
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 2821/2023
31 Μαρτίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Q. C. N.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Κ. Αριστοδήμου (κα) για Μάριος Παπαλοΐζου (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Αι. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
H αιτήτρια παρούσα.
[Παρών ο μεταφραστής Α. Χατζησάββας (κος) για πιστή μετάφραση από την Ελληνική στην Αγγλική γλώσσα και αντίστροφα].
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την προσφυγή της η αιτήτρια, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 11/07/2023 η οποία του κοινοποιήθηκε στις 28/07/2023 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως παράνομης, άκυρης και στερούμενης οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των Διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, η αιτήτρια είναι ενήλικη από τη Νιγηρία και στις 23/12/2021 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 07/07/2023 διεξήχθη συνέντευξη στην αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (εφεξής: Ε.Υ.Υ.Α.). Ακολούθως, την ίδια ημέρα ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας και στις 11/07/2023, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου αποφάσισε όπως να μην παραχωρηθεί στην αιτήτρια καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στις 28/07/2023 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς την αιτήτρια σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος της. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια αυθημερόν.
Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο συνήγορος της αιτήτριας στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και διατήρησε μόνο το λόγο ακύρωσης που αφορά την τη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Ενόψει των δηλώσεων του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από το λόγο ακύρωσης που αφορά τη μη δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, αποσύρονται και απορρίπτονται.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν μέσω της γραπτής αγόρευσής τους ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ΄ ων η αίτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους.
Θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε ο συνήγορος της αιτήτριας ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.
Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).
Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί της αιτήτριας σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.
Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, η αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να αιτηθεί άσυλου, αφού ισχυρίζεται ότι διώκεται από την οικογένεια του αποβιώσαντος συζύγου της μετά την άρνησή της να παντρευτεί με τον αδελφό του αποθανόντος συζύγου της, κάτι το οποίο της πρότειναν ώστε να μην χάσουν την περιουσία του (βλ. ερ. 1 του Δ.Φ.).
Στο πλαίσιο της προσωπικής της συνέντευξης, ζητηθείς να προσδιορίσει τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της, η αιτήτρια δήλωσε ως τόπο καταγωγής και τελευταίας διαμονής της την πολιτεία Lagos (βλ. ερ. 18 του Δ.Φ.). Ως προς την πατρική της οικογένεια, η μητέρα της έχει αποβιώσει το 2010 όντας ασθενής, ο πατέρας της διαβιεί σε ένα χωριό εκτός της πολιτείας Lagos και έχει 4 αδέλφια. Με την οικογένειά της επικοινωνεί (βλ. ερ. 18 και 17 του Δ.Φ.).
Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια επανέλαβε όσα κατέγραψε και στην αίτησή της αναφέροντας συγκεκριμένα πως περί το 2018 (2 χρόνια μετά τον παραδοσιακό τους γάμο) ο σύζυγός της απεβίωσε σε δυστύχημα και τότε -λόγω μίας υπάρχουσας παράδοσης- η οικογένειά του συζύγου της απαίτησε από την ίδια να συνάψει γάμο με τον αδελφό του αποβιώσαντος συζύγου της και μόλις η ίδια αρνήθηκε απειλούταν με τη ζωή της (βλ. ερ. 16 του Δ.Φ). Ερωτηθείσα σχετικά με τις απειλές ανέφερε πως είχε δεχθεί απειλές αλλά όχι ευθέως, ήτοι δήλωσε πως οι απειλές αφορούσαν τη ζωή της (βλ. ερ. 16 του Δ.Φ.). Σε επόμενο στάδιο της συνέντευξης ερωτηθείσα σχετικά με τις απειλές και την οικογένεια του συζύγου της δήλωσε πως δέχθηκε την πρώτη απειλή το 2018, ενώ αυτοί διέμεναν σε άλλη πολιτεία, την Anambra (βλ. ερ. 15 & 14 του Δ.Φ.). Κληθείσα να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες ανέφερε πως σε μία καθιερωμένη συνάντηση που διεξάγεται μετά το θάνατο κάποιου μέλους της οικογένειας απειλήθηκε από έναν αδελφό του συζύγου της λέγοντάς της «θα δεις τι πρόκειται να σου συμβεί», (βλ. ερ. 16 του Δ.Φ.). Αναφορικά με την περιουσία, την οποία παρουσίασε ως αντικείμενο της εναντίωσης της οικογένειας του αποβιώσαντος συζύγου της προς το πρόσωπό της, δήλωσε πως αυτή αφορούσε 2 τμήματα γης, τα οποία δεν χρησιμοποιούσε ο αποβιώσαντας πριν από το θάνατό του, και 1 οικία, αλλά πλέον δε γνωρίζει που έχει καταλήξει η εν λόγω περιουσία (βλ. ερ. 16 &15 του Δ.Φ.). Το δυστύχημα του συζύγου της συνέβη στην πολιτεία Lagos (βλ. ερ. 15 του Δ.Φ.). Σε σχέση με τον υιό της δήλωσε ότι είναι στη χώρα καταγωγής της με την αδελφή της, είναι 7 ετών και δεν έχει καμία επικοινωνία με την οικογένεια του αποβιώσαντος συζύγου της (βλ. ερ. 15 του Δ.Φ.). Σε διευκρινιστικά ερωτήματα σχετικά με την προαναφερθείσα παράδοση δήλωσε πως εάν ο αποβιώσας σύζυγος δεν έχει αδελφούς τότε θα πρέπει να συναφθεί γάμος με οποιοδήποτε άλλο συγγενή, ενώ ο λόγος που αρνήθηκε να προβεί σε αυτό το γάμο είναι η θρησκεία της (Χριστιανισμός), (βλ. ερ. 15 του Δ.Φ.). Η αιτήτρια ανέφερε πως δεν της συνέβη οτιδήποτε άλλο προσωπικά πέρα από όσα περιέγραψε προηγουμένως (βλ. ερ. 14 του Δ.Φ.). Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με το γάμο της ανέφερε πως παρά το ότι είχαν συνάψει μόνο παραδοσιακό γάμο, η ίδια δικαιούνταν κληρονομικό μερίδιο λόγω του ότι είχαν αποκτήσει μαζί με τον σύζυγο της έναν υιό (βλ. ερ. 14 του Δ.Φ.). Δεν έχει απευθυνθεί στην αστυνομία για το εν λόγω πρόβλημα (βλ. ερ. 14 του Δ.Φ.). Η αιτήτρια δήλωσε πως παρά τις παρενοχλήσεις που δεχόταν εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της 3 έτη αργότερα (βλ. ερ. 13 του Δ.Φ.). Σε σχετική ερώτηση ποιες θεωρεί ότι θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια ανέφερε πως κατά την ενδεχόμενη επιστροφή της δε θα έχει οποιεσδήποτε συνέπειες (βλ. ερ. 13 του Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τις δηλώσεις της αιτήτριας, κατά το στάδιο της συνέντευξης της, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, έναν αναφορικά με την υπηκοότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τελευταίο τόπο διαμονής της, και έναν δεύτερο σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης της από την οικογένεια του αποβιώσαντος συζύγου της λόγω της άρνησής της να παντρευτεί το μικρότερο αδελφό του.
Ειδικότερα, στον πρώτο κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία της. Έγινε επίσης δεκτό ότι ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας αποτέλεσε η περιοχή Badagry LGA στην πολιτεία Lagos.
Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τις δηλώσεις της αιτήτριας ασαφείς, ασυνεπείς, αόριστες, αντιφατικές, άνευ ευλογοφάνειας και ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες. Ειδικότερα, έκρινε ότι η αιτήτρια δεν ήταν λεπτομερής όσον αφορά τις απειλές που ισχυρίστηκε πως δέχθηκε, αφού δε διευκρίνισε σε τι συνίστατο οι απειλές αλλά με αοριστία ανέφερε ότι την απείλησαν με τη ζωή της και πως θα τη βλάψουν χωρίς περισσότερες πληροφορίες. Αντιφατικά, επίσης, ανέφερε αρχικά ότι διέμενε στην αδελφή της και στη συνέχεια πως διέμενε σε οικία που κληρονόμησε από το σύζυγό της. Ως καταγράφει ο αρμόδιος λειτουργός, ερωτηθείσα η αιτήτρια για την περίπτωση που ο σύζυγός της δεν είχε αδελφό, η ίδια με αοριστία και ασάφεια ανέφερε πως θα έπρεπε να συνάψει γάμο με κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας του αποθανόντα συζύγου της. Με αοριστία αναφέρθηκε και στο εν λόγω έθιμο/παράδοση να συνάπτεται γάμος με άλλο συγγενή σε περίπτωση θανάτου του συζύγου. Ως επισημαίνει ο αρμόδιος λειτουργός, αντίφαση, επίσης, εντοπίστηκε και στο γεγονός ότι από τη μία αναφέρεται στο θεσμοθετημένο έθιμο περί γάμου με έτερο συγγενή και από την άλλη δήλωσε πως ο ιερέας που συμβουλεύθηκε της ανέφερε πως πρόκειται για παράδοση που εφαρμοζόταν στο παρελθόν, ενώ η ίδια λόγω θρησκείας δεν επιθυμούσε τον εν λόγω γάμο. Κληθείσα να εξηγήσει πως η ίδια αποτελούσε απειλή για την περιουσία του αποθανόντος συζύγου της αφού είχαν συνάψει μόνο παραδοσιακό γάμο και όχι επίσημο, η ίδια δήλωσε πως εφόσον είχε παιδί μαζί του δικαιούνταν μερίδιο της κληρονομιάς. Επιπλέον, ως προς τη δήλωση της αιτήτριας ότι η οικογένεια του αποθανόντα συζύγου της είχε διασυνδέσεις και χρήματα και για αυτό το λόγω η ίδια δεν συμβουλεύτηκε δικηγόρο δεν έδωσε καμία περαιτέρω διευκρίνηση. Τέλος, ως τονίζει ο αρμόδιος λειτουργός, ερωτηθείσα η αιτήτρια για το λόγο που διέφυγε 3 έτη μετά το θάνατο του συζύγου της, ήτοι το 2021, η ίδια ανέφερε με ασάφεια ότι εξακολουθούσαν να την παρενοχλούν κατ’ εκείνο το διάστημα χωρίς λεπτομέρειες, ενώ το εύλογο με βάση όσα ισχυρίζεται θα ήταν να έχει προστατέψει τον εαυτό της και το τέκνο της νωρίτερα.
Κατά την εκτίμηση της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως όσα αναφέρει η αιτήτρια αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο των ισχυρισμών της λόγω του προσωπικού χαρακτήρα του και ως αποτέλεσμα η έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δεν χρήζει. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο.
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού. Στα πλαίσια της εν λόγω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός, αφού έλαβε υπόψη όλα τα συναφή στοιχεία που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματος της αιτήτριας και μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματός της, κατέληξε ότι δεν προέκυψε παρελθούσα αλλά ούτε και βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος μελλοντικής δίωξης της αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην περιοχή Badagry LGA στην πολιτεία Lagos. Περαιτέρω, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην συγκεκριμένη περιοχή, διαπιστώθηκε ότι στο τόπο τελευταίας διαμονής της αιτήτριας δεν παρατηρείται επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας και ως εκ τούτου δεν πιθανολογείται ότι η αιτήτρια, με τη επιστροφή της στην πολιτεία Lagos, θα εκτίθετο σε κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η αιτήτρια δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, αφού στο πρόσωπο της δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου ήτοι την εθνικότητα την φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Περαιτέρω, θεώρησε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο της αιτήτριας, καθότι δεν προέκυψε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης δυνάμει του άρθρου 15(α) και (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου). Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, στη βάση πληροφοριών αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στην πολιτεία Lagos, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της αιτήτριας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου), μιας και στην περιοχή Badagry LGA στην πολιτεία Lagos, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας, δεν επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων λόγω εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης της αιτήτριας.
Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις της αιτήτριας, ως αυτές προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει την αξιοπιστία των δηλώσεων της γύρω από τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από την οικογένεια του αποβιώσαντος συζύγου της λόγω της άρνησής της να συνάψει γάμο με το μικρότερό του αδελφό.
Ορθώς, λοιπόν, θεωρώ κρίθηκε από τους Kαθ’ ων η αίτηση ότι, τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη της αιτήτριας, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εύλογα εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγομένων της αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκε, καθότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης της, ενώ οι απαντήσεις της στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και περιείχαν αρκετές ελλείψεις, ασάφειες και ασυνέπειες όσον αφορά τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ότι διατρέχει από την οικογένεια του αποβιώσαντος συζύγου της. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρώ ότι το αόριστο αφήγημα της αιτήτριας συνίσταται στις λεκτικές απειλές που φέρεται να δέχτηκε από το έναν αδελφό του αποθανόντα συζύγου της, καθώς και τις γενικότερες συνθήκες υπό τις οποίες αναγκάστηκε να διαφύγει από τη χώρα καταγωγής της. Η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το περιεχόμενο τον απειλών, δεν εξήγησε πως συνίστατο η επί 3 έτη παρενόχλησή της μέσω απειλών έως ότου αποφασίσει να εγκαταλείψει τη Νιγηρία. Οι δηλώσεις της γύρω από τις απειλές ήταν ασαφείς και στερούμενες ευλογοφάνειας, αφού με πολύ γενικό τρόπο ανέφερε πως απειλούνταν η ζωή της αναφερόμενη σε ένα μόνο περιστατικό και σε καμία άλλη περίπτωση απειλής εναντίον της. Παράλληλα, ακόμη και το ένα περιστατικό στο οποίο αναφέρθηκε στα πλαίσια συνάντησης της οικογένειας μετά το θάνατο του συζύγου της, ως είθισται, δεν το περιγράφει με ακρίβεια και τέτοιες λεπτομέρειες που θα απέδιδαν βιωματικό χαρακτήρα στα λεγόμενά της. Η αιτήτρια, επιπρόσθετα, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί στοχοποιήθηκε ως απειλή για την περιουσία εφόσον δεν ήταν επισήμως παντρεμένη με το σύζυγό της, ανέφερε με αοριστία και ασάφεια πως επειδή είχε μαζί του παιδί τη θεωρούσαν κίνδυνο. Συνολικά, οι αναφορές της αιτήτριας κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και παρά τις ευκαιρίες που της δόθηκαν από το λειτουργό υποβάλλοντάς της διευκρινιστικά ερωτήματα δεν απέδιδαν σαφή και λεπτομερειακή εικόνα. Αντιθέτως, η συνέντευξή της δημιουργεί ερωτηματικά και σοβαρά πλήγματα αναφορικά με την αξιοπιστία της. Ενόψει των ως έχουν καταγραφεί ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα όσα έχει εξιστορήσει η αιτήτρια δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών της αιτήτριας, το Δικαστήριο κρίνει ότι εκ των όσων αυτός δήλωσε, λόγω της απολύτου προσωπικής φύσεως τους, δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές. Στη βάση, λοιπόν, της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών της αιτήτριας, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.
Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της αιτήτριας ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό της, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Συνακόλουθα, η αιτήτρια δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), (β) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, η αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπουν, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα της αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην περιοχή Badagry LGA στην πολιτεία Lagos, η οποία έχει γίνει δεκτό ότι αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.
Σύμφωνα δε με το RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), μιας πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των συγκρούσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη-διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ ISWAP και Boko Haram[1].
Ειδικότερα, όσον αφορά την περιοχή Badagry στην πολιτεία Lagos, τόπος συνήθους διαμονής της αιτήτριας, για σκοπούς πληρότητας της έρευνας, παραθέτω αριθμητικά δεδομένα επί των περιστατικών ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή. Σύμφωνα με την βάση δεδομένων ACLED, κατά την περίοδο 09/03/2024 - 07/03/2025 καταγράφηκαν συνολικά 7 περιστατικά ασφαλείας με 2 απώλειες. Εξ αυτών, καταγράφηκαν 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων με χωρίς θύματα, 5 μάχες με 2 θύματα και 1 διαμαρτυρία χωρίς θύματα[2].
Καθώς, βάσει επίσημων εκτιμήσεων που έλαβαν χώρα το έτος 2022, ο συνολικός πληθυσμός της περιοχής Badagry στην πολιτεία Lagos ανέρχεται σε 351.900 κατοίκους[3], καθίσταται σαφές ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (2 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην περιοχή Badagry στην πολιτεία Lagos επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων στα πλαίσια οιασδήποτε εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.
To ανωτέρω συμπέρασμα ενισχύεται και από το γεγονός ότι με βάσει το συγκριτικό χάρτη που αναφέρεται στο Σημείωμα Καθοδήγησης της EUAA για τη Νιγηρία το 2021[4], η πολιτεία Lagos, επί της οποίας βρίσκεται η περιοχή Badagry, εντάσσεται στις πολιτείες επί τις οποίες ένας άμαχος δεν αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο να επηρεαστεί κατά τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, εν προκειμένω του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Κατά συνέπεια, η περιοχή Badagry στην πολιτεία Lagos, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας, δεν φαίνεται να πλήττεται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας οι οποίες πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε νομολογιακά στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ[5]. Πέραν τούτου, λαμβάνοντας υπόψιν και το προσωπικό προφίλ της αιτήτριας, διαπιστώνω ότι απουσιάζουν ιδιαίτερες επιβαρυντικές περιστάσεις, δεδομένου ότι η αιτήτρια συνιστά ενήλικη, με οικογενειακό δίκτυο στη Νιγηρία, βασική μόρφωση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και εργασιακή πείρα.
Συμπερασματικά, δεν κρίνω ότι ανακύπτουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι η αιτήτρια θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πολιτεία Lagos στην περιοχή Badagry.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας.
Εν τέλει, σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π 191/24, δυνάμει της οποίας η Νιγηρία περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών με τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας. Η αιτήτρια στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, 'Non-International Armed Conflicts in Nigeria', διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria#collapse2accord (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/03/2025)
[2] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 09.03.2024 - 07.03.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria , ADMIN UNIT: Lagos State, LOCATION: Badagry) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 17/03/2025]
[3] City Population, Nigeria, Lagos State, διαθέσιμο σε, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/lagos/NGA025006__badagry/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/03/2025)
[4] EUAA, Country Guidance, Nigeria, October 2021, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf, σελ. 31, (ημερομηνία πρόσβασης 17/03/2025).
[5] [5] Βλ. Απόφαση ΔΕΕ C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ημερ.30/01/2014 (βλ. σκέψη 31), όπως επίσης απόφαση ΔΕΕ C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie ημερ. 17/2/2009 (βλ. σκέψη 39, 43).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο