Mr J.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Aρ. Προσφυγής: 3110/24, 19/3/2025
print
Τίτλος:
Mr J.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Aρ. Προσφυγής: 3110/24, 19/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                              Aρ. Προσφυγής: 3110/24 

 

19 Μαρτίου 2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ. Δ.Δ.Δ.Π.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Μεταξύ: 

                           Mr  J.B. ARC {…},  από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

Αιτητής 

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ΄ ων η αίτηση

 

Ραφαέλλα Μαλεκκίδου,  Δικηγόρος για τον Αιτητή  

Μελίνα Βασιλείου , Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση. 

O Αιτητής παρών. 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την παρούσα Προσφυγή ο Αιτητής προσβάλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 27/06/2024 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 11/07/2024, με την οποία τον πληροφορούν ότι το αίτημα του για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίπτεται καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμο και ότι ο Αιτητής δεν απέδειξε οποιονδήποτε λόγο για να του παραχωρηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας.  Περαιτέρω αιτείται απόφασης και/ή δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται στον Αιτητή το καθεστώς διεθνούς   προστασίας. 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ  

Ο Αιτητής είναι πολίτης της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του στις 30/9/2021 και στις 04/11/2021 εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές της Δημοκρατίας μέσω των κατεχομένων από τη Τουρκία  περιοχών. Στις 23/12/2021  ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας .

Ακολούθως, στις 11/06/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της  Υπηρεσίας  Άσυλου και στις 27/06/2024 ο αρμόδιος λειτουργός ,ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 27/06/2024. Στις 11/07/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν.  

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ 

Ο Αιτητής δια της γραπτής  αγόρευσης της συνηγόρου του προέβαλε διάφορους νομικούς ισχυρισμούς, Υποστηρίζει ότι οι Καθ’ων η Αίτηση δεν διενέργησαν την δέουσα έρευνα αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Αιτητή και υποστηρίζει ότι υπήρξε πλάνη περί το νόμο και κατάχρηση εξουσίας.  Ο συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει επίσης ότι οι Καθ’ων η Αίτηση ενήργησαν υπό το καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα, ως άμεση συνέπεια της έλλειψης δέουσας έρευνας. Ο Αιτητής προβάλλει περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη ή/και δεόντως αιτιολογημένη.

Ο Δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση, υπεραμύνεται της προσβαλλόμενης απόφασης και με τη γραπτή του αγόρευση, αντικρούει όλους τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο Αιτητής και αντιτείνει ότι η απόφαση λήφθηκε έπειτα από δέουσα έρευνα και αξιολόγηση των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης , τονίζοντας ότι ο Αιτητής επικαλέστηκε οικονομικούς λόγους για την εγκατάλειψη της χώρας του. 

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ 

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AΑΔ 598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι η  απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636 . Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Η συνήγορος του Αιτητή γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην αγόρευσή της και επικαλείται παραβιάσεις του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ωστόσο ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Εκλείπει δε  η αναφορά στα πραγματικά γεγονότα και η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων που προβάλλονται ακροθιγώς  στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται δεν ταυτίζονται  με το αφήγημα του Αιτητή . 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής ή δέουσα έρευνα κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας  που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξης του, ο Αιτητής, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά του, επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με τον Αιτητή όλες τις πτυχές των ισχυρισμών του και εν τέλει εκεί όπου θεώρησε σκόπιμο προέβη σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων μέσω έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, αυτός απορρίπτεται αφού η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης εμφαίνεται στο κείμενο της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, το οποίο κοινοποιήθηκε στον Αιτητή, μαζί με την απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται με λεπτομέρεια οι ισχυρισμοί του Αιτητή και αξιολογείται όλη η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και καταγράφονται εκτενώς οι λόγοι που οδήγησαν τους Καθ' ων η Αίτηση στην απόρριψη του αιτήματός του.

Όπως έχει διατυπωθεί και νομολογιακά, η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη ώστε να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς τους, αλλά και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο σε ποια στοιχεία στηρίχθηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270).»

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση .

Ως προς τον ισχυρισμό περί παράλειψης δέουσας έρευνας, έχει καταρχάς πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου,Α.Ε. 1575/14.7.97, Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).    

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ.                              1 Φεβρουαρίου, 2010). 

 

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».  

Σύμφωνα με τα στοιχεία στον φάκελο του Αιτητή, αυτός είναι ενήλικος από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στην οποία  προέβαλε σχετικά με την εγκατάλειψη  της χώρας καταγωγής του ότι ως οδηγός φορτηγού ενεπλάκη σε ένα δυστύχημα και λόγω αυτού δεχόταν απειλές. Κατά την συνέντευξη του και ειδικότερα κατά την ελεύθερη αφήγηση του, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω οικονομικών προβλημάτων και επειδή ήθελε να φροντίσει οικονομικά την οικογένειά του.

Ερωτηθείς εάν του συνέβη κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που τον οδήγησε να εγκαταλείψει την χώρα, ο Αιτητής απάντησε ότι ως οδηγός φορτηγού δεν έβγαζε αρκετά χρήματα και η οικονομική του κατάσταση δεν ήταν καλή ώστε να προσφέρει όσα ήθελε στην οικογένειά του.

Κληθείς να διευκρινίσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη ΛΔΚ, ο αιτητής δήλωσε ότι οι οικονομικές συνέπειες θα είναι δυσχερείς, καθώς δε θα έχει τόσες ευκαιρίες όπως έχει στην Κύπρο.

Κληθείς να διευκρινίσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη ΛΔΚ, ο αιτητής δήλωσε ότι οι οικονομικές συνέπειες θα είναι δυσχερείς, καθώς δε θα έχει τόσες ευκαιρίες όπως έχει στην Κύπρο.

Κατά την εισηγητική του έκθεση, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στην ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός λόγω της διαπιστωθείσας εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά στο ότι έφυγε για οικονομικούς λόγους και για να μπορεί να προσφέρει στην οικογένειά του μια καλύτερη ζωή. Ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς ο αιτητής περιέγραψε λεπτομερώς την άσχημη οικονομική κατάσταση που βίωνε καθημερινά στη ΛΔΚ.

Συνεπώς, η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή τεκμηριώθηκε.

Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει διαθέσιμες πηγές σχετικές με τον ισχυρισμό του αιτητή πληροφόρησης, καθώς ο ισχυρισμός του εμπίπτει στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής του.

Εν τέλει, ο ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στην ολότητα του. 

Έπειτα στην αξιολόγηση κινδύνου εξετάστηκε ο μελλοντικός κίνδυνος στην βάση των δύο αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή, ήτοι αυτόν που αφορά στο προφίλ, ταυτότητα και χώρα καταγωγής του και στον ισχυρισμό του ότι έφυγε για οικονομικούς λόγους. Με αναφορά σε πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που ισοδυναμεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη, άμα τη επιστροφή του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Ακολούθως, κατά την νομική του ανάλυση για την πιθανότητα υπαγωγής του Αιτητή στο προσφυγικό καθεστώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν πληρούνται τα σχετικά κριτήρια. Σε σχέση με το καθεστώς επικουρικής προστασίας, επίσης, αποφασίστηκε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει μεταχείριση η οποία εμπίπτει στο άρθρο 15 (α), (β) και (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[1] και αντίστοιχα 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου. 

Συνεπώς, το αίτημα του Αιτητή απορρίφθηκε στην ολότητα του.

Κατά τις διευκρινίσεις  ο Αιτητής τόνισε ότι κατάγεται από μη ασφαλή χώρα και ότι ο λόγος που έφυγε από τη χώρα του ήταν ότι αντιμετώπιζε σοβαρό κίνδυνο. Ερωτηθείς από το Δικαστήριο να προσδιορίσει τον κίνδυνο αυτόν, ο αιτητής ανέφερε ότι ενεπλάκη σε ένα δυστύχημα με το φορτηγό που οδηγούσε, με αποτέλεσμα να υπάρξει απώλεια ζωής εξαιτίας του, να απειληθεί από μέλη της οικογένειας του ανθρώπου που σκοτώθηκε και τελικά να μπει φυλακή.

Κληθείς από το Δικαστήριο να εξηγήσει γιατί δεν αναφέρθηκε στο περιστατικό αυτό κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε ότι ο διερμηνέας που ήταν υπεύθυνος για τη συνέντευξή του τού είπε να μην αναλύσει με λεπτομέρειες το θέμα αυτό, τονίζοντας ότι ο κύριος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα του ήταν αυτό το ατύχημα, εξαιτίας του οποίο καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Ωστόσο ο εν λόγω ισχυρισμός του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός καθότι δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να εξηγήσει κατά την διάρκεια της συνέντευξης του τους λόγους για τους οποίους εγκατάλειψε την χώρα καταγωγής του , ο ισχυρισμός του ότι του στερήθηκε το δικαίωμα να αναφερθεί στο γεγονός αυτό δε είναι ευλογοφανής και απορρίπτεται .  Περαιτέρω αν ληφθούν υπόψη τα όσα ανάφερε κατά τις διευκρινίσεις ητοι δεν καταδικάστηκε σε φυλάκιση γιατί δεν εμφανίστηκαν στη δίκη οι συγγενείς του θύματος επίσης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ευλογοφανής και από την άλλη είναι και αντιφατικός καθότι αν οι συγγενείς του θύματος τον κυνηγούσαν θα εμφανίζονταν και κατά τη δικαστική διαδικασία . Συνεπώς οι οι εν λόγω ισχυρισμοί του Αιτητή απορρίπτονται.

Υπό το φως των όσων ο Αιτητής ισχυρίστηκε ενώπιον μου  και των ανωτέρω δεικτών ελλείψεως αξιοπιστίας δε διαφαίνεται ότι ο Αιτητής έχει υποστεί πράξεις που να συνιστούν αρκούντως σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του.  Συνεπώς, κρίνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής είναι οικονομικός μετανάστης και δεν εμπίπτει η περίπτωση του στις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου .

Περαιτέρω, παρατηρείται ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του Αιτητή δεν γίνεται επίκληση κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο οιωνδήποτε κρίσιμων στοιχείων και περιστατικών από τα οποία να μπορεί να τεκμηριωθεί κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο η συνδρομή πραγματικού, προσωπικού και ενεστώτος κινδύνου.

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω ότι  ο αρμόδιος λειτουργός στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πως ο Αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς ουδείς εκ των ισχυρισμών που έκανε δεκτούς δεν θεωρήθηκε σχετιζόμενος με σοβαρή πράξη δίωξης.

Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά την διάρκεια της συνέντευξης του διαπιστώνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν αντιμετώπιζε οποιουδήποτε είδους δίωξη στη χώρα του και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας. Περαιτέρω κρίνω ως ορθά  τα πορίσματα της έκθεσης εισήγησης του αρμόδιου λειτουργού .   

Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, διαπιστώνω ότι, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν αντιμετώπιζε οποιουδήποτε είδους δίωξη στη χώρα του και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, αλλά συνιστούσε περίπτωση οικονομικού μετανάστη.

Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, «μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους.

Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας». Οι διαπιστώσεις της Διοίκησης ότι πρόκειται  περί οικονομικού μετανάστη είναι εύλογα επιτρεπτές στη βάση των πραγματικών στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

Υπό το φως των απαντήσεων του Αιτητή και των στοιχείων που ο ίδιος έδωσε κατά τη συνέντευξή του, διαπιστώνεται ότι αυτός στην ουσία ήταν και είναι οικονομικός μετανάστης και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας. (βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008Barakan Petrosyan κ.α. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).

Σύμφωνα με το άρθρο 13 Α (9)(γ) η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον Αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε να επιλέγει διερμηνέα ικανό να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του Αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη. Η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο Αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα, την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια.

Δεν έχω διαπιστώσει να μην έχει μεριμνήσει η Υπηρεσία στην περίπτωση του Αιτητή σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Νόμου. Αναφορικά δε με τον τρόπο διεξαγωγής της συνέντευξης δεν  προκύπτει οτιδήποτε επιλήψιμο, αφού δόθηκε κάθε ευκαιρία στον Αιτητή να απαντά ελεύθερα με τον τρόπο και στην έκταση που εκείνος επιθυμούσε.

Εξέτασα τα λεχθέντα στην συνέντευξη του Αιτητή και κρίνω ότι όλη η διαδικα­σία εκτυλίχθηκε νόμιμα και ορθά και ο αρμόδιος λειτουργός  έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα.

Περαιτέρω η απόφαση και η αιτιολόγηση της μεταφράστηκαν στον Αιτητή στη γλώσσα που κατανοεί.

Περαιτέρω θα πρέπει να αναφερθεί ότι  το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο Αιτητής  (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267).

Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των αρμοδίων διοικητικών οργάνων, ήτοι της Υπηρεσίας Ασύλου κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης απορρίπτεται.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξης του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα και ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία. 

Ως εκ τούτου, με βάση τις δηλώσεις του Αιτητή, το προσωπικό προφίλ και την εκτίμηση κινδύνου, συνάγεται ότι κανένας φόβος για δίωξη, όπως ορίζεται στο άρθρο 10 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, το άρθρο 2 (5) του Qualification Directive 2011/95/EE και το άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, δεν καθορίστηκε με βάση την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα του μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη, όπως περιγράφεται στο άρθρο 10 του Qualification Directive 2011/95/EE και το άρθρο 3Δ, του περί Προσφύγων Νόμου. Ο Αιτητής όπως ορθά υπογράμμισε η Υπηρεσία Ασύλου, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την αίτηση του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα. 

Περαιτέρω, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν επιβεβαιώθηκε δικαιολογημένος φόβος ο Αιτητής να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, και δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 19 (1) των Περί Προσφύγων Νόμων 2000- 2020 και του άρθρου 2 (στ) του Qualification Directive, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2), (α), (β), (γ) των Περί Προσφύγων Νόμων 2000 - 2020 και του άρθρου 15 (α), (β), (γ) του Qualification Directive αντίστοιχα.  

Ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ο Αιτητής κατά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής του δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα μ ε το άρθρο 15(α) του Qualification Directive. Περαιτέρω, ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ο Αιτητής κατά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με το άρθρο 15 (β) του Qualification Directive. Όσον αφορά το άρθρο 15 (γ) του Qualification Directive και με βάση τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Κινσάσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κόγκο και είναι ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή αναφέρεται μικρός αριθμός περιστατικών και, συνεπώς, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Αιτητής, εάν επιστρέψει δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο ούτε θα υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται συμπληρωματική προστασία. 

 

Για την πληρότητα της έρευνας του Δικαστηρίου θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ΑCLED. Ας σημειωθεί ότι τα περιστατικά αφορούν συνολικά την επαρχία της Κινσάσα, της οποίας η πόλη Κινσάσα αποτελεί πρωτεύουσα, καθώς δεν υπάρχει δυνατότητα για μεγαλύτερη συγκεκριμενοποίηση εντός της εν λόγω βάσης δεδομένων. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), στην Κινσάσα, μεταξύ Φεβρουαρίου 2024 και Φεβρουαρίου 2025, καταγράφηκαν 10 περιστατικά εναντίον αμάχων, 9 ταραχές, 4 μάχες και 2 διαδηλώσεις. Όσον αφορά τις θύματα, καταγράφηκαν 19 θύματα σε βίαια περιστατικά εναντίον αμάχων, 202 σε ταραχές, 5 σε μάχες και 0 σε διαμαρτυρίες [2]. [3]. O πληθυσμός της επαρχίας Kinshasa καταγράφεται στους 17,778,500 κατοίκους, σύμφωνα με εκτιμήσεις που έλαβαν χώρα το έτος 2024[4].

Όπως προκύπτει από την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη όλα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά την συνέντευξή του. Όλη η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου αλλά και τα όσα περιλαμβάνονται η προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα και προϊόντα επαρκούς έρευνας των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο που διέπει διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας ως ανωτέρω παρατίθενται και είναι περαιτέρω πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση (Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

Στην παρούσα κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου αιτιολογεί  πλήρως  την απόφαση της και καταλήγει ορθά στην απόρριψη της αίτησης και της εισήγησης ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19(1) και (2) του Νόμου, αφού ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα του, θα υπήρχε κίνδυνος δίωξης του για φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς λόγους ή για το λόγο ότι ήταν μέλος συγκεκριμένου συνόλου ή συνόλου ή υπάρχει κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.  

Πέραν των πιο πάνω, όπως επίσης διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των συναφή στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με τον Αιτητή όλες τις πτυχές των ισχυρισμών του και εν τέλει εκεί όπου θεώρησε σκόπιμο πρόβηκε σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων .

Συνεπώς, κρίνω, με βάση όλα τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν. 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων ενώπιον μου, όπως έχω αναλύσει ανωτέρωη παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση. 

                                

                                          

 

                                                     Β. Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



 



[1] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[2] Explorer - ACLED, (accessed on 10/03/2025)

[3] Explorer - ACLED, (accessed on 10/03/2025)

[4] https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/kinshasa (accessed 10/03/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο