D.C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. T321/2024, 28/2/2025
print
Τίτλος:
D.C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. T321/2024, 28/2/2025
Ημερομηνία:
28 Φεβρουαρίου 2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                  

                                                                                   Υπόθεση αρ. T321/2024

                                                                    

                                                          28 Φεβρουαρίου 2025

 

      [Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                          Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

D.C.

                                                                                                                                                                                                                                                    Αιτητής

Και

 

     Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                                                  Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

 

[Παρούσα η κα Μ. Σταύρου για πιστή μετάφραση από τα Γαλλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 19/02/2024 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή αυθημερόν και με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στις πρόνοιες του Κανονισμού 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[1]. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στον Κανονισμό 3 (ε), καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του Κανονισμού 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή προσωπικά.

Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν η καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων καθότι σύμφωνα με το άρθρο 3 εδάφιο (ε)  των πιο πάνω Διαδικαστικών Κανονισμών « […] ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ’ ων η αίτηση απαιτείται [..] εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά…»

Επομένως, ως εκτίθεται στο υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, ο Αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος της Γουινέας και στις 04/08/2019 εισήλθε παράτυπα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων περιοχών. Στις 05/08/2019 υπέβαλε αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 19/01/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής Ε.Υ.Υ.Α.). Ακολούθως, στις 24/01/2022 ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, η οποία εγκρίθηκε στις 07/02/2022. Στις 19/03/2022, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε σχετική επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 24/03/2022. Στις 20/04/2022, ο Αιτητής καταχώρησε την προσφυγή 2292/22, η οποία απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στις 04/01/2023. Στις 19/02/2024, ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του για άσυλο, και αυθημερόν, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Την ίδια μέρα, ήτοι 19/02/2024, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου αποφάσισε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτης, απόφαση, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν κατόπιν επιστολής ιδίας ημερομηνίας, όπου το περιεχόμενο της μεταφράστηκε στον Αιτητή στη μητρική του γλώσσα. Ακολούθως, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.

Σε αυτό το στάδιο, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι στις 04/01/2023, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στα πλαίσια της προσφυγής 2292/22, απέρριψε την προσφυγή του Αιτητή κατά της πρώτης αίτησης ασύλου του, επιδικάζοντας 1.000 ευρώ έξοδα εναντίον του και υπέρ της Δημοκρατίας.

Στην βάση του Κανονισμού 4 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019) το παρόν Δικαστήριο δύναται να απορρίψει προσφυγή σε περίπτωση που ο Αιτητής δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενη διαταγή του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ως προς τα έξοδα δικαστικής διαδικασίας και δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε απόδειξη εξόφλησης των προηγούμενων εξόδων της δικαστικής διαδικασίας.

Εντούτοις, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι ο Αιτητής προσκόμισε στο Δικαστήριο όλες τις αποδείξεις εξόφλησης της προηγούμενης διαταγής του Δικαστηρίου όσον αφορά το ποσό των 1.000 ευρώ και ενόψει τούτου θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής.

Στο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και δεν υπάρχει έκθεση γεγονότων. Το μόνο που αναφέρεται χειρόγραφα είναι ότι ο Αιτητής δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του καθώς η ζωή του κινδυνεύει από την κυβέρνηση και τη μητριά του.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε περίπτωση που διάδικος εμφανίζεται σε διαδικασία χωρίς να εκπροσωπείται από δικηγόρο, δεν υποχρεούται σε ενεργό συμμόρφωση με την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, εν αντιθέσει με το τι ισχύει για διαδίκους που εκπροσωπούνται με δικηγόρο. Στον Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 αναφέρεται (παραθέτω αυτολεξεί): «Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον» (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

Επομένως, σύμφωνα με τα ως άνω, η μη συμπερίληψη στην προσφυγή του αιτητή λόγων ακυρώσεως δεν αποστερεί την εξουσία από το παρόν Δικαστήριο να προχωρήσει να εξετάσει την προσφυγή του και να ελέγξει την ορθότητα της απόφασης ήτοι να προβεί σε έλεγχο επί της ουσίας ως προνοείται στο άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73 (Ι)/2018).

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, θα ασκήσω την εξουσία που μου παρέχει το πιο πάνω άρθρο και θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της απόφασης.

Ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή ο θείος του εκμεταλλευόταν τη γη που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του και τα αγαθά που παρήγαγε. Για αυτό το λόγο πώλησαν τη γη για να μπορέσει να πάει στην Ευρώπη (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 19 Δ.Φ.).

Στο πλαίσιο της συνέντευξης του, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ο Αιτητής πρόβαλε δύο (2) λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Ως πρώτο λόγο, πρόβαλε τις απειλές που δέχθηκε από τη μητριά του, η οποία με τη χρήση μαγείας τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το σχολείο, ενώ επιπρόσθετα αναφέρθηκε και σε κάποιο πρόβλημα στα πόδια του όταν έπαιζε ποδόσφαιρο. Ως δεύτερο λόγο, πρόβαλε προβλήματα με την κυβέρνηση, αναφέροντας ότι ως πολίτες δεν έχουν δικαιώματα στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 36 Δ.Φ.). Κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων που δέχθηκε αναφορικά με τα προβλήματα που είχε με την κυβέρνηση, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι λόγω της συμμετοχής του σε πορεία συνελήφθη, χτυπήθηκε και φυλακίστηκε για ένα (1) μήνα (ερυθρό 32 Δ.Φ.).

Ο αρμόδιος λειτουργός της Ε.Υ.Υ.Α. αξιολογώντας τα όσα ο Αιτητής δήλωσε στη συνέντευξή του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν είναι ικανοποιητική, καταλήγοντας ότι οι ισχυρισμοί του δεν δικαιολογούν ότι ο Αιτητής μπορεί να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για να του παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Στο πλαίσιο του έντυπου της μεταγενέστερης του αίτησης, ο Αιτητής επανέλαβε τους ισχυρισμούς περί κακομεταχείρισης που δέχθηκε από τη μητριά του∙ καθώς και περί κακομεταχείρισης που δέχθηκε από την κυβέρνηση λόγω της συμμετοχής του σε διαμαρτυρία, με αποτέλεσμα τη σύλληψη και φυλάκιση του (ερυθρό 87 Δ.Φ.).

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, μετά από εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του, εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτησή του κριθεί απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 16(Δ) του περί Προσφύγων Νόμου, όπου ακολούθως αποφασίστηκε η απόρριψη της εν λόγω ως απαράδεκτης.

 

Για σκοπούς εξέτασης του νομοθετικού πλαισίου που εφαρμόζεται στα μεταγενέστερα αιτήματα, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω απόσπασμα από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο καθορίζει τη διαδικασία υποβολής μεταγενέστερης αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«16Δ.-(1)(α)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

(i)  Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii)  νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

          (β)  Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης.  Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων.

(3)(α)  Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

Το άρθρο 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«12Βτετράκις.-......

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

[.]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ........».

Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση, για να εξετάσει το παραδεκτό της αίτησης, προκειμένου να διαπιστώσει:

α) κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης. Αν ο προϊστάμενος διαπιστώσει πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη.  

Β) αν ο προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε θα προχωρήσει σε ουσιαστική εκτίμηση των τυχόν νέων ισχυρισμών μόνο εφόσον  ικανοποιηθεί πως τα στοιχεία αυτά αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και ο αιτητής χωρίς δική του υπαιτιότητα δεν υπέβαλε τα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία. Επομένως, αν ο προϊστάμενος κρίνει ότι από τα νέα στοιχεία που υποβλήθηκαν δεν αυξάνονται οι πιθανότητες χορήγησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή και από δική του υπαιτιότητα δεν τα υπέβαλε κατά την προηγούμενη διαδικασία τότε θα απορρίψει την μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη.

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο.  Ο προϊστάμενος έχει υποχρέωση να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης.

Επομένως το μόνο που παραμένει να εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση είναι αν ορθώς κρίθηκε από την αρμόδια αρχή ως απαράδεκτο το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του.

Στην απόφαση του ΔΕΕ, αρ. C -18/20 XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ημερ. 09/09/21, ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα. (βλ. σκέψεις 31 έως 44).

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπ. αρ.C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημ.09/09/20, λέχθηκαν τα εξής:

« ……..60      Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ' ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του…..»

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί που επικαλέστηκε ο Αιτητής κατά την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος του, είναι  ισχυρισμοί που αφορούν τα οικογενειακά και τα πολιτικά προβλήματα, που ήδη είχε προβάλει στην πρώτη αίτηση ασύλου ήτοι την κακομεταχείριση που είχε από την μητριά του και συνακόλουθα από την κυβέρνηση της χώρας του - οι οποίοι εξετάστηκαν και κρίθηκαν ότι δεν εμπίπτουν στις έννοιες του κινδύνου δίωξης ή κινδύνου βλάβης ως αναλύονται και αναφέρονται στα άρθρα 3, 3Γ και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου – και δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με αυτά που ήδη εξετάστηκαν κατά την πρώτη αίτηση ασύλου από την Υπηρεσία Ασύλου.

 Πρόσθετα, οι εν λόγω ισχυρισμοί είναι τόσο γενικοί και αόριστοι που δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή.

Ενόψει τούτου, κρίνω ότι δεν συντρέχουν οι βασικές προϋποθέσεις προς εξέταση της ουσίας του μεταγενέστερου αιτήματος, ως αναφέρονται στην νομοθεσία που έχει παρατεθεί ανωτέρω και ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την μεταγενέστερη αίτηση κατά το προκαταρκτικό στάδιο ως απαράδεκτη.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ως απαράδεκτη. Κρίνω ότι η επίδικη πράξη είναι ορθή.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €600 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

                                                                                   Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π