K.J.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3443/2023, 28/3/2025
print
Τίτλος:
K.J.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3443/2023, 28/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  3443/2023

28 Μαρτίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

K.J.E.,

από Νιγηρία

             Αιτητής

                                    

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου,

                                              Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Ν. Πεσλίκα (κα) για Ν. Στυλιανού (κα)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Σ. Πιτσιλλίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 31.07.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 11.04.2022 και στις 25.04.2022 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 25.05.2022 και ακολούθως προσήλθε στις 26.07.2023 σε συνέντευξη με λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, στο εξής αναφερόμενη ως  «EUAA»), ο οποίος υπέβαλε στις 31.07.2023 Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 31.07.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 24.08.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου της ίδιας ημερομηνίας. Την απόφαση αυτήν αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής υποστηρίζει πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των γεγονότων και περιστατικών με αποτέλεσμα να προσκρούει προς τις αρχές του Δημοσίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου και της νομολογίας του ΔΕΕ. Περαιτέρω, η απόφαση πάσχει και λόγω έλλειψης αιτιολογίας καθώς τα όσα αναφέρονται σε αυτήν από τους Καθ’ ων η αίτηση είναι γενικά και αόριστα, ενώ προβάλλεται πως δε ζητήθηκαν από τον Αιτητή περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με ζητήματα στα οποία δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις. Καταληκτικά επισημαίνει ότι ο Αιτητής  πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου ενώ, επικουρικώς, θα μπορούσαν οι αρμόδιες αρχές να του παραχωρήσουν και το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. 

 

Με την απαντητική της αγόρευση η συνήγορος του Αιτητή υιοθετεί και επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς που αναπτύχθηκαν στην γραπτή αγόρευση τονίζοντας ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν διεξήγαγαν πλήρη έρευνα αναφορικά με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή προκειμένου να μπορέσουν να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα, με αποτέλεσμα να τελούν σε πλάνη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, επισημαίνω ότι αυτοί προωθούνται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.[1] Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.[2] Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία, ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία,[3] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[4] Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως.  

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία,[5] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[6] Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης.[7]

 

Αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ενόψει αυτού, οι γενικόλογοι λόγοι ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής απορρίπτονται ως αναιτιολόγητοι και αλυσιτελείς.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση  της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος άπτεται εν πάση περιπτώσει της ουσίας της υπόθεσης.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[8]

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς ο πατέρας του ήταν σπουδαίος παραδοσιακός γιατρός και μετά το θάνατό του, η κοινότητά ζήτησε από τον Αιτητή να αντικαταστήσει τον πατέρα του, όμως ο ίδιος δεν μπορούσε, καθώς είναι χριστιανός. Τον απείλησαν συνεπώς πως αν δεν υπακούσει θα τον σκοτώσουν, με τον Αιτητή να προστρέχει προς βοήθεια σε έναν πάστορα προκειμένου να του δώσει χρήματα για να εγκαταλείψει τη χώρα (βλ. ερ. 1 του δ.φ.).

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού της EUAA, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία ότι γεννήθηκε στην Umunede της πολιτείας Delta της Νιγηρίας, όπου και έζησε σταθερά όλη του τη ζωή έως ότου εγκατέλειψε οριστικά τη χώρα. Είναι Χριστιανός και ανήκει στην φυλή Igbo, ενώ αναφορικά με την οικογένειά του, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι μοναχοπαίδι, η μητέρα του πέθανε όταν ο ίδιος ήταν έφηβος, ενώ ο πατέρας του πέθανε το 2019 λόγω ασθένειας. Ως προς το εκπαιδευτικό του επίπεδο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι φοίτησε για έξι χρόνια στο Ede Gramma School στην Umunede, ωστόσο λόγω οικονομικών θεμάτων δεν ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του. Ως προς την επαγγελματική του απασχόληση ο Αιτητής προέβαλε ότι εργάστηκε σε καθαριστήριο ρούχων για δύο έτη, από το 2014 μέχρι και το 2016 και σταμάτησε την εργασία του καθώς ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης πέθανε.

 

Ως προς την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του (βλ. ερυθρά 27 1Χ του Δ.Φ.) ότι ο κύριος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι λόγω της επιθυμίας της κοινότητάς του να διαδεχθεί τον πατέρα του στα καθήκοντά του ως υπηρέτη μίας θεότητας και ως παραδοσιακού γιατρού. Εξήγησε δε ότι του είπαν πως εάν δεν υπηρετούσε την θεότητα τότε θα έχανε τη ζωή του.

 

Ερωτηθείς ως προς το τι θεωρεί πως θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία ο Αιτητής προέβαλε ότι θα χάσει τη ζωή του λόγω της άρνησής του να υπηρετήσει την θεότητα (βλ. ερυθρά 27 1Χ του Δ.Φ.).

 

Κατά την υποβολή περαιτέρω διευκρινιστικών ερωτήσεων από τον λειτουργό EUAA, ο Αιτητής αναφορικά με τον ρόλο του πατέρα του ως παραδοσιακού γιατρού, ανέφερε αρχικά ως παράδειγμα πως εάν κάποιος έσπαζε το πόδι του πήγαινε στον πατέρα του για θεραπεία ή εάν κάποιος έκλεβε και δεν το παραδεχόταν τότε ομοίως ο πατέρας του επενέβαινε. Εξήγησε δε ότι ο πατέρας του κατείχε τη θέση αυτή για πολλά χρόνια μέχρι και το 2019 οπότε και αποβίωσε. Ως προς το τι επακολούθησε του θανάτου του, ερωτηθείς σχετικώς, ο Αιτητής περιέγραψε ότι τα μέλη της κοινότητάς του επιθυμούσαν να συνεχίσει ο ίδιος, ως ο μοναδικός απόγονος του πατέρα του, να υπηρετεί τη θεότητα και πως, όταν εκείνος αρνήθηκε, ξεκίνησαν τα προβλήματά του (βλ. ερυθρά 27 2Χ του Δ.Φ.). Ως προς ποια ήταν η εν λόγω θεότητα, ο Αιτητής δήλωσε ότι επρόκειτο για την θεότητα του σιδήρου, ενώ επιβεβαίωσε εκ νέου ότι του ζητήθηκε αυτό έπειτα από τον θάνατο του πατέρα του (βλ. ερυθρά 26 1Χ του Δ.Φ.).

 

Κατόπιν σχετικής ερώτησης για τα επακόλουθα της άρνησής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του από έναν εκ των γηραιών της κοινότητάς του, ο οποίος τον επισκέφθηκε στην οικία του. Ανέφερε, επίσης, ότι οι απειλές συνεχίστηκαν, γεγονός που τον οδήγησε να καταφύγει σε έναν πάστορα προς αναζήτηση προστασίας. Όταν του ζητήθηκε να επανέλθει στο ζήτημα των απειλών, επανέλαβε ότι απειλήθηκε από τους γηραιούς της κοινότητας, προσθέτοντας ότι τον επισκέπτονταν κατ’ επανάληψη στο σπίτι του, ζητώντας του να συνεχίσει το έργο του πατέρα του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι απαντούσε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν λόγω της χριστιανικής του πίστης (βλ. ερυθρά 26 2Χ του Δ.Φ.).

 

Σε ερώτηση αναφορικά με την τελευταία φορά που απειλήθηκε, ο Αιτητής τοποθέτησε χρονικά το περιστατικό δύο μήνες πριν από την αναχώρησή του από τη Νιγηρία, επαναλαμβάνοντας ότι γηραιός της κοινότητας τον επισκέφθηκε και του ζήτησε να υπηρετήσει τη θεότητα. Προσέθεσε ότι είχε ένα ατύχημα με το ποδήλατό του, το οποίο απέδωσε στις απειλές που είχε δεχτεί, συγκεκριμένα στην προειδοποίηση ότι θα πεθάνει αν δεν υπηρετούσε τη θεότητα. Ως περαιτέρω δήλωσε, δεν προέβη σε καταγγελία στις αρχές, καθώς – όπως ισχυρίστηκε – αυτές δεν παρεμβαίνουν σε ζητήματα που άπτονται των τοπικών παραδόσεων (βλ. ερυθρά 25 1Χ του Δ.Φ.).

 

Τέλος, ερωτηθείς ως προς το εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της Νιγηρίας, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά λέγοντας πως οι διώκτες του θα καταφέρουν να τον εντοπίσουν καθώς θα τους ενημερώσει σχετικώς η θεότητα.

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο λειτουργός EUAA εντόπισε και εξέτασε συνολικά τρεις ισχυρισμούς:

 

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε πως στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι απειλήθηκε από την κοινότητά του επειδή ο πατέρας του ήταν παραδοσιακός γιατρός και, έπειτα από το θάνατό του το 2019, τα μέλη της κοινότητας ήθελαν τον ίδιο να υπηρετήσει τη θεότητα. Ως προκύπτει από το περιεχόμενο της Εισηγητικής Έκθεσης, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε καθώς τα λεγόμενά του αξιολογήθηκαν ως μη συγκεκριμένα και γενικόλογα, ενώ κρίθηκε περαιτέρω πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αιτιολογήσει επαρκώς και με τον απαιτούμενο βαθμό λεπτομέρειας τα όσα προέβαλε. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με το ότι ο πατέρας του Αιτητή ήταν παραδοσιακός γιατρός, ο λειτουργός EUAA τόνισε πως δόθηκε δύο φορές η ευκαιρία στον Αιτητή να δώσει περισσότερες σχετικές λεπτομέρειες, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό καθώς τα όσα δήλωσε ήταν πληροφορίες γενικού περιεχομένου χωρίς κάποια εξειδίκευση. Παράλληλα, σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι απειλήθηκε από τα άτομα της κοινότητάς του εξαιτίας της άρνησής του να διαδεχθεί τον πατέρα του έπειτα από τον θάνατο του τελευταίου το 2019, ο λειτουργός επισήμανε πως, ερωτηθείς σχετικά, ο Αιτητής δεν παρέθεσε συγκεκριμένες και επαρκώς συγκεκριμένες πληροφορίες, ενώ κληθείς να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο θα υπηρετούσε τη θεότητα, τοποθετήθηκε με γενικό τρόπο κα χωρίς να εξειδικεύσει τα λεγόμενά του. Ομοίως, το ίδιο παρατηρήθηκε  από τον λειτουργό EUAA αναφορικά με τις ερωτήσεις που αφορούσαν τα όσα διαδραματίστηκαν με τα μέλη της κοινότητάς του έπειτα από την άρνησή του να υπηρετήσει τη θεότητα. Ως προς την επίσκεψη ενός εκ των γηραιών στην οικία του ο λειτουργός EUAA εντόπισε έλλειψη λεπτομερειών, ενώ ο Αιτητής κρίθηκε επιφανειακός και αναφορικά με τις απειλές που ισχυρίστηκε πως δεχόταν έως και δύο μήνες προτού εγκαταλείψει οριστικά τη Νιγηρία.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο λειτουργός EUAA παρέθεσε πληροφορίες γενικού περιεχομένου αναφορικά με την ύπαρξη παραδοσιακών γιατρών στη Νιγηρία. Ωστόσο παρά το ότι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαίωσαν την ανωτέρω πρακτική, λόγω της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Εν συνεχεία ο λειτουργός EUAA προχώρησε σε εκτίμηση του μελλοντοστραφούς ρίσκου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελεί και το μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός. Ο λειτουργός EUAA σημείωσε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην πολιτεία Delta θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Παρατέθηκαν σχετικώς πληροφορίες γενικού περιεχομένου για την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, με έμφαση στην πολιτεία Delta. Με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως στην πολιτεία Delta δεν παρουσιάζονται σημαντικά ζητήματα ασφαλείας που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τον Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του.

 

Ακολούθως, κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός EUAA κατέληξε ότι ο Αιτητής δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του προσφυγικού καθεστώτος ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας Αναγνώρισης (Qualification Directive), ο λειτουργός EUAA σημείωσε πως με βάση τις επικαιροποιημένες πληροφορίες που παρατέθηκαν δεν παρατηρούνται ένοπλες συγκρούσεις στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός EUAA έκρινε ότι στη Νιγηρία δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης ή αδιάκριτης βίας σε τέτοια ένταση ούτως ώστε να προκύπτει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του Αιτητή.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού της EUAA όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Καταρχάς, συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι πως ο ίδιος είχε δεχθεί απειλές από την κοινότητά του, λόγω του ότι ο πατέρας του ήταν παραδοσιακός γιατρός και, μετά το θάνατό του το 2019, ήθελαν εκείνον να υπηρετήσει μία θεότητα, συμφωνώ και συντάσσομαι με την αξιολόγηση του λειτουργού EUAA περί έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή, την οποίαν κρίνω ως ορθή και τεκμηριωμένη. Η απουσία συγκεκριμένων και λεπτομερών πληροφοριών στο αφήγημα του Αιτητή, υπήρξαν ευλόγως καθοριστικά στοιχεία για την κατάληξη αυτή και έχοντας μελετήσει επισταμένα τα όσα ο Αιτητής ισχυρίστηκε είναι και η δική μου κατάληξή, πως δεν παρουσίασε ένα συνεκτικό, λογικά διαρθρωμένο, σταθερό και λεπτομερή ισχυρισμό.

 

Πρόσθετα των όσων επισήμανε ο λειτουργός EUAA, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ορισμένα πρόσθετα στοιχεία αναξιοπιστίας ή ανακρίβειας στους ισχυρισμούς του Αιτητή. Καταρχάς, ενώ δηλώνει ότι φοβόταν για τη ζωή του λόγω των απειλών, παραδέχεται ότι δεν προσέφυγε ποτέ στην αστυνομία, διότι —όπως είπε— πρόκειται για "θέμα παράδοσης" και "η αστυνομία δεν θα έκανε τίποτα". Αυτή η δήλωση του δεν είναι από μόνη της παράλογη, ωστόσο δε συνοδεύεται από καμία προσπάθεια, έστω επικοινωνίας με τρίτους (π.χ. εκκλησία, ΜΚΟ, κρατικές αρχές) που να ενισχύει την αίσθηση επείγοντος κινδύνου. Επί τούτου, σημειώνεται ότι η διεθνής προστασία παραχωρείται μόνο όταν δεν μπορεί να υπάρξει επαρκής και αποτελεσματική εθνική προστασία αφού αυτή είναι δευτερογενής της χώρας καταγωγής[9]

 

Έπειτα, υπάρχουν ενδείξεις επιλεκτικής ασάφειας. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής αναφέρεται σε ατύχημα με μηχανή, το οποίο συνδέει με τις απειλές, χωρίς ωστόσο να το στοιχειοθετεί. Αν αυτό είχε πράγματι συμβεί, θα περίμενε κανείς είτε κάποια θεραπευτική αγωγή, είτε καταγραφή, είτε σαφή περιγραφή των συνθηκών, ωστόσο παρά την ευκαιρία που του δόθηκε να αναπτύξει περαιτέρω το περιστατικό, ο Αιτητής περιορίστηκε σε γενικόλογες και μονολεκτικές αναφορές.

 

Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι ο πατέρας του πέθανε το 2019, ωστόσο ο Αιτητής δεν προσδιορίζει καμία απολύτως απειλή επί σειρά ετών, μέχρι την απειλή που κατ’ ισχυρισμόν έλαβε δύο μήνες προτού εγκαταλείψει τη Νιγηρία. Το γεγονός αυτό δεν έχει εξηγηθεί από τον Αιτητή και τούτο φρονώ πως είναι ένα ζήτημα που υπονομεύει σοβαρά τον ισχυρισμό του.

 

Πρόσθετα, ακόμα και οι απειλές που κατ’ ισχυρισμόν έλαβε ο Αιτητής, περιορίζονται σε λεκτικές μόνο απειλές χωρίς ο ίδιος να έχει υποστεί κάποια σωματική βλάβη αλλά ούτε και περιγράφει κάποια πράξη βίας ή ξεκάθαρη και σε ένταση απειλή θανάτου.

 

Επιπλέον, η φράση του αιτητή ότι "θα με βρουν οπουδήποτε στη Νιγηρία" δεν συνοδεύεται από καμία ανάλυση για το πώς μπορεί η κοινότητα του χωριού του να τον εντοπίσει σε πόλεις εκατοντάδων χιλιομέτρων, όπως η Abuja, και βασίζεται μόνο σε υποθέσεις και φόβο και όχι σε αντικειμενικές ενδείξεις. Η δήλωση του λοιπόν παραμένει σε επίπεδο υποκειμενικού φόβου, χωρίς καμία στήριξη ή ενδείξεις καταδίωξης, παρακολούθησης ή εντοπισμού στο παρελθόν.

 

Ενόψει των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μου ότι το αφήγημα του Αιτητή  παρουσιάζει σημαντικά λογικά, χρονικά και περιγραφικά κενά, καθώς και αντιφάσεις μεταξύ ισχυρισμών και αντιδράσεων. Ο Aιτητής δεν κατάφερε να παρουσιάσει έναν αξιόπιστο, σαφή και λεπτομερή ισχυρισμό, ικανό να στηρίξει την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης και συνεπώς η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του δε θεμελιώνεται.  

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, το Δικαστήριο διεξήγαγε ανεξάρτητη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την αφιέρωση ατόμων σε τοπικές θεότητες στη Νιγηρία, με έμφαση στην φυλή Igbo στην οποίαν ανήκει ο Αιτητής:

 

Πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου UCL (University College London) αναφέρει πως το ‘Osu’ είναι μια παραδοσιακή πρακτική των Igbo, στη νοτιοανατολική Νιγηρία. Στο παρελθόν το Osu περιλάμβανε την «αφιέρωση» ατόμων σε τοπικές θεότητες, «μεταμορφώνοντάς» τους σε «σκλάβους των θεών». Αν και τέτοιες αφιερώσεις δεν γίνονται πλέον, οι απόγονοι των Osu υποφέρουν από διακρίσεις και κοινωνικό αποκλεισμό. Ιστορικά, υπήρχαν διάφοροι τρόποι με τους οποίους ένα άτομο μπορούσε να γίνει Osu. Μερικοί αγοράστηκαν ως σκλάβοι και στη συνέχεια «αφιερώθηκαν» σε τοπικούς θεούς, είτε για να εξιλεωθούν για ένα έγκλημα που διέπραξε ο αγοραστής τους είτε για να ζητήσουν βοήθεια από τη θεότητα. Ένα άτομο μπορεί να αποκτήσει το καθεστώς του Osu μέσω της γέννησής του, εάν ένας από τους γονείς του ήταν Osu ή μέσω της εθελοντικής αναζήτησης ασύλου, λαμβάνοντας έτσι το καθεστώς Osu. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του υπερατλαντικού δουλεμπορίου, πολλοί επέλεξαν αυτό το μονοπάτι: έτρεχαν σε ένα ιερό και αφιερώνονταν για να αποφύγουν την πώληση. Μόλις αφιερώθηκαν ως Osu, γενικά εξοστρακίστηκαν από τις κοινότητες Igbo, αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζονταν με φόβο, θεωρούμενοι ως σκλάβοι μιας θεότητας. Ένας άλλος συνηθισμένος τρόπος για να γίνει κάποιος Osu ήταν μέσω του γάμου με έναν Osu, πράξη που είχε ως αποτέλεσμα επίμονες διακρίσεις γάμου ακόμη και σήμερα. Η εξάπλωση του Χριστιανισμού, η οποία έλαβε χώρα γρήγορα μεταξύ των Igbo τον 20ο αιώνα, αποθάρρυνε την πρακτική της λατρείας των τοπικών θεοτήτων. Η ιστορική πρακτική του Osu έχει τελειώσει. Η μελέτη καταλήγει στο ότι οι διακρίσεις πλέον έχουν πάρει άλλη μορφή και έχουν στόχο τους απογόνους εκείνων που ιστορικά προσδιορίζονταν ως Osu.[10]

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του αιτητή ότι απειλήθηκε επειδή αρνήθηκε να "υπηρετήσει τον Θεό" ως συνέχεια του ρόλου του πατέρα του είναι εξαιρετικά περιορισμένη έως ανεπαρκής. Ειδικότερα, οι σημερινές πρακτικές των Igbo δεν περιλαμβάνουν πλέον "αφιέρωση" σε θεότητες με την έννοια που περιγράφει ο Αιτητής, ούτε υπάρχουν αναφορές για οργανωμένες πιέσεις ή απειλές σε απογόνους “native doctors” ώστε να συνεχίσουν το έργο τους. Αντιθέτως, οι παραδοσιακές δοξασίες των Osu έχουν μετατραπεί σε κοινωνικά στερεότυπα, χωρίς τεκμήρια άσκησης σωματικής βίας ή απειλής ζωής από την κοινότητα. Δεν εντοπίζονται ανεξάρτητες πηγές που να υποστηρίζουν ότι στην εποχή μας υφίσταται συλλογική απαίτηση ή πρακτική μεταβίβασης “θεϊκής υποχρέωσης” από πατέρα σε παιδί, πόσο μάλλον με απειλές σε περίπτωση άρνησης.

 

Συνεπώς, η εξωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού του Αιτητή δεν είναι εδραιωμένη, καθώς δεν υποστηρίζεται από αντικειμενικά δεδομένα που να αποδεικνύουν ότι τέτοιου είδους περιστατικά (απειλές για να αναλάβει κάποιος "τη θέση του πατέρα του στην υπηρεσία θεότητας") συμβαίνουν στη σύγχρονη Νιγηρία και ειδικά μεταξύ των Igbo.

 

Yπό το πρίσμα των παραπάνω στοιχείων, προκύπτει ότι πάσχει και η εξωτερική αξιοπιστία καθώς ο ισχυρισμός του Αιτητή δεν υποστηρίζεται από εξωτερικές ενδείξεις που να τον καθιστούν συμβατό με την κατάσταση που περιγράφουν οι έγκυρες πηγές πληροφόρησης.

 

Ενόψει των πιο πάνω είναι η κατάληξή μου ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή κρίνεται συνολικά ως αναξιόπιστος, καθώς στηρίζεται σε γενικόλογες, ασύνδετες και ενίοτε αντιφατικές αναφορές, χωρίς να αποδεικνύεται ή να ενισχύεται από έγγραφα ή άλλα εξωτερικά στοιχεία. Το αφήγημα του στερείται ουσιαστικής λογικής συνέπειας και δεν πληροί τα ελάχιστα κριτήρια εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας που απαιτούνται για να στηρίξει αίτημα διεθνούς προστασίας.

 

Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσον αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή.

 

Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου: 

 

«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και λαμβάνοντας υπόψη τον ισχυρισμό του Αιτητή που έχει γίνει αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

  «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά  Bundesrepublic Deutschland[11] ότι συνιστούν:

 

«(…) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[12], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[13]

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36.  Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή (Delta State) όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας του Αιτητή συνάδουν με αυτά της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές:

 

·         Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας –η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία– έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.[14]

 

·         Τέλος, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED κατά το διάστημα 23/03/2024 – 21/03/2025 σημειώθηκαν στην πολιτεία Delta συνολικά 139 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 108 ανθρώπινες απώλειες. Εξ’ αυτών, τα 78 καταχωρίστηκαν ως μάχες (77 απώλειες), τα 47 ως βία κατά αμάχων (24 απώλειες), τα 2 ως εκρήξεις / απομακρυσμένη βία (0 απώλειες) και τα 10 ως εξεγέρσεις (7 απώλειες) και τα 2 ως διαμαρτυρίες (0 απώλειες).[15] Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της πολιτείας Delta το 2022 ανερχόταν σε 5.636.100 κατοίκους.[16]

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πολιτεία Delta, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία, με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Π.Δ. 166/2023), αλλά και του πιο πρόσφατου ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση συνεπώς το σύνολο των στοιχείων ενώπιόν μου, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]  Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

 

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019: «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007.

[5] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[6] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007.

 

[7] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[8] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[9] EASO, 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), 36 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf   (ημερομηνία τελευταία πρόσβασης 17.11.2022)

[10] UCL, ‘Comment: Nigeria’s traditional Osu slavery practice was stopped, but the suffering continues’, Φεβρουάριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Comment: Nigerias traditional Osu slavery practice was stopped, but the suffering continues | UCL News - UCLUniversity College London (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/03/2025)

 

[11] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[12] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[13] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[14]  RULAC, ‘Non – international Armed Conflicts in Nigeria’, 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-International Armed Conflicts in Nigeria | Rulac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/03/2025)

[15] Explorer - ACLED (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/03/2025)

[16] Citypopulation, ‘Delta (State, Nigeria), διαθέσιμο στη διεύθυνση: Nigeria: States & Agglomerations - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Web Information (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/03/2025)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο