
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
11 Μαρτίου 2025
[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α.Κ.S.
Αιτητής
-και-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
....................
Στέλλα Κωνσταντινίδου Δ.Ε.Π.Ε (κα) Δικηγόροι για τον Αιτητή
Στέλλα Παραδεισίωτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση
Ο Αιτητής είναι παρόν.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται: Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 3.4.2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 19.5.2022 και με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτηση ημερομηνίας 11.11.2019 του Αιτητή για διεθνή προστασία, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος του Ιράν και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 11/11/2019, παραλαμβάνοντας την ίδια ημέρα τη σχετική βεβαίωση υποβολής του εν λόγω αιτήματός του. Στις 28/01/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 11/02/2022 Λειτουργός της Ε.Υ.Α.Α. συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη (interview) του Αιτητή. Στην συνέχεια, ήτοι στις 03/04/2022, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 13/05/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον ίδιο στις 19/05/2022. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής, μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του, προέβαλε, στο πλαίσιο τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης, πλείονες λόγους ακυρώσεως. Με την ίδια γενικότητα και αοριστία, προβάλλει αρκετούς λόγους ακύρωσης και μέσω της γραπτής του αγόρευσης.
Από την πλευρά τους, οι Καθ’ ων η Αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας και της κανονικότητας της επίδικης πράξης, υποστηρίζοντας ότι το αίτημα ασύλου εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από τον νόμο διαδικασίας και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου. Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η Αίτηση υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη λόγω παρερμηνείας ή λανθασμένης εκτίμησης των στοιχείων που ο Αιτητής είχε θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της Διοίκησης.
Τέλος, υποστηρίζουν ότι η Υπηρεσία Ασύλου ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στο πρόσωπο του Αιτητή δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που να δικαιολογούν φόβο δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και τον περί Προσφύγων Νόμο (Ν. 6(Ι)/2000), ώστε να του παρασχεθεί το καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 3(1) του εν λόγω νόμου ή να του αναγνωριστεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1), εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ’ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997].
Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).
Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).
Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 [Ν.73(Ι)/2018], το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσιαστικής της ορθότητας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας (έλεγχος επί της ουσίας) της επίδικης πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345) JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αρ. 128/2008 ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η Αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Στην αίτησή του για διεθνή προστασία, ο αιτών δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζε με την κυβέρνηση αυτής (βλ. ερ. 20 δ.φ.).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, στο στάδιο εξέτασης των προσωπικών του στοιχείων, ο αιτών ανέφερε ότι είναι υπήκοος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, δηλώνοντας ως τόπο καταγωγής και διαμονής του την πόλη Rasht, όπου διέμενε μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα (βλ. ερ. 45 δ.φ.). Επιπλέον, δήλωσε ότι είναι άγαμος, ασπάζεται τον Μιθραϊσμό ως θρήσκευμα και έχει ως μητρική του γλώσσα την περσική (Φαρσί), ενώ ομιλεί επίσης την Gilaki και διαθέτει περιορισμένη γνώση της αγγλικής γλώσσας (βλ. ερ. 46 δ.φ.).
Όσον αφορά το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο, ο αιτών ανέφερε ότι είναι κάτοχος διπλώματος στον τομέα των ηλεκτρονικών και ότι εργάστηκε ως οδηγός ταξί επί 22 έτη, από το 1996 έως την αποχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του (βλ. ερ. 36 και 35 δ.φ.). Σχετικά με το οικογενειακό του περιβάλλον, δήλωσε ότι είναι άγαμος και άτεκνος, ενώ στη χώρα καταγωγής του εξακολουθούν να διαμένουν οι γονείς του καθώς και τα τέσσερα αδέλφια του (βλ. ερ. 46 δ.φ.).
Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ότι το 2017 ασπάστηκε τον μιθραϊσμό. Δήλωσε επίσης ότι στις 18/10/2019 συνελήφθη από την Ιρανική Επαναστατική Φρουρά, φυλακίστηκε για μία εβδομάδα και στη συνέχεια απελευθερώθηκε με τη βοήθεια ενός οικογενειακού φίλου, ο οποίος ήταν μέλος της Επαναστατικής Φρουράς. Ο φίλος αυτός, αργότερα, του πρότεινε να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο Αιτητής φοβάται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, θα συλληφθεί και θα εκτελεστεί από την Ιρανική Επαναστατική Φρουρά (βλ. ερ. 44 δ.φ.).
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τρείς (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή (βλ. ερ. 69 δ.φ.).
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή, και έγινε αποδεκτός. Συγκεκριμένα, πρόκειται για υπήκοο του Ιράν με τόπο συνήθους διαμονής την πόλη Rasht (βλ. ερ. 46 δ.φ.).
Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός σχετίζεται με τη φερόμενη μεταστροφή του Αιτητή στον Μιθραϊσμό το 2017 και τον φόβο δίωξης λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων που επικαλείται. Στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματός του, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, δεδομένου ότι σε περιπτώσεις θρησκευτικών αιτημάτων απαιτείται ο αιτών να μπορεί εύλογα να αναλύσει πώς ήρθε σε επαφή με τη νέα πίστη, τι του προκάλεσε το ενδιαφέρον, καθώς και να περιγράψει με σαφήνεια τη διαδικασία που τον οδήγησε στη μεταστροφή. Περαιτέρω, είναι αναμενόμενο να παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τη νέα θρησκεία, τις πεποιθήσεις της και τις σχετικές πρακτικές λατρείας.
Ωστόσο, από την ανάλυση των δηλώσεων του Αιτητή προέκυψε ότι αδυνατούσε να παρουσιάσει μια συνεκτική και πλήρη προσωπική αφήγηση, καθώς και να τεκμηριώσει με σαφήνεια και ευλογοφάνεια τη βάση του αιτήματός του, ιδίως όσον αφορά τον φόβο δίωξης λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ότι ο Αιτητής ότι δεν μπορούσε να εξηγήσει με πειστικό τρόπο ποιοι ήταν οι λόγοι που τον ώθησαν να απομακρυνθεί από το Ισλάμ – του οποίου υπήρξε ενεργός πιστός – και να ασπαστεί τον Μιθραϊσμό, με τρόπο που να δικαιολογεί εύλογα τον φόβο του για δίωξη.
Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι πληροφορίες που παρείχε σχετικά με την εσωτερική αλλαγή που ισχυρίζεται ότι βίωσε από το 2016 έως το 2017 κρίθηκαν γενικόλογες και ανεπαρκείς. Στο ίδιο πλαίσιο, οι δηλώσεις του για το πώς η μεταστροφή του επηρέασε την προσωπικότητά του δεν περιλάμβαναν συγκεκριμένες λεπτομέρειες, ούτε συνδέονταν με κάποιον συγκεκριμένο κίνδυνο δίωξης λόγω της νέας του πίστης. Όταν ερωτήθηκε για τις ενέργειες στις οποίες προέβη κατά το διάστημα 2016-2017 προκειμένου να μεταστραφεί, ο Αιτητής αρκέστηκε να αναφέρει ότι συνομίλησε με έναν φίλο του, ο οποίος τον μύησε στον Μιθραϊσμό, προκειμένου να αποκτήσει περισσότερες γνώσεις. Ωστόσο, όταν του ζητήθηκε να αναπτύξει περαιτέρω τη δήλωσή του, απάντησε γενικά ότι ο Μιθραϊσμός δεν είναι ευρέως γνωστός και ότι είναι δύσκολο να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες. Η έλλειψη συγκεκριμένων απαντήσεων ήταν εμφανής και όταν του ζητήθηκε να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τον Μίθρα, κεντρική θεότητα του Μιθραϊσμού. Ο Αιτητής περιορίστηκε να δηλώσει ότι το ομοίωμα του Μίθρα εξέχει από κάποιες μεγάλες πέτρες, χωρίς να παρέχει περαιτέρω επεξηγήσεις ή πληροφορίες. Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει οποιεσδήποτε τελετουργίες που αποδίδονται προς τιμήν του Μίθρα ούτε να παράσχει στοιχεία σχετικά με την παρουσία του Μιθραϊσμού στο Ιράν. Η αδυναμία του να δώσει τέτοιες πληροφορίες ενισχύει την αμφιβολία ως προς τη γνησιότητα του ισχυρισμού του περί μεταστροφής, καθώς και τη θεμελίωση του φόβου δίωξης λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων. Είναι, τέλος, αξιοσημείωτο ότι ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε, αφενός, ότι μεταστράφηκε στον Μιθραϊσμό το 2016 και, αφετέρου, ότι επιθυμεί να συγγράψει βιβλίο για τη συγκεκριμένη θρησκεία. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να μπορεί να παρέχει σαφείς και επαρκείς πληροφορίες για τη μεταστροφή του, τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές της εν λόγω θρησκείας, καθώς και για τυχόν λόγους που θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Ωστόσο, η απουσία συγκεκριμένων και λεπτομερών στοιχείων από τις δηλώσεις του εγείρει εύλογες αμφιβολίες ως προς την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία του ισχυρισμού του. Καταλήγοντας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν μια προσωπική εμπειρία και λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε (Βλ. ερ. 78-79 δ.φ.).
Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε σχετική έρευνα αναφορικά με την εν λόγω θρησκεία, στο πλαίσιο της οποίας διαπιστώθηκε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν υποστηρίζονται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ή έρχονται σε αντίθεση με αυτές. Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη εξειδίκευσης και λεπτομέρειας στις δηλώσεις του, κρίθηκε ότι τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή σε σχέση με τη μεταστροφή του στον Μιθραϊσμό δεν τεκμηριώνεται. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Τέλος, διαμορφώθηκε και τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο το 2019 ο Αιτητής συνελήφθη και κρατήθηκε από το Iranian Revolutionary Guard (φρουροί της επανάστασης). Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν πληροί τα κριτήρια εσωτερικής αξιοπιστίας.
Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έλαβε υπόψη ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει σαφείς και συνεκτικές εξηγήσεις σχετικά με τους λόγους της σύλληψής του, καθώς και ειδικότερα ως προς το γιατί οι αρχές – και συγκεκριμένα το Iranian Revolutionary Guard – τον συνέλαβαν. Στη σχετική ερώτηση του λειτουργού για την ακριβή χρονική στιγμή κατά την οποία κατηγορήθηκε ότι ήταν κατάσκοπος και ενεργούσε κατά της κυβέρνησης, ο Αιτητής απάντησε γενικά ότι οι Φρουροί της Επανάστασης γνώριζαν πως συμμετείχε σε κάποιες συναντήσεις για τη θρησκεία και ότι ήθελαν να συλλέξουν στοιχεία εναντίον του. Σε διευκρινιστική ερώτηση σχετικά με το πώς γνώριζε τις προθέσεις των Φρουρών της Επανάστασης, δηλαδή ότι στόχος τους ήταν η συλλογή στοιχείων για τις θρησκευτικές του δραστηριότητες, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να δώσει σαφή απάντηση. Αντ' αυτού, ανέφερε γενικά ότι ένα αγόρι, μέλος της θρησκευτικής του ομάδας, συνελήφθη από τις αρχές και τον κατέδωσε, δίνοντας το όνομά του και τη διεύθυνσή του. Όταν ρωτήθηκε πώς έμαθε αυτή την πληροφορία, απάντησε ότι του το μετέφερε ένας φίλος του στο Ιράν, ο οποίος το είχε ακούσει από κάποιον άλλο. Η έλλειψη άμεσης γνώσης και η αδυναμία τεκμηρίωσης των λεγόμενών του ενίσχυσε τις αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία του ισχυρισμού του.
Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε σχετική έρευνα αναφορικά με την ύπαρξη και τη λειτουργία των Φρουρών της Επανάστασης στο Ιράν. Η έρευνα επιβεβαίωσε, βάσει αξιόπιστων πηγών πληροφόρησης, ότι η εν λόγω δύναμη είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση όλων των αδικημάτων που αφορούν τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική ασφάλεια του κράτους. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η ύπαρξη των Φρουρών της Επανάστασης επιβεβαιώνεται από εξωτερικές πηγές, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ότι στερούνται συνοχής, ιδιαιτερότητας και λεπτομέρειας στα ουσιώδη σημεία του ισχυρισμού του. Συνεπώς έκριναν ότι η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του δεν τεκμηριώνεται επαρκώς.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με την ταυτότητα, τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ και τη χώρα και τόπο καταγωγής του Αιτητή, οι Καθ’ ων η Αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην πόλη Rasht, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. ερ. 62 δ.φ.). Σχετικώς, οι Καθ’ ων η Αίτηση διεξήγαγαν έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και παρέθεσαν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας, συγκεκριμένα στον τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή στη χώρα του, όπου από τις εν λόγω διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι δεν υφίσταντο συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας (βλ. ερ. 62 δ.φ.). Επιπλέον, λήφθηκαν υπόψη πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του Αιτητή λαμβάνοντας υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, όπως επίσης και η αντιμετώπιση από τις αρχές σε περίπτωση επιστροφής του ως απορριφθέντας Αιτητής ασύλου,
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η Αίτηση κατέληξαν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν, ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, δυνάμει του άρθρου 15(β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (που αντιστοιχεί στο άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέληξαν επίσης ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και τα όσα προέβαλε ο εκπρόσωπος της συνηγόρου του Αιτητή κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Κατά τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο φέρει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/EE, αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο της EASO με τίτλο «Δικαστική Ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (2018)», αναφέρεται στη σελ.98, ενότητα 4.5.3 ότι: «Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του πιο πάνω εγχειριδίου, αναφέρεται ότι: «Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται η αίτηση διεθνούς προστασίας να είναι τεκμηριωμένη και να περιλαμβάνει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη ‘λυσιτελών στοιχείων’.».
Συναφώς, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012, η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε «δύο αυτοτελή στάδια», όπου το πρώτο στάδιο «αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως», ενώ το δεύτερο στάδιο «αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας». Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά ως προς την ύπαρξη μελλοντικής δίωξης.[1]
Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3)(α) του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, συμφωνώ με το συμπέρασμα της αρμόδιας λειτουργού και υιοθετώ την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος Ιράν, με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του την πόλη Rasht.
Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο και τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση ως προς την έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Κρίνω ότι η αρμόδια λειτουργός προέβη σε ορθές και εύστοχες επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του εν λόγω ισχυρισμού. Συγκεκριμένα, οι απαντήσεις του Αιτητή στις σχετικές ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού υπήρξαν αόριστες και επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο, καθώς και η ευλογοφάνεια. Επιπλέον, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξειδικεύσει τον ισχυρισμό του περί μεταστροφής του στον Μιθραϊσμό.
Ειδικότερα, ο Αιτητής αγνοούσε βασικά στοιχεία της πίστης του, όπως τις κύριες διδασκαλίες, τα ιερά κείμενα, τις τελετουργίες, καθώς και τις θεμελιώδεις διαφορές της νέας του θρησκείας από την προηγούμενη. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τη γενικότερη αδυναμία του να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του, οδηγούν εύλογα στο συμπέρασμα ή στην εκτίμηση ότι η μεταστροφή του είναι προσχηματική ή τουλάχιστον μη ευλογοφανής.
Σε συμφωνία με όσα επισημαίνουν οι Καθ’ ων η Αίτηση διά της έκθεσης - εισήγησης, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο ισχυρισμό ότι πράγματι εφάρμοζε ή σκόπευε να εφαρμόσει τη θρησκεία του Μιθραϊσμού κατά τρόπο που να προκαλεί ή να μπορούσε να προκαλέσει δίωξη. Επιπλέον, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με βιωματικό τρόπο τα βασικά στοιχεία του δόγματος της πίστης του, ούτε να τεκμηριώσει συμμετοχή του σε σχετικές θρησκευτικές δραστηριότητες. Ιδιαίτερα, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να περιγράψει το θρησκευτικό του ταξίδι και τις εμπειρίες δίωξης που ισχυρίζεται ότι υπέστη, ούτε παρείχε συγκεκριμένες και επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τη θρησκεία του.
Ο αιτών δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει συνεκτική και λεπτομερή αφήγηση σχετικά με τη θρησκευτική του πορεία. Οι ερωτήσεις που του απηύθυνε ο αρμόδιος λειτουργός, οι οποίες αφορούσαν τις γνώσεις του αναφορικά με τη θρησκεία του, τις διδασκαλίες της, την προσωπική του θρησκευτική εμπειρία καθώς και τον τρόπο άσκησής της, απαντήθηκαν με ελλιπή σαφήνεια, λεπτομέρεια και βιωματική περιγραφή. Παράλληλα, ο αιτών αδυνατούσε να περιγράψει με σαφήνεια και ακρίβεια τα γεγονότα που τον οδήγησαν στη μεταστροφή του, περιοριζόμενος σε μία γενικόλογη αναφορά ότι υπήρξε προτροπή από κάποιον φίλο του, ο οποίος – όπως ανέφερε – τον προβλημάτισε μέσω των ομιλιών του. (βλ.ερ.44.δ.φ)
Παρά τις επανειλημμένες ευκαιρίες που του δόθηκαν να παράσχει διευκρινίσεις, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να παρουσιάσει λεπτομερείς και πειστικές απαντήσεις. Ομοίως, δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει με σαφήνεια και ευλογοφάνεια τον πυρήνα του αιτήματός του. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της αρμόδιας λειτουργού, όπως καταγράφονται στην έκθεση - εισήγηση, γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως στοιχεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή. Κατά συνέπεια, δεν διαπιστώνω κανέναν λόγο διαφοροποίησης από τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση.
Ομοίως και αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του αιτούντος δεν πληρούσαν τον απαιτούμενο βαθμό λεπτομέρειας, καθώς δεν ήταν συγκεκριμένοι και σαφείς. Ο ίδιος παρέμεινε γενικόλογος ως προς κρίσιμα στοιχεία που άπτονται του πυρήνα της υπόθεσής του και δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια τα γεγονότα και τις περιστάσεις που οδήγησαν στη σύλληψή του. Ιδιαίτερα υπήρξε ασάφεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο τον προσέγγισαν οι Φρουροί της Επανάστασης, καθώς και σχετικά με τις συνθήκες σύλληψης και κράτησής του. Επιπλέον, η περιγραφή που παρείχε για τις συνθήκες αποφυλάκισής του στερούνταν εξατομικευμένων πληροφοριών, ενώ δεν κατάφερε να εξηγήσει με σαφήνεια τους λόγους της σύλληψής του.
Παρατηρείται επίσης ότι ο αιτών έδωσε διαφορετικές και αντιφατικές απαντήσεις σχετικά με τον λόγο της σύλληψής του. Αρχικά ανέφερε ότι κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και συνωμοσία εναντίον του καθεστώτος. Στη συνέχεια, όμως, ισχυρίστηκε ότι οι αρχές είχαν πληροφορίες για τη συμμετοχή του σε θρησκευτικές συγκεντρώσεις και επιδίωκαν να συγκεντρώσουν αποδείξεις. Οι δύο αυτές εκδοχές δεν συνάδουν μεταξύ τους, καθώς αν η σύλληψή του αφορούσε κατασκοπεία, δεν θα υπήρχε λόγος να ερευνηθεί για θρησκευτική δραστηριότητα. Αντιθέτως, αν το ζήτημα ήταν οι θρησκευτικές του συναντήσεις, τότε δεν θα είχε κατηγορηθεί ως κατάσκοπος. Η αντίφαση αυτή μειώνει σημαντικά την αξιοπιστία των ισχυρισμών του, καθώς μια αληθινή εμπειρία δίωξης χαρακτηρίζεται από συνέπεια και σταθερότητα, χωρίς μεταβολές στους ισχυρισμούς.
Πέρα από αυτό όταν ερωτήθηκε πώς έμαθε ότι οι Φρουροί της Επανάστασης γνώριζαν για τις θρησκευτικές συναντήσεις του, δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκεκριμένη απάντηση. Ανέφερε ότι ένας νεαρός, μέλος της θρησκευτικής του ομάδας, συνελήφθη και "πουλήθηκε" στις αρχές, δίνοντάς τους πληροφορίες. Ωστόσο, δεν παρείχε σαφείς λεπτομέρειες για την ταυτότητα αυτού του προσώπου, το πότε ακριβώς συνέβη το περιστατικό, πώς πραγματοποιήθηκε η προδοσία και ποιος μεσολάβησε. Η γενικόλογη και αόριστη φύση της απάντησής του καθιστά τους ισχυρισμούς του δύσκολο να επαληθευτούν και δημιουργεί την εντύπωση ότι το συγκεκριμένο περιστατικό ενδέχεται να είναι κατασκευασμένο ή παραποιημένο.
Ακόμη, η αξιοπιστία του πλήττεται από την αόριστη απάντησή του στο ερώτημα πώς πληροφορήθηκε ότι οι αρχές διέθεταν στοιχεία εναντίον του. Επί τούτου ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το έμαθε αφού είχε ήδη βρεθεί στην Κύπρο, μέσω ενός φίλου από το Ιράν. Ο φίλος αυτός, με τη σειρά του, είχε λάβει την πληροφορία από κάποιον άλλον, άγνωστο πρόσωπο, σε άγνωστη τοποθεσία. Επομένως, οι ισχυρισμοί του στηρίζονται σε ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες και όχι σε άμεσες αποδείξεις. Αν πράγματι είχε διωχθεί από τις αρχές, θα είχε προσωπική γνώση του τρόπου με τον οποίο προέκυψε η δίωξή του και δεν θα στηριζόταν σε φήμες και έμμεσες πληροφορίες. Η χρήση αόριστων πηγών δημιουργεί την εντύπωση ότι ο αιτών είτε δεν έχει σαφή γνώση των γεγονότων είτε επιχειρεί να καλύψει κενά στους ισχυρισμούς του.
Σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο αιτών δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του νομίμως, ενώ κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ανέφερε ότι το όνομά του περιλαμβάνεται στη «μαύρη λίστα» (βλ. ερ. 40 δ.φ.). Παρότι στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι ενημερώθηκε για την ύπαρξη του ονόματός του στη συγκεκριμένη λίστα μετά την άφιξή του στην Κυπριακή Δημοκρατία, σύμφωνα με έγκυρες πηγές πληροφόρησης, το Υπουργείο Ασφάλειας και Πληροφοριών του Ιράν (MOIS) καθώς και το Σώμα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC) έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν ταξιδιωτικές απαγορεύσεις χωρίς να απαιτείται δικαστική απόφαση.. Επιπλέον, σύμφωνα με σχετικές αναφορές, η ιρανική κυβέρνηση έχει επιβάλει ταξιδιωτικούς περιορισμούς σε συγκεκριμένους Ιρανούς πολίτες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται θρησκευτικοί ηγέτες και μέλη θρησκευτικών μειονοτήτων. Παράλληλα, οι ιρανικές αρχές παρακολουθούν στενά «γνωστούς προσήλυτους στον Χριστιανισμό» και δύνανται να επιβάλουν ταξιδιωτικές απαγορεύσεις σε Ιρανούς πολίτες που είτε έχουν «εκκρεμείς κατηγορίες ή ανοιχτές δικαστικές υποθέσεις» είτε έχουν αποφυλακιστεί υπό όρους ή με εγγύηση.[2].
Σημειώνεται ότι η νόμιμη αναχώρηση από μόνη της δεν συνιστά ζήτημα αναξιοπιστίας, αλλά πρέπει να αξιολογείται σε συνάρτηση με τη συνολική συνέπεια, αληθοφάνεια και τα υποστηρικτικά στοιχεία της αίτησης. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη τόσο των ισχυρισμών του αιτούντος όσο και των αναφορών των πηγών πληροφόρησης, σύμφωνα με τις οποίες άτομα που υφίστανται δίωξη δεν δύνανται να αποκτήσουν ταξιδιωτικά έγγραφα, το γεγονός αυτό συνιστά πρόσθετο παράγοντα κατά την αξιολόγηση της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτούντος και την βασιμότητα του φόβου δίωξης του. Συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός του περί άμεσου κινδύνου σύλληψης ή βλάβης έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι κατόρθωσε να αναχωρήσει νομίμως από διεθνές αεροδρόμιο της χώρας καταγωγής του.
Ως εκ τούτου, και λαμβάνοντας υπόψη τα ενώπιόν μου δεδομένα, κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός ορθώς αξιολόγησε και τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό ως εσωτερικά αναξιόπιστο. Η περιγραφή του Αιτητή σχετικά με τη σύλληψη και την κράτησή του στερείται της απαιτούμενης λεπτομέρειας, συνοχής και εξειδίκευσης που θα προσέδιδαν σε αυτήν χαρακτηριστικά μιας γνήσιας προσωπικής εμπειρίας. Συνεπώς, ο Αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει επαρκώς και με σαφήνεια τους ισχυρισμούς του όσον αφορά στη γενεσιουργό αιτία που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.
Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι ένα αίτημα για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και με σαφήνεια και επαρκή λεπτομέρεια, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της εν λόγω αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Επομένως, η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, στοιχείο β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ως έλλειψη σχετικών στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο και τον τομέα ειδίκευσής του, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας του, φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή του προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία.[3] Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις του δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς του την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους.
Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεών του, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, αλλά και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε, οι οποίες εύλογα προκύπτουν από το περιεχόμενο της έκθεσης-εισήγησης, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό του. Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας πρωτίστως εναποτίθεται στον ίδιο τον Αιτητή, ο οποίος πρέπει να καταβάλλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του ότι υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί με βάση τα πραγματικά περιστατικά τις προϋποθέσεις για παραχώρηση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή της παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, κάτι το οποίο ο Αιτητής φρονώ απέτυχε να το πράξει επί της παρούσας υπόθεσης (βλ. William Crisantha Mal Francis Karumarathna v. Δημοκρατίας, υπόθ.αρ.1875/08, ημερ.1.3.2010 και Εγχειρίδιο του Υπάτου Αρμοστή των Ο.Η.Ε για τους προσφυγές - ότι ο αιτητής οφείλει με ειλικρίνεια να θεμελιώσει το αίτημα του, βλ. επίσης Υπόθεση Αρ. 1119/2009, ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012, FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, όμως δεν έγινε αποδεκτή η ισχυριζόμενη δίωξη που επικαλείται ο Αιτητής στη χώρα του (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξής του από την κυβέρνηση της χώρας του, ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, εξαιτίας ουσιωδών αντιφάσεων, ασαφειών, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στο αφήγημά του κατά τη συνέντευξή του. Αυτό δε το εμπόδιο, αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).
Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή το «ευεργέτημα της αμφιβολίας»[4], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο «νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ’ αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος»[5]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας δικαστικής διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης του στη χώρα καταγωγής. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρία είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[6]. Επίσης, η αρμόδια λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα στη συνεκτίμηση των προσωπικών του περιστάσεων, καθώς και σε έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, ως προνοείται στο άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παράλληλα, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα όσα παρέθεσε ο Αιτητής, συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13Α(9) του Περί Προσφύγων Νόμου). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του Αιτητή στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.
Εξάλλου, ούτε από άλλα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο Αιτητής τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της συνηγόρου του, προκύπτουν κρίσιμα δεδομένα και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους», οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης από τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Η πλευρά του Αιτητή δεν παρέθεσε οποιαδήποτε στοιχεία που να στοιχειοθετούν έναν έγκυρο ισχυρισμό ότι, μεταξύ άλλων, πρακτικά εφάρμοζε ή σκόπευε να εφαρμόσει τη θρησκεία του με τρόπο που να προκαλεί ή θα μπορούσε να προκαλέσει δίωξη, ότι υπέστη δίωξη στο παρελθόν ή έχει βάσιμο φόβο μελλοντικής δίωξης, ή ότι οι κυβερνητικές αρχές ή μη κρατικοί φορείς στη χώρα καταγωγής του είναι υπεύθυνοι ή ανέχονται τη δίωξή του.
Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4, παράγραφος 3, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου αλλά και τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού, ανέτρεξα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, συμπληρωματικά με τη σχετική έρευνα που πραγματοποίησε ο αρμόδιος λειτουργός, για σκοπούς κατ' ουσίαν εξέτασης του αιτήματός του.
Ο Μιθραϊσμός ήταν μια μυστηριακή θρησκεία που αναπτύχθηκε κατά την αρχαιότητα, με κεντρική θεότητα τον Μίθρα, έναν θεό του φωτός και της αλήθειας. Οι θρησκευτικές πρακτικές και λειτουργίες του Μιθραϊσμού ήταν αυστηρά μυστικές και περιλάμβαναν διάφορες τελετουργίες. Οι πιστοί περνούσαν από επτά διαδοχικές βαθμίδες μύησης: Κόραξ (Corax), Κρυφίος (Cryphius), Στρατιώτης (Miles), Λέων (Leo), Πέρσης (Perses), Ηλιόδρομος (Heliodromus) και Πατήρ (Pater), κάθε μία με συμβολισμούς και καθήκοντα που απαιτούσαν εσωτερική αναζήτηση και πνευματική εξέλιξη[7].
Οι λατρευτικές τελετές του Μιθραϊσμού πραγματοποιούνταν σε υπόγειες αίθουσες γνωστές ως "μιθραία", όπου οι μυημένοι συμμετείχαν σε ιεροτελεστίες, όπως η θυσία του ταύρου – μια κεντρική σκηνή που συμβόλιζε την αναγέννηση και τη ζωή. Επιπλέον, οι πιστοί συμμετείχαν σε συμβολικά γεύματα, τα οποία αναπαριστούσαν το δείπνο του Μίθρα με τον Ήλιο, και υποβάλλονταν σε διάφορες δοκιμασίες, όπως η έκθεση σε θερμότητα ή το δέσιμο των χεριών, για να δοκιμαστεί η αντοχή και η πίστη τους.[8]
Η εικονογραφία του Μιθραϊσμού περιλάμβανε πλούσιους συμβολισμούς, με την ταυροκτονία να αποτελεί το κυρίαρχο θέμα: ο Μίθρας απεικονιζόταν να θυσιάζει έναν ταύρο, μια σκηνή που θεωρούνταν ότι έφερνε γονιμότητα και ζωή στη γη. Γύρω από αυτήν τη σκηνή συχνά εμφανίζονταν διάφορα ζώα, όπως ο σκύλος, το φίδι και ο σκορπιός, καθώς και σύμβολα όπως ο ήλιος, το φεγγάρι και τα αστέρια, που ενίσχυαν την κοσμική διάσταση της λατρείας (britannica.com). Συνολικά, ο Μιθραϊσμός προσέφερε στους πιστούς του μια δομημένη πνευματική πορεία μέσω των μυστηρίων και των βαθμίδων μύησης, με στόχο την εσωτερική αναγέννηση και την ένωση με το θείο.[9]
Σημειώνεται ότι ο Μιθραϊσμός, μια αρχαία θρησκεία που επικεντρωνόταν στη λατρεία του θεού Μίθρα, δεν ασκείται πλέον ως οργανωμένη θρησκεία στο σύγχρονο Ιράν. Η κυρίαρχη θρησκεία στη χώρα είναι το Ισλάμ, με τη δωδεκαδική σιιτική παραλλαγή να αποτελεί την επίσημη κρατική θρησκεία, εκπροσωπώντας περίπου το 90-95% του πληθυσμού. Οι σουνίτες μουσουλμάνοι αποτελούν περίπου το 5-10% του πληθυσμού, κυρίως μεταξύ των Τουρκμένων, Αράβων, Μπαλούχων και Κούρδων που ζουν στις βορειοανατολικές, νοτιοδυτικές, νοτιοανατολικές και βορειοδυτικές επαρχίες, αντίστοιχα.[10]
Η θρησκευτική ελευθερία στο Ιράν υπόκειται σε σοβαρούς περιορισμούς, με τις αρχές να επιβάλλουν αυστηρούς ελέγχους και να καταπιέζουν τις θρησκευτικές μειονότητες. Η Ειδική Έκθεση του 2024 της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου (EUAA) αναφέρει ότι η ιρανική κυβέρνηση συνεχίζει να καταπατά τα δικαιώματα των θρησκευτικών μειονοτήτων, με αναφορές για αυθαίρετες συλλήψεις, βασανιστήρια και περιορισμούς στην άσκηση της θρησκείας. Σύμφωνα με την Έκθεση για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία του 2023 του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, το Ιράν έχει χαρακτηριστεί ως "Χώρα Ειδικής Ανησυχίας" λόγω σοβαρών παραβιάσεων της θρησκευτικής ελευθερίας. Η έκθεση επισημαίνει ότι οι θρησκευτικές μειονότητες, όπως οι Μπαχάι, οι Χριστιανοί και οι Σουνίτες μουσουλμάνοι, αντιμετωπίζουν διακρίσεις, συλλήψεις και περιορισμούς στην άσκηση της πίστης τους. Επιπλέον, η έκθεση της Επιτροπής των ΗΠΑ για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία (USCIRF) του 2023 αναφέρει ότι οι θρησκευτικές μειονότητες στο Ιράν συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρές διώξεις, συμπεριλαμβανομένων συλλήψεων, φυλακίσεων και περιορισμών στην εκπαίδευση και την απασχόληση. Συνολικά πηγές πληροφόρησής υπογραμμίζουν την καταπιεστική στάση του ιρανικού καθεστώτος απέναντι στις θρησκευτικές μειονότητες, με συνεχείς παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους και περιορισμούς στην ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης.[11]
Αναφορικά με την αποστασία ή την αποστροφή από το Ισλάμ, πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι στο Ιράν η αυτοαναγνώριση ως «μη θρησκευόμενος» είναι παράνομη ή δεν αναγνωρίζεται. Αν και η αποστασία δεν θεωρείται επίσημα έγκλημα στον Ποινικό Κώδικα, οι αρχές χρησιμοποιούν τη νομοθεσία για να διώκουν άτομα βάσει της θρησκευτικής τους ταυτότητας και απόψεων που θεωρούνται επικριτικές προς το Ισλάμ. Η μεταστροφή από το Ισλάμ σε άλλη θρησκεία απαγορεύεται, ενώ η βλασφημία τιμωρείται με θάνατο. Οι αποστάτες και οι άθεοι αντιμετωπίζουν διώξεις, αυθαίρετες συλλήψεις, βασανιστήρια, κοινωνικό στιγματισμό και βία, ενώ το 2023 εκτελέστηκαν δύο άτομα για τέτοιες κατηγορίες. Οι θρησκευτικοί μεταστραφέντες κινδυνεύουν από τις οικογένειές τους και την κοινωνία, με κληρονομικές κυρώσεις και αποκλεισμό. Επιπλέον, οι μη θρησκευόμενοι υφίστανται παρενόχληση, αποκλεισμό από βασικές υπηρεσίες, όπως εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη, καθώς και κατάσχεση περιουσίας.[12]
Το Σώμα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC), που ιδρύθηκε το 1979, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική ζωή του Ιράν. Είναι υπεύθυνο για την προστασία του ισλαμικού καθεστώτος, διατηρώντας δικές του χερσαίες, ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις, ενώ εμπλέκεται ενεργά στην καταστολή της εσωτερικής αντιπολίτευσης[13]. Επιπλέον, το IRGC ελέγχει μεγάλο μέρος της ιρανικής οικονομίας, συμμετέχοντας σε τομείς όπως οι κατασκευές, το πετρέλαιο και οι τηλεπικοινωνίες[14]. Η επίλεκτη δύναμή του, η Δύναμη Κουντς, διεξάγει επιχειρήσεις εκτός Ιράν, υποστηρίζοντας συμμάχους όπως η Χεζμπολάχ στον Λίβανο και διάφορες πολιτοφυλακές στο Ιράκ και τη Συρία[15]. Στη δομή του περιλαμβάνονται επίσης η Πολεμική Αεροπορία, το Ναυτικό και η εθελοντική πολιτοφυλακή Μπασίτζ, που επικεντρώνεται στην επιβολή ισλαμικών νόμων και στην εσωτερική ασφάλεια. Συνολικά, το IRGC αποτελεί έναν από τους πιο ισχυρούς θεσμούς στο Ιράν, διαμορφώνοντας τόσο την εσωτερική πολιτική όσο και την εξωτερική στρατηγική της χώρας.
Tο Σώμα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC) έχει εμπλακεί στη σύλληψη και κράτηση Ιρανών πολιτών που έχουν ασπαστεί άλλες θρησκείες, ιδιαίτερα τον Χριστιανισμό. Σύμφωνα με το Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Ιράν (CHRI), τον Φεβρουάριο του 2017, δύο Ιρανοί που είχαν ασπαστεί τον Καθολικισμό (μητέρα και γιος) συνελήφθησαν από πράκτορες πληροφοριών του IRGC στην επαρχία Δυτικού Αζερμπαϊτζάν[16]. Επιπλέον, οι ιρανικές αρχές παρακολουθούν στενά γνωστούς προσηλύτους στον Χριστιανισμό και μπορούν να επιβάλουν ταξιδιωτικές απαγορεύσεις χωρίς δικαστική διαδικασία.[17] Αυτές οι ενέργειες υπογραμμίζουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι θρησκευτικές μειονότητες στο Ιράν, ιδιαίτερα όσοι έχουν αλλάξει πίστη από το Ισλάμ, καθώς συχνά στοχοποιούνται λόγω της θρησκείας τους.
Από τις παραπάνω πληροφορίες, οι οποίες προέρχονται από εξωτερικές πηγές, επιβεβαιώνεται γενικά η ύπαρξη και η επικίνδυνη φύση των δραστηριοτήτων της οργάνωσης «Φρούριο της Επανάστασης». Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά είναι ευρέως γνωστά στη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Η γενική ύπαρξη και η φύση της δράσης της οργάνωσης δεν επαρκούν από μόνες τους για να στοιχειοθετήσουν έναν προσωπικό και βάσιμο φόβο δίωξης του Αιτητή, τα στοιχεία αυτά είναι γενικής φύσεως και δεν αποδεικνύουν ότι ο Αιτητής αντιμετωπίζει ατομικά στοχευμένη δίωξη από την οργάνωση «Φρούριο της Επανάστασης» λόγω της μεταστροφής του στον Μιθραϊσμό
Στην παρούσα περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται από ασάφεια, αοριστία και έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών, κρίνεται ότι δεν έχει αποδειχθεί βάσιμος και προσωπικός φόβος δίωξης από την εν λόγω οργάνωση λόγω της μεταστροφής του στον Μιθραϊσμό. Επιπλέον, τα επιχειρήματα του Αιτητή σχετικά με την ειλικρινή μεταστροφή του στη συγκεκριμένη θρησκεία, καθώς και την ύπαρξη και τις δραστηριότητές της στη χώρα καταγωγής του, δεν τεκμηριώνονται επαρκώς. Παράλληλα, δεν προκύπτουν τεκμηριωμένα περιστατικά διώξεων θρησκευτικής μειονότητας που ασκεί τον Μιθραϊσμό στο Ιράν, γεγονός που θα μπορούσε να ενισχύσει την αξιοπιστία του αιτήματός του. Επιπροσθέτως, οι ισχυρισμοί του δεν υποστηρίζονται από πηγές πληροφόρησης, γεγονός που πλήττει περαιτέρω τη γενικότερη αξιοπιστία του ισχυρισμού του περί μεταστροφής και της υποτιθέμενης δίωξής του λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων.
Σύμφωνα με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ (Οδηγία για την Αναγνώριση) και την Οδηγία 2013/32/ΕΕ (Οδηγία για τις Διαδικασίες Ασύλου), οι δείκτες αξιοπιστίας σχετίζονται με την αξιολόγηση της συνέπειας και της αληθοφάνειας των ισχυρισμών του αιτούντος. Το Άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ορίζει ότι η αξιολόγηση της αίτησης πρέπει να βασίζεται σε όλα τα συναφή στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής (COI), και ότι οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να είναι συνεπείς και αληθοφανείς. Επιπλέον, το Άρθρο 10 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ απαιτεί από τις αρχές να διεξάγουν αμερόληπτη και αντικειμενική εξέταση, λαμβάνοντας υπόψη την αξιοπιστία του αιτούντος και τη διαθεσιμότητα αποδεικτικών στοιχείων. Εάν οι ισχυρισμοί δεν υποστηρίζονται από COI, ενδέχεται να δημιουργηθούν αμφιβολίες ως προς την αντικειμενική και εξωτερική συνέπεια των ισχυρισμών, την αληθοφάνειά τους και τη συμβατότητά τους με γενικά γνωστά γεγονότα, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4(5) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Ο αιτών δεν μπόρεσε να παραθέσει συγκεκριμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες σχετικά με κάποια θρησκεία με το όνομα Μιθραϊσμός, ούτε κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης εξαιτίας αυτού. Ως εκ τούτου, δεν πληρούται η προϋπόθεση της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού. Δεδομένης της έλλειψης τεκμηριωμένης εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών του αιτούντος, όπως αναλύεται εκτενώς ανωτέρω, ο ισχυρισμός του περί φόβου δίωξης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και, συνεπώς, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Ολόκληρο το ιστορικό στο οποίο βασίζεται η αίτηση διεθνούς προστασίας του αιτητή δεν αποδεικνύει την ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία και πειστικότητα τους ισχυρισμούς του, ώστε να ενταχθεί στον ορισμό του πρόσφυγα και να δικαιούται τα προνόμια αυτού του καθεστώτος.
Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και άρθρο 2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το άρθρο 3Γ του Νόμου και αντίστοιχα άρθρο 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».
Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα άρθρα 3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα άρθρα 3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. άρθρα 4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου, ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου αποδέχεται τους ισχυρισμούς του αιτούντος αναφορικά με την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του, και ορθώς απορρίπτει τους ισχυρισμούς περί δίωξης λόγω της μεταστροφής του στον Μιθραϊσμό. Συνεπακόλουθα, και λαμβανομένου υπόψη ότι η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του αιτούντος ορθώς δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Επιπλέον, ο αιτών δεν παρουσίασε περαιτέρω στοιχεία ή μαρτυρία που να καλύπτουν τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω αντιφάσεις παραμένουν και η κρίση της διοίκησης θεωρείται ορθή από το Δικαστήριο. (F.E.E. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αριθ. 2407/22, ημερ. 21/02/2023). Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του αιτούντος που έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά του στοιχεία, ο τόπος καταγωγής και η συνήθης διαμονή του, δεν είναι επαρκείς για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή, είτε λόγω της φύσης είτε λόγω της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου).
Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του αιτούντος και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν, υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η έννοια αυτή ορίζεται στο άρθρο 19(2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ειδικότερα, από τα προαναφερθέντα προκύπτει σαφώς ότι ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19(2)(α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, δεδομένου ότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, από τους ισχυρισμούς του δεν τεκμηριώνεται παρελθούσα δίωξη ούτε στοχοποίησή του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι σχετικές διατάξεις και να υπαχθεί ο αιτών σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση, δεν διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι, μεταξύ άλλων, η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ένοπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης συνιστούν στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35). Επιπλέον, σημαντικά στοιχεία για την αξιολόγηση του κινδύνου συνιστούν η γεωγραφική έκταση της αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή, καθώς και τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων από τα εμπόλεμα μέρη (ΔΕΕ, C-901/19, απόφαση της 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublik Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, αναφορικά με τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερ. 28.11.2011), αξιολόγησε και διευκρίνισε ότι, χωρίς να εξαντλείται η λίστα των σχετικών παραγόντων, λαμβάνονται υπόψη η χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο απωλειών μεταξύ των αμάχων ή στοχοποιούν ευθέως αμάχους, εφόσον η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών. Επιπλέον, κρίσιμος παράγοντας αποτελεί ο αριθμός των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί ή εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν.
Όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας, σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της ‘Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights’ για τον προσδιορισμό και την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων, το Ιράν δεν βρίσκεται υπό ένοπλη σύρραξη.[18] Σε αναφορά του, εκδοθείσα τον Ιούλιο του 2023, το Υπουργείο Εξωτερικών και Εμπορίου της Αυστραλίας αναφέρει ότι οι δυνάμεις ασφαλείας ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο επί της πλειοψηφίας της επικρατείας του Ιράν, πέραν των παραμεθόριων περιοχών με το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Η μεγάλη και εμφανής παρουσία των δυνάμεων ασφαλείας στα περισσότερα μέρη της χώρας έχει ως αποτέλεσμα τα μεγάλης κλίμακας περιστατικά ασφαλείας να είναι σπάνια και το Ιράν να είναι ασφαλές βάσει των δεδομένων της περιοχής.[19] Η τρομοκρατία καταγράφεται ως «απειλή» για το Ιράν, δεδομένης της ύπαρξης επιτυχών μαζικών επιθέσεων με ύπαρξη θυμάτων σε δημόσια γεγονότα και μέρη από ισλαμιστικές ομάδες Σουνιτών.[20] Οι τοπικές πηγές της έρευνας υποδεικνύουν ότι τα ποσοστά βίαιης εγκληματικότητας στο Ιράν είναι σχετικά χαμηλά, με μεγάλο μέρος της να σχετίζεται με τα ναρκωτικά.[21]
Βάσει, συνεπώς, των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων της για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.
Ενόψει των ανωτέρω και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).
Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός για τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του και συγκεκριμένα στο Rasht, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1200 υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135
[2] ΕΥΑΑ – COI QUERY- IRAN- PEOPLE CONVICTED OF RELIGIOUS OFFENSES December 2021 to 8 February 2023
[3] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57.
[4] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[5] Άρθρο 13(4) του περί Προσφύγων Νόμου.
[6] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[7] Encyclopedia Britannica
[8] Τα μυστήρια του Μίθρα, Κ. Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου:
[9] Encyclopedia Britannica
[10] 2020 Report on International Religious Freedom: Iran US Department of State
https://www.state.gov/reports/2020-report-on-international-religious-freedom/iran
[11] USDOS - US Department of State: 2023 Report on International Religious Freedom: Iran, 26 June 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2111574.html και Country Guidance Iran. EUAA January 2025 https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-iran-january-2025
[12] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Country Guidance: Iran; Common analysis and guidance note, January 2025
https://www.ecoi.net/en/file/local/2119758/2025_01_Country_Guidance_Iran_0.pdf
[13] https://www.britannica.com/topic/Islamic-Revolutionary-Guard-Corps?utm.com βλ. επίσης United states institute of peace https://iranprimer.usip.org/resource/revolutionary-guards?utm.com
[14] Iran's Revolutionary Guards extend control over Tehran's oil exports, sources say
By Jonathan Saul and Parisa Hafezi December 18 2024 https://www.reuters.com/world/middle-east/irans-revolutionary-guards-extend-control-over-tehrans-oil-exports-sources-say-2024-12-18/?utm.com
[15] Total military insight - Understanding Iran’s Revolutionary Guard Corps: Role and Impact 06/08/2024 https://totalmilitaryinsight.com/irans-revolutionary-guard-corps
[16] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: Query response on Iran: House churches; situation of practising Christians; treatment by authorities of Christian converts’ family members [a-10094], 14 June 2017
https://www.ecoi.net/en/file/local/1402694/472687_en.html [accessed 6 March 2025]
[17] EUAA- COI QUERY- IRAN -People convicted with religious offenses- dec 2021 to 8/02/2023
[18] RULAC, Geneva Academy, map, available at: https://www.rulac.org/browse/map United Nations General Assembly, Seventy-seventh session, A/77/525, Situation of human rights in the Islamic Republic of Iran, 14 October 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.ecoi.net/en/file/local/2082127/N2263251.pdf
[19] DFAT, ‘DFAT Country Information Report Iran’ (2023), 14 διαθέσιμο σε https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-iran.pdf; United Nations General Assembly, Seventy-seventh session, A/77/525, Situation of human rights in the Islamic Republic of Iran, 14 October 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.ecoi.net/en/file/local/2082127/N2263251.pdf
[20] Όπ. Π.
[21] Όπ. Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο