
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 2421/2022
31 Μαρτίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.S.R.S. προσωπικά και ως κηδεμόνας των F.S.F.S.B., L.B. και S.B.
Αιτητές
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσία Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Αμφιτρίτη Παναγιώτου (κα) για Ανδρέα Πετουφά & Σια, και Αρτεμίου, Πιερή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τους Αιτητές
Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την προσφυγή τους οι αιτητές, αιτούνται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 13/04/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές στις 19/04/2022 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση τους για παροχή διεθνούς προστασίας.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φακέλου (στο εξής «Δ.Φ.») που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, η αιτήτρια αρ.1 (στο εξής «η αιτήτρια») κατάγεται από την Αίγυπτο. Η αιτήτρια με τον σύζυγο της και τον ανήλικο – κατά την υποβολή της αίτησης ασύλου – υιό της (στο εξής «αιτητής αρ. 2») έφθασαν νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εργασίας του συζύγου της, ενώ στις 12/07/2011 υπέβαλαν αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 31/08/2011 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις των αιτητών (αιτήτριας και του συζύγου της) από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με την δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Την 01/09/2011, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε σχετική Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της αίτησης των αιτητών, η οποία εγκρίθηκε στις 09/09/2011. Στις 16/09/2011, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος των αιτητών, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως στις 27/09/2011. Ακολούθως, στις 04/10/2011 λήφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διοικητική προσφυγή από τους αιτητές κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στη συνέχεια απορρίφθηκε με απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερομηνίας 09/12/2011. Στις 07/03/2017 οι αιτητές υπέβαλαν μεταγενέστερη αίτηση, η οποία προωθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου για εξέταση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, όπου στις 27/03/2017 απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Στις 09/06/2017, οι αιτητές υπέβαλαν νέα μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε στις 19/06/2018. Ακολούθως, στις 02/03/2021 η αιτήτρια συμπλήρωσε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της για διεθνή προστασία προβάλλοντας τον θάνατο του συζύγου της και την δυσκολία της να επιστρέψει στην Αίγυπτο καθώς τα 3 παιδιά της (αιτητής 2, αιτήτρια 3, και αιτήτρια 4) φοιτούν σε σχολεία στην Δημοκρατία. Την ίδια μέρα, ήτοι 02/03/2021, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου όπως η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί παραδεκτή, εισήγηση η οποία εγκρίθηκε στις 03/03/2021 από αρμοδίως εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 02/03/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής Ε.Υ.Υ.Α). Στις 15/03/2022 ο λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της αιτήτριας. Στις 13/04/2022 ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, αποφάσισε όπως να μην παραχωρηθεί στους αιτητές καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στις 19/04/2022, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς την αιτήτρια σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος της. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια αυθημερόν.
Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Οι συνήγοροι των αιτητών προώθησαν διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται και αναλύονται στην Γραπτή Αγόρευση των αιτητών που επακολούθησε. Οι συνήγοροι των αιτητών καταχώρησαν απαντητική αγόρευση. Οι μόνοι ισχυρισμοί που εν τέλει προωθούνται στην γραπτή αγόρευση των αιτητών και έχουν δικογραφηθεί δεόντως και στο δικόγραφο της προσφυγής και που θα μπορούσαν, να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο, είναι: Α) η πράξη στερείται επαρκούς ή δέουσας έρευνας Β) η απόφαση δεν έχει επαρκή και/ή νόμιμη αιτιολογία Γ) η απόφαση πάσχει λόγω πλάνης, Δ) η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 15(1) του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, Ε) παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης της αιτήτριας, ΣΤ) παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, Ζ) η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, Η) παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη Διοίκηση.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ΄ ων η αίτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους.
Στη συνέχεια, οι αιτητές δια των συνηγόρου τους, προέβησαν στην καταχώρηση Απαντητικής Γραπτής Αγόρευσης επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τους ισχυρισμούς τους και υιοθετώντας το περιεχόμενο της Γραπτής τους Αγόρευσης.
Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και των δύο πλευρών, υπό το φως του περιεχομένου του οικείου Διοικητικού Φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν. 73(Ι) 2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο, ήτοι να προβεί σε εξέταση μόνο όσον αφορά την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι στο άρθρο 11 του πιο πάνω Νόμου αναφέρεται ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου για έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας της απόφασης δύναται να ασκηθεί μόνο για όσες αιτήσεις υποβλήθηκαν χρονικά από τις 20/07/2015 και έπειτα. Καθότι η παρούσα υπόθεση αφορά ναι μεν απόφαση επί υποβληθείσας μεταγενέστερης αίτησης ημερ. 02/03/2021 αλλά που εντούτοις συνδέεται με την αρχική πρώτη αίτηση ασύλου των αιτητών που υποβλήθηκε στις 12/07/2011, καταλήγω ότι χρονικά η υπόθεση εμπίπτει στις περιπτώσεις εξέτασης μόνο της νομιμότητας της απόφασης του αρμόδιου οργάνου και ενόψει τούτου, ο έλεγχος της παρούσας περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας και συνεπώς δεν διενεργείται από το δικαστήριο εξ' υπαρχής (ex nunc) έλεγχος των γεγονότων και νομικών ζητημάτων, η εξέταση της θα περιοριστεί στα στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στους διοικητικούς φάκελους που κατατέθηκαν στα πλαίσια της διαδικασίας και τα οποία ήταν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση όταν και ελάμβαναν την δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση.
Σημειώνεται ότι η πιο πάνω προσέγγιση ενισχύεται από το άρθρο 16Δ (2) του περί Προσφύγων Νόμου, όπου αναφέρει (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
« […]
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων.
[…]».
Επομένως, προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο, εξού και ο λόγος που το παρόν Δικαστήριο θα εξετάσει την παρούσα υπόθεση μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο καθότι η αρχική αίτηση υποβλήθηκε στις 12/07/2011, ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω.
Ενόψει των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ τώρα να εξετάσω τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, στο βαθμό που αυτοί έχουν δικογραφηθεί και αναπτυχθεί στη γραπτή αγόρευση των αιτητών.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του συνηγόρου των αιτητών περί του ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν χωρίς να διεξάγουν δέουσα έρευνα και υπό πλάνη περί τα πράγματα, λόγω της συνάφειας τους και της άρρηκτης διασύνδεσης τους θα εξεταστούν ως σύνολο και συνδυαστικά στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας υπόθεσης.
Πλάνη περί τα πράγματα υφίσταται όταν η Διοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 46 εδάφιο 1 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο Ν. 158 (Ι)/1999, λαμβάνει υπόψη της κατά την έκδοση της απόφασης της «πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις που είναι εξ αντικειμένου ανύπαρκτα ή αν παραλείπει να λάβει υπόψη της ουσιώδη πραγματικά γεγονότα ...»
Η ανεπαρκής έρευνα συνεπάγεται τουλάχιστον πιθανολόγηση πλάνης ως προς τα πράγματα, η οποία καθιστά, από μόνη της, την προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώσιμη. Παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας οδηγεί σε έλλειψη γνώσης ουσιωδών πραγματικών γεγονότων, η οποία ισοδυναμεί με πλάνη περί τα πράγματα. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χρυσόστομος Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2245:
"Η παράλειψη να γίνει η δέουσα έρευνα, η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων - (βλ. , μεταξύ άλλων, Photos Photiades and Co. and The Republic of Cyprus through The Minister of Finance (1964) C.L.R. 102... Μ. Στασινοπούλου "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων", (1951), σελ. 305) - έχει ως αποτέλεσμα λόγω της παράβασης των αρχών του Διοικητικού Δικαίου, την ακύρωση της σχετικής διοικητικής πράξης. Πλάνη περί τα πράγματα συνίσταται, είτε με τη λήψη υπόψη μη υφισταμένου γεγονότος, είτε με τη μη λήψη υπόψη υπάρχοντος γεγονότος - (Οικονόμου "Ο Δικαστικός Έλεγχος της Διακριτικής Εξουσίας" (1965), σελ. 243)."
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ακόμα και η πιθανότητα πλάνης οδηγεί σε ακύρωση διοικητικής πράξης. (Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργκών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228). Στην πιθανότητα ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στη διαδικασία λήψης διοικητικής πράξης σαν λόγο ακύρωσης αναφέρεται και η υπόθεση Ζένιος ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1181,1183 και 1184:
"It is clear from our case-law that in order to suceed, in a case of this nature, in annulling the relevant administrative decision an applicant has only to show that there exists a reasonable probability that a misconception has led to the taking of such decision (see, in this respect, inter alia, Kozakis v. The Council of Ministers (1967) 3 C.L.R. 265,268, and Μallourοs v. The Electricity Authority of Cyprus (1974) 3 C.L.R. 220,224)."
Στην απόφαση Κωνσταντίνος Κοντεάτης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1416, αναφέρονται τα πιο κάτω:
"Το δικαστήριο ακόμα και όταν βρίσκεται σε αμφιβολία αναφορικά με την ύπαρξη ή μη πλάνης, μπορεί να ακυρώσει την επίδικη διοικητική πράξη ούτως ώστε να παρασχεθεί στη διοίκηση η δυνατότητα επιβεβαίωσης των ορθών γεγονότων κατά τρόπο που να μην αφήνει έδαφος για αμφιβολίες (Skapoulis and Another v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 554,565 και Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228".
Περαιτέρω, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία v. Μαυρομμάτη και Άλλοι (1991) 3 ΑΑΔ 543, ακόμη και η υπόνοια πως η πλάνη λειτούργησε σε βάρος αιτητή είναι αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:
«Οι υπόνοιες πως η πλάνη λειτούργησε σε βάρος του εφεσίβλητου ήταν αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη που, ας μην το ξεχνάμε, αφορούσε στην πλήρωση όλων ανεξάρτητα των θέσεων που προκηρύχθηκαν και που στη συνέχεια πληρώθηκαν από την Επιτροπή. Όπως παρατηρεί η απόφαση Κουμής Χ"Μακρής και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1972) 3 Α.Α.Δ. 246, 252:
"According to the principles of administrative law there exists a presumption that an administrative decision is reached after a correct ascertainment of relevant facts; but such presumption can be rebutted if a litigant succeeds in establishing that there exists at least a probability that a misconception has led to the taking of the decision complained of (see, inter alia, Stasinopoulos on The Law of Administrative Acts "Στασινοπούλου Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων" - 1951, p. 304 et seq.)"..............»
Στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου, «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» (1951), εκεί σελ. 304 και 305 αναφέρεται:
«Ούτως η νομολογία δημιουργεί τεκμήριον κατά της πλάνης, ήτοι τεκμήριον υπέρ της ορθής εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών. Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ' ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώσει να καταστήσει πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήσει παρά τω δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως».
Στη βάση των πιο πάνω, θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί των αιτητών σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός τους, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο δεν έχει προβεί σε δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα να έχει υποπέσει σε πλάνη με το να μην λάβει υπόψη του ουσιώδη γεγονότα τα οποία επηρέασαν την τελική κρίση του με την απόρριψη του αιτήματος των αιτητών.
Στην αρχική αίτηση διεθνούς προστασίας, που συμπλήρωσε ο σύζυγος της αιτήτριας αρ. 1, κατέγραψε ότι δεν μπορεί να ζήσει στην Αίγυπτο λόγω της δίωξης που αντιμετωπίζει από Σαλαφίτες (“the Salafia”), προβάλλοντας ότι δεν μπορεί να ζήσει με τον γιο του στη χώρα καταγωγής του καθώς δεν υπάρχει ασφάλεια και προστασία (ερυθρό 6 και μετάφραση αυτού ερυθρό 33 Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του (ερυθρά 44-38 Δ.Φ.), ο σύζυγος της αιτήτριας αρ.1 ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για οικονομικούς λόγους και για εξεύρεση εργασίας∙ ενώ στη συνέχεια πρόβαλε και θρησκευτικούς λόγους και ειδικότερα τη δίωξη που αντιμετωπίζουν οι χριστιανοί. Ως δήλωσε, κατόπιν σχετικής ερώτησης, ενεπλάκη σε διένεξη με μουσουλμάνους πριν πολύ καιρό, ωστόσο πήγε στην αστυνομία και το πρόβλημα λύθηκε.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της αιτήτριας αρ. 1 (ερυθρά 49-44 Δ.Φ.), η αιτήτρια πρόβαλε, όπως και ο σύζυγος της, οικονομικούς και θρησκευτικούς λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα της.
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τα όσα οι αιτητές δήλωσαν στη συνέντευξή τους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία τους δεν είναι ικανοποιητική όσον αφορά την δίωξη τους λόγω θρησκείας, καταλήγοντας ότι οι ισχυρισμοί τους δεν δικαιολογούν ότι οι αιτητές μπορούν να αντιμετωπίσουν δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής του για να τους παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας. (ερυθρά 55-51 Δ.Φ.).
Στη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλαν στις 07/03/2017, οι αιτητές πρόβαλαν εκ νέου τον ισχυρισμό περί δίωξης τους λόγω θρησκείας ως χριστιανοί. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων σε απόφαση ημερομηνίας 27/03/2017 απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη (ερυθρά 100-98 Δ.Φ.).
Στις 09/06/2017, οι αιτητές υπέβαλαν νέα μεταγενέστερη αίτηση προβάλλοντας και πάλι τον ισχυρισμό περί δίωξης τους λόγω θρησκείας ως Χριστιανοί. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων σε απόφαση ημερομηνίας 19/6/2018 απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη (ερυθρά 188- 191 Δ.Φ., τόμος 2).
Ακολούθως, στις 02/03/2021 η αιτήτρια αρ.1 συμπλήρωσε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της για διεθνή προστασία προβάλλοντας τον θάνατο του συζύγου της και την δυσκολία της να επιστρέψει στην Αίγυπτο καθώς τα 3 παιδιά της (αιτητής αρ. 2, αιτήτρια αρ. 3, και αιτήτρια αρ. 4) φοιτούν σε σχολεία στην Δημοκρατία (ερυθρό 107 Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της (ερυθρά 135-121 Δ.Φ.), η αιτήτρια ανέφερε ότι ο άντρας της απεβίωσε στη Δημοκρατία, και έχει υπό την φροντίδα της τα 3 ανήλικα παιδιά τους τα οποία φοιτούν σε σχολεία της Δημοκρατίας (ερυθρό 133 Δ.Φ.). Ως προς την πατρική της οικογένεια ανέφερε ότι οι γονείς της απεβίωσαν, και τα 6 αδέλφια της (2 αδελφοί και 4 αδελφές) εξακολουθούν να διαμένουν στην πόλη Minya της Αιγύπτου (ερυθρά 133-132 Δ.Φ.). Ως πρόβαλε έχει επικοινωνία μόνο με την μεγαλύτερη αδελφή της (ερυθρό 132 Δ.Φ.), ενώ δεν έχει επικοινωνία με την οικογένεια του συζύγου της (ερυθρό 124, Δ.Φ.). Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο ανέφερε ότι ολοκλήρωσε την πρώτη τάξη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ερυθρό 131 Δ.Φ.), ενώ δεν έχει καθόλου εργασιακή πείρα (ερυθρό 130 Δ.Φ.). Ως προς τους λόγους που την ώθησαν να αναζητήσει διεθνή προστασία, η αιτήτρια πρόβαλε την ασφάλεια των παιδιών της στη Δημοκρατία και την έλλειψη βοήθειας και στήριξης στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 128 Δ.Φ.). Σε ερωτήσεις αναφορικά με τις δυσκολίες που δύναται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της, η αιτήτρια ανέφερε ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολη η επιβίωση για μια γυναίκα με παιδιά χωρίς σύζυγο, ενώ η περιοχή καταγωγής της η οποία είναι αγροτική δυσχεραίνει περισσότερο την κατάσταση (ερυθρό 127 Δ.Φ.). Ως περαιτέρω πρόβαλε, η βοήθεια από την οικογένεια της θα είναι περιορισμένη (ερυθρό 127 Δ.Φ.), και η εξεύρεση εργασίας θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη καθώς το μόνο που έμαθε είναι να μεγαλώνει τα παιδιά της (ερυθρό 127 Δ.Φ.). Επιπρόσθετα, υποστήριξε ότι τα αδέλφια του συζύγου της δεν θα της επιστρέψουν να εργαστεί, ενώ παράλληλα δεν θα την στηρίξουν (ερυθρό 127 Δ.Φ.). Ως περαιτέρω υποστήριξε, στην Αίγυπτο οι θείοι έχουν το δικαίωμα να αναλάβουν την κηδεμονία των παιδιών βάσει νόμου (ερυθρό 125 Δ.Φ.). Πρόσθετα, σε σχετική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού περί του FGM (ακρωτηριασμός γεννητικών οργάνων) και του ενδεχόμενου να υποπέσουν οι θυγατέρες της αιτήτριας σε τέτοιου είδους πρακτική, η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν θα επέτρεπε σε κάποιον να αγγίξει της κόρες της, ακόμη και εάν αναλάμβαναν την κηδεμονία οι θείοι τους ( ερυθρό 125 του Δ.Φ). Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι δεν έχει καλή σχέση με τα αδέλφια του συζύγου της, καθώς την κατηγόρησαν ότι ευθύνεται η ίδια για την ασθένεια του, ενώ προέκυψε και διαφωνία αναφορικά με την ταφή του καθώς έγινε στη Δημοκρατία ενώ η οικογένεια του ήθελε να γίνει στην Αίγυπτο (ερυθρά 127 και 126 Δ.Φ.). Σε ερωτήσεις αναφορικά με παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε γυναίκα μονογονέα στην Αίγυπτο, η αιτήτρια ανέφερε ότι υποτίθεται θα λάμβανε τις συνταξιοδοτικές παροχές (retirement benefits) των γονιών της, ωστόσο δεν έλαβε κάτι (ερυθρό 123 Δ.Φ.), με την αιτιολογία ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις λόγω της οικονομικής κρίσης (ερυθρό 123 Δ.Φ.). Ερωτηθείσα αν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια αναφορικά με τις παροχές, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά προβάλλοντας ότι τα δικαιώματα τους παραβιάζονται, και δέχονται διακρίσεις λόγω θρησκείας (χριστιανοί) (ερυθρό 123 Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τις δηλώσεις της αιτήτριας αρ . 1 κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, διαμόρφωσε 1 ουσιώδη ισχυρισμό αναφορικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής των αιτητών, τον οποίο έκανε αποδεκτό.
Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου σχετικά με το αν υφίσταται βάσιμος φόβος δίωξης ή σοβαρής βλάβης στην χώρα καταγωγής των αιτητών, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα αναφορικά με τη θέση και τη μεταχείριση των γυναικών στην Αίγυπτο. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που συνέλεξε, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρά την ανισότητα και τις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες λόγω της θέσης τους στην Αίγυπτο, φαίνεται ότι οι γυναίκες με το προφίλ της αιτήτριας, ήτοι χήρα, υπεύθυνη νοικοκυριού με ανήλικα τέκνα, έχουν πρόσβαση σε κυβερνητικά προγράμματα που αφορούν την απασχόληση, την οικονομική βοήθεια και την στέγαση. Επιπρόσθετα, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα αναφορικά με τη μεταχείριση των χριστιανών στην Αίγυπτο, όπου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρά το ότι οι υφιστάμενοι νόμοι και κυβερνητικές πρακτικές δεν δύναται να κριθούν ως ουδέτερες, οι χριστιανικές κοινότητες αναγνωρίζονται και επωφελούνται από κρατική προστασία. Επιπρόσθετα, όσον αφορά τη μεταχείριση των χριστιανών από την κοινωνία, ενώ παρουσιάζονται συγκρούσεις για θρησκευτικούς λόγους, η συχνότητα και η φύση της βίας παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι η μεταχείριση των χριστιανών τόσο από το κράτος όσο και από την κοινωνία δεν ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν δικαιούνται προσφυγικό καθεστώς, εφόσον δεν διαπιστώθηκε φόβος δίωξης με βάση την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική άποψη, σύμφωνα με το άρθρο 3 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατάληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο των αιτητών, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι αιτητές σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους, δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, δυνάμει του άρθρου 15 (α) και (β), της Οδηγίας. Ως προς το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, και λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση στην Αίγυπτο και τα προσωπικά στοιχεία των αιτητών, αξιολογήθηκε πως οι αιτητές δεν θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του ως άνω άρθρου. Συνεπώς, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αιτητές δεν δικαιούνται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Με βάση τα ανωτέρω, κρίνω ότι σύμφωνα με τη σχετική Εισηγητική Έκθεση (ερυθρά 190-177) ο αρμόδιος λειτουργός και συνακόλουθα ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου φαίνεται να μην αξιολόγησαν επαρκώς τις δηλώσεις της αιτήτριας αρ.1 καθώς δεν διαμορφώθηκαν ορθώς οι ουσιώδεις ισχυρισμοί που πρόβαλε. Ο αρμόδιος λειτουργός διαμόρφωσε ένα (1) ουσιώδη ισχυρισμό αναφορικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, ωστόσο κρίνω ότι η θρησκεία, παρά το γεγονός ότι αποτελεί αδιάρρηκτο κομμάτι της ταυτότητας ενός ατόμου, και δη της αιτήτριας, θα έπρεπε να εξεταστεί ως ξεχωριστός ισχυρισμός καθώς αποτελεί και μία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου για παραχώρηση προσφυγικού καθεστώτος. Παρά το γεγονός ότι έγινε υποτυπώδης έρευνα από τον αρμόδιο λειτουργό αναφορικά με τη μεταχείριση των χριστιανών στην Αίγυπτο, κρίνω ότι θα έπρεπε να εξεταστεί και να αξιολογηθεί ως ανεξάρτητος ισχυρισμός.
Επιπρόσθετα, παρατηρώ ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν εξέτασε τον ισχυρισμό της αιτήτριας περί του ότι με την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της ενδέχεται να λάβουν την κηδεμονία των παιδιών της οι θείοι τους από τον πατέρα τους σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ενδέχεται οι ανήλικες θυγατέρες της αιτήτριας να υποβληθούν σε FGM (ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων). Ο αρμόδιος λειτουργός δεν προχώρησε να διασταυρώσει τον εν λόγω ισχυρισμό με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ως όφειλε, με αποτέλεσμα να μην προβεί στην απαραίτητη έρευνα που χρειαζόταν προς εξέταση ενός τόσο βασικού στοιχείου.
Συνακόλουθα, παρατηρώ επίσης ότι ο αρμόδιος λειτουργός παρέλειψε να λάβει υπόψη και να εξετάσει το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών, τα οποία κατά τη διάρκεια εξέτασης του αιτήματος τους ήταν και τα τρία (3) ανήλικα∙ παρά τις δηλώσεις της αιτήτριας αρ.1 στις οποίες προβάλλονται οι ανησυχίες της και οι προβληματισμοί της όσον αφορά τα παιδιά της σε περίπτωση επιστροφής τους στην Αίγυπτο.
Σύμφωνα με τον πρακτικό Οδηγό της EASO σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού στις διαδικασίες ασύλου: «Κάθε διαδικασία βέλτιστου συμφέροντος πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την οικογενειακή κατάσταση του παιδιού, την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, τις ιδιαίτερες ευπάθειές του, την ασφάλειά του και τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται, τις ανάγκες του για προστασία, τον βαθμό ένταξής του στη χώρα υποδοχής, την ψυχική και σωματική του υγεία, την εκπαίδευσή του και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες».[1]
Στην παρούσα υπόθεση, φαίνεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου παρέλειψε να λάβει υπόψη και να σταθμίσει τους παράγοντες που αφορούν τον βαθμό ένταξης των παιδιών στη χώρα υποδοχής, την εκπαίδευση τους και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στη χώρα καταγωγής. Επισημαίνεται ότι τα δύο (2) από τα τρία (3) παιδιά της οικογένειας γεννήθηκαν στη Δημοκρατία, ενώ και τα τρία (3) παιδιά ως εντοπίζεται από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης φοιτούν/φοίτησαν σε σχολεία της Δημοκρατίας, δημιούργησαν κοινωνικό δίκτυο, μιλούν και επικοινωνούν στην ελληνική γλώσσα, και γενικά δημιούργησαν δεσμούς τους οποίους η Υπηρεσία Ασύλου αμέλησε να αξιολογήσει.
Οι ανωτέρω λόγοι είναι ουσιώδεις για να προσδιοριστεί κατά πόσο ένα πρόσωπο δικαιούται καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού: «Σε όλες τις ενέργειες που αφορούν παιδιά, είτε από δημόσια είτε από ιδιωτικά ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας, δικαστήρια, διοικητικές αρχές ή νομοθετικά όργανα, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα».[2]
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών: «Ο όρος ‘βέλτιστο συμφέρον’ περιγράφει ευρέως την ευημερία (wellbeing) ενός παιδιού. Καθώς κάθε περίπτωση είναι μοναδική, δεν μπορεί να καθοριστεί ένας καθολικός ορισμός ως προς το τι είναι και τι αποτελεί ‘βέλτιστο συμφέρον’ του παιδιού. Ως εκ τούτου, το βέλτιστο συμφέρον πρέπει να αξιολογείται σε εξατομικευμένη βάση, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης».[3]
Περαιτέρω, σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 10 (1Α) του περί Προσφύγων Νόμου: «Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό µέληµα κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου οι οποίες αφορούν τη διεθνή προστασία και τους ανηλίκους».
Η ανηλικότητα των τέκνων της αιτήτριας όπως επίσης και η γέννηση τους και μακροχρόνια διαμονή τους στην Κυπριακή Δημοκρατία καθώς και το εκπαιδευτικό τους και κοινωνικό τους υπόβαθρο, αποτελούν γεγονότα παραδεκτά και όφειλαν να τύχουν εξέτασης και αξιολόγησης.
Επομένως, η αρμόδια αρχή δεν προέβη σε ορθή αξιολόγηση των γεγονότων μιας και ελλείπουν ισχυρισμοί που θα έπρεπε να αξιολογηθούν ως εξατομικευμένοι, ως αναφέρθηκαν ανωτέρω, δεν αξιολόγησε επαρκώς τον κίνδυνο που ενδεχομένως θα διατρέξουν οι ανήλικες θυγατέρες της αιτήτριας σε περίπτωση υποβολής τους σε FGM, τον παράγοντα θρησκεία, ενώ αγνόησε παντελώς το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών, χωρίς να λάβει υπόψη κατευθυντήριες γραμμές, οδηγούς και κριτήρια ως προβλέπονται στον περί Προσφύγων Νόμο, σε οδηγούς της Ε.Υ.Υ.Α. και της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών. Σημειώνεται ότι ο οποιοσδήποτε κίνδυνος ή βλάβη προκύψει κατά την εξατομικευμένη αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος των ανηλίκων ενδέχεται να επεκταθεί και στον ίδιο τον γονέα.
Ενόψει όλων των πιο πάνω αναφερθέντων, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκής και εξειδικευμένης έρευνας ενώ επίσης υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα καθότι διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου παρέλειψε να εξετάσει ουσιώδεις ισχυρισμούς, η αξιολόγηση των οποίων ενδεχομένως να οδηγούσε σε διαφορετική κρίση αναφορικά με το αίτημα των αιτητών.
Συνεπώς, σύμφωνα με την ανωτέρω ανάλυση, και για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, η προσφυγή επιτυγχάνει και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου ακύρωσης που προβάλλεται, καθώς και άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί στην παρούσα υπόθεση. Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθότι στοιχειοθετείται ο λόγος ακύρωσης που αφορά την ελλιπή έρευνα και την πλάνη περί τα πράγματα, συνεπώς, η επίδικη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος με έξοδα υπέρ των αιτητών όπως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EASO, Πρακτικός Οδηγός της EASO Σχετικά με το Βέλτιστο Συμφέρον του Παιδιού στις Διαδικασίες Ασύλου, 2019, σελ. 21, Practical_Guide_on_the_Best_Interests_of_the_Child_EL.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/03/2025]
[2] Convention of the Rights of the Child, σελ. 2, Convention for the RIghts of the Child.pdf
[3] UNHCR, Children – Protection and Care Information Sheet, June 2007, UNHCR_BestInterestoftheChild.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο