Τ.Α.Μ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1412/23, 6/3/2025
print
Τίτλος:
Τ.Α.Μ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1412/23, 6/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 1412/23

 

06 Μαρτίου 2025

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.] 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Τ.Α.Μ.

Αιτητής

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

  ....................

 

 

Π. Νικοδίμη (κα) για Κασσάνδρα Κουπαρή, Δικηγόρος του Αιτητή

Κ. Ιμανίμης (κος) για Κ. Μιχαηλίδου (κα), Δικηγόρος για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Αιτητής παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 11/04/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 03/05/2023, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

 

 

 

Γεγονότα

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας την 01/11/2021. Στις 15/03/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, εφεξής EUAA). Στις 31/03/2023, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή.  Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 11/04/2023. Στις 26/04/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 03/05/2023.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η συνήγορος του Αιτητή, στην προσφυγή την οποία κατέθεσε προέβαλε πλήθος λόγων ακυρώσεων τους οποίους ωστόσο δεν ανέπτυξε δια της γραπτής της αγόρευσης. Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης υποστηρίζει, ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα από τους Καθ'ων η αίτηση, ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, ότι ήταν αποτέλεσμα πλάνης, κατάχρησης εξουσίας και αντίθετη με το Νόμο.

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και πως η επίδικη πράξη να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. 

Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ΄ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. 

Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου, εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών.  Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). 

Εν προκειμένω παρατηρώ ότι o Αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]

 

Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, παρατηρώ ότι  κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας των απειλών θανάτου που δέχθηκε από δυο άγνωστους. Κατέγραψε ότι εργαζόταν ως φρουρός ασφαλείας σε μια εταιρεία, με έδρα τη Gombe, στη πόλη Kinshasa και διορίστηκε σε υπηρεσία σε ξενοδοχείο στη οδό Limete 16th. Στις 19/09/2021, δυο άγνωστοι επικοινώνησαν μαζί με τον Αιτητή αναφορικά με ένα πελάτη που διέμενε στο ξενοδοχείο, και οι οποίοι σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν. Ο Αιτητής αρνήθηκε να γίνει μέρος των σχεδίων τους, επικοινώνησε με την εταιρεία του και αυτοί οι εγκληματίες προσπαθούν να σκοτώσουν τον Αιτητή διότι απεκάλυψε το σχέδιο τους.

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του την πόλη Kinshasa, στο δήμο Kalamu. Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ως προς το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε ότι εργαζόταν ως φρουρός ασφαλείας σε μια εταιρεία. Σε σχέση με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε, η μητέρα του και τα τρία του αδέλφια διαμένουν στη Kinshasa και διατηρεί επικοινωνία μαζί τους.  

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, o Αιτητής, δήλωσε ότι εργαζόταν στην εταιρεία Tango ως φρουρός ασφαλείας, τοποθετημένος στο συγκρότημα “Cite Modern”, όπου υπήρχαν διαμερίσματα προς πώληση και ενοικίαση και προστάτευαν την περιουσία των ενοίκων. Μια μέρα, δυο άγνωστοι αναζητούσαν διαμέρισμα προς ενοικίαση στη τοποθεσία όπου εργαζόταν ο Αιτητής, επικοινώνησαν μαζί του τηλεφωνικώς και του ζήτησαν να συναντηθούν για να ενοικιάσουν. Όταν συναντήθηκαν του έδειξαν φωτογραφίες και διαβατήρια για να του αποδείξουν ότι είναι ισχυρά άτομα και του πρόσφεραν χρήματα για να τους βοηθήσει να σκοτώσουν τον κ. Bosok Victor, κάτοικο του συγκροτήματος, ήταν οπλισμένοι και ο Αιτητής επειδή φοβήθηκε συμφώνησε. Ακολούθως, ο Αιτητής ενημέρωσε τον γενικό διευθυντή της εταιρείας του και όταν δεν εμφανίστηκε στην εργασία του, άρχισαν οι επιθέσεις εναντίον του.  Ερωτηθείς τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ισχυρίστηκε ότι θα τον σκοτώσουν. Ισχυρίστηκε ότι μετά την πρόταση που είχε από τους δυο άτομα, δεν προσήλθε στην εργασία του την προκαθορισμένη ημερομηνία, άρχισαν να τον καλούν τηλεφωνικώς και τον αναζητούσαν στην οικία του, διευκρινίζοντας ότι όταν αναφέρθηκε σε επιθέσεις εννοούσε τις κλήσεις και τις επισκέψεις στην οικία του. Ως προς τις επισκέψεις στην οικία του, δήλωσε ότι πήγαν 6 φορές, ότι ο ίδιος μετακόμισε για λόγους ασφαλείας στην εταιρεία και για τις επισκέψεις ενημερώθηκε από την μητέρα του και από γείτονες, οι οποίοι ανέφεραν ότι ύποπτα άτομα αναζητούσαν πληροφορίες για τον Αιτητή. Επιπλέον, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η μητέρα του έλαβε απειλή θανάτου και μετακόμισε από την οικία τους. Κληθείς να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες, ο Αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του τον ενημέρωσε ότι ένα βράδυ ένοπλοι χτυπήσουν τη πόρτα και της ανέφεραν ότι τον αναζητούσαν διότι είχαν συμφωνία μεταξύ τους και την κατέστρεψε. Πρόσθεσε ότι η μητέρα του κατάγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία. Ως προς τις απειλές θανάτου, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε αρκετές τηλεφωνικές κλήσεις από διαφορετικούς αριθμούς, ότι έγιναν αρχές Σεπτεμβρίου 2021 και τον απειλούσαν διότι αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί τους. Ισχυρίστηκε ότι τα δυο άτομα που τον προσέγγισαν ήταν πελάτες, ήταν άγνωστοι προς αυτόν και δεν γνωρίζει τον λόγο που ήθελαν να σκοτώσουν τον κ. Bosok Victor, ο οποίος ήταν πρώην σύμβουλος του πρώην προέδρου Kabila. Ερωτηθείς για ποιο λόγο επέλεξαν τον Αιτητή για βοήθεια, απάντησε ότι εκείνη την ημέρα που τον προσέγγισαν ήταν υπεύθυνος για τις επισκέψεις στα ακίνητα. Ο Αιτητής δήλωσε ότι αφότου ενημέρωσε την εταιρεία για το περιστατικό, αμέσως η εταιρεία προέβη σε καταγγελία στη ΑΝR. Πρόσθεσε ότι η ΑΝR προχώρησε σε έρευνα αλλά δεν εντόπισε τα συγκεκριμένα δύο άτομα. 

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός.

Ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή αφορά τις απειλές θανάτου από δυο άγνωστα άτομα, ο οποίος έτυχε απόρριψης καθώς ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του με λεπτομέρεια ενώ οι δηλώσεις του ήταν ασαφείς, ασυνάρτητες και ελλιπείς. Πιο συγκεκριμένα, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν μπόρεσε να είναι συγκεκριμένος για την πρόταση που δέχθηκε από τα δυο άγνωστα άτομα. Κληθείς να παρέχει εξηγήσεις, δήλωσε με απροσδιόριστο τρόπο ότι δεν γνωρίζει για τη συμφωνία και ότι τα συγκεκριμένα άτομα προσποιούνταν ότι αναζητούσαν σπίτι αλλά έψαχναν κάποιον να τους βοηθήσει. Δεν ήταν συγκεκριμένος ούτε σχετικά με το προφίλ των συγκεκριμένων ατόμων, ενώ δήλωσε ότι του παρουσίασαν την ισχύ τους δείχνοντάς του τα διαβατήριά τους, επικοινώνησαν τηλεφωνικώς με έναν στρατηγό ενόσω ήταν παρών, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν τους γνωρίζει και τους συνάντησε στο εργασιακό του χώρο. Ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του παρουσίασε μια φωτογραφία όπου, ως δήλωσε, απεικονίζεται ο ίδιος με δυο αστυνομικούς στη εργασία του. Ερωτηθείς τον λόγο που δεν απευθύνθηκε στους αστυνομικούς που συνεργάζονταν μαζί του, δήλωσε με ασυνεπή τρόπο, ότι η συνάντηση δεν έγινε στο χώρο εργασίας και ότι η αστυνομία επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση προβλημάτων, προσθέτοντας στη συνέχεια ότι οι αστυνομικοί νόμιζαν ότι κυκλοφορούσε με δύο πελάτες με τους οποίους αντάλλαξε τους αριθμούς τηλεφώνου. Αναφορικά με τις απειλές θανάτου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ήταν αόριστες και χωρίς λεπτομέρειες και αναφορικά με την καταγγελία στην οποία προέβη ο γενικός διευθυντής της εταιρείας δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τι αναφέρθηκε στην αστυνομία και από ποιόν.  Αόριστες κρίθηκαν και οι δηλώσεις του ως προς την απειλή που δέχθηκε η μητέρα του στην οικία τους.

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού του, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του Αιτητή. Ωστόσο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του Αιτητή και συγκεκριμένα στη Kinshasa, καταλήγοντας στην απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού.

Στα πλαίσια του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τον τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή ο λειτουργός παραθέτοντας πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην ΛΔΚ, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19 (2)(β). Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν, κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην Kinshasa, ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε αφού στη χώρα καταγωγής του δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων.

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τις δηλώσεις του Αιτητή κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[2]

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.

Όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του ισχυρισμού. Γενικότερα οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού ήταν αόριστες, ασαφείς, χωρίς να είναι σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες και χωρίς ευλογοφάνεια. Ως εκ τούτου φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως σημεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή και ως εκ τούτου δεν εντοπίζω λόγο διαφοροποίησης.

Ειδικότερα, ο Αιτητής  δεν μπόρεσε να παράσχει σαφή και λεπτομερή περιγραφή σχετικά με την πρόταση που φέρεται να έλαβε από δύο άγνωστα άτομα, ούτε μπόρεσε να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα ή το προφίλ των εν λόγω ατόμων πέραν των γενικών αναφορών ότι αντάλλαξαν τηλέφωνα. Δεδομένου ότι αυτό το στοιχείο αποτελεί τον πυρήνα της αίτησής του για διεθνή προστασία και σχετίζεται άμεσα με τον φερόμενο φορέα δίωξης του, ο Αιτητής ήταν υποχρεωμένος να υποβάλει συνεκτικές και τεκμηριωμένες απαντήσεις για τον κύριο λόγο που τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Ωστόσο, δεν το έπραξε, όπως αποδεικνύεται σαφώς από την έκθεση εισήγησης.

Επιπλέον, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν κατήγγειλε  την υποτιθέμενη απειλή στις αρχές της χώρας του, ο Αιτητής  έδωσε γενικές και ασαφείς απαντήσεις, δηλώνοντας αφενός ότι η συνάντηση δεν έγινε στο χώρο εργασίας του και αφετέρου ότι η αστυνομία παρεμβαίνει μόνο όταν υπάρχουν προβλήματα. Ωστόσο, το Άρθρο 7(1) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (QD recast) προβλέπει ότι η προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης παρέχεται πρωτίστως από το κράτος. Το γεγονός ότι ο αιτών δεν επιδίωξε την προστασία των αρχών, χωρίς επαρκή εξήγηση, υποδηλώνει είτε έλλειψη πραγματικής απειλής είτε αδυναμία θεμελίωσης βάσιμου φόβου δίωξης.

Επιπλέον, όσον αφορά τις υποτιθέμενες απειλές που δέχθηκε από τους δύο άγνωστους δολοφόνους, οι δηλώσεις του δεν ήταν συγκεκριμένες και λεπτομερείς. Ο προσφεύγων ανέφερε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η μητέρα του δέχθηκαν απειλές θανάτου, χωρίς ωστόσο να παρέχει σαφή στοιχεία για τη φύση ή την πηγή των απειλών. Κατά την εξέταση της υπόθεσής του, ο Αιτητής  δήλωσε με ασαφή τρόπο ότι άγνωστοι άνδρες επισκέφθηκαν την κατοικία του και απείλησαν τη μητέρα του, λέγοντάς της ότι τον αναζητούν. Όταν αργότερα ρωτήθηκε αν υπέβαλε κάποια καταγγελία στην αστυνομία, ο Αιτητής  ανέφερε αόριστα ότι εμποδίστηκε από το να εισέλθει στο γραφείο της αστυνομίας, ενώ ισχυρίστηκε ότι ο γενικός διευθυντής της εταιρείας του ανέφερε την απειλή στις αρχές. Ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί ο διευθυντής του υπέβαλε την αναφορά και όχι ο ίδιος, παρόλο που εκείνος ήταν το άμεσα θιγόμενο πρόσωπο. Επιπλέον, δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τι ακριβώς αναφέρθηκε στην αστυνομία ή αν υπήρξε επίσημη καταγραφή της υπόθεσης.

Σύμφωνα με τα κριτήρια αξιολόγησης αξιοπιστίας που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της διεθνούς προστασίας, τα ανωτέρω στοιχεία δημιουργούν αμφιβολίες σχετικά με τη συνέπεια και τη συνοχή των ισχυρισμών του προσφεύγοντος​. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αποτελεί κρίσιμο στοιχείο στην εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας, και η έλλειψη συγκεκριμένων στοιχείων ή η ασάφεια στα όσα ο Αιτητής επικαλείται  μπορούν να οδηγήσουν σε αμφισβήτηση της βασιμότητας του φόβου δίωξης.​  

Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι μια αξίωση για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και επαρκώς λεπτομερής, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Επομένως, η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ως έλλειψη σχετικών στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας του,[3] φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή του προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις του δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς του την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους.

Ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού του Αιτητή, ο οποίος είναι δυνατόν να αποδειχθεί μόνο εκ των δηλώσεων και αναφορών του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. 

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[4] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος.[5] Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει, όσο και διευκρινιστικές ερωτήσεις επί των ανωτέρω ερωτημάτων. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής. Ο Αιτητής είναι ένα ενήλικο άτομο υγιές, χωρίς εμφανή ζητήματα ευαλωτότητας,  απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με εργασιακή εμπειρία και ο οποίος διαθέτει συγγενικό δίκτυο στον τόπο καταγωγής του.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους. σύμφωνα με το Άρθρο 9(3) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, πρέπει να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων δίωξης και των πράξεων δίωξης.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση X & Y (C-199/12 & C-200/12) τόνισε ότι η σύνδεση αυτή πρέπει να τεκμηριώνεται με στοιχεία που να δείχνουν ότι η δίωξη δεν είναι τυχαία ή γενική, αλλά στοχεύει το άτομο για έναν από τους αναγνωρισμένους λόγους δίωξης​. Στην παρούσα υπόθεση, ο προσφεύγων δεν παρείχε επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι απειλές που δέχθηκε συνδέονται με έναν από αυτούς τους λόγους (π.χ. πολιτικές πεποιθήσεις, θρησκεία, εθνικότητα), γεγονός που δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του. Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων (ΔΕΕ) , μη κρατικοί φορείς μπορούν να θεωρηθούν ως "δράστες δίωξης ή σοβαρής βλάβης" μόνο εφόσον αποδειχθεί ότι το κράτος καταγωγής είναι ανίκανο ή απρόθυμο να αποτρέψει τη βλάβη που αυτοί επιφέρουν. Στην προκειμένη περίπτωση, ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει ότι οι αρχές του κράτους του αδυνατούσαν να τον προστατεύσουν ή ότι υπήρξε άρνηση παροχής προστασίας εκ μέρους τους. Προς επίρρωση αυτής της θέσης, σχετική είναι η υπόθεση Abdulla (C-175/08) σύμφωνα με την οποία η δυνατότητα των αρχών να διασφαλίσουν αποτελεσματική προστασία από τη δίωξη ή τη σοβαρή βλάβη αποτελεί καθοριστικό στοιχείο στην αξιολόγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή.

Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητή και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης  βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, και ειδικότερα στην Κινσάσα, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν.

Εκ της διενεργηθείσας έρευνας προέκυψε ότι σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu», ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα[6]. Επιπρόσθετα, Έκθεση (2023) της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ αναφέρει ότι δεκάδες ένοπλες ομάδες παρέμειναν ενεργές, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες Ituri, Nord-Kivu και Sud-Kivu.[7] Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Κινσάσα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

Η κατάσταση ασφαλείας στην ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό παραμένει εύθραυστη, με την ανταρτική ομάδα Mouvement du 23 Mars (M23) να επεκτείνει περαιτέρω την παρουσία της στην επαρχία του North Kivu. Η πιο πρόσφατη έκθεση του Γενικού Γραμματέα, που δημοσιεύθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου, σημειώνει ότι η κατάπαυση του πυρός μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων της Ρουάντα και του Κονγκό έχει διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι συγκρούσεις μεταξύ της M23 και άλλων ένοπλων ομάδων συνεχίζονται. Άλλες ένοπλες ομάδες που δρουν στην ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όπως οι Συμμαχικές Δημοκρατικές Δυνάμεις (ADF) και ο Συνεταιρισμός για την Ανάπτυξη του Κονγκό (CODECO), συνεχίζουν επίσης να στοχεύουν αμάχους στις επαρχίες North Kivu και Ituri της ανατολικής Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό.[8]

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 21/02/2024 έως 21/02/2025, σημειώθηκαν στην Kinshasa 95 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 226 απώλειες.[9] Στο δήμο Kalamu, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (21/02/2024 έως 21/02/2025) καταγράφηκαν 2 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία σημειώθηκαν 1 ως διαμαρτυρία και 1 ως βία κατά αμάχων (με 2 ανθρώπινες απώλειες).[10] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της Κινσάσα ανέρχεται το 2024 σε περίπου 17,032,300 κατοίκους[11], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών ασφαλείας σε συνδυασμό με τις συνδεόμενες απώλειες στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό να διατρέξει o Αιτητής ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland).

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς, δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος για να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ και συγκεκριμένα στην Κινσάσα, τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα  του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247  και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[2] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[3] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57

[4] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[5] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[6] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th [Ημερομηνία Πρόσβασης: 27/02/2025]

[7] Amnesty International, Democratic Republic of the Congo 2023,  https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 27/02/2025]

[8]Security Council Report. (2024). Democratic Republic of the Congo, December 2024 Monthly Forecast, διαθέσιμο https://www.securitycouncilreport.org/monthly-forecast/2024-12/democratic-republic-of-the-congo-28.php [ημερομηνία πρόσβασης 27/02/2025]

[9] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 21.02.2024 – 21.02.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 27/02/2025]

[10] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 21.02.2024 – 21.02.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa, Location: Kalamu) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 27/02/2025]

[11] World Population Review, https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/kinshasa [Ημερομηνία Πρόσβασης: 27/02/2025]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο