
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
28 Φεβρουαρίου 2025
[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
L.E
Αιτήτρια
-και-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
....................
Γ.Κωνσταντινίδου (κα) για Μ. Παπαλοίζου (κος), Δικηγόρος της Αιτήτριας
Π. Βρυωνίδου (κα), δικηγόρος για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Αιτήτρια παρούσα
(M. Nars (κος), μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.
Α. Χατζησάββα (κος), μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 02/07/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 11/08/2022, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής της για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.
Γεγονότα
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 18/12/2018. Στις 26/05/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, εφεξής EUAA). Στις 26/05/2022, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας στις 02/07/2022. Στις 08/08/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 11/08/2022.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο συνήγορος της Αιτήτριας, στην προσφυγή την οποία κατέθεσε προέβαλε πλήθος λόγων ακυρώσεων τους οποίους ωστόσο δεν ανέπτυξε δια της γραπτής του αγόρευσης. Με τη Γραπτή του Αγόρευση προωθεί ως λόγους ακύρωσης της επίδικης πράξης: (1) η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι εσφαλμένη ως αποτέλεσμα μιας καθόλα αντινομικής διαδικασίας, (2) έλλειψη δέουσας έρευνας, και (3) την ελλιπή εξέταση των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου σε συνάρτηση με τα περιστατικά και γεγονότα της παρούσας προσφυγής.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν ότι οι εγειρόμενοι λόγοι προσφυγής δεν προβάλλονται σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποδεικνύουν δε ότι όσοι λόγοι προσφυγής δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας οφείλουν να θεωρηθούν νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και συνεπώς ως μη δεκτικοί εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο. Στο πλαίσιο της αντίκρουσης των προωθούμενων από την Αιτήτρια λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, οι Καθ'ων η αίτηση υποστηρίζουν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και πως η επίδικη πράξη να είναι δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες.
Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων της Αιτήτριας και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ΄ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997].
Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου, εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί η Αιτήτρια, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).
Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Η Αιτήτρια θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στην ίδια και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).
Εν προκειμένω παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον η Αιτήτρια δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής της, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]
Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της EUAA αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, παρατηρώ ότι κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα εξαιτίας του πολέμου μεταξύ του στρατού και των Amba και ότι ο στρατός σκοτώνει τη νεολαία αδιακρίτως. Πρόσθεσε, ότι ο πατέρας της εργαζόταν στην εταιρεία CDC, τον προειδοποίησαν να μην εργαστεί αλλά ο ίδιος πήγε, με αποτέλεσμα η μητέρα της, η Αιτήτρια και ο υιός της διέφυγαν και η μητέρα της μαζί με τον υιό της βρίσκονται σε θαμνώδη περιοχή.
Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής της συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ως τόπο γέννησης της τη πόλη Kumba και ως τόπο συνήθους διαμονής της τη πόλη Tiko. Είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και διαθέτει εργασιακή εμπειρία. Η Αιτήτρια έχει ένα ανήλικο υιό, ο οποίος διαμένει με τη μητέρα της στη πόλη Tiko και με τους οποίους έχει επικοινωνία. Ο πατέρας της Αιτήτριας απεβίωσε από ασθένεια και έχει μια αδελφή, η οποία διαμένει στη Muea.
Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια, δήλωσε ότι η μητέρα της εργαζόταν στην εταιρεία CDC και κατά ή περί το έτος 2017, λόγω της κρίσης αναγκάστηκε από τους Ambazonians να σταματήσει την εργασία της, οι οποίοι τους απείλησαν να φύγουν από τις εγκαταστάσεις τους διαφορετικά θα τους σκότωναν. Ερωτηθείσα τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της απάντησε ότι μπορεί να χάσει τη ζωή της. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της περίπου ένα έτος μετά το περιστατικό με τους Ambazonians και ότι οι Ambazonians από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της ενόχλησαν δυο φορές την μητέρα της, ζητώντας λύτρα. Δήλωσε ότι η μητέρα της ήταν επιστάτης στην εταιρεία CDC, η πρώτη προειδοποίηση που δέχθηκε από τους Ambazonians για να σταματήσει να εργάζεται ήταν το 2017, η μητέρα της Αιτήτριας της ανέφερε ότι ήταν σαν να απειλούσαν τη ζωή της και σταμάτησε να εργάζεται το ίδιο έτος. Η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι οι Ambazonians ζήτησαν λύτρα από την μητέρα πριν αλλά και μετά που σταμάτησε να εργάζεται, διότι ήθελαν να αγοράσουν όπλα και εάν δεν έδινε τα χρήματα θα άρπαζαν τον υιό της Αιτήτριας. Κληθείσα να σχολιάσει πως επηρεάστηκε η ζωή της Αιτήτριας από τους Ambazonians ώστε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, απάντησε ότι επηρεάζουν τη ζωή τους αρχικά στην εκπαίδευση, διότι τα σχολεία είναι κλειστά και δεύτερον δεν είναι ασφαλές να ταξιδέψεις και δεν σέβονται τις εθνικές γιορτές. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι η ζωή τους απειλήθηκε από τους Ambazonians επειδή ήθελαν την νεολαία να ενταχθεί στους αγώνες τους αλλά η μητέρα της δεν ήθελε. Ισχυρίστηκε ότι το 2017 ήθελαν να συμμετάσχει η Αιτήτρια στους αγώνες τους, διότι ήταν ευθύνη της νεολαίας να συνεισφέρουν στους αγώνες στο Καμερούν.
Ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και ο δεύτερος ισχυρισμός ότι η μητέρα της Αιτήτριας εργαζόταν στην εταιρεία CDC και αναγκάστηκε από τους Ambazonians να σταματήσει να εργάζεται και δέχθηκε απειλές από αυτούς. Ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA έκρινε αξιόπιστο τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, καθότι έκρινε ότι τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία στοιχειοθετούνται. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός επιβεβαίωσε μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της.
Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, σε σχέση με την εσωτερική του αξιοπιστία, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν ασυνεπείς, ασαφείς και χωρίς λεπτομέρειες. Αναφορικά με το γεγονός ότι η μητέρα της αναγκάστηκε από τους Ambazonians να σταματήσει την εργασία της, οι δηλώσεις της ήταν ασαφείς, δεν ήταν σε θέση να τοποθετήσει χρονικά το περιστατικό, ούτε παρείχε λεπτομέρειες για το τι συνέβη επακριβώς εκείνη τη περίοδο καθώς και τις συνθήκες του περιστατικού. Αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκαν από τους Ambazonians, οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν γενικές, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονολογικά πότε έγιναν, παρά μόνο ότι συνέβη γύρω στο 2016-2017,και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τις απειλές, δηλώνοντας αόριστα ότι είπαν στη μητέρα της να μην εργάζεται διότι δεν ήθελαν τίποτα σχετικό με τη κυβέρνηση στη περιοχή. Δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τις επιπτώσεις που είχε το γεγονός, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός επιβεβαίωσε μέσω πηγών την επιθετική στάση των Ambazonians σε εργαζόμενους της εταιρείας CDC, το αντίκτυπο της αγγλόφωνης κρίσης στις αγγλόφωνες περιοχές όπου υπάρχουν εργαζόμενοι της εταιρείας, ωστόσο λόγω της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας της Αιτήτριας, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, συμπεριλαμβανομένης της χώρας καταγωγής της και του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής της, την πόλη Tiko, υπάρχει εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να εκτεθεί σε μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19 (2)(β). Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν, κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της και τις προσωπικές της περιστάσεις, ότι η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής της και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού όσο και τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.
Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση περί της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Γενικότερα οι απαντήσεις της Αιτήτριας στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού ήταν αόριστες, ασαφείς, χωρίς να είναι σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες. Ως εκ τούτου φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως σημεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας και ως εκ τούτου δεν εντοπίζω λόγο διαφοροποίησης. Ειδικότερα, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά πότε αναγκάστηκε η μητέρα της από τους Ambazonians να σταματήσει να εργάζεται αλλά και πότε δέχθηκαν απειλές από τους Ambazonians. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης της αναφέρεται στη περίοδο 2016-2017, χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένη περίοδο, γεγονός που πλήττει την αξιοπιστία της καθότι εξαιτίας των συγκεκριμένων περιστατικών εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 26/09/2024, κληθείσα να αποσαφηνίσει την αντίφαση που παρατηρήθηκε στη αίτηση της, ήτοι ότι ο πατέρας της εργαζόταν στην εταιρεία CDC, ενώ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της δήλωσε ότι ήταν η μητέρα της, η Αιτήτρια απάντησε ότι εργάζονταν και οι δυο, στοιχείο το οποίο ουδέποτε αναφέρθηκε από την Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της. Περαιτέρω, κατά την ακροαματική διαδικασία επανέλαβε τα όσα ανέφερε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της, χωρίς να παρέχει λεπτομέρειες. Δήλωσε ότι η μητέρα της δεν εργάζεται σήμερα στην εν λόγω εταιρεία και ότι η ίδια και ο ανήλικος υιός της συνεχίζουν να διαμένουν στη πόλη Tiko. Επιπλέον, ανέφερε ότι η κατάσταση εκεί δεν είναι τόσο άσχημη συγκριτικά με τότε. Ο ισχυρισμός της περί ένταξης της στους Ambazonians, δεν εξειδικεύεται, αντιθέτως, οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν γενικές, αναφερόμενη στη νεολαία χωρίς οποιαδήποτε σύνδεση της ιδίας με γεγονότα και στοιχεία. Ως περαιτέρω διαπιστώνω, οι δηλώσεις της σε σχέση με τις απειλές που δέχθηκαν από τους Ambazonians στερούνται εξειδίκευσης, παραστατικότητας και λεπτομερειών. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν δύναται να γίνει αποδεκτός καθώς δεν στοιχειοθετείται λόγω έλλειψης βασικών πληροφοριών.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, το παρόν Δικαστήριο συντάσσεται με τις εξωτερικές πηγές που ανευρέθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση και κατόπιν επικαιροποιημένης έρευνας, η εταιρεία CDC, μεταξύ της περιόδου 2021-2022, στις περιφέρειες Littoral και Southwest παρουσίασε μείωση του εργατικού δυναμικού της κατά 34,7%, 5.518 άτομα προσωπικό αποχώρησαν από την εταιρεία κατά την υπό εξέταση περίοδο, με την εταιρεία να αποδίδει αυτή τη «σημαντική και συνεχή μείωση» του εργατικού δυναμικού στην «κρίση ασφαλείας που ήρθε με την αγγλόφωνη σύγκρουση». Από την έναρξη της σύγκρουσης στα τέλη του 2016, οι εγκαταστάσεις και οι εργαζόμενοι της CDC έγιναν στόχοι αυτονομιστών μαχητών. Περιστατικά όπως η αποτέφρωση μονάδων συσκευασίας της εταιρείας, η μετατροπή φυτειών σε στρατόπεδα βάσης των αυτονομιστών και επιθέσεις που είχαν ως αποτέλεσμα σοβαρούς τραυματισμούς ή θανάτους εργαζομένων έχουν ταλαιπωρήσει την εταιρεία. Η ανασφάλεια προκάλεσε τη διακοπή των εργασιών της εταιρείας στα μέσα του 2018, για να συνεχιστεί σχεδόν δύο χρόνια αργότερα.[2] Σημειώνεται ότι τα περιστατικά βίας κατά των υπαλλήλων της εταιρείας CDC είναι ευρέως γνωστά και διαδεδομένα λόγω του υψηλού προφίλ της Εταιρείας. Ειδικότερα, από την έρευνα του Δικαστηρίου προκύπτουν τα ακόλουθα:
1. 10 Φεβρουαρίου 2023: Πέντε εργαζόμενοι του CDC σκοτώθηκαν και άλλοι 44 τραυματίστηκαν όταν ένοπλοι άνδρες επιτέθηκαν σε λεωφορείο που μετέφερε εργάτες σε φυτεία μπανάνας κοντά στο Tiko. Την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβε το Διοικητικό Συμβούλιο της Ambazonia[3]
2. Ιανουάριος 2022: Εννέα εργαζόμενοι του CDC απήχθησαν από το Sonne/Likomba Rubber Estate κοντά στο Tiko από ένοπλους που ταυτοποιήθηκαν ως Φρουροί της Επανάστασης της Ambazonia. Οι εργάτες κρατήθηκαν για δέκα ημέρες, κατά τις οποίες βασανίστηκαν και αναγκάστηκαν να μεταφέρουν όπλα για τους αυτονομιστές.[4]
3. Νοέμβριος 2018: Έξι εργαζόμενοι του CDC σε φυτεία καουτσούκ κοντά στο Tiko δέχθηκαν επίθεση από αυτονομιστές μαχητές, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν σοβαρά, μεταξύ των οποίων και ακρωτηριασμός δακτύλων[5].
4. 10 Φεβρουαρίου 2023: Πέντε εργαζόμενοι σε φυτείες μπανανών του CDC σκοτώθηκαν και αρκετοί άλλοι τραυματίστηκαν όταν ένοπλοι αυτονομιστές επιτέθηκαν στο όχημά τους στη Νοτιοδυτική περιοχή. Η επίθεση φέρεται να ήταν απάντηση στο γεγονός ότι οι εργάτες δρούσαν κατά τη διάρκεια ενός lockdown που επιβλήθηκε από τους αυτονομιστές.[6]
Ωστόσο, μετά από διεξοδική έρευνα του Δικαστηρίου, δεν διαπιστώθηκε καμία επίθεση κατά υπαλλήλων της Εταιρείας το 2017, όπως ισχυρίστηκε η Αιτήτρια (βλ.ερ.39 δ.φ.). Σημειώνεται ότι το 2017, η αγγλόφωνη κρίση στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν κλιμακώθηκε, οδηγώντας σε σημαντικές αναταραχές και βία. Αν και συγκεκριμένες επιθέσεις σε υπαλλήλους της Cameroon Development Corporation (CDC) δεν καταγράφηκαν ευρέως εκείνο το έτος, η περίοδος αυτή σηματοδότησε την έναρξη των εχθροπραξιών που αργότερα θα επηρέαζαν τις επιχειρήσεις και το προσωπικό της εταιρείας. Δεδομένου ωστόσο ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας αποτελεί τον πυρήνα της υπόθεσής της, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν υποστηρίζεται από διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης. Σε κάθε περίπτωση και ως εξάλλου λέχθηκε από τον συνάδελφο δικαστή κ Χριστοφόρου στην Ε.Α.Α.Η. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου αρ.4660 ημερ. 30.09.2022 συμπέρασμα το οποίο και υιοθετώ « όταν το αφήγημα ενός Αιτητή παρουσιάζει κενά, αντιφάσεις ελλείψεις λεπτομερειών και ως αποτέλεσμα στερείται εσωτερικής συνέπειας και αξιοπιστίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ο Αιτητής αξιόπιστος μόνο και μόνο επειδή παρόμοια περιστατικά στα οποία αναφέρθηκε επιβεβαιώνονται από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης»
Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CJEU) έχει επαναλάβει τη σημασία της εξωτερικής πληροφόρησης στην αξιολόγηση των αιτήσεων ασύλου. Ειδικότερα, στην υπόθεση C-277/11, M.M. v. Minister for Justice, Equality and Law Reform (2012), το ΔΕΕ τόνισε ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να εξετάζουν εξονυχιστικά όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών για τις συνθήκες στη χώρα προέλευσης.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECtHR), όπως η υπόθεση F.G. v. Sweden (2016)[7], επισημαίνουν ότι οι εθνικές αρχές έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν τον ατομικό κίνδυνο επιστροφής λαμβάνοντας υπόψη αντικειμενικές εκθέσεις για τη χώρα προέλευσης. Δεδομένης της απουσίας αποδείξεων για επιθέσεις κατά υπαλλήλων του CDC το 2017 και της έλλειψης τεκμηρίωσης του ισχυρισμού της Αιτήτριας, το Δικαστήριο καταλήγει ομοίως στο συμπέρασμα ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων νομικών και αποδεικτικών προϋποθέσεων.Σε κάθε περίπτωση, η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας δεν εδραιώνεται. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η Αιτήτρια, κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επιβεβαίωσε πως η μητέρα της σταμάτησε να εργάζεται στην εταιρεία CDC από το έτος 2017. Ως εκ τούτου, δεν παρατηρείται καμία σχέση της οικογένειας με την εν λόγω εταιρεία.
Φρονώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση ως προς τις ασυνέπειες και γενικότητες, οι οποίες προκύπτουν από τα λεγόμενα της και ως εκ τούτου ορθώς πλήττεται η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού της λόγω έλλειψης εσωτερικής συνέπειας, αλλά και έλλειψης επαρκών πληροφορίων. Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται η αίτηση διεθνούς προστασίας να είναι τεκμηριωμένη και να περιλαμβάνει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή της προβάλλοντας μια τεκμηριωμένη προσωπική εμπειρία.
Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις της δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς της την απαραίτητη ευλογοφάνεια ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους. Αναφερόμενη σε καταστάσεις που κατ' ισχυρισμόν έχει βιώσει η ίδια και την ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, θα ήταν αναμενόμενο οι περιγραφές της να περιλάμβαναν πληροφορίες και λεπτομέρειες που να παραπέμπουν σε προσωπικές εμπειρίες. Αντίθετα, στις απαντήσεις της εντοπίζονται σημαντικές ασάφειες που αφορούν ουσιαστικές και σημαντικές πληροφορίες του αφηγήματος της, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες όπως τις απειλές που δέχθηκε από τους Ambazonians. Όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν σοβαρούς λόγους να αμφισβητηθεί η αλήθεια της αξίωσης των αιτούντων άσυλο, το άτομο πρέπει να παρέχει ικανοποιητική εξήγηση για τις εικαζόμενες ανακρίβειες[8] σε αυτές τις υποβολές, κάτι το οποίο δεν προκύπτει στην παρούσα περίπτωση της Αιτήτριας.
Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεων της, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, οδηγούν στο συμπέρασμα πως η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό της.
Σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»).
Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της Αιτήτριας περί κινδύνου από τους Ambazonians ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της και του κλονισμού της αξιοπιστίας της, λόγω ουσιωδών ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν τόσο στην συνέντευξη που έδωσε όσο και κατά την ενώπιον μου διαδικασία. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).
Τονίζεται παράλληλα ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης ή σοβαρής βλάβης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Βεβαίως η Αιτήτρια δεν είναι υποχρεωμένη να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών της, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή της να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ναι μεν τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλόμενων από της Αιτήτρια ουσιωδών ισχυρισμών και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφασή τους, όμως στην περίπτωση που δεν έχουν προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοίκησης, ουσιώδεις, υπό την ανωτέρω έννοια, ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου.
Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[9] , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[10]. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής.[11] Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε η Αιτήτρια συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές της περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε η Αιτήτρια εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα της που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.
Ομοίως, κατά την ακροαματική διαδικασία της 26/09/2024, δόθηκε στην Αιτήτρια η ευκαιρία να αναπτύξει και να τεκμηριώσει το αφήγημά της, κάτι που απέτυχε να πράξει. Στην Αιτήτρια υποβλήθηκαν εκ νέου ερωτήματα ανοικτής φύσεως, δίνοντάς της τη δυνατότητα να παραθέσει πληροφορίες που θα στήριζαν το αίτημά της. Αντ’ αυτού, υπέπεσε σε ανακολουθίες και, σε αρκετές περιπτώσεις, δεν ήταν σε θέση να δώσει σαφή απάντηση με πληροφορίες και περιεχόμενο που να ανταποκρίνονται στο ερώτημα που της τέθηκε. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η Αιτήτρια δεν παρουσίασε περαιτέρω στοιχεία ή μαρτυρία που να καλύπτουν τις ελλείψεις και αντιφάσεις που εντοπίστηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση, οι εν λόγω ελλείψεις και αντιφάσεις παραμένουν. Συνεπώς, η κρίση της διοίκησης θεωρείται ορθή από το Δικαστήριο.( F.E.E. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αριθ. 2407/22, ημερ. 21.02.2023)
Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
Λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή της. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).
Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο της Αιτήτριας το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται η Αιτήτρια δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει η Αιτήτρια δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς της, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου.
Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει η Αιτήτρια, το οποίο δίδεται όταν ο αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji - Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τόπου καταγωγής της Αιτήτριας, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά (περιοχή Far North)∙ ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest ) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών.[12]
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε έκθεση αναφορικά με τις εξελίξεις στην κατάσταση ασφαλείας στην Κεντρική Αφρική, η οποία δημοσιεύτηκε στις 30 Μαΐου 2024 σημειώνει ότι «ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές φέρεται να συνέχισαν να διαπράττουν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών, απαγωγών και εκβιασμών για χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους. Αναφέρθηκαν επίσης υποτιθέμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις δυνάμεις ασφαλείας. Μέτρα «πόλη φάντασμα» επιβλήθηκαν από ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες περιορίζοντας την ελευθερία μετακίνησης και την πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες. Το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων ανέφερε ότι 246.354 παιδιά δεν μπόρεσαν να πάνε σχολείο από την έναρξη του σχολικού έτους 2023-2024 στις δύο περιοχές λόγω της ανασφάλειας. Περίπου 2.875 σχολεία από τα 6.970 που έχουν εντοπιστεί στις περιοχές αυτές παρέμειναν κλειστά από τον Σεπτέμβριο του 2023, κυρίως ως αποτέλεσμα των ενεργειών των ένοπλων αυτονομιστικών ομάδων. Συνολικά, εκτιμάται ότι 500.000 παιδιά είναι εκτός σχολείου λόγω της βίας με στόχο τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Κυβερνητικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του κλεισίματος κοινοτικών σχολείων που δεν τηρούν τις εθνικές εκπαιδευτικές απαιτήσεις, επιδείνωσαν την κατάσταση, καθώς τα σχολεία αυτά χρησίμευαν ως εναλλακτικές εκπαιδευτικές διεξόδους σε ορισμένες κοινότητες. Στην περιοχή του Άπω Βορρά, η Boko Haram και ομάδες απόσχισης συνέχισαν να παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των αμάχων.».[13]
Σύμφωνα με το Human Rights Watch σε έκθεση για την χώρα η οποία καλύπτει το έτος 2023, αναφέρεται πως το 2023, ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Η βία στις δύο αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνεχίστηκε για έκτη χρονιά, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Paul Biya δήλωσε τον Ιανουάριο ότι πολλές ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είχαν παραδοθεί και ότι η απειλή που αποτελούσαν είχε μειωθεί σημαντικά. Μέχρι τα μέσα του έτους, υπήρχαν πάνω από 638.000 εσωτερικά εκτοπισμένοι στις αγγλόφωνες περιοχές και τουλάχιστον 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάστηκαν ανθρωπιστική βοήθεια. Άμαχοι αντιμετώπισαν δολοφονίες και απαγωγές από ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες στην περιοχή του Άπω Βορρά, συμπεριλαμβανομένης της Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Οι αυτονομιστές μαχητές συνέχισαν να στοχεύουν αμάχους, αναγκάζοντας τους να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και εξαπολύοντας επιθέσεις γύρω από μεγάλα γεγονότα, όπως των εκλογών καθώς και του ανοίγματος των σχολείων την περίοδο του Σεπτεμβρίου. Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν στις αυτονομιστικές επιθέσεις, αποτυχαίνοντας συχνά να προστατεύσουν τους αμάχους σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές».[14]
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 21/02/2024 έως 21/02/2025, σημειώθηκαν στην περιφέρεια South West, όπου εμπίπτει η πόλη Tiko (τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας), 790 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 745 ανθρώπινες απώλειες. Συγκεκριμένα πρόκειται για 458 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 152 απώλειες), 277 μάχες (με 572 απώλειες), 26 ταραχές (με 5 απώλειες), 15 εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (με 16 απώλειες) και 14 διαμαρτυρίες (χωρίς απώλειες).[15] Σημειώνεται ότι στη πόλη Tiko σημειώθηκαν συνολικά, την ανωτέρω χρονική περίοδο, 9 περιστατικά ασφαλείας με 10 ανθρώπινες απώλειες.[16]
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Σημειώνεται ότι η Αιτήτρια είναι ενήλικας, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό να διατρέξει η Αιτήτρια ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland).
Ως προς τη θέση της Αιτήτριας ότι δεν έτυχε ιατρικής και ψυχολογικής εξέτασης, ως προς τον ισχυρισμό ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά στις κατεχόμενες περιοχές, ως απαιτεί το Άρθρο 15 του Περί Προσφύγων Νόμου, στην παρούσα περίπτωση αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τα ενώπιον του στοιχεία όπως αυτά προβλήθηκαν από την Αιτήτρια δεν έκρινε σκόπιμο να παραπέμψει την Αιτήτρια σε ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση. Επί τούτου σημειώνω ότι από το λεκτικό της παραγράφου 1 του Άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού ο οποίος εξετάζει την κάθε περίπτωση να παραπέμψει τον Αιτητή σε ιατρική ή ψυχολογική εξέταση. Το Άρθρο 15(1) προνοεί ως ακολούθως (η έμφαση του Δικαστηρίου):
«15.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά-
(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν και
(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.»
Συνεπώς, από το λεκτικό της παραγράφου 1 του Άρθρου 15 προκύπτει ότι τα εδάφια (α) και (β) αυτής συνιστούν σωρευτικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται ώστε να κληθεί ο αρμόδιος λειτουργός να εξετάσει κατά πόσο θα παραπέμψει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο. Έχω μελετήσει με προσοχή τα πρακτικά της συνέντευξης της Αιτήτριας και δεν έχω εντοπίσει οιαδήποτε ένδειξη που ενδεχομένως να υποδηλώνει δίωξη ή σοβαρή βλάβη που υπέστη η Αιτήτρια ούτε υπάρχει σύνδεση με τον πυρήνα του αιτήματος της, ούτως ώστε να χρήζει περαιτέρω εξέτασης. Περαιτέρω, στα ερυθρά 12-11 του διοικητικού φακέλου εντοπίζεται το έντυπο αναφοράς ειδικών αναγκών, ημερομηνίας 18/12/2018, όπου σημειώνεται ότι δεν έχει εντοπιστεί καμία εμφανής ειδική ανάγκη ή έχει δηλωθεί από την Αιτήτρια. Συνεπώς, κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τα ενώπιον του δεδομένα και στοιχεία ορθά δεν έκρινε σκόπιμη την παραπομπή της Αιτήτριας σε εξετάσεις από ιατρό ή ψυχολόγο εφόσον η Αιτήτρια δεν προέβαλε εμπεριστατωμένους ισχυρισμούς που να συνιστούν ένδειξη που ενδεχομένως υποδηλώνει δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή πιθανολογούμενη περίπτωση θύματος βασανιστηρίων κατά τρόπο που να πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις του Άρθρου 15(1).
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.
[2] Business in Cameroon, Agriculture, “CDC faces workforce exodus and financial strain amid ongoing Anglophone crisis”, 2/02/2024, διαθέσιμο σε: https://www.businessincameroon.com/agriculture/0202-13617-cdc-faces-workforce-exodus-and-financial-strain-amid-ongoing-anglophone-crisis [ημερομηνία πρόσβασης 26/02/2025]
[5] Releifweb- Armed Groups Attack Cameroon Plantation Workers 05/11/2018
https://reliefweb.int/report/cameroon/armed-groups-attack-cameroon-plantation-workers
[6] 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon
https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/
[7] F.G. v. Sweden (2016) (Application no. 43611/11)
[8] JK and Others v Sweden Αριθμός Υπόθεσης 59166/12 ημερ.23 Αυγούστου 2016 Παρ. 93
[9] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[10] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.
[11] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[12] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, Τελευταία Ενημέρωση: 21/01/2021, https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26/02/2025]
[13]UN Security Council (Author): The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa Report of the Secretary-General [S/2024/420], 30 May 2024, par. 39, file:///C:/Users/User/Downloads/n2414002.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 26/02/2025)
[14] HRW - Human Rights Watch: World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024, https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon [ημερομηνίας πρόσβασης 26/02/2025]
[15] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 21.02.2024 – 21.02.2025, REGION: Africa, COUNTRY: CAMEROON, ADMIN UNIT: Sud-Ouest) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26/02/2025]
[16]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 21.02.2024 – 21.02.2025, REGION: Africa, COUNTRY: CAMEROON, ADMIN UNIT: Sud-Ouest, LOCATION: Tiko) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26/02/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο