
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υποθ. Αρ.: 6637/2021
03 Φεβρουαρίου 2025
[Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΠ]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μ. Κ.
Αιτητής
και
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Αίτηση ημερομηνίας 12/01/2024 για προσαγωγή μαρτυρίας
Δ. Ζένιου (κα) για ΕΡΜΗΣ Σ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ ΔΕΠΕ για τον Αιτητή
Κ. Μιχαηλίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 06/09/2021 σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.
Εκκρεμούσης της παρούσας προσφυγής και μετά την συμπλήρωση των αγορεύσεων των μερών, καταχωρήθηκε, την 12/01/2024 από πλευράς Αιτητή, η υπό εξέταση αίτηση για χορήγηση άδειας προσαγωγής μαρτυρίας.
Με την υπό εξέταση αίτηση, ο Αιτητής αιτείται Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να δίδεται άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης (εφεξής «προτεινόμενη ένορκη δήλωση») ως αυτή επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση της κ. Κεφάλα που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση. Ως ισχυρίζεται η ομνύουσα με την προτεινόμενη μαρτυρία η οποία προέρχεται από τον ίδιο τον Αιτητή, επιχειρείται η παροχή εξήγησης επί του ότι κατά τη συνέντευξη του Αιτητή, ο ίδιος δεν γνώριζε και δεν είχε στην κατοχή του καταδικαστική εναντίον του απόφαση, καθώς επίσης, επιχειρείται η προσαγωγή εγγράφων που σε κάθε περίπτωση επισυνάφθηκαν με την αίτηση ακυρώσεως του, δίδοντας παράλληλα περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες αναφορικά με τη φύση των διαδικτυακών χριστιανικών καναλιών στα οποία έδωσε συνεντεύξεις και αποτελούσαν αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε ερήμην. Επιπρόσθετα η ομνύουσα ισχυρίζεται ότι με την επιδιωκόμενη μαρτυρία ο Αιτητής αποβλέπει στην τεκμηρίωση και απόδειξη ότι ο φόβος του για δίωξη είναι αληθής και ότι πεπλανημένα οι Καθ’ ων η αίτηση τον έκριναν αναξιόπιστο. Ο Αιτητής προτίθεται με την ένορκη δήλωσή του να προσκομίσει τα κάτωθι έγγραφα :
-Ως Τεκμήριο 1 Πιστοποιητικό Βάπτισης (certificate of water Baptism) άγνωστης ημερομηνίας έκδοσης σύμφωνα με το οποίο ο Αιτητής έχει βαπτιστεί στις 08/06/2022.
-Ως Τεκμήριο 2 καταδικαστική εναντίον του Αιτητή, απόφαση Ιρανικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 06/03/2020 με σχετική μετάφραση στα αγγλικά
-Ως Τεκμήριο 3 κάρτα μνήμης (usb stick) στο οποίο ο ίδιος έχει αποθηκεύει δύο βίντεο δημόσιας συνέντευξης του στο Network Seven (Shabakeh 7)
-Ως Τεκμήριο 4, εκτυπωμένες γενικές πληροφορίες από τη ιστοσελίδα του πιο πάνω αναφερόμενου καναλιού https://www.shabakeh7.tv/fa/about-us.
-Ως Τεκμήριο 5, ετήσια έκθεση του 2020 για το Ιράν του U.S.Department of State αναφορικά με τη θρησκευτική ελευθερία στο Ιράν και
- Ως Τεκμήριο 6 Ετήσια έκθεση του 2020 για το Ιράν του U.S.Department of State αναφορικά με το σεβασμό στην ακεραιότητα του ατόμου, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας υπό όρους φυλάκισης και κράτησης.
Η αίτηση έφερε την αντίδραση των Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι καταχώρησαν Ένσταση στις 12/06/2024 εισηγούμενοι την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή, προβάλλοντας επιγραμματικά 27 λόγους επί των οποίων στηρίζεται η ένστασή τους. Ωστόσο με την γραπτή τους αγόρευση προωθούν ειδικότερα τη θέση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος καθότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν επιτελεί κανένα σκοπό και δεν είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση της υπόθεσης και της εξακρίβωσης των γεγονότων που θεωρούνται σχετικά με την παρούσα υπόθεση. Επιπλέον αποτελεί θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι πάσχει η Ένορκη Δήλωση του Αιτητή η οποία είναι συνταγμένη στην αγγλική και όχι στη μητρική του γλώσσα, ήτοι φαρσί, χωρίς μετάφραση από ορκωτό μεταφραστή, τα δε επισυναπτόμενα σε αυτήν τεκμήρια 1, 2 και 4, δεν είναι μεταφρασμένα επίσης από ορκωτό μεταφραστή στην επίσημη γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήτοι την ελληνική, παρατυπία η οποία ως ισχυρίζεται η συνήγορος, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, δεν μπορεί να θεραπευθεί και οδηγεί την αίτηση σε απόρριψη ως αβάσιμη.
Άνευ βλάβης των πιο πάνω, αποτελεί θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι από την καταχώρηση της προσφυγής μέχρι την υποβολή της παρούσας αίτησης έχει παρέλθει αδικαιολόγητα μεγάλη καθυστέρηση εξ υπαιτιότητας του Αιτητή εφόσον τα έγγραφα που επιθυμεί δια της επίδικης αίτησης να προσαγάγει ως διαφαίνεται, ήταν στην κατοχή του προ καιρού. Επιπλέον η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση αμφισβητεί την αυθεντικότητα όλων των εγγράφων και κατά συνέπεια την αποδεικτική τους αξία, αναφέροντας κυρίως ως προς το τεκμήριο 2 [δικαστική απόφαση] ότι πέραν της μη μετάφρασης της από ορκωτό μεταφραστή στην ελληνική γλώσσα παρατηρείται ότι αυτή η δικαστική απόφαση αναφέρεται σε ανύπαρκτα άρθρα του ισλαμικού ποινικού κώδικα, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα του εν λόγω εγγράφου .
Προς υποστήριξη της επίδικης αίτησης η συνήγορος του Αιτητή με την γραπτή της αγόρευση, απορρίπτοντας τους προβαλλόμενους λόγους ένστασης ένα προς ένα, ισχυρίζεται ότι η μαρτυρία που επιθυμεί να προσαγάγει ο Αιτητής είναι απόλυτα σχετική με τα γεγονότα της υπό εξέτασης αίτησης και δύναται να τεκμηριώσει τους λόγους ακύρωσης ή τροποποίησης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, σχετίζεται δε με την εγκυρότητα και την ορθότητα της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση και αυξάνει τις πιθανότητες του Αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Επισημαίνει η κ. Ζένιου ότι τα όσα επιχειρούνται να προσαχθούν με την μαρτυρία του Αιτητή είναι απόλυτα σχετικά και είχαν ήδη επισυναφθεί με την καταχώρηση της προσφυγής, δικαιολογώντας έτσι τον χρόνο καταχώρησης της επίδικης αίτησης.
Κατά την ακρόαση της επίδικης αίτησης, οι συνήγοροι και των δύο πλευρών υιοθέτησαν τις γραπτές του αγορεύσεις, εμμένοντας στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους.
Το δικονομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο το Δικαστήριο εξετάζει ενδιάμεσες αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας, καθορίζεται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, όπου σύμφωνα με τον Κανονισμό 8:
«Το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις».
Παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να δεχτεί μαρτυρία, εφόσον βέβαια τηρηθούν οι δικονομικοί κανόνες που καθορίζονται από τους διαδικαστικούς κανονισμούς όπως και οι κατευθυντήριες γραμμές που έχουν καθοριστεί από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992 και Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.1999). Ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έγκειται στο ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί πρέπει να είναι σχετική με τα επίδικα θέματα και με τους λόγους ακυρώσεως που προωθούνται (βλ. K.N.K. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 5787/13, ημερομηνίας 18/10/2019).
Επομένως, για να εξεταστεί και να κριθεί από το Δικαστήριο η σχετικότητα της μαρτυρίας, πρέπει η προτεινόμενη μαρτυρία να συγκεκριμενοποιείται τόσο στην αίτηση όσο και στην ένορκη δήλωση (βλ. Ιωσηφίδης v. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου,(2006) 3 ΑΑΔ 677). Εάν η μαρτυρία που ζητείται να προσαχθεί δεν συγκεκριμενοποιείται, τότε δεν υπάρχει το αναγκαίο υπόβαθρο για να μπορεί να αξιολογηθεί η σχετικότητα της (βλ.υποθ. αρ. 1024/14 FBME Bank Ltd v. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ημερομηνίας 18/12/2015).
Είναι πάγια και διαχρονική η θέση της νομολογίας πως τα γεγονότα που επιδιώκονται να προσαχθούν με μαρτυρία πρέπει να προσδιορίζονται με λεπτομέρεια (βλ. Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 591, υπόθεση αρ. 300/03, Χρ. Ιωσηφίδης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, ημερομηνίας 20/11/02). Όλες οι πιο πάνω κατευθυντήριες αρχές επιβεβαιώθηκαν και από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γρηγόριος Θαλασσινός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αν. Έφεση αρ. 3420,(2003) 3 ΑΑΔ 507.
Επιπρόσθετα, δεν είναι δυνατόν να προσαχθεί μαρτυρία η οποία διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει τα στοιχεία που η διοίκηση είχε ενώπιον της κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Α. 106, και Ράφτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335).
Όπως ωστόσο προκύπτει από το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, Ν.73(Ι)/2018, το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάζει πλήρως τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που άπτονται αίτησης διεθνούς προστασίας. Το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την προσαγωγή μαρτυρίας η οποία δεν είχε τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου μόνο στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι η παράλειψη αυτή δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του/της αιτητή/τριας και αδυνατούσε να τα προσκομίσει. Περαιτέρω, όταν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας στον/στην αιτητή/τρια, σύμφωνα με τον Κανονισμό 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, ως είχε προ της τροποποίησής του με τον περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2022.
Έχοντας αναφέρει τις πιο πάνω κατευθυντήριες γραμμές, κρίνω ορθό και σκόπιμο όπως αρχικά εξετάσω την θέση των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό παρατυπία της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης του Αιτητή, η οποία σε περίπτωση επιτυχίας κρίνει και το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης.
Είναι γεγονός ότι η επίδικη αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της κ. Κεφάλα στην οποία επισυνάπτεται και η προτεινόμενη ένορκη δήλωση του Αιτητή, ως Τεκμήριο 1 στην αγγλική γλώσσα και ως τεκμήριο 2 η μετάφρασή της στην ελληνική από τον ίδια την κ Κεφάλα, η οποία ενόρκως δηλώνει «γνωρίζω καλά την αγγλική γλώσσα και είμαι ικανή να μεταφράζω από τα ελληνικά στα αγγλικά και αντίστροφα» χωρίς ωστόσο σε αυτήν να επισυνάπτονται τα σχετικά τεκμήρια που περιέχονται στο τεκμήριο 1 [ένορκη δήλωση Αιτητή], τα οποία σε κάθε περίπτωση δεν είναι μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα από ορκωτό μεταφραστή.
Ανατρέχοντας στο δικαστικό φάκελο και κυρίως στα παραρτήματα της ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση παρατηρώ ότι ο Αιτητής δήλωσε ως γλώσσα επικοινωνίας τα φαρσί εξού και η συνέντευξη του ενώπιον των Καθ’ ων η αίτηση, τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του, έγινε στην παρουσία διερμηνέα από φαρσί στα αγγλικά. Δεν προκύπτει από πουθενά η γνώση του Αιτητή της αγγλικής γλώσσας σε τέτοιο μάλιστα βαθμό και επίπεδο ώστε να προβεί σε ένορκη δήλωση, γεγονός που αφήνει αμφιβολίες για το περιεχόμενο αυτής.
Το θέμα της σύνταξης ένορκων δηλώσεων από άτομα που δεν ομιλούν και κατανοούν την ελληνική γλώσσα, απασχόλησε κατ’ επανάληψη τα Δικαστήρια, και αποτελεί πάγια πλέον νομολογιακή αρχή ότι η ένορκη δήλωση οποιουδήποτε προσώπου, πρέπει να γίνεται σε γλώσσα κατανοητή σ' αυτόν και αυτή να συνοδεύεται με τη μετάφραση της, καθώς επίσης και με σχετική ένορκη δήλωση του μεταφραστή, δια της οποίας να βεβαιώνει το πιστό και αληθές του περιεχομένου της. Επομένως η ενδεδειγμένη και ορθή διαδικασία σύμφωνα με το Annual Practice 1995, σελ. 683, περιλαμβάνει την κατάθεση ένορκης δήλωσης μεταφραστή.
Στην υπο εξέταση περίπτωση, έχουμε ένορκη δήλωση συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα από πρόσωπο το οποίο από πουθενά δεν διαφαίνεται ότι γνωρίζει την αγγλική γλώσσα με μετάφραση αυτής στην ελληνική.
Το Εφετείο στην απόφασή του Ε.Κ. ν. D.K. Έφεση 10/22 ημερομηνίας 26/02/2024 αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά, με το υπο εξέταση θέμα, στα οποία παραπέμπω:
«Είναι αυτονόητο ότι η μαρτυρία ενός μάρτυρα και, κατ' επέκταση, η ένορκη δήλωση, η οποία συνιστά μαρτυρία, θα πρέπει να δίνεται σε γλώσσα κατανοητή στον συγκεκριμένο μάρτυρα. Ως προς μαρτυρία μέσω ένορκης δήλωσης, σαφής είναι η νομολογία. Ως εξηγείται στην GANNA MAKOVETSKA-GRYNEVYCH v.SERGII GRYNEVYCH, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε57/2017, ημερομηνίας 4.10.2023:
«Είναι ορθή η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα ότι, με βάση τη σχετική νομολογία, μία ένορκη δήλωση προσώπου θα πρέπει να γίνεται σε γλώσσα κατανοητή από τον ομνύοντα και αυτή να συνοδεύεται από μετάφραση στην ελληνική καθώς, επίσης, και από σχετική ένορκη δήλωση του μεταφραστή δια της οποίας να βεβαιώνεται το πιστό και αληθές της μετάφρασης. Κατά συνέπεια η ενδεδειγμένη και ορθή διαδικασία σε τέτοια περίπτωση περιλαμβάνει ουσιαστικά την κατάθεση τριών ενόρκων δηλώσεων (βλ. Annual Practice 1995, σελ. 683).
Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772:
«Η ένορκη δήλωση συνιστά μαρτυρία και συνεπώς θα πρέπει να είναι συνταγμένη σε γλώσσα κατανοητή στον ενόρκως δηλούντα. Η ένορκη δήλωση θα έπρεπε να γίνεται στη γλώσσα του και να συνοδεύεται με μετάφρασή της, καθώς και από ένορκη δήλωση του μεταφραστή που να βεβαιώνει τη μετάφραση και να ενσωματώνει ως τεκμήριο, τόσο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση, όσο και τη μετάφρασή της (Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 17, παραγρ. 321).»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Λίγο μετά την υπόθεση Nazar (ανωτέρω) ακολούθησε και η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Φωτίου και της Bianca Bos (2003) 1 Α.Α.Δ. 782, η οποία αφορούσε ένορκη δήλωση που συνόδευε αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση Certiorari, η οποία είχε συνταχθεί στα ελληνικά από μέρους Ολλανδής υπηκόου η οποία δεν γνώριζε ελληνικά. Και σ' εκείνη την υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη ένορκη δήλωση δε συνιστούσε ένορκη δήλωση εντός της εννοίας του νόμου, επαναλαμβάνοντας τα εξής:
«Η ένορκη δήλωση θα πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφρασή της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκες δηλώσεις που είναι συντεταγμένες στα ελληνικά από πρόσωπα που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν (Αναφορικά με τον Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772).»
Το ότι η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης, επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Sangaralingam Κrishnakanthan (2011) 1 Α.Α.Δ. 7 .. »
Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν τηρήθηκαν τα πιο πάνω. Ο εφεσίβλητος αναγνώρισε μη καλή αντίληψη της γλώσσας στην οποία συντάχθηκε η ένορκη δήλωση της μαρτυρίας του, μάλιστα δεν μπορούσε να καταλάβει τι αναφερόταν σε τυχαίο απόσπασμα της ένορκης του δήλωσης. Ο ίδιος, προφανώς αμυνόμενος στις σχετικές ερωτήσεις, παρέπεμψε σε συνομιλίες του, στο παρελθόν, στη ρωσική γλώσσα. Η αναφορά ότι αντιλαμβάνεται αγγλικά σε απλή μορφή δεν απαντά το ζητούμενο, το οποίο πάντοτε είναι η επιβεβαίωση ότι η ένορκη δήλωση/μαρτυρία είναι σε γλώσσα κατανοητή στον μάρτυρα, ώστε τα αναφερόμενα στη μαρτυρία αυτή να είναι προϊόν του μάρτυρα. Κι αυτό, δηλαδή η κατανόηση από τον εφεσίβλητο των όσων καταγράφονται στην ένορκη δήλωση του, με κάθε σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό τας περιστάσεις, δεν μπορούσε να διαπιστωθεί. Ενώ, υπήρχαν οι δικονομικοί μηχανισμοί, κατά την επανεξέταση, να διαπιστωθεί τέτοια αντίληψη, εφόσον υφίστατο».
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Valentina Stoeva v. Δημοκρατίας, αρ. προσφυγής 1405/09, ημερομηνίας 10/11/09, εξετάζοντας προδικαστική ένσταση σε ενδιάμεση αίτηση, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η ύπαρξη του πραγματικού υποβάθρου είναι ένα άλλο βασικό προαπαιτούμενο για την προώθηση της αίτησης.
[.]
Οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν έχουν σχετική πρόνοια για την αντίκριση περιπτώσεων αναγκαιότητας παροχής ένορκης δήλωσης σε ξένη γλώσσα. Καταφεύγουμε για το σκοπό στην αγγλική πρακτική και ιδιαίτερα στους παλιούς αγγλικούς θεσμούς στο Annual Practice 1995 σελ.683 που περιγράφει την αναγκαία διαδικασία. Αυτή περιλαμβάνει την κατάθεση ουσιαστικά τριών ενόρκων δηλώσεων. Αρχικά την ένορκη δήλωση στη γλώσσα του δηλούντα, στη συνέχεια επισύναψη μετάφρασης της ενόρκου δηλώσεως και τέλος μια ένορκη δήλωση του μεταφραστή. Η διαδικασία αυτή επιβεβαιώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως ορθή και αναγκαία να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αντιμετώπισης ενόρκων δηλώσεων από άτομα που δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, και αναφέρομαι στην υπόθεση Φωτίου κ.α. (2003)1(Β) Α.Α.Δ. 782.» (o τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου)
Υπενθυμίζω την πιο πάνω διαπίστωσή του Δικαστηρίου, ότι από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει πουθενά γνώση του ομνύοντα την προτεινόμενη ένορκη δήλωση της αγγλικής γλώσσας ώστε να είναι σε θέση ο ίδιος να προβεί σε ένορκη δήλωση στα αγγλικά. Η γλώσσα που ομιλεί και επικοινωνεί ο Αιτητής είναι τα φαρσί και όχι τα αγγλικά. Σύμφωνα με τα όσα αναλύθηκαν πιο πάνω, ένορκη δήλωση που δεν είναι συνταγμένη σε γλώσσα που γνωρίζει ο ομνύοντας δεν συνιστά μαρτυρία και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη.
Τούτων λεχθέντων, ο προβαλλόμενος λόγος ένστασης κρίνεται ορθός, εφόσον διαπιστώνω ότι δεν έχει ακολουθηθεί η σωστή διαδικασία. Περαιτέρω, υπήρξε παράβαση σχετικών πρακτικών και νομολογίας ως προς την υποβολή ένορκων δηλώσεων από άτομα που δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, στην οποία δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου προς διόρθωση των όποιων λαθών και παραλήψεων έχουν γίνει από τα μέρη[1], και κατά συνέπεια δεν υπάρχει οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει εκ πρώτης όψεως βάσιμο λόγο για να προχωρήσει το Δικαστήριο σε περαιτέρω εξέταση της αίτησης.
Για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω, η επίδικη αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη με έξοδα €200 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή πληρωτέα με την ολοκλήρωση της εκδίκασης της κυρίως αίτησης.
Α. ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ
[1][1] Παραπέμπω στην απόφαση του Εφετείου, Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αρ.23/21 ημερομηνίας 17/09/2021, ECLI:CY:AD:2021:A399
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο