
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 2140/24
31 Μαρτίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.E.G ,από τη Λιβερία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Γ. Αιβαζίδης (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Ν. Νικολάου(κος) για Ν.Κωσταντίνου (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
O Αιτητής παρών. Παρούσα και η Ζ. Αγαπίου (κα) για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντιστρόφως.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 15/05/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 7/06/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000, είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λιβερίας και στις 15/10/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών στις 29/9/2021. Στις 04/04/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 29/04/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Στις 15/05/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Στις 7/06/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή. Στις 14/06/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Από την πλευρά τους οι Καθ’ων η Αίτηση υπεραμύνονται της προσβαλλόμενης απόφασης. Αρχικά, αναφέρουν ότι ο Αιτητής δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του δυνάμει του Άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, και με αναφορά στην εισηγητική έκθεση του αρμοδίου λειτουργού και τις υποδείξεις περί αναξιοπιστίας του Αιτητή, προωθεί τα συμπεράσματα περί έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Περαιτέρω, με αναφορά στη Γραπτή Αγόρευση του Αιτητή, οι Καθ’ων η Αίτηση διατείνουν ότι ο Αιτητής προβαίνει απλώς σε μια αόριστη παράθεση κάποιων εκ των λόγων ακύρωσης, χωρίς όμως να προκύπτει κάποιο μεμπτό σημείο όσον αφορά τις πράξεις των Καθ’ ων η Αίτηση. Τέλος, οι Καθ’ ων η αίτηση διατείνουν ότι η έρευνα που έγινε ήταν η δέουσα και η κατάληξη περί μη αναγνώρισης του Αιτητή σε οποιοδήποτε από τα καθεστώτα διεθνούς προστασίας ήταν ορθή και δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση, παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου του Αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56»
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Κατά την καταγραφή της αίτησης του για διεθνή προστασίας ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της συνεχούς πίεσης των γονιών του και των αρχηγών του χωριού να γίνει μέλος μιας παραδοσιακής κοινωνίας ονόματι ‘’Poro’’, κάτι που ήταν εναντίον της μουσουλμανικής θρησκείας του. Οι πρακτικές της κοινωνίας ‘’Poro’’ περιλαμβάνουν αρκετές παραδοσιακές τελετές που προκαλούν πνευματικές διαταραχές και σωματική κακοποίηση. Κατά τη συνέντευξη και ειδικότερα στην ελεύθερή του αφήγηση, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ανήκει σε μια παραδοσιακή φυλή που κάνει βουντού και ότι υπάρχουν ξεχωριστές κοινωνίες για τους άντρες και για τις γυναίκες. Η κοινωνία που ανήκουν οι άντρες λέγεται Poro, ενώ η κοινωνία που ανήκουν οι γυναίκες λέγεται Sande. Αυτές οι δύο κοινωνίες κάνουν βουντού και άλλες τελετές μαγείας, κάποιες από τις οποίες είναι καλές, αλλά οι περισσότερες από αυτές έχουν αρνητικές συνέπειες και μπορούν να προκαλέσουν μεγάλο κακό, όπως ψυχολογικές επιπτώσεις. Για παράδειγμα, για τους άντρες χρησιμοποιούν μια λεπίδα για να κάνουν σημάδια στο σώμα τους, που είναι πολύ επίπονο γιατί πρέπει να γίνουν 50-60 σημάδια στο κάθε σώμα. Ενώ οι γυναίκες πρέπει να υποστούν ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων (Female Genital Mutilation-FGM). Δήλωσε ότι κάποιος πρέπει να είσαι μέλος στην Poro κοινωνία περίπου δύο χρόνια για να φτάσει στην εφηβεία και ότι η κοινωνία αυτή τον διδάσκει πώς να συντηρεί την οικογένειά του.
Ο αιτητής πρόσθεσε ότι ζούσε με τη γιαγιά του στην Paynesville και επειδή εκείνη ήταν πολύ θρησκόληπτη, και ότι επέμενε να γίνει ο ίδιος μέλος της κοινωνίας Poro, λέγοντάς του ότι πρέπει να τελειώσει το σχολείο πρώτα και μετά να εισέλθει στην κοινωνία Poro. Όμως οι γονείς του ήθελαν ο Αιτητής να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro πριν τελειώσει το σχολείο και επέμεναν ως προς αυτό. Ο Αιτητής δήλωσε ότι παρατηρούσε ότι πολλά μέλη της κοινωνίας Poro αποκτούσαν ψυχολογικά προβλήματα εξαιτίας των τελετών που έπρεπε να υποστούν. Επανέλαβε πως ο πατέρας του τον πίεζε να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro. Ισχυρίστηκε πως η κοινωνία Poro έχει ένα σύστημα που ονομάζεται ‘’το κάλεσμα’’, το οποίο σημαίνει ότι αν κάποιος συνεχίσει να αντιστέκεται, θα τον βρουν και θα τον αναγκάσουν να γίνει μέλος της κοινωνίας αυτής .Ισχυρίστηκε πως η γιαγιά του ήταν πολύ θρησκευόμενη του Ισλάμ και αν γινόταν μέλος της κοινωνίας Poro, θα ήταν εναντίον των θρησκευτικών της πεποιθήσεων. Δύο αδερφοί του αιτητή έχουν γίνει μέλη της κοινωνίας Poro, ενώ ο μικρότερος αδερφός του δεν έχει γίνει ακόμα μέλος λόγω ανωριμότητας. Ένας φίλος του που σπούδαζε στο βόρειο μέρος της Κύπρου, είπε στον Αιτητή ότι μπορούσε να βγάλει μια φοιτητική VISA και να έρθει στην Κύπρο
Κληθείς να διευκρινίσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη Λιβερία, ο Αιτητής απάντησε ότι θα τον εξαναγκάσουν να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro.
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός διαμόρφωσε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι
(α) Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή.
(β) Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά τον εξαναγκασμό του Αιτητή από τους γονείς του και τους ηγέτες του χωριού να γίνει μέλος της παραδοσιακής κοινωνίας Poro και να εφαρμόζει τις πρακτικές της
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς κρίθηκε αποδεκτός. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής κατέθεσε πρωτότυπο διαβατήριο από τη χώρα καταγωγής του, ενώ απάντησε με ακρίβεια στα ερωτήματα που του τέθηκαν.
Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, ο λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν κατάφερε να παράσχει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τον τρόπο που του ζητήθηκε να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro. Δεδομένου ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του Aιτητή, κάποιος γίνεται μέλος της κοινωνίας Poro όταν φτάσει στην εφηβεία, αναμένεται ευλόγως από τον Αιτητής να είναι σε θέση να παραθέσει με σαφήνεια και λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος κατάφερε να αποφύγει να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro μέχρι την ηλικία των 21 ετών που έφυγε από τη Λιβερία.
Περαιτέρω, ο Aιτητής κλήθηκε να προσδιορίσει αυτούς που πίεσαν τον πατέρα του για να γίνει ο ίδιος μέλος της κοινωνίας Poro, χωρίς όμως να είναι σε θέση να παράσχει σαφή και συγκεκριμένη απάντηση.
Στη συνέχεια, ερωτηθείς να περιγράψει τί συνέβη μετά την άρνησή του να γίνει μέλος στην κοινωνία Poro, ο Αιτητής ανέφερε με γενικό και αόριστο τρόπο ότι μετά το περιστατικό αυτό ρήξης με τους γονείς του, τον θείο του και τους ηλικιωμένους του χωριού, έφυγε από το σπίτι του και τη δουλειά του θείου του και πήγε να μείνει σε έναν φίλο του, γιατί η οικογένειά του σταμάτησε να τον βοηθάει. Ερωτηθείς να περιγράψει πιο αναλυτικά την πίεση που ασκήθηκε προς τον πατέρα του από τους ηλικιωμένους του χωριού ώστε να γίνει ο ίδιος μέλος της κοινωνίας Poro, ο Αιτητής ανέφερε με αόριστο τρόπο και χωρίς να παράσχει λεπτομέρειες, ότι οι ηλικιωμένοι του χωριού εμφανίζονταν στο εργοστάσιο ξυλείας του θείου του μαζί με τους γονείς του και του επέμεναν να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro επειδή είχε φτάσει στην κατάλληλη ηλικία, προσθέτοντας ότι «δεν σε αρπάζουν , αλλά γίνονται πολύ επίμονοι». Κληθείς να περιγράψει το περιστατικό κατά το οποίο οι ηλικιωμένοι του χωριού πήγαν να τον συναντήσουν στο εργοστάσιο ξυλείας του θείου του όπου δούλευε, ο Αιτητής συνέχισε να παράσχει γενικόλογες και μη επαρκώς λεπτομερείς απαντήσεις, χωρίς να είναι σε θέση να περιγράψει το περιστατικό αυτό ως βιωματικό , Ανάφερε επιγραμματικά πως τον κάλεσαν να κατεβεί κάτω, ο θείος του δεν ήταν καθόλου θρησκευόμενος άνθρωπος και δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στους ηλικιωμένους του χωριού όπως η γιαγιά του και συμφώνησε ότι πρέπει να μυηθεί στη κοινωνίας Poro. Επειδή ζούσε με τον θείο του δεν μπορούσε να του αρνηθεί , με αποτέλεσμα την ίδια μέρα να εγκαταλείψει το σπίτι του θείου του.
Ερωτηθείς ο Aιτητής να παράσχει λεπτομέρειες για τη συνάντηση που είχαν οι ηλικιωμένοι του χωριού με τον θείο του, άπλα ανέφερε πως παρόντες ήταν και οι γονείς του χωρίς να είναι σε θέση να παράσχει λεπτομερείς πληροφορίες. Ο Αιτητής ήταν γενικόλογος και μη συγκεκριμένος στις δηλώσεις του, χωρίς να παράσχει λεπτομέρειες στις εξηγήσεις του σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να αποφύγει να μυηθεί στην κοινωνία Poro ή πώς να αναπτύξει ούτε την ένταση ούτε τη συχνότητα της πίεσης που δέχτηκε από τους ηλικιωμένους του χωριού για να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro. Το εύρημα αυτό ενισχύεται ακόμα περισσότερο, καθώς ο Αιτητής ρωτήθηκε ξανά να παραθέσει τον τρόπο με τον οποίο απέφυγε να γίνει μέλος της Poro κοινωνίας, ισχυρίστηκε πως η μύηση στη κοινωνία Poro πρέπει να γίνει όσο ακόμα λογοδοτεί κάποιος στους γονείς του, δηλαδή μέχρις την ηλικία των 24-25 ετών. Ισχυρίστηκε πως ο ίδιος αν και ζούσα με τη γιαγιά του, οι γονείς του τον συντηρούσαν οικονομικά και είχαν επιρροή πάνω του. Ωστόσο σε άλλο σημείο της συνέντευξης του ανάφερε ότι εργαζόταν στο θείο του και είχε την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψει χωρίς την βοήθεια των γονέων του και ότι διέμενε με κάποιο φίλο του για 4-5 μήνες πριν εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ,αντιφάσεις η οποίες δεν μπορεί να μην ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του. Περαιτέρω η αξιοπιστία του Αιτητή κλονίζεται περαιτέρω λαμβάνοντα υπόψη πως η γιαγιά του αντιστεκόταν στην μύηση του στην κοινωνία καθότι βαθιά θρησκευόμενη μουσουλμάνα και ο ίδιος είναι μουσουλμάνος ο οποίος αντιστεκόταν λόγω του ότι οι τελετουργίες της ενλόγω κοινωνίας ερχόταν σε αντίθεση με τα θρησκευτικές του πεποιθήσεις κατά συνέπεια και της γιαγίας του η οποία ωστόσο δεν είχε ένσταση η μύηση του να γίνει σε μεταγενέστερο χρόνο ήτοι μετά την αποφοίτηση του από το σχολείο .
Συγκεκριμένα , ερωτηθείς να περιγράψει τί συνέβη μετά την άρνησή του να γίνει μέλος στην κοινωνία Poro, ο Αιτητής ανέφερε με γενικό και αόριστο τρόπο ότι μετά το περιστατικό αυτό ρήξης με τους γονείς του, τον θείο του και τους ηλικιωμένους του χωριού, έφυγε από το σπίτι του και τη δουλειά του θείου του και πήγε να μείνει σε έναν φίλο του, γιατί η οικογένειά του σταμάτησε να τον βοηθάει οικονομικά και ότι μετά από 4-5 μήνες εγκατέλειψε τη χώρα του. Επιπλέον, οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με την πίεση που του ασκήθηκε να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro ήταν μη συνεκτικές, καθώς αφενός δήλωσε ότι οι γονείς του και οι ηλικιωμένοι του χωριού χωρίς να του ασκήσουν σωματική βία ωστόσο επέμεναν πολύ να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro. Στη συνέχεια ανέφερε ότι δεν είχε επικοινωνία με την οικογένειά του κατά το χρονικό διάστημα που έμενε στο σπίτι του φίλου του, αλλά επικοινωνούσε μόνο με τον μεγαλύτερο αδερφό του Mohammed, ο οποίος δεν ενημέρωσε τους γονείς του πού βρισκόταν ο Αιτητής. Όταν ο Αιτητής κλήθηκε να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίον ο αδερφός του τον προστάτευε, ο Αιτητής δήλωσε χωρίς να είναι σε θέση να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες, ότι δεν έχει σημασία αν παρέχεται προστασία, σε κάποιον, καθότι οι ηλικιωμένοι του χωριού μπορούν να εντοπίσουν μέσω του βουντού οποιοδήποτε ψάχνουν και να τον πάρουν.
Ερωτηθείς στη συνέχεια να εξηγήσει με λεπτομέρειες πότε οι δύο αδερφοί του έπρεπε να ασπαστούν τις τελετουργίες της κοινωνίας Poro, ο Αιτητής απάντησε με αόριστο και ασαφή τρόπο ότι ‘’όταν ξεκίνησε η πίεση από τους ηλικιωμένους του χωριού και εκείνοι εμφανίστηκαν στη δουλειά του θείου του με τους γονείς του, ο μεγαλύτερος αδερφός του τού είπε ότι υπήρχαν και θετικές πτυχές των τελετουργιών της κοινωνίας Poro καθότι διδάσκουν τα μέλη τους πώς να φροντίζουν την οικογένειά τους Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι τον πληροφόρησε ότι σημαδεύεται το μέλος με την πρώτη πληγή μετά από έξι μήνες. Επιπλέον, ο αδερφός του τον πληροφόρησε ότι πρέπει να περάσει μια περίοδο νηστείας και σκληρής δουλειάς, ώστε να γίνει άντρας. Ο Αιτητής ρωτήθηκε ξανά αν είχε μιλήσει με τον δεύτερο αδερφό του, Sekou, για τις εμπειρίες του στην Poro κοινωνία, χωρίς όμως να είναι σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες και επαρκείς απαντήσεις, αναφέροντας ότι δεν μίλησε ποτέ με τον αδερφό του Sekou για τις εμπειρίες του, και δεν ήταν δυνατόν να μιλήσει για αυτές μαζί του γιατί δεν είχε την πνευματική επάρκεια να του εξηγήσει. Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να δώσει πληροφορίες για τις τελετουργίες που έκαναν τα αδέρφια του για να μυηθούν στη κοινωνία Poro. Αναμένεται ευλόγως από τον Αιτητή να γνωρίζει και να είναι σε θέση περιγράψει με λεπτομέρειες τις τελετουργίες αυτές που πέρασαν τα αδέρφια του για να γίνουν μέλη της Poro κοινωνίας, δεδομένου ότι αυτές αποτελούν παράδοση στη Λιβερία και όπως ισχυρίστηκε επρόκειτο να λάβει μέρος και ο ίδιος σε αυτές, αλλά κατάφερε να τις αποφύγει.
Επιπλέον, οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με την πίεση που του ασκήθηκε να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro ήταν μη συνεκτικές, καθώς αφενός δήλωσε ότι οι γονείς του και οι ηλικιωμένοι του χωριού επέμεναν πολύ να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro, ενώ στη συνέχεια ανέφερε ότι δεν ήταν σε επαφή με την οικογένειά του κατά το χρονικό διάστημα που έμενε στο σπίτι του φίλου του, χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσει με ποιον τρόπο οι γονείς του και οι ηλικιωμένοι του χωριού του επέμεναν να γίνει μέλος της κοινωνίας Poro, συμβάλλοντας καταλυτικά στην απόφασή του να εγκαταλείψει τη Λιβερία.
Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του Αιτητή σε σχέση με την κοινωνία Poro στη Λιβερία. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι από τους ισχυρισμούς του Αιτητή συμπίπτουν με τις σχετικές πληροφορίες, ο ισχυρισμός δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός εξαιτίας της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στις δηλώσεις του Αιτητή.
Στα πλαίσια της κατ΄ ουσίαν εξέτασης του Δικαστήριο σε έρευνα του σχετικά με επίσημες πηγές πληροφόρησης εντόπισε πως ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA) αναφορικά με τη μυστική κοινωνία Poro, αναφέρει ότι, σύμφωνα με μια έκθεση του 2015 της Αποστολής των Ηνωμένων Εθνών στη Λιβερία (MINUL), οι κοινωνίες Poro και Sande θεωρούνται «οι φύλακες της εμπιστοσύνης της κουλτούρας σε μεγάλο μέρος της Λιβερίας και είναι παρούσες στην περιοχή εδώ και αιώνες». Αυτές οι κοινωνίες θεωρούνται ότι μεταδίδουν αξίες και δεξιότητες που ευνοούν «την κοινοτική αρμονία». Εισάγουν τα παιδιά στην ενηλικίωση. Αναφέροντας την Ύπατη Αρμοστεία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (HCDH), ο EUAA σημειώνει ότι, εν απουσία εκπαιδευτικών δομών, αυτές οι κοινωνίες παρείχαν εκπαίδευση στους νέους ενήλικες και διαδραμάτισαν ρόλο στη μετάδοση παραδοσιακών γνώσεων. Ο EUAA αναφέρει επίσης πληροφορίες από την εφημερίδα New Dawn, σύμφωνα με την οποία αυτές οι κοινωνίες «διαχειρίζονται σχολεία του δάσους όπου τα κορίτσια και τα αγόρια ηλικίας τριών έως πέντε ετών διδάσκονται θέματα ζωής, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων πολέμου». Μεταξύ των μαθημάτων που διδάσκονται στα αγόρια περιλαμβάνονται το κυνήγι, η γεωργία, η φροντίδα και η υπεράσπιση της οικογένειας. Για τα κορίτσια, τα μαθήματα περιλαμβάνουν τη μαγειρική, τη φροντίδα των μελλοντικών συζύγων, των μωρών και των μελών της οικογένειας (EUAA, 28 Μαΐου 2024). Σύμφωνα με τον EUAA, ο οποίος αναφέρει την έκθεση του 2015 της MINUL, οι πρακτικές και οι δραστηριότητες των μυστικών κοινωνιών θεωρούνται ιερές και τα μέλη δεν μπορούν να τις συζητούν ανοιχτά. Η παρακολούθηση αυτών των πρακτικών από μη μέλη θεωρείται «παράβαση του ιερού χαρακτήρα αυτών των πρακτικών» (EUAA, 28 Μαΐου 2024). [1]
Με βάση τα ανωτέρω και δεδομένου ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε ασάφειες, και έλλειψη επαρκών πληροφοριών, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Εν συνεχεία ο λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Μονρόβια της Λιβερίας. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν αποδεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό του δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 και στο άρθρο 1Α2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Ο λειτουργός, στη συνέχεια, προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη Λιβερία, δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Λιβερία, στην οποία ο Αιτητής αναμένεται να επιστρέψει, δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης αλλά ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία.
Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό, ως εκ τούτου ο δεύτερος ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολο του ως μη αξιόπιστος.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην Έκθεση-Εισήγηση, αξιολόγησε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Όταν ο αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (δέστε υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας)
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του Αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Ο Αιτητής ερωτηθείς κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του να επιβεβαιώσει ότι ενόσω βρισκόταν στη Λιβερία δεν του έχει συμβεί οτιδήποτε απάντησε θετικά και επιβεβαίωσε πως δεν είχε υποστεί οτιδήποτε .
Κατά την διάρκεια της συνέντευξης δεν γίνεται επίκληση κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο οιωνδήποτε κρίσιμων στοιχείων και περιστατικών από τα οποία να μπορεί να τεκμηριωθεί κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο η συνδρομή πραγματικού, προσωπικού και ενεστώτος κινδύνου.
Επιπρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων του προφίλ του Αιτητή και των προσωπικών του περιστάσεων, δεν προκύπτει περίπτωση υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού ο κίνδυνος που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής κατά την επιστροφή του στη Λιβερία δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης (σύμφωνα και με το άρθρο 15(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), ή πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας για τον Αιτητή (σύμφωνα και με το άρθρο 15(β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ).
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619 όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της Οδηγίας[2], ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο». Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, και η κατάσταση ασφάλειας τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 17/03/2024 - 17/03/2025, η ACLED ανέφερε συνολικά 12περιστατικά ασφαλείας (ταραχές) που σημειώθηκαν στην επαρχία Μοντσεράντο, στη Λιβερία, τα οποία οδήγησαν σε συνολικά 5 θύματα. Από τα αναφερόμενα περιστατικά, κανένα δεν αφορούσε μάχες ή βία κατά των πολιτών και κανένα δεν περιλάμβανε εκρήξεις/τηλεκατευθυνόμενη βία)[3].
Ο πληθυσμός της Monrovia το 2025 εκτιμάται ότι είναι περίπου 1794,650[4].
Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.
Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής μορφωμένος και ικανός προς εργασία με υποστηρικτικό περιβάλλον(τον αδελφό του). Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Libéria: les sociétés secretes, Berne, le 6 août 2024, available on: https://www.ecoi.net/en/file/local/2114935/240806_LIB_societes_secretes.pdf, πρόσβαση 24/03/2025
[2] λ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/cases,ECHR,4e09d29d2.html, ): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115).»
[3] ACLED, Dashboard, <https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard>, [accessed on 24/03/2025].
[4] https://worldpopulationreview.com/cities/liberia/monrovia
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο