Ι.Β.Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Υπόθ. Αρ.: 3764/2024, 19/3/2025
print
Τίτλος:
Ι.Β.Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Υπόθ. Αρ.: 3764/2024, 19/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 3764/2024

 

19 Μαρτίου, 2025

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ι.Β.Ε., εκ Καμερούν

 

Αιτήτρια

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Β. Θωμά (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Η Αιτήτρια Παρούσα

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επιστολής ημερομηνίας 20/09/24 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή ζητά απόφαση του Δικαστηρίου για την παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία την 19/04/23, στις 30/07/24 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της, στις 03/08/24 ετοιμάστηκε σχετική έκθεση/εισήγηση και στις 05/08/24 αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η δικηγόρος για την Αιτήτρια περιόρισε τους ισχυρισμούς ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης ως αυτοί αναπτύσσονται στις σελίδες 4, 5, 6, 7 και 8 της Γραπτής της Αγόρευσης. Τόνισε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης της Αιτήτριας όπως αυτό διαφυλάσσεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στα Άρθρα 13Α(7) και 18(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) και αναφέρει ότι στα πλαίσια της συνέντευξης δεν παρασχέθηκε διερμηνέας αγγλικής γλώσσας και η συνέντευξη/επικοινωνία διενεργήθηκε στην αγγλική γλώσσα μόνο μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και Αιτήτριας. Πουθενά, αναφέρει, δεν προκύπτουν στοιχεία τα οποία να διασφαλίζουν τα εχέγγυα ικανότητας του λειτουργού να διεξάγει την συνέντευξη στην αγγλική γλώσσα, ούτε η Αιτήτρια ενημερώθηκε για το δικαίωμα της να έχει διερμηνέα κατά τη συνέντευξη – ζητείται δε ταυτόχρονα να κληθεί η Αιτήτρια από το Δικαστήριο για να τοποθετηθεί εκ νέου επί του αιτήματος της. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι παραβιάστηκαν τα Άρθρα 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), σε συνάρτηση με το αφήγημα της, τον φόβο δίωξης της και της αξιολόγησης εσωτερικής της αξιοπιστίας. Προβάλλεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις πρόσφυγα λόγω των ισχυρισμών της, οι προϋποθέσεις μορφών δίωξης και του φορέα δίωξης και/ή τουλάχιστον δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας λόγω της κατάστασης ασφαλείας σε συνάρτηση με τις δηλώσεις της. Με την Γραπτή Απάντηση της η συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει νέους λόγους ακύρωσης με τους οποίους διατείνεται ότι η εξουσιοδότηση προς τον κο Α. Αγρότη πάσχει και/ή είναι άκυρη καθότι αυτή δόθηκε από τον κο Νουρή τέως Υπουργό Εσωτερικών (αποσύρθηκαν δε οι λοιποί ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας).

 

Οι Καθ΄ ων η Αίτηση σε απάντηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας υιοθέτησαν το περιεχόμενο της Ένστασης και του διοικητικού φακέλου και ανέφεραν ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι γενικοί, αόριστοι και δεν αιτιολογούνται πλήρως με την Γραπτή Αγόρευση κατά παράβαση των σχετικών διαδικαστικών κανονισμών. Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εκ του Νόμου παρεχόμενων εξουσιών τους, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, με αποτέλεσμα η επίδικη πράξη να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Αναφέρουν ότι η Αιτήτρια κρίθηκε εσωτερικά αναξιόπιστη λόγω αντιφάσεων και ανακριβειών που καταγράφονται αναλυτικά στην έκθεση/εισήγηση, απορρίπτουν τους ισχυρισμούς για υποχρέωση παροχής διερμηνείας σε όλες τις περιπτώσεις και/ή ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα της, όπως επίσης απορρίπτουν την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση των Άρθρων 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000). Καταλήγουν ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Η δικηγόρος της Αιτήτριας μέσω της Γραπτής Αγόρευσης, Γραπτής Απάντησης και κατά την ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία ήγειρε επιπλέον λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς αυτοί να τυγχάνουν ειδικής δικογράφησης στην Προσφυγή. Οι ισχυρισμοί που δεν έχουν δικογραφηθεί δεόντως στην προσφυγή δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί για εξέταση και αξιολόγηση για αριθμό λόγων:

-          «η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης.»

-          στην υπό εξέταση υπόθεση εμφανώς η διατύπωση των λόγων ακύρωσης στην προσφυγή της Αιτήτριας είναι λακωνική και κατά παράβαση των σχετικών διαδικαστικών κανονισμών - απλή επίκληση της παραβίασης του Συντάγματος, Νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή

-          οι λοιποί λόγοι ακύρωσης (που δεν έχουν αποσυρθεί) και/ή έχουν σχέση με την διερμηνεία κατά την συνέντευξη, το δικαίωμα ακρόασης και/ή η θέση της για παράβαση διαδικασιών Δουβλίνου (προφορική αναφορά κατά την ακρόαση) που επικαλείται η δικηγόρος της Αιτήτριας, δεν καλύπτονται ούτε κατά προσέγγιση από τους νομικούς ισχυρισμούς όπως αυτοί διατυπώνονται στα σημεία 1-5 του δικογράφου της προσφυγής,  

-          η νομολογία έχει με σταθερότητα καθιερώσει την αρχή ότι δεν επιτρέπεται η εισαγωγή εντελώς νέων λόγων ακύρωσης μέσω Αγορεύσεων πέραν εκείνων που έχουν καταγραφεί στην αίτηση. Αντικείμενο της διαδικασίας καθορίζεται στη δικογραφία η οποία αποτελεί το δικονομικό μέσο για την έκθεση και προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. Χωρίς τα εν λόγω ζητήματα να είχαν προηγουμένως διατυπωθεί στη προσφυγή ως επίδικο και να αιτιολογηθεί πλήρως θα ήταν εσφαλμένη η ενασχόληση του παρόντος Δικαστηρίου και η διατύπωση κρίσης σε σχέση με αυτό το ζήτημα,

-          ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν καταργεί τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων, 

-          δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης,

 

(Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599 (Απόφαση Πογιατζή, Δ.), Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 (Απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε) Τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται και σε νεότερη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ήτοι στην Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί βάσει της πιο πάνω νομολογίας να εξετάσει συγκεκριμένους λόγους ακύρωσης (όπως αναφέρονται ανωτέρω) στο παρόν στάδιο και/ή με τον τρόπο τον οποίο εγείρονται χωρίς πρώτα να τυγχάνουν ειδικής δικογράφησης και/ή ούτε θεωρώ ότι αποτελούν αμιγώς ζητήματα δημοσίας τάξεως (Κυριάκος Τριανταφυλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», Ιωάννη Δ. Σαρμά σελ. 447-449, Δημοκρατία ν. Γεωργιάδη (1972) 3 Α.Α.Δ. 594, Όθωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(A) Α.Α.Δ. 475, Δημοκρατία ν. Χατζηπαντελή (1989) 3 (Β) Α.Α.Δ. 961Οικονομίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) Α.Α.Δ. 1009).

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, ο ισχυρισμός για μη έγκυρη εξουσιοδότηση του Α. Αγρότη, καθότι αυτή δόθηκε από τον κο. Νουρή τέως Υπουργό Εσωτερικών και/ή όχι από τον νυν Υπουργό Εσωτερικών, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 05/08/24 λήφθηκε από τον κο Α. Αγρότη στη βάση ισχύουσας εξουσιοδότησης ημερομηνίας 09/06/22 που εντοπίζεται ως ερυθρό 42 του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ»). Με βάση αυτήν δόθηκε εξουσιοδότηση από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών προς τον κο Αγρότη όπως εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Υπάρχει δηλαδή, ρητή διάταξη Νόμου που να επιτρέπει την μεταβίβαση της εξουσίας λήψης τέτοιων αποφάσεων σε οποιοδήποτε άλλο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου εκτός από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας αυτής (Βλέπε σχετικό Άρθρο 17(4) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1999 έως 2020 (Ν. 158 (Ι)/1999), βλέπε επίσης Α.Ε. αρ. 2115,Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, (1997) 3 Α.Α.Δ 385). Δεδομένου του ότι η απόφαση η οποία λήφθηκε ήτο από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο, δεδομένου του ότι επιτρέπεται η εκχώρηση αυτών των εξουσιών δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου 2 του Ν.6(Ι)/2000 και λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση (που περιέχει ρητά τις εν λόγω αρμοδιότητες) δεν είχε ανακληθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο από το όργανο που τη μεταβίβασε - μέχρι την ανάκλησή της και/ή μέχρι την σύνταξη τυχόν νέας εξουσιοδότησης η μεταβίβαση αρμοδιότητας ισχύει. Δεν θα ήτο αναμενόμενο (όπως έχει πάγια νομολογηθεί) να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός (Βλέπε Ε.Δ.Δ.Αρ.63/2018 Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 1. Υπουργείου Οικονομικών, 2. Τμήματος Τελωνείων ν. A.H.T. ADVANCES HEATING TECHNOLOGIES, ημερομηνίας 11/01/24 (απόφαση Ανωτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία), με ανασκόπηση και της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος). Ούτε δε ο ισχυρισμός για το ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης της Αιτήτριας και/ή ότι δεν παρασχέθηκε διερμηνέας κατά τη συνέντευξη και/ή ήτο υποχρέωση των Καθ’ ων η Αίτηση να εξασφάλιζαν μεταφραστή κατά τη συνέντευξη και/ή ούτε προκύπτει οτιδήποτε που να υποστηρίζει την κατάρτιση του λειτουργού στην αγγλική γλώσσα, ευσταθεί. Όπως έχει κριθεί στην Υποθ. Αρ. 3534/23 Ρ.Ο.Α. ν Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ημερομηνίας 14/02/24 (απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου) οι διατάξεις του Άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) και του Άρθρου 12(1)(β) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση) δεν καθιστούν υποχρεωτική την διερμηνεία σε όλες τις περιπτώσεις. Η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν αποτελεί προαπαιτούμενο η παροχή διερμηνείας για τη διεξαγωγή της συνέντευξης, αλλά ούτε και στην παρούσα περίπτωση αποτελεί πλημμέλεια στη διαδικασία της συνέντευξης, όπου η επικοινωνία διενεργήθηκε στην αγγλική γλώσσα μόνο μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και Αιτήτριας. Η ίδια η Αιτήτρια στην αίτηση ασύλου της (συνταγμένη στην αγγλική) καταγράφει ότι ομιλεί την Αγγλική (ερυθρό 3 ΔΦ), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρό 28 ΔΦ) και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρά 39-28 ΔΦ). Με το πέρας της συνέντευξης προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και η Αιτήτρια υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης και κατόπιν ανάγνωσης του κειμένου των πρακτικών της συνέντευξης, υπέγραψε βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφονται (στο πρακτικό της συνέντευξης της) αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις της. Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης της. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης γίνεται ενδελεχής ενημέρωση της για τη διαδικασία της συνέντευξης και της διενέργειας της και/ή κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την εν λόγω διαδικασία και/ή δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Οι ισχυρισμοί περί παράβασης των Άρθρων 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) επίσης απορρίπτονται. Το σχετικό άρθρο του Νόμου για ιατρική και ψυχολογική εξέταση αιτούντα άσυλο αφορά στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν: «(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και (β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.». Στην παρούσα περίπτωση, ο λειτουργός δεν έκρινε σκόπιμο η Αιτήτρια να παραπεμφθεί σε ειδική εξέταση σε ιατρό ή ψυχολόγο ούτε αυτό εμπόδισε τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης. Άλλωστε έγινε σχετική αξιολόγηση της στη βάση του Άρθρου 9ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) (ερυθρά 7-4 ΔΦ) βάση των οποίων δεν καταδειχθήκαν ουσιαστικές ενδείξεις ευαλωτότητας που να επηρεάζουν την διαδικασία συνέντευξης. Εξάλλου, κατά το στάδιο της συνέντευξής της, δήλωσε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε ιατρικό πρόβλημα ή πρόβλημα με την υγεία της, ούτε ότι έχει οιεσδήποτε ειδικές ανάγκες (ερυθρό 38 ΔΦ). Σημειώνεται δε ότι ούτε η συνήγορος της Αιτήτριας υπέδειξε μέσω τεκμηριωμένων λόγων ακύρωσης κατά πόσο επηρεάστηκαν οι δηλώσεις της κατά την συνέντευξη λόγω δυσχερούς ψυχολογικής και/ή σωματικής κατάστασης και/ή ούτε υποδείχθηκαν σοβαρές ενδείξεις ευαλωτότητας και/ή οποιαδήποτε ένδειξη ότι η Αιτήτρια χρήζει ψυχολογικής ή ψυχιατρικής παρακολούθησης ή νοσηλείας που τυχόν επηρέαζε την αξιολόγηση του αιτήματος της.

 

Αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρώ στην συνέχεια σε αξιολόγηση των λόγων ακύρωσης που συναρτώνται με ζητήματα ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας σε συσχέτιση με ισχυρισμούς που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, μη εξατομικευμένης αξιολόγησης της περίπτωσης της και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Όπως προκύπτει από το φάκελο της Αιτήτριας πρόκειται για αγγλόφωνη υπήκοο Καμερούν, κάτοχο διαβατηρίου, με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής το χωριό Etoko, της επαρχίας Manyu, του Νοτιοδυτικού Καμερούν. Φυλετικής καταγωγής Bayangi, χριστιανή, άγαμη, άτεκνη, υγιής, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διατηρούσε δική της επιχείρηση. Προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της παρέμεινε για διάστημα περίπου 7 μηνών στο χωριό Ayokaba του Νοτιοδυτικού Καμερούν στην οικεία της θείας της και εγκατέλειψε τη χώρα της αεροπορικώς στις 26/03/23.

 

Με την αίτηση της για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της καθώς η ζωή της βρισκόταν σε κίνδυνο από τους Ambazonians[1], οι οποίοι την αναζητούσαν λόγω του γεγονότος ότι ο πατέρας της τύγχανε αρχηγός του χωριού τους. Ειδικότερα, δήλωσε ότι ο πατέρας της, ως αρχηγός του χωριού, ενημέρωνε τη κυβέρνηση για την εξέλιξη του εμφύλιου πολέμου. Μια μέρα, απήχθη από τους Ambazonians και ύστερα από διαπραγματεύσεις με τον πατέρα της, αφέθηκε ελεύθερη. Κατόπιν της απελευθέρωσης, αφού αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για την κόρη του αρχηγού, επιτέθηκαν εκ νέου στην οικεία της δολοφονώντας τον πατέρα της και καίγοντας το σπίτι. Η μητέρα της, μόλις πληροφορήθηκε τα νέα κατέρρευσε με αποτέλεσμα το θάνατό της. Η ίδια, μετέβη στη θεία της στο χωριό Ayokaba και έπειτα εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Κατά τη προσωπική της συνέντευξη η Αιτήτρια επανέλαβε τους ισχυρισμούς της περί απαγωγής της από τους Ambazonians, απελευθέρωσης κατόπιν καταβολής λύτρων και επίθεσης στην οικεία της που είχε ως αποτέλεσμα την δολοφονία του πατέρα της και το θάνατο της μητέρας της. Ερωτηθείσα σχετικώς, απέδωσε την επίθεση στην καταγγελία που προέβη στην αστυνομία μετά την απαγωγής της, δηλώνοντας παράλληλα ότι αναζητείται από τους Ambazonians επειδή γνωρίζει τη βάση τους.

 

Ο λειτουργός στο πλαίσιο της έκθεσης-εισήγησής του εντόπισε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι (1) ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, (έγινε αποδεκτός) (2) σχετικά με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει από τους Amba, λόγω υπόδειξης στην αστυνομία του στρατοπέδου που είχαν ως βάση (ο οποίος απορρίφθηκε). λόγω έλλειψης επαρκών πληροφοριών και μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας της. Στην σχετική έκθεση/εισήγηση καταγράφονται, αναφορικά με τον ανωτέρω απορριφθέντα ισχυρισμό, αρκετά σημεία στα λεγόμενα της Αιτήτριας όπου διαπιστώθηκε ασάφεια, ανεπάρκεια πληροφοριών και αντιφάσεις. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, προέκυψε ότι η Αιτήτρια  δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες για το θάνατο των γονέων της, ενώ οι απαντήσεις της σχετικά με την έλλειψη αποδεικτικών εγγράφων, αλλά και τους λόγους που δεν επισκέφτηκε τη μητέρα της κατά τη παραμονή της στο νοσοκομείο, κρίθηκαν ως μη εύλογες. Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την καταγγελία που προέβη, τις ενέργειες που έκανε η αστυνομία, αλλά και το τρόπο που οι Amba πληροφορήθηκαν την καταγγελία εκ μέρους της. Επίσης, κρίθηκε ασυνεπής ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε το χωριό που διέμενε, αναφερόμενη αφενός σε φόβο επίσκεψης της αστυνομίας και αφετέρου στην επίθεση των Amba, ενώ συναξιολογήθηκε και το γεγονός ότι κατά τη παραμονή της στη θεία της δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από τους τελευταίους. Τέλος, οι δηλώσεις σχετικά με τη τοποθεσία της κατά την απαγωγή της κρίθηκαν ασυνεπείς δηλώνοντας αφενός ότι βρισκόταν στο κατάστημα και αφετέρου στην οικεία της, ενώ αντιφατικές κρίθηκαν και οι δηλώσεις για τους λόγους που την αναζητούν οι Amba, επικαλούμενη αρχικώς την ιδιότητα του πατέρα της και αφετέρου την καταγγελία που έκανε στις αρχές. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός πραγματοποίησε έρευνα σχετικά με την επίθεση των Amba στο χωριό Etoko, που φέρεται να πραγματοποιήθηκε στις 26/07/22, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώνεται, αξιολόγησε δε το βίντεο που παρουσίασε η Αιτήτρια μέσω του κινητού της, το οποίο έφερε την ημερομηνία 31/03/23, δηλαδή ύστερη των ισχυριζόμενων γεγονότων.

 

Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου διαπιστώνω ότι αυτή δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[2], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα της εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε για κάθε ένα ξεχωριστά από τα περιστατικά που ισχυρίστηκε ότι έζησε, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Θα αναμενόταν για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, στο οποίο στηρίζεται ο πυρήνας του αιτήματος της να είναι περιγραφική, αναλυτική και σταθερή στις απαντήσεις της, να είναι σε θέση να παρουσιάσει χρονική συνάφεια και επαρκή περιγραφή του αφηγήματος της. Η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας της στο σύνολό τους. Δεν προκύπτει, επομένως, να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας της ως επίσης και εκτενείς παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής, τα οποία ως αμφισβητήθηκαν κατά την δικαστική διαδικασία από την συνήγορο της δεν ήτο ικανά να ανατρέψουν την αρνητική εικόνα που παρουσιάστηκε από την Αιτήτρια κατά την διαδικασία της συνέντευξης. Επισημαίνεται, επί τούτου, ότι ναι μεν αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[3], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[4]. Συνεπώς, από τα στοιχεία που τέθηκαν τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και του Δικαστηρίου η Αιτήτρια απέτυχε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής της, υπάρχει κίνδυνος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα υποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση στοχεύει ειδικά Αγγλόφωνους για σύλληψη, παρενόχληση ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποκλειστικά και μόνο επειδή προέρχονται από τις εν λόγω περιοχές του Καμερούν ή/και είναι Αγγλόφωνοι[5].

 

Εξετάζοντας δε το εάν θα μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ο λειτουργός κατά την νομική ανάλυση και/ή κατά την υπαγωγή των προσωπικών δεδομένων της Αιτήτριας αξιολόγησε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε (και έγιναν αποδεκτοί) τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[6] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός εξέτασε σε συνάρτηση με τη περιοχή της καταλήγοντας ότι κατά την έννοια του Άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας 95/11/ΕΕ, δηλαδή λόγω ύπαρξης σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ότι δεν θα υποστεί προσωπικά σοβαρή και/ή προσωπική απειλή λόγω της επιστροφής της στη συγκεκριμένη περιοχή. Εξάλλου, η ύπαρξη «ένοπλης σύρραξης» στο έδαφος μιας χώρας ή μιας περιοχής της ή διάφορων περιοχών της, αν και αναγκαία, δεν είναι επαρκής προϋπόθεση από μόνη της για παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[7], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[8], σκέψεις 30 και 31), λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ, το αίτημα της Αιτήτριας που δεν τεκμηριώθηκε (και/ή κρίθηκε αναξιόπιστη σε σχέση με προσωπική εμπλοκή/δίωξη) δεν εγείρονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι μπορεί να τύχει συμπληρωματικής προστασίας (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31). Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων του αιτήματος της Αιτήτριας από τον λειτουργό στο μέρος της έκθεσης/εισήγησης και/ή αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής σε συνάρτηση με την περιοχή της όπου γίνεται παράθεση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας και/ή εκτενής καταγραφή εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Από δε αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου επιβεβαιώνονται τα ευρήματα του λειτουργού ήτοι για το υψηλό αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικά στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν[9]. Σημειώνεται, όμως, ότι στο συνήθη τόπο διαμονής της χωριό Ayukaba δεν εντοπίζονται περιστατικά ασφαλείας[10]. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν αριθμοί περιστατικών ασφαλείας στον τόπο συνήθους και τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας και/ή δεν υφίστανται εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί προσωπικά σοβαρή και προσωπική απειλή κατά την επιστροφή της αλλά ούτε τo προφίλ της παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευαλωτότητας ή σημεία ευπάθειας, καθώς πρόκειται για ενήλικο πρόσωπο, ικανότητα να εργαστεί, να έχει πρόσβαση σε μέσα αυτοσυντήρησης και ύπαρξης οικογενειακών δεσμών στη χώρα καταγωγής.

 

Η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 13, 13Α και 18 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της και κατά τη συνέντευξη της έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές της περιστάσεις. Δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου όπως επίσης και διευκρινιστικές για να μπορεί η ενδιαφερόμενη να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες της, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις της επαρκώς το αίτημα της.

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1300 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

                 

 

 

                         Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1] Η Ambazonia, εναλλακτικά η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Αμβαζονίας» ή «Κράτος της Αμβαζονίας» είναι μια πολιτική οντότητα που ανακηρύχθηκε από αγγλόφωνους αυτονομιστές που επιδιώκουν την ανεξαρτησία από το ΚαμερούνΒλέπε επίσης σχετικά United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 20, 45, June 2020, , επιπλέον, COI QUERY, EASO, 29/06/ 21, Forced recruitment by separatist groups, self-declared as Ambazonians, in the Anglophone regions, επίσης UK Home Office, Country Policy and Information Note Cameroon: North-West/South-West crisis, Version 2.0, December 2020,

 

 

[2] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009.

[3] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Άρθρο 16 & 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

[5] Country Policy and Information Note Cameroon: Anglophones, έκδοση 2.0, Δεκέμβριος 2020

[6] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[7]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie

[8]Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides

[9] https://acleddata.com/explorer/ Βάσει στοιχείων από το ACLED, για την περίοδο 09/03/24 με 07/03/25 στο Νοτιοδυτικό τμήμα του Καμερούν σημειώθηκαν 762 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 733 θανάτους. Σε αυτά περιλαμβάνονται 450 περιστατικά βίας κατά αμάχων (147 θάνατοι), 272 μάχες (565 θάνατοι), 25 περιστατικά εξεγέρσεων (5 θάνατοι), και 15 περιστατικά εκρήξεων απομακρυσμένης βίας (16 θάνατοι).

[10] Acled Explorer, Africa, Cameroon, Sud Quest, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο