
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 1964/2024
17 Μαρτίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
F.N.E., από τη Λευκωσία
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Δ. Κακουλής (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.
Κ. Χρυσοστόμου (κα) για Μ. Φιλίππου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επιστολής ημερομηνίας 10/05/24 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου και/ή ζητά απόφαση του Δικαστηρίου για την παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος πρόσφυγα ή δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία την 01/11/22, στις 04/04/24 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της και στις 09/04/24 ετοιμάστηκε σχετική έκθεση με εισήγηση την απόρριψη του αιτήματος της. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 09/04/24, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια, μέσω του συνηγόρου της, προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη/υπέρμετρη καθυστέρηση στην εξέταση του αιτήματος της κατά παράβαση του Άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και/ή ότι η Υπηρεσία Ασύλου δεν την ενημέρωνε για τα στάδια και/ή την καθυστέρηση της εξέτασης της αίτησης ασύλου της, με αποτέλεσμα αυτό να οδηγήσει σε απώλεια μνήμης, ημερομηνιών και γεγονότων μέχρι την διενέργεια της συνέντευξης της και/ή με αποτέλεσμα να δημιουργήσει κατά την διάρκεια της παραμονής της δεσμούς στην χώρα υποδοχής. Εισήγηση της είναι ότι η παράβαση των προθεσμιών που καθορίζονται στο Νόμο είναι ουσιώδους τύπου και/ή παραβιάζουν τα Άρθρα 8 και 13 Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 έως 2020 (Ν.158(Ι)/1999). Αναφέρει ότι λόγω της υπέρμετρης καθυστέρησης που υπήρξε στην αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί. Προβάλλεται, επίσης, ο ισχυρισμός ότι δεν λήφθηκε υπόψη κατά την συνέντευξη η ψυχολογική της κατάσταση και/ή πως τυχόν αυτή επηρέασε στο να της δοθεί η ευκαιρία να εκθέσει τους λόγους που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα της. Παραπέμποντας σε σημεία της συνέντευξης υποστήριξε ότι απάντησε επαρκώς σε σχέση με το κόμμα το οποίο ήτο μέλος, λανθασμένα ανέμεναν οι Καθ΄ ων η αίτηση να απαντήσει σε λεπτομέρειες επί του ισχυρισμού της σε ερωτήσεις που δεν έγιναν και/ή ο λειτουργός-εξεταστής όφειλε να προβεί σε περαιτέρω ερωτήσεις σε σχέση με την παράταξη της. Αυθαίρετα, υποστηρίζει, είναι τα συμπεράσματα της Υπηρεσίας Ασύλου αναφορικά με τον βαθμό συμμετοχής της στο κόμμα, σε σχέση με την απαγωγή της, την συμμετοχή της σε διαμαρτυρία, τις απειλές από στρατιωτικές δυνάμεις, τις απειλές του δημάρχου πατέρα της, την πληρωμή λύτρων και τους λόγους που δεν ακολούθησε τον σύζυγο της. Θα έπρεπε να της δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας λόγω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης, την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στο Καμερούν και/ή δεν αιτιολογείται για ποιους λόγους δεν της παραχωρήθηκε τουλάχιστον το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Με την συμπληρωματική Γραπτή Αγόρευση επιχειρείται η ερμηνεία των διατάξεων του του Άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και προβάλλεται ότι ο νομοθέτης καθόρισε την 6μηνη προθεσμία για ολοκλήρωση της διαδικασίας με το μέγιστο στους 21 μήνες.
Οι Καθ’ ων η αίτηση σε απάντηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και της έκθεσης/εισήγησης και υποστήριξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν εξετάζονται λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι δεν αναπτύσσονται μέσω Γραπτών Αγορεύσεων και/ή δεν υποστηρίζονται με οποιαδήποτε επιχειρήματα, αλλά απορρίπτονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί. (Βλέπε Α.Ε. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, (2000) 3 Α.Α.Δ. 21, Υπόθ. Αρ. 1073/2004, Γεώργιος Αντωνίου κ.α. v. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φ.Π.Α., ημερ. 06/02/07). Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση που δεν έχουν καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636). Επιπλέον, λόγοι ακύρωσης που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται δεν μπορούν να τύχουν αξιολόγησης από το Δικαστήριο διότι παρόλο που η εξέταση της υπόθεσης εκτείνεται και σε έλεγχο ουσίας, αυτή θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924).
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης.
Αναφορικά με την καθυστέρηση εξέτασης ασύλου της Αιτήτριας, πράγματι διαπιστώνεται από τα στοιχεία του φακέλου ότι η συνέντευξη της διενεργήθηκε με καθυστέρηση ήτοι περίπου δύο χρόνια μετά την υποβολή αίτησης ασύλου. Το σχετικό Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) προνοεί, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει επί αυτού του σημείου, τα ακόλουθα:
«Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων
13.-(1) Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζει την αίτηση και προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, εκτός στις περιπτώσεις όπου τέτοια συνέντευξη δυνατό να έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 12Δ.
[…]
(5) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, με την επιφύλαξη της διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.
(6)(α) Με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου, η Υπηρεσία Ασύλου εξασφαλίζει ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να λάβει απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου έχει υποχρέωση-
(i) Να ενημερώνει τον αιτητή σχετικά με την καθυστέρηση∙ και
(ii) να του παρέχει, κατόπιν αιτήματός του, πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του.
[…]
(7) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (6), ο Προϊστάμενος δύναται να παρατείνει την προθεσμία των έξι (6) μηνών που ορίζεται στο εν λόγω εδάφιο, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα (9) επιπλέον μήνες, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όταν ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά ή/και νομικά ζητήματα·
(β) μεγάλος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών αιτούνται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι (6) μηνών·
[…]
(8) Κατ’ εξαίρεση, η Υπηρεσία Ασύλου, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δύναται να υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται στο εδάφιο (7) κατά τρεις (3) μήνες το πολύ, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο από τον Προϊστάμενο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].
(9) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 18Α και με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 19, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει την αναβολή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης αίτησης, στην περίπτωση που δεν μπορεί εύλογα να αναμένεται από την Υπηρεσία Ασύλου να λάβει απόφαση επί αίτησης εντός των χρονικών πλαισίων που αναφέρονται στα εδάφια (6), (7) και
[…]
(10) Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].»
[ο τονισμός δικός μου]
Όπως έχει αποφασιστεί, από το Δικαστήριο σε άλλες υποθέσεις επί παρόμοιου ισχυρισμού, οι προθεσμίες που ορίζονται στο πιο πάνω άρθρο του Νόμου δεν είναι ανατρεπτικές, αλλά ενδεικτικές. Ο Νόμος δεν ορίζει ρητά ότι οι προθεσμίες του 6μήνου, 9μηνού με ολόκληρο χρονικό πλαίσιο ολοκλήρωσης της εξέτασης της αίτησης εντός 21 μηνών είναι ανατρεπτικές, ότι δηλαδή συνεπάγεται σε ακυρότητα της όλης διοικητικής ενέργειας και διοικητικής πράξης η οποία εκδίδεται μετά την εκπνοή της. Οπότε η παραβίαση της δεν οδηγεί αυτόματα σε ακυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο νομοθέτης αν ήθελε να είναι η προθεσμία ανατρεπτική, θα το όριζε ρητά. Όμως λόγω της φύσης των υποθέσεων αυτών, ο νομοθέτης θέλησε να περιορίσει το χρόνο, χωρίς όμως να καθιστά προθεσμία ανατρεπτική, αυτό ενισχύεται και από την τελευταία παράγραφο του άρθρου που ορίζει ότι «Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.» (Βλέπε σχετικά Α.Ε. 67/08 Δημοκρατία ν. Pharmanet Ltd, ημερ.10/01/2011). Στην προκειμένη περίπτωση αν και υπάρχει υπέρβαση του χρόνου, εντούτοις ο χρόνος αυτός δεν είναι υπέρμετρος καθότι δεν φαίνεται να επίδρασε αυτή η καθυστέρηση στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις της έκδοσης της πράξης (Βλέπε σχετικά Άρθρο 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999). Ούτε έχει καταδειχθεί με ποιο τρόπο έχουν επηρεαστεί τα συνταγματικά δικαιώματα της Αιτήτριας και/ή τα δικαιώματα της που απορρέουν από την σχετική νομοθεσία από την έστω καθυστερημένη έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (Βλέπε Υπόθ. Αρ. 1458/2009 Postolachi Konstantin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ.25/02/2011). Πέραν τούτου στο ίδιο το άρθρο αναφέρεται ότι και ο ίδιος ο αιτών κατόπιν αιτήματός του στον Προϊστάμενο μπορεί να του παρασχεθούν πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του. Χωρίς να μεταφέρεται βέβαια το βάρος ενημέρωσης σχετικά με την πορεία της αίτησης στην Αιτήτρια είναι προφανές ότι ούτε η ίδια ενδιαφέρθηκε για την πορεία της αίτησης της. Ούτε η παράλειψη ενημέρωσης της για την πορεία της αίτησης έχει επιφέρει και/ή έχει υποδείξει να επέφερε οποιαδήποτε συνέπεια στα δικαιώματα της, καθότι έχει δικαίωμα παραμονής και παροχής σε αυτήν υλικές συνθήκες και δικαιώματα υποδοχής και/ή όλων των δικαιωμάτων που ορίζονται στο Νόμο μέχρι την ημερομηνία που εξετάστηκε το αίτημα της και/ή μέχρι την ολοκλήρωση της παρούσας δικαστικής διαδικασίας. Η όποια παράλειψη της διοίκησης επί αυτού του σημείου δεν αποτελεί παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ούτε μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης καθότι αυτή δεν επιδρά ουσιαστικά στο περιεχόμενο της πράξης (Βλέπε σχετικά Άρθρο 13 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999), επίσης Σ. Δεληκωστόπουλου: «Η παράβασις ουσιώδους Τύπου ως Λόγος Ακυρώσεως Διοικητικών Πράξεων» (1970), επίσης, Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2533 και Ζησίμου Χατζηττοφή ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1851, περαιτέρω, το όλο θέμα πραγματεύεται στο σύγγραμμα του ο Μ. Δ. Στασινόπουλος: «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών» 3η έκδ. σελ. 212-219.) Σύμφωνα δε και με την Ανδρέας Τρύφωνος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Εφόρου Επίσημου Παραλήπτη, (2009) 4 Α.Α.Δ. 1137:
« [...]
Έχει όμως νομολογηθεί ότι η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο, τα δε λαμβανόμενα κριτήρια για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης (δέστε το σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. σελ. 125-127, παρ. 499-500). Στην υπόθεση Παπαλούκας ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656, σελ. 663-665, αναφέρεται ότι η γενική αρχή του διοικητικού δικαίου είναι ότι:
«... η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνο εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για το διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.».
Άστοχες θεωρώ είναι και η τοποθετήσεις του συνηγόρου της ότι δηλαδή η καθυστέρηση οδήγησε σε κενά μνήμης και πληροφοριών που αφορούν τον πυρήνα του αιτήματος της, ως επίσης και ότι λόγω της καθυστέρησης αυτής απέκτησε η Αιτήτρια κοινωνικούς και άλλους δεσμούς στην Δημοκρατία. Το ζήτημα ελλιπούς τεκμηρίωσης θα εξεταστεί κατωτέρω και στα πλαίσια κατά πόσο θα έπρεπε να της παραχωρηθεί το ευεργέτημα αμφιβολίας, ενώ για το ζήτημα δεσμών στην Δημοκρατία σημειώνεται ότι το δικαίωμα παραμονής της Αιτήτριας για σκοπούς της διαδικασίας ασύλου δεν θεμελιώνει δικαίωμα για χορήγηση άδειας διαμονής (Βλέπε Άρθρο 8 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρώ στην συνέχεια σε αξιολόγηση των λόγων ακύρωσης που συναρτώνται με ζητήματα ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας σε συσχέτιση με ισχυρισμούς που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, μη εξατομικευμένης αξιολόγησης της περίπτωσης της και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης. Αξιολογούνται δεόντως οι ισχυρισμοί της δικηγόρου της Αιτήτριας για μη παροχή διεθνούς προστασίας λαμβάνοντας υπόψη, όπως αναφέρει, της σαφήνειας και επάρκειας των απαντήσεων της και των στοιχείων που παρουσίασε στο αίτημα ασύλου της.
Όπως προκύπτει από το φάκελο της Αιτήτριας πρόκειται για αγγλόφωνη υπήκοο Καμερούν, με καταγωγή από το Nguti του Νοτιοδυτικού Καμερούν και τόπο συνήθους διαμονής τη πόλη Limbe. Φυλετικής καταγωγής Bassosi, χριστιανή, άγαμη, απόφοιτος ανώτερης εκπαίδευσης και εργασιακή εμπειρία. Μητέρα δύο ανήλικων τέκνων, που διαμένουν στη Limbe, με τον θείο της Αιτήτριας. Ο πατέρας του πρώτου τέκνου απεβίωσε, ενώ του δεύτερου διαμένει στο γαλλόφωνο τμήμα του Καμερούν, απ’ όπου και κατάγεται. Η πατρική της οικογένεια αποτελείται τη μητέρα της που διαμένει στο Nguti. Ο πατέρας της και δύο αδέρφια σκοτώθηκαν εξαιτίας της αγγλόφωνης κρίσης, σχετικά δε με τη κατάσταση της υγείας της, δήλωσε ότι πάσχει από υψηλή αρτηριακή πίεση, λαμβάνοντας σχετική αγωγή. Εγκατέλειψε τη χώρα της αεροπορικώς περί το 2022.
Με την αίτηση της για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε την χώρα εξαιτίας του κινδύνου που αντιμετωπίζει τόσο από τη κυβέρνηση του Καμερούν, όσο και από τους Ambazonians[1], από τους μεν πρώτους λόγω της ιδιότητας της ως μέλος της αντιπολίτευσης του κυβερνώντος κόμματος C.P.D.M, καθιστώντας την υπαίτια για την αγγλόφωνη κρίση, από τους μεν δεύτερους λόγω της απουσίας υποστήριξης προς το πρόσωπό τους. Κατά τη προσωπική της συνέντευξη αναφέρθηκε στην επίδραση που είχε πάνω της η κρίση, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, με την ίδια να δραπετεύει με σκοπό να σπουδάσει. Επιπλέον, επανέλαβε τον ισχυρισμό της περί στοχοποίησής της από το στρατό, λόγω της ιδιότητας της ως μέλος του S.D.F., επικαλούμενη τη κράτηση της έπειτα από συμμετοχή σε διαδήλωση. Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που τέθηκαν, δήλωσε ότι δεν είχε κάποια θέση στο κόμμα, πως την κάρτα της τη ξέχασε στο Καμερούν και πως πλην της κράτησης δεν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα. Σε σχέση με την στοχοποίησή της από τους αποσχιστές, αναφέρθηκε στην απαγωγή της και στην καταβολή λύτρων για την απελευθέρωση της, στη στοχοποίηση του πατέρα της λόγω της ιδιότητάς του ως δήμαρχος, διεκδικώντας λύτρα για να μην τον απαγάγουν, καθώς και σε απειλητικά μηνύματα για την καταβολή χρηματικών ποσών. Σχετικά με τους λόγους που δεν μετέβη στο γαλλόφωνο τμήμα, στο πατέρα του δεύτερου τέκνου της, επικαλέστηκε την απουσία γάμου, καθώς και την επιχείρηση που διατηρούσε στο Nguti.
Ο λειτουργός στο πλαίσιο της έκθεσης-εισήγησής του εντόπισε τέσσερις (4) ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι (1) ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, (2) σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα, (3) σχετικά με τη φυγή της για ακαδημαϊκούς λόγους, (4) σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπισε από το στρατό και τους αποσχιστές λόγω της συμμετοχή της στο κόμμα Social Democratic Fund Ο ισχυρισμός 1, 2 και 3 έγιναν αποδεκτοί, ενώ ο ισχυρισμός 4 απορρίφθηκε λόγω έλλειψης επαρκών πληροφοριών και μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας της. Στην σχετική έκθεση/εισήγηση καταγράφονται, αρκετά σημεία στα λεγόμενα της Αιτήτριας όπου διαπιστώθηκε ασάφεια, ανεπάρκεια πληροφοριών και αντιφάσεις. Ειδικότερα επί του τέταρτου ισχυρισμού, μεταξύ άλλων, προκύπτει ότι η Αιτήτρια:
- δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το κόμμα, ενώ οι δηλώσεις της σχετικά με την ιδιότητά της κρίθηκαν αντιφατικές,
- ανεπαρκείς κρίθηκαν οι δηλώσεις της σχετικά με την κράτησή της λόγω της συμμετοχής της σε διαδήλωσεις, με την Αιτήτρια να μην είναι σε θέση να παράσχει πληροφορίες τόσο για την διαμαρτυρία, όσο και για τις συνθήκες κράτησης,
- ανεπαρκής ήτο και αναφορικά με τη στοχοποίηση της ίδιας και της οικογένειάς της από τους αποσχιστές, κρίθηκε δε ότι οι δηλώσεις της στερούνταν επαρκών πληροφοριών, καθώς δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τις απειλές εις βάρος της, να περιγράψει την απαγωγή και τις συνθήκες κράτησής της, ενώ οι δηλώσεις της σχετικά με τον τρόπο απελευθέρωσής της, κρίθηκε ότι στερούνταν συνέπειας και ευλογοφάνειας,
- με τις απαντήσεις της σχετικά με τους λόγους που δεν ακολούθησε τον πατέρα του δεύτερου τέκνου της στις γαλλόφωνες περιοχές, κρίθηκε ότι στερούνταν συνέπειας με τον επαπειλούμενο κίνδυνο που επικαλείται,
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός παρέθεσε πηγές από τις οποίες προκύπτει ότι το κόμμα που επικαλέστηκε η Αιτήτρια ονομάζεται Social Democratic Front και όχι Social Democratic Fund, κάτι που εύλογα αναμενόταν από την ίδια να γνωρίζει, παρατέθηκαν δε και πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στο Καμερούν λόγω της αγγλόφωνης κρίσης, αλλά και στη στοχοποίηση των μελών του ανωτέρω πολιτικού κόμματος από τους αποσχιστές.
Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων μόνο (αφού τα μόνο έγγραφα που προσκόμισε αφορούσαν την εκπαίδευση/φοίτηση της) διαπιστώνω ότι αυτή δεν τεκμηριώνεται σε σχέση με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό της. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[2], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα της εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε για κάθε ένα ξεχωριστά από τα περιστατικά που ισχυρίστηκε ότι έζησε, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια. Ούτε υπέβαλε οποιαδήποτε υποστηρικτικά έγγραφα για ενίσχυση του ισχυρισμού της, ειδικά σε σχέση με την πολιτική παράταξη που αναφέρει ότι ανήκει. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Θα αναμενόταν για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, στο οποίο στηρίζεται ο πυρήνας του αιτήματος της να είναι περιγραφική, αναλυτική και σταθερή στις απαντήσεις της, να είναι σε θέση να παρουσιάσει χρονική συνάφεια και επαρκή περιγραφή του αφηγήματος της. Η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας της στο σύνολό τους. Δεν προκύπτει, επομένως, να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας της ως επίσης και εκτενείς παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής, τα οποία ως αμφισβητήθηκαν κατά την δικαστική διαδικασία από τον συνήγορο της δεν ήτο ικανά να ανατρέψουν την αρνητική εικόνα που παρουσιάστηκε από την Αιτήτρια κατά την διαδικασία της συνέντευξης. Οι δε αναφορές του συνηγόρου της Αιτήτριας περί λανθασμένης καταγραφής από τον λειτουργό στο όνομα Social Democratic Fund και όχι αυτού που ανέφερε η Αιτήτρια ήτοι Social Democratic Front και/ή ότι έγινε παρανόηση κατά την καταγραφή δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές (οι Γραπτές Αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο προσκόμισης μαρτυρικού υλικού, ούτε τα σημεία που υποδείχθηκαν επί του πρακτικού της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών της. Η θέση του δε ότι ο λειτουργός-εξεταστής έχει προβεί σε αυθαίρετα συμπεράσματα χωρίς να θέσει συγκεκριμένα ερωτήματα επί του ζητήματος της κομματικής παράταξης της Αιτήτριας, επίσης απορρίπτεται. Επισημαίνεται, επί τούτου, ότι ναι μεν αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[3], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[4]. Συνεπώς, από τα στοιχεία που τέθηκαν τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και του Δικαστηρίου η Αιτήτρια απέτυχε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής της, υπάρχει κίνδυνος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα υποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση στοχεύει ειδικά Αγγλόφωνους για σύλληψη, παρενόχληση ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποκλειστικά και μόνο επειδή προέρχονται από τις εν λόγω περιοχές του Καμερούν ή/και είναι Αγγλόφωνοι[5].
Ούτε η περίπτωση της εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτήν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός κατά την νομική ανάλυση και/ή κατά την υπαγωγή των προσωπικών δεδομένων της Αιτήτριας και των αποδεκτών της ισχυρισμών (σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του δικηγόρου της) εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε (και έγιναν αποδεκτοί) τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[6] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός εξέτασε σε συνάρτηση με τη περιοχή της καταλήγοντας ότι κατά την έννοια του Άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας 95/11/ΕΕ, δηλαδή λόγω ύπαρξης σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ότι δεν θα υποστεί προσωπικά σοβαρή και/ή προσωπική απειλή λόγω της επιστροφής της στη συγκεκριμένη περιοχή. Εξάλλου, η ύπαρξη «ένοπλης σύρραξης» στο έδαφος μιας χώρας ή μιας περιοχής της ή διάφορων περιοχών της, αν και αναγκαία, δεν είναι επαρκής προϋπόθεση από μόνη της για παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[7], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[8], σκέψεις 30 και 31), λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ, το αίτημα της Αιτήτριας που δεν τεκμηριώθηκε (και/ή κρίθηκε αναξιόπιστη σε σχέση με προσωπική εμπλοκή/δίωξη) δεν εγείρονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι μπορεί να τύχει συμπληρωματικής προστασίας (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31). Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων του αιτήματος της Αιτήτριας από τον λειτουργό στο μέρος της έκθεσης/εισήγησης και/ή αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής σε συνάρτηση με την περιοχή της όπου γίνεται παράθεση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας και/ή εκτενής καταγραφή εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Από δε αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου επιβεβαιώνονται τα ευρήματα του λειτουργού ήτοι για το υψηλό αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικά στην περιοχή της[9]. Σημειώνεται, όμως, ότι στο συνήθη τόπο διαμονής της Limbe εντοπίζονται μόνο 7 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 7 θανάτους, 4 περιστατικά βίας κατά αμάχων (24 θάνατοι) και 1 περιστατικό εξέγερσης, χωρίς κάποια απώλεια[10] με πληθυσμό της επαρχίας Littoral να καταγράφεται στους 1,553,300 κατοίκους, ενώ στη Limbe στους 84,223 κατοίκους σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το 2015 και 2005 αντίστοιχα.[11] Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν υψηλοί αριθμοί περιστατικών ασφαλείας στον τόπο συνήθους και τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας και/ή δεν υφίστανται εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί προσωπικά σοβαρή και προσωπική απειλή κατά την επιστροφή της αλλά ούτε τo προφίλ της παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευαλωτότητας ή σημεία ευπάθειας, καθώς πρόκειται για ενήλικο πρόσωπο, με υψηλό προφίλ μόρφωσης, ικανότητα να εργαστεί, να έχει πρόσβαση σε μέσα αυτοσυντήρησης και ύπαρξης οικογενειακών δεσμών στη χώρα καταγωγής. Υπό τύπο σχολίου, αναφέρεται ότι υπάρχουν και εναλλακτικές περιοχές επιστροφής της Αιτήτριας καθότι αυτή έχει διαβιώσει στη Kumba – Nguti του Νοτιοδυτικού Καμερούν, στο Jakiri Βορειοδυτικό Καμερούν, τα τέκνα της διαμένουν στη Limbe με το θείο της, η μητέρα της διαμένει στο Nguti, ενώ διαθέτει συγγενείς και στη Buea, ο δε πατέρας του δεύτερου τέκνου της, με τον όποιο διατηρεί επικοινωνία, διαμένει στο γαλλόφωνο τμήμα του Καμερούν, χωρίς – όμως – να έχει προσδιορίσει το μέρος.
Η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 13, 13Α και 18 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της και κατά τη συνέντευξη της έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές της περιστάσεις. Δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου όπως επίσης και διευκρινιστικές για να μπορεί η ενδιαφερόμενη να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες της, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις της επαρκώς το αίτημα της. Ούτε μπορεί να γίνουν αποδεκτοί οι γενικοί ισχυρισμοί περί μη επαρκούς μνήμης της Αιτήτριας λόγω καθυστέρησης εξέτασης της αίτησης ή λόγω ψυχολογικών παραγόντων – ούτε αυτό μπορεί να τεκμηριωθεί μέσω γενικών τοποθετήσεων στις Γραπτές Αγορεύσεις αλλά ούτε προκύπτει οτιδήποτε επί τούτου μέσω των στοιχείων του φακέλου της Αιτήτριας.
Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1300 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Η Ambazonia, εναλλακτικά η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Αμβαζονίας» ή «Κράτος της Αμβαζονίας» είναι μια πολιτική οντότητα που ανακηρύχθηκε από αγγλόφωνους αυτονομιστές που επιδιώκουν την ανεξαρτησία από το Καμερούν – Βλέπε επίσης σχετικά United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 20, 45, June 2020, , επιπλέον, COI QUERY, EASO, 29/06/ 21, Forced recruitment by separatist groups, self-declared as Ambazonians, in the Anglophone regions, επίσης UK Home Office, Country Policy and Information Note Cameroon: North-West/South-West crisis, Version 2.0, December 2020,
[2] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009.
[3] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)
[4] Άρθρο 16 & 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
[5] Country Policy and Information Note Cameroon: Anglophones, έκδοση 2.0, Δεκέμβριος 2020
[6] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας
[7]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie
[8]Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides
[9] https://acleddata.com/explorer/ Βάσει στοιχείων από το ACLED, για την περίοδο 02/03/24 με 28/02/25 στο Νοτιοδυτικό τμήμα του Καμερούν σημειώθηκαν 762 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 733 θανάτους. Σε αυτά περιλαμβάνονται 450 περιστατικά βίας κατά αμάχων (147 θάνατοι), 272 μάχες (565 θάνατοι), 25 περιστατικά εξεγέρσεων (5 θάνατοι), και 15 περιστατικά εκρήξεων απομακρυσμένης βίας (16 θάνατοι).
[10] Acled Explorer, Africa, Cameroon, Sud Quest, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/
[11] City Population, Africa, Cameroon, Sud Quest, διαθέσιμο σε: hhttps://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο