
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 1149/24
26 Μαρτίου, 2025
[Μ. ΠAΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
B.L.M.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Α. Ταμπούρλα (κα) για Κ. Ταμπούρλα (κ), Δικηγόροι για τον Αιτητή
Σ. Πιτσιλλίδου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 29/02/24, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική, στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.
Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως εκτίθενται στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από σχετικά Παραρτήματα, έχουν ως ακολούθως:
Στις 16/09/2021 η Αιτήτρια εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και στις 15/10/2021 εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία δια μέσω των μη ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχών. Κατόπιν, στις 03/11/2021 συμπλήρωσε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, βεβαίωση υποβολής της οποίας παρέλαβε στις 04/11/2021.
Προς εξέταση της ουσίας της αίτησης της Αιτήτριας διεξήχθη προσωπική συνέντευξη της στις 16/02/2024 από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 27/02/2024 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία εγκρίθηκε από τον τελευταίο στις 29/02/2024. Στις 13/03/2024 ετοιμάστηκε επιστολή γνωστοποίησης της απορριπτικής απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου προς την Αιτήτρια, μαζί με συνοδευτική επιστολή αιτιολόγησης της απόφασης. Και οι δύο επιστολές παραδόθηκαν δια χειρός στην Αιτήτρια αυθημερόν.
Στις 03/04/2024, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.
Η Αιτήτρια δια μέσω του συνηγόρου της, υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε το κατάλληλο περιβάλλον για την δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ του εξεταστή και της Αιτήτριας με αποτέλεσμα να μην καταφέρει η Αιτήτρια να προχωρήσει στην πλήρη αποκάλυψη των ευαίσθητων και προσωπικών της στοιχείων με αποτέλεσμα να υπάρξει παραβίαση των διαδικασιών όπως ορίζει ο περί Προσφύγων Νόμος και οι σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας για αιτήματα που σχετίζονται με το γένος. Παρά το γεγονός ότι ο αρμόδιος λειτουργός όφειλε να χρησιμοποιήσει ιδιαίτερη τεχνική κατά την εξέταση του αιτήματος και να διεξάγει «διεισδυτικότερη» έρευνα, η Αιτήτρια παρ’ όλα αυτά ήταν σαφής και ειλικρινής στις απαντήσεις της.
Σχετικά δε με το μοντέλο DSSH, ο συνήγορος της Αιτήτριας υποστηρίζει ότι κατέδειξε την κοινωνική αποδοκιμασία και την βλάβη. Συγκεκριμένα, βίωσε την εκδίωξη από το οικογενειακό της σπίτι από τον πατέρα της, την αποδοκιμασία της μητέρας της συντρόφου της και την απόρριψη από τον κοινωνικό της περίγυρο αφού δεν έβρισκε δουλειά. Ισχυρίζεται δε ότι αναγνώρισε την διαφορετικότητα της σε ηλικία 16 – 17 ετών και φοβόταν να εκφράσει την διαφορετικότητα της, εξ ου και η σχέση της παρέμεινε κρυφή. Υποστηρίζει επίσης η Αιτήτρια ότι θα εκτεθεί σε πράξεις ενδοοικογενειακής βίας σε περίπτωση επιστροφής της, το κράτος δεν είναι σε θέση να της παράσχει προστασία και είναι δυνατό να θεωρηθεί ως μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Επιπρόσθετα, επιχειρηματολογεί ότι η Αιτήτρια θα είναι θύμα διακρίσεων ως γυναίκα εξαιτίας του νομοθετικού και κοινωνικού πλαισίου που επικρατεί στη ΛΔΚ.
Από την πλευρά τους οι Καθ’ων η Αίτηση, υποστηρίζουν πως η Αιτήτρια με την γραπτή της αγόρευση επαναλαμβάνει λόγους ακύρωσης που έχει δικογραφήσει, χωρίς ωστόσο αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατ’ επέκταση όλοι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθούν ως γενικοί και αόριστοι. Περαιτέρω, οι Καθ’ων η Αίτηση υποστηρίζουν ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της και βάση των ενώπιον τους στοιχείων, ορθώς απερρίφθη η αίτηση της Αιτήτριας. Ακόμη, δεν αντικρούει η Αιτήτρια τα ευρήματα του αρμοδίου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου και η συνέντευξη της Αιτήτριας ήταν διεξοδική, καλύπτοντας όλα τα σχετικά θέματα και διεξήχθη υπό τις κατάλληλες συνθήκες δίνοντας στην Αιτήτρια όλο τον χρόνο και την ευκαιρία να εκθέσει με άνεση όλους τους ισχυρισμούς της. Διεξήχθη δε η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, το μοντέλο DSSH εφαρμόστηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και οι περιστάσεις της Αιτήτριας δεν ενδεικνύουν ότι συντρέχουν λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν η ίδια επιστρέψει στην περιοχή Matadi, θα αντιμετωπίσει κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
Κρίνω σκόπιμο όπως εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως προκύπτουν από τη διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αλλά και από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, ενόψει και της πλήρους δικαιοδοσίας που έχει το παρόν Δικαστήριο.
Σχετικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, στην αίτηση της για διεθνή προστασία η Αιτήτρια επικαλέστηκε την απόρριψη που βίωσε από την οικογένεια της και την κακοποίηση που υπέστη από τις αρχές της χώρας της εξαιτίας του σεξουαλικού της προσανατολισμού.
Κατά τη συνέντευξη και σχετικά με τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της δήλωσε ότι αφότου ο πατέρας της έμαθε για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό την έδιωξε από το σπίτι. Ο θείος της, ο οποίος βρίσκεται στις ΗΠΑ, διευθέτησε για την έξοδο της από την χώρα καθότι στην χώρα της την αποκαλούσαν ως ‘η κόρη του δαίμονα’ εξαιτίας του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Η ίδια δηλώνει ότι είναι λεσβία και ως αποτέλεσμα αυτού δεν μπορεί να εξεύρει εργασία επειδή δεν δίνεται η ευκαιρία σε αυτά τα άτομα να δουλέψουν. Εν τέλει κατάφερε με την βοήθεια του θείου της να εκδώσει φοιτητική θεώρηση εισόδου και να εξέλθει της χώρας.
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού η Αιτήτρια δήλωσε τα ακόλουθα: Η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως ομοφυλόφιλη και ερωτηθείσα να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες δήλωσε ότι προτιμά να είναι με γυναίκες και δεν ελκύεται από τους άνδρες. Κληθείσα να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες εξήγησε ότι εξαιτίας της επιθετικότητας των ανδρών και της βίας, δεν αντέχει τον ανδρικό χαρακτήρα. Επιπρόσθετα το γεγονός ότι είχε βιώσει την βία που υπέστη η μητέρα της από τον πατέρα της δεν αντέχει αυτή τη συμπεριφορά. Ισχυρίστηκε, ακόμη, ότι συνειδητοποίησε ότι ελκύεται από γυναίκες γύρω στο 2014 – 2015 καθότι ήταν σε σχέση με την σύντροφο της.
Ερωτηθείσα πώς θα περιέγραφε την σεξουαλικότητα της πριν συνάψει σχέση με την σύντροφο της απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Ερωτηθείσα πότε άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι έλκεται από άτομα του ιδίου φύλου απάντησε όταν ήταν 16, 17 ετών. Κληθείσα να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες, δήλωσε ότι είχε μια φίλη η οποία ήταν περίπου 20 ετών και από τον τρόπο που αυτή η φίλης της της συμπεριφερόταν καθώς και από τα πράγματα που έκαναν μαζί, συνειδητοποίησε ότι ένιωθε πιο άνετα με γυναίκες και έτσι θεωρεί τον εαυτό της ομοφυλόφιλο.
Ερωτηθείσα να περιγράψει τι ένιωσε όταν αντιλήφθηκε ότι ελκύεται από γυναίκες δήλωσε ότι φοβόταν ότι θα το ανακαλύψει η οικογένεια της, ωστόσο, η σύντροφος της την βοήθησε να νιώθει ελεύθερη με αυτό που είναι επειδή είναι ανοιχτόμυαλη και της έδωσε την αυτοπεποίθηση να νιώθει άνετα με τον εαυτό της. Κληθείσα να περιγράψει την διαδικασία αποδοχής του εαυτού της δήλωσε ότι δεν είναι μια εύκολη διαδικασία καθότι δεν έχει κανείς το γνώθι σαυτόν, εντούτοις, όταν κανείς αποδεχθεί και αντιμετωπίσει τα συναισθήματα του ανακαλύπτει ποιος πραγματικά είναι. Οι περισσότεροι άνθρωποι, συνέχισε, δεν έρχονται αντιμέτωποι με τα συναισθήματα τους. Δήλωσε ότι μόνο ο θείος της την κατανόησε επειδή ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο.
Ακολούθως, σχετικά με την σύντροφο της, ερωτηθείσα πώς προσέγγισε η μία την άλλη απάντησε ότι εκείνη ήταν ώριμη και ήταν ένα άτομο που η Αιτήτρια εμπιστευόταν να μιλήσει για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στο σπίτι, ήτοι την κακοποιητική συμπεριφορά του πατέρα της προς την μητέρα της. Επίσης δήλωσε ότι είναι με αυτόν τον τρόπο που δέθηκαν και άρχισαν να εμπιστεύονται η μια την άλλη. Ερωτηθείσα επίσης πως αποφάσισαν να προσεγγίσουν η μια την άλλη, δεδομένου ότι μπορεί να στοχοποιούνταν, η Αιτήτρια απάντησε ότι εκείνη και η σύντροφος της είχαν την δική τους σχέση και κανείς άλλος δεν γνώριζε για εκείνες.
Σε άλλες διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με την σχέση της, κληθείσα να δώσει περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτήν απάντησε ότι δεν κράτησαν επαφή από τότε που η μητέρα της τις ανακάλυψε και ότι στις κατεχόμενες περιοχές είχε αποθηκευμένο τον αριθμό της στο κινητό της, ωστόσο, αποφάσισε να μην κρατήσει επαφή μαζί της. Ερωτηθείσα πώς έγιναν ζευγάρι απάντησε ότι από το 2016 ήταν φίλες και ότι το 2020 έγιναν ζευγάρι για περίπου ένα χρόνο. Ισχυρίστηκε ότι η μητέρα της συντρόφου της τις ανακάλυψε κατά την ερωτική τους συνεύρεση. Ερωτηθείσα πώς αντέδρασε απάντησε ότι άρχισε να ουρλιάζει και τηλεφώνησε στους γονείς της Αιτήτριας και τους ενημέρωσε. Κατόπιν, η Αιτήτρια απάντησε ότι ο πατέρας της την έδιωξε από το σπίτι περί τα τέλη Ιουνίου του 2021.
Σε διευκρινιστική ερώτηση ως προς το πώς νιώθει να ζει ως ομοφυλόφιλη στην ΛΔΚ, απάντησε ότι νιώθει ενοχλημένη επειδή οι ομοφυλόφιλοι στην χώρα της τυγχάνουν προσβολών. Η ίδια αισθάνεται φυσιολογικά ως ομοφυλόφιλο άτομο και έχει όνειρα όπως κάθε άλλο άτομο. Κατόπιν, ερωτηθείσα πώς κατάφερναν να προστατεύονται με την σύντροφο της, απάντησε ότι έκρυβαν την σχέση τους.
Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση – Εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στην ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία / προφίλ της Αιτήτριας, ο οποίος και έτυχε αποδοχής. Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορούσε στον σεξουαλικό προσανατολισμό της Αιτήτριας ως ομοφυλόφιλο άτομο, ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός.
Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός, κατ’ αρχάς, εφάρμοσε το μοντέλο ‘Difference – Stigma – Shame – Harm’ . Εντούτοις, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες, ενώ οι ισχυρισμοί της παρουσιάζουν αοριστίες, επιπολαιότητα, έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών. Κατά τον αρμόδιο λειτουργό θα αναμενόταν από την Αιτήτρια να δώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την συνειδητοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού, πέραν του ότι είχε σχέση με γυναίκα. Ακόμη δε, δεν έδωσε ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για να περιγράψει την διαδικασία αποδοχής του σεξουαλικού της προσανατολισμού, αναφέροντας απλώς ότι δεν μπορούσε να υποκρίνεται και ότι έπρεπε να ήταν ειλικρινής με τον εαυτό της. Παρατηρήθηκε επίσης έλλειψη ευλογοφάνειας επειδή δεν περιέγραψε οποιοδήποτε συναίσθημα διαφορετικότητας σε σχέση με το είναι αποδεχτό από την κοινωνία.
Υπήρξαν δε αντιφάσεις, σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, καθότι ενόσω αρχικά δήλωσε ότι διατηρούσε σχέση με γυναίκα περί το 2014 – 2015, στην συνέχεια ισχυρίστηκε ότι ήταν κατά τα έτη 2020 – 2021. Ερωτηθείσα σχετικά με την εν λόγω αντίφαση ισχυρίστηκε ότι γνώρισε τη σύντροφο της το 2015 – 2016, άρχισαν την σχέση τους και τη βοήθησε να αντιληφθεί τον σεξουαλικό της προσανατολισμό. Επιπλέον κρίθηκε ότι είχε δώσει ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με την σύντροφο της, πώς την προσέγγισε και πως κατάφερναν να προστατεύονται εφόσον τα ομοφυλόφιλα άτομα στοχοποιούνται στην ΛΔΚ. Αναμενόταν από την Αιτήτρια να δώσει περισσότερες και πιο συνεκτικές πληροφορίες. Κρίθηκε ταυτόχρονα ότι η Αιτήτρια όφειλε να δώσει περισσότερες και πιο βιωματικές πληροφορίες σε σχέση με τον πώς αισθανόταν για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, πέραν του ότι ένιωθε ενοχλημένη επειδή οι ομοφυλόφιλοι τυγχάνουν προσβολών στην ΛΔΚ. Το δε γεγονός ότι η ίδια νιώθει συμφιλιωμένη με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό κρίθηκε ως έλλειψη ευλογοφάνειας καθότι θα αναμενόταν από αυτήν να περιγράφει και αρνητικά συναισθήματα εφόσον προέρχεται από μια χώρα που η ομοφυλοφιλία δεν θεωρείται αποδεκτή από την κοινωνία.
Συνοπτικά, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν κατέδειξε την διαφορετικότητα, το στίγμα και την ντροπή που μπορεί να βιώνει ένα ΛΟΑΤΚΙ άτομο και ιδιαίτερα στην χώρα της. Κατόπιν, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει την συναισθηματική, ψυχολογική ή/και πνευματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε καθώς και ούτε να εκφράσει τυχόν συναισθήματα, σκέψεις ή προβληματισμούς που είχε ή βίωνε κατά την περίοδο αναγνώρισης της διαφορετικότητας της. Επίσης, οι δηλώσεις της σχετικά με την ντροπή και το στίγμα, δεν χαρακτηρίζονται από ευλογοφάνεια και ακρίβεια λεπτομερειών και οι απαντήσεις της ήταν αόριστες και μη ικανοποιητικές.
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πηγές πληροφόρησης σχετικά με την ομοφυλοφιλία στη ΛΔΚ και την αντιμετώπιση ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η Αιτήτρια κρίθηκε εσωτερικά αναξιόπιστη και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός της απορρίφθηκε στο σύνολο του.
Κατόπιν, οι Καθ’ων η Αίτηση αξιολόγησαν τον μελλοντικό κίνδυνο επιστροφής της Αιτήτριας στην βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού της, ήτοι τα στοιχεία σε σχέση με το προφίλ του και την χώρα καταγωγής της και κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποβληθεί σε μεταχείριση που να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
Κατά τη νομική ανάλυση, κρίθηκε αρχικώς ότι η Αιτήτρια δεν εμπίπτει στον ορισμό του πρόσφυγα. Ακολούθως, σε σχέση με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στο σχετικό καθεστώς δυνάμει του Άρθρου 15 (α), (β) ή (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο 19(2)(α) ή (β) ή (γ) του περί Προσφύγων Νόμου).
Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου διαπιστώνω ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τέθηκε στην Αιτήτρια επαρκής αριθμός ερωτήσεων για να της δοθεί η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς της και να τεκμηριώσει το αίτημά της, σε περίπτωση που πράγματι υφίστατο φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής της ή πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να της παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Οι απαντήσεις που έδωσε, αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό σε συνάρτηση με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της και διαπιστώθηκε ότι οι λόγοι που εγκατέλειψε τη χώρα του και δεν επιθυμούσε να επιστρέψει σε αυτή δε στοιχειοθετούσαν φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή βλάβη. Τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού ήταν ορθά και τεκμηριωμένα, με παραπομπές στους ισχυρισμούς που πρόβαλε η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της.
Με βάση τα ανωτέρω, απορρίπτω τους ισχυρισμούς του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι δεν εξετάστηκε επισταμένα το αίτημα της Αιτήτριας και δεν χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερη τεχνική κατά την εξέταση του αιτήματος της Αιτήτριας. Τέθηκαν στην Αιτήτρια τόσο ανοικτού όσο και κλειστού τύπου ερωτήσεις και οι απαντήσεις της αξιολογήθηκαν εκτεταμένα από τον αρμόδιο λειτουργό ως φαίνεται και στην έκθεση-εισήγησή του, όπου καταγράφονται με λεπτομέρεια οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε αναξιόπιστη και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε.
Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99). Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Αιτήτρια, όπως αναλύεται ανωτέρω. Επισημαίνω ότι ούτε στο Δικαστήριο υπέδειξε ο συνήγορος της Αιτήτριας συγκεκριμένα και ειδικά σημεία των απαντήσεων της Αιτήτριας που θα μπορούσαν να αξιολογηθούν με διαφορετικό τρόπο.
Αναφορικά με την αξιολόγηση παροχής στην Αιτήτρια συμπληρωματικής προστασίας, παραπέμπω στο άρθρο 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου. Παρατηρώ ότι ο τόπος της προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή ήταν η περιοχή Matadi της επαρχίας Kongo central. Για την εξέταση του κατά πόσον η Αιτήτρια εμπίπτει στο πλαίσιο προστασίας του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, δέον να εξεταστεί η κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω πόλη με βάση επικαιροποιημένες πηγές πληροφόρησης.
Ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην πόλη Matadi.[1] H εν λόγω πόλη βρίσκεται στα δυτικά της χώρας,[2] ενώ οι συγκρούσεις στις προαναφερόμενες περιοχές στα ανατολικά της χώρας.
Για πληρότητα της έρευνας, τοποθετούνται στατιστικά στοιχεία από την πλατφόρμα ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Kατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 09/12/2023 και 06/12/2024, στην περιοχή Κongo – Central, περιφέρεια στην οποία ανήκει το Matadi,[3] καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 7 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 5 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 2 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 2 απώλειες), 2 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 2 απώλειες) και 3 ως εξεγέρσεις (με 1 απώλεια). [4]
Κατά συνέπεια, η περιοχή Matadi, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών της, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ. Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως δεν ευσταθεί κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε ο συνήγορός της Αιτήτριας και η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. Παπαντωνίου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1]International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo, ημερ. πρόσβασης 13/12/2024 / AI – Amnesty International, ‘ Report on the human rights situation (covering 2023): Congo, Democratic Republic’, 24 April 2024, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/, ημερ. πρόσβασης 13/12/2024
[2] Brittanica, ‘Matadi, Democratic Republic of Congo’, https://www.britannica.com/place/Matadi, ημερ. πρόσβασης 13/12/2024
[3] Google Arts and Culture, ‘Matadi’, https://artsandculture.google.com/entity/matadi/m0k53h?hl=en, ημερ. πρόσβασης 13/12/2024
[4] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Africa: Democratic Republic of Congo: Kongo - Central, 09/12/2023 - 06/12/2024, Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote violence; Riots; Protests], https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/12/2024)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο