G.N.T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών, Υπόθεση αρ. 3341/2022, 30/3/2025
print
Τίτλος:
G.N.T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών, Υπόθεση αρ. 3341/2022, 30/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση αρ. 3341/2022

 

                                                31 Μαρτίου 2025

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

G.N.T.

Αιτητής

Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών

Καθ' ων η αίτηση

 

Γιώτα Καλαπαλίκη Θεοδώρου (κα) Δικηγόρος για την τον Αιτητή       

Θ. Παπανικολάου (κα) Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή ο Αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 19/04/2022 η οποία κοινοποιήθηκε στον ίδιο στις 05/05/2022 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής «Δ.Φ.») που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν (εφεξής «Καμερούν») και στις 08/11/2018 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Στις 16/02/2022 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 12/04/2022, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στις 19/04/2022, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας.

Την 01/05/2022 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 05/05/2022, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου σε γλώσσα την οποία κατανοεί ο Αιτητής, με τη βοήθεια διερμηνέα. Στη συνέχεια, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.

Η συνήγορος του αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται και αναλύονται στην γραπτή αγόρευση του αιτητή που επακολούθησε. Οι μόνοι ισχυρισμοί που εν τέλει προωθούνται στην γραπτή αγόρευση του αιτητή είναι Α) η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας Β) Πλάνη περί τα πράγματα και Γ) πλάνη περί το Νόμο.

Δια της γραπτής τους αγόρευσης, οι καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η  προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η αίτηση, κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου, και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

Σχετικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ήτοι την έλλειψη δέουσας έρευνας, κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Στη βάση των πιο πάνω, θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο έχει προβεί σε δέουσα έρευνα και κατά πόσο έχει υποπέσει σε πλάνη με το να μην λάβει υπόψη του ουσιώδη γεγονότα τα οποία επηρέασαν την τελική κρίση του με την απόρριψη της αίτησης του αιτητή.

Κατά την αίτηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής κατέγραψε ότι κατάγεται από το αγγλόφωνο τμήμα του Καμερούν, η ζωή του βρισκόταν σε σοβαρό κίνδυνο, έχασε όλη του την οικογένεια (μητέρα, αδερφή και πατέρα) καθότι έχουν όλοι πεθάνει. Πρόσθεσε ότι οι Ambazonians ήθελαν να τον σκοτώσουν επειδή αρνήθηκε να ενταχθεί μαζί τους. Η μητέρα του και η αδερφή του κάηκαν στο σπίτι από τον στρατό ενώ ο πατέρας του απεβίωσε όταν αυτός ήταν 5 ετών. Περαιτέρω, δήλωσε ότι έχασε την δουλειά του, το χωριό του και την περιουσία του και εν τέλει αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα του για ασφάλεια και για μια καλύτερη ζωή.

Κατά την συνέντευξη του δήλωσε ότι σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία ότι δεν κατάφερε να αποφοιτήσει από το λύκειο, καθότι εγκατέλειψε το σχολείο για να βοηθήσει στην επιχείρηση της μητέρας του. Προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν ως γεωργός και ως ημι-απασχολούμενος δάσκαλος μαθηματικών σε εσπερινό σχολείο. Έχει δυο παιδιά, τα οποία βρίσκονται στο Καμερούν και είναι με τις μητέρες τους. Έχει έναν αδερφό, ηλικίας 38 ετών, ο οποίος ζει στο δάσος στο Munyenge και μια αδερφή, η οποία διαμένει στην Bamenda. Αναφορικά με τον τόπο τελευταίας διαμονής του, ανέφερε ότι διέμενε ανελλιπώς στο χωριό Munyenge, πλην του τελευταίου χρόνου πριν εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, όπου διέμενε στο Muyuka. Εκεί είχε μια επιχείρηση όπου πωλούσε φοινικέλαιο και άλλα προϊόντα σε εταιρείες στην Douala, ενώ από τον Ιανουάριο του 2018 διέμενε σ’ ένα χωριό, ονόματι Bova και το οποίο είναι κοντά στο Muyuka, και πηγαινοερχόταν επειδή κρυβόταν. Σχετικά με την έξοδο του από την χώρα, δήλωσε ότι ο άνθρωπος που διευθέτησε τα έγγραφα του για να εγκαταλείψει το Καμερούν δωροδόκησε έναν αστυνομικό για να αφήσει τον Αιτητή να περάσει.

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, ισχυρίστηκε ότι τον Μάιο του 2016, πριν ξεκινήσουν οι εορτασμοί για την 20η Μαΐου, επέτειος της ένωσης του Καμερούν, κάποιοι άντρες κάλεσαν τη νεολαία της περιοχής και ιδιαίτερα τους νεαρούς άνδρες για να λάβουν μέρος σε μια συνάντηση που θα γινόταν στο κρατικό σχολείο του Munyenge. Ο Αιτητής πήγε σε αυτή τη συνάντηση και μαζί του μετέφερε και κάποιους άλλους. Κατά τον Αιτητή, στη συνάντηση αυτή υπήρξε κάλεσμα για διατάραξη των κυβερνητικών δραστηριοτήτων και το μποϊκοτάρισμα των εορτασμών της 20ης Μαΐου. Ακολούθως της σύναξης, όπως ισχυρίστηκε ο Αιτητής, ο στρατός πληροφορήθηκε γι’αυτή και ως αποτέλεσμα ο Αιτητής συνελήφθη από τις κυβερνητικές δυνάμεις εξαιτίας της συμμετοχής του. Κατά τους ισχυρισμούς του, κατάφερε να πληρώσει το ποσό των 25000 Καμερουνέζικων φράγκων (CFA) και αφέθηκε ελεύθερος υπό τον όρο να μην λάβει μέρος σε ενέργειες που θα διατάρασσαν τις κρατικές δραστηριότητες και να μην ενταχθεί σε εγκληματικές οργανώσεις.

Κατόπιν, κατά τους ισχυρισμούς του, οι δραστηριότητες των αυτονομιστών στην περιοχή εκεί αυξήθηκαν κατά πολύ καθότι δεν υπήρχε αστυνομική παρουσία εκεί, θέτοντας την έτσι υπό τον έλεγχο τους με τους κατοίκους να πρέπει να υπακούν στις διαταγές τους. Ο Αιτητής ανέφερε χαρακτηριστικά ότι οι αυτονομιστές εξανάγκαζαν με τη βία τους κατοίκους να τους δίνουν χρήματα ή το αμάξι τους για να το χρησιμοποιήσουν για δικούς τους σκοπούς. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε επίσης ότι δάνειζε συχνά το αυτοκίνητο του στους αυτονομιστές και έτσι έγινε στόχος των αρχών, μέσω πληροφοριοδοτών που υπήρχαν στο χωριό. Κατόπιν, μια ημέρα κατά την οποία υπήρχαν υπαίθριες αγορές και μαζευόταν πολύς κόσμος και οι κυβερνητικές δυνάμεις μπορούσαν ευκολότερα να εντοπίσουν κάποιον ύποπτο, ο Αιτητής συνελήφθη.

Όπως ισχυρίστηκε, κατά τη σύλληψη του, οι Αστυνομικοί τον ξυλοφόρτωσαν άσχημα, δηλώνοντας ότι από αυτή την επίθεση απέκτησε σημάδια στους ώμους, τα γόνατα και το πρόσωπο του. Στην συνέχεια τον μετέφεραν στο Muyuka, με απώτερο σκοπό να τον μεταφέρουν στην Buea. Ωστόσο, επειδή ήταν βαριά τραυματισμένος δόθηκαν διαταγές όπως προηγουμένως διαμετακομιστεί στο νοσοκομείο για περίθαλψη πριν μεταφερθεί στην Buea.

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, ενόσω βρισκόταν στο νοσοκομείο κατάφερε να ξεφύγει από τους αστυνομικούς που τον επέβλεπαν.

Τότε έτρεξε και πήγε στο κοντινό χωριό Bova, όπου και έλαβε κάποια θεραπεία εκεί και παρέμεινε για περισσότερο από 3 μήνες. Ενόσω κρυβόταν στο Bova, η επιχείρηση του ήταν κλειστή και πού και πού επισκεπτόταν το σπίτι του στο Munyenge. Περί τα τέλη Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου, ο στρατός, ήρθε στο Munyenge, έκαψε την επιχείρηση του Αιτητή, σκότωσαν διάφορους ανθρώπους συμπεριλαμβανομένου του γιου του αδερφού του, έκαψαν το φαρμακείου του αδερφού του και έκαψαν και το σπίτι του Αιτητή με την μητέρα του να βρίσκεται στο σπίτι όπου και απεβίωσε εξαιτίας αυτού και πυροβόλησαν την αδερφή του στο πόδι.

Στην συνέχεια ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι στην Muyuka είχε μια επιχείρηση την οποία διηύθυνε περιστασιακά, καθότι κρυβόταν παράλληλα, επειδή στην Muyuka δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί την παρουσία του εκεί. Ωστόσο, περί τον Ιανουάριο του 2018 όταν άρχισαν ξανά οι επιθέσεις, και σε αυτό το πλαίσιο, η αστυνομία συνέλαβε τον υπάλληλο του Αιτητή καθότι νόμιζαν ότι είναι ο Αιτητής. Όπως ο Αιτητής ισχυρίστηκε έτσι έμαθε ότι τον έψαχνε η Αστυνομία. Κατόπιν, ο Αιτητής πάλι άρχισε να κρύβεται στο δάσος. Ακολούθως, ο υπάλληλος του Αιτητή συνελήφθη ξανά, με τον Αιτητή να εξαναγκάζεται να συνεχίσει να κρύβεται εξαιτίας αυτού. Εν τω μεταξύ, ως ισχυρίστηκε, καθόσον βρισκόταν στο δάσος, δέχθηκε πιέσεις να ενταχθεί στους Ambazonians και ενόψει του ότι αρνήθηκε, εν τέλει, ο Αιτητής αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα του.

Ερωτηθείς πόσο χρονικό διάστημα οι Ambazonians ζητούσαν χρήματα από τον ίδιο και την χρήση του αυτοκινήτου του, ο αιτητής δήλωσε από τις 20/05/16 – 08/16.

Πρόσθετα, ερωτώμενος πότε τον συνέλαβε η αστυνομία εξαιτίας αυτού, δήλωσε το 2016. Ζητηθείς να περιγράψει πως μετά την σύλληψη του από το στρατό, κατάφερε να διαφύγει από το νοσοκομείο, παρότι ήταν βαριά τραυματισμένος, δήλωσε ότι παρά τους τραυματισμούς του, εξακολουθούσε να ήταν δυνατός. Περαιτέρω, ανάφερε ότι όταν διέφυγε πήγε στο δάσος στο χωριό Bova από τον 08/16 – 11/16. Πρόσθεσε ότι τον 11/16 πήγε στους θάμνους στην Munyenge, όπου παρέμεινε για 2 μήνες. Μετέπειτα, πήγε στις 02/2017 στην Muyuka για να ελέγχει την επιχείρηση του, όπου παρέμεινε μέχρι τις 01/2018, όπου ακολούθως επέστρεψε πάλι στους θάμνους στην Munyenge.

Ζητηθείς να περιγράψει το περιστατικό όπου έκαψαν το σπίτι του, όπως και πως γνώριζε ότι ο στρατός τον αναζητούσε, ο ίδιος δήλωσε ότι το αντιλήφθηκε καθότι είχαν κάψει το μαγαζί του και το σπίτι του. Ερωτώμενος να εξηγήσει πως γνώριζε ότι στοχοποιήθηκε προσωπικά, ο ίδιος ανάφερε ότι το πιστεύει αυτό καθότι απέδρασε από το νοσοκομείο όπως και γιατί του έκαψαν το σπίτι και το μαγαζί. Ερωτώμενος αν δέχθηκε κάποιου είδους απειλές, ο αιτητής δήλωσε ότι δέχθηκε από την αστυνομία τηλεφωνικά, αναφέροντας του ότι μια μέρα θα τον εντοπίσουν και θα τον συλλάβουν.

Σχετικά με το αν δέχθηκε απειλές από τους Ambazonians, απάντησε θετικά, ήτοι τις 05/18 μέχρι και την μέρα αναχώρησης του από την χώρα καταγωγής του.

Κατά την έκθεση – εισήγηση, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε 4 ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στην ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή. Ο δεύτερος στο ότι ο Αιτητής εξαναγκάστηκε να υποστηρίξει τους Αγγλόφωνους αυτονομιστές για το διάστημα μεταξύ Μαΐου – Νοεμβρίου 2016 καθώς και το 2018 και απειλήθηκε από αυτούς μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου του 2018. Το ουσιώδες περιστατικό 3 αφορά στο ότι ο Αιτητής συνελήφθη από τις Καμερουνέζικες αρχές τον Μάιο του 2016 και τον Αύγουστο του 2016 για λόγους που αφορούν την ισχυριζόμενη στήριξη του προς τους αυτονομιστές. Τέλος, ο τέταρτος ισχυρισμός αφορά στο ότι ο Αιτητής καταζητείτο από τις Καμερουνέζικες αρχές το 2016 και το 2018 για λόγους που σχετίζονται με την αποδιδόμενη σε αυτόν στήριξη που παρείχε στους αυτονομιστές και την απόδραση του από την κράτηση το 2016.

 

Ο πρώτος και ο δεύτερος ισχυρισμός έτυχαν αποδοχής. Ειδικότερα σε σχέση με τον 2ο ισχυρισμό, ως κατέγραψε ο αρμόδιος λειτουργός, ο Αιτητής παρείχε επαρκείς, συνεκτικές και συγκεκριμένες λεπτομέρειες αναφορικά με τον τρόπο που οι αυτονομιστές άρχισαν τις δραστηριότητες τους στο Munyenge, πώς προσέγγιζαν τους κατοίκους, με ποιον τρόπο τους εξανάγκαζαν να προσφέρουν τα αγαθά τους σε αυτούς όπως και να ενταχθούν στην ομάδα τους, την παρουσία και τις δραστηριότητες των αυτονομιστών στην περιοχή, καθώς και την σχέση του με αυτούς. Παράλληλα, ως επεσήμανε ο αρμόδιος λειτουργός, οι αναφορές του Αιτητή συνάδουν και με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός ανέφερε ότι παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής είχε περιγράψει με λεπτομέρεια και σαφήνεια τι προηγήθηκε της διαμετακόμισης του στο νοσοκομείο περί τον Αύγουστο του 2016, ωστόσο οι ισχυρισμοί του σε σχέση με την απόδραση του από το νοσοκομείο δεν ήταν λεπτομερείς ούτε σαφείς. Ως κατέγραψε ο αρμόδιος λειτουργός, ερωτηθείς ο αιτητής από τον λειτουργό πώς κατάφερε να αποδράσει ενόσω ήταν βαριά τραυματισμένος, ο Αιτητής απάντησε ότι είχε ακόμη δυνάμεις παρά το γεγονός ότι είχε τραύματα στο κεφάλι. Παράλληλα, δήλωσε ότι έτρεχε γρηγορότερα από τον αστυνομικό. Παρ’ όλα αυτά, κατά τον λειτουργό, θα αναμενόταν από τον Αιτητή όπως παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες ως προς το πως κατάφερε να ξεφύγει χωρίς κανείς να τον κυνηγήσει ή να έχει προσπαθήσει να τον σταματήσει.

 

Έτι περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ως επιβαρυντικό το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε οτιδήποτε σχετικά με την σύλληψη του από τις αρχές της χώρας του στην αίτηση διεθνούς προστασίας που συμπλήρωσε.

 

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πηγές εξωτερικής πληροφόρησης, οι οποίες αφορούσαν στην αυθαίρετη σύλληψη διαδηλωτών και ακτιβιστών περί τον Νοέμβριο του 2016. Ωστόσο, εξαιτίας της έλλειψης επαρκών λεπτομερειών και συνεκτικότητας κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής του αξιοπιστίας, δεν κατέστη δυνατό να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός.

 

Σε σχέση δε με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης, έτυχε απόρριψης. Ο Αιτητής παρείχε επαρκείς εξηγήσεις για τα συμβάντα κατά τα οποία οι αρχές είχαν επιτεθεί στο Munyenge και στο πλαίσιο των οποίων σκοτώθηκαν η μητέρα του και η αδερφή του. Ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τους λόγους γιατί ο ίδιος στοχοποιήθηκε, εφόσον κατά τις επιθέσεις, καταστράφηκαν και άλλες περιουσίες πέραν αυτών του Αιτητή. Πέραν τούτου, από τον Νοέμβριο του 2016 μέχρι τον Ιανουάριο του 2018, όταν οι αρχές άρχισαν, κατ’ ισχυρισμό, να τον αναζητούν στο Muyuka δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι οι αρχές τον αναζητούσαν. Περαιτέρω, ως επεσήμανε ο αρμόδιος λειτουργός, ο αιτητής, δεν παρείχε επαρκείς και ικανοποιητικές λεπτομέρειες ως προς το πώς πληροφορήθηκε για την απελευθέρωση του υπαλλήλου του, εφόσον ισχυρίστηκε ότι έλαβε ένα τηλεφώνημα από έναν άγνωστο χωρίς να ρωτήσει ποιος είναι. Ακόμη δε, σε σχέση με το τι ακολούθησε της δεύτερης σύλληψης του υπαλλήλου του, ο Αιτητής δεν παρείχε ικανοποιητικές λεπτομέρειες. Ειδικότερα, ερωτηθείς εάν είδε ποτέ κάποιον να τον αναζητεί απάντησε ότι έβλεπε ανθρώπους τους οποίους υποψιαζόταν ότι ήταν αστυνομικοί και ότι ο γείτονας του τον προειδοποίησε, κατόπιν της διάρρηξης του σπιτιού του από τις αρχές, ότι κυκλοφορούν ‘περίεργα πρόσωπα’ στην περιοχή τα οποία παρακολουθούσαν τον Αιτητή. Ως κατέγραψε ο αρμόδιος λειτουργός, ερωτηθείς ο αιτητής πώς κατάφερε να αποφύγει αυτούς που τον αναζητούσαν, απάντησε κατά γενικό τρόπο ότι ήταν προσεκτικός, ότι δεν εμφανιζόταν πολύ και απέφευγε τα πάντα για να μην συλληφθεί. Ερωτηθείς τότε γιατί πήγαινε στην επιχείρηση του, απάντησε ότι πήγαινε εκεί ‘κρυφά’, χωρίς να μένει για πολύ και φεύγοντας το συντομότερο, χωρίς όμως να εξηγήσει συγκεκριμένα τους τρόπους που κατάφερνε να κρυφτεί, δεδομένου ότι ήταν συνεχώς υπό παρακολούθηση ενώ παράλληλα διέρρηξαν και το σπίτι του. Παράλληλα, αρνητικά αξιολογήθηκε το γεγονός ότι ο Αιτητής κατάφερε να εκδώσει ταυτότητα από τις αρχές το 2017, και ενώ υποτίθεται αναζητείτο, χωρίς κανένα πρόβλημα ενώ παράλληλα εξήλθε της χώρας, κατόπιν δωροδοκίας ως ισχυρίστηκε.

 

Τέλος, ο Αιτητής δεν έπεισε τον λειτουργό ως προς το γεγονός ότι ήταν συνεχώς υπό αναζήτηση από τις αρχές καθότι έδινε μόνο γενικές πληροφορίες σε σχέση με αυτό. Συγκεκριμένα, όταν κρυβόταν στο δάσος στο Bova ισχυρίστηκε ότι η μητέρα του έλαβε ένα τηλεφώνημα, παρ’ ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχει λεπτομέρειες επ’ αυτού, και παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι η αστυνομία ρώτησε τον αδερφό του τυχαία στον δρόμο γι’ αυτόν. Δήλωσε επίσης ότι έλαβε πάνω από 20 ύποπτα τηλεφωνήματα, εκ των οποίων απάντησε στα 15, ωστόσο δεν κατάφερε να προσδιορίσει ποιος τον καλούσε αναφέροντας ότι αυτοί που τον καλούσαν του έλεγαν διάφορα ονόματα και τον σύγχυσαν. Ως επισημαίνει ο αρμόδιος λειτουργός, ερωτηθείς ο αιτητής εάν ποτέ έλαβε τηλεφώνημα από την αστυνομία, απάντησε ότι τα τελευταία πέντε τηλεφωνήματα ήταν απειλητικά μηνύματα από την αστυνομία, που του ανέφεραν πως ό,τι και να κάνει δεν μπορεί να κρυφτεί. Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι έλαβε αυτά τα τηλεφωνήματα μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου 2018. Ως κατέγραψε ο λειτουργός, ερωτηθείς ο αιτητής για ποιον λόγο οι αρχές τον έψαχναν ακόμη εφόσον είχε σταματήσει να στηρίζει τους αυτονομιστές περί τον Νοέμβριο του 2016, ο Αιτητής απάντησε ότι ήταν επειδή ξέφυγε των αρχών από το νοσοκομείο, ισχυρισμός ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός από τον αρμόδιο λειτουργό, ως έχει καταγράψει, κατά την ανάλυση του ουσιώδους ισχυρισμού 3. Κληθείς ο αιτητής να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν τον αναζήτησαν για πέραν του ενός χρόνου, ο Αιτητής απάντησε ότι τον έψαχναν στρατηγικά, πηγαίνοντας στο κατάστημα του και στο σπίτι του καταστρέφοντας αυτά. Κληθείς να διευκρινίσει για ποιον λόγο οι αρχές να τον αναζητούν 5 – 6 χρόνια αργότερα, ο Αιτητής απάντησε ότι είναι επειδή ξέφυγε των αρχών καθώς και επειδή ο αδερφός του είναι αυτονομιστής. Γενικότερα, καταλήγει ο λειτουργός, δεδομένου ότι οι αρχές είχαν τα μέσα να επικοινωνήσουν μαζί του και να τον εντοπίσουν, δεν κατέστη προφανές με ποιο τρόπο ο αιτητής κατάφερνε κάθε φορά να ξεφεύγει.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του Αιτητή, οι οποίες κάνουν λόγο για την καταστροφή περιουσιών στο Munyenge από τις κυβερνητικές αρχές το 2018 και όχι το 2016 ως ισχυρίστηκε ο Αιτητής. Οι ίδιες πηγές, κατά τον λειτουργό, αναφέρουν ότι οι επιθέσεις στις περιουσίες ήταν αδιάκριτης φύσεως και δεν στόχευαν κάποιον συγκεκριμένα. Έτι περαιτέρω, ο λειτουργός εντόπισε πηγές σύμφωνα με τις οποίες για την έκδοση ταυτοτήτων χρειάζεται χρήση των βιομετρικών σου στοιχείων ( αποτυπώματα) και δυνατόν να πάρει από 3 μέχρι 6 μήνες, κατόπιν υποβολής διαφόρων εγγράφων και πολύωρη αναμονή στα κυβερνητικά κέντρα.

 

Σημειώνεται ότι ο λειτουργός αποδέχτηκε την πληροφορία του Αιτητή αναφορικά με την καταστροφή του χωριού του, καθότι αυτό επιβεβαιώθηκε από πηγές εξωτερικής πληροφόρησης, ωστόσο κατά τα λοιπά, ο ισχυρισμός έτυχε απόρριψης εξαιτίας της έλλειψης επαρκών, συνεκτικών και συναφών λεπτομερειών στους ισχυρισμούς του Αιτητή. Επομένως, ως τονίζει ο αρμόδιος λειτουργός, ο ισχυρισμός του αιτητή ότι απλά συμπλήρωσε την φόρμα και παρέμεινε εκεί μέχρι να παραλάβει την ταυτότητα του, έρχεται σε αντίφαση με τις αναφερθείσες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πηγές εξωτερικής πληροφόρησης σε σχέση με τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, έγινε αποδεκτό ότι υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, λόγω της γενικής κατάστασης ασφαλείας. Σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε πληροφορίες αναφορικά με τις δραστηριότητες των Ambazonians στην περιοχή, καθώς και την μεταχείριση που λαμβάνουν από αυτούς, όσοι αρνούνται να τους υποστηρίξουν.

 

Σύμφωνα με πληροφορίες, οι Ambazonians συνεχίζουν να διαπράττουν σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως δολοφονίες, απαγωγές και εκβιασμούς. Παράλληλα, νεαροί άνδρες και αγόρια οι οποίοι έχουν γίνει στόχος από τις ένοπλες δυνάμεις και ομάδες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να μην ενταχθούν στις αυτονομιστικές ομάδες δια της βίας. Ωστόσο, ως τονίζει ο αρμόδιος λειτουργός, παρότι ο Αιτητής είχε εξαναγκαστεί να παράσχει υλική βοήθεια στους αυτονομιστές για περίπου έξι μήνες, στη συνέχεια για το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου του 2016 και Μαρτίου 2018 δεν είχε επαφή με τους αυτονομιστές. Παράλληλα, παρά τις πολυάριθμες φορές που απειλήθηκε μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου 2018 καμία τέτοια απειλή δεν πραγματοποιήθηκε. Εν συντομία, δεν διαφάνηκε οι αυτονομιστές να έχουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην στρατολόγηση του Αιτητή και συνεπώς, ως επισημαίνει ο λειτουργός, δεν διατρέχει κάποιο κίνδυνο ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα και περιοχή καταγωγής του.

 

Προχωρώντας στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, μιας και δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης συνδεόμενος με την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή, καθότι, ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, δυνάμει του άρθρου 15 εδάφια (α) και (β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου). Ως προς το εδάφιο (γ) του άρθρου 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου), ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, καθώς δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στο Καμερούν, αυτός θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, δεδομένου ότι με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση στο Καμερούν, και ιδίως στην Munyenge, τον τόπο συνήθους διαμονής του, καθώς και των προσωπικών του περιστάσεων, δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρή και ατομική απειλή ως πολίτης λόγω αδιάκριτης βίας.

 

Στο σημείο αυτό θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθόλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του.

Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό περί προσωπικών στοιχείων του αιτητή όπως και τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί του εξαναγκασμού του αιτητή από τους Ambazonians να τους στηρίξει από τον Μάιο μέχρι τον Νοέμβριο του 2016 όπως και το 2018 όπως και των απειλών που δέχθηκε μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου του 2018 από αυτούς για να ενταχθεί στην ομάδα τους, συμφωνώ με την αποδοχή και των δύο ισχυρισμών αντίστοιχα από τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Ως προς τον τρίτο ισχυρισμό ήτοι περί του ότι ο αιτητής συνελήφθη από τις καμερουνέζικες αρχές τον Μάϊο του 2016 και τον Αύγουστο του 2016 για λόγους που αφορούν την στήριξη του στους Ambazonians, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι, συμφωνώ με το καταληκτικό αποτέλεσμα του αρμόδιου λειτουργού, ως και την σχετική ανάλυση που μεσολάβησε ανωτέρω, και παρέλκει η περαιτέρω λεπτομερής επεξήγηση του λόγου απόρριψης του εν λόγω ισχυρισμού ως αναξιόπιστου.

Ως προς τον τέταρτο ισχυρισμό ήτοι περί του ότι ο αιτητής καταζητείτον από τις καμερουνέζικες αρχές το 2016 και το 2018 καθότι παρείχε στήριξη στους αυτονομιστές και απέδρασε από το νοσοκομείο το 2016, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι, συμφωνώ με το καταληκτικό αποτέλεσμα του αρμόδιου λειτουργού, ως και την σχετική ανάλυση που μεσολάβησε ανωτέρω, και παρότι παρέλκει η περαιτέρω επεξήγηση της απόρριψης του εν λόγω, εκτιμώ και καταλήγω ότι η απόρριψη του εν λόγω ενισχύεται και από το γεγονός ότι ενώ καταζητείτον ως ισχυρίζεται ο αιτητής, εντούτοις προχώρησε με την έκδοση καινούργιας ταυτότητας από τις αρμόδιες αρχές χωρίς να αναφέρει ότι παρεμποδίστηκε με οποιοδήποτε τρόπο, όπως επίσης πηγαινοερχόταν στην επιχείρηση του, χωρίς να εντοπιστεί με οποιοδήποτε τρόπο από την αστυνομία. Τα πιο πάνω ενισχύουν την αναξιοπιστία του ισχυρισμού του και ενόψει τούτου απορρίπτεται.

Τέλος, όσον αφορά τους ισχυρισμούς του αιτητή που έγιναν αποδεκτοί,  το παρόν Δικαστήριο θα προχωρήσει σε σχέση με τούτους στην αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που μπορεί να διατρέξει ο αιτητής με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του και την τυχόν υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Προχωρώντας στην αξιολόγηση των ανωτέρω ισχυρισμών, και ειδικά των πρώτων δύο οι οποίοι έχουν ήδη γίνει δεκτοί από την Υπηρεσία Ασύλου, ως έχει ειπωθεί στην απόφαση της Προέδρου του παρόντος Δικαστηρίου Μ. Παπαντωνίου, υπόθεση Αρ. 7397/21, Ν. D. v. Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 09/05/2023, σε περίπτωση που ένας ισχυρισμός έχει κριθεί αποδεκτός, το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του αιτούντος στη βάση της αρχής της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικούμενου (βλ. σχετικά αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου R E κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 7651/2021, 31/10/2024, G T ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 1441/2022, 9/7/2024).

 

Εξετάζοντας τον μελλοντοστραφή κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στην χώρα καταγωγής του, λαμβάνοντας υπόψιν εν προκειμένω τις δηλώσεις του αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθόλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, θεωρώ ότι ορθώς κρίθηκε από τους καθ' ων η αίτηση ότι, παρά την πλήρωση της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας των 2 πιο πάνω ισχυρισμών του αιτητή, εντούτοις, δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να εκτεθεί, λόγω αυτών, σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Munyenge του Καμερούν. Ειδικότερα, οι απειλές που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε ο αιτητής από τους Ambazonians για να ενταχθεί στην ομάδα τους μεσολάβησαν το 2018 και σε κανένα σημείο της συνέντευξης του αιτητή δεν εμφαίνεται ότι εκείνο το χρονικό διάστημα, υλοποιήθηκαν οι εν λόγω με οποιοδήποτε τρόπο ή ότι οι αυτονομιστές είχαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην στρατολόγηση του Αιτητή στην ομάδα τους. Πρόσθετα, εξετάζοντας τον μελλοντοστραφή κίνδυνο, δεν εμφαίνεται ότι μετά την πάροδο τόσο χρόνων από το 2018, ενδέχεται να στοχοποιηθεί με οποιοδήποτε τρόπο από τους Ambazonians, ενόψει και του γεγονότος ότι δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε εξωτερική πηγή πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής του αιτητή, όπου να δεικνύει ότι με την επιστροφή οποιουδήποτε αιτητή, χωρίς συγκεκριμένο προφίλ ως ο αιτητής, θα στοχοποιηθεί από τους αυτονομιστές.

 

Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του Αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, δεν τεκμηρίωσε κανένα ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Συνακόλουθα, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Περί προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, δεν επικαλέστηκε πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας στην χώρα καταγωγής του, δυνάμει του άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του Περί Προσφύγων Νόμου.

Πρόσθετα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει το Δικαστήριο να διαπιστώσει αν στην περιοχή καταγωγής του Αιτητή υφίσταται 1) ένοπλη σύρραξη και εάν και εφόσον υφίσταται τότε 2) να διαπιστώσει αν στην εν λόγω περιοχή υπάρχει αδιάκριτη άσκηση βίας σε βαθμό τόσο υψηλό ώστε ο Αιτητής να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως άμαχος πολίτης. Παράλληλα το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τυχόν ειδικό κίνδυνο που διατρέχει ο Αιτητής από την ατομική του κατάσταση και τυχόν προσωπικές περιστάσεις σε συνδυασμό με τις συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας (σε μικρότερο βαθμό), σύμφωνα με την αναπροσαρμοσμένη κλίμακα που καθορίστηκε στην απόφαση Elgafaji[1] του ΔΕΕ. Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του ΕΑΣΟ – Δικαστική Ανάλυση, σχετικά με την ανάλυση του άρθρου 15 (γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ «Βάσει του άρθρου 15 στοιχείο γ), ένα πρόσωπο που διατρέχει γενικό κίνδυνο δεν αποκλείεται να διατρέχει και ειδικό κίνδυνο, και το αντίστροφο. Πράγματι, το ΔΕΕ διατύπωσε την έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, σύμφωνα με την οποία: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας (Elgafaji, σκέψη 39· Diakité, σκέψη 31). Το αντίστροφο ισχύει επίσης: κατ’ εξαίρεση, ο βαθμός βίας μπορεί να είναι τόσο υψηλός ώστε ένας άμαχος να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στο έδαφος της επηρεαζόμενης χώρας ή περιοχής (σκέψη 43). Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντέβαινε στην [τότε] αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας, καθώς το γράμμα αυτής προβλέπει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξαιρετικής κατάστασης (59)…»[2]

 

Επομένως, εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 15 (γ) του κατά πόσον υφίσταται ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν και την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, αξίζει να αναφερθούν τα κατωτέρω.

 

Το Καμερούν είναι πλειοψηφικά μια γαλλόφωνη χώρα και οι βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του, αποτελούνται από Αγγλόφωνους, οι οποίοι διαμαρτύρονται ότι η Κυβέρνηση σκόπιμα τους έχει απομονώσει και  περιθωριοποιήσει.[3] Οι Αγγλόφωνοι συγκεντρώνονται κυρίως σε δύο δυτικές περιοχές, τη Βορειοδυτική και τη Νοτιοδυτική Περιφέρεια, όπου μετά το τέλος της αποικιακής περιόδου στην Αφρική ενσωματώθηκαν στο γαλλόφωνο κράτος πριν από πολλές δεκαετίες.[4]

 

Ο Αγγλόφωνος πληθυσμός ξεκίνησε ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας το 2016 με αιτήματα για πλήρη ανεξαρτησία από τον γαλλόφωνο πληθυσμό αλλά παρ΄ όλα αυτά εκφυλίστηκε σε συγκρούσεις με την Κυβέρνηση, μετά την καταστολή των διαδηλώσεων από αυτήν. Από αυτές τις συγκρούσεις, έχουν σκοτωθεί έκτοτε χιλιάδες άτομα – 3000 σε αριθμό - πάνω από 900000 άτομα εγκατέλειψαν τις οικίες τους, και περίπου 800000 παιδιά παρέμειναν εκτός σχολείου. Ο στρατός έχει κατηγορηθεί για εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε μικρότερο βαθμό, παρόμοια ευθύνη φέρουν και οι διάφορες αυτονομιστικές δυνάμεις των Αγγλόφωνων που αγωνίζονται για μια ανεξάρτητη «Αμπαζόνια».[5]

Σύμφωνα με έκθεση του Human Rights Watch «Ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις έχουν διαπράξει παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων μαζικών δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά… Οι αυτονομιστές, που έχουν επιβάλει βίαια μποϊκοτάζ στην εκπαίδευση από το 2017, συνέχισαν [κατά το 2021] να επιτίθενται σε φοιτητές και επαγγελματίες της εκπαίδευσης. Ανταποκρινόμενες στην ένοπλη σύγκρουση, οι κυβερνητικές δυνάμεις είναι επίσης υπεύθυνες για παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των παράνομων δολοφονιών και των αυθαίρετων συλλήψεων»[6].

 

Το 2022, ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Συνεχίζοντας η κρίση για έκτη συναπτή χρονιά, τον Αύγουστο του 2022 μετατοπίστηκαν εσωτερικά της χώρας 598.000 άνθρωποι και τουλάχιστον δύο εκατομμύρια χρειάστηκαν ανθρωπιστική βοήθεια. Οι αυτονομιστές μαχητές συνέχισαν να σκοτώνουν, να βασανίζουν, να επιτίθενται και να απαγάγουν αμάχους. Συνέχισαν επίσης τις επιθέσεις τους κατά των μαθητών, των δασκάλων και της εκπαίδευσης, στερώντας από χιλιάδες μαθητές το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν στις αυτονομιστικές επιθέσεις, στοχεύοντας συχνά αμάχους σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές.[7]

 

Επομένως στην βάση των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι υφίσταται εσωτερική ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν, η πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Παράλληλα όμως θα πρέπει να υφίσταται και αδιάκριτη βία σε τέτοιο υψηλό βαθμό - όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτων των προσωπικών τους περιστάσεων, ως ένας γενικότερος κίνδυνος βλάβης κατά αμάχου – που η απλή παρουσία αμάχου στην περιοχή θα συνιστά πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ουσιώδη βλάβη. Στη σκέψη 30 της απόφασης Diakité, το ΔΕΕ επισήμανε τα εξής: «Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως μπορεί να συνεπάγεται την παροχή της επικουρικής προστασίας μόνο στο μέτρο που οι συγκρούσεις μεταξύ των τακτικών δυνάμεων ενός κράτους και ενός ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων θεωρούνται κατ’ εξαίρεση ότι συνεπάγονται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία, υπό την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ), της οδηγίας 2004/83, διότι ο βαθμός της αδιάκριτης ασκήσεως βίας που τις χαρακτηρίζει είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί την εν λόγω απειλή (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, Elgafaji, σκέψη 43)»[8].

 

Στη σκέψη 35 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο ανάφερε το εξής: «Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ’, της οδηγίας»[9].

 

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν όσον αφορά την Αγγλόφωνη κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές και συγκεκριμένα στη νοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, όπου ανήκει γεωγραφικά η πόλη Munyenge, η οποία θεωρείται το τελευταίο μέρος συνήθους διαμονής του Αιτητή για να διαπιστώσει κατά πόσον υφίσταται αδιάκριτη βία κατά των αμάχων λόγω εσωτερικής ή διεθνούς σύρραξης εκεί και εάν ναι, να διερευνηθούν τα επίπεδα στα οποία ανέρχεται η έντασή της.

 

Οι δείκτες του ACAPS όσον αφορά το επίπεδο σοβαρότητας της κατάστασης που συνδέονται με την Αγγλόφωνη Κρίση στο Καμερούν (τελευταία ενημέρωση 28/02/2025) την κατατάσσουν σε υψηλά επίπεδα (3.6 high)[10].

Σημειώνεται ότι ο συνολικός πληθυσμός της Νοτιοδυτικής Περιοχής του Καμερούν ανέρχεται σε 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με καταμέτρηση που έλαβε χώρα το έτος 2015.[11]

 

Στην περιοχή South West, στην οποία υπάγεται το χωριό Munyenge, κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο (23/03/2024 – 21/03/2025) καταγράφηκαν 728 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προήλθαν 724 καταγεγραμμένες απώλειες[12]. Εξ αυτών των περιστατικών τα 263 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες (με 559 απώλειες), τα 22 ως εξεγέρσεις (με 3 απώλειες), τα 428 ως βία κατά αμάχων (με 146 απώλειες), και τα 15 ως εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (16 απώλειες)[13]. Συγκεκριμένα στην περιοχή Munyenge για την ίδια χρονική περίοδο σημειώθηκαν 4 περιστατικά βίας κατά αμάχων (9 απώλειες), 7 περιστατικά μάχης (12 απώλειες) και 1 περιστατικό έκρηξης/απομακρυσμένης βίας (χωρίς συνδεόμενη απώλεια)[14].

Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της νοτιοδυτικής Περιοχής του Καμερούν ανέρχεται σε 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με καταμέτρηση που έλαβε χώρα το έτος 2015,[15] καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών στην εν λόγω περιοχή από την οποία κατάγεται ο αιτητής από περιστατικά ασφαλείας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας.

Συμπερασματικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι αν και τα επίπεδα αδιακρίτως ασκούμενης βίας στη νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν καταγράφονται υψηλά λόγω της εσωτερικής ένοπλης σύρραξης που λαμβάνει χώρα εκεί στα πλαίσια της Αγγλόφωνης κρίσης, η πόλη Munyenge, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή στον οποίο ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, δεν πλήττεται από συγκρούσεις τέτοιας έντασης και συχνότητας που θα μπορούσε να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, ο Αιτητής θα κινδύνευε αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας εκεί σε συνάρτηση με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας.

 

Λαμβάνοντας επίσης υπόψη την απουσία ιδιαίτερων επιβαρυντικών περιστάσεων στο προφίλ του Αιτητή εφαρμόζοντας την «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα», το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου και άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, καθώς η  φύση, η ένταση και η έκταση της σύγκρουσης στην πόλη Munyenge, μαζί με το ατομικό προφίλ του Αιτητή δεν συνηγορούν υπερ του ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής του εκεί.

 

Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (International Organization for Migration- IOM) έχουν θέσει σε εφαρμογή ένα κοινό πρόγραμμα το οποίο διευκολύνει την εθελούσια επιστροφή Καμερουνέζων πολιτών στη χώρα καταγωγής τους, καθώς επίσης παρέχει υποστήριξη στους επιστραφέντες με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη ζωή του Cameroon (επαγγελματικός προσανατολισμός, πρακτική εκπαίδευση, εκθέσεις ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίας, συνεδρίες συμβουλευτικής).[16] Βασικοί μέτοχοι στο πρόγραμμα εντός του Cameroon είναι το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων (Ministry of External Relations), η Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας (General Direction for National Security), το Υπουργείο Δημόσιας Υγείας (Ministry of Public Health), το Υπουργείο Κοινωνικών Θεμάτων (Ministry of Social Affairs), το Υπουργείο Νεότητας και Πολιτικής Αγωγής (Ministry of Youth and Civic Education), καθώς και η Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας (Direction of Civil Protection) του Υπουργείου Εδαφικής Διοίκησης (Ministry of Territorial Administration)[17].

 

Βάσει των ανωτέρω πληροφορίων περί εμπλοκής του ΙΟΜ στην διαδικασία εθελούσιας επιστροφής και του μεγάλου αριθμού των Καμερουνέζων που έχουν ωφεληθεί από το πρόγραμμα, προκύπτει ότι σε ένα γενικό πλαίσιο η επιστροφή στο Cameroon δεν είναι αδύνατη και αφ’ εαυτής επικίνδυνη για ένα άμαχο πολίτη να επιστρέψει στη χώρα.

 

Η πόλη Munyenge, που ανήκει γεωγραφικά στην νοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, από την οποία κατάγεται ο Αιτητής και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή διαμονής του βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή ως παρατέθηκε ανωτέρω, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται, βάσει και της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, ως παρατέθηκε ανωτέρω, ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ, ως αναφέρθηκαν ανωτέρω. Λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες του περιστάσεις, ήτοι ότι αυτός συνιστά ενήλικο άνδρα, υγιή, ικανό προς εργασία αλλά και με εργασιακό υπόβαθρο στην χώρα καταγωγής του, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην Munyenge της νοτιοδυτικής Περιοχής.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι η περίπτωση του Αιτητή δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα ως ορίζονται στα άρθρα 3-3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του πιο πάνω Νόμου. Συνακόλουθα, ο Αιτητής  δεν επικαλέστηκε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται, και ούτε προκύπτει (ως αναλύθηκε ανωτέρω), ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ώστε να του δοθεί συμπληρωματική προστασία. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι δεν μπορούσε να του παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Ακολούθως, θα προχωρήσω να εξετάσω τον ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή για πλάνη περί τα πράγματα και/ή νομική πλάνη.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή για πλάνη περί τα πράγματα, δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο στην διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης δια της παρούσης πράξης στο οποίο να εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα σύμφωνα με το άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο Ν. 158 (Ι)/1999 και συνεπεία της οποίας η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να μπορεί να θεωρηθεί πάσχουσα συνεπεία τέτοιας πλάνης περί των γεγονότων. Οι καθ' ων η αίτηση υπήγαγαν τα γεγονότα του Αιτητή στις σχετικές διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και η κρίση τους είναι ορθή. Συνακόλουθα, ουδεμία πλάνη διαπιστώνεται εν προκειμένω και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του Αιτητή επίσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Όταν η πλάνη αφορά σε λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου ή/και σε κακή εφαρμογή των διατάξεων του νόμου τότε συντρέχει πλάνη περί το Νόμο και η απόφαση του αρμόδιο οργάνου υπόκειται σε ακύρωση για παράβαση νόμου (βλ. Ν. Χρ. Χαραλάμπους, Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, 2006, σελ. 238).Δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο στην διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης δια της παρούσης πράξης στο οποίο να εμφιλοχώρησε νομική πλάνη και συνεπεία της οποίας η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να μπορεί να θεωρηθεί πάσχουσα συνεπεία τέτοιας πλάνης. Επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Αιτητή.  Κρίνω ότι η επίδικη πράξη είναι ορθή.

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. 

                                                                             

 

                                                                                  

                                                                                Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009, διαθέσιμη σε

 https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:62007CJ0465&from=EN (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/03/2024).

[2] EASO, (EUAA, European Union Agency for Asylum), Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση (2014), σελ. 28, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/03/2024).

[3] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/03/2024).

[4] AFP, ‘Cameroon Anglophone separatist leader get life sentence: Lawyers’, 20/08/2019, in Al Jazeera, διαθέσιμο σε https://www.aljazeera.com/news/2019/8/20/cameroon-anglophone-separatist-leader-gets-life-sentence-lawyers (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/03/2024).

[5] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/03/2024).

[6] Human Rights Watch, ‘Cameroon - Events of 2021’, World Report 2022, n.d., διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/03/2024).

[7] Human Rights Watch, ‘Cameroon - Events of 2022’, World Report 2023, n.d., διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2023/country-chapters/cameroon#:~:text=Government%20forces%20subjected%20Cameroonian%20asylum,thus%20impeding%20freedom%20of%20movement%2C (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/03/2024).

[8] ΔΕΕ, C-285/12, Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ,ημερομηνίας 30/01/2014,  διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=EE88B568A1B6F9256073AA14860957BE?text=&docid=147061&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=2520886 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/03/2024).

[9] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009

[10] Assessment Capacities Project/ACAPS, ‘Cameroon, Current Crises in Cameroon’, CMR003 – Anglophone Crisis, last updated 26/09/2024, διαθέσιμο σε https://www.acaps.org/country/cameroon/crisis/anglophone-crisis

[11] City Population, Cameroon, Sud-Ouest (South West), https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/?admid=6823

[12] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): Cameroon, year 2023: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 8 April 2024, https://www.ecoi.net/en/file/local/2107093/2023yCameroon_en.pdf

[13] ACLED -Explorer, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο Explorer - ACLED (acleddata.com) με συναφή παραμετροποίηση

[14] Ό.π.

[15] City Population, Cameroon, Sud-Ouest (South West), https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/?admid=6823 > (ημερομηνίας τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025).

[16] ΙΟΜ, ‘Areas of Work, Reintegration’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/reintegration   (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/03/2024)

[17] ΙΟΜ, ‘Reintegration for Migrants Returning to Cameroon’, Info sheet, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/03/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο