H.D.I. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, δια του Υπουργού Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.:3485/23, 26/3/2025
print
Τίτλος:
H.D.I. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, δια του Υπουργού Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.:3485/23, 26/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.:3485/23

 

27 Μαρτίου 2025

 [Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

 

Μεταξύ: 

  H.D.I.

Αιτήτρια 

-και- 

 

Κυπριακή Δημοκρατία, δια του

Υπουργού Εσωτερικών,

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

Γ. Κορυζής (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια 

Λ. Βελίκοβα (κα), για Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση

[Η Αιτήτρια παρούσα]

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ. ΔΔΔΠ:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 01/09/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος. 

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος Νιγηρίας και κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής της με ημερομηνία έκδοσης 15/02/2021 και ημερομηνία λήξης 14/02/2026.  Σύμφωνα με δική της δήλωση, εγκατέλειψε τη χώρα της στις 26/06/2021, κάνοντας χρήση διαβατηρίου και φοιτητικής βίζας, μεταβαίνοντας μέσω Τουρκίας στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια διήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 10/02/2023 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 07/08/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Αυθημερόν, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας και την ίδια μέρα, λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής της για διεθνή προστασία.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 01/09/2023, παραλήφθηκε από την Αιτήτρια αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή της μετά από πλήρη κατανόηση του περιεχομένου της.

 

Εμπρόθεσμα η Αιτήτρια, μέσω της συνηγόρου της, καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση.

 

Μέσω της γραπτής αγόρευσης του αγόρευσης, ο συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίζεται, χωρίς ουσιαστική ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς διεξαγωγή δέουσας έρευνας και υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα.  Περαιτέρω, προβάλλει ότι η απόφαση στερείται επαρκούς και/ή δέουσας και/ή οποιασδήποτε νόμιμης αιτιολογίας και είναι αντίθετη με τη χρηστή διοίκηση και τις νομολογιακά καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και συνιστά άνιση μεταχείριση και δυσμενή διάκριση σε βάρος της Αιτήτριας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι η επίδικη απόφαση των Καθ' ων η αίτηση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας και ότι η Αιτήτρια δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει από το Νόμο.  Ακόμη, αποτελεί θέση τους ότι η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε κανένα απολύτως ισχυρισμό, ο οποίος να συνηγορεί προς το γεγονός ότι αυτή εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας ή συμπληρωματικής προστασίας.  Ως εκ των πιο πάνω, καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή της Αιτήτριας.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, ο συνήγορος της Αιτήτριας περιόρισε τους νομικούς ισχυρισμούς στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ'ων η αίτηση κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και στην κατά συνέπεια αυτού πάσχουσα αιτιολογία.  

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, έχοντας κατά νου και τους προωθούμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς προς ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Με την αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια δήλωσε ότι μετά το θάνατο των γονέων της, ο θείος της έλαβε όλη την περιουσία αφήνοντας την Αιτήτρια και την αδελφή της σχεδόν χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο.  Η επιχείρησή τους, η οποία αποτελούσε τη μόνη ιδιοκτησία που τους είχε απομείνει, κατεδαφίστηκε από την Κυβέρνηση.  Συνεπεία του ότι, αυτή και η αδελφή της δεν είχαν κάπου να μείνουν αλλά ούτε και χρήματα, η αδελφή της μητέρας της αποφάσισε να τις βοηθήσει να έρθουν στην Κύπρο ώστε να μορφωθούν και να αλλάξουν τις ζωές τους.  

 

Στα πλαίσια της προφορικής της συνέντευξης, η Αιτήτρια πρόβαλε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη Ubulu-Uku της τοπικής κυβερνητικής περιοχής Aniocha της πολιτείας Delta. Το 2020 εγκαταστάθηκε στην πολιτεία Lagos με την εκεί παραμονή της να διαρκεί πέντε μήνες και έπειτα επέστρεψε στη γενέτειρα της για τρείς μήνες προτού φύγει από τη χώρα στις 26/06/2021.  Όπως ανέφερε, είναι χριστιανή καθολική και μιλά αγγλικά και Igbo.  Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι οι γονείς της πέθαναν στις 19/09/2020 ύστερα από εμπλοκή τους σε τροχαίο δυστύχημα και ότι η αδελφή της ζει μαζί της στην Κύπρο. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο η Αιτήτρια δήλωσε ότι το έτος 2019 ξεκίνησε τις σπουδές της στη διοίκηση επιχειρήσεων στο Polytechnic Oko, τις οποίες ωστόσο διέκοψε για οικονομικούς λόγους.  Επιπλέον, δήλωσε ότι από τον Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο του 2020, εργαζόταν σε εταιρεία παραγωγής ζάχαρης η οποία βρισκόταν στη πόλη Lagos

 

Όσον αφορά τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα της, η Αιτήτρια επαναλαμβάνοντας τα όσα κατέγραψε στην αίτησή της ισχυρίστηκε ότι μετά το θάνατο των γονιών τους στις 19/12/2020, ο θείος τους, έλαβε κατοχή όλης της οικογενειακής περιουσίας, αφήνοντας την Αιτήτρια και την αδελφή της σχεδόν χωρίς τίποτα.  Στις 27/01/2021, το κατάστημα καλλυντικών που διατηρούσαν και το οποίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που τους είχε απομείνει, κατεδαφίστηκε από την Κυβέρνηση.  Η θεία τους αδελφή της μητέρας τους, χρηματοδότησε το ταξίδι των αδελφών στην Κύπρο προκειμένου να μπορέσουν να σπουδάσουν. Η Αιτήτρια ενόσω διέμεινε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, εργαζόταν με σκοπό να συνεχίζει τις σπουδές της, ωστόσο αυτό κατέστη δύσκολο. Ακολούθως αποφάσισε να μεταβεί στις ελεγχόμενες από τη Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές με σκοπό να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Σε σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων που τέθηκαν στην Αιτήτρια σε σχέση με τους  προβαλλόμενους ισχυρισμούς της, η τελευταία ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της με σκοπό να αποκτήσει μια καλύτερη ζωή και πρόσθεσε ότι εν αντιθέσει με τη ζωή που διατηρούσε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, εδώ έχει καλύτερη ποιότητα ζωής και περισσότερες εργασιακές ευκαιρίες με καλύτερο μισθό.  Ερωτηθείσα ως προς τις συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία, απάντησε ότι η καλή ζωή στην Κύπρο, θα της παρείχε τη δυνατότητα να επιστρέψει και να δημιουργήσει τη δική της επιχείρηση.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και ο δεύτερος την εγκατάλειψη της χώρας της για οικονομικούς λόγους.

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός αφού δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου και οι δηλώσεις της Αιτήτριας επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.  Επιπλέον, η Αιτήτρια προσκόμισε διαβατήριο από τη χώρα καταγωγής της.

 

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός έτυχε και αυτός αποδοχής καθώς οι δηλώσεις της Αιτήτριας σε σχέση με το ότι ήρθε στην Κύπρο για μια καλύτερη ζωή και ότι εν αντιθέσει με τη ζωή της στις κατεχόμενες περιοχές, στις ελεύθερες περιοχές είχε περισσότερες ευκαιρίες για εργασία με καλύτερο μισθό, χαρακτηρίζονταν από συνοχή και συνέπεια. 

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών, ήτοι των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας και του γεγονότος ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για οικονομικούς λόγους, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι, επί τη βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές αναφορικά με τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, δεν προέκυπτε εύλογη πιθανότητα ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα της, και συγκεκριμένα στην πολιτεία Delta, θα αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  Ακολούθως, κατά τη νομική αξιολόγηση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου, τούτων λεχθέντων οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της Αιτήτριας.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού βάσει των δηλώσεων που η Αιτήτρια προέβαλε κατά την προφορική της συνέντευξη, τόσο ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τη χώρα καταγωγής, την ταυτότητα, τα προσωπικά της στοιχεία και τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της όσο και ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό εν σχέση με την εγκατάλειψη της χώρας της για οικονομικούς λόγους. 

 

Από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι αυτή δεν επικαλέστηκε κανέναν απολύτως λόγο που να ενέπιπτε στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.  Συγκεκριμένα, ως η ίδια δήλωσε, στη χώρα της δεν της είχε απομείνει κάποιο περιουσιακό στοιχείο και έφυγε για να μπορέσει να σπουδάσει και να αποκτήσει μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Τα όσα ανέφερε αφορούσαν στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, ως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Η έννοια δε του «μετανάστη», δίδεται από Το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για του Πρόσφυγες, 6 η έκδοση, 2009, στην παράγραφο 62 αυτού, ως εξής:

 

«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού.  Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας». (Ο τονισμός και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Στην παράγραφο 63 του ιδίου εγχειριδίου διευκρινίζεται ότι κάποιες φορές ο διαχωρισμός μεταξύ μετανάστη και πρόσφυγα μπορεί να είναι ασαφής, όμως με τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια κατά την συνέντευξή της δεν τίθεται θέμα ασάφειας της ιδιότητας της ως οικονομικού μετανάστη.  Τα όσα δε προωθούνται από το συνήγορό της μέσω της γραπτής του Αγόρευσης αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τις διευκρινήσεις της υπόθεσης δεν συνάδουν με τις ίδιες τις δηλώσεις και αναφορές της Αιτήτριας όπως αυτές περιέχονται στο ενώπιον μου διοικητικό φάκελο.

 

Είναι πάγια νομολογημένο, ότι οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα (βλ. Mahfuja Akter v Δημοκρατίας, αρ. υπο 1669/2011 ημερομηνίας 22/03/2013 και στην εκεί νομολογία).

 

Για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.  Η Αιτήτρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξή της, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής της.  Η Αιτήτρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση της Αιτήτριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.  Επί τούτου η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής της, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα

 

Μελετώντας το διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Χωρίς αυτή να αναφέρει οτιδήποτε που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της, κρίνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Συνεπώς δεν μπορώ να αποδεχθώ τον ισχυρισμό του κ. Κορυζή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας των Καθ’ ων η αίτηση, τον οποίο και απορρίπτω.

 

Κρίνω ότι η Αιτήτρια, δεν στοιχειοθέτησε κανέναν απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισής της ως πρόσφυγα.  Τα όσα η Αιτήτρια ανέφερε για τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της δεν συνιστούν δίωξη υπό την έννοια του Νόμου ώστε να δύναται να χορηγηθεί σε αυτήν προσφυγικό καθεστώς.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δύναται να παραχωρηθεί σε οποιοδήποτε Αιτητή σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει (α) κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, ή (β) βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή (γ) να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Σε σχέση με το ενδεχόμενο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο των άρθρων 19(1) και (2)(α) και (β) του ιδίου Νόμου, δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων να συνάγεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην Νιγηρία θα της επιβληθεί θανατική ποινή ή εκτέλεση ή άλλως θα κινδυνεύσει με βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα διερευνήσει την πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.  Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Delta στην Νιγηρία, η οποία αποτελεί τον τόπο όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και είχε τη συνήθη διαμονή της. 

 

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων της ACLED (“Armed Conflict Location and Event Data Project”) για το διάστημα από 23/03/2024 έως 21/03/2025, στην πολητεία Delta καταγράφηκαν 139 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 108 ανθρώπων.  Αναλυτικότερα, έχουν καταγραφεί, 10 εξεγέρσεις/ταραχές (riots) με 7 ανθρώπινες απώλειες, 2 διαμαρτυρίες (protests) με καμία ανθρώπινη απώλεια, 47 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (violence against civilians) με 24 ανθρώπινες απώλειες, 2 εκρήξεις/ απομακρυσμένη βία (explosions/ remote violence) με καμία ανθρώπινη απώλεια και 78 μάχες (battles) με 77 ανθρώπινες απώλειες.[1] Ειδικότερα στο τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, Ubulu-Uku, από την ίδια βάση δεδομένων προκύπτει ότι κατά την ανωτέρω περίοδο αναφοράς καταγράφηκε ένα περιστατικό μάχης χωρίς καμία ανθρώπινη απώλεια.

Οι πιο πάνω πληροφορίες δεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή, που να ανάγονται σε τέτοιο υψηλό βαθμό που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή τη ζωή ενός πολίτη από την παρουσία του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών, δεν διαπιστώνεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στην πολιτεία Delta, η Αιτήτρια θα διατρέξει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας στα πλαίσια εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.  Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση[2].  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη. 

 

Λαμβάνεται υπόψιν και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια κατόρθωσε να αντικρούσει τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της από τους Καθ' ων η Αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε στοιχειοθετημένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας, η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ

 

 



[1] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. Πλατφόρμα Explorer , με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 03/02/2024 – 31/01/2025, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Violence against civilians / Riots / Protests/ Expl/Remote Violence/ Battles και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Nigeria - Delta) (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 07/02/2025).

[2] Γενεθλίου ν. Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων (1990) 3 ΑΑΔ 4096


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο