S.S.K. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 2405/2023, 26/3/2025
print
Τίτλος:
S.S.K. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 2405/2023, 26/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

 

Υπoθ. Αρ.: 2405/2023

 

27 Μαρτίου 2025 

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

 

Μεταξύ: 

S.S.K.

Αιτήτρια

 -και- 

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

 

Κ. Σάββα (κα) για Χρ. Λαζάρου Αρτέμη, Δικηγόρος για την Αιτήτρια  

Κ. Μιχαηλίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

[Η Αιτήτρια παρούσα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 12/06/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος Σιέρρα Λεόνε και κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής της, με ημερομηνία έκδοσης την 07/09/2021 και ημερομηνία λήξης την 07/09/2026, η οποία, σύμφωνα με δική της δήλωση, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής στις 04/10/2021 κάνοντας χρήση διαβατηρίου μεταβαίνοντας στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεύθερες περιοχές, υποβάλλοντας στις 15/11/2021 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 28/02/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Αυθημερόν, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας και την 01/03/2023, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου κατόπιν εξέτασης της ενώπιον του υποβληθείσας εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 12/06/2023, παραλήφθηκε από την Αιτήτρια στις 26/06/2023 ούσα μεταφρασμένη σε γλώσσα κατανοητή από την Αιτήτρια, ήτοι την αγγλική.

 

Εμπρόθεσμα η Αιτήτρια με τη συνδρομή συνηγόρου καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως (προσφυγή), η συνήγορος της Αιτήτριας προωθεί γενικά και αόριστα πλήθος λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς ωστόσο αυτοί να εξειδικεύονται και προωθούνται σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Με τη γραπτή της αγόρευση η Αιτήτρια, δια της συνηγόρου της, προωθεί ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης τη μη δέουσα έρευνα εκ μέρους της Υπηρεσίας, καθώς και την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυριζόμενη ότι από το σώμα της απορριπτικής επιστολής εκλείπει η οποιαδήποτε αιτιολόγηση απόρριψης της αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης. Αποτελεί θέση τους ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης, ενώ η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.  Τέλος, ζητούν την απόρριψη του ισχυρισμού περί έλλειψης αιτιολογίας ως ανυπόστατου, επικαλούμενοι το Παράρτημα 4 της Ένστασης, όπου περιέχεται η έγκριση της εισήγησης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, η συνήγορος της Αιτήτριας προωθώντας τη θέση της περί μη δέουσας έρευνας επικαλέστηκε αορίστως έλλειψη επαρκών και ορθών ερωτήσεων κατά τη συνέντευξη, χωρίς ωστόσο να εξειδικεύει τους ισχυρισμούς της, ώστε να δύναται το δικαστήριο να εξετάσει πλήρως και ειδικά τον ισχυρισμό της αυτό.

 

Από τη μεριά τους οι Καθ’ ων υιοθέτησαν το περιεχόμενο της γραπτής τους αγόρευσης, επισημαίνοντας τις αντιφάσεις της Αιτήτριας στις δηλώσεις που προέβη κατά τη συνέντευξη ευαλωτότητας, με αυτές κατά το στάδιο εξέτασης του αιτήματός της για διεθνή προστασία, επικαλούμενοι παράλληλα την ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.

 

Το ίδιο το Δικαστήριο, έχοντας την Αιτήτρια ενώπιον του, έθεσε σε αυτήν ερωτήματα σχετικά με τους ισχυρισμούς της, όπου επανέλαβε ότι η επίθεση από τον θείο της έλαβε χώρα το 2017, αναφέροντας ότι έκτοτε και μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα της το 2021 δεν είχε κάποια επαφή μαζί του, ενώ όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει τον κίνδυνο που διέτρεχε και εγκατέλειψε τη χώρα της, ανέφερε ότι δεν έχει πολλά μέλη στην οικογένειά της και ότι ο μόνος που γνώριζε ήταν ο θείος της.

 

Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που αυτή προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, έχοντας κατά νου και τους εγειρόμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς προς ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Με την αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας των επιθέσεων που δέχονταν κατ’ επανάληψη από το θείο της, με σκοπό να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Αναφέρθηκε δε σε ένα περιστατικό κατά το οποίο ο θείος της επιχείρησε να τη μαχαιρώσει, με την ίδια να διαφεύγει ρίχνοντας πιπέρι στο πρόσωπό του.

 

Στο πλαίσιο της συνέντευξής της και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε υπήκοος Σιέρρα Λεόνε, με τόπο συνήθους διαμονής το Makeni. Μουσουλμάνα, άγαμη, άτεκνη και υγιής. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο δήλωσε ότι έλαβε δέκα χρόνια σχολικής εκπαίδευσης, ενώ οικονομικά συντηρούνταν από το θείο της. Η πατρική της οικογένεια αποτελείται από δύο ετεροθαλή αδέρφια, που διαμένουν στη γενέτειρά της, με τα οποία δε διατηρεί επαφή.  Ο πατέρας της απεβίωσε το 2018 και η μητέρα της το 2019. Το μόνο πρόσωπο που διατηρεί επαφή είναι ο θείος της που διαμένει στη Lungea.

 

Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αναφέρθηκε στις προσπάθειες του θείου της να την εξαναγκάσει σε σεξουαλική επαφή, καθώς και στις απειλές που δεχόταν από αυτόν ότι θα την σκοτώσει αν δε το πράξει, ισχυριζόμενη ότι διέφυγε ρίχνοντας πιπέρι στο πρόσωπό του. Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που τέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό επί των ισχυρισμών της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δέχτηκε πολλές επιθέσεις από τον θείο της ωστόσο η ίδια κατάφερνε να τις αποφύγει, διαφεύγοντας από την οικεία που διέμεναν. Στη συνέχεια δήλωσε ότι όταν ο θείος της αποπειράθηκε για πρώτη φορά να την εξαναγκάσει σε σεξουαλική μαζί του επαφή, εκείνη έφυγε και διέμεινε το βράδυ σε φιλικό της πρόσωπο, επιστρέφοντας την επόμενη μέρα στο σπίτι του θείου της. Έπειτα από μια εβδομάδα δέχτηκε εκ νέου επίθεση, με την ίδια να διαφεύγει από το σπίτι του θείου της, διαμένοντας αυτή τη φορά για δύο εβδομάδες σε φιλικό της πρόσωπο και στη συνεχεία απευθύνθηκε σε έναν φίλο του πατέρα της, ο οποίος τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα της. Ερωτηθείσα για το χρόνο που μετέβη στην οικεία του φίλου της δήλωσε ότι συνέβη το 2020, χωρίς να θυμάται το μήνα, ενώ σχετικά με τυχόν επαφή με τον θείο της μετά την εγκατάλειψη της οικείας του, απάντησε αρνητικά, αναφέροντας εντούτοις ότι σύμφωνα με πρόσωπα της περιοχής της ο τελευταίος επιχείρησε να την εντοπίσει. Ερωτηθείσα για τους λόγους που δεν παρέμεινε στην οικεία του πατρικού της φίλου, δήλωσε πως δεν υπήρχε χώρος, ενώ σχετικά με τη δυνατότητα της να μείνει σε κάποιο άλλο σπίτι, ισχυρίστηκε αρχικά ότι δεν υπήρχε κάποιο άλλο μέρος να μείνει, στη συνεχεία ότι δεν το έψαξε καθώς ο πατρικός φίλος της θα την βοηθούσε να εγκαταλείψει τη χώρα και τέλος αναφέρθηκε στο φόβο της ότι θα δεχόταν επίθεση εκ νέου από το θείο της, δηλώνοντας παράλληλα ότι δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο και δεν θα μπορούσε να βρει εργασία. Σχετικά με τυχόν καταγγελία των συμβάντων στις αρχές της χώρα καταγωγής της, απάντησε αρνητικά, αναφέροντας πως αν το έπραττε θα είχε προστασία, εντούτοις δεν το σκέφτηκε. 

 

Ερωτηθείσα για τυχόν συνέπειες που θα αντιμετωπίσει αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, αναφέρθηκε εκ νέου στην έλλειψη εργασιών και υποστηρικτικού δικτύου, καθώς και στην άγνοια της για το που βρίσκεται ο θείος της. Τέλος, ερωτηθείσα σχετικά με τη διαφοροποίηση των δηλώσεων της μεταξύ της συνέντευξης ευαλωτότητας, όπου δήλωσε ότι μετά την επίθεση από τον θείο της πήγε στην οικεία της θείας της για δυο χρόνια και από εκεί στη πόλη Freetown, όπου συνέχισε τις σπουδές της, η Αιτήτρια δεν απάντησε.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς με βάση τις δηλώσεις της Αιτήτριας. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον συνήθη τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ο δεύτερος την εγκατάλειψη της χώρα της για οικονομικούς λόγους και ο τρίτος την εγκατάλειψη της χώρα της λόγω φόβου δίωξης από τον θείο της.

 

O μεν πρώτος και δεύτερος ισχυρισμός έγιναν αποδεκτοί ως αξιόπιστοι, παραθέτοντας τις σχετικές δηλώσεις της Αιτήτριας και συναξιολογώντας το προσκομισθέν διαβατήριο.

 

Ο τρίτος ισχυρισμός απορρίφθηκε, ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας στις δηλώσεις της. Ειδικότερα, ο αρμόδιος, παραθέτοντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας, τις έκρινε εν συνόλω ανεπαρκείς πληροφοριών, χρονικά ασυνεπείς και ασαφείς. Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε ότι η Αιτήτρια κατά τη διενέργεια της συνέντευξης έκανε χρήση του κινητού της τηλεφώνου, επιχειρώντας να αντιγράψει τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της από φωτογραφία της αίτησης καταγραφής της, καθώς και ότι δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει την αντίφαση των δηλώσεών της μεταξύ της συνέντευξης ευαλωτότητας και της συνέντευξης για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, καταλήγοντας ότι η Αιτήτρια είχε την επιλογή να μείνει σε κάποια άλλη περιοχή στη χώρα καταγωγής της, χωρίς να κινδυνεύει από τον θείο της, ο οποίος μετά το συμβάν δε φαίνεται να την ενόχλησε το οποίο σε συνδυασμό με την αδυναμία της να απαντήσει στις ερωτήσεις που τέθηκαν, καταδεικνύει ότι ο φόβος δίωξής της δεν είναι βάσιμος.

 

Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της, ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη την απουσία προγενέστερης δίωξης της Αιτήτριας, το προσωπικό της προφίλ, ήτοι μιας υγιούς γυναίκας με στοιχειώδη μόρφωση και την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη πόλη Makeni, με απουσία αδιάκριτης βίας λόγω διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, κατέληξε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

 

Ως εκ τούτου, κατά τη νομική ανάλυση, κρίθηκε ότι δεν συντρέχει κίνδυνος δίωξης της Αιτήτριας για έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους δίωξης κατά το άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου (2000 – 2020).

 

Περαιτέρω, κατά την εξέταση παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, κρίθηκε από τους Καθ΄ων η αίτηση ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης του βάσει του άρθρου 19 (2) (α) ή (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικά ως προς την περίπτωση χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19 (2) (γ) κρίθηκε ότι δεν παρατηρούνται συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και συνεπώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.

 

Στη βάση των ανωτέρω διαπιστώσεων, οι Καθ’ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εφόσον με τους προβαλλόμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς δεν θεμελιώθηκαν οι προϋποθέσεις χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου αλλά ούτε συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.  Η Αιτήτρια  έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής της. Η Αιτήτρια  οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση της Αιτήτριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Από το ιστορικό της Αιτήτριας, όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, προέβησαν σε πλήρη και δέουσα έρευνα και αξιολόγησαν το σύνολο των ισχυρισμών της Αιτήτριας. Αξιολογώντας πλήρως τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξή της, σε αντιστοίχιση δε των αποδεκτών ισχυρισμών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, εξήγησαν πλήρως τους λόγους απόρριψης και αποδοχής κάθε ισχυρισμού αλλά και τον λόγο για τον οποίο εν τέλει απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας στο σύνολό της με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να κρίνεται αιτιολογημένη.

 

Προβαίνοντας σε εξ υπαρχής αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας  έχοντας δικαιοδοσία προς τούτο και ειδικά του απορριφθέντα από τους Καθ’ ων η αίτηση ισχυρισμού της Αιτήτριας, περί δίωξης της από τον θείο της, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ακούσει την Αιτήτρια, η οποία ενέμεινε στους ισχυρισμούς της. Ερωτηθείσα ειδικά η Αιτήτρια σχετικά με το χρόνο της τελευταίας εναντίον της επίθεσης από το θείο της, αυτή αναφέρθηκε στο έτος 2017 όταν απεβίωσε ο πατέρα της, διευκρινίζοντας ότι μέχρι και το έτος 2021, που εγκατέλειψε τη χώρα της, δεν συνάντησε ποτέ το θείο της.

 

Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης της Αιτήτριας σε συνδυασμό με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τοποθετήσεις της διαπιστώνω ότι πράγματι η Αιτήτρια προέβη σε γενικές και αόριστες αναφορές, στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας, παράλληλα δε απουσιάζει από αφήγημά της το βιωματικό στοιχείο.  Διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια κλήθηκε ειδικά να αναφερθεί στις κατ’ ισχυρισμό επιθέσεις και απειλές που δέχτηκε από τον θείο της, ωστόσο δεν κατέστη εφικτή η δημιουργία μιας σαφούς εικόνας γύρω από τις συνθήκες υπό τις οποίες φέρεται να δέχθηκε τις εν λόγω επιθέσεις και μάλιστα κατ’ επανάληψη ως ο ισχυρισμός της. Έχοντας κατά νου ότι οι ισχυριζόμενες επιθέσεις και απειλές από το θείο της αποτελούν κομβικό σημείο που ανάγεται στο πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, θα ήταν εύλογο να μπορεί να αναφερθεί σε αυτό με λεπτομέρεια και επαρκείς περιγραφές. Επιπλέον, το γεγονός ότι η ίδια δεν σκέφτηκε να αναζητήσει προστασία στη χώρα της, εφόσον είχε την ευκαιρία να εγκαταλείψει αυτήν με την βοήθεια του πατρικού της φίλου, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, θα της παρείχετο αυτή η προστασία, ως η ίδια ανέφερε καθώς επίσης το γεγονός ότι από το 2017 που δέχθηκε την τελευταία κατ’ ισχυρισμό επίθεση και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, παρέμεινε στην χώρα της χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα αποδυναμώνει τον πυρήνα του αιτήματος της και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για οικονομική μετανάστρια η οποία εγκατέλειψε τη χώρα της με σκοπό την εξεύρεση εργασίας εφόσον κατά τα λεγόμενα της είναι οι συνθήκες εργασίας είναι δύσκολες στη Σιέρρα Λεόνε. Βάσει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του προβαλλόμενου ισχυρισμού της Αιτήτριας, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι απειλές και η κακομεταχείριση που δήλωσε ότι δέχτηκε η Αιτήτρια από το θείο της, λόγω της υποκειμενικής τους φύσης, δε μπορούν να διασταυρωθούν σε εξωτερικές πηγές. Ωστόσο ανευρέθησαν πληροφορίες που δύνανται να σχετίζονται με τον πυρήνα του ισχυρισμού της Αιτήτριας, καθώς σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το The Borgen Project τον Φεβρουάριο του 2022, πέρα από την πρακτική της κλειτοριδεκτομής/FGM στη Σιέρα Λεόνε και την σεξουαλική και έμφυλη βία εν μέσω συγκρούσεων, οι γυναίκες στην κοινωνία της Σιέρρα Λεόνε υπόκεινται σε ορισμένα είδη βίας τα οποία θεωρούνται ως δικαιολογημένα και αποδεκτά. Οι γυναίκες που καταγγέλλουν περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας αντιμετωπίζουν σκληρή κριτική από την κοινότητα, νιώθουν ντροπή γι' αυτό και πολλές επιλέγουν να παραμείνουν σιωπηλές. Το νομικό σύστημα επίσης δεν βλέπει τις περιπτώσεις βίας στις οποίες εμπλέκονται παντρεμένες γυναίκες ως προτεραιότητα, αλλά μάλλον ως προσωπικό ζήτημα που απαιτεί επίλυση εντός των ορίων του «νοικοκυριού». Γενικά, πολλοί πολίτες δεν έχουν πίστη στο νομικό σύστημα. Η έλλειψη ικανότητας εντός του κατακερματισμένου νομικού συστήματος εξακολουθεί να δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για τους δράστες, συμβάλλοντας στην επικράτηση της κακοποίησης των γυναικών.[1]

 

Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας που δύνανται να διασταυρωθούν σε εξωτερικές πηγές βρίσκουν μεν έρεισμα στις διαθέσιμες πληροφορίες ως προς το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, δεδομένου όμως ότι οι αναφορές της Αιτήτριας δεν ήταν σε θέση να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που η Αιτήτρια ενδέχεται να αντιμετωπίσει στη χώρα καταγωγής της σε περίπτωση επιστροφής εκεί, αρχικά θα πρέπει να τονιστεί ότι το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου της πληρούται δια της υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας και της απροθυμίας της Αιτήτριας να επιστρέψει εκεί.

 

Σε σχέση με το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου της, παρατηρώ ότι, ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Makani της Σιέρα Λεόνε, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής στη χώρα καταγωγής της, εκείνη αναφέρθηκε στην έλλειψη ευκαιριών εργασίας και υποστηρικτικού δικτύου.

 

Το Δικαστήριο προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα αναφορικά με τις εν γένει συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, εκ της οποίας εντοπίστηκε έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2023 και αφορά στο έτος 2022, η οποία αναφέρει ότι οι νόμοι για την ισότητα των φύλων δεν εφαρμόστηκαν με συνέπεια και πολλά παραδοσιακά δικαστήρια συνέχισαν να αγνοούν τα δικαιώματα των γυναικών όσον αφορά το οικογενειακό δίκαιο και τα κληρονομικά δικαιώματα των γυναικών. Οι γυναίκες ανέφεραν συχνά τον φόβο της βίας, τα πολιτιστικά πρότυπα και την έλλειψη υποστήριξης από τα πολιτικά κόμματα ως λόγους που απέφυγαν έναν πιο ενεργό ρόλο στην πολιτική. Οι πολιτιστικές και παραδοσιακές πρακτικές στις βόρειες περιοχές της χώρας εμπόδισαν τις γυναίκες από το να κατέχουν αξιώματα ως παραδοσιακοί αρχηγοί (σύμφωνα με το παράλληλο παραδοσιακό σύστημα απονομής δικαιοσύνης).[2]

 

Ως προς την εφαρμογή του νόμου, η έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ σημειώνει ότι η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε αποτελεσματικά τον νόμο. Το Υπουργείο Φύλου και Παιδικών Υποθέσεων έχει εντολή να προστατεύει τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά οι περισσότερες διεθνείς και εγχώριες ΜΚΟ υποστήριξαν ότι το υπουργείο δεν είχε την υποδομή ή την υποστήριξη άλλων υπουργείων για να χειριστεί αποτελεσματικά τα έργα που του ανατέθηκαν. Στις 8 Αυγούστου 2022, το κοινοβούλιο ψήφισε τον νόμο περί εθιμικών δικαιωμάτων γης, ο οποίος εξάλειψε τις ρήτρες που εισάγουν διακρίσεις βάσει του εθιμικού δικαίου που εμπόδιζαν τις γυναίκες να κληρονομήσουν γη στο όνομά τους.[3]

 

Καταληκτικά, αν και οι αντληθείσες πληροφορίες επιβεβαιώνουν τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στη χώρα καταγωγής της Αιτήτρια, πλην όμως στη βάση της εξατομικευμένης αξιολόγησης του αιτήματός της, των ενώπιόν μου στοιχείων αλλά κυρίως λόγω της απουσίας οιασδήποτε ένδειξης παρελθούσας εις βάρος της δίωξης, το Δικαστήριο δεν διακρίνει ενδείξεις εκ των οποίων θα μπορούσε να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη πόλη Mikeni, η Αιτήτρια θα κινδυνέψει από οποιοδήποτε, κρατικό ή μη, δρώντα. Ως εκ τούτου, ο φόβος της κρίνεται ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος στο σύνολό του. 

 

Συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια δε στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του προσώπου της ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια του συνόλου της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δύναται να παραχωρηθεί σε οποιοδήποτε Αιτητή σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

Επί τούτου, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Σε σχέση με το ενδεχόμενο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο των άρθρων 19(1) και (2)(α) και (β) του ιδίου Νόμου, δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων να συνάγεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη Σιέρρα Λεόνε θα της επιβληθεί θανατική ποινή ή εκτέλεση ή άλλως θα κινδυνεύσει με βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα διερευνήσει την πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψη ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια  λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Makeni, επί της οποίας βρίσκεται ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας.

 

Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της «Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights» για τον προσδιορισμό και την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων, η Σιέρρα Λεόνε δεν βρίσκεται υπό ένοπλη σύρραξη[4].

 

Επιπλέον με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, για την περίοδο 23/03/2024 με 21/03/2025 στη Βόρεια επαρχία της Σιέρρα Λεόνε αναφέρθηκαν 3 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία καταγράφηκαν στο σύνολό τους ως εξεγέρσεις, χωρίς ωστόσο  να επιφέρουν ανθρώπινες απώλειες.[5] Στη δε περιοχή Makeni συγκεκριμένα, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της, δεν καταγράφηκε κανένα απολύτως περιστατικό ασφαλείας κατά την ανωτέρω περίοδο αναφοράς[6].

 

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή την ζωή ενός πολίτη από την παρουσία του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Κρίνω, υπό τις περιστάσεις και στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε πλήρως η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση[7]. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη..

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ'ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

  Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ


 



[1] The Borgen project, THE CHALLENGES OF WOMEN IN SIERRA LEONE, February 2022, https://borgenproject.org/women-in-sierra-leone/ About Borgen Project: “The Borgen Project is an incredible nonprofit organization that is addressing poverty and hunger and working towards ending them.” – The Huffington Post, In a Nutshell: We fight extreme poverty. Mission Statement: The Borgen Project believes that leaders of the most powerful nation on earth should be doing more to address global poverty. We’re the innovative, national campaign that is working to make poverty a focus of U.S. foreign policy (ημ. προσβ. 26/3/2025)

[2] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Sierra Leone, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089224.html (ημ. προσβ. 26/03/2025)

[3] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Sierra Leone, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089224.html (ημ. προσβ. 26/3/2025)

[4] RULAC, Geneva Academy, map, available at: https://www.rulac.org/browse/map 

[5] Acled Explorer, Africa, Sierra Leone, Northern Province, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ (ημ. προσβ. 26/03/2025)

[6] Acled Explorer, Africa, Sierra Leone, Northern Province, Location: Makani, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ (ημ. προσβ. 26/03/2025)

 

[7] Βλ. Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 4 ΑΑΔ 1414 και Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας (1998) 3ΑΑΔ 270.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο