V.V.M ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1572/23, 21/3/2025
print
Τίτλος:
V.V.M ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1572/23, 21/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                            Υπόθεση Αρ.:  1572/23

 

21 Μαρτίου, 2025

 

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

V.V.M

 

Αιτητής

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

                                                     μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

Ε. Χατζηγιάννη  (κα), για Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

(Μ. Σταύρου (κα) για πιστή μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά και αντίστροφα)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 08/05/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 15/05/2023, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσιο των διευκρινίσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό («εφεξής ΛΔΚ») και στις 20/02/2023, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Στις 01/03/2023, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, διεξήγαγε συνέντευξη στον Αιτητή και στις 08/05/2023, συνέταξε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή.  Στις 08/05/2023, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή και στις 15/05/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε από τον Αιτητή αυθημερόν.  Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

O Αιτητής δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε πλημμέλεια της επίδικης απόφασης.  Καταγράφει όμως ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του καθότι η ζωή του απειλείται από τον προπονητή του στο ποδόσφαιρο γιατί είχε μαρτυρήσει ένα μυστικό του σχετικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Επίσης διατρέχει κίνδυνο από συγγενείς του οι οποίοι είχαν ήδη σκοτώσει τον αδελφό του και θέλουν να σκοτώσουν και τον ίδιο για να πάρουν την περιουσία.

Εξίσου, στην γραπτή αγόρευσή του δεν αναφέρει νομικούς λόγους, ενώ το μόνο που καταγράφει είναι κάποια γεγονότα που καθιστούν μη εφικτό για τον ίδιο να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.  Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται πως ότι δεν έχει κανέναν πλέον, μετά τον χλευασμό και τον ξυλοδαρμό που υπέστη στο νοσοκομείο επειδή προσπάθησε να διεκδικήσει ό,τι του ανήκε. Μετά τον θάνατο των γονιών του, η οικογένειά του κατέλαβε το μαγαζί που είχαν και του συμπεριφερόταν όπως ήθελε. Μέχρι και σήμερα, συνεχίζουν να τον καταδιώκουν, όπως και την αδερφή του, η οποία βρίσκεται στο Κονγκό-Μπραζαβίλ και διατρέχει σοβαρό κίνδυνο, καθώς υπήρξε μάρτυρας της δηλητηρίασης και δολοφονίας του μεγαλύτερου αδερφού τους, ο οποίος διεκδικούσε την περιουσία του. Ο αιτών αναφέρει ότι κατάφερε να διαφύγει από το κέντρο εκπαίδευσης, όπου χρησιμοποιούσαν τους εκπαιδευόμενους ως υπηρέτες σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Μετά την καταγγελία του για κακοποίηση, έγινε στόχος. Ένας από τους ξαδέλφους του, ο οποίος είναι εγκληματίας και ανήκει σε ομάδα που σκοτώνει ανθρώπους για να πάρει τα όργανά τους, του επιτέθηκε στο νοσοκομείο μαζί με τον πατέρα του. Συμπερασματικά, ο αιτών δηλώνει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του, καθώς κινδυνεύει τόσο λόγω της καταγγελίας του κατά των εκπαιδευτών του κέντρου εκπαίδευσης, όσο και από την ίδια του την οικογένεια, η οποία επιδιώκει να τον σκοτώσει.

Οι Καθ' ων η Αίτηση υποβάλλουν ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών προς υποστήριξη της αίτησης βαραίνει τον Αιτητή, ο οποίος δεν κατάφερε να το αποσείσει και να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000] ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.  Επομένως, ως υποστηρίζουν, ορθά και εύλογα οι Καθ' ων η Αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα. 

Καταλήγοντας, τονίζουν ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 και του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000] για παραχώρηση καθεστώτος πολιτικού πρόσφυγα και συμπληρωματικής προστασίας αντιστοίχως.  Συγκεκριμένα, τονίζουν ότι ο Αιτητής, βάσει του προφίλ του, δεν μπορεί να ενταχθεί στις κατηγορίες ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο να υποστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη στη ΛΔΚ.  Επιπρόσθετα, οι εξωτερικές πηγές αναφέρουν ότι η ΛΔΚ δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε κατάσταση γενικευμένης σύρραξης, εμφύλιας ή διεθνοποιημένης και επομένως, δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση.  Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε.1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.  Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.  Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικος από τη ΛΚΔ.

Στην αίτηση ασύλου του, ο Αιτητής ανέφερε ότι έφυγε από το Κονγκό επειδή εργαζόταν ως ποδοσφαιριστής. Κάποιος τον βοήθησε να μεταβεί στη βόρεια πλευρά, λέγοντάς του ότι εκεί υπήρχε ευκαιρία να παίξει ποδόσφαιρο. Ωστόσο, όταν έφτασε, διαπίστωσε ότι αυτό δεν ίσχυε και, συνεπώς, έπρεπε να βρει εργασία.

Ξεκίνησε να εργάζεται για τους Τουρκοκύπριους, και κάποιος τον ενημέρωσε ότι μπορούσε να αιτηθεί διεθνή προστασία στη βόρεια πλευρά, καθώς δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει στη χώρα του. Ο Αιτητής δηλώνει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα του, καθώς το ποδόσφαιρο ήταν η μοναδική του διέξοδος.

Οι γονείς του είναι νεκροί και του άφησαν ένα σπίτι, στο οποίο, όμως, ούτε ο ίδιος ούτε η αδερφή του έχουν πρόσβαση. Η οικογένειά τους τούς απειλεί και τους κακομεταχειρίζεται, ακόμη και σωματικά. Η αδερφή του κατάφερε να διαφύγει σε άλλη περιοχή και, όταν του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει ποδόσφαιρο αλλού, την εκμεταλλεύτηκε για να μπορέσει να ξεφύγει. (ερυθρό 1 Δ.Φ.)

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, γεννημένος στις 03/07/2001 στην Κινσάσα. Μεγάλωσε και διέμενε στη συνοικία Mont-Ngafoula. Ανήκει στη φυλή Swahili, ακολουθεί τον Χριστιανισμό, δεν είναι έγγαμος και δεν έχει τέκνα. Δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα υγείας (βλ. ερ. 25 δ.φ.).

Ως προς την εκπαίδευση και την επαγγελματική του δραστηριότητα, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο Λύκειο και ξεκίνησε σπουδές Τεχνολογίας Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο UPN. Ωστόσο, διέκοψε τις σπουδές του λόγω της ενασχόλησής του με το ποδόσφαιρο. Μιλά Lingala και Γαλλικά. Από το 2019 έως τον Φεβρουάριο του 2020, εργαζόταν ως διακοσμητής σε μια εταιρεία. Στη συνέχεια, ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στις ομάδες Etoile de Mprenza και Centre de Formation Ujana, όπου λάμβανε αμοιβή 5 δολάρια ανά νικηφόρο αγώνα (βλ. ερ. 21 και 22 δ.φ.). Παράλληλα, βοηθούσε στο εστιατόριο της αδερφής του.

Όσον αφορά την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι οι γονείς του έχουν αποβιώσει. Ο πατέρας του ήταν αγρότης, ενώ η μητέρα του ασχολούνταν με τα οικιακά. Ο αδερφός του απεβίωσε στις 14/11/2022, ενώ την αδερφή του την είδε για τελευταία φορά στις 14/03/2022, προτού εκείνη αναχωρήσει από τη χώρα για να εργαστεί σε εστιατόριο. Επικοινωνεί μαζί της, καθώς και με στενούς του φίλους. Στην Κύπρο δεν έχει συγγενείς, αλλά έχει έναν ετεροθαλή αδερφό στη Γαλλία, με τον οποίο όμως δεν διατηρεί επαφή.

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έφυγε λόγω επιθέσεων από συγγενείς του. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο θείος του τού πέταξε κομμάτια από γυαλί, γεγονός που τον αποξένωσε από την οικογένεια του πατέρα του και τον οδήγησε να ζήσει με την αδερφή του. Επιπλέον, σημείωσε ότι οι οικονομικές δυσκολίες τον ώθησαν να ασχοληθεί επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο.

Ο Αιτητής δήλωσε επίσης ότι η οικογένεια του πατέρα του τον αντιμετώπιζε με περιφρονητική και εξευτελιστική συμπεριφορά. Παρόμοια μεταχείριση είχε και η αδερφή του, γεγονός που την ανάγκασε να φύγει για το Μπραζαβίλ. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο θείος του (αδερφός του πατέρα του) κατέλαβε το λεωφορείο που ανήκε στον πατέρα του. Όταν ο μεγαλύτερος αδερφός του αιτητή προσπάθησε να το διεκδικήσει, τον δηλητηρίασαν. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι έμαθε για τη δολοφονία του αδερφού του αφού έφτασε στην Κύπρο.

Σε σχετική ερώτηση του λειτουργού για το εάν οι αρχές της χώρας του μπορούσαν να προστατεύσουν εκείνον και τα αδέρφια του, ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά (βλ. ερ. 18Χ1). Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν μπορούσαν να τους προστατεύσουν, ανέφερε ότι ο αδερφός του είχε υποβάλει καταγγελία στα δικαστήρια για την κλοπή των τίτλων ιδιοκτησίας του σπιτιού τους από τον θείο τους, αλλά δεν υπήρξε καμία ενέργεια από τις αρχές (βλ. ερ. 18Χ2-11).

Όταν ρωτήθηκε εάν η ζωή του ή η σωματική του ακεραιότητα είχαν τεθεί ποτέ σε κίνδυνο από την οικογένεια του πατέρα του, απάντησε καταφατικά, αναφέροντας ότι είχε νοσηλευτεί μία φορά, καθώς ένας από τα ξαδέρφια του τον χτύπησε στο κεφάλι με γυαλί (βλ. ερ. 18Χ12). Σε άλλη σχετική ερώτηση, εάν είχε δεχθεί κάποια άλλη επίθεση από συγγενείς του, απάντησε αρνητικά, ωστόσο υποστήριξε ότι ο αδερφός του πιθανότατα δηλητηριάστηκε από συγγενείς τους που διεκδικούσαν την περιουσία τους (βλ. ερ. 18Χ13-15).

Σε ερώτηση σχετικά με το πώς γνωρίζει ότι ο αδερφός του δηλητηριάστηκε, απάντησε ότι του το είχε πει ο ίδιος ο αδερφός του (βλ. ερ. 18Χ16-17). Όταν ρωτήθηκε με ποιον τρόπο ο θείος του απέκτησε τους τίτλους ιδιοκτησίας, απάντησε ότι ο ίδιος και τα αδέρφια του τούς παρέδωσαν οικειοθελώς, καθώς τον εμπιστεύονταν (βλ. ερ. 17Χ1-4).

Σε άλλη σχετική ερώτηση για το τι συνέβη μετά την παράδοση των τίτλων ιδιοκτησίας, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν τους επέτρεπαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να μείνουν σε σπίτια φίλων. Παράλληλα, η αδερφή του κατάφερε να ανοίξει τη δική της επιχείρηση (βλ. ερ. 17Χ1-4).

Τέλος, όταν ερωτήθηκε εάν εγκατέλειψε τη χώρα λόγω οικονομικών δυσκολιών, απάντησε: «Όχι μόνο γι’ αυτό. Έφυγα γιατί ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο και δεν είχα πού να μείνω.» (βλ. ερ. 17Χ9).

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τέσσερις (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή.

Ο πρώτος ισχυρισμός, που αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, έγινε αποδεκτός. Ομοίως και  ο δεύτερος  ουσιώδης ισχυρισμός, ο οποίος σχετίζεται με προσωπικούς, οικογενειακούς και οικονομικούς λόγους, επίσης έγινε αποδεκτός, καθώς οι δηλώσεις του αιτούντος κρίθηκαν συνεκτικές και εύλογες.

Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου, η οποία επικεντρώνεται τόσο στη γενική κατάσταση στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό όσο και στην προσωπική κατάσταση του αιτούντος, εξετάστηκε εάν υφίσταται άμεσος κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη διεθνείς πηγές, έκρινε ότι η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι μια χώρα που αντιμετωπίζει πολλαπλές ένοπλες συγκρούσεις, ενώ στην επικράτειά της δρουν κρατικές και παραστρατιωτικές ομάδες, ιδιαίτερα στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu. Παράλληλα, καταγράφονται σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως εκτελέσεις, εξαφανίσεις, βασανιστήρια και αυθαίρετες συλλήψεις από τις κρατικές αρχές, κυρίως σε βάρος αντιφρονούντων ή μελών αντιπολιτευόμενων ομάδων. Η κυβερνητική αδυναμία να επιβάλει τον έλεγχο, σε συνδυασμό με την ανασφάλεια που επικρατεί στη χώρα, δημιουργούν ένα ασταθές περιβάλλον, παρά την παρουσία της ειρηνευτικής αποστολής του ΟΗΕ (MONUSCO). Επιπλέον, αυξημένος κίνδυνος υφίσταται για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, καθώς στοχοποιούνται μειονότητες, ακτιβιστές, δημοσιογράφοι, καθώς και μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, η πόλη δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη ζώνη, ωστόσο καταγράφονται σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σημειώνονται δολοφονίες, εκτελέσεις και εξαφανίσεις από τις αρχές, κυρίως σε βάρος ατόμων που αντιτίθενται στην κυβέρνηση. Υπάρχουν περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου, της έκφρασης και των πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ η εγκληματικότητα και η δράση συμμοριών πλήττουν κυρίως φτωχούς και περιθωριοποιημένους πολίτες. Επιπλέον, καταγράφονται επιθέσεις σε πληθυσμούς που θεωρούνται «ξένοι», ιδίως σε μέλη εθνοτικών μειονοτήτων. Παρόλα αυτά, η Κινσάσα δεν θεωρείται ζώνη υψηλού κινδύνου, καθώς δεν βρίσκεται σε κατάσταση γενικευμένης σύγκρουσης.

Στο πλαίσιο της εξατομικευμένης αξιολόγησης κινδύνου, εξετάστηκε εάν οι προσωπικές συνθήκες του αιτούντος συνιστούν σοβαρό κίνδυνο δίωξης ή βλάβης. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι πρόκειται για έναν ενήλικα, άγαμο άνδρα, χωρίς τέκνα, ο οποίος διαθέτει υποστηρικτικό φιλικό δίκτυο στην Κινσάσα. Ο Αιτητής έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και δεν έχει διαπιστωθεί κάποια ευαλωτότητας σχετιζόμενη με κοινωνική ομάδα που είναι πιθανό να αντιμετωπίσει δίωξη. Επίσης, δεν διαμένει ούτε αναμένεται να επιστρέψει σε περιοχές υψηλού κινδύνου, όπου υπάρχουν ενεργές ένοπλες συγκρούσεις. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι για να γίνει αποδεκτό πως, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι τα στοιχεία που παρατέθηκαν δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, έκρινε ότι, με βάση τους ισχυρισμούς του αιτητή και τις διαθέσιμες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του ίδιου νόμου.

Αξιολογώντας τα όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω υπό το φως των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την έκθεση και εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του αιτητή, όπως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και ενώπιόν μου στη δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής συμπεράσματα.

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, της χώρας καταγωγής και του τόπου συνήθους διαμονής του αιτητή, συμφωνώ με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού. Ομοίως, ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, τα συμπεράσματα των καθ’ ων η αίτηση, όπως καταγράφονται στην έκθεση-εισήγηση, κρίνονται ορθά. Παρότι έγινε αποδεκτό ότι ο Αιτητής επικαλείται οικογενειακά και οικονομικά προβλήματα, αυτά δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του Περί Προσφύγων Νόμου.

Επισημαίνεται πως είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του μετανάστη από τον πρόσφυγα. Πρόσωπο που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του, με σκοπό να εργαστεί και να εγκατασταθεί αλλού, ωθούμενος αποκλειστικά από οικονομικά ή προσωπικά κίνητρα, όπως εν προκειμένω ο Αιτητής αποτελεί οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα (βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).

Σύμφωνα δε, με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:

«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».

Από τα στοιχεία που παρέθεσε ο Αιτητής τόσο στην αίτησή του όσο και κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, προκύπτει ότι ο κύριος λόγος της αναχώρησής του από τη χώρα καταγωγής του ήταν η αναζήτηση επαγγελματικής ευκαιρίας στο ποδόσφαιρο. Η επιδίωξή του αυτή τον κατατάσσει στην κατηγορία των οικονομικών μεταναστών και όχι των προσφύγων, καθώς οι επαγγελματικοί λόγοι που τον ώθησαν να αιτηθεί διεθνή προστασία δεν περιλαμβάνονται στις προβλεπόμενες από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000 αιτίες. Επιπλέον, δεν επικαλέστηκε καμία δίωξη εναντίον του από κάποιο φορέα που τον εμποδίζει να διαμείνει ή να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.

Υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης (Άρθρο 1Α(2)) και την ευρωπαϊκή νομοθεσία, η οικονομική μετανάστευση δεν αποτελεί λόγο χορήγησης ασύλου. Ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση του ως πρόσφυγα, καθώς οι λόγοι που επικαλείται αφορούν οικονομικές δυσκολίες και οικογενειακές διαφορές, και όχι φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε κοινωνική ομάδα. Ο ορισμός του πρόσφυγα απαιτεί  την σύνδεση με κάποιον από τους λόγους δίωξης και την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης, κάτι που δεν προκύπτει από την περίπτωσή του. Οι γενικές οικονομικές δυσκολίες δεν αποτελούν βάσιμη αιτία για την αναγνώριση προσφυγικού καθεστώτος, καθώς αυτές αφορούν το σύνολο του πληθυσμού και δεν συνδέονται με δίωξη ή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αν και βίωσε οικογενειακές και οικονομικές δυσκολίες, δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι υπήρξε θύμα δίωξης.

Σύμφωνα με το Άρθρο 16 του Ν.6(Ι)/2000, το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του φέρει πρωτίστως ο Αιτητής, ο οποίος οφείλει να παράσχει επαρκείς λεπτομέρειες για την υπόθεσή του, αληθή και συνεκτικά στοιχεία που να στηρίζουν τον ισχυρισμό του, καθώς και ικανοποιητικές εξηγήσεις σε περίπτωση έλλειψης εγγράφων. Επιπλέον, η παράγραφος (α) του άρθρου 205 του Εγχειριδίου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ επιβεβαιώνει ότι ο αιτών πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του με αποδεικτικά στοιχεία ή, εφόσον αυτό δεν είναι εφικτό, να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες. Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου, φρονώ ότι η απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία ήταν ορθή, καθώς δεν πληροί τα κριτήρια του πρόσφυγα, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και τον Περί Προσφύγων Νόμο.

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Τα όσα επικαλέστηκε ο Αιτητής δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί ούτε για να του χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. 

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα  προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του Αιτητή το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται ο Αιτητής δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξης που επικαλείται ήτοι οι οικογενειακές και οικονομικές δυσκολίες, εμπίπτει σε κάποια από την έννοια όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει ο Αιτητής δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου.

Στη βάση των ανωτέρω, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι, παρά τους ισχυρισμούς που έγιναν αποδεκτοί αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του περί Προσφύγων Νόμου. Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37,38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες).

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). 

Αναφορικά με τους νέους καινοφανείς ισχυρισμούς που προβάλλει ο Αιτητής στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, είτε μέσω του εισαγωγικού δικογράφου είτε δια της γραπτής του αγόρευσης, επισημαίνονται τα εξής:

Κατά το στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του με σκοπό να ασχοληθεί επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο, καθώς αυτή ήταν η μοναδική του διέξοδος. Ωστόσο, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ισχυρίζεται ότι κινδυνεύει από τον προπονητή του, λόγω του ότι αποκάλυψε ένα μυστικό σχετικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Η συγκεκριμένη αναφορά δεν είχε συμπεριληφθεί σε κανένα στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, γεγονός που αλλάζει εκ βάθρων το αφήγημά του και εγείρει αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των ισχυρισμών του.

Περαιτέρω, κατά τη συνέντευξή του, ο Αιτητής ανέφερε ότι η οικογένειά του τού στέρησε την περιουσία του και ότι η αδερφή του αναγκάστηκε να διαφύγει στο Μπραζαβίλ. Στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, όμως, ισχυρίζεται ότι η οικογένειά του έχει ήδη δολοφονήσει τον αδερφό του και επιδιώκει να τον σκοτώσει. Η κλιμάκωση της παρουσιαζόμενης απειλής από απλή οικονομική εκμετάλλευση σε ανθρωποκτονία και καταδίωξη για λόγους εξόντωσής του δεν συνάδει με την αρχική του αφήγηση και δημιουργεί ερωτήματα ως προς τη συνέπεια και την αξιοπιστία του.

Επιπλέον, κατά τη συνέντευξή του, ο Αιτητής είχε αναφέρει ότι ο θείος του και ο ξάδελφός του τού επιτέθηκαν στο νοσοκομείο με ψαλίδι. Στην παρούσα διαδικασία, ωστόσο, υποστηρίζει ότι, πέραν της επίθεσης, υπέστη χλευασμό και ξυλοδαρμό στο νοσοκομείο, ενώ ο ξάδελφός του τού επιτέθηκε μαζί με τον πατέρα του. Η διαφοροποίηση αυτή ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ιδίως αναφορικά με το ποιοι φέρονται να εμπλέκονται στην επίθεση, υπονομεύει περαιτέρω την αξιοπιστία του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά τη συνέντευξή του, ο Αιτητής δεν έκανε καμία αναφορά σε εκπαιδευτικό κέντρο. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ισχυρίζεται ότι κακοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως υπηρέτης σε τέτοιο κέντρο, ενώ έγινε στόχος αφού προέβη σε καταγγελία. Η αιφνίδια εισαγωγή ενός τόσο σοβαρού ισχυρισμού, χωρίς να έχει αναφερθεί σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα των λεγομένων του.

Αντίστοιχα, στη συνέντευξή του, ο Αιτητής δεν ανέφερε ότι κάποιος συγγενής του εμπλέκεται σε εγκληματική δράση. Ωστόσο, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ισχυρίζεται ότι ο ξάδελφός του είναι μέλος εγκληματικής οργάνωσης που δολοφονεί ανθρώπους για την εμπορία των οργάνων τους. Η προσθήκη ενός τόσο ακραίου ισχυρισμού εκ των υστέρων ενισχύει τις αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας του.

Ακόμη, όσον αφορά την κατάσταση της αδερφής του, κατά τη συνέντευξή του ο Αιτητής είχε δηλώσει ότι εκείνη είχε διαφύγει και είχε ιδρύσει τη δική της επιχείρηση. Εντούτοις, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ισχυρίζεται ότι η αδερφή του παραμένει σε κίνδυνο στο Μπραζαβίλ, καθώς υπήρξε μάρτυρας της δολοφονίας του αδερφού τους. Η διαφοροποίηση αυτή εγείρει εύλογα ερωτήματα για τη συνέπεια των δηλώσεών του.

Από τις ανωτέρω διαφοροποιήσεις μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή στη διοικητική και τη δικαστική διαδικασία προκύπτουν πολλαπλές αντιφάσεις και νέοι ισχυρισμοί που δεν υπήρχαν στην αρχική του συνέντευξη. Το γεγονός αυτό υπονομεύει την αξιοπιστία των ισχυρισμών του, καθώς τροποποιεί και εμπλουτίζει σταδιακά το αφήγημά του, προσθέτοντας νέα στοιχεία που αλλάζουν τη φύση των ισχυρισμών του. Ο αρχικός λόγος φυγής του, δηλαδή η αναζήτηση επαγγελματικής ευκαιρίας στο ποδόσφαιρο, μεταβάλλεται σε ισχυρισμούς περί άμεσων απειλών κατά της ζωής του. Οι απειλές από την οικογένειά του κλιμακώνονται από οικονομική εκμετάλλευση σε ανθρωποκτονία και καταδίωξη με πρόθεση εξόντωσής του.

Επιπλέον, εισάγονται εκ των υστέρων νέες καταγγελίες, όπως η κακοποίηση σε εκπαιδευτικό κέντρο, η επίθεση στο νοσοκομείο και η εγκληματική δράση του ξαδέλφου του. Παράλληλα, η κατάσταση της αδερφής του αλλάζει από ασφαλής σε απειλούμενη μάρτυρα δολοφονίας. Η αιφνίδια εμφάνιση σοβαρών ισχυρισμών και οι διαφορετικές εκδοχές που παρουσιάζει υπονομεύουν την εσωτερική αξιοπιστία τους, καθώς και τη συνοχή των ισχυρισμών του.

Τα επικαλούμενα περιστατικά, τα οποία ο Αιτητής αναφέρει για πρώτη φορά στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, δεν είχαν προηγουμένως καταγραφεί ούτε στην αρχική του αίτηση ούτε κατά την εκτίμηση της ευαλωτότητας του ούτε κατά τη συνέντευξή του, κατά την οποία του δόθηκε η δυνατότητα να αναπτύξει το αίτημά του υπό το καθεστώς της εμπιστευτικότητας. Σε κάθε περίπτωση, ο Αιτητής δεν κατέστη σε θέση να υποστηρίξει επαρκώς τον προσωπικό του φόβο δίωξης. Κατά την ακροαματική διαδικασία, δεν κατάφερε να παρουσιάσει μια συνεκτική και λεπτομερή αφήγηση των γεγονότων που ισχυρίζεται ότι βίωσε.

Επιπλέον, είχε τη δυνατότητα να αναφερθεί σε οποιοδήποτε περιστατικό κακοποίησης ή κίνδυνο κατά της ζωής του, εντούτοις δεν το έπραξε, αλλά περιορίστηκε σε γενικές και αόριστες αναφορές, στερούμενες συγκεκριμένων στοιχείων και λεπτομερειών. Το γεγονός αυτό ενισχύει τις αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία του, δεδομένου ότι η απόδειξη του βάσιμου φόβου δίωξης αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. Κατ’ επέκταση, οι νέοι του ισχυρισμοί δεν συνάδουν με το σύνολο των αρχικών του δηλώσεων, γεγονός που επιβεβαιώνει την έλλειψη αξιοπιστίας των λεγομένων του (βλ. άρθρο 13(10) Περί Προσφύγων).

Εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες (judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.).  Ωστόσο δεν συνεπάγεται υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλουν προσωπικά να συνεργάζονται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτών.

Τα όσα αναφέρει ο Αιτητής προβάλλονται γενικά και αόριστα χωρίς καμία λεπτομέρεια και σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώνουν βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά ούτε και ότι υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου αντίστοιχα.

Λόγω της ειδικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται συχνά οι αιτούντες άσυλο, είναι συχνά αναγκαίο να τους δίνουμε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δηλώσεών τους και των εγγράφων που υποβάλλονται προς στήριξη αυτού. Ωστόσο, όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν σοβαρούς λόγους αμφισβήτησης της ειλικρίνειας των δηλώσεων ενός αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παρέχει ικανοποιητική εξήγηση για τις εικαζόμενες διαφορές (βλ., μεταξύ άλλων αρχών, Collins and Akaziebie κατά Σουηδίας (απ.), αριθ. 23944/05, 8 Μαρτίου 2007 και Hakizimana κατά Σουηδίας (αποφ.), αρ).

Στο Εγχειρίδιο της EASO «Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System» αναφέρεται στη σελίδα 87, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («[.] a balanced and objective assessment is needed of whether the account presented by an applicant reflects what can be expected from someone in his/her particular circumstances, who is relating a genuine personal experience.»).

Περαιτέρω, στην ίδια σελίδα του Εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («[.] Generally, it is reasonable to expect that a claim for international protection be substantively presented and sufficiently detailed, at least in respect of the most material facts of the claim. Insufficiency of detail may also constitute what is referred to in Article 4(5)(b) QD (recast) as a lack of 'relevant elements. »)

Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Θεωρώ ότι τίποτε από τα όσα ανέφερε ο Αιτητής δεν έχει την απαιτούμενη  συγκεκριμενοποίηση και στοιχειοθέτηση προκειμένου να τύχει περαιτέρω εξέτασης από το Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι του δόθηκε η ευκαιρία και να προβάλει, αλλά και να αναπτύξει το αίτημά του, τόσο στην αρχική του αίτηση, όσο και στην έκθεση ευαλωτότητας και κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης. Συνεπώς, η  στην απουσία περαιτέρω στοιχείων ή λεπτομερειών και επαρκών εξηγήσεων επί των όσων αόριστων καινοφανών ισχυρισμών προβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεν θα μπορούσαν να τύχουν και ούτε χρήζουν περαιτέρω εξέτασης.  

Συνεπώς, και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα, το προσωπικό προφίλ του Αιτητή σε συνάρτηση με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του,  δεν αποδεικνύεται ότι ο Αιτητής εμπίπτει και διώκεται για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί του δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Στη βάση λοιπόν των αποδεκτών στοιχείων, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, την καταγωγή του και τον τόπο συνήθους διαμονής του, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, όσο και τις συνθήκες ασφαλείας που επικρατούν στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Σημειώνεται ότι όσον αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής  δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτούντος, όπως επίσης και πληροφορίες  όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτούντος πρέπει να είναι τρέχων και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (Οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).

Αξιολογώντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρείται ότι αυτός συνιστά ένα νέο, ενήλικο, υγιή άνδρα, ο οποίος φαίνεται ότι είναι σε θέση να εργαστεί και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Επιπλέον, ο τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του είναι η Kinshasa, που αποτελεί μεγάλο αστικό κέντρο και πρωτεύουσα της χώρας, η οποία δεν πλήττεται από ένοπλη σύρραξη, όπως άλλωστε θα αναλυθεί κατωτέρω. Ως εκ τούτου, δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στην Kinshasa, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει δίωξη και/ή θα κινδυνεύσει από σοβαρή βλάβη.

Επιπλέον, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο .  Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Άρα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, Elgafaji, σκέψη 32)] ή ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

Συνεπώς, ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, σύμφωνα με την ιστοσελίδα RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), η Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων κυρίως στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa.  Επιπρόσθετα, Έκθεση (2023) της Διεθνούς Αμνηστίας αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις εντοπίζονται στις περιοχές  Nord-Kivu, Sud-Kivu και στις ανατολικές επαρχίες του Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Kinshasa.  Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

Ωστόσο, για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Σημειωτέο ότι τα περιστατικά αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinhsasa. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) για το χρονικό διάστημα κατά το χρονικό διάστημα 30/12/2023 έως 27/12/2024 στην Kinshasa καταγράφηκαν 95 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 152 ανθρώπινες απώλειες. Τα 95 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 8 περιστατικά βίας κατά πολιτών (“violence against civilians”) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 16 ανθρώπινες απώλειες, 22 ταραχές (“riots”) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 131 ανθρώπινες απώλειες, 4 μάχες (“battles”) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 5 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 61 διαμαρτυρίες (“protests”).  Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της πόλης Kinshasa ανέρχεται στα 17,032,300 για το 2024. 

Ο σχετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων  συνηγορεί στο ακίνδυνο της περιοχής. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

Βάσει λοιπόν των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, δεν προκύπτει ότι στον τόπο καταγωγής και τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσας, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο