, πως αυτός ήταν άρρωστος ωστόσο δε γνώριζε την ασθένειά του. Όταν, όμως, κλήθηκε από το λειτουργό να εξηγήσει τι εννοούσε κατά τις προηγούμενες δηλώσεις της αναφέροντας ότι ο θείος της είχε σκοτώσει τον πατέρα της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι πιθανόν ο θείος της το έπραξε λόγω της περιουσίας, αφού μετά το θάνατό του ο θείος της, οικειοποιήθηκε όλη την περιουσία του πατέρα της. Αναφορικά με τον εξαναγκαστικό γάμο από το θείο της, η Αιτήτρια δήλωσε πως ξαφνικά μία ημέρα την ενημέρωσε σχετικά αναφέροντας πως ως «αρχηγός» της οικογένειας είχε δικαίωμα να το πράξει. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι γνώριζε πως ο θείος της έλαβε χρήματα για τη σύναψη του εν λόγω γάμου. Κατά την πρώτη διαφυγή της ώστε να αποφύγει τον γάμο η Αιτήτρια μετέβη σε ένα φιλικό της πρόσωπο, ωστόσο ο θείος της την εντόπισε, μέσω κάποιων ανδρών επειδή το Owerri είναι μικρή πόλη. Κληθείσα να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες ανέφερε ότι την εξανάγκασαν να επιστρέψει και παρά τις εκκλήσεις της για βοήθεια κανένας δεν την βοήθησε. Σε σχέση με το γάμο της, η Αιτήτρια ανέφερε πως δεν γνώριζε τον εν λόγω άνδρα, αλλά ήταν φίλος του θείου της, 51 ετών και διαζευγμένος, ενώ χρονικά τοποθέτησε το συμβάν στις αρχές του 2021. Κατά τα λεγόμενά της, συνήφθη παραδοσιακός γάμος παρά τη θέλησή της, ωστόσο με αυτό τον τρόπο -κατά τη δήλωσή της- δε θεωρείται επισήμως σύζυγός του. Σχετικά με την κακοποίησή της δήλωσε πως υφίσταντο κάθε φορά που αρνιόταν να συνευρεθεί μαζί του. Σχετικά με τις απειλές ανέφερε πως αρχικά δεχόταν απειλές από το θείο της και έπειτα από τον εν λόγω άνδρα. Τέλος, όσον αφορά την διαφυγή της, κλήθηκε να εξηγήσει πως τα κατάφερε και η ίδια δήλωσε ότι μία ημέρα περί τον Δεκέμβριο του 2021, οπότε και δεν ήταν κλειδωμένες οι πόρτες διέφυγε με λεωφορείο για την περιοχή Accra στην Γκάνα όπου ευρισκόταν το φιλικό της πρόσωπο όπου διέμεινε περί τους δύο μήνες και μόλις ήταν έτοιμα τα ταξιδιωτικά της έγγραφα αναχώρησε από τη Νιγηρία.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης, η ίδια δήλωσε πως φοβάται πως θα την εντοπίσει, ενώ αναφορικά με το ενδεχόμενο επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της δήλωσε πως οι αρχές της χώρας θα της επιτρέψουν την είσοδο.
Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση εξετάζοντας την αξιοπιστία της Αιτήτριας, αποδέχτηκε τον ισχυρισμό της αναφορικά με την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας (πρώτος ισχυρισμός), πλην όμως απέρριψε τον ισχυρισμό της περί απειλών από τον άνδρα που την εξανάγκασε ο θείος της να παντρευτεί (δεύτερος ισχυρισμός). Πιο συγκεκριμένα, ο λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τον ισχυρισμό της με αποτέλεσμα όσα ανέφερε να μην είναι ικανοποιητικά ώστε να στοιχειοθετηθεί η εσωτερική της αξιοπιστία. Περαιτέρω, αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία ο λειτουργός ανέφερε ότι τα όσα η Αιτήτρια δήλωσε αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο των λεγομένων της και δε δύναται η έρευνα σε εξωτερικές ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός μετά από έρευνα κατέληξε ότι η Αιτήτρια δεν κινδυνεύει να εκτεθεί -σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής- σε δίωξη ή σοβαρή σωματική βλάβη. Στα πλαίσια της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός έκρινε πως οι λόγοι αυτοί δεν δύνανται να την καταστήσουν δικαιούχο προσφυγικού καθεστώτος δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000) και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, ούτε όμως και δικαιούχο καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) του ως άνω Νόμου, το δε αρμόδιο, δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την εισήγηση και απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας.
Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού βάσει των δηλώσεων που η Αιτήτρια προέβαλε κατά την προφορική της συνέντευξη, ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τη χώρα καταγωγής, την ταυτότητα, τα προσωπικά της στοιχεία και την χώρα καταγωγής της.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού που αφορά την κατ' ισχυρισμό δίωξη της Αιτήτριας από τον άνδρα που την εξανάγκασε ο θείος της να παντρευτεί υπό τη μορφή απειλών, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίνονται γενικόλογες και σε κάποια σημεία αντιφατικές, ενώ χαρακτηρίζονται από έλλειψη επαρκών και ικανοποιητικών λεπτομερειών. Η Αιτήτρια, κατά τις διευκρινιστικές ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν από το λειτουργό, είχε την ευκαιρία να προβάλλει όλες τις πτυχές του ισχυρισμού της και να δημιουργήσει μία σφαιρική εικόνα όσων βίωσε και την εξανάγκασαν όχι μόνο να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της αλλά και να αναζητήσει διεθνή προστασία. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες σε σχέση με τη δήλωσή της ότι ο θείος της είχε σκοτώσει τον πατέρα της, αντιθέτως δήλωσε πως ο πατέρας της ήταν άρρωστος και απεβίωσε λόγω της ασθένειας του στο νοσοκομείο. Μάλιστα, όταν της ζητήθηκε να αποσαφηνίσει την ανάμειξη του θείου της στο θάνατό του ανέφερε πολύ γενικά πως πιθανόν το είχε πράξει για να μπορέσει να καρπωθεί την περιουσία. Επίσης, γενικόλογες ήταν οι δηλώσεις της όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο εξαναγκάστηκε από τον θείο της να παντρευτεί τον εν λόγω γηραιότερο άνδρα. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει το λόγο για τον οποίο ο θείος της επιθυμούσε αυτό το γάμο ούτε και κάποια άλλη λεπτομέρεια σχετικά με αυτό. Περαιτέρω, πολύ γενικά δήλωσε και τον τρόπο που την εντόπισαν κάποιοι άνδρες και την επέστρεψαν στο θείο της όταν το είχε σκάσει για πρώτη φορά αναφέροντας απλώς πως την εντόπισαν στο δρόμο, ενώ εξίσου γενικά χωρίς λεπτομέρειες δήλωσε πως είχε τελεστεί μεν γάμος αλλά παραδοσιακός με αποτέλεσμα να μην θεωρείται σύζυγός του σήμερα. Η Αιτήτρια όταν κλήθηκε να αναφέρει λεπτομέρειες σχετικά με την κακοποιητική σχέση που διατηρούσε με τον εν λόγω άνδρα, παρουσιάζεται και πάλι με απαντήσεις ελλιπείς σε λεπτομέρειες, αφού δήλωσε πως την κακοποιούσε όποτε αυτή αρνιόταν να συνευρεθεί μαζί του και πως οι φορές που κακοποιήθηκε ήταν αμέτρητες. Οι απαντήσεις της Αιτήτριας εκτός από γενικές και συνοπτικές, στερούνται και βιωματικού χαρακτήρα των όσων κατ’ ισχυρισμών υπέστη. Το ίδιο γενικόλογη ήταν και η περιγραφή της αναφορικά με τον τρόπο που διέφυγε για δεύτερη φορά και διέμεινε στην Γκάνα στη φίλη της έως ότου αναχωρήσει από τη χώρα καταγωγής της.
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η Αιτήτρια, κατά την ενώπιον μου διαδικασία, και εκπροσωπούμενη δια συνηγόρου παραλείπει να επιχειρήσει οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχειοθέτηση της υπόθεσής της και να καλύψει τα κενά που οι Καθ' ων η αίτηση επεσήμαναν κατά την αξιολόγηση των δηλώσεών της. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο, καθιστώντας την όποια περαιτέρω έρευνα εκ του περισσού, εφόσον ουδέν συγκεκριμενοποιείται από την ίδια.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο/Η Αιτητής/τρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομικής διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η Αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημα για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της Αιτητή/τρια, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Επί τούτου η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίζεται, επί της παρούσας, ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Μελετώντας τον διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση, αντίθετα στον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας, τον οποίο απορρίπτω, συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και, στη βάση αυτών, εξέδωσαν αιτιολογημένη απόφαση. Συνεπώς, από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου τα δεδομένα που προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών της, ορθά κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Ακόμη και σε περίπτωση που γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί δίωξής της υπό τη μορφή απειλών από τον άνδρα που την εξανάγκασε να παντρευτεί ο θείος της, επισημαίνεται πως η ίδια η Αιτήτρια δήλωσε ρητώς πως δεν τελέστηκε επίσημος γάμος αλλά μόνο παραδοσιακός και δε θεωρείται επισήμως σύζυγός του (ερυθρό 23 – 2Χ του διοικητικού φακέλου) και παράλληλα δεν αναφέρθηκε σε κανένα γεγονός που να την έθεσε προσωπικά σε κίνδυνο μετά τη δεύτερη διαφυγή της και έως ότου αναχωρήσει από τη Νιγηρία, ενώ οι αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν την είσοδο, γεγονός που καταδεικνύει ότι η Αιτήτρια δεν αντιμετωπίζει βάσιμο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της.
Επιπλέον, έχει πλέον νομολογηθεί ότι «δεν είναι επαρκές για αιτητή διεθνούς προστασίας, προς ευόδωση της αίτησής του, να επικαλείται φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του προκαλούμενο από ιδιωτικούς φορείς, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί οποιοδήποτε γεγονός προς τούτο και αναμένοντας από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές να διεξάγουν εξ ιδίων έρευνα ώστε να εξιχνιάσουν τα γεγονότα επαλήθευσης ή μη του ισχυρισμού του. Περαιτέρω, όταν ο κατ’ ισχυρισμόν φορέας δίωξης είναι μη κρατικός φορέας, τότε - κατά το Άρθρο 3Α (γ) των περί Προσφύγων Νόμων - δέον να διαπιστώνεται ότι οι κρατικές αρχές της χώρας καταγωγής του δεν μπορούν να τον προστατεύσουν επαρκώς [..]» (βλ. M.M.R. v Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΑΑΠ, Έφεση κατά απόφασης ΔΔΔΠ αρ. 5/2019, ημερομηνίας 04/10/2023). Εν προκειμένω, η Αιτήτρια προέρχεται από τη Νιγηρία χώρα η οποία συγκαταλέγεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με την ΚΔΠ 191/24 εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.[1]
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω επίσης ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του N.6(I)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ.Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ). Η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει οποιοδήποτε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής υπό τα άρθρα 19(2)(α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 19(γ) του Νόμου, κατά πόσο υφίσταται ένοπλη σύρραξη στη Νιγηρία και συγκεκριμένα στην πόλη Owerri, της πολιτείας Imo την οποία η Αιτήτρια δήλωσε ως τόπο καταγωγής και τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής, αφού εκεί διέμενε για όλη της τη ζωή, κατόπιν έρευνας του Δικαστηρίου από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Εvent Data Project), κατά το διάστημα 30/12/2023 μέχρι και 27/12/2024, καταγράφηκαν συνολικά 100 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 138 ανθρώπινες απώλειες. Ειδικότερα, 49 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 102 θύματα), 29 ως περιστατικά βίας κατά των πολιτών (με 34 θύματα), 18 ως διαδηλώσεις (με κανένα θύμα), 3 ως εξεγέρσεις/ταραχές (με 2 θανάτους) και 1 καταγράφηκε ως εκρήξεις/περιστατικό απομακρυσμένης βίας (με κανένα θύμα).[2] O εκτιμώμενος πληθυσμός σύμφωνα με την τελευταία επίσημη καταμέτρηση το 2022 ανέρχεται για την πολιτεία Imo σε 5.459.300 κατοίκους.[3]
Ειδικότερα, για την πόλη Owerri, στην ίδια βάση δεδομένων εντοπίζονται τα εξής στοιχεία: κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα καταγράφηκαν συνολικά 16 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 13 ανθρώπινες απώλειες. Εξ αυτών τα 5 καταγράφηκαν ως μάχες (με 11 θύματα), τα 2 ως περιστατικά βίας κατά των πολιτών (με 2 θύματα) και τα 9 ως διαδηλώσεις (με κανένα θύμα).[4]
Εφόσον από τις αντληθείσες πληροφορίες δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Ν¨ομου, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περστάσεων της Αιτήτριας για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας¨όπως αυτή απορρέει από τη νομολογία του ΔΕΕ.
Κρίνω, υπό τις περιστάσεις και στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε πλήρως, η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του ίδιου Νόμου. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί δίωξης της, υπό μορφή απειλών, από τον άνδρα που την εξανάγκασε ο θείος της να παντρευτεί, στοιχειοθετεί την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς που δεν σχετίζεται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
[1] Βλ. Άρθρο 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί
[2] ACLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/
[βλ. Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 30/12/2023 – 27/12/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Nigeria - Imo State], (accessed on 02/01/2025)
[3] City Population [Nigeria - Ιmo State]
https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA017__imo/ (accessed on 02/01/2025)
[4] ACLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/
[βλ. Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 30/12/2023 – 27/12/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Nigeria - Imo State - Owerri], (accessed on 02/01/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο