
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
10 Φεβρουαρίου 2025
[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C.O., από την Νιγηρία
Αιτητής
-και-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
....................
Δ. Παυλίδης (κος) και Μ. Νικολάου (κος) για ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή
Μ. Φιλίππου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση
Ο Αιτητής είναι παρόν.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 06/03/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 13/03/2024, και με την οποίαν έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 14/06/2022, παραλαμβάνοντας στις 21/06/2022 τη σχετική βεβαίωση υποβολής του εν λόγω αιτήματός του. Ακολούθως, ο Αιτητής κλήθηκε με επιστολή ημερ. 13/07/2023 που του στάλθηκε ταχυδρομικώς, για να παραστεί σε προσωπική συνέντευξη στις 25/08/2023, στην οποία ωστόσο δεν προσήλθε κατά την εν λόγω προκαθορισμένη ημερομηνία και ούτε κατέστη δυνατή η τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του. Ως εκ τούτου, στις 25/08/2023, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για το κλείσιμο του φακέλου του Αιτητή, αφού δεν παρέστη στην προσωπική του συνέντευξη για εξέταση της αίτησής του, η οποία εγκρίθηκε αυθημερόν από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου και αποφασίστηκε το κλείσιμο του φακέλου του Αιτητή (δυνάμει του άρθρου 16Β, εδάφια (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου). Στις 25/09/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε σχετική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το κλείσιμο του φακέλου του Αιτητή, που του στάλθηκε ταχυδρομικώς. Ωστόσο, στις 13/09/2023 προηγήθηκε η υποβολή αιτήματος για επανάνοιγμα του φακέλου του δυνάμει του άρθρου 16Ε του περί Προσφύγων Νόμου, από τον Αιτητή. Ως εκ τούτου, ο φάκελος του επανανοίχθηκε αυτόματα, σύμφωνα με τη σχετική πρόνοια στο άρθρο 16Ε(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ακολούθως, στις 27/02/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 06/03/2024, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη (interview) του Αιτητή. Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 06/03/2024, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 13/03/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον ίδιο αυθημερόν. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής δια μέσου των συνηγόρων του παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή και πλήρη αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου (πλην της αναφοράς σε μη αιτιολογημένη απόφαση). Με τη Γραπτή του Αγόρευση προωθεί ως λόγους ακύρωσης της επίδικης πράξης: (1) την έλλειψη δέουσας έρευνας, (2) την πλάνη περί τα πράγματα, και (3) την έλλειψη αιτιολογίας. Κατά την αγόρευσή τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι συνήγοροι του Αιτητή προώθησαν την έλλειψη δέουσας έρευνας καθώς και την απουσία αιτιολόγησης της επίδικης πράξης, ως λόγους ακυρώσεως της.
Από την πλευρά τους, οι Καθ΄ ων η Αίτηση αγορεύοντας προφορικά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας και της κανονικότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι το αίτημα ασύλου εξετάστηκε επιμελώς. Περαιτέρω, οι Καθ΄ ων η Αίτηση υποστηρίζουν (με παραπομπές στα σχετικά σημεία της εισηγητικής έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού) ότι έγινε δέουσα έρευνα και ότι λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ως επίσης, ότι έγινε έρευνα και αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στην περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής στη χώρα καταγωγής του (αναφέροντας πως με βάση τις σχετικές πληροφορίες, διαπιστώνεται ότι δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων στην εν λόγω περιοχή επιστροφής του). Τέλος, υποβάλλουν ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι στην προκειμένη περίπτωση του Αιτητή, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν τη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο συνήγορος του Αιτητή, παρόλο που επικαλείται πολλούς λόγους ακυρώσεως στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, εν τέλει οι λόγοι αυτοί δεν αναπτύσσονται στην ολότητά τους εντός της γραπτής του αγόρευσης. Περαιτέρω παρατηρώ ότι, οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής εν πολλοίς δεν αιτιολογούνται ή εξειδικεύονται και τα θέματα που εγείρονται στη γραπτή του αγόρευση εγείρονται με γενικότητα και αοριστία.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, κάθε διάδικος υποχρεούται να εκθέτει με τις έγγραφες προτάσεις του τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογώντας ταυτόχρονα αυτά πλήρως. Έχει κατ' επανάληψιν αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο πως δεν εξετάζονται νομικοί ισχυρισμοί οι οποίοι δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουμά (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο (βλ. Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59). Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης επί της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384, ANKIT v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021, 4/10/2021).
Επίσης, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθ. Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6/2/2007).
Ως εκ των άνω, θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που αφορούν την έλλειψη δέουσας έρευνας και αναιτιολόγητης απόφασης, σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc). Επομένως, προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή και αιτιολογημένη.
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345) JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αρ. 128/2008 ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η Αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Κατά την καταγραφή του στα πλαίσια υποβολής της αίτησής του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του, επειδή ο θείος του ήθελε να τον σκοτώσει, ενώ ανέφερε πως κατόπιν του θανάτου του πατέρα του, ο θείος του ενοχλούσε και απειλούσε τον ίδιο και τα αδέλφια του, ώστε να του δώσουν τη γη που τους είχε αφήσει ο πατέρας τους. Ως αναφέρει επίσης, ο θείος του επιτέθηκε στον ίδιο δύο φορές, αν και δεν κατάφερε να τον βλάψει, ως εκ τούτου, η μητέρα του πώλησε κάποια τιμαλφή και έστειλε τον ίδιο εκτός της χώρας. [βλ. ερ. 1 δ.φ.]
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του o Αιτητής ανέφερε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε ιατρικά προβλήματα (βλ. ερ. 42 δ.φ.) και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Νιγηρίας με καταγωγή το Abavo της πολιτείας Delta, όπου διέμενε με την οικογένεια του μέχρι το 2020, αναφέροντας ως περιοχή τελευταίας διαμονής του, το Agbor στην πολιτεία Delta της Νιγηρίας (βλ. ερ. 41/1Χ δ.φ.), όπου και διέμενε για 8 μήνες με τους συγγενείς της μητέρας του, μέχρι να φύγει από τη χώρα του (βλ. ερ. 41 δ.φ.). Αναφορικά με το οικογενειακό του περιβάλλον, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του ζουν και ότι έχει 5 αδέλφια, και όλοι τους βρίσκονται στο Abavo, ενώ ο ίδιος είναι ο μεγαλύτερος από τα αδέλφια του, ως είπε (βλ. ερ. 41/2Χ-3Χ δ.φ.). Αναφορικά με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής ανέφερε ότι ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του, ενώ ομιλεί αγγλικά και τη διάλεκτο Igbo (βλ. ερ. 40/1Χ-2Χ δ.φ.), ενώ ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα του και τον στήριζε οικονομικά ο πατέρας του, ως είπε (βλ. ερ. 40/3Χ-4Χ δ.φ.). Δήλωσε επίσης ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του νόμιμα με το διαβατήριο του, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ζητήματα κατά την έξοδο του από τη χώρα καταγωγής, ούτε κατά το εν λόγω ταξίδι του (βλ. ερ. 41-40 δ.φ.).
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του (αναιρώντας ρητώς τα όσα κατέγραψε στην αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία – βλ. ερ. 39/6Χ), δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα του λόγω του εκπαιδευτικού συστήματος εκεί, αφού αρκετοί απόφοιτοι μένουν άνεργοι στη χώρα του, έτσι ο πατέρας του πώλησε μέρος της γης του, ώστε να στείλει τον ίδιο για σπουδές στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας (βλ. ερ. 39/1Χ δ.φ.). Επιβεβαίωσε δε, ότι οι (μόνοι) λόγοι που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και ήρθε στην Κύπρο, ήταν για να έχει ένα καλύτερο μέλλον όσον αφορά στη μόρφωση/εκπαίδευση του, ως επίσης, ούτως ώστε να στηρίξει (οικονομικά) την οικογένειά του (βλ. ερ. 39/2Χ-4Χ δ.φ.). Δήλωσε επίσης, ως προς τις (ενδεχόμενες) συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ότι με τα χρήματα που αποταμιεύει στην Κύπρο βοηθά την οικογένεια του στη χώρα του, ενώ εάν επιστρέψει, τότε πιστεύει πως τα αδέρφια του δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν τη σχολική τους εκπαίδευση (βλ. ερ. 39 δ.φ.). Τέλος, κατόπιν σχετικής ερώτησης, δήλωσε πως οι αρχές της χώρας του θα του επέτρεπαν να επιστρέψει εκεί (βλ. ερ. 39 δ.φ.).
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δυο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή (βλ. ερ. 58 δ.φ.). Τόσο ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός, που αφορά στα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή και την περιοχή καταγωγής και τελευταίας διαμονής του στη χώρα του (βλ. ερ. 58-57 δ.φ.), όσο και ο δεύτερος, που αφορά στους εκπαιδευτικούς λόγους που προέβαλε ο Αιτητής ως η αιτία που έφυγε από τη χώρα του (βλ. ερ. 57 δ.φ.), έγιναν αποδεκτοί.
Παράλληλα, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε πως ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ανέφερε ότι το άτομο που τον βοήθησε να περάσει από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας, τον συμβούλευσε να μην αναφέρει ότι ήρθε για εκπαιδευτικούς σκοπούς, αλλά να επικαλεστεί μια φτιαχτή ιστορία (βλ. ερ. 39/5Χ δ.φ.), ενώ δε, ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι δεν αληθεύουν/ισχύουν τα όσα κατέγραψε στην αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία (ήτοι, περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω περιουσιακών διαφορών και των απειλών που δεχόταν από τον θείο του – βλ. ερ. 1 δ.φ.) και ότι ο πραγματικός λόγος που έφυγε από τη χώρα του ήταν για να σπουδάσει (βλ. ερ. 39/2Χ-4Χ και ερ. 39/6Χ δ.φ.), ως εκ τούτου, δεν κρίθηκε απαραίτητη η εξέταση των ισχυρισμών που ο ίδιος κατέγραψε στην αρχική του αίτηση. [βλ. ερ. 58 δ.φ.]
Υπό το φως των δύο ανωτέρω ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί, ήτοι σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ και τον τόπο καταγωγής και τελευταίας διαμονής του Αιτητή στη χώρα του (ουσιώδης ισχυρισμός 1), καθώς και το ότι έφυγε από τη χώρα του για εκπαιδευτικούς λόγους (ουσιώδης ισχυρισμός 2), οι Καθ’ ων η Αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην πολιτεία Delta της Νιγηρίας, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Σχετικώς, οι Καθ’ ων η Αίτηση διεξήγαγαν έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και παρέθεσαν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε, συγκεκριμένα όσον αφορά τον τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή στη χώρα του, ήτοι την πολιτεία Delta της Νιγηρίας, όπου από τις εν λόγω διαθέσιμες πληροφορίες διαπιστώθηκε πως δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων (βλ. ερ. 51-49 δ.φ.). Επιπλέον, λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ότι δηλαδή πρόκειται για άτομο αυτόνομο, μορφωμένο, χωρίς θέματα υγείας ή ευαλωτότητας, ο οποίος έχει συγγενείς πρώτου βαθμού στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα, την οικογένειά του στην πολιτεία Delta, από όπου κατάγεται και όπου αναμένεται να επιστρέψει. [βλ. ερ. 57-56 δ.φ.]
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η Αίτηση κατέληξαν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη και τις παραγράφους 62-64 του Εγχειριδίου της Ύπατης Αρμοστείας των Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, εφόσον σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο Αιτητής έφυγε από τη χώρα καταγωγής του για εκπαιδευτικούς λόγους, κρίθηκε ότι δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς (βλ. ερ. 56-55 δ.φ.). Επιπλέον, κρίθηκε ότι, ως προκύπτει από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, σύμφωνα με το άρθρο 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, δυνάμει του άρθρου άρθρο 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (που αντιστοιχεί στο άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέληξαν επίσης ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του (εφόσον από πληροφορίες που παραθέτουν από εξωτερικές πηγές σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας, συγκεκριμένα στην πολιτεία Delta της Νιγηρίας, όπου αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής, διαπιστώθηκε ότι δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων – βλ. ερ. 51-49 δ.φ.) και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε (βλ. ερ. 55-54 δ.φ.).
Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί]: «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».
Συνακόλουθα, στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, σχετικά με τη διάκριση του οικονομικού μετανάστη από τον (πολιτικό) πρόσφυγα, αναφέρονται τα ακόλουθα (βλ. παρ. 62-64):
«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.
63. Η διάκριση ωστόσο ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα γίνεται μερικές φορές ασαφής, όπως και η διάκριση ανάμεσα στα οικονομικά και τα πολιτικά μέτρα που ισχύουν στη χώρα προέλευσης του αιτούντος δεν είναι πάντοτε σαφής. Πίσω από τα οικονομικά μέτρα που επηρεάζουν την απόκτηση των μέσων διαβίωσης μπορεί να υπάρχουν φυλετικοί, θρησκευτικοί ή πολιτικοί στόχοι ή διαθέσεις εναντίον μιας ορισμένης ομάδας. Σε περιπτώσεις όπου τα οικονομικά μέτρα αφανίζουν την οικονομική υπόσταση ενός συγκεκριμένου τμήματος του πληθυσμού (όπως π.χ. η κατάργηση των δικαιωμάτων άσκησης εμπορίου ή επιβολή άνισης ή υπερβολικής φορολογίας σε συγκεκριμένη εθνική ή θρησκευτική ομάδα), τα πρόσωπα που πλήττονται μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις να γίνουν πρόσφυγες όταν εγκαταλείπουν τη χώρα.
64. Εάν το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και για τα πρόσωπα που πλήττονται από γενικά οικονομικά μέτρα (δηλαδή μέτρα που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού χωρίς διάκριση) εξαρτάται από τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης. Αντιρρήσεις σε γενικά οικονομικά μέτρα καθαυτές δεν συνιστούν βάσιμους λόγους προς θεμελίωση της αίτησης προκειμένου να αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Εξάλλου, καθετί που εκ πρώτης όψεως εκλαμβάνεται κατά κύριο λόγο ως οικονομικό κίνητρο για την αποδημία, μπορεί στην πραγματικότητα να εμπεριέχει και το πολιτικό στοιχείο, ενδέχεται δε να είναι οι πολιτικές πεποιθήσεις του ατόμου που τον εκθέτουν σε σοβαρές συνέπειες, και όχι οι αντιρρήσεις που προβάλλει στα οικονομικά μέτρα καθαυτά.»
Συναφώς, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012, η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε «δύο αυτοτελή στάδια», όπου το πρώτο στάδιο «αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως», ενώ το δεύτερο στάδιο «αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας». Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά ως προς την ύπαρξη μελλοντικής δίωξης.[1]
Έχοντας παραθέσει ανωτέρω το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας (που αφορά στην προκειμένη περίπτωση του Αιτητή), θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3)(α) του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και τα όσα προέβαλαν οι συνήγοροι του Αιτητή κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι ότι ο Αιτητής είναι Νιγηριανός υπήκοος με τόπο καταγωγής του, το Abavo της πολιτείας Delta και τελευταίας διαμονής του, το Agbor της πολιτείας Delta. Ομοίως, αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι ως προς το ότι ο Αιτητής έφυγε από τη χώρα του για προσωπικούς/εκπαιδευτικούς και οικονομικούς λόγους, καθότι κρίνω ότι η αρμόδια λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του εν λόγω ισχυρισμού.
Γενικότερα, από τα όσα ανέφερε ο Αιτητής, δεν προκύπτει ότι αυτός εμπίπτει στην κατηγορία του πρόσφυγα (βλ. συναφώς, άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου), ούτε δε, ότι υπέστη βλάβη στη χώρα καταγωγής του, ούτε και ότι τα όσα επικαλείται περί του εκπαιδευτικού συστήματος και της ανεργίας στη χώρα του, είναι απόρροια στοχευμένων πρακτικών ή μέτρων και που μπορεί να συνιστούν δίωξη, παρά δε, αυτά αφορούν (ενδεχομένως) μια γενικευμένη κατάσταση. Εξάλλου, ως ο ίδιος δήλωσε, είχε ολοκληρώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση στη χώρα του και δεν εργαζόταν, αλλά τον στήριζε (οικονομικά) ο πατέρας του (βλ. ερ. 40/2Χ-4Χ δ.φ.). Ο Αιτητής ουδόλως ήταν σε θέση να εξειδικεύσει λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, που ενδεχομένως να συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη (βλ. συναφώς, άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου), ειδικά σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Ούτε δε, ο Αιτητής προσδιόρισε (εξάλλου) κάποιο φορέα δίωξης ή σοβαρής βλάβης (βλ. συναφώς, άρθρο 3Α του περί Προσφύγων Νόμου).
Πέραν των πιο πάνω, ως εύστοχα παρατήρησε ο αρμόδιος λειτουργός, ο Αιτητής (ρητά) αναίρεσε τους ισχυρισμούς περί απειλών από τον θείο του για περιουσιακή διαφορά, τους οποίους κατέγραψε κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία, δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι τούτα αφορά σε μια φτιαχτή ιστορία και δεν αληθεύουν, ούτε ισχύουν άλλοι λόγοι για τους οποίους ο ίδιος αποφάσισε να φύγει από τη χώρα του, πέραν των εκπαιδευτικών/οικονομικών λόγων που ανέφερε (βλ. ερ. 39 δ.φ.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, δεν διακρίνεται ότι συνέβη οτιδήποτε προσωπικά στον ίδιο (βλ. ερ. 39/1Χ δ.φ.) ή ότι με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής θα υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες για τον ίδιο (βλ. ερ. 39 δ.φ.). Συνάμα, παρατηρείται ότι με βάση και πάλι τα όσα ο ίδιος δήλωσε, ο Αιτητής αναχώρησε νόμιμα από τη χώρα καταγωγής του και χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό του από τη χώρα (βλ. ερ. 40 δ.φ.), ως επίσης, οι αρχές της χώρας του θα του επέτρεπαν να επιστρέψει εκεί (βλ. ερ. 39 δ.φ.).
Ως προκύπτει και από τα πιο πάνω, (σε γενικές γραμμές) ο Αιτητής φαίνεται να επικαλείται προσωπικούς (ήτοι εκπαιδευτικούς) και οικονομικούς λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα του. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της αρμόδιας λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση - εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως σημεία που εύλογα αιτιολογούν την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση και ως εκ τούτου δεν εντοπίζω οποιοδήποτε λόγο διαφοροποίησης.
Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι ένα αίτημα για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και με σαφήνεια και επαρκή λεπτομέρεια, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της εν λόγω αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Λαμβάνοντας δε, υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας του, καθώς και ότι έχει υποστηρικτικό/συγγενικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του, φρονώ ότι στην περίπτωσή του, δεν υφίστανται λόγοι παραχώρησης διεθνούς προστασίας στον Αιτητή.
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας), ωστόσο, οι λόγοι που ο Αιτητής ανέφερε και για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, δεν εμπίπτουν στις προϋποθέσεις για χαρακτηρισμό του ως πρόσφυγα, αφού πρόκειται απλά για μετανάστη, που έφυγε από τη χώρα του ωθούμενος από προσωπικούς/οικονομικούς λόγους. Βάσει τούτων, οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν στη συνέχεια πως ούτε υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής (εκτίμηση κινδύνου).
Συναφώς επισημαίνεται ότι τίθεται το ενδεχόμενο να αναγνωριστεί στον Αιτητή το «ευεργέτημα της αμφιβολίας», όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, εφόσον στην περίπτωσή του, κρίθηκε αξιόπιστος ως προς τα στοιχεία που υπέβαλε και τους ισχυρισμούς του. Εν προκειμένω δε, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας δικαστικής διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης του στη χώρα καταγωγής.
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[2]. Επίσης, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα στη συνεκτίμηση των προσωπικών του περιστάσεων, καθώς και σε έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, ως προνοείται στο άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παράλληλα, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα όσα παρέθεσε ο Αιτητής, συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13Α(9) του Περί Προσφύγων Νόμου). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρείται ότι δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί στον ίδιο καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Εξάλλου, ούτε από άλλα στοιχεία που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο Αιτητής τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου των συνηγόρων του, προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης στη χώρας καταγωγής του[3], αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο[4].
Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4, παράγραφος 3, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
Σε έρευνα (για λόγους πληρότητας) του παρόντος Δικαστηρίου, από πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή σχετικά με τα όσα ως άνω προβάλλει (που εν γένει αποτελούν προσωπικούς λόγους), συγκεκριμένα από τις αναφορές που υπάρχουν σε (ετήσια) έκθεση για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νιγηρία για το έτος 2023[5], δεν φαίνεται να προκύπτει ενδεχόμενο δυσμενούς μεταχείρισής του (με βάση και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του) σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.
Πέραν των πιο πάνω, από πληροφορίες που καταγράφονται σε (άλλη) έγκυρη πηγή, όσον αφορά τη γενικότερη επικρατούσα κατάσταση στην πολιτεία Delta της Νιγηρίας, παρατηρείται ότι οι βασικοί φορείς που δρουν στην ευρύτερη περιοχή South-South (στην οποία περιλαμβάνεται και η πολιτεία Delta, μεταξύ άλλων πολιτειών) και ευθύνονται για τα περισσότερα περιστατικά βίας και ασφαλείας, αφορούν κυρίως διάφορες αδελφότητες (cults), των οποίων (ωστόσο) οι βάσεις εντοπίζονται σε άλλη πολιτεία (συγκεκριμένα στο Rivers state), ενώ (εξάλλου) εντός του 2023 οι αδελφότητες (cults) «συμμετείχαν σε συγκρούσεις με αντίπαλες αδελφότητες, δυνάμεις ασφαλείας και τοπικές [ομάδες] επαγρύπνησης».[6]
Παρά δε, το γεγονός ότι εντός του 2023 οι πολιτείες Rivers και Delta ήταν ανάμεσα σε αυτές όπου είχαν καταγραφεί τα υψηλότερα περιστατικά θανάτων λόγω απαγωγών, εντούτοις, τα πλείστα από τα συνολικά περιστατικά βίας και ασφαλείας, που σχετίζονται κυρίως με τις αδελφότητες (cults) καθώς και με αποσχιστές του Καμερούν που επίσης δρουν στην εν λόγω ευρύτερη περιοχή (South-South), καταγράφηκαν στην πολιτεία Rivers, ως επίσης και οι πλείστοι θάνατοι από τα εν λόγω περιστατικά.[7]
Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενων υπόψιν των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών (ως έγιναν αποδεκτά) στην περίπτωση του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης της, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου).
Πέραν των πιο πάνω, επισημαίνω ότι σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί του Αιτητή αφενός μεν κρίθηκαν αξιόπιστοι, αφετέρου δε, στοιχειοθετούν προσωπικούς και οικονομικούς λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, ήτοι λόγοι που (εξάλλου) δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτως ή άλλως, θα μπορούσε ο Αιτητής να αναζητήσει εργασία στη χώρα του, ώστε να προχωρήσει με τις σπουδές του ή για να υποστηρίξει την οικογένειά του (ως επικαλείται), κάτι το οποίο ο Αιτητής δεν έπραξε, χωρίς δε, να συνδέει τούτο με κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε προσκομίστηκε από την πλευρά του οποιαδήποτε μαρτυρία ή στοιχείο κατά την ενώπιον μου διαδικασία το οποίο να υποδεικνύει κάτι τέτοιο.
Από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα, δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπό του το καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1Α, παρ. 2, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε οι οικονομικοί/εκπαιδευτικοί λόγοι που επικαλείται εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στο άρθρο 1Α, παρ. 2, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, ήτοι για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει δεν προκύπτει ότι αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν «πράξεις δίωξης», κατά την έννοια του Νόμου. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.
Από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι αυτός δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.
Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης, ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η Αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενος συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).
Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει ο Αιτητής, το οποίο δίδεται όταν αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, «σοβαρή βλάβη» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του ιδίου Νόμου, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης εκτέλεσης ή θανατικής ποινής, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, ήτοι παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας, ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης (ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε τέτοιες καταστάσεις).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το «ΔΕΕ)» επεσήμανε σε απόφασή του ότι συνιστούν «[.] μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, εάν οι συγκρούσεις είναι τοπικές ή εκτεταμένες και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ: «ο όρος ‘προσωπική’ πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji – Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009, παρ. 35). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση (παρ. 39) διευκρίνισε ότι: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με την πλατφόρμα του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, «η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Islamic State in West Africa Province (ISWAP)» και επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του ISWAP και της Boko Haram.[8] Σημειώνεται ότι, ως επίσης προκύπτει από τις σχετικές πληροφορίες που υπάρχουν στην ανωτέρω πηγή, οι εν λόγω ένοπλες συρράξεις, δεν εκτείνονται στο τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Delta.
Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής δήλωσε, ο τόπος όπου αναμένεται να επιστρέψει είναι το Agbor της πολιτείας Delta στη Νιγηρία, περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής. Ως εκ τούτου, λαμβάνονται υπόψιν τα δεδομένα ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή, ήτοι την πολιτεία Delta, καθώς και στη συγκεκριμένη περιοχή επιστροφής του Αιτητή (ήτοι στο Agbor), όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), κατά τη χρονική περίοδο 03/02/2024 έως 31/01/2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Delta συνολικά 193 περιστατικά ασφαλείας και 141 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων, τα 75 αφορούσαν μάχες (με 97 θανάτους), τα 50 αφορούσαν περιστατικά βίας κατά πολιτών (με 31 θανάτους), τα 46 αφορούσαν διαδηλώσεις (με 2 θανάτους), τα 20 αφορούσαν ταραχές (με 11 θανάτους), και τα υπόλοιπα 2 ήταν περιστατικά εκρήξεων / εξ αποστάσεως βία (χωρίς θανάτους).[9] Ειδικότερα δε, στο Agbor, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, σημειώθηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο (03/02/2024 έως 31/01/2025) μόνο 5 περιστατικά (που αφορούσαν σε 2 μάχες, 2 ταραχές και 1 περιστατικό βίας κατά πολιτών) και 2 θάνατοι (1 από τις ταραχές και 1 λόγω βίας κατά πολιτών).[10] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Delta ανέρχεται στα 5.636.100 κατοίκους (σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022[11]), ενώ στο Agbor ανέρχεται στους 67.610 κατοίκους (σύμφωνα με ανεπίσημη εκτίμηση για το 2024[12]).
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο (σοβαρής και προσωπικής απειλής) εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην εν λόγω περιοχή επιστροφής του. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον εν λόγω κίνδυνο που πιθανό να διατρέξει ο Αιτητής, ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland). Πρόκειται για ενήλικο άτομο, με βασικό μορφωτικό επίπεδο, αυτόνομο, ικανό για εργασία, που δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε θέματα υγείας ή ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό/συγγενικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του (με βάση τα λεγόμενά του).
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός δεν κατάφερε να αποδείξει ότι «υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως η «σοβαρή βλάβη» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» καθορίζεται στο άρθρο 19(2) του ιδίου Νόμου.
Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η Αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε, το πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή και την εισήγηση του λειτουργού (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ v. Yπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427).
Τέλος, σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31/05/2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω αυτός να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας (βλ. σχετική επιφύλαξη στο άρθρο 12Βτρις(6) του περί Προσφύγων Νόμου). Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες του από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135
[2] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[3] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ. 76
[4] Άρθρο 3Γ(1) του περί Προσφύγων Νόμου.
[5] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Nigeria, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/nigeria [ημερ. πρόσβασης 06/02/2025]
[6] EUAA, Country of Origin Information: Nigeria - Country Focus, July 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf, σελ. 48-49 [ημερ. πρόσβασης 06/02/2025]
[7] EUAA, Country of Origin Information: Nigeria - Country Focus, July 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf, σελ. 49 [ημερ. πρόσβασης 06/02/2025]
[8] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights: Rule of Law in Armed Conflicts project (RULAC), Non-International Armed Conflicts in Nigeria, Last updated: 2nd March 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria [ημερ. πρόσβασης 06/02/2025]
[9] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 06/02/2025]
[10] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 06/02/2025]
[11] City Population, Nigeria: States & Agglomerations – States: Delta (Federal State) [Table], 23/08/2022, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ [ημερ. πρόσβασης 06/02/2025]
[12] World Population Review, Nigeria Cities by Population 2024 [Table], 2024, https://worldpopulationreview.com/cities/nigeria [ημερ. πρόσβασης 06/02/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο