
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
06 Μαρτίου 2025
[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.U. εκ Νιγηρία
Αιτητής
-και-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
....................
Τζ. Μπετίτο (κος) για ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ, Δικηγόροι για τον Αιτητή
Ι. Καλλίγερος (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση
Ο Αιτητής είναι παρόν.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 31/05/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 19/06/2023, και με την οποίαν έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 24/06/2021, παραλαμβάνοντας στις 02/07/2021 τη σχετική βεβαίωση υποβολής του εν λόγω αιτήματός του. Ακολούθως, στις 29/05/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της EUAA. Στις 31/05/2023, ο εν λόγω λειτουργός συνέταξε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την αίτηση και τη συνέντευξη του Αιτητή. Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 31/05/2023, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 19/06/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον ίδιο αυθημερόν. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής δια μέσου των συνηγόρων του παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή και πλήρη αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Με τη Γραπτή του Αγόρευση προωθεί ως λόγους ακύρωσης της επίδικης πράξης: (1) τη μη επαρκή έρευνα και συνεπώς την πλάνη περί τα πράγματα κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, (2) την ελλιπή και/ή εσφαλμένη αιτιολογία, και (3) ότι ακολουθήθηκε εσφαλμένη διοικητική διαδικασία κατά παράβαση των άρθρων 13Α και 18 του περί Προσφύγων Νόμου, ως επίσης, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της ακρόασης. Ωστόσο, κατά την αγόρευσή τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι συνήγοροι του Αιτητή απέσυραν όλους τους πιο πάνω λόγους ακυρώσεως, πλην της ανεπαρκούς έρευνας.
Από την πλευρά τους, οι Καθ΄ ων η Αίτηση δια της γραπτής τους αγόρευσης, υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας και της κανονικότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εκ του Νόμου παρεχόμενων εξουσιών τους, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι οι συνήγοροι του Αιτητή, παρόλο που επικαλούνται διάφορους λόγους ακυρώσεως στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, εν τέλει οι λόγοι αυτοί δεν αναπτύσσονται στην ολότητά τους εντός της γραπτής τους αγόρευσης για τον Αιτητή. Περαιτέρω παρατηρώ ότι, οι εν λόγω ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής εν πολλοίς δεν αιτιολογούνται ή εξειδικεύονται και τα θέματα που εγείρονται στη γραπτή του αγόρευση εγείρονται με γενικότητα και αοριστία, πλην του ισχυρισμού περί μη επαρκούς έρευνας από τους Καθ’ ων η Αίτηση, που αφορά και στο μοναδικό ισχυρισμό που εν τέλει προώθησαν οι συνήγοροί του κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διαδικασία.
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλουν οι συνήγοροι του Αιτητή περί μη επαρκούς έρευνας, σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc). Επομένως, προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή και αιτιολογημένη.
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345) JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αρ. 128/2008 ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η Αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού της EUAA, αλλά και όπως διαφαίνονται από το διοικητικό φάκελο και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας από τη Νιγηρία, με τόπο καταγωγής το Umu Numu, στην τοπική διοικητική περιοχή Ehime – Mbano της πολιτείας Imo, που αποτελεί και τον τόπο συνήθους διαμονής του στη χώρα του.
Κατά την καταγραφή του στα πλαίσια υποβολής της αίτησής του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω θανάσιμης απειλής από μέλη της οικογένειας του και συγγενείς, αναφέροντας επίσης ότι, κατόπιν που πέθαναν οι γονείς και τα αδέλφια του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα όταν ο ίδιος ήταν στην ηλικία των 12 ετών, έκτοτε ο θείος του κατάφερε να κατασχέσει όλη την ιδιοκτησία του πατέρα του και του αρνήθηκε πρόσβαση στην εν λόγω περιουσία, ενώ πλέον αφού ο ίδιος μεγάλωσε και ξεκίνησε να κάνει ενέργειες ώστε να διεκδικήσει ξανά την περιουσία του πατέρα του, άρχισε να λαμβάνει θανάσιμες απειλές από τον θείο του. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι υπέστη ξυλοδαρμό από συμμορίες γνωστών και αγνώστων ατόμων αρκετές φορές και επίσης γλύτωσε αρκετές φορές από τροχαία ατυχήματα, που πιστεύει ότι κάτι παρόμοιο έγινε και στην περίπτωση του αυτοκινητιστικού δυστυχήματος όταν πέθαναν οι γονείς του, αφού η οικογένεια από όπου ο ίδιος προέρχεται έχει άτομα καταχθόνια, ενώ στη χώρα του η ζωή του βρισκόταν σε σοβαρό κίνδυνο και επίσης ο ίδιος πέρασε μεγάλο συναισθηματικό τραύμα και αρκετό πόνο. [βλ. ερ. 2 δ.φ.]
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, o Αιτητής ανέφερε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε ιατρικά προβλήματα (βλ. ερ. 39 δ.φ.) και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, δήλωσε ότι ανήκει στην εθνοτική φυλή Igbo και ότι είναι Χριστιανός (βλ. ερ. 38/1Χ δ.φ.). Αναφορικά με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής ανέφερε ότι ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και σταμάτησε στο δεύτερο έτος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα καταγωγής του (βλ. ερ. 37/1Χ δ.φ.). Ομιλεί αγγλικά και τη διάλεκτο Igbo (βλ. ερ. 37/1Χ δ.φ.) και στη χώρα του είχαν μαζί με τον συνεταίρο του ένα κουρείο, που αποτελούσε και την εργασιακή ενασχόληση του στη χώρα του, από τότε που σταμάτησε το σχολείο μέχρι που έφυγε από τη χώρα του, ως επίσης δήλωσε (βλ. ερ. 37/2Χ δ.φ.). Όσον αφορά τον τόπο καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στο χωριό Umu Numu της πολιτείας Imo, που ήταν και ο τόπος συνήθους διαμονής του μέχρι να φύγει από τη χώρα του (βλ. ερ. 36/1Χ δ.φ.). Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε μονήρης και χωρίς εξαρτώμενα, ενώ αναφορικά με το οικογενειακό του περιβάλλον, ανέφερε ότι δεν έχει αδέλφια και ότι οι γονείς του πέθαναν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και αυτό ήταν που τον έκανε να σταματήσει το σχολείο κατά τη δευτεροβάθμια του εκπαίδευση, ενώ έπειτα τον ανέλαβε ο αδελφός της μητέρας του και επίσης στη χώρα του έχει και έναν φίλο του, ως είπε (βλ. ερ. 35/1Χ δ.φ.). Αναφορικά με το ταξίδι του, δήλωσε ότι έφυγε νόμιμα από τη χώρα του με το διαβατήριο του, περί τα τέλη Μαρτίου του 2021 (βλ. ερ. 34/1Χ δ.φ.). Ως επίσης ανέφερε, τον βοήθησε με τα ταξιδιωτικά του έγγραφα ο αδελφός της μητέρας του, που πλήρωσε επίσης τα έξοδα για το ταξίδι του, εφόσον είχε υποσχεθεί στη μητέρα του ότι θα τον προστάτευε, ως δήλωσε (βλ. ερ. 33/1Χ δ.φ.).
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ανέφερε ότι ο μοναδικός αδελφός που είχε ο πατέρας του, κατόπιν που πέθανε ο τελευταίος, ήθελε να πάρει όλη την περιουσία του, ενώ ο ίδιος όταν μεγάλωσε τον αντιμετώπισε, προσπαθώντας να τον εμποδίσει να πάρει τα όσα ο πατέρας του είχε δημιουργήσει, ωστόσο, ο εν λόγω θείος του (ως ισχυρίστηκε) ήθελε να τον ξεφορτωθεί και ο ίδιος δεχόταν απειλές, ενώ (ως επίσης ισχυρίστηκε) ο εν λόγω θείος του είχε πληρώσει κάποια άγνωστα άτομα που του επιτέθηκαν και τον κτύπησαν σε αρκετές περιπτώσεις. Ο Αιτητής κατέφυγε, ως είπε, στο οικογενειακό σπίτι της πλευράς της μητέρας του για προστασία, όμως δεν ήταν πολύ μακριά και ήταν εύκολο να φτάσουν στον ίδιο, και στο σημείο αυτό, η καλύτερη λύση για τον ίδιο ήταν να πάει κάπου εκτός της χώρας όπου θα έχει ασφάλεια, ως αποφάσισε ο θείος του από την πλευρά της μητέρας του. [βλ. ερ. 32/1Χ δ.φ.]
Ακολούθως, σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του έγιναν, ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι έφυγε από τη χώρα του εξαιτίας ζητημάτων με τη κτηματική διαφορά που είχε με τον θείο του από την πλευρά του πατέρα του και ως προς το περιστατικό που τον έκανε να αποφασίσει να φύγει τη δεδομένη στιγμή, επικαλέστηκε τη διαμάχη που εξελίχτηκε με τον εν λόγω θείο του όταν ο ίδιος προσπάθησε να υπερασπιστεί την περιουσία του πατέρα του, όταν (κατ’ ισχυρισμό) εκείνος πλήρωσε άτομα για να του επιτεθούν, όπου κατά το τελευταίο περιστατικό που έγινε τον Δεκέμβριο του 2020, άγνωστη ομάδα ατόμων επιτέθηκαν μια νύχτα στο κουρείο του και κτύπησαν τον ίδιο, ενώ κατέστρεψαν επίσης τον εξοπλισμό του κουρείου, εικάζοντας ο Αιτητής ότι ήταν άτομα ομάδας λατρείας (cult) που έστειλε ο θείος του για να τον σκοτώσουν και έπειτα να αναφέρει στην αστυνομία ότι ο ίδιος ήταν ένας από αυτούς [βλ. ερ. 32/2Χ και 31/1Χ δ.φ.]
Στη συνέχεια, κληθείς να αναφέρει τι πιστεύει πως θα μπορούσε να συμβεί στον ίδιο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι στο παρόν στάδιο κινδυνεύει η ζωή του, ωστόσο, εφόσον μελλοντικά ελπίζει πως θα είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, τότε θα μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του καλύτερα, επικαλούμενος ότι στην Αφρική υπάρχει διαφθορά και ο θείος του χρησιμοποιεί τα χρήματα και την επιρροή του για να αποτρέψει τον ίδιο να προσφύγει στη δικαιοσύνη, ενώ μελλοντικά ελπίζει ότι θα έχει οικονομική σταθερότητα και θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τον εν λόγω θείο του στα δικαστήρια και με κάθε μέσο, ώστε να δικαιωθεί. Ερωτηθείς κατά πόσο έγινε οτιδήποτε κατόπιν που έφυγε από τη χώρα του ώστε να πιστεύει ότι κινδυνεύει ακόμη, ο Αιτητής δήλωσε πως ο εν λόγω θείος του δεν γνωρίζει που βρίσκεται ο ίδιος, ούτε ο ίδιος γνωρίζει τι συμβαίνει με την περιουσία του πατέρα του, ισχυριζόμενος ότι ο θείος του από την πλευρά της μητέρας του έχει τα σχετικά έγγραφα της περιουσίας, ενώ ως επίσης ανέφερε, η ζωή είναι πιο σημαντική και πολύτιμη για τον ίδιο παρά η εν λόγω περιουσία. [βλ. ερ. 31/1Χ δ.φ.]
Ως επίσης δήλωσε, το εν λόγω ζήτημα με τις απειλές που δεχόταν είχε οδηγηθεί στην αστυνομία της χώρας του, ωστόσο δεν υπήρξε κάποια κατάληξη, λόγω του ότι ο εν λόγω θείος του δέκαζε τους αστυνομικούς (ως ο ίδιος ισχυρίστηκε), ωστόσο ως ο ίδιος ανέφερε, ο θείος του από την πλευρά της μητέρας του θα μπορούσε να τον προστατεύει από τις απειλές που δεχόταν στη χώρα του (βλ. 30/1Χ δ.φ.). Ως επιπλέον ανέφερε ο Αιτητής, οι γονείς του πέθαναν εντός του 2005, ενώ οι απειλές κατά της ζωής του ξεκίνησαν το 2017 και συνεχίστηκαν κατά τα έτη 2019 και 2020 (ως ισχυρίστηκε), με το πρώτο περιστατικό να συμβαίνει στη φάρμα του πατέρα του εντός του 2017, όπου αρχικά ο αδελφός του πατέρα του είπε στον ίδιο ότι η εν λόγω γη του ανήκει και δεν επιτρέπεται να βρίσκεται εκεί, ενώ έπειτα μια ομάδα νεαρών επιτέθηκαν και κτύπησαν τον ίδιο και τους βοηθούς του στη φάρμα, ωστόσο, κατάφεραν να διαφύγουν και ο ίδιος εν τέλει κατέφυγε στον αδελφό της μητέρας του, ο οποίος είχε αναφέρει το εν λόγω περιστατικό στην αστυνομία και του είπαν πως θα το διερευνούσαν, όμως δεν υπήρξε κάποια άλλη ενημέρωση έκτοτε (βλ. ερ. 29/1Χ δ.φ.). Ανέφερε επίσης πως παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είναι ο νόμιμος κληρονόμος της εν λόγω γης και τα κάποια από τα κτηματικά έγγραφα τα έχει ο αδελφός της μητέρας του, εντούτοις, καθότι ο αδελφός του πατέρα του δεν αποδέχτηκε ότι ανήκει στον ίδιο η περιουσία και την διεκδικούσε, ο ίδιος δεν μπορούσε να την εκμεταλλευτεί λόγω τούτου του ζητήματος και για την εν λόγω διαφορά, μόνο το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει, ως δήλωσε, ωστόσο, ο ίδιος δεν είχε αποταθεί σε δικηγόρο και σκοπεύει να πράξει τούτο όταν επιστρέψει στη χώρα του (βλ. ερ. 28/1Χ δ.φ.). Ο Αιτητής ισχυρίστηκε επίσης ότι ο εν λόγω θείος του, τον απείλησε (λεκτικά) συνολικά επτά φορές (βλ. ερ. 28/1Χ δ.φ.), καθώς και ότι είχε δεχθεί επίθεση από ομάδες αγνώστων σε τέσσερεις περιπτώσεις, όπου και κατάφερνε κάθε φορά να διαφύγει και να καταφύγει στον αδελφό της μητέρας του (βλ. ερ. 27/1Χ δ.φ.).
Καταληκτικά, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν θα μπορούσε να πάει σε κάποια άλλη πόλη στη χώρα του για να ζήσει, αφού ο αδελφός του πατέρα του είναι πολιτικός και ανήκει σε συγκεκριμένο κόμμα (το οποίο κατονόμασε), άρα θα μπορούσε να τον εντοπίσει και να καταφέρει αυτό που θέλει (βλ. ερ. 26/1Χ δ.φ.). Τέλος, δήλωσε ότι μελλοντικά θα μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα του και να ζήσει σε μια άλλη πόλη εκεί, ωστόσο στο παρόν στάδιο δεν επιθυμεί να πράξει τούτο καθότι ακόμη φοβάται να επιστρέψει στη χώρα του (βλ. ερ. 25 δ.φ.).
Στη συνεχεία, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση, ο λειτουργός της EUAA διέκρινε δυο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από τις δηλώσεις και το αφήγημα του Αιτητή (βλ. ερ. 67 δ.φ.). O πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, ιστορικό και χώρα καταγωγής του Αιτητή και κρίθηκε ως αποδεκτός, εφόσον διαπιστώθηκε ότι στοιχειοθετείται τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των σχετικών δηλώσεών του (βλ. ερ. 67-66 δ.φ.).
Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, που αφορούσε τις κατ’ ισχυρισμό απειλές που δεχόταν ο Αιτητής από τον θείο του εξαιτίας μιας διαφοράς/διαμάχης για κληρονομική περιουσία, δεν έγινε αποδεκτός (βλ. ερ. 66-64 δ.φ.). Ειδικότερα, σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία των εν λόγω ισχυρισμών του, o λειτουργός της EUAA διέκρινε ότι το αφήγημα του Αιτητή σχετικά με τις απειλές που λάμβανε και τις επιθέσεις που δέχθηκε εξαιτίας του θείου του, λόγω κτηματικής διαμάχης, περιείχε ασάφειες και αρκετές ασυνέπειες (βλ. ερ. 66-65 δ.φ.). Συγκεκριμένα, ως κατέγραψε ο εν λόγω λειτουργός, κατόπιν του αφηγήματός του, τέθηκαν αρκετές ερωτήσεις στον Αιτητή, ωστόσο ο ίδιος αποκρίθηκε με ασυνέπειες, ενώ το αφήγημά του στερείτο λεπτομέρειας. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής με συγκεχυμένο τρόπο προσπάθησε να προσδιορίσει τις ημερομηνίες σημαντικών γεγονότων (όπως το έτος που πέθαναν οι γονείς του) και των κατ’ ισχυρισμό περιστατικών που επικαλέστηκε (ήτοι το πότε ξεκίνησαν), ενώ (εν τέλει) κατόπιν ορισμένων διευκρινιστικών ερωτήσεων, κατάφερε να δώσει συγκεκριμένες ημερομηνίες (βλ. ερ. 30/1Χ και 29/1Χ δ.φ.). Επιπλέον, αποκρίθηκε με ασυναρτησίες όταν κλήθηκε να αναφέρει κατά πόσο ο ίδιος ήταν ο νόμιμος κληρονόμος της εν λόγω περιουσίας του πατέρα του, με διαδοχικές εναλλαγές στις απαντήσεις του (βλ. ερ. 29/1Χ και 28/1Χ δ.φ.). Κληθείς να δώσει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις απειλές που λάμβανε, ο Αιτητής αποκρίθηκε με γενικότητες, αναφέροντας ότι απειλήθηκε λεκτικά 7 φορές καθώς και ότι σε 4 περιπτώσεις τον κτύπησαν άγνωστα άτομα που τα είχε στείλει ο θείος του, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα εν λόγω περιστατικά, ούτε να αναφερθεί σε αυτά χρονολογικά (βλ. ερ. 28/1Χ και 27/1Χ δ.φ.). Επίσης, ως ο ίδιος δήλωσε, πέραν του πρώτου περιστατικού, ουδέποτε έπειτα προέβηκε σε κάποια αναφορά στην αστυνομία, παρά μόνο κατέφευγε στον αδελφό της μητέρας του (ερ. 27/1Χ δ.φ.). Επιπρόσθετα, όταν ρωτήθηκε σχετικά, δεν ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες για το πως γνώριζε ότι τα εν λόγω άτομα που του επιτέθηκαν είχαν σταλεί από μέρους του θείου του, παρά μόνο, ως προκύπτει από την απάντηση που έδωσε, ήταν μια λογική εικασία του ιδίου από τις απειλές που λάμβανε από τον θείο του (βλ. ερ. 28/1Χ δ.φ.). Καταληκτικά, ο λειτουργός της EUAA σημείωσε ότι, όταν ο Αιτητής κλήθηκε να σχολιάσει το γεγονός ότι δεν του συνέβη οτιδήποτε όλα αυτά τα χρόνια, αποκρίθηκε αναφέροντας ότι ο θείος του είναι άπληστος και εμπλέκεται με πολιτικούς και κόμματα (βλ. ερ. 26/1Χ δ.φ.). Συνάμα, παρατήρησε ότι ο Αιτητής δήλωσε επίσης πως έχασε την επαφή με τον θείο του (αδελφό της μητέρας του), στον οποίο και είχε αφήσει τα έγγραφα της περιουσίας του πατέρα του, ώστε να μπορεί να γνωρίζει για τις εξελίξεις και τι απέγινε με το θέμα (βλ. ερ. 27/1Χ δ.φ.). Τέλος, σημείωσε ότι, εν τέλει αυτό που ένοιαζε τον ίδιο ήταν να προστατεύσει τη ζωή του και να αποκτήσει οικονομική σταθερότητα ώστε να διεκδικήσει την περιουσία του πατέρα του (βλ. ερ. 31/1Χ και 26/1Χ δ.φ.).
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός της EUAA σημείωσε ότι πηγές πληροφόρησης για τη Νιγηρία αναφέρουν πως οι κτηματικές διαφορές είναι κοινό φαινόμενο στη χώρα και επιφέρουν προβλήματα σε άτομα και κοινότητες (βλ. ερ. 52-51 και 50 δ.φ.). Ωστόσο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρά τις πιο πάνω αναφορές σε πηγές πληροφόρησης από όπου προκύπτει ότι στη Νιγηρία υπάρχουν κτηματικές διαφορές, δεδομένου ότι το αφήγημα του Αιτητή κρίθηκε ως εξαιρετικά ασυνεπές, η εσωτερική του αξιοπιστία δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Ως αποτέλεσμα, ο εν λόγω ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή (που αφορούσε τις κατ’ ισχυρισμό απειλές που δεχόταν από τον θείο του εξαιτίας μιας διαφοράς/διαμάχης για κληρονομική περιουσία), έτυχε απόρριψης. [βλ. ερ. 65-64 δ.φ.]
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο λειτουργός της EUAA διαπίστωσε ότι, με βάση τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ και τον τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή στη χώρα του (πολιτεία Imo), καθώς και λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω πολιτεία, από τα περιστατικά ασφαλείας που καταγράφηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης (βλ. ερ. 54-53 δ.φ.), δεν υπήρχε εύλογος βαθμός πιθανότητας να γίνει αποδεκτό ότι, σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του και στον τόπο διαμονής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. [βλ. ερ. 64 δ.φ.]
Κατά τη νομική ανάλυση, ο λειτουργός της EUAA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, και ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς (βλ. ερ. 63 δ.φ.). Ακολούθως, εξετάζοντας τη δυνατότητα να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο εν λόγω λειτουργός διαπίστωσε ότι με βάση τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας όπου αναμένεται να επιστρέψει (βλ. ερ. 58-57 και 56-55 δ.φ.), δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη υπό τις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου, και ως εκ τούτου, κρίθηκε πως ούτε εμπίπτει στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (βλ. ερ. 62 δ.φ.).
Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί]: «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».
Συναφώς, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012, η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε «δύο αυτοτελή στάδια», όπου το πρώτο στάδιο «αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως», ενώ το δεύτερο στάδιο «αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας». Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά ως προς την ύπαρξη μελλοντικής δίωξης.[1]
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού της EUAA όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή, ως αυτοί παρουσιάστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής και τόπου συνήθους διαμονής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι ότι ο Αιτητής κατάγεται από το Umu Numu, στην τοπική διοικητική περιοχή Ehime – Mbano της πολιτείας Imo (που αποτελεί και τον τόπο συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής) και είναι Νιγηριανός υπήκοος.
Ομοίως, αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, περί κατ’ ισχυρισμό απειλών που δεχόταν ο Αιτητής από τον θείο του εξαιτίας μιας διαφοράς/διαμάχης για κληρονομική περιουσία, επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ιδιαίτερα περί της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή.
Σχετικά με την ιδιωτικής φύσεως διαφορά/διαμάχη του Αιτητή με τον θείο του, παρατηρώ ότι οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις του λειτουργού ήταν γενικές, αόριστες και χωρίς λεπτομέρεια ή ευλογοφάνεια, ενώ δε, το αφήγημά του περί απειλών εναντίον του και περί κινδύνου του ιδίου, από εντεταλμένες από τον εν λόγω θείο του (εγκληματικές) ομάδες αγνώστων ατόμων, στερείτο ευλογοφάνειας, εξειδίκευσης και εμπεριείχε ασάφειες, αντιφάσεις και ασυνέπειες. Ειδικότερα, παρατηρούνται τα εξής:
Καταρχάς, ουδόλως αναφέρθηκε ο Αιτητής και ούτε προκύπτει (ως εύλογα θα αναμενόταν) το οτιδήποτε σχετικά με το παρελθόν του πατέρα του και τη σχέση με τον αδελφό του (ήτοι το θείο του Αιτητή), ούτε δε, υπέδειξε οτιδήποτε (αλλά ούτε και καταδεικνύεται/προκύπτει κάτι τέτοιο από λεγόμενά του – βλ. 30/1Χ δ.φ.) που θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο του εν λόγω θείου του για να πάρει την περιουσία του αδελφού του και πατέρα του Αιτητή, λαμβανομένου υπόψη ότι ήταν αδέλφια. Η διασύνδεση δε, που ο Αιτητής επικαλείται, μεταξύ των περιστατικών που ανέφερε ότι έγιναν εναντίον του και του θείου του (αδελφού του πατέρα του), βασίζεται ως φαίνεται σε δικές του (ατεκμηρίωτες) εικασίες (βλ. ερ. 32/2Χ, 31/1Χ, 29/1Χ και 28/1Χ δ.φ.). Εξάλλου δε, αφού ο ίδιος εικάζεται ότι ο θείος του είχε χρήματα και εξαγόρασε άτομα για να του κάνουν κακό (βλ. ερ. 32/1Χ δ.φ.), καθώς και ότι είχε επιρροή ώστε να αποτρέψει την προσφυγή του ιδίου στα δικαστήρια (βλ. ερ. 31/1Χ δ.φ.), τότε δεν διαφαίνεται να υπήρχε κάποιος εύλογος λόγος που να ήθελε την περιουσία του αδελφού του και πατέρα του Αιτητή (ο Αιτητής δε, έδωσε μια πολύ γενική και αόριστη αιτιολογία περί απληστίας και καταπίεσης ως τα κίνητρα του εν λόγω θείου του – βλ. ερ. 26/1Χ δ.φ.), ενώ δε, κατ’ επέκταση ο θείος του θα μπορούσε αφού είχε χρήματα και επιρροή να εξαγοράσει/οικειοποιηθεί την εν λόγω περιουσία, παρά να χρησιμοποιήσει την (κατ’ ισχυρισμό) ισχύ του για τη διαμάχη του με τον Αιτητή. Πέραν τούτου, προκύπτει αντίφαση στα λεγόμενα του Αιτητή και συγκεκριμένα στους αρχικούς ισχυρισμούς του, περί του ότι ήταν δύσκολο να προβεί σε καταγγελία ώστε να συλληφθούν τα άτομα που του επιτέθηκαν στο κουρείο του επειδή ήταν άγνωστοι (βλ. ερ. 32/2Χ δ.φ.), ενώ έπειτα επικαλέστηκε πως ήταν πληρωμένα μέλη ομάδας λατρείας (cult) που έστειλε ο θείος του (βλ. ερ. 32/2Χ και 31/1Χ δ.φ.) και μετέπειτα, ανέφερε ότι το εν λόγω περιστατικό είχε οδηγηθεί στην αστυνομία αλλά δεν έγινε κάτι (βλ. ερ. 30/1Χ δ.φ.). Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται ότι ως ο Αιτητής αρχικά δήλωσε, το κουρείο του συνέχισε να λειτουργεί και κατόπιν που ο ίδιος έφυγε από τη χώρα του, ενώ αργότερα το έκλεισε ο συνέταιρος του εκεί (βλ. ερ. 36 δ.φ.). Επιπλέον, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα λεγόμενά του, περί του ότι ο εν λόγω θείος του είχε πάρει στην κατοχή του όλη την ακίνητη περιουσία που ανήκε στον πατέρα του κατόπιν που πέθανε (ως αρχικά δήλωσε ο Αιτητής – βλ. ερ. 30/1Χ δ.φ.) και ενώ έπειτα (χωρίς συνέπεια), ο Αιτητής ανέφερε ότι ο εν λόγω θείος του δεν αποδέχτηκε ότι του ανήκει η περιουσία και την διεκδικούσε (βλ. ερ. 28/1Χ δ.φ.), ο ίδιος ως εξάλλου είχε εξαρχής δηλώσει (βλ. ερ. 36 δ.φ.) αλλά και ως επίσης διευκρίνισε έπειτα (βλ. ερ. 27/1Χ δ.φ.), ζούσε στο πατρικό του σπίτι μόνος του (πλησίον από την οικία του εν λόγω θείου του), όπου και διέμενε για 6 έτη μέχρι να φύγει από τη χώρα του, χωρίς δε, να του συμβεί οτιδήποτε εκεί.
Περαιτέρω δε, παρατηρείται ότι σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αιτητή, η εν λόγω κτηματική διαφορά ξεκίνησε από τον θείο του (αδελφό του πατέρα του) κατόπιν του θανάτου του πατέρα του Αιτητή, ήτοι εντός του 2005 (βλ. ερ. 29/1Χ δ.φ.), ενώ έκτοτε και κατά το έτος 2017 φέρεται να ξεκίνησε μια κτηματική διαμάχη μεταξύ του Αιτητή και του εν λόγω θείου του, οπότε και άρχισε ο ίδιος να δέχεται απειλές για τη ζωή του, που συνεχίστηκαν κατά τα έτη 2019 και 2020, με το πρώτο περιστατικό να συμβαίνει στη φάρμα του πατέρα του εντός του 2017 (βλ. ερ. 29/1Χ δ.φ.) ενώ το τελευταίο έλαβε χώρα στο κουρείο του ιδίου κατά τον Δεκέμβριο του 2020 (βλ. ερ. 32/2Χ δ.φ.). Ωστόσο και παρά τις (κατ’ ισχυρισμό) συνεχιζόμενες απειλές που δέχθηκε ο Αιτητής και τα περιστατικά βίας εναντίον του, κατά την πιο πάνω χρονική περίοδο (ήτοι μεταξύ του 2017 και του 2020), ο ίδιος εν τέλει έφυγε από τη χώρα του περί τα τέλη Μαρτίου του 2021 (βλ. ερ. 34/1Χ δ.φ.), κατόπιν (μάλιστα) παρότρυνσης και βοήθειας από τον αδελφό της μητέρας του (βλ. ερ. 33/1Χ και ερ. 32/1Χ δ.φ.), στον οποίο (εξάλλου) ο ίδιος κατέφευγε για υποστήριξη (βλ. ερ. 32/1Χ και 29/1Χ δ.φ.) και ο οποίος, ως προκύπτει, τον είχε υπό την προστασία του όλο αυτό τον καιρό (βλ. ερ. 33/1Χ, 30/1Χ και 26/1Χ δ.φ.).
Γενικότερα δε, από τις απαντήσεις του Αιτητή σε σχετικά ερωτήματα αναφορικά με τις ενέργειες που έκανε για την εν λόγω περιουσία του πατέρα του, διαπιστώνεται ότι με ασυνέπεια (ως προκύπτει), αρχικά υπέδειξε βούληση για να διατηρήσει/διεκδικήσει την περιουσία του πατέρα του, ωστόσο δε, όταν ήταν στη χώρα του, ο Αιτητής βασιζόταν αποκλειστικά στον αδελφό της μητέρας του (στον οποίο και κατέφευγε για προστασία όποτε γινόταν κάτι, λόγω φόβου, όπως είπε), αλλά και επίσης, χωρίς εύλογη αλληλουχία/συνοχή, προσδιόρισε μια άλλη ιδεολογία, περί του ότι μια μέρα θα επιστρέψει στη χώρα του και θα συνεχίσει από το σημείο όπου έφυγε, αναμένοντας ότι η εν λόγω περιουσία θα υπάρχει όταν επιστρέψει εκεί. Ανακόλουθα δε και σε εναλλαγή με τα πιο πάνω, δήλωσε (επίσης) ότι η ζωή του αποτελούσε κάτι πιο πολύτιμο και προτεραιότητα του ήταν να την προστατεύσει, παρά ο ίδιος να υπερασπιστεί την εν λόγω περιουσία του και να κινδυνεύσει η ζωή του. [βλ. ερ. 27/1Χ και 26/1Χ δ.φ.]
Εκ των ανωτέρω, φρονώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με σαφήνεια, ευλογοφάνεια και ειλικρίνεια τη γενεσιουργό αίτια ή φόβο δίωξης που αποτέλεσε στην ουσία και το λόγο που στη συνέχεια τον ώθησε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ως εκ τούτου, ορθώς είχε απορριφθεί ο εν λόγω ισχυρισμός του ως εσωτερικά αναξιόπιστος. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής ουδόλως κατάφερε να υποστηρίξει με ικανοποιητική σαφήνεια και επαρκή λεπτομέρεια τους ισχυρισμούς του, ώστε με ευλογοφάνεια να αποδείξει ότι αντιμετωπίζει δίωξη ή κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη στη χώρα καταγωγής του, λόγω περιουσιακής διαφοράς με τον θείο του.
Επιπλέον, λαμβάνω υπόψη μου τα όσα αναφέρονται επί του άρθρου 18(3)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, όσον αφορά στο ότι η αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και τη συνεκτίμηση για «την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο, και η ηλικία». Συναφώς, σημειώνεται ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε οποιαδήποτε ευαλωτότητα ή και προβλήματα υγείας, είναι ενήλικας με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο και ως εκ τούτου, είναι εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του με σαφήνεια και αληθοφάνεια και κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικά περιστατικά
Επομένως, η γενικότητα και ασάφεια στις απαντήσεις του, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, αλλά και οι αντιφάσεις και ανακολουθίες στις οποίες υπέπεσε ο Αιτητής, ως εύλογα προκύπτουν από την ανωτέρω ανάλυση, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης που να απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό του. Παρατηρείται δε, ότι ο Αιτητής επικαλείται γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς περί κινδύνου για τη ζωή του, χωρίς την απαραίτητη εξειδίκευση, ενώ φαίνεται να απουσιάζει πλήρως το βιωματικό και προσωπικό στοιχείο. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, η αόριστη επίκληση κινδύνου χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, δεν θεμελιώνει βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση του ΔΔΔΠ στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Γενικότερα, από τα όσα ανέφερε ο Αιτητής, δεν προκύπτει ότι αυτός εμπίπτει στην κατηγορία του πρόσφυγα (βλ. συναφώς, άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου), ούτε δε, ότι υπέστη βλάβη στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής ουδόλως ήταν σε θέση να τεκμηριώσει λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, που ενδεχομένως να συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη (βλ. συναφώς, άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου), ειδικά σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Ούτε δε, ο Αιτητής προσδιόρισε (εξάλλου) κάποιο λόγο δίωξης (βλ. συναφώς, άρθρο 3Δ του περί Προσφύγων Νόμου), που μάλιστα να συσχετίζεται με την κατ’ ισχυρισμό δίωξή του από τον θείο του στη χώρα του (βλ. συναφώς, άρθρο 3Γ(3) του περί Προσφύγων Νόμου).
Κατά τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο φέρει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4(5)(ε) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/EE, αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αληθοφάνεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία των Η.Ε. για τους Πρόσφυγες έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο της EASO με τίτλο «Δικαστική Ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (2018)», αναφέρεται στη σελ.98, ενότητα 4.5.3 ότι: «Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του πιο πάνω εγχειριδίου, αναφέρεται ότι: «Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται η αίτηση διεθνούς προστασίας να είναι τεκμηριωμένη και να περιλαμβάνει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη ‘λυσιτελών στοιχείων’.».
Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξής του από το θείο του, ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και ασαφειών, οι οποίες εντοπίστηκαν τόσο στη συνέντευξή του όσο και κατά την ενώπιον μου διαδικασία. Αυτό δε το εμπόδιο, αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Βεβαίως, ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ναι μεν τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλόμενων από τον Αιτητή ουσιωδών ισχυρισμών και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφασή τους, όμως στην περίπτωση που δεν έχουν προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοίκησης, ουσιώδεις, υπό την ανωτέρω έννοια, ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου.
Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή το «ευεργέτημα της αμφιβολίας»[2], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο «νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ’ αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος»[3]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας δικαστικής διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης του στη χώρα καταγωγής. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρία είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι ένα αίτημα για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και με σαφήνεια και επαρκή λεπτομέρεια, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της εν λόγω αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του.
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[4]. Επίσης, ο λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα στη συνεκτίμηση των προσωπικών του περιστάσεων, καθώς και σε έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, ως προνοείται στο άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παράλληλα, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα όσα παρέθεσε ο Αιτητής, συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13Α(9) του Περί Προσφύγων Νόμου). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρούνται ελλείψεις πληροφοριών και ευλογοφάνειας, ως επίσης έλλειψη σαφήνειας και συνέπειας στις δηλώσεις του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.
Εξάλλου, ούτε από άλλα στοιχεία που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο Αιτητής τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου των συνηγόρων του, προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να κινδυνεύει, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης στη χώρας καταγωγής του[5], αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο[6].
Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του Αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του Αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4, παράγραφος 3, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
Σε έρευνα (για λόγους πληρότητας) του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τους ως άνω ισχυρισμούς του Αιτητή και τα όσα προβάλλει, καταρχάς, από πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα από τις αναφορές που υπάρχουν σε (ετήσια) έκθεση για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νιγηρία για το έτος 2023[7], δεν φαίνεται να προκύπτει ενδεχόμενο δυσμενούς μεταχείρισής του (με βάση και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του) σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.
Ειδικότερα δε, ως προς τα θέματα κληρονομιάς, περιουσίας και κτηματικής διαφοράς στη Νιγηρία, από πηγές πληροφόρησης προκύπτουν τα εξής:
Κατά τα έτη 2022-2023, στη Νιγηρία καταγράφηκαν αντιπαραθέσεις, λόγω κτηματικών διαφορών, ανταγωνισμού εξαιτίας της μείωσης των πόρων καθώς και εθνοτικών εντάσεων, μεταξύ κτηνοτρόφων Fulani με τους αγρότες κυρίως στις βόρειες περιοχές της χώρας, καθώς και μεταξύ κοινοτήτων, μεταξύ άλλων και στις νότιες περιοχές της χώρας (χωρίς ωστόσο, να προκύπτουν αναφορές συγκεκριμένα για την πολιτεία Imo).[8] Στην ίδια πηγή, αναφέρεται επίσης, ως προς την κρατική προστασία, ότι: «Οι παραδοσιακοί μηχανισμοί επίλυσης συγκρούσεων για κτηματικές διαφορές ‘έχουν αποδυναμωθεί και η εμπιστοσύνη στις αρχές είναι χαμηλή λόγω της εκτεταμένης αδράνειας και της αντιληπτής μεροληψίας’. Σύμφωνα με αρκετές τοπικές ειδησεογραφικές πηγές, η αστυνομία ή οι δυνάμεις ασφαλείας αναπτύχθηκαν στις περιοχές που επλήγησαν από τη βία που προέκυψε από διαμάχες γης και μεσολάβησαν για την αποκατάσταση της ομαλότητας.» (χωρίς ωστόσο και πάλι, να προκύπτουν αναφορές συγκεκριμένα για την πολιτεία Imo).[9]
Από πληροφορίες που καταγράφονται σε άλλη πηγή, προκύπτει ότι στη Νιγηρία «το εθιμικό δίκαιο διαφέρει μεταξύ των κοινοτήτων» και «ακόμη και μεταξύ των αστικών περιοχών, οι εθιμικοί νόμοι συνεχίζουν να ‘επικρατούν’ στο σύστημα κατοχής γης».[10] Από πληροφορίες που επίσης καταγράφονται στην ίδια πηγή, προκύπτει ότι «το κληρονομικό δίκαιο είναι διαφορετικό σε κάθε πολιτεία, αλλά τα ‘πλείστα’ είναι ‘παρόμοια στη φύση’», ενώ «η κληρονομιά ‘γενικά’ διέπεται από το εθιμικό ή καταστατικό δίκαιο».[11] Ως επίσης αναφέρεται συγκεκριμένα στην πιο πάνω πηγή: «…μετά το θάνατο ενός ιδιοκτήτη γης, οι προσωπικοί εκπρόσωποι αυτού του ατόμου πριν ασκήσουν έλεγχο ή ιδιοκτησία επί της περιουσίας πρέπει να λάβουν τη Χορήγηση Διαθήκης σε περίπτωση που ο θανών άφησε Διαθήκη ή Χορήγηση Επιστολής Διαχείρισης σε περίπτωση που ο αποθανών πέθανε χωρίς διαθήκη. Η Διαθήκη και η Επιστολή Διαχείρισης είναι οι μόνοι έγκυροι τίτλοι για κάθε περιουσία που άφησε πίσω του ο αποθανών.».[12] Επιπλέον, ως καταγράφεται: «...οι εθιμικοί νόμοι σε όλη τη Νιγηρία ‘χρησιμοποιούνται για την επίλυση διαφορών και τη ρύθμιση της καθημερινής ζωής’, αν και δεν έχουν ενσωματωθεί επίσημα στη νομοθεσία. Πηγές αναφέρουν ότι τα κληρονομικά δικαιώματα σε όλη τη Νιγηρία μπορούν να επηρεαστούν από τους εθιμικούς νόμους και κανόνες και ‘ότι η Νιγηρία έχει περισσότερες από 250 εθνοτικές φυλές [που] σημαίνει ότι το πρότυπο κληρονομικότητας σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο [διαφέρει] ανάλογα με κάθε εθνοτική ομάδα’», ενώ δε: «Στις περισσότερες οικογένειες [Igbo], η περιουσία που άφησαν πίσω τους πατέρες μοιράζεται στα άρρενά παιδιά...».[13]
Πέραν των πιο πάνω, συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο στη Νιγηρία παραθέτει ορισμένες πληροφορίες αναφορικά με τις (διαθέσιμες) νομικές διαδικασίες/βήματα για την επίλυση κτηματικών διαφορών και συνάμα η εν λόγω πηγή αναφέρει τα εξής: «Οι κτηματικές διαφορές είναι συχνές στη Νιγηρία, δεδομένης της πολυπλοκότητας που περιβάλλει την ιδιοκτησία γης, την εφαρμογή του νόμου περί χρήσης γης και την έλλειψη κατάλληλης τεκμηρίωσης. Αυτές οι διαφορές προκύπτουν συχνά μεταξύ οικογενειών, κοινοτήτων, ατόμων, ακόμη και εταιρικών οντοτήτων. Η επίλυση αυτών των διαφορών μπορεί να είναι μια μακρά και προκλητική διαδικασία, αλλά η κατανόηση των διαθέσιμων νομικών οδών είναι ζωτικής σημασίας για την προστασία των συμφερόντων [.] και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων γης.», ενώ ως βασικές αιτίες κτηματικών διαφορών στη Νιγηρία, αναφέρονται (μεταξύ άλλων) και τα κληρονομικά ζητήματα, όπου: «Τα μέλη της οικογένειας συχνά αμφισβητούν τη διανομή της κληρονομικής γης, ειδικά όταν δεν υπάρχει σαφής διαθήκη ή νομική συμφωνία.», ως επίσης, καταγράφεται ότι: «Οι παραδοσιακοί ηγεμόνες, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην επίλυση των κτηματικών διαφορών. Συχνά μεσολαβούν σε διαφορές ανεπίσημα με βάση τους εθιμικούς νόμους και συμφωνίες, οι οποίες μπορεί να είναι ταχύτερα από το δικαστικό σύστημα. Ωστόσο, οι αποφάσεις τους δεν είναι νομικά δεσμευτικές εάν η υπόθεση οδηγηθεί στο δικαστήριο.».[14]
Περαιτέρω, από πληροφορίες σε γενική έκθεση για τη Νιγηρία του 2023, σχετικά (συγκεκριμένα) με τις επιλογές για καταγγελία εγκλήματος, αναφέρεται ότι: «Στη Νιγηρία είναι απαραίτητο να πάει [κάποιος] σε αστυνομικό τμήμα για να αναφέρει ένα έγκλημα. Η αναφορά μπορεί να γίνει προφορικά, με τον αστυνομικό να καταγράφει γραπτώς τις λεπτομέρειες. Στην περίπτωση αυτή, το άτομο που καταγγέλλει το έγκλημα έχει μικρή ή καθόλου επιρροή στον τρόπο διατύπωσης της αναφοράς. Είναι επίσης δυνατό για ένα άτομο να συντάξει την έκθεση αυτοπροσώπως, αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα χρειαστεί γενικά δικηγόρο. Ήταν σύνηθες φαινόμενο ένας αστυνομικός να ζητά χρήματα για να βοηθήσει στην προετοιμασία της αναφοράς. Γενικά, το άτομο που έκανε την αναφορά δεν λάμβανε γραπτή επιβεβαίωση της αναφοράς. Ωστόσο, του δίδεται ένας αριθμός αναφοράς και του λένε ποιος αστυνομικός ήταν υπεύθυνος για την υπόθεση.».[15] Στην ίδια πηγή, σχετικά (συγκεκριμένα) με το χειρισμό των καταγγελιών, αναφέρεται ότι: «Μερικές φορές η αστυνομία ζητούσε χρήματα επειδή οι ίδιοι δεν είχαν τους πόρους, όπως βενζίνη, για να διεξαγάγουν μια έρευνα. Θα μπορούσαν επίσης να ζητηθούν χρήματα προκειμένου να δοθεί προτεραιότητα σε μια συγκεκριμένη έρευνα.».[16]
Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενων υπόψιν των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών (ως έγιναν αποδεκτά) στην περίπτωση του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι οι προσωπικές του περιστάσεις, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης της, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου).
Ειδικότερα δε, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το εκπαιδευτικό και εργασιακό/επαγγελματικό του υπόβαθρο, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας του, καθώς και ότι έχει υποστηρικτικό/συγγενικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του, φρονώ ότι στην περίπτωσή του, δεν υφίστανται λόγοι παραχώρησης διεθνούς προστασίας στον Αιτητή.
Από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα, δεν συντρέχει καμία από τις βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπό του το καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται ο Αιτητής δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1Α, παρ. 2, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε δε, η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται ο Αιτητής εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στο άρθρο 1Α, παρ. 2, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, ήτοι για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει δεν προκύπτει ότι αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν «πράξεις δίωξης», κατά την έννοια του Νόμου.
Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης, ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η Αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενος συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).
Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει ο Αιτητής, το οποίο δίδεται όταν αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, «σοβαρή βλάβη» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του ιδίου Νόμου, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης εκτέλεσης ή θανατικής ποινής, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, ήτοι παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας, ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης (ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε τέτοιες καταστάσεις).
Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει και των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής (βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32) και ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής (βλ. άρθρο 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου).
Συγκεκριμένα, σε πληροφορίες που καταγράφονται σε έγκυρη πηγή, όσον αφορά τη γενικότερη επικρατούσα κατάσταση στην πολιτεία Imo (που εμπίπτει στην ευρύτερη περιοχή South-East) της Νιγηρίας, αναφέρεται γενικότερα ότι το 2023 οι βασικοί φορείς που εμπλέκονταν σε εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή South-East, ήταν αυτονομιστικές παρατάξεις.[17] Επίσης, αναφέρεται η παρουσία αγνώστων οπλοφόρων (‘unknown gunmen’) που συχνά ευθύνονταν για την επιμέρους βία εντός της εν λόγω περιοχής South-East.[18]
Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, ήτοι το γεγονός ότι κατάγεται από Umu Numu της τοπικής διοικητικής περιοχής Ehime – Mbano της πολιτείας Imo της Νιγηρίας (που αποτελεί και τον τόπο συνήθους διαμονής του και άρα την περιοχή επιστροφής του στη χώρα καταγωγής), σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), κατά τη χρονική περίοδο 24/02/2024 έως 21/02/2025, όσον αφορά (συγκεκριμένα) τα περιστατικά επιθέσεων και βίας του όχλου που στόχευαν πολίτες, καταγράφηκαν στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας συνολικά 27 περιστατικά και 56 θάνατοι, ενώ δε, στην περιοχή καταγωγής και διαμονής του Αιτητή στη χώρα του (τοπική διοικητική περιοχή του Ehime – Mbano) δεν καταγράφηκαν οιαδήποτε τέτοια περιστατικά/θάνατοι.[19]
Περαιτέρω, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το «ΔΕΕ)» επεσήμανε σε απόφασή του ότι συνιστούν «[.] μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Επιπλέον, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, εάν οι συγκρούσεις είναι τοπικές ή εκτεταμένες και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ: «ο όρος ‘προσωπική’ πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji – Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009, παρ. 35). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση (παρ. 39) διευκρίνισε ότι: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με την πλατφόρμα του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, «η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Islamic State in West Africa Province (ISWAP)» και επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του ISWAP και της Boko Haram.[20] Σημειώνεται ότι, ως επίσης προκύπτει από τις σχετικές πληροφορίες που υπάρχουν στην ανωτέρω πηγή, οι εν λόγω ένοπλες συρράξεις, δεν εκτείνονται στο τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Imo που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της χώρας.
Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής δήλωσε, ο τόπος όπου αναμένεται να επιστρέψει βρίσκεται στη διοικητική περιοχή Ehime – Mbano της πολιτείας Imo στη Νιγηρία, περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής. Ως εκ τούτου, λαμβάνονται υπόψιν τα δεδομένα ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή, ήτοι την πολιτεία Imo, καθώς και στη συγκεκριμένη περιοχή επιστροφής του Αιτητή (ήτοι στο Ehime – Mbano), όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), κατά τη χρονική περίοδο 24/02/2024 έως 21/02/2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας, συνολικά 116 περιστατικά ασφαλείας και 185 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων, τα 57 αφορούσαν μάχες (με 129 θανάτους), τα 36 ήταν περιστατικά βίας κατά πολιτών (με 53 θανάτους), τα 17 αφορούσαν διαδηλώσεις (χωρίς θανάτους), τα 4 αφορούσαν ταραχές (με 3 θανάτους) και τα υπόλοιπα 2 αφορούσαν περιστατικά εκρήξεων / εξ αποστάσεως βίας (χωρίς θανάτους).[21] Ειδικότερα δε, στο Ehime – Mbano, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή στη Νιγηρία, δεν σημειώθηκαν οποιαδήποτε περιστατικά/θάνατοι κατά την ίδια χρονική περίοδο (24/02/2024 έως 21/02/2025).[22] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Imo ανέρχεται στα 5.459.300 κατοίκους (σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022[23]), ενώ στο Ehime – Mbano ανέρχεται στους 181.500 κατοίκους (σύμφωνα με ανεπίσημη εκτίμηση για το 2022[24]).
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο (σοβαρής και προσωπικής απειλής) εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην εν λόγω περιοχή επιστροφής του. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον εν λόγω κίνδυνο που πιθανό να διατρέξει ο Αιτητής, ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland). Πρόκειται για ενήλικο άτομο, με βασικό μορφωτικό επίπεδο, αυτόνομο, ικανό για εργασία, που δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε θέματα υγείας ή ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό/συγγενικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του (με βάση τα λεγόμενά του) και ο οποίος ζούσε στην περιοχή καταγωγής του (όπου αναμένεται να επιστρέψει) μέχρι που έφυγε από τη χώρα του.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός δεν κατάφερε να αποδείξει ότι «υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως η «σοβαρή βλάβη» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» καθορίζεται στο άρθρο 19(2) του ιδίου Νόμου.
Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η Αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε, το πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή και την εισήγηση του λειτουργού (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ v. Yπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427).
Τέλος, σημειώνεται (συναφώς) ότι σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31/05/2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω αυτός να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας (βλ. σχετική επιφύλαξη στο άρθρο 12Βτρις(6) του περί Προσφύγων Νόμου). Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες του από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135
[2] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[3] Βλ. Άρθρο 13(4) του περί Προσφύγων Νόμου.
[4] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[5] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013, παρ. 76
[6] Άρθρο 3Γ(1) του περί Προσφύγων Νόμου.
[7] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Nigeria, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/nigeria [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[8] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Prevalence of violence due to interpersonal/family land disputes; State protection available, 22 August 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q29_Nigeria_Prevalence_of_violence_land_disputes.pdf, σελ. 3-4 [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[9] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Prevalence of violence due to interpersonal/family land disputes; State protection available, 22 August 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q29_Nigeria_Prevalence_of_violence_land_disputes.pdf, σελ. 4-5 [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[10] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada, Response to Information Request - Nigeria: Land transfers, including land rights, land registration, requirements, and procedures to transfer land, official land transfer documents, and fraud in land transfers; land inheritance, including legislation (2019–February 2022), 11 May 2022, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458592 [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[11] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada, Response to Information Request - Nigeria: Land transfers, including land rights, land registration, requirements, and procedures to transfer land, official land transfer documents, and fraud in land transfers; land inheritance, including legislation (2019–February 2022), 11 May 2022, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458592 [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[12] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada, Response to Information Request - Nigeria: Land transfers, including land rights, land registration, requirements, and procedures to transfer land, official land transfer documents, and fraud in land transfers; land inheritance, including legislation (2019–February 2022), 11 May 2022, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458592 [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[13] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada, Response to Information Request - Nigeria: Land transfers, including land rights, land registration, requirements, and procedures to transfer land, official land transfer documents, and fraud in land transfers; land inheritance, including legislation (2019–February 2022), 11 May 2022, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458592 [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[14] The Trusted Advisors (Nigerian law firm), Resolving Land Disputes in Nigeria: A Comprehensive Guide (Insights, Property Law), Sep 30, 2024, https://trustedadvisorslaw.com/resolving-land-disputes-in-nigeria/?utm_source=mondaq&utm_medium=syndication&utm_content=articleoriginal&utm_campaign=article [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[15] Department for country of origin information reports (The Netherlands), General Country of Origin Information Report Nigeria, January 2023, https://www.government.nl/binaries/government/documenten/directives/2023/01/31/general-country-of-origin-information-report-nigeria-january-2023/Country+of+Origin+Information+Report+Nigeria+January+2023.pdf, σελ. 40-41 [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[16] Department for country of origin information reports (The Netherlands), General Country of Origin Information Report Nigeria, January 2023, https://www.government.nl/binaries/government/documenten/directives/2023/01/31/general-country-of-origin-information-report-nigeria-january-2023/Country+of+Origin+Information+Report+Nigeria+January+2023.pdf, σελ. 40-41 [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[17] EUAA, Country of Origin Information Report: Nigeria – Country Focus, July 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf, σελ. 45 [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[18] EUAA, Country of Origin Information Report: Nigeria – Country Focus, July 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf, σελ. 45 [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[19] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[20] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights: Rule of Law in Armed Conflicts project (RULAC), Non-International Armed Conflicts in Nigeria, Last updated: 2nd March 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[21] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[22] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[23] City Population, Nigeria: States & Agglomerations – States: Imo (Federal State) [Table], 23/08/2022, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
[24] City Population, Nigeria: Administrative Division – Ehime-Mbano (Local Government Area) [Table], 23/08/2022, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/imo/NGA017003__ehime_mbano/ [ημερ. πρόσβασης 28/02/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο