
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 1194/2024
19 Μαρτίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
N.B.J. (ARC XXXXXXXXX)
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
E. Ιωακειμίδου (κα) για την Μ. Μπαγιαζίδου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή
A. Δημητριάδη (κα) για Ι. Καλλίγερο (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 22/03/24, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος, ως επίσης, ως αδικαιολόγητη και αποτέλεσμα μη χρηστής διοίκησης, κατάχρησης εξουσίας, πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου. Ζητείται, επίσης, έκδοση νέας απόφασης από το Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία προς αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει δίκαιη, εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 11/10/22, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του στις 14/02/24 και σχετική έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 26/02/24, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος του. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης την ίδια ημέρα, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η δικηγόρος για τον Αιτητή υιοθέτησε τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε αίτημα ασύλου, ήτοι ότι κινδυνεύει από τις κυβερνητικές αρχές λόγω του ότι είναι μέλος των Ambaboys[1]. Είναι η θέση της ότι ο Αιτητής απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά τη συνέντευξη και εξήγησε με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τους κινδύνους που αντιμετώπιζε και θα αντιμετωπίσει κατά της ζωής του σε περίπτωση επιστροφής του και/ή ότι τεκμηριώνεται το βάσιμο του φόβου δίωξής του. Ως νομικούς ισχυρισμούς προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο, χωρίς τη λήψη της απαιτούμενης εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών (ισχυρισμός όμως που αποσύρθηκε κατά την Ακρόαση της υπόθεσης). Ανέφερε ότι, η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας ή/και χωρίς να ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης επί της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, επί της αξιολόγησης του κινδύνου και της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής και επί της αξιολόγησης της δυνατότητας μετεγκατάστασης, καθώς επίσης, την ελλιπή και/ή μη δέουσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης.
Οι Καθ' ων η Αίτηση, υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και του διοικητικού φακέλου, αναφέροντας ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από τον Νόμο διαδικασίας και ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του Νόμου, ως επίσης ότι, η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Θα πρέπει να υποδειχθεί ότι μεγάλο μέρος της Γραπτής Αγόρευσης της συνηγόρου του Αιτητή αναλώνεται σε επανάληψη αρχών του διοικητικού δικαίου και/ή Νόμων και/ή κανόνων δικαίου χωρίς να γίνεται ουσιαστική υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων και νομικών δεδομένων της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος και ειδικά την Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 61/2022, LOUISE GARCIA NYEMB v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ημερ.30/10/24 αναφορικά με τους δικονομικά παραδεκτούς λόγους ακύρωσης). Ούτε τεκμηριώνεται από τους γενικούς ισχυρισμούς της δικηγόρου του Αιτητή που να δεικνύει πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει είτε νομικά είτε ως προς τα ουσιαστικά γεγονότα που παρουσιάστηκαν ενώπιον της διοικητικής αρχής κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης που να οδηγούν σε ακύρωση της απόφασης και/ή ουδόλως έχουν υποδειχθεί συγκεκριμένα και/ή λεπτομερή στοιχεία που να ανατρέπουν τα όσα καταγράφονται λεπτομερώς στην έκθεση/εισήγηση του λειτουργού εξεταστή της υπόθεσης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης απόρριψης ασύλου του Αιτητή (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε.Aρ.3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 05/06/2002, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.
Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης του Αιτητή σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου πρόκειται για αγγλόφωνο υπήκοο Καμερούν, κάτοχο διαβατηρίου, με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής το χωριό Matoh του Νοτιοδυτικού Καμερούν. Χριστιανός, άγαμος, πατέρας δύο ανήλικων τέκνων που διαμένουν με τη μητέρα τους στο χωριό Matoh, υγιής, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εργαζόταν σε αγροτικές εργασίες, ενώ είχε ασχοληθεί και με το εμπόριο. Η πατρική του οικογένεια αποτελείται από τους γονείς που διαμένουν στο Matoh και 4 αδέρφια. Εγκατέλειψε τη χώρα του αεροπορικώς στις 12/09/22.
Με την αίτηση του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της στοχοποίησής του από τον στρατό, ο οποίος τον κατηγορούσε για χρηματοδότηση των αποσχιστών, εξαιτίας της επιτυχημένης επιχειρηματικής του δραστηριότητας, αναφέροντας επίσης πως ο στρατός έκαψε την οικεία του και το μαγαζί που διατηρούσε. Κατά τη προσωπική του συνέντευξη επανέλαβε τους ισχυρισμούς του περί στοχοποίησης του από τον στρατό και τις κατηγορίες εις βάρος του περί χρηματοδότησης των αποσχιστών, λόγω της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και τον εμπρησμό της οικείας και του μαγαζιού του, επικαλούμενος την έκδοση εντάλματος σύλληψης εις βάρος του το Σεπτέμβριο του 2022.
Ο λειτουργός στο πλαίσιο της έκθεσης-εισήγησής του εντόπισε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος σχετικά με το προφίλ του Αιτητή, ο οποίος έγινε αποδεκτός στο σύνολό του, ο δε δεύτερος απορρίφθηκε. Στην σχετική έκθεση/εισήγηση καταγράφονται, αρκετά σημεία στα λεγόμενα του Αιτητή όπου διαπιστώθηκε ασάφεια, ανεπάρκεια πληροφοριών και αντιφάσεις. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με την διαδρομή που ακολούθησε για να διαφύγει και το χρονικό πλαίσιο αυτής κρίθηκαν αντιφατικές και μη συνεκτικές, ενώ οι δηλώσεις του σχετικά με την τύχη της οικογένειάς του που παρέμεινε στη χώρα καταγωγής τους κρίθηκαν ασαφείς. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με ευλογοφανή τρόπο τον ισχυρισμό του περί καταδίωξής του από την αστυνομία, καθώς παρότι ερωτήθηκε σχετικών δεν κατάφερε να δώσει μια απάντηση για τον λόγο που δεν εντοπίστηκε. Όσον αφορά τη δυνατότητα του να ταξιδέψει νόμιμα, παρά την αναζήτησή του από τις αρχές, κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς και ικανοποιητικές απαντήσεις, ενώ ως προς τον μελλοντικό του φόβο, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του περί εξακολούθησης αναζήτησής του ήταν ασαφείς και ανεπαρκείς πληροφοριών. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα τεκμήρια που προσκόμισε ο Αιτητής ενώπιον της Υπηρεσίας, ήτοι φωτογραφικό υλικό της οικείας του και του εντάλματος σύλληψης, κατέληξε πως αμφότερα στερούνται αξιοπιστίας, λαμβάνοντας υπόψιν και την αδυναμία του Αιτητή να απαντήσει με σαφήνεια στον τρόπο που έλαβε γνώση του εντάλματος.
Από την έκθεση/εισήγηση προκύπτει ότι η έρευνα του λειτουργού ήτο ενδελεχής και επεκτάθηκε σε όλα τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τον Αιτητή σε αντίθεση με τους ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς της συνηγόρου του Αιτητή, υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών δηλώσεων του αιτήματος σε συνάρτηση και με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Από δε συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων και αποδεικτικών στοιχείων[2] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί αυτού του σημείου του αιτήματος του, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[3], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα του Αιτητή εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή στα γεγονότα και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια, ενώ υπήρξε αντιφατικός σε σημεία. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών) Θα αναμενόταν για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, στο οποίο στηρίζεται ο πυρήνας του αιτήματος του (με πιθανά θύματα δίωξης και την οικογένεια του) να είναι σταθερός στις απαντήσεις του, να είναι σε θέση να παρουσιάσει χρονική συνάφεια και επαρκή περιγραφή του αφηγήματος του. Η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας του στο σύνολό τους. Δεν προκύπτει, επομένως, να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας του Αιτητή ως επίσης και εκτενείς παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής, τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν επαρκώς κατά την δικαστική διαδικασία από τον συνήγορο του και/ή ούτε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπέδειξε σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που να τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του, ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση και/ή για να ενισχυθεί το αίτημα του. Συνεπώς, από τα στοιχεία που τέθηκαν τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και του Δικαστηρίου ο Αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής του, υπάρχει κίνδυνος δίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Ούτε θεωρώ ότι η περίπτωση του εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Όπως προκύπτει και από την έκθεση/εισήγηση του λειτουργού, παρόλο που δεν τεκμηριώθηκε η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του, έγινε αξιολόγηση και για τους σκοπούς παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023, αφού δε, κρίθηκε αναξιόπιστος σε σχέση με τους ισχυρισμούς του. Ειδικά δε, ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ και των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, επιβεβαιώνεται ότι στις γενικά στις περιοχές του Αιτητή παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων, αλλά ο ίδιος δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής και προσωπικής απειλής (ως άμαχος) κατά την επιστροφή του, λόγω της παρουσίας του και μόνο στην περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει. Από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας προκύπτει ότι η κατάσταση στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων του Καμερούν, των ένοπλων αυτονομιστών και πολιτοφυλακών[4]. Επιβεβαιώνεται δε, ότι παρόλο που γενικά στην περιοχή του Αιτητή λαμβάνουν χώρα αυξημένα περιστατικά ασφαλείας[5], στον τόπο συνήθους διαμονής του[6] αυτά είναι πολύ χαμηλά και ο βαθμός αδιάκριτης βίας δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή εκεί τον εκθέτει σε προσωπικό πραγματικό κίνδυνο βλάβης. Συνεπώς, προχωρώντας σε επαναξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως ο Αιτητής να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, στη βάση του αποδεκτού ισχυρισμού του (προσωπικών στοιχείων του μόνο) κρίνεται ότι δεν θα υποβληθεί προσωπικά σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Προσαρμόζοντας δε την περίπτωση του Αιτητή υπό την έννοια «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[7], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[8], σκέψεις 30 και 31), λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ, το αίτημα του Αιτητή που δεν τεκμηριώθηκε (και/ή κρίθηκε αναξιόπιστος) δεν εγείρονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι μπορεί να τύχει συμπληρωματικής προστασίας (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31), καθότι πρόκειται για ενήλικο, νεαρό, ικανό προς εργασία πρόσωπο και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας με την οικογένεια του να βρίσκεται στη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου, οι σχετικοί ισχυρισμοί της συνηγόρου του Αιτητή για τους κινδύνους που τυχόν θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του λόγω των εξωτερικών πηγών πληροφόρησης δεν ευσταθούν.
Όλα τα στοιχεία ανωτέρω, όπως αυτά προκύπτουν από τον φάκελο της υπόθεσης του Αιτητή καταδεικνύουν ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις των Άρθρων 13, 13Α και 18 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά τη συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Δεν εντοπίζεται οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου, όπως επίσης και διευκρινιστικές ερωτήσεις για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες του, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις του επαρκώς το αίτημα του.
Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Η Ambazonia, εναλλακτικά η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Αμβαζονίας» ή «Κράτος της Αμβαζονίας» είναι μια πολιτική οντότητα που ανακηρύχθηκε από αγγλόφωνους αυτονομιστές που επιδιώκουν την ανεξαρτησία από το Καμερούν – Βλέπε επίσης σχετικά United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 20, 45, June 2020, , επιπλέον, COI QUERY, EASO, 29/06/ 21, Forced recruitment by separatist groups, self-declared as Ambazonians, in the Anglophone regions, επίσης UK Home Office, Country Policy and Information Note Cameroon: North-West/South-West crisis, Version 2.0, December 2020,
[2] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023
[3] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009
[4] Amnesty International: With or against us: “People of the North-West region of Cameroon caught between the army, armed separatists and militias”,07/23.
[5] Acled Explorer, Africa, Cameroon, Sud Quest, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ για την περίοδο 9/3/24 με 7/3/25 στο Νοτιοδυτικό τμήμα του Καμερούν σημειώθηκαν 762 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 733 θανάτους. Σε αυτά περιλαμβάνονται 450 περιστατικά βίας κατά αμάχων (147 θάνατοι), 272 μάχες (565 θάνατοι), 25 περιστατικά εξεγέρσεων (5 θάνατοι), και 15 περιστατικά εκρήξεων απομακρυσμένης βίας (16 θάνατοι)
[6] Σύμφωνα με τα περιστατικά βίας που καταγράφηκαν από τη βάση δεδομένων ACLED Explorer ειδικότερα για το χωριό Matoh, για το ίδιο χρονικό διάστημα καταγράφηκαν μόνο 3 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία επέφεραν 1 θάνατο. Σε αυτά περιλαμβάνονται 2 περιστατικά βίας κατά αμάχων (καμία απώλεια) και 1 μάχες (1 θάνατος).[6] Σημειώνεται, ότι o πληθυσμός του Νοτιοδυτικού Καμερούν καταγράφεται στους 1,553,300 κατοίκους.[6]
[7]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie
[8]Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο