
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: Τ992/24
19 Φεβρουαρίου, 2025
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J.H.D
Αιτήτρια
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Γιώργος Κορυζής (κος ), Δικηγόροι για τον Αιτητή
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 14/04/2024, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε τη ίδια ημέρα, και με την οποία την πληροφορούν για την απόρριψη της μεταγενέστερης της αίτησης για διεθνή προστασία, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Φιλιππίνες και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 20/08/2020. Στις 02/06/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 14/07/2023 ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας στις 14/07/2023. Στις 17/08/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 23/08/2023.
Στη συνέχεια, η Αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση του αιτήματος του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας ήτοι στις 14/08/2024. Στις 14/08/2024, αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία. Στις 14/08/2024, εξουσιοδοτούμενος από τον Υπουργό Εσωτερικών Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση του αρμόδιου Λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που αφορά εισήγηση όπως η μεταγενέστερη της αίτηση κριθεί απαράδεκτη. Στις 14/08/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, η οποία δόθηκε δια χειρός στην Αιτήτρια. Στη συνέχεια, εναντίον της εν λόγω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων ο συνήγορος της Αιτήτριας πρόσθεσε ότι ο βασικός ισχυρισμός της Αιτήτριας δεν έτυχε δέουσας προσοχής καθότι απειλείτε από το περιβάλλον του πρώην συζύγου της.
TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:
«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.
Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Απαράδεκτες αιτήσεις
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...]
(β) [...]
(γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.
[...]»
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλει η συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέγει και εξετάζει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».
Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).
Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».
Άρα, λοιπόν, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του Αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ’ εαυτό σε ουσιαστική εξέταση τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του Αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του Αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.
Στην παρούσα υπόθεση, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι οι ισχυρισμοί του δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίθηκε ως απαράδεκτη με βάση τα άρθρα 12Βτετράκις(2)(δ) και 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της πρώτης αίτησης ασύλου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω οικονομικών προβλημάτων. Ειδικότερα, ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να υποστηρίξει οικονομικά τις σπουδές των παιδιών της, αλλά και γενικότερα να τα υποστηρίξει οικονομικά. Επιπλέον ανέφερε ότι ήθελε να αποφύγει οποιασδήποτε επικοινωνία με τον σύζυγο της ο οποίος την παρενοχλούσε και παρόλο που ευρίσκονταν πλέον σε διάσταση. Σε σχετική ερώτηση του λειτουργού ως προς την τελευταία φορά που απειλήθηκε η Αιτήτρια από τον σύντροφο της η Αιτήτρια αποκρίθηκε κατά ή περί το 2015. Σε ακόλουθη ερώτησή εάν συνέβηκε οτιδήποτε άλλο μέχρι την υποβολή αιτήματος ασύλου το 2020 η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά (βλ. ερ. 30 και 29 δ.φ.). Ερωτηθείσα τη θα συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι θα πρέπει να μετακομίσει σε άλλη περιοχή με σκοπό να εξεύρει εργασία ούτως ώστε να υποστηρίξει οικονομικά τα παιδία της. (βλ.ερ.29 δ.φ.)
Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε νομική αξιολόγηση κρίνοντας ότι οι οικονομικοί λόγοι για τους οποίος η Αιτήτρια εγκατάλειψε την χώρα του δεν δύναται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας όπως προνοείται στα άρθρα 3 και 19 (1) και (2) του Περί Προσφύγων Νόμου Ν6(Ι)/2000. Ως προς τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης της Αιτήτριας από τον σύζυγο της ο εν λόγω ισχυρισμός εξετάστηκε κατ’ ουσία και απερρίφθη λόγω έλλειψής επαρκών πληροφορίων καθότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση για να στηρίξει τον φόβο δίωξης της καθότι ότι η απαντήσεις της ήταν συνοπτικές αόριστες και μη ικανοποιητικές. Ως εκ τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψιν τα αποδεκτά στοιχεία, ο αρμόδιος λειτουργός επισημαίνει ότι, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στον τελευταίο τόπο διαμονής της, δεν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι διατρέχει κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε στην εισήγηση του, ότι έλαβε υπόψη μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματός της, όλα τα συναφή στοιχεία που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός της, τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή, όπως επίσης και το γεγονός ότι ο η Αιτήτρια δεν υπέστη στη χώρα καταγωγής της ή ότι πρόκειται να υποστεί σε περίπτωση που επιστρέψει σε αυτή, οποιασδήποτε μορφής δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, εισηγείται ότι η επιστροφή της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της είναι δυνατή και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι η περαιτέρω παραμονή της εκτός αυτής είναι δικαιολογημένη.
Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να χορηγηθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Στο πλαίσιο του εντύπου της μεταγενέστερης του αίτησης την οποία συμπλήρωσε στις 14/08/2024 η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι επιθυμεί όπως επανανοιχθεί ο φάκελος της καθώς ο πρώην σύζυγός της απειλεί ότι θα την σκοτώσει και για αυτό επιθυμεί όπως βρει εργασία στην Κυπριακή Δημοκρατία Ο αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε στη συνέχεια ότι τα όσα υπέβαλε η Αιτήτρια δια της μεταγενέστερης της αιτήσεως δεν αποτελούν νέα στοιχεία αναφορικά με το γεγονός ότι η Αιτήτρια αντιμετωπίζει κίνδυνο από τον πρώην σύζυγο της. Στην συνέχεια οι Καθ’ ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της δεν δικαιολογούν την επανεξέταση του φακέλου της ώστε να προβεί σε ουσιαστική εξέτασή τους, με βάση το άρθρο 16Δ (3) (β) του ιδίου Νόμου.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρει με τη μεταγενέστερη της αίτηση, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέτασαν τα όσα η Αιτήτρια έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρείτο η προϋπόθεση που τίθεται στο άρθρο 16Δ(3)(α) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων. Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αναφορικά με τα προβλήματα που είχε με τον πρώην σύζυγο της είχαν λεχθεί από την ίδια στην αρχική της αίτηση ασύλου όπου και εξετάστηκαν κατ’ ουσία και συνεπώς δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Ως προς τους οικονομικούς λόγους που προβάλλει δια της μεταγενέστερης της αίτησης ήτοι ότι επιθυμεί να εργαστεί στην Κυπριακή Δημοκρατία επίσης συνάσσομαι με τα συμπεράσματα των Καθ’ων η Αίτηση ως προκύπτουν δια της έκθεσης εισηγήσεως. Ότι, οι οικονομικοί λόγοι δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις του περί προσφύγων νόμου για χορήγηση καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Άρα, ευλόγως και ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτησή της Αιτήτριας ως απαράδεκτη καθώς δεν προώθησε νέους ισχυρισμούς παρά τους ίδιους με αυτούς που κατέγραψε στην αίτηση της για διεθνή προστασία και έπειτα επικαλέστηκε στη συνέντευξη της. Ως εκ τούτου δεν κατέδειξε την ύπαρξη νέων ουσιωδών στοιχείων που να ενεργοποιούν τις πρόνοιες του Νόμου για το επανάνοιγμα του φακέλου και την επί της ουσίας εξέταση της αίτησης.
Επιπρόσθετα, λαμβάνω υπόψη μου ότι ούτε επί της παρούσας διαδικασίας και παρά την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας επικαλείται, πέραν των ίδιων ισχυρισμών, συγκεκριμένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς περί φόβου δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης ως λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του. Οι αναφορές της Αιτήτριας περί φόβου δίωξης παραμένουν γενικές και αόριστες και ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολο τους ως ατεκμηρίωτες. Επομένως, η αοριστολογία και η γενικότητα με την οποίαν ο ισχυρισμός προωθείται, αφήνει αυτόν μετέωρο εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ούτε έχει προσκομιστεί σχετική μαρτυρία προς απόδειξη του (βλ. OM PRAKASH PANDEY ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1239/2009, 5 Νοεμβρίου 2010).
Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση της ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Σε κάθε περίπτωση παρατηρώ ότι αυτοί οι λόγοι που αναφέρει δεν αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς δεν τεκμηριώνουν συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου). Η Αιτήτρια δεν επικαλείται ειδικώς αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη
Περαιτέρω, ορθώς η Καθ’ ων η Αίτηση δεν κάλεσαν την Αιτήτρια σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο και πρόκυπτε από τη γραπτή μεταγενέστερη αίτηση της ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία. Η Αιτήτρια πέραν τον γενικών αναφορών ότι δέχεται ακόμη απειλές από των πρώην σύζυγό της δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το επανάνοιγμα του φακέλου της και εξέταση της ουσίας του αιτήματός της. Θεωρώ ότι ορθά καταγράφεται στο κείμενο της απόφασης ότι η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας απορρίφθηκε, καθότι δεν πληρείται η προϋπόθεση του άρθρου 16Δ(3)(α) σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης. Ο Προϊστάμενος προέβη σε προκαταρτική εξέταση και ορθώς έκρινε ότι «δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας».
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης μέχρι το στάδιο του παραδεκτού Βλ. DEEPAK KUMAR v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2022, 30/10/2024), καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο. Οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).
Ως εκ τούτου και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3). Ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €600 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο