
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: Τ72/24
17 Φεβρουαρίου 2025
[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
U.M.
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
[κα Ο. Γεωργιάδη για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα]
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Aίτηση ημερομηνίας 15/12/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 10/01/2024 και με την οποία τον πληροφορούν για την απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης του αίτησης για διεθνή προστασία.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(ε) των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (ως έχουν τροποποιηθεί). Tα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος του Καμερούν και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 19/11/2020, ενώ παρέλαβε τη σχετική βεβαίωση στις 26/11/2020. Στις 10/12/2020 και 26/02/2021, πραγματοποιήθηκε (σε δύο μέρη) συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή στις 01/03/2021. Στη συνέχεια, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 04/03/2021. Στις 04/03/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της (γραμμένα σε γλώσσα που ο Αιτητής κατανοεί) σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε από τον Αιτητή στις 08/03/2021.
Ακολούθως, στις 07/04/2021, καταχωρήθηκε (μέσω δικηγόρου) η Προσφυγή με αριθμό 1689/2021 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και στις 06/12/2021, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας εξέδωσε απορριπτική απόφαση στην εν λόγω προσφυγή του Αιτητή (λόγω μη προώθησής της).
Στη συνέχεια, ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση του αιτήματος του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας στις 03/01/2022. Στις 17/01/2022, αρμόδια Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία. Στις 20/01/2022, Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση όπως η εν λόγω μεταγενέστερη αίτηση κριθεί απαράδεκτη. Στις 24/01/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της (γραμμένα σε γλώσσα που ο Αιτητής κατανοεί) σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 18/11/2022.
Ακολούθως, στις 12/12/2022, καταχωρήθηκε (μέσω δικηγόρου) η Προσφυγή με αριθμό Τ914/2022 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και στις 24/01/2023, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας εξέδωσε απορριπτική απόφαση στην εν λόγω προσφυγή του Αιτητή (λόγω απόσυρσής της).
Στη συνέχεια, ο Αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση του αιτήματος του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας στις 10/03/2023. Στις 11/12/2023, αρμόδια Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το δεύτερο μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία. Στις 15/12/2023, Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί μέρος των καθηκόντων του Προϊσταμένου (περιλαμβανομένης της έκδοσης αποφάσεων επί μεταγενέστερων αιτήσεων διεθνούς προστασίας), ενέκρινε την εισήγηση όπως η εν λόγω δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση κριθεί απαράδεκτη. Στις 18/12/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή (γραμμένη σε γλώσσα που ο Αιτητής κατανοεί), μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της, σχετικά με το δεύτερο μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 10/01/2024.
Ακολούθως, εναντίον της εν λόγω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (που αφορά στο δεύτερο μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία), καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει οποιαδήποτε νομικά σημεία για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ωστόσο, επικαλείται λόγους ουσίας που αφορούν στο αίτημά του για διεθνή προστασία. Περαιτέρω, στα πλαίσια του αιτητικού της προσφυγής του, παραθέτει ορισμένα έγγραφα μαζί με σχετική ένορκη δήλωσή του (τα οποία υποβάλλονται δυνάμει του Κανονισμού 3(α) των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί). Ωστόσο δε, τα εν λόγω έγγραφα αναφέρονται μεν ως τεκμήρια στην εν λόγω ένορκη δήλωση του, χωρίς όμως ο Αιτητής να εξηγεί οτιδήποτε σχετικά με τούτα ή τη συνάφειά τους με τα επίδικα θέματα (ως απαιτούν οι πρόνοιες του Κανονισμού 3(β) των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί).
Κατά την προτελευταία δικάσιμο (ημερ. 27/09/2024) και σχετικά με τα πιο πάνω τεκμήρια που προσκόμισε με την παρούσα προσφυγή του, ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι αυτά ήρθαν στην κατοχή του περί τον Δεκέμβριο του 2022 και δήλωσε επίσης (σχετικά με το ότι τα εν λόγω έγγραφα φέρουν προγενέστερες ημερομηνίες), ότι ούτε ήταν εις γνώση του η ύπαρξή τους κατά την αρχική του συνέντευξη.
Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με την επιφύλαξη στον Κανονισμό 3(ε) των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (ως έχουν τροποποιηθεί), δεν απαιτείται η παρουσία των Καθ' ων η Αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Συνεπώς, λαμβάνω υπόψη τα όσα ο Αιτητής αναφέρει επί της ενώπιον μου διαδικασίας.
TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του Κανονισμού 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (ως έχουν τροποποιηθεί) και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (εφεξής «δ.φ.»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της επιφύλαξης στο εν λόγω εδάφιο (ε) του Κανονισμού 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η Αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή.
Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί) καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:
«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί) καθορίζει την έννοια του «πρόσφυγα» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.
Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Απαράδεκτες αιτήσεις
12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...]
(β) [...]
(γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]»
Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο –
(i) μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.
[...]»
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».
Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 16Δ(3), του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι, «η έννοια ‘νέα στοιχεία ή πορίσματα’, τα οποία ‘έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα’, κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα» (βλ. Υπόθεση C18/20, σκέψεις 31 έως 44).
Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα «το κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» (άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000, ως έχει τροποποιηθεί) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας» (άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου) και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος» (άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) του ιδίου Νόμου) [βλ. και άρθρο 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), Οδηγία 2013/32/ΕΕ].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής εξέτασης η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας εξέταση των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι: «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]», καθώς και ότι, (μόνο) εάν η εν λόγω προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται πιο πάνω «καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω [.]» και περαιτέρω προνοείται ότι: «Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία, ιδίως με την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 46.».
Στα πλαίσια των ως άνω αναφερθέντων, όσον αφορά τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τον Αιτητή στα πλαίσια της διοικητικής εξέτασης της αρχικής αίτησης ασύλου, παρατηρώ τα εξής:
Κατά την υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής κατέγραψε ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, ότι τον καταζητούσαν οι αποσχιστές μαχητές στη χώρα του, επειδή αρνήθηκε να ενταχθεί μαζί τους στον αγώνα ενάντια της κυβέρνησης και επίσης, εκείνοι θεώρησαν πως ο ίδιος έδιδε πληροφορίες τους στην κυβέρνηση. Έτσι, η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο και για τούτο έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα του, για την ασφάλειά του. Επιπλέον, επικαλείται πως ακόμη και ο κρατικός στρατός σκοτώνει κάθε νεαρό στην κοινότητά του, θεωρώντας ότι είναι συνεργός των αποσχιστών μαχητών. Τέλος, αναφέρει ότι επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του όταν τελειώσει ο πόλεμος. [βλ. ερ. 1 δ.φ.]
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ο Αιτητής, δήλωσε ότι κατάγεται από την Kumba στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν (τόπος επίσης της τελευταίας διαμονής του – βλ. ερ. 31/4Χ και 20/6Χ-7Χ δ.φ.), όπου επίσης διαμένουν, η μητέρα του και η μικρότερη αδελφή του (βλ. ερ. 30/1Χ και 21/1Χ δ.φ.). Ο μεγαλύτερος αδελφός του (ως ισχυρίστηκε), από το 2017 ανήκει στους αποσχιστές μαχητές που αγωνίζονται ενάντια στην κυβέρνηση της χώρας και κρυβόταν σε θαμνώδη περιοχή (βλ. ερ. 30/2Χ και 21/7Χ δ.φ.), ενώ ο πατέρας του σκοτώθηκε από τον κρατικό στρατό κατά τον Σεπτέμβριο του 2020, κατόπιν εφόδου στο σπίτι τους προς αναζήτηση του αδελφού του (όπως τον ενημέρωσε η μητέρα του, κατόπιν που ο ίδιος έφυγε από τη χώρα του – βλ. ερ. 21/2Χ-3Χ δ.φ.). Δήλωσε επίσης, ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση καθώς και διετές κολεγιακό πρόγραμμα στη χώρα του (βλ. ερ. 22/4Χ δ.φ.), ότι δεν ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική οργάνωση (βλ. ερ. 21/5Χ δ.φ.), ως επίσης, ότι έφυγε από τη χώρα του περί τον Φεβρουάριο του 2020, νόμιμα, χρησιμοποιώντας το διαβατήριό του και μέσω του διεθνές αεροδρομίου της Douala (βλ. ερ. 19/3Χ και 19/6Χ δ.φ.), χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ζητήματα κατά την έξοδό του από τη χώρα του, ενώ ουδέποτε είχε συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής του (βλ. ερ. 18/1Χ δ.φ.).
Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα του, ο Αιτητής επικαλέστηκε τη γενικευμένη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στις αγγλόφωνες περιοχές, ως επίσης, ισχυρίστηκε ότι οι Ambazonians τον θεωρούσαν προδότη, επειδή ο ίδιος, λόγω θρησκείας, δεν ήθελε να ενταχθεί μαζί τους, καθώς επίσης, επειδή ο αδελφός του είναι μέλος των Ambazonians και ο στρατός συλλαμβάνει νεαρά άτομα θεωρώντας πως ανήκουν στους Ambazonians ή ώστε να μάθουν πληροφορίες για τους Ambazonians (βλ. ερ. 18/2Χ-3Χ δ.φ.). Αργότερα, επικαλέστηκε ότι ο αδελφός του είχε ενταχθεί στους μαχητές Ambazonians περί τον Οκτώβριο του 2019 (και όχι κατά την αρχή του αγώνα, το 2017, ως είχε αναφέρει προηγουμένως – βλ. ερ. 17/4Χ-6Χ και 30/4Χ δ.φ.), ως επίσης, ισχυρίστηκε πως κατόπιν που ο ίδιος αρνήθηκε να ενταχθεί μαζί τους, ο αδερφός του και οι φίλοι του, τον αποκαλούσαν προδότη και τον απειλούσαν πως δεν θα τον βοηθούσαν εάν έχει μπλεξίματα, καθώς και πως δεν τον αναγνωρίζουν πλέον σαν φίλο και σαν οικογένεια (βλ. ερ. 16/1Χ-4Χ και 30/8Χ δ.φ.). Επιπλέον, επικαλέστηκε πως ένα μέλος των Ambazonians που ενδιαφερόταν για τη σύντροφο του, απειλούσε τον ίδιο λόγω και μόνο τούτου (βλ. ερ. 16/5Χ-6Χ δ.φ.). Διευκρίνισε δε, πως (όλες) αυτές οι απειλές που δεχόταν ήταν λεκτικές (βλ. ερ. 16/7Χ-8Χ δ.φ.). Ισχυρίστηκε επίσης, ότι κάθε οικογένεια, της οποίας κάποιο μέλος ανήκει στους Ambazonians, κινδυνεύει από τον κρατικό στρατό (βλ. ερ. 16/10Χ και 15/1Χ δ.φ.), όπως και στη δική του περίπτωση, όπου όλοι στην οικογένεια του κινδυνεύουν και αποτελούν στόχο του κρατικού στρατού, λόγω του αδελφού του που είναι μέλος των Ambazonians (βλ. ερ. 16/9Χ δ.φ.). Ερωτηθείς αναφορικά με το τι μπορεί να συμβεί στον ίδιο σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως κινδυνεύει η ζωή του επειδή ο αδελφός του είναι μέλος των μαχητών Ambazonians (βλ. ερ. 15/2Χ δ.φ.). Σε άλλη σχετική ερώτηση, δήλωσε ότι οι αρχές της χώρας του θα του επέτρεπαν να επιστρέψει εκεί (βλ. ερ. 15 δ.φ.). Ανέφερε επίσης, ότι η μητέρα του σταμάτησε να εργάζεται από το 2018 και ένας από τους λόγους που ο ίδιος ήρθε στην Κύπρο, ήταν ώστε να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του εφόσον δεν υπάρχει κάποιος να τους στηρίζει (βλ. ερ. 15/4Χ δ.φ.). Ερωτηθείς σχετικά με το τι έκανε αφότου του ζήτησαν να ενταχθεί στους Ambazonians περί τον Οκτώβριο του 2019 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2020 που έφυγε από τη χώρα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι συνέχισε να παραμένει εκεί, βοηθώντας τον πατέρα του στις αγροτικές του εργασίες (βλ. ερ. 30/9Χ δ.φ.). Τέλος, δήλωσε πως δεν είχε αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ζητήματα αλλά αποφάσισε να φύγει από τη χώρα του ώστε να σπουδάσει, ωστόσο, όταν κατόπιν που ήρθε στην Κύπρο τον ενημέρωσε η μητέρα του πως ο πατέρας του σκοτώθηκε κατόπιν επίθεσης του στρατού στο σπίτι τους, έτσι (πλέον) φοβάται να επιστρέψει εκεί λόγω της γενικής κατάστασης στη χώρα του, αλλά και λόγω του αδελφού του, που ανήκει στους μαχητές Ambazonians και που για το λόγο αυτό, η οικογένεια του αποτελεί στόχο του κρατικού στρατού, ως ισχυρίστηκε (βλ. ερ. 29/1Χ-6Χ δ.φ.).
Η αρμόδια λειτουργός, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, σχημάτισε έξι (6) ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος σχετικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής και περιοχή διαμονής του Αιτητή, ο δεύτερος αναφορικά με το ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω της γενικής κατάστασης ανασφάλειας εκεί, ο τρίτος σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από τον κρατικό στρατό λόγω της εμπλοκής του αδελφού του με τους μαχητές Ambazonians, ο τέταρτος όσον αφορά τις (κατ’ ισχυρισμό) απόπειρες στρατολόγησης του Αιτητή στους μαχητές Ambazonians από τους φίλους του και τον αδελφό του, καθώς και τον φόβο δίωξης λόγω της άρνησης του να ενταχθεί στους μαχητές Ambazonians, ο πέμπτος σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από μέλος των μαχητών Ambazonians που ενδιαφέρεται για τη σύντροφο του Αιτητή και ο έκτος, για λόγους οικονομικού περιεχομένου. [βλ. ερ. 54 δ.φ.]
Αξιολογώντας τους πιο πάνω ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή, οι δύο πρώτοι (ήτοι τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του και η γενική κατάσταση ανασφάλειας στη χώρα καταγωγής του) καθώς και ο τελευταίος (ήτοι για λόγους οικονομικού περιεχομένου), έγιναν αποδεκτοί, καθώς τεκμηριώθηκε και στις τρεις περιπτώσεις τόσο η εσωτερική όσο και (όπου ήταν εφικτό) η εξωτερική αξιοπιστία. [βλ. ερ. 54-53, 53-52 και 48-47 δ.φ.]
Ωστόσο, οι υπόλοιποι τρεις ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν για τους εξής λόγους:
Σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από τον κρατικό στρατό λόγω της εμπλοκής του αδελφού του με τους μαχητές Ambazonians, παρατηρήθηκε πως ο ίδιος με έλλειψη ευλογοφάνειας ισχυρίστηκε ότι κινδυνεύει η ζωή του στη χώρα του εφόσον τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του και οι συγγενείς του εξακολουθούν να διαμένουν στην περιοχή (βλ. ερ. 29/4Χ-5Χ δ.φ.). Επίσης, παρόλο που ο ίδιος επικαλέστηκε πως ο κρατικός στρατός στοχοποίησε την οικογένεια του λόγω του αδελφού του που ήταν μέλος των Ambazonians, εντούτοις, δεν αναφέρθηκε σε κάποιό περιστατικό που να απειλήθηκε η οικογένεια του ή ο ίδιος προσωπικά (βλ. ερ. 29/1Χ-3Χ και 29/6Χ δ.φ.). Εν κατακλείδι, διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής κατά τη συνέντευξη του δεν αναφέρθηκε σε κανένα γεγονός που να καταδεικνύει ότι είχε υποστεί οποιαδήποτε μορφή δίωξης από τις αρχές της χώρας του, να απειλήθηκε η ζωή του ίδιου προσωπικά από τις αρχές της χώρας του ή που να δέχθηκε (λεκτικές) απειλές από τον κρατικό στρατό, ενώ έφυγε νόμιμα από τη χώρα του χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κίνδυνο κατά την έξοδο του από τη χώρα. [βλ. ερ. 52-50 δ.φ.]
Όσον αφορά στις (κατ’ ισχυρισμό) απόπειρες στρατολόγησης του Αιτητή στους μαχητές Ambazonians από τους φίλους του και τον αδελφό του, καθώς και τον φόβο δίωξης λόγω της άρνησης του να ενταχθεί στους μαχητές Ambazonians, διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με αυτό το μέρος του αιτήματός του (βλ. ερ. 18/4Χ και 30/6Χ-7Χ δ.φ.) και επίσης, εντοπίστηκαν αντιφάσεις στα λεγόμενά του, ενώ (συνάμα), οι λεκτικές απειλές και προειδοποιήσεις που επικαλέστηκε ότι λάμβανε από τον αδελφό του και τους φίλους του, δεν παραπέμπουν σε εύλογα συμπεράσματα ότι αποτέλεσαν σοβαρούς λόγους/πράξεις δίωξης που να τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του (βλ. ερ. 16/3Χ-4Χ, 16/7Χ-8Χ και 30/8Χ δ.φ.). Καταληκτικά, παρατηρήθηκε ότι ο Αιτητής, κατόπιν που κατ’ ισχυρισμό του ζητήθηκε να ενταχθεί στους μαχητές Ambazonians και ο ίδιος αρνήθηκε, και μέχρι που έφυγε από τη χώρα του, για λόγους σπουδών ως δήλωσε, δεν είχε αντιμετωπίσει οτιδήποτε και συνέχισε να ζει κανονικά στη χώρα του, ως ο ίδιος ανέφερε (βλ. ερ. 30/9Χ και 29/4Χ δ.φ.). [βλ. ερ. 50-49 δ.φ.]
Σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από μέλος των μαχητών Ambazonians που ενδιαφέρεται για τη σύντροφο του Αιτητή, κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες προς τεκμηρίωση αυτού του μέρους του αιτήματός του και πιο συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε ότι αρχικά ο ίδιος δεν είχε αναφερθεί στο εν λόγω κατ’ ισχυρισμό γεγονός (βλ. ερ. 1 και 18/2Χ-4Χ δ.φ.), ενώ όταν κλήθηκε να εξηγήσει τούτο, ο Αιτητής απέφυγε να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση (βλ. ερ. 16/5Χ-8Χ και 16/11Χ δ.φ.), αλλά ούτε και μετέπειτα κατά το δεύτερο μέρος της συνέντευξης του είχε αναφερθεί σε ένα τέτοιο (κατ’ ισχυρισμό) γεγονός (βλ. ερ. 29/7Χ και 31/1Χ δ.φ.). Ούτε έδωσε ο Αιτητής λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τον εν λόγω περιστατικό, όταν του δόθηκε η ευκαιρία να δώσει περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά τις (κατ’ ισχυρισμό) απειλές που δέχθηκε, αναφέροντας μόνο το μήνα και το έτος που έγινε τούτο (βλ. ερ. 16/7Χ δ.φ.). [βλ. ερ. 49-48 δ.φ.]
Στη συνέχεια, η αρμόδια λειτουργός προχώρησε σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση των τριών (ως άνω αναφερθέντων) αποδεκτών ισχυρισμών (βλ. ερ. 47 δ.φ.), ενώ προχωρώντας στο μέρος της νομικής ανάλυσης, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου (βλ. ερ. 47-46 δ.φ.). Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή (ήτοι άμαχος πολίτης και άτομο ενήλικο, υγειές και χωρίς θέματα ευαλωτότητας, με συγγενικούς δεσμούς στην περιοχή τελευταίας διαμονής του στη χώρα του), κατέληξε ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας. Ειδικότερα, όσον αφορά στις πρόνοιες του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αρμόδια λειτουργός προέβη σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν (όπου, σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, διαπιστώθηκε ότι υφίσταται κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στις εν λόγω περιφέρειες του Καμερούν και το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης δημιουργεί συνθήκες με περιστατικά αδιακρίτως ασκούμενης βίας) και με παραπομπές σε συναφή νομολογία σχετικά με την ερμηνεία του ΔΕΕ αναφορικά με την έννοια της «εσωτερικής ένοπλης σύρραξης», της «αδιάκριτης άσκησης βίας», καθώς και της «σοβαρής και προσωπικής απειλής», διαπιστώθηκε, παρά την εν λόγω κατάσταση που επικρατεί στην (ευρύτερη) περιοχή επιστροφής του, ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνον στην εν λόγω περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του (ήτοι στην Kumba, South-west Region). [βλ. ερ. 46-43 δ.φ.]
Ακολούθως, ο Αιτητής κατέθεσε (μέσω δικηγόρου) προσφυγή ενώπιον του ΔΔΔΠ (στα πλαίσια των γεγονότων επί του δικογράφου της οποίας προβάλλεται ότι, ο Αιτητής αποτελεί στόχο ως θύμα πολιτικής δίωξης στη χώρα του λόγω έντονης δραστηριοποίησης του ως ακτιβιστής για την προάσπιση και προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως εμπλεκόμενος σε εθνοτικές αντιπαραθέσεις, ενώ επίσης, κινδυνεύει άμεσα λόγω των εμφύλιων συγκρούσεων στη χώρα του – βλ. ερ. 63 δ.φ.), η οποία απορρίφθηκε (αργότερα) από το ΔΔΔΠ (βλ. ερ. 88 δ.φ.).
Στη συνέχεια, ήτοι στις 03/01/2022, ο Αιτητής υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, προβάλλοντας ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης στη χώρα του, που επηρεάζει τον ίδιο επειδή ο αδελφός του είναι μέλος των αποσχιστών μαχητών (Ambazonians), γεγονός για το οποίο στοχοποιήθηκε η οικογένειά του και ο λόγος επίσης που οδήγησε στον θάνατο του πατέρα του, ενώ ο ίδιος προτού φύγει από τη χώρα του είχε χαρακτηριστεί ως προδότης. [βλ. ερ. 90 δ.φ.]
Οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν σε προκαταρκτική αξιολόγηση των όσων κατέγραψε ο Αιτητής στην πιο πάνω μεταγενέστερη του αίτηση (σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (3) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου) και έκριναν την εν λόγω μεταγενέστερη του αίτηση απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16(Δ)(3)(δ) και 12Βτετράκις(2)(δ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, έλαβαν υπόψη τα όσα ανέφερε ο Αιτητής δια της μεταγενέστερης του αίτησης και έκριναν ότι αυτά δεν αποτελούν νέους ισχυρισμούς, αλλά επανάληψη των όσων ο ίδιος επικαλέστηκε κατά την αρχική του συνέντευξη, και που εξετάστηκαν επαρκώς και απορρίφθηκαν κατόπιν δέουσας αξιολόγησής τους από την Υπηρεσία Ασύλου, κατά το αρχικό στάδιο της αίτησής του για διεθνή προστασία. Επομένως, τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής με την εν λόγω μεταγενέστερη του αίτηση δεν αποτελούν νέα στοιχεία. [βλ. ερ. 94-93 δ.φ.]
Ακολούθως, ο Αιτητής κατέθεσε (μέσω δικηγόρου) προσφυγή ενώπιον του ΔΔΔΠ (στα πλαίσια των γεγονότων επί του δικογράφου της οποίας προβάλλεται ότι, ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του καθότι κινδύνευε η σωματική του ακεραιότητα και η ζωή του λόγω της αντιμετώπισης των αγγλόφωνων του Καμερούν από τη γαλλόφωνη κυβέρνηση και τον κρατικό στρατό, ως επίσης ότι, ο Αιτητής τόσο στη χώρα καταγωγής του όσο και στην Κύπρο, είναι άτομο πολιτικά δραστήριο και ενεργό μέλος του κινήματος SCNC, με αποτέλεσμα εξαιτίας της εν λόγω δράσης του να είναι ανεπιθύμητη η παρουσία του και επίσης να κινδυνεύει η ζωή του στη χώρα καταγωγής του – βλ. ερ. 114 και 111 δ.φ.), η οποία απορρίφθηκε (αργότερα) από το ΔΔΔΠ λόγω απόσυρσής της (βλ. ερ. 119 δ.φ.), ως εκ τούτου, η σχετική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κατέστη τελεσίδικη.
Στις 10/03/2023, ο Αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση (η οποία και αφορά στην παρούσα υπόθεση), προβάλλοντας ότι ο αδελφός του είναι μέλος των μαχητών Ambazonians και αυτό αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο για την επιστροφή του ιδίου στη χώρα καταγωγής του, ενώ αναφέρει επίσης πως (μόλις πρόσφατα) έλαβε τηλεφώνημα από τον τόπο καταγωγής του, περί του ότι η μητέρα του έχει απαχθεί από μια άλλη αποσχιστική ομάδα λόγω της διαμάχης που έχει ο αδελφός του μαζί τους και πλέον (ως ισχυρίζεται), αφότου απήγαγαν τη μητέρα του, δεν γνωρίζει ούτε για το που βρίσκεται η μικρότερή του αδελφή. Επικαλείται επίσης, ότι πλέον η οικογένεια του βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο και πως έχουν στοχοποιηθεί από τον κρατικό στρατό και μια άλλη αποσχιστική ομάδα. [βλ. ερ. 143 δ.φ.]
Συνάμα, ο Αιτητής προσκόμισε (μαζί με την εν λόγω επίδικη μεταγενέστερη αίτηση) αριθμό εγγράφων (βλ. ερ. 139-137, 136, 135, 134, 133, 132, 131, 130, 129-126 και 125-120 δ.φ.), για τα οποία κατέγραψε μόνο τους τίτλους (πλην των δύο εγγράφων στα ερ. 130 και 129-126 του δ.φ., στα οποία ουδόλως αναφέρεται εξάλλου), αναφέροντας επίσης για τα εν λόγω έγγραφα που προσκόμισε, ότι ήρθαν στην κατοχή του περί τον Δεκέμβριο του 2022, καθότι έπρεπε να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του πατέρα του στο Καμερούν ώστε να του δώσει το σχετικό έγγραφο και για μερικά άλλα έγγραφα από το κίνημα της Ambazonia στην Κύπρο, καθώς και ότι δεν είχε αυτά τα έγγραφα μαζί του όταν αιτήθηκε για διεθνή προστασία. [βλ. ερ. 143 δ.φ.]
Οι Καθ’ ων η Αίτηση απέρριψαν την επίδικη (δεύτερη) μεταγενέστερη του αίτηση, κρίνοντας ότι ο Αιτητής δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους, επομένως, τα στοιχεία που υπέβαλε με την εν λόγω μεταγενέστερη αίτηση του δεν αποτελούν νέα στοιχεία (χωρίς δε, να γίνεται η οποιαδήποτε ειδική αναφορά στα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής στα πλαίσια της εν λόγω μεταγενέστερης του αίτησης). Καταληκτικά, διαπιστώθηκε ότι από τα στοιχεία που έχει προβάλει ο ίδιος, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Καμερούν, θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. [βλ. ερ. 152-149 δ.φ.]
Ως εκ τούτου, η εν λόγω (δεύτερη) μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ(3)(δ) του Περί Προσφύγων Νόμου (βλ. ερ. 153 δ.φ.).
Έχω εξετάσει με προσοχή το σχετικό περιεχόμενο στο διοικητικό φάκελο του Αιτητή, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν, και κρίνω ότι ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την (επίδικη) δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη, αφού πράγματι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ (3) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, όμως με το εξής διακριτό σκεπτικό:
Επί της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής αναφέρει ουσιαστικά ότι προέκυψαν νέα γεγονότα στη χώρα καταγωγής του, ήτοι ότι η μητέρα του απήχθη από άλλη ομάδα αποσχιστών λόγω διαμάχης τους με τον αδελφό του, ενώ ο ίδιος δεν γνωρίζει το τι απέγινε η αδελφή του κατόπιν του εν λόγω περιστατικού. Επιπλέον, προβάλλει ότι πέραν του κρατικού στρατού, πλέον η οικογένεια του έχει στοχοποιηθεί και από την άλλη αυτονομιστική ομάδα (προφανώς, λόγω διασύνδεσης του αδελφού του με τους Ambazonians, σύμφωνα και με το αρχικό του αίτημα). Τα έγγραφα δε, που ο ίδιος προσκόμισε με την εν λόγω (δεύτερη) μεταγενέστερη του αίτηση, παρόλο που αποτελούν νέα στοιχεία (εφόσον υποβάλλονται για πρώτη φορά), φαίνεται (εντούτοις) να αφορούν τους προηγούμενους ισχυρισμούς του, περί πολιτικής του δράσης και εμπλοκής του στο κίνημα SCNC (που προβλήθηκαν κατά τις δύο προηγούμενες προσφυγές του ενώπιον του ΔΔΔΠ και απορρίφθηκαν ή/και αποσύρθηκαν), ως επίσης, του κατ’ ισχυρισμό κινδύνου δίωξής του από τον κρατικό στρατό, λόγω στοχοποίησης της οικογένειας του, εξαιτίας του ότι ο αδελφός του ανήκει στους Ambazonians και τον καταζητούσε ο στρατός, όπου σκότωσαν τον πατέρα του αναζητώντας πληροφορίες για τον εν λόγω υιό του (ισχυρισμοί που αναφέρθηκαν κατά τη συνέντευξη του Αιτητή, καθώς και στα πλαίσια της πρώτης μεταγενέστερης του αίτησης, και απορρίφθηκαν εξίσου). Ως εκ τούτου, από τα ενώπιον μου στοιχεία, διαπιστώνω ότι τα εν λόγω έγγραφα που υποβάλλει ο Αιτητής μέσω της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, δεν αφορούν στα δεδομένα τα οποία ανέκυψαν στο πλαίσιο νέου πραγματικού γεγονότος, ήτοι ότι απήγαγαν τη μητέρα του από άλλη αποσχιστική ομάδα και πλέον στοχοποιείται και ο ίδιος από την εν λόγω ομάδα, ωστόσο, αποτελούν νέα στοιχεία ως προς τους αρχικούς του (ουσιώδεις και άλλους) ισχυρισμούς.
Επομένως, φρονώ ότι τα εν λόγω αναφερθέντα του Αιτητή καθώς και τα έγγραφα που προσκόμισε ο ίδιος (αν και δεν φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους), αποτελούν νέα στοιχεία βάσει του άρθρου 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου και τα οποία έπρεπε να εξεταστούν ως τέτοια από την αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ως εκ τούτου, η εν λόγω λειτουργός είχε υποχρέωση να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο εξέτασης του παραδεκτού της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι κατά πόσο τα (ως άνω) νέα στοιχεία που προβλήθηκαν στη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες για τη χορήγηση στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτός, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω προσφυγής του στο Δικαστήριο.
Ως έχω αναλύσει και πιο πάνω, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι κατά πόσο «προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του» και εφόσον διαπιστωθεί αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο: «(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και [περαιτέρω κατά πόσο] (ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.».
Όπως έχει εξάλλου αναφερθεί στην υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, 9ης Σεπτεμβρίου 2021, ECLI:EU:C:2021:710 (σκέψεις 31 έως 44): «η έννοια ‘νέα στοιχεία ή πορίσματα’, τα οποία ‘έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα’, κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα» (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).
Με βάση τα στοιχεία τα οποία έχουν τεθεί ενώπιόν μου, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι Καθ' ων η Αίτηση έχουν, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, εκπληρώσει το καθήκον τους για συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών εκείνων στοιχείων, τα οποία θα παρείχαν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 1078/2017, 28/9/2018). Στην υπό εξέταση περίπτωση, νέα στοιχεία που δεν ελήφθησαν υπόψιν στη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, είναι η (κατ’ ισχυρισμό) διαμάχη του αδελφού του με άλλη αποσχιστική ομάδα, που απήγαγαν τη μητέρα του και έχουν στοχοποιήσει την οικογένειά του και τον ίδιο, καθώς και τα έγγραφα που υπέβαλε, τα οποία φαίνεται να είναι προς υποστήριξη των αρχικών/προηγούμενων του ισχυρισμών.
Ωστόσο, το παρόν Δικαστήριο έχει τη δικαιοδοσία για έλεγχο και της ορθότητας της επίδικης απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το παρόν Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής.
Επί αυτού και ως προς την δυνατότητα του Δικαστήριού να προβεί σε έλεγχό ορθότητας επί του προκαταρτικού σταδίου, συμπληρωματικά, παραπέμπω και στα όσα ελέγχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-585/16, Serin Alheto κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite (παράγραφος 115) (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «[.] η πλήρης και ex nunc εξέταση εκ μέρους του δικαστή δεν απαιτείται κατ' ανάγκη να αφορά την επί της ουσίας εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας και ότι μπορεί, συνεπώς, να αφορά το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας, εφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει κάτι τέτοιο κατ' εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32».
Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω σε εξέταση του κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την επίδικη (δεύτερη) μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή στη βάση των προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Για να αξιολογήσω κατά πόσο υφίστανται οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει να εξακριβώσω (ως προς την πρώτη προϋπόθεση, στο υποεδάφιο (i) του πιο πάνω άρθρου) εάν με την υποβολή των νέων στοιχείων αυξάνονται οι πιθανότητες να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία και (ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, στο υποεδάφιο (ii) του ιδίου άρθρου) αν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω προσφυγής του στο Δικαστήριο. Ενόψει του δεδομένου ότι αυτές οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) τίθενται σωρευτικά και όχι διαζευκτικά (παρά το ότι είναι διακριτές), σε περίπτωση που δεν πληρείται μία εκ των δύο, δεν χρήζει ανάλυσης η δεύτερη.
Δια ταύτα, εξετάζοντας κατά πόσο με την υποβολή των νέων στοιχείων αυξάνονται οι πιθανότητες να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία, διαπιστώνω (καταρχάς) ότι τα όσα επικαλείται ο Αιτητής με τη δεύτερη μεταγενέστερη του αίτηση, φαίνεται να είναι εικασίες του ιδίου, από πληροφόρηση δε, που ο ίδιος είχε από τρίτους στη χώρα του (ως ισχυρίζεται). Πέραν δε, του ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί (ήτοι, περί απαγωγής της μητέρας του και στοχοποίησης της οικογένειάς του από άλλη αποσχιστική ομάδα, λόγω μιας διαμάχης με τον αδελφό του) προβάλλονται γενικά και αόριστα, ο Αιτητής δεν κατονομάζει τη συγκεκριμένη ομάδα αυτονομιστών, ούτε και κατονομάζει το άτομο (ή άτομα) που επικοινώνησαν μαζί του από τη χώρα του ώστε να του μεταφέρουν τα εν λόγω (κατ’ ισχυρισμό) γεγονότα. Ουδόλως δε, αναφέρεται ο Αιτητής στους λόγους της ισχυριζόμενης διαμάχης του αδελφού του που ανήκει στους Ambazonians με την άλλη αποσχιστική ομάδα (ενώ δε, θα ήταν αναμενόμενο να αναφερόταν πρωτίστως στο θέμα του αδελφού του και στο τι ενδεχομένως συνέβη, πάρα στο τι συνέβη στη μητέρα του, που φέρεται να είναι απόρροια τούτου) και ενώ από πληροφορίες σε έγκυρες πηγές προκύπτει ότι στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν δρουν (αυτόνομα αλλά με τον ίδιο σκοπό ενάντια στη γαλλόφωνη κυβέρνηση της χώρας) διάφορες ένοπλες ομάδες αποσχιστών, ωστόσο δεν διαφαίνεται από τις εν λόγω πληροφορίες (έστω) ότι οι εν λόγω ομάδες συγκρούονται/διαμάχονται και μεταξύ τους[1],[2]. Ούτε δε, αναφέρεται ο Αιτητής στις συνθήκες/λεπτομέρειες υπό τις οποίες απήγαγαν τη μητέρα του, γεγονός για το οποίο (εξάλλου) από πληροφορίες σε έγκυρη πηγή προκύπτει ότι στα πλαίσια (γενικότερα) της εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, οι αποσχιστές προβαίνουν και σε απαγωγές αμάχων/ατόμων[3].
Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής, αποτελούν γενικούς και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς (που εξάλλου δεν τεκμηριώνονται) περί στοχοποίησης του από άλλη αποσχιστική ομάδα, που απήγαγαν τη μητέρα του, εξαιτίας διαμάχης του αδελφού του μαζί τους. Ούτε συγκεκριμενοποίησε οποιοδήποτε ισχυρισμό ο οποίος να τον συνδέει με τα εν λόγω κατ’ ισχυρισμό γεγονότα. Συμπερασματικά, πουθενά δεν προκύπτει βάσιμος φόβος δίωξης του από την εν λόγω αποσχιστική ομάδα με την οποία (κατ’ ισχυρισμό) είχε διαμάχη ο αδελφός του, ως εκ τούτου, οι εν λόγω ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αβάσιμοι καθότι δεν τεκμηριώνονται από τα ενώπιον μου στοιχεία. Τέλος, η αοριστολογία και η γενικότητα με την οποία ο πιο πάνω ισχυρισμός προωθείται, αφήνει αυτόν μετέωρο εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ούτε έχει προσκομιστεί σχετική μαρτυρία προς απόδειξη του (βλ. OM PRAKASH PANDEY ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1239/2009, 5 Νοεμβρίου 2010). Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Στο σημείο αυτό, τονίζεται ότι η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να είναι κατανοητή και να περιέχει τα σχετικά γεγονότα και αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν μετά την εκτελεστότητα της απόφασης και τα οποία αφορούν τη διαπίστωση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. Το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης αξιολογείται με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχει, και σε συνδυασμό με τα αυτά που έχουν ήδη υποβληθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία στα πλαίσια της αρχικής αίτησης.
Συνακόλουθα, εξετάζοντας κατά πόσο με τα έγγραφα που υπέβαλε ο Αιτητής αυξάνονται οι πιθανότητες να του χορηγηθεί προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία, διαπιστώνω ότι τα εν λόγω έγγραφα που προσκόμισε έχουν ως ακολούθως: ένορκη δήλωση (ημερ. 25/11/2022) από δικηγορικό γραφείο στο Καμερούν για τον Αιτητή (βλ. ερ. 139-137 δ.φ.), απόσπασμα από άρθρο (διαδικτυακής) εφημερίδας του Καμερούν (ημερ. 21/10/2021) που (φέρεται) να αναφέρεται στον Αιτητή (βλ. ερ. 136 δ.φ.), φερόμενο ένταλμα σύλληψης του Αιτητή (ημερ. 16/06/2020) από εφετείο στο Καμερούν (βλ. ερ. 135 δ.φ.), βεβαίωση ιδιότητας μέλους για τον Αιτητή (ημερ. 12/11/2021) στο κίνημα SCNC στην Κύπρο (βλ. ερ. 134 δ.φ.), πιστοποιητικό θανάτου (ημερ. 10/09/2020) του πατέρα του Αιτητή (βλ. ερ. 133 δ.φ.), κάρτα μέλους του Αιτητή (ημερ. 14/11/2020) για το κίνημα SCNC στη χώρα του (βλ. ερ. 132 δ.φ.), πιστοποιητικό γέννησης (ημερ. 17/08/2022) της θυγατέρας του Αιτητή στην Κύπρο (βλ. ερ. 131 δ.φ.), ανακοίνωση από την αμερικανική υπηρεσία U.S. Citizenship and Immigration Services (ημερ. 15/04/2022) σχετικά με την παραχώρηση καθεστώτος 18μηνης προσωρινής προστασίας για πολίτες του Καμερούν που διέμεναν στις ΗΠΑ (βλ. ερ. 130 δ.φ.), επιστολή από το κίνημα Federal Republic of Ambazonia (ημερ. 16/08/2022) προς τη διεθνή κοινότητα με γενικό περιεχόμενο αναφορικά με την κατάσταση στο αγγλόφωνο Καμερούν και τα αιτήματα του εν λόγω κινήματος (βλ. ερ. 129-126 δ.φ.), ιδρυτικό και καταστατικό έγγραφο (ημερ. 24/03/2019) του SCNC στην Κύπρο (βλ. ερ. 125-120 δ.φ.).
Πρωτίστως παρατηρώ ότι τα εν λόγω έγγραφα είναι όλα αντίγραφα, ενώ ορισμένα φαίνεται συγκεκριμένα να είναι εκτυπωμένα ηλεκτρονικά φωτοαντίγραφα με δυσανάγνωστο κείμενο ή/και χωρίς να προκύπτει ξεκάθαρα η πηγή/προέλευση τους. Ως εκ τούτου, προκύπτουν εκ πρώτης όψεως ζητήματα και αμφιβολίες που αφορούν την αυθεντικότητα των εγγράφων αυτών. Επιπλέον, ο Αιτητής ούτε επί της μεταγενέστερης του αιτήσεως αλλά ούτε διά της παρούσας διαδικασίας προβαίνει σε οιανδήποτε τεκμηριωμένη επεξήγηση ως προς το πως τα εν λόγω έγγραφα διασυνδέονται με το αίτημά του (πλην μιας γενικής προσπάθειάς του να διασυνδέσει ορισμένα από αυτά με τους αρχικούς/προηγούμενους ισχυρισμούς του), αλλά ούτε και παρέθεσε εύλογους λόγους/γεγονότα από όπου αυτά ενδεχομένως να προέκυψαν. Δεν συνιστά γενικό κανόνα η υποχρέωση των αρχών προς εξακρίβωση της αυθεντικότητας συγκεκριμένου εγγράφου[4], ωστόσο τα έγγραφα οφείλουν να αξιολογούνται ως προς τη σχετικότητά τους με ορισμένο ουσιώδη ισχυρισμό, την ύπαρξή τους, το περιεχόμενό τους, τη μορφή, τη φύση, καθώς και τον συντάκτη τους[5]. Σε κάθε περίπτωση το βάρος απόδειξης δεν είναι υψηλό, είναι ωστόσο υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση και αξιοπιστία των εγγράφων, εάν δεν το πράξει, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων έχει τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει.[6] Τονίζεται παράλληλα, ότι όταν πρόκειται για νέα στοιχεία/γεγονότα όπως στην παρούσα υπόθεση, ο Αιτητής που προβάλλει τέτοια επιχειρήματα φέρει σημαντικό βάρος απόδειξης όσον αφορά την αξιοπιστία τους.
Ειδικότερα δε, από σχετική ανάλυση του παρόντος Δικαστηρίου επί των εγγράφων που προσκόμισε ο Αιτητής δια της (δεύτερης) μεταγενέστερης του αίτησης, παρατηρούνται τα ακόλουθα:
Όσον αφορά την ένορκη δήλωση (ημερ. 25/11/2022) από δικηγορικό γραφείο στο Καμερούν για τον Αιτητή (βλ. ερ. 139-137 δ.φ.), καταρχάς διακρίνεται ότι τα όσα αναφέρονται στο κείμενο της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστη και αντικειμενική μαρτυρία, καθώς δεν προκύπτει ότι το άτομο που τα δηλώνει ήταν παρόν κατά τα εν λόγω περιστατικά/γεγονότα, ή ότι είχε άμεση εμπλοκή/γνώση τους, ώστε αυτά να αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία. Πέραν τούτου, στο εν λόγω κείμενο εντοπίζονται σημεία που αποκλίνουν ή βρίσκονται σε αντίθεση με τα λεγόμενα του Αιτητή κατά την αρχική του συνέντευξη. Σε κάθε περίπτωση, διακρίνεται ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί, περί δίωξης του από τους Ambazonians και από τον κρατικό στρατό του Καμερούν, λόγω στοχοποίησης του εξαιτίας του ότι ο αδελφός του ανήκει στους Ambazonians, εξετάστηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκαν στο σύνολο τους κατά την αξιολόγηση της αρχικής του αίτησης για διεθνή προστασία. Σχετικά με το πιστοποιητικό θανάτου (ημερ. 10/09/2020) του πατέρα του (βλ. ερ. 133 δ.φ.), που επίσης προσκόμισε ο Αιτητής, παρατηρείται ότι σε αυτό αναφέρεται ότι ο πατέρας του απεβίωσε στις 12/08/2020, ενώ (σε αντίφαση με τούτο) ο Αιτητής κατά την αρχική του συνέντευξη δήλωσε πως ο πατέρας του πέθανε περί τον Σεπτέμβριο του 2020 (βλ. ερ. 21/2Χ δ.φ.). Εξάλλου δε, στο εν λόγω πιστοποιητικό δεν αναγράφεται η αιτία θανάτου, ούτε δε, λόγω της φύσεως/περιεχομένου του μπορεί αυτό να θεωρηθεί από μόνο του ως υποστηρικτικό έγγραφο/στοιχείο ως προς τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ο πατέρας του Αιτητή απεβίωσε, δεν φαίνεται να έχει αμφισβητηθεί από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την αξιολόγηση της αρχικής του αίτησης για διεθνή προστασία (βλ. ερ. 54-53 δ.φ.).
Αναφορικά με το (φερόμενο) ένταλμα σύλληψης (ημερ. 16/06/2020) εναντίον του Αιτητή (βλ. ερ. 135 δ.φ.), διαπιστώνεται ότι αυτό εκδόθηκε από εφετείο αντί από (πρωτόδικο) δικαστήριο του Καμερούν, ενώ δε, ο Αιτητής ουδόλως είχε αναφερθεί σε οιαδήποτε δικαστική διαδικασία εναντίον του κατά την αρχική του συνέντευξη. Ομοίως, στο εν λόγω έγγραφο, ελλείπουν βασικά στοιχεία, όπως ο αριθμός του σχετικού αρχείου/φακέλου της υπόθεσης εναντίον του, καθώς και τα στοιχεία προηγούμενης κλήσης του ενώπιον δικαστηρίου στη χώρα του, ενώ δε, με ασυνέπεια αναγράφεται ότι έχει κατηγορηθεί ήδη για ορισμένα αδικήματα, ως επίσης, με ασάφεια αναγράφεται επί του πεδίου του επαγγέλματός του, η λέξη ‘Applicant’ (ήτοι, ‘Αιτητής’). Ούτε αιτιολογείται κάποιος (εύλογος) λόγος που ο ίδιος κατέστη καταζητούμενο άτομο από τις αρχές της χώρας του περί τον Ιούνιο του 2020 (βάσει της ημερομηνίας που φέρει το εν λόγω έγγραφο), ενώ ο ίδιος είχε (ήδη) φύγει από τη χώρα καταγωγής του περί τον Φεβρουάριο του 2020 (βλ. ερ. 19/3Χ δ.φ.). Σε κάθε περίπτωση, ο Αιτητής κατά την αρχική του συνέντευξη ουδέποτε αναφέρθηκε σε περιστατικό όπου απειλήθηκε ο ίδιος προσωπικά από τον κρατικό στρατό στη χώρα του (βλ. ερ. 16/9Χ-10Χ και ερ. 15/1Χ-2Χ δ.φ.), ούτε υπέδειξε πως είχε υποστεί οποιαδήποτε μορφή δίωξης από τις αρχές της χώρας του (βλ. ερ. 29/1Χ-3Χ και 29/6Χ δ.φ.). Παρατηρείται δε (από τα όσα σχετικά δήλωσε ο ίδιος κατά την αρχική του συνέντευξη), ότι έφυγε από τη χώρα του περί τον Φεβρουάριο του 2020, νόμιμα, με το διαβατήριό του, μέσω του διεθνές αεροδρομίου της Douala (βλ. ερ. 19/3Χ και 19/6Χ δ.φ.), χωρίς δε, να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ζητήματα κατά την έξοδό του από τη χώρα του, ενώ ουδέποτε είχε συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής του (βλ. ερ. 18/1Χ δ.φ.), και ως επίσης δήλωσε, οι αρχές τις χώρας του θα του επέτρεπαν να επιστρέψει εκεί (βλ. ερ. 15 δ.φ.).
Σχετικά με το απόσπασμα από άρθρο (διαδικτυακής) εφημερίδας του Καμερούν (ημερ. 21/10/2021) που φαίνεται να αναφέρεται στον Αιτητή (βλ. ερ. 136 δ.φ.), καταρχάς διακρίνεται ότι δεν μπορεί να εκτιμηθεί η αξιοπιστία της πηγής (ήτοι η ταυτότητα του συντάκτη ή/και η αντικειμενικότητα της εν λόγω εφημερίδας), ούτε προκύπτει το μέσο προέλευσης/δημοσίευσής του, ενώ δε, παρατηρείται ασυνέπεια μεταξύ του μορφότυπου καθώς και της γραμματοσειράς του κειμένου στο επάνω μέρος της σελίδας όπου παρουσιάζεται το εν λόγω άρθρο, σε σχέση με το υπόλοιπο κείμενο στο κάτω μέρος της εν λόγω σελίδας, που αφορά σε άλλο (γενικότερου θέματος) άρθρο. Ως επίσης παρατηρείται, στο εν λόγω άρθρο (που φαίνεται να αναφέρεται στον Αιτητή) υπάρχουν αναφορές σε κάποια (άλλα) γεγονότα που παρουσιάζονται με αρκετή χρονική ασυνέπεια ως προς την ημερομηνία έκδοσης του (ημερομηνία που επίσης παρουσιάζει αρκετή χρονική απόκλιση από την περίοδο που φέρεται να έγιναν τα εν λόγω γεγονότα που αφορούν τον Αιτητή όταν βρισκόταν στο Καμερούν). Επιπλέον, στο κείμενο του εν λόγω άρθρου εντοπίζονται σημεία που αποκλίνουν ή βρίσκονται σε αντίθεση με τα λεγόμενα του Αιτητή κατά την αρχική του συνέντευξη. Σε κάθε περίπτωση, διακρίνεται ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί, περί δίωξης του από τους Ambazonians και από τον κρατικό στρατό του Καμερούν, λόγω στοχοποίησης του εξαιτίας του ότι ο αδελφός του ανήκει στους Ambazonians, εξετάστηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκαν στο σύνολο τους κατά την αξιολόγηση της αρχικής του αίτησης για διεθνή προστασία. Πέραν τούτου, αναφέρεται (επικουρικώς) ότι από σχετικές πληροφορίες που υπάρχουν σε εξωτερικές πηγές, προκύπτει ότι (ειδικότερα) στο Καμερούν παρατηρείται η ‘πρακτική ψευδής δημοσιογραφίας’, όπου συγκεκριμένα, «Καμερουνέζοι δημοσιογράφοι έχουν παραποιήσει άρθρα εφημερίδων για να υποστηρίξουν προσφυγικά αιτήματα από Καμερουνέζους στο εξωτερικό».[7]
Όσον αφορά την κάρτα μέλους του Αιτητή (ημερ. 14/11/2020) για το κίνημα SCNC στη χώρα του (βλ. ερ. 132 δ.φ.), αυτή φαίνεται να εκδόθηκε στο Καμερούν, ωστόσο φέρει μεταγενέστερη ημερομηνία της αναχώρησης του από τη χώρα. Εξάλλου, ο Αιτητής είχε δηλώσει κατά την αρχική του συνέντευξη (η οποία δε, έγινε κατόπιν της έκδοσης της εν λόγω κάρτας μέλους), ότι δεν ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική οργάνωση (βλ. ερ. 21/5Χ δ.φ.). Πέραν τούτου, ουδέποτε ο Αιτητής είχε αναφερθεί (ενδεχομένως) σε συμμετοχή του σε (συγκεκριμένες) δραστηριότητες του εν λόγω κινήματος, είτε στη χώρα του, είτε στην Κύπρο, ενώ δε, ουδόλως τεκμηριώνονται/υποστηρίζονται τα όσα με γενικότητα αναφέρονται στη βεβαίωση ιδιότητας μέλους για τον Αιτητή (ημερ. 12/11/2021) στο κίνημα SCNC στην Κύπρο (βλ. ερ. 134 δ.φ.), περί συμμετοχής του ιδίου στις εκδηλώσεις και διαμαρτυρίες του εν λόγω κινήματος.
Αναφορικά με την ανακοίνωση από την αμερικανική υπηρεσία U.S. Citizenship and Immigration Services (ημερ. 15/04/2022)[8] που προσκόμισε ο Αιτητής (βλ. ερ. 130 δ.φ.), πέραν του ότι δεν προκύπτει οποιαδήποτε διασύνδεση του περιεχόμενού της με το αίτημα του ιδίου (αφού αναφέρεται γενικά στην ανθρωπιστική κατάσταση λόγω της συνεχιζόμενης ένοπλης σύρραξης στο Καμερούν), αυτή φαίνεται να αφορά σε καθεστώς προσωρινής προστασίας (για συγκεκριμένη χρονική περίοδο) για τους πολίτες του Καμερούν που βρίσκονται στις ΗΠΑ και δεν μπορούν να επιστρέψουν με ασφάλεια λόγω της συνεχιζόμενης ένοπλης σύρραξης στη χώρα τους. Παρόλο δε, που υπάρχει σχετική πρόνοια στον περί Προσφύγων Νόμο για την περίπτωση (τέτοιου) καθεστώτος προσωρινής προστασίας, εντούτοις αυτό ενεργοποιείται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (σύμφωνα με τα άρθρα 20, 20Α, 20Β και 20Γ, του περί Προσφύγων Νόμου) και δεν υφίσταται κάτι αντίστοιχο για την περίπτωση του Καμερούν. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο εξέτασης αιτημάτων διεθνούς προστασίας, «η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση» (βλ. άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου) και «οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση» (βλ. άρθρο 18(7Α)(α) του περί Προσφύγων Νόμου), ενώ συνάμα, διακρίνεται ότι κατά την αξιολόγηση της αρχικής του αίτησης για διεθνή προστασία, εξετάστηκε δεόντως από την Υπηρεσία Ασύλου η κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και επιστροφής του Αιτητή στο Καμερούν, ωστόσο, κρίθηκε ότι αυτός δεν εμπίπτει στο καθεστώς του πρόσφυγα (εφόσον δεν πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου), ούτε στην περίπτωσή του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας (δυνάμει του άρθρου 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου), λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις.
Σχετικά δε, με το πιστοποιητικό γέννησης (ημερ. 17/08/2022) της θυγατέρας του Αιτητή στην Κύπρο (βλ. ερ. 131 δ.φ.), δεν προκύπτει οτιδήποτε που να αφορά στο αίτημα του Αιτητή (ούτε και ο ίδιος προβάλλει κάτι σχετικά με τούτο), ούτε προκύπτει ότι αυτό το γεγονός έχει τέτοια σημαντική/πρόσθετη αποδεικτική αξία στην περίπτωσή του (εξάλλου, ως προκύπτει, το παιδί είναι εξαρτώμενο και από τους δύο του γονείς, που το έχουν αναγνωρίσει, ως φαίνεται από το σχετικό πιστοποιητικό γέννησης). Ομοίως, τα υπόλοιπα δύο έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής, ήτοι η επιστολή από το κίνημα Federal Republic of Ambazonia (ημερ. 16/08/2022) προς τη διεθνή κοινότητα (βλ. ερ. 129-126 δ.φ.), καθώς και το ιδρυτικό και καταστατικό έγγραφο (ημερ. 24/03/2019) του SCNC στην Κύπρο (βλ. ερ. 125-120 δ.φ.), καμία αποδεικτική αξία δεν έχουν για την περίπτωση του αιτήματός του, εφόσον το περιεχόμενο τους είναι γενικό και δεν γίνεται καμία αναφορά ούτε προκύπτει κάποια διασύνδεση με τον Αιτητή.
Επικουρικώς δε, διαφαίνεται ότι, ενώ, είτε λόγω προγενέστερης ημερομηνίας έκδοσης/σύνταξης τους, είτε λόγω αναφοράς τους σε προγενέστερα γεγονότα/περιστατικά, ο Αιτητής θα μπορούσε να εξασφαλίσει τα έγγραφα που προσκόμισε (πλην του πιστοποιητικού γέννησης της θυγατέρας του, της ανακοίνωσης από την αμερικανική υπηρεσία U.S. Citizenship and Immigration Services, καθώς και της επιστολής από το κίνημα Federal Republic of Ambazonia προς τη διεθνή κοινότητα, που όντως αφορούν μεταγενέστερα γεγονότα, αλλά εξάλλου καμία αποδεικτική αξία δεν έχουν, ως ήδη επεξηγήθηκε ανωτέρω), κατά τις προηγούμενες διαδικασίες (ήτοι κατά το στάδιο της αρχικής του αίτησης για διεθνή προστασία ή/και κατά την πρώτη μεταγενέστερη του αίτηση, ή κατά τις δύο προσφυγές του ενώπιον του ΔΔΔΠ), εντούτοις δεν έπραξε τούτο, λόγω δικής του (ως διαπιστώνεται) υπαιτιότητας. Συνάμα, λαμβάνεται υπόψη ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί φερόμενης δίωξης του από τους Ambazonians και τον κρατικό στρατό και τις αρχές του Καμερούν, εξετάστηκαν επί της ουσίας πρωτοβάθμια και απορρίφθηκαν κατά το εν λόγω στάδιο, λόγω έλλειψης ευλογοφάνειας, αντιφάσεων/ασαφειών, γενικότητας/αοριστίας, καθώς και λόγω έλλειψης λεπτομέρειας και απουσίας επάρκειας πληροφοριών (βλ. ερ. 52-49 δ.φ.). Συναφώς, εφόσον αυτοί δεν τεκμηριώνονται, ούτε οι (νεοφανείς) ισχυρισμοί του, περί πολιτικής του δράσης στην Κύπρο μέσω του κινήματος SCNC, αιτιολογούν τέτοιους λόγους «ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του» στη χώρα καταγωγής του (βλ. άρθρο 18(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου), αλλά ούτε (εξάλλου) μπορεί να θεωρηθεί ότι «αποδεικνύεται ότι οι δραστηριότητες τις οποίες επικαλείται αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών τις οποίες ο αιτητής είχε ήδη στη χώρα καταγωγής του», ώστε οι εν λόγω δραστηριότητες να αποτελούν λόγο για βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης του Αιτητή με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής (βλ. άρθρο 14(1)(β) του περί Προσφύγων Νόμου), λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι η παρούσα υπόθεση αφορά σε μεταγενέστερη αίτηση και οι εν λόγω περιστάσεις που επικαλείται ο Αιτητής τοποθετούνται χρονικά μετά την αναχώρηση του από τη χώρα καταγωγής (βλ. σχετικά, άρθρο 14(2) του περί Προσφύγων Νόμου).
Ως εκ τούτου, φρονώ ότι τα όσα αναφέρει δια της δεύτερης μεταγενέστερης αιτήσεως ο Αιτητής δεν αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς δεν τεκμηριώνεται η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και προκύπτουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη» σύμφωνα με το άρθρο 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, η αόριστη επίκληση κινδύνου χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, δεν θεμελιώνει βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση του ΔΔΔΠ στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής παρέθεσε περισσότερες λεπτομέρειες, τόσο επί των όσων επικαλείται, αλλά και επί των εν λόγω εγγράφων προς απόδειξη των ισχυρισμών του. Λαμβανομένου υπόψιν του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο, κατά την εξέταση της παρούσας υπόθεσης θα μπορούσε ο Αιτητής να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις/διευκρινήσεις και να παρουσιάσει επαρκώς τους ως άνω προβαλλόμενους ισχυρισμούς του, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).
Ειδικότερα, από τα όσα παρουσίασε ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή του, καθώς και κατά τις δύο ακροάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Με βάση τα όσα ο ίδιος κατέγραψε στο δικόγραφο της παρούσας προσφυγής (που υπέβαλε αυτοπροσώπως ο Αιτητής) ενώπιον του ΔΔΔΠ, στην ουσία επαναλαμβάνει τους αρχικούς ισχυρισμούς του, περί του ότι ο αδελφός του ήταν μέλος των Ambazonians και λόγω τούτου, είχε στοχοποιηθεί η οικογένειά του από τον κρατικό στρατό, καθώς και ότι, όλοι οι φίλοι του που ανήκαν σε ομαδικό κίνημα, αποκάλεσαν τον ίδιο προδότη και απειλούσαν να τον σκοτώσουν, ενώ απείλησαν και τη μητέρα του, ως επίσης και την αδελφή του. Επιπλέον, επικαλείται ότι η επιστροφή του στο Καμερούν θα σήμαινε τον θάνατό του.
Τα έγγραφα δε, που προσκόμισε με σχετική ένορκη δήλωσή του (στα πλαίσια της εν λόγω προσφυγής του), παρατηρείται ότι δεν αποτελούν νεότερα στοιχεία, εφόσον αυτά είχαν ήδη υποβληθεί με την επίδικη (δεύτερη) μεταγενέστερη του αίτηση (ως επίσης έχουν ήδη αναλυθεί ανωτέρω).
Περαιτέρω, κατά τις δύο τελευταίες ακροάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο Αιτητής επί της ουσίας προέβαλε τους ίδιους με τους πιο πάνω ισχυρισμούς, χωρίς καμία περαιτέρω επεξήγηση ή/και εύλογη αιτιολόγηση, αλλά ούτε και ουσιαστική τεκμηρίωσή τους (ενώ δε, προκύπτουν και αντιφάσεις από τα λεγόμενά του ενώπιον του Δικαστηρίου, σε σχέση με τα όσα προβάλλει στην επίδικη μεταγενέστερη του αίτηση περί απαγωγής της μητέρας του από άλλη αυτονομιστική ομάδα).
Από τις πιο πάνω παρατηρήσεις που προκύπτουν από την αξιολόγηση των όσων προβάλλει, καθώς και των εγγράφων που ο ίδιος προσκόμισε, ως νέα στοιχεία και σε σύγκρισή τους με τις δηλώσεις του Αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, προκύπτει ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί του παρέμειναν γενικοί, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι, άρα δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας στην περίπτωσή του, ούτε δε, τα εν λόγω έγγραφα έχουν κάποια αποδεικτική αξία, καθότι φέρουν σημαντικές αντιφάσεις, ασάφειες και αποκλίσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή δεν είναι κατανοητή, ήτοι δεν περιέχει τα σχετικά γεγονότα και αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν μετά την εκτελεστότητα της απόφασης και τα οποία αφορούν στη διαπίστωση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, συνηγορούν στην κατάληξη ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής σε συνδυασμό με τα έγγραφα που προσκόμισε δεν αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησής του για διεθνή προστασία.
Συνεπώς, φρονώ ότι δεν πληρείται η προϋπόθεση του Άρθρου 16(3)(β)(i) του περί Προσφύγων Νόμου, που όπως αναλύθηκε πιο πάνω εξετάζεται (προκαταρκτικά) στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου εξέτασης του παραδεκτού, και άρα η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Βάσει μάλιστα του άρθρου 16(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον η μία από τις δύο προϋποθέσεις που τίθενται σωρευτικά δεν πληρείται, η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης δεν προχωράει στο στάδιο εξέτασης της ουσίας των ισχυρισμών, αλλά βάσει του άρθρου 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, σε τέτοια περίπτωση, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ). Συνεπώς, ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογούν το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του και εξέταση της ουσίας του αιτήματός του.
Επικουρικώς, ως προς την ανθρωπιστική κατάσταση καθώς και την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν και ειδικότερα στον τόπο επιστροφής του Αιτητή στην Νοτιοδυτική περιφέρεια της χώρας, λαμβάνονται επίσης υπόψη τα ακόλουθα:
Αναφορικά με την κατάσταση στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, από πληροφορίες σε έγκυρη πηγή, παρατηρείται ότι η χώρα εμπλέκεται σε εσωτερική ένοπλη σύρραξη (Non International Armed Conflict – NIAC) «εναντίον αριθμού αγγλόφωνων αυτονομιστικών ομάδων, που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιφέρειες».[9] Σχετικά με την ανθρωπιστική κατάσταση στις εν λόγω περιφέρειες, ως απόρροια της αγγλόφωνης κρίσης, βάσει σχετικών εκτιμήσεων από άλλη έγκυρη πηγή, προκύπτει ότι λόγω της σύρραξης, το επίπεδο σοβαρότητας ανέρχεται μεν σε σχετικά ψηλό βαθμό, ωστόσο δεν ανάγεται σε πολύ ψηλό ή ακραίο επίπεδο, ενώ οι περιορισμοί στην πρόσβαση, λόγω και πάλι της σύρραξης, εκτιμώνται ως μετρίου επιπέδου.[10] Σε έκθεση αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Καμερούν για το 2023, αναφέρεται (όσον αφορά καταχρήσεις που σχετίζονται με συγκρούσεις) ότι: «Υπήρξαν αναφορές για καταχρήσεις που σχετίζονται με τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές Περιφέρειες, όπου οι κυβερνητικές δυνάμεις συγκρούστηκαν με αυτονομιστές. Οι καταχρήσεις περιλάμβαναν δολοφονίες και απαγωγές τόσο από κυβερνητικές δυνάμεις όσο και από ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες.».[11]
Περαιτέρω, όσον αφορά τα περιστατικά βίας και ασφαλείας (ήτοι, διαδηλώσεις, μάχες, εξεγέρσεις, βία κατά των πολιτών και εκρήξεις / εξ αποστάσεως βία) που καταγράφηκαν από τη βάση δεδομένων του ACLED (Armed Conflict Location & Event Data) στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν κατά τις τελευταίες 52 εβδομάδες, αυτά διακυμάνθηκαν κατά μέσο όρο στα 16 περιστατικά ανά βδομάδα (με εξαίρεση 3 βδομάδες εντός του έτους 2024, όπου τα περιστατικά που καταγράφηκαν ήταν εκτός των αναμενόμενων ορίων), ωστόσο, κατά τις τελευταίες 8 εβδομάδες (ήτοι κατά τον τελευταίο μήνα του 2024 και τον πρώτο μήνα εντός του έτους 2025) καταγράφηκαν συνολικά 2 περιστατικά και σαφώς, αυτά παρουσιάζονται αρκετά μειωμένα.[12]
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ενόψει της κατάληξης μου αναφορικά με τα ευρήματα μου περί έλλειψης δέουσας έρευνας καμία διαταγή για έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η επίδικη (δεύτερη) μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ACAPS, Country analysis – Cameroon, 2025, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon [ημερ. πρόσβασης 11/02/2025]
[2] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights – RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon [ημερ. πρόσβασης 11/02/2025]
[3] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ [ημερ. πρόσβασης 11/02/2025]
[4] Βλ. εξάλλου και τη νομολογία άλλων κρατών, αλλά και τη διαπίστωση της EUAA στον οδηγό με τίτλο 'Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System – Judicial Analysis' (February 2023, Second edition), https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf, σελ. 136
[5] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment' (March 2015), https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf, σελ. 13
[6] Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, SD κατά Secretary of State for the Home Department, [2007] CSOH 97. στη σκέψη 6, ο καθού είχε απορρίψει «δύο εκθέσεις της αστυνομίας και τέσσερις επιστολές» διότι δεν ήταν σαφές αν επρόκειτο για μεταφράσεις ή αντίγραφα ή και τα δύο και διότι προέρχονταν από άγνωστη πηγή. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το βάρος της απόδειξης δεν ήταν υψηλό, ότι ήταν υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση των εγγράφων που υπέβαλε και ότι, εάν δεν το έπραττε, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων είχε τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει.
[7] Immigration and Refugee Board (IRB) of Canada, Cameroon: Corruption of journalists; the falsification of newspaper articles for the purpose of refugee claims, 13 April 2012, https://webarchive.archive.unhcr.org/20230525033114/https://www.refworld.org/docid/4f9e37342.html [ημερ. πρόσβασης 12/02/2025]
[8] Η εν λόγω ανακοίνωση εκδόθηκε από το U.S. Homeland Security και εντοπίζεται ως αρχειοθετημένο περιεχόμενο, υπό τον τίτλο ‘Secretary Mayorkas Designates Cameroon for Temporary Protected Status for 18 Months’ και ημερ. 15 Απριλίου 2022 (https://www.dhs.gov/archive/news/2022/04/15/secretary-mayorkas-designates-cameroon-temporary-protected-status-18-months), ενώ εντοπίστηκε και νεότερη σχετική ανακοίνωση του U.S. Homeland Security, υπό τον τίτλο ‘Secretary Mayorkas Announces Extension and Redesignation of Cameroon for Temporary Protected Status’ και ημερ. 6 Οκτωβρίου 2023 (https://www.dhs.gov/archive/news/2023/10/06/secretary-mayorkas-announces-extension-and-redesignation-cameroon-temporary), βάσει της οποίας επεκτείνεται χρονικά το εν λόγω πλαίσιο.
[9] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights – RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon [ημερ. πρόσβασης 12/02/2025]
[10] ACAPS, Country analysis – Cameroon: Current crises in Cameroon - Anglophone crisis, Last updated: 30/01/2025, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon [ημερ. πρόσβασης 12/02/2025]
[11] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ [ημερ. πρόσβασης 12/02/2025]
[12] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), ACLED Trendfinder, Last updated: 31 January 2025, https://acleddata.com/trendfinder/ [ημερ. πρόσβασης 12/02/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο