
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 344/2024
04 Μαρτίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D.G.K., εκ Καμερούν
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Α. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 27/12/23 (του κοινοποιήθηκε 22/01/24) με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 05/05/22, ακολούθησε η συνέντευξη του στις 17/11/23, στις 21/11/23 ετοιμάστηκε έκθεση/εισήγηση και στις 27/11/24 απορρίφθηκε το αίτημα του, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Μέσω της Γραπτής Αγόρευσης υιοθετείται η ουσία του αιτήματος διεθνούς προστασίας προβάλλοντας έλλειψη έρευνας επί των περιστάσεων της υπόθεσης του. Υποστηρίζεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του όπως αυτό διαφυλάσσεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στα Άρθρα 13Α(7) και 18(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) και αναφέρει ότι στα πλαίσια της συνέντευξης δεν παρασχέθηκε διερμηνέας αγγλικής γλώσσας και η συνέντευξη/επικοινωνία διενεργήθηκε στην αγγλική γλώσσα μόνο μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και Αιτητή. Πουθενά, αναφέρει, δεν προκύπτουν στοιχεία τα οποία να διασφαλίζουν τα εχέγγυα ικανότητας του λειτουργού να διεξάγει την συνέντευξη στην αγγλική γλώσσα, ούτε ο Αιτητής ενημερώθηκε για το δικαίωμα του να έχει διερμηνέα κατά τη συνέντευξη. Παραπέμποντας στις αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Υπ. Αρ. 4188/21, ημερ.28/04/23 και Υπ. Αρ. 1061/22, ημερ. 11/09/23, τονίζει ότι η μη παραχώρηση διερμηνείας αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επιπλέον, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι παραβιάστηκαν τα Άρθρα 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), σε συνάρτηση με το αφήγημα του, τον φόβο δίωξης του και της αξιολόγησης εσωτερικής του αξιοπιστίας. Προβάλλεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις πρόσφυγα λόγω των ισχυρισμών του, οι προϋποθέσεις μορφών δίωξης και του φορέα δίωξης και/ή τουλάχιστον δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας λόγω της κατάστασης ασφαλείας σε συνάρτηση με τις δηλώσεις του. Ούτε είναι εφικτή η εσωτερική μετεγκατάσταση λόγω των περιστάσεων του και/ή εξαιτίας του γενικευμένου κινδύνου που επικρατεί.
Οι Καθ΄ ων η Αίτηση σε απάντηση των ισχυρισμών του Αιτητή υιοθέτησαν το περιεχόμενο της Ένστασης και του διοικητικού φακέλου και ανέφεραν ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι γενικοί, αόριστοι και δεν αιτιολογούνται πλήρως με την Γραπτή του Αγόρευση κατά παράβαση των σχετικών διαδικαστικών κανονισμών. Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εκ του Νόμου παρεχόμενων εξουσιών τους, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, με αποτέλεσμα η επίδικη πράξη να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Αναφέρουν ότι ο Αιτητής κρίθηκε εσωτερικά αναξιόπιστος λόγω αντιφάσεων και ανακριβειών που καταγράφονται αναλυτικά στην έκθεση/εισήγηση, απορρίπτουν τους ισχυρισμούς για υποχρέωση παροχής διερμηνείας σε όλες τις περιπτώσεις και/ή ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του, όπως επίσης απορρίπτουν την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση των Άρθρων 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000). Καταλήγουν ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Με την Γραπτή Απάντηση της η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει νέο λόγο ακύρωσης με τον οποίο διατείνεται ότι η εξουσιοδότηση προς τον κο Α. Αγρότη πάσχει και/ή είναι άκυρη καθότι αυτή δόθηκε από τον κο Νουρή τέως Υπουργό Εσωτερικών.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Η δικηγόρος του Αιτητή ζητά από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του όπως αυτό διαφυλάσσεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στα Άρθρα 13Α(7) και 18(1) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) και/ή ότι δεν παρασχέθηκε διερμηνέας κατά τη συνέντευξη και/ή ήτο υποχρέωση των Καθ’ ων η Αίτηση να εξασφάλιζαν μεταφραστή κατά τη συνέντευξη και/ή ούτε προκύπτει οτιδήποτε που να υποστηρίζει την κατάρτιση του λειτουργού στην αγγλική γλώσσα.
Οι διατάξεις του Άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) υπό τον τίτλο «Αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλων αρχών της Δημοκρατίας» προνοούν, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα εξής:
«18.(1) Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε προσωπικής συνέντευξης πραγματοποιείται με τον αιτητή, στα πλαίσια είτε της ταχύρυθμης είτε της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, κανένα πρόσωπο πλην του αιτητή, του δικηγόρου ή του νομικού του συμβούλου, του αρμόδιου λειτουργού, του κηδεμόνα ανηλίκου και του αναγκαίου διερμηνέα δύναται να παρευρίσκεται, εκτός εάν άλλως ζητήσει ο ίδιος ο αιτητής.
[...]
(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον αιτητή, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές.
(2Α) (α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο-
(i) δύναται να μεριμνά για την ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης και, σε τέτοια περίπτωση, λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε η καταγραφή ή/και το κείμενο της απομαγνητοφώνησης να διατίθεται σε σχέση με το φάκελο του αιτητή∙
(ii) είτε συντάσσει διεξοδική και εμπεριστατωμένη γραπτή έκθεση η οποία περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των γεγονότων, είτε απομαγνητοφωνεί την τυχόν ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης∙
(iii) παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να παράσχει διευκρινίσεις προφορικά ή/και γραπτώς σε σχέση με τυχόν εσφαλμένες μεταφράσεις ή παρερμηνείες που περιλαμβάνονται στην γραπτή έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης, στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης ή εντός καθορισμένου χρονικού ορίου πριν λάβει απόφαση ο Προϊστάμενος επί της αίτησης∙
(iv) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (iii), ενημερώνει πλήρως τον αιτητή για το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή για ουσιώδη στοιχεία του κειμένου της απομαγνητοφώνησης, με τη συνδρομή διερμηνέα εάν είναι απαραίτητο, και κατόπιν ζητά από τον αιτητή να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την συνέντευξη· σε περίπτωση που ο αιτητής αρνείται να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την προσωπική συνέντευξη, οι λόγοι άρνησής του καταχωρίζονται στον προσωπικό του φάκελο και η άρνηση αυτή δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.
[...]»
[ο τονισμός δικός μου]
Το δε Άρθρο 12(1)(β) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), προνοεί ότι:
«1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:
[…]
β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα. Σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες περιπτώσεις όπου οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτούντα, οι εν λόγω υπηρεσίες αμείβονται από το Δημόσιο·
[…]»
[ο τονισμός δικός μου]
Καθίσταται σαφές τόσο από τις πρόνοιες εθνικής νομοθεσίας όσο και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ, που αφορά κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ότι η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν απαιτείται, λοιπόν, η παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη οριζόντια και/ή σε όλες τις περιπτώσεις, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για τη διεξαγωγή της συνέντευξης, αλλά ούτε και στην παρούσα περίπτωση αποτελεί πλημμέλεια στη διαδικασία της συνέντευξης, όπου η επικοινωνία διενεργήθηκε στην αγγλική γλώσσα μόνο μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και Αιτητή. Ο ίδιος ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του καταγράφει ότι μητρική του γλώσσα είναι η Αγγλική (ερυθρό 3 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρό 50 ΔΦ) και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρά 50-25 ΔΦ). Με το πέρας της συνέντευξης προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης και κατόπιν ανάγνωσης του κειμένου των πρακτικών της συνέντευξης, υπέγραψε βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφονται (στο πρακτικό της συνέντευξης του) αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης του. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης γίνεται ενδελεχής ενημέρωση του για τη διαδικασία της συνέντευξης και της διενέργειας της και/ή κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την εν λόγω διαδικασία και/ή δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ο ισχυρισμός για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απορρίπτεται ως αβάσιμος (ως η ανωτέρω ανάλυση).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί παράβασης των Άρθρων 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) αυτός δεν γίνεται αποδεκτός. Το σχετικό άρθρο του Νόμου για ιατρική και ψυχολογική εξέταση αιτητή αφορά στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν: «(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και (β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.». Στην παρούσα περίπτωση, ο λειτουργός δεν έκρινε σκόπιμο ο Αιτητής να παραπεμφθεί σε ειδική εξέταση σε ιατρό ή ψυχολόγο ούτε αυτό εμπόδισε τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης. Άλλωστε έγινε σχετική αξιολόγηση του Αιτητή στη βάση του Άρθρου 9ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) (ερυθρά 19-11 ΔΦ) βάση των οποίων δεν καταδειχθήκαν ουσιαστικές ενδείξεις ευαλωτότητας που να επηρεάζουν την διαδικασία συνέντευξης. Εξάλλου, κατά το στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε ιατρικό πρόβλημα ή πρόβλημα με την υγεία του, ούτε ότι έχει οιεσδήποτε ειδικές ανάγκες (ερυθρό 50-49 ΔΦ). Σημειώνεται δε ότι ούτε η συνήγορος του Αιτητή υπέδειξε μέσω τεκμηριωμένων λόγων ακύρωσης κατά πόσο επηρεάστηκαν οι δηλώσεις του Αιτητή κατά την συνέντευξη λόγω δυσχερούς ψυχολογικής και/ή σωματικής κατάστασης και/ή ούτε υποδείχθηκαν σοβαρές ενδείξεις ευαλωτότητας και/ή οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο Αιτητής χρήζει ψυχολογικής ή ψυχιατρικής παρακολούθησης ή νοσηλείας που τυχόν επηρέαζε την αξιολόγηση του αιτήματος του.
Απορρίπτεται και ο ισχυρισμός για μη έγκυρη εξουσιοδότηση του Α. Αγρότη, καθότι αυτή δόθηκε από τον κο. Νουρή τέως Υπουργό Εσωτερικών και/ή όχι από τον νυν Υπουργό Εσωτερικών, για αριθμό λόγων. Καταρχάς δεν δικογραφείται ως λόγος ακύρωσης και/ή εγείρεται στα πλαίσια Γραπτής Απάντησης, δεν καλύπτεται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς όπως αυτοί διατυπώνονται στα σημεία 1-4 του δικογράφου της προσφυγής, δεν επιτρέπεται η εισαγωγή εντελώς νέων λόγων ακύρωσης μέσω Αγορεύσεων πέραν εκείνων που έχουν καταγραφεί στην αίτηση, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599 (Απόφαση Πογιατζή, Δ.), Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 (Απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε).
Ούτε δε η συνήγορος του Αιτητή με τον ελλιπή της ισχυρισμό έχει ανατρέψει το τεκμήριο κανονικότητας της διοικητικής πράξης (Βλέπε Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, ημερ.12/03/2001, Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929) και/ή ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση είναι άκυρη με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να λήφθηκε από μη εξουσιοδοτημένο και εν τέλει αναρμόδιο πρόσωπο. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 27/11/23 λήφθηκε από τον κ. Α. Αγρότη στη βάση ισχύουσας εξουσιοδότησης ημερομηνίας 09/06/22 που εντοπίζεται ως ερυθρό 23 ΔΦ. Με βάση αυτήν δόθηκε εξουσιοδότηση από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών προς τον κο Αγρότη όπως εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Υπάρχει δηλαδή, ρητή διάταξη Νόμου που να επιτρέπει την μεταβίβαση της εξουσίας λήψης τέτοιων αποφάσεων σε οποιοδήποτε άλλο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου εκτός από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας αυτής (Βλέπε σχετικό Άρθρο 17(4) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1999 έως 2020 (Ν. 158 (Ι)/1999), βλέπε επίσης Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, (1997) 3 Α.Α.Δ 385). Δεδομένου του ότι η απόφαση η οποία λήφθηκε ήτο από εξουσιοδοτημένο από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο, δεδομένου του ότι επιτρέπεται η εκχώρηση αυτών των εξουσιών δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου 2 του Ν.6(Ι)/2000 και λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση (που περιέχει ρητά τις εν λόγω αρμοδιότητες) δεν είχε ανακληθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο από το όργανο που τη μεταβίβασε - μέχρι την ανάκλησή της και/ή μέχρι την σύνταξη τυχόν νέας εξουσιοδότησης η μεταβίβαση αρμοδιότητας ισχύει. Δεν θα ήτο αναμενόμενο (όπως έχει πάγια νομολογηθεί) να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός (Βλέπε Ε.Δ.Δ.Αρ.63/2018 Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 1. Υπουργείου Οικονομικών, 2. Τμήματος Τελωνείων ν. A.H.T. ADVANCES HEATING TECHNOLOGIES, ημερομηνίας 11/01/24 (απόφαση Ανωτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία), με ανασκόπηση και της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος).
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης του Αιτητή σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και/ή τους λόγους που συναρτώνται με την μη εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης του.
Κατά τη συνέντευξή του και αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής πρόβαλε ότι είναι ενήλικας, υπήκοος Καμερούν, με τόπο καταγωγής τη Bafoussam και τόπο συνήθους διαμονής τη Bamenda της περιοχής Northwest. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση είναι άγαμος και άτεκνος, η μητέρα του έχει αποβιώσει και ο πατέρας του διαμένει στην Douala, πως έχει έναν αδερφό και δύο αδερφές καθώς και πως είχε ακόμα έναν αδερφό ο οποίος, ωστόσο, αποβίωσε. Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο είναι απόφοιτος πανεπιστημίου με επαγγελματική εμπειρία ως συγκολλητής. Στην αίτηση του και στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα του επειδή ήταν καταζητούμενος από τον καμερουνέζικο στρατό λόγω του ότι έδωσε στους αποσχιστές το ποσό των 200.000 φράγκων, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ότι είναι χορηγός τους. Ο Αιτητής δήλωσε πως λόγω αυτού η ζωή του ήταν σε κίνδυνο, με αποτέλεσμα να φύγει αρχικά για την Douala και, εν συνεχεία, να εγκαταλείψει τελείως τη χώρα.
Κατά το στάδιο της αξιολόγησης αξιοπιστίας ο λειτουργός αποδέχθηκε ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν με αποδεκτά προσωπικά στοιχεία, ως επίσης αποδεκτός έγινε και ο ισχυρισμός του για την γενικότερη κατάσταση ανασφάλειάς που επικρατεί. Απέρριψε, όμως, τον ισχυρισμό του ότι λόγω του ότι βρισκόταν σε κίνδυνο από τον στρατό του Καμερούν διότι κατηγορήθηκε ότι χρημάτισε την ομάδα των Amba[1]. Κρίθηκε πως δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες, ενώ σημείωσε πως από τις απαντήσεις του απουσίαζε η ευλογοφάνεια. Ειδικότερα σημειώθηκε ότι:
- Ο Αιτητής ανέφερε πως δεν γνώριζε ότι εάν έδινε χρήματα στους Ambazonians θα τον κατηγορούσαν εν συνεχεία.
- Τονίστηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν εφικτό να θυμηθεί το πότε ακριβώς κατηγορήθηκε από τον στρατό, καθώς αυτός ανέφερε γενικώς ότι συνέβη εντός του 2022. Ταυτόχρονα, δεν υπήρξε σαφής και συνεκτικός κατά τον λειτουργό όσον αφορά το εάν συναντήθηκε ο ίδιος με τον στρατό ή το εάν ο στρατός επισκέφθηκε την οικία του, δηλώνοντας αόριστα ότι ο στρατός πήγε στο σπίτι της γιαγιάς του τρεις φορές.
- Αναφορικά με την επίσκεψη του στρατού στην γιαγιά του, σημειώθηκε πως δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες και ταυτόχρονα παρατηρήθηκε και αντίφαση στα λεγόμενά του καθώς αρχικά ανέφερε πως η γιαγιά του δεν του είπε πως ο στρατός τον αναζητούσε, ενώ στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι η γιαγιά του τού είπε ότι τον έψαχναν.
- Ερωτηθείς εκ νέου ως προς το εάν συναντήθηκε με τον στρατό του Καμερούν, δήλωσε αόριστα πως αυτό συνέβη εντός του 2022 και πως ο ίδιος τράπηκε σε φυγή. Σημειώθηκε η αοριστία της απάντησής του, η αδυναμία του να τοποθετήσει χρονικά το συμβάν, η αντίφαση στα λεγόμενα του καθώς σε μεταγενέστερο σημείο δήλωσε ότι δεν συναντήθηκε με τον στρατό αλλά πως όταν τον είδε έτρεξε να κρυφτεί.
- Κληθείς να απαντήσει εάν όντως έδωσε χρήματα στους Ambazonians δήλωσε ότι τους έδωσε χρήματα μία φορά, ωστόσο, τονίστηκε ότι δεν αιτιολόγησε περαιτέρω αυτή την απόφασή του και/ή δεν ήταν σε θέση να πει πότε έδωσε χρήματα στους Ambazonians.
- Σημειώθηκε πως θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο από τον Αιτητή να μπορεί να τοποθετήσει χρονικά το περιστατικό και/ή δήλωσε απλώς αόριστα πως αυτό συνέβη εντός του 2021.
- Απάντησε με αοριστία ως προς το πως ο στρατός έμαθε ότι έδωσε χρήματα στους Ambazonians.
- Κρίθηκαν ως αντιφατικά τα όσα ανέφερε κατά το στάδιο εξέτασης της ευαλωτότητάς του με αυτά που υποστήριξε κατά την συνέντευξη καθότι εκεί καταγράφεται ότι ο στρατός ήρθε στο κατάστημά του και πως η γιαγιά του αποβίωσε όταν ήρθε ο στρατός, ενώ στη συνέντευξη δήλωσε πως η γιαγιά του διατηρούσε κατάστημα και πως ο ίδιος την βοηθούσε οικονομικά.
Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός που πρόβαλε ο Αιτητής για εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του. Δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι υφίσταται δίωξη από τις αρχές της χώρας του, ούτε προσέφερε συνεκτική και λεπτομερή περιγραφή των περιστατικών που αφορούν την κατ’ ισχυρισμό δίωξη του. Επιπλέον, υπέπεσε σε αντιφάσεις, οι περιγραφές του παρέμεναν καθ’ όλη τη συνέντευξη ανεπαρκείς, όπως επίσης σημειώνεται το περιορισμένο εύρος λεπτομερειών και συνοχής σε σχέση με το αφήγημα του που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την χώρα του. Ούτε παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, βλέπε επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα 3Α και 3Β του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του Αιτητή (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες). Επί αυτού του σημείου, επισημαίνεται ότι ναι μεν αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[2], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου «να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία»[3] και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[4]. Σημειώνεται δε ότι, όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δημιουργούν ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών ενός αιτούντος άσυλο (όπως την προκειμένη αυτή περίπτωση), ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση των προβαλλόμενων ανακριβειών των ισχυρισμών του[5] - προκύπτουν δε εμφανείς αντιφάσεις ως αναλύεται ανωτέρω. Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις του Αιτητή που έγιναν αποδεκτές δεν αποτελεί μέλος καμίας πολιτικής, θρησκευτικής, φυλετικής, εθνοτικής, στρατιωτικής ή κοινωνικής οργάνωσης ή ομάδας στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του και/ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) – λόγω εσωτερικής αναξιοπιστίας του.
Ούτε η περίπτωση του εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός κατά την νομική ανάλυση και/ή κατά την υπαγωγή των προσωπικών του δεδομένων του Αιτητή εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[6] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός εξέτασε κατά την νομική ανάλυση σε συνάρτηση με τη περιοχή προηγούμενης διαμονής του Αιτητή ότι δεν θα επηρεαστεί προσωπικά κατά την έννοια του Άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας 95/11/ΕΕ δηλαδή λόγω ύπαρξης σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Εξάλλου, η ύπαρξη «ένοπλης σύρραξης» στο έδαφος μιας χώρας ή μιας περιοχής της ή διάφορων περιοχών της, (όπως στην προκειμένη περίπτωση) αν και αναγκαία, δεν είναι επαρκής προϋπόθεση από μόνη της για παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[7], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[8], σκέψεις 30 και 31), λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ, το αίτημα του Αιτητή που δεν τεκμηριώθηκε (και/ή κρίθηκε αναξιόπιστος) δεν εγείρονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι μπορεί να τύχει συμπληρωματικής προστασίας (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31). Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων του αιτήματος του Αιτητή από τον λειτουργό στο μέρος της έκθεσης/εισήγησης και/ή αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής σε συνάρτηση με την περιοχή διαμονής του όπου γίνεται παράθεση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας και/ή εκτενής καταγραφή εξωτερικών πηγών πληροφόρησης σε σχέση με την περιοχή του. Παρόλο που ο λειτουργός σημειώνει ότι σύμφωνα με τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση που επικρατεί στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω περιοχές βρίσκονται υπό κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες και περιστατικά αδιακρίτως ασκούμενης βίας, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ως άτομο ενήλικο, υγιές, με μόρφωση και ικανό προς εργασία, δεν υφίστανται εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνον στη συγκεκριμένη περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει (ερυθρό 74-72 ΔΦ). Ο αποδεκτός ισχυρισμός του Αιτητή γενικά σε σχέση με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα του επιβεβαιώνεται από πηγές πληροφόρησης, παραμένει όμως δεδομένο λόγω της ανεπάρκειας και/ή αντιφάσεων του αφηγήματος του ότι δεν αποτελεί μέρος της διαμάχης μεταξύ των κρατικών δυνάμεων και των αυτονομιστών[9]. Ταυτόχρονα, επαναεπιβεβαιώνεται μετά από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου[10] η τότε εισήγηση με βάση τα ευρήματα του λειτουργού – ότι δεδομένης της έντασης της σύγκρουσης στην περιοχή επιστροφής του Αιτητή σε συνδυασμό με τις προσωπικές του περιστάσεις, στην περιοχή επιστροφής του δεν υπάρχει, γενικά, πραγματικός κίνδυνος να επηρεαστεί προσωπικά ως άμαχος λόγω «αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις εσωτερικής ένοπλης σύρραξης» καθότι τo προφίλ του Αιτητή δεν παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευαλωτότητας ή σημεία ευπάθειας, καθώς πρόκειται για ενήλικο άρρενα, με ικανότητα να εργαστεί και να έχει πρόσβαση σε μέσα αυτοσυντήρησης, χωρίς αναπηρία και χωρίς ιστορικό κάποιας σοβαρής ασθένειας. Ούτε τεκμηρίωσε η συνήγορος του Αιτητή επαρκώς ότι με την επιστροφή του θα υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, από δε συμπληρωματική έρευνα που έχει προβεί το Δικαστήριο, προκύπτει πως οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του δεν υποδεικνύουν ότι στοχεύονται συγκεκριμένα αγγλόφωνοι πολίτες για σύλληψη, παρενόχληση ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποκλειστικά και μόνο επειδή προέρχονται από τις εν λόγω περιοχές του Καμερούν ή/και είναι αγγλόφωνοι, ούτε (γενικότερα) ότι οι αγγλόφωνοι υπόκεινται σε μεταχείριση η οποία, από τη φύση της ή/και την επανάληψη, ή με συνδυασμό μέτρων, ισοδυναμεί με δίωξη[11]. Εξάλλου δε, ο Αιτητής μιλά και τη γαλλική γλώσσα, ενώ διέμενε για ορισμένο χρονικό διάστημα και σε εναλλακτικό τόπο διαμονής ήτοι στην Douala όπου διαμένει ακόμα και ο πατέρας του[12].
Η δε διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του Αιτητή διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις των Άρθρων 13, 13Α και 18 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά τη συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου, όπως επίσης και διευκρινιστικές ερωτήσεις για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες του, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις του επαρκώς το αίτημα του. Σε αντίθεση με τις θέσεις της συνηγόρου του, υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων του αιτήματος του Αιτητή από τον λειτουργό στο μέρος της έκθεσης/εισήγησης και/ή αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής σε συνάρτηση με την κατάσταση ασφαλείας και/ή τις συγκρούσεις που επικρατούν στο Καμερούν[13] σε συνάρτηση με το αίτημα του, λόγω όμως της εσωτερικής αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του το αίτημα του απορρίφθηκε στο σύνολο του. Ούτε δε θεωρώ, σε κάθε περίπτωση, ότι έχει τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του σε σχέση με τους συγκεκριμένους λόγους ακύρωσης.
Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Η Ambazonia, εναλλακτικά η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Αμβαζονίας» ή «Κράτος της Αμβαζονίας» είναι μια πολιτική οντότητα που αυτοανακηρύχθηκε από αγγλόφωνους αυτονομιστές που επιδιώκουν την ανεξαρτησία από το Καμερούν - Βλέπε επίσης σχετικά United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 20, 45, June 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf , επιπλέον, COI QUERY, EASO, 29/06/21, Forced recruitment by separatist groups, self-declared as Ambazonians, in the Anglophone regions, available at: https://euaa.europa.eu/
[2] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)
[3] Άρθρο 16(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023.
[4] Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023.
[5] Η απόφαση του ΕΔΔΑ, M.A. κατά Ελβετίας, προσφυγή αριθ. 52589/13, σκέψεις 62-67 παρέχει μια χρήσιμη αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο το ΕΔΔΑ αξιολόγησε τη βαρύτητα που δόθηκε σε κλήτευση και απόφαση τις οποίες υπέβαλε ο αιτών, επιβεβαιώνοντας στη σκέψη 62 ότι το αληθές της ιστορίας του αιτούντος πρέπει επίσης να αξιολογείται στο πλαίσιο των υποβαλλόμενων εγγράφων.
[6] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας
[7]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie
[8]Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides
[9] CGRS-CEDOCA - Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit: Cameroun; Régions anglophones : situation sécuritaire, 28/06/24, GPC - Global Protection Cluster: Protection Incident Trend Analysis: February 2024, 15/05/24
HRW - Human Rights Watch: World Report 2024 - Cameroon, 11/01/24
[10] Explorer - ACLED (acleddata.com) κατά την περίοδο 24/02/24 - 21/02/25 σημειώθηκαν στην περιοχή Southwest 977 περιστατικά ασφαλείας με 481 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 627 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (154 απώλειες), τα 290 ως μάχες (302 απώλειες), τα 31 ως εκρήξεις / απομακρυσμένη βία (17 απώλειες) τα 26 ως εξεγέρσεις (6 απώλειες) και τα 3 ως διαμαρτυρίες (2 απώλειες). Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της περιοχής Northwest ανερχόταν το 2015 σε 1.728.953 κατοίκους (Citypopulation, ‘Cameroon: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: Regions, Major Cities & Towns - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Web Information)
[11] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, April 22, 2024.
[12] Όσον αφορά την πόλη Douala, στην οποία διαβιεί ο πατέρας του Αιτητή και στην οποία στο παρελθόν είχε ζήσει και ο ίδιος, διαφαίνεται ότι στην περιοχή Littoral όπου ανήκει η Douala δεν παρουσιάζονται συνθήκες εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης καθώς αυτές περιορίζονται στις περιοχές Southwest, Northwest και Far North. Ωστόσο, για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν τα πλέον πρόσφατα ποσοτικά δεδομένα για την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή Littoral. Με βάση, λοιπόν, τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά την περίοδο 24/02/25 – 21/02/25 στην περιοχή Littoral 9 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως απόρροια 4 απώλειες. Εξ’ αυτών τα 5 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (2 απώλειες) και τα 4 ως εξεγέρσεις (2 απώλειες) σε συνάρτηση με εκτιμήσεις πληθυσμού της περιοχής Littoral που ανερχόταν το 2015 σε 3.335.000 κατοίκους.
[13] Βλέπε, μεταξύ άλλων, Rulac, 'Non-international Armed Conflicts in Cameroon' - https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon, CGVS/CGRA (Belgium), 'COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE' https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_Crise_anglophone_situation, USDOS, '2021 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon' (2022), UN OCHA, 'Cameroon Situation Report' - https://reports.unocha.org/en/country/cameroon/, UK Home Office, 'Country Background Note Cameroon' (2020)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο