
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 3922/22
24 Μαρτίου 2025
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.L.M
Αιτητής
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Α. Πλιάκα (κα) για Δ. Ζησιμοπούλου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Α. Κίτσιου (κα), για Α. Αναστασιάδη Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 01/06/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 01/06/2022 και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στο πλαίσιο των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικας και πολίτης της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Στις 01/04/2022, υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 14/04/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από Αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 04/05/2022, ο Αρμόδιος Λειτουργός συνέταξε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την εισήγηση για την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 01/06/2022. Την ίδια ημέρα, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή, συνοδευόμενη από την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον ίδιο. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς ωστόσο αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά τη γραπτή της αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης. 1. Λανθασμένη εφαρμογή του νομοθεσίας. 2. Ότι η απόφαση εκδόθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί πλάνη περί τα πράγματα. 3. Κατάχρηση εξουσίας.
Σημειώνεται ότι, κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων στις 25/11/2024, η πλευρά του Αιτητή απέσυρε όλους τους προβαλλόμενους νομικούς ισχυρισμούς, πλην εκείνων που αφορούν την έλλειψη δέουσας έρευνας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου, καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας. Επιπλέον, μέσω της γραπτής της αγόρευσης, ανέφερε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για φυλετικούς ή θρησκευτικούς λόγους, λόγω ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του Νόμου. Οι Καθ’ ων υποστηρίζουν ότι, βάσει των ισχυρισμών του Αιτητή, τα επιχειρήματά του δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής του στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς κρίθηκαν αναξιόπιστα, αναληθή και αντιφατικά. Επιπλέον, δεν εμπίπτουν στους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, ούτε μπορούσε να του παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Επομένως, υποστηρίζουν ότι ορθώς και ευλόγως οι Καθ’ ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από τον Νόμο και βάσει του ενώπιόν τους υλικού, κατέληξαν στο εν λόγω συμπέρασμα.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Εκ προοιμίου επισημάνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. Παρομοίως, υπό το φως της κάτωθι νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Επιπλέον επισημαίνεται, η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων (Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247»]
Ως προς τους πιο πάνω λόγους προσφυγής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).
Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου δεν επαρκούν από μόνοι τους για να ανατρέψουν την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στην ίδια και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. Αποφάσεις ΣΤΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).
Τέλος και επί των όσων αναφέρει η συνήγορος του Αιτητή δια της γραπτής της αγόρευσης, είναι παγίως νομολογημένο ότι η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας και οι αναφορές σε μαρτυρίες οι οποίες δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου στερούνται οποιοσδήποτε σημασίας. (ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΑΛΛΟΥ, (1995), 4 ΑΑΔ 1275, ANTENNA ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2013) 3 ΑΑΔ 242, Κοιν. Λυσού ν. Δημοκρατία (1998) 3 ΑΑΔ 537). Εάν η πλευρά του Αιτητή επιθυμούσε να προσαγάγει μαρτυρία, όφειλε να ακολουθήσει το ορθό δικονομικό βήμα.
Ως εκ των άνω, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτών που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, δύνανται να εκτιμηθούν από το παρόν Δικαστήριο, ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς. Ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολό τους.
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης επαρκούς και δέουσας έρευνας σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψη και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας.(βλ. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ v. QBT, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 107/2023, 11/2/2025)
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε.1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου και προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας και υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό.
Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω οικογενειακών προβλημάτων. Ειδικότερα, ανέφερε ότι η οικογένειά του ήθελε να τον παντρέψει δια της βίας με ένα μέλος της οικογένειάς του και, για τον λόγο αυτό, εγκατέλειψε τη χώρα του. (βλ. ερυθρό 11 του Δ.Φ., μετάφραση του ερ.1).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησης, ο Αιτητής επανέλαβε τους ισχυρισμούς που είχε διατυπώσει στην αίτησή του ως λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι μεγάλωσε σε μια κοινωνία όπου οι παραδόσεις και τα θρησκευτικά έθιμα καθόριζαν αυστηρά τις ζωές των ανθρώπων. Οι γάμοι κανονίζονταν από τις οικογένειες και κάθε απόκλιση από αυτά τα έθιμα θεωρούνταν ασέβεια που έπρεπε να τιμωρηθεί. Σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειάς του, έπρεπε να παντρευτεί την αδελφή του, καθώς οι γάμοι πραγματοποιούνταν εντός της ίδιας κοινότητας, με σκοπό τη διατήρηση των θρησκευτικών και πολιτισμικών αξιών. Όταν του ανακοινώθηκε ότι έπρεπε να παντρευτεί την αδελφή του, ένιωσε ότι παραβιάζονταν οι ηθικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Ο ίδιος, ως Χριστιανός, δεν μπορούσε να αποδεχθεί αυτήν την πρακτική και αποφάσισε να την αρνηθεί. (βλ. ερυθρό 38 χ9 του Δ.Φ)
Ωστόσο, η άρνησή του προκάλεσε την οργή της οικογένειάς του. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν η οικογένειά του ανακάλυψε ότι είχε ήδη σχέση με μια γυναίκα, με την οποία είχε αποκτήσει και παιδί. Μόλις αυτή η σχέση έγινε γνωστή, η οικογένειά του τον αντιμετώπισε ως προδότη. Ο θείος του, που ήταν αστυνομικός και είχε μεγάλη επιρροή στην κοινότητα, εξοργίστηκε όταν έμαθε ότι ο ανιψιός του είχε αρνηθεί να υπακούσει. Πιστεύοντας ακράδαντα στην τήρηση των παραδόσεων, θεώρησε ότι η ανυπακοή του Αιτητή συνιστούσε προσβολή για ολόκληρη την οικογένεια. Η κατάσταση κλιμακώθηκε γρήγορα και έγινε επικίνδυνη. Ο θείος του άρχισε να τον απειλεί ανοιχτά, προειδοποιώντας τον ότι, αν δεν σεβαστεί τις παραδόσεις, θα έχει την ίδια τύχη με τα δύο αδέλφια του, τα οποία είχαν δολοφονηθεί επειδή αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τα οικογενειακά έθιμα. Οι απειλές αυτές δεν ήταν απλώς λόγια – ο θείος του τον ξυλοκόπησε και τον προειδοποίησε ότι η ανυπακοή του σήμαινε θάνατο. Επιπλέον, εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως αστυνομικός, τον συνέλαβε προσωρινά, δείχνοντάς του έτσι ότι είχε τη δύναμη να τον καταστρέψει αν το επιθυμούσε.
Ο φόβος του Αιτητή εντάθηκε όταν άτομα από το περιβάλλον του θείου του εισέβαλαν στο σπίτι του. Τότε συνειδητοποίησε ότι η ζωή του διέτρεχε άμεσο κίνδυνο. Η σύζυγός του, η οποία ήταν έγκυος, φοβόταν ότι θα τους σκότωναν, όπως είχαν κάνει με τα αδέλφια του. Διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα προστασίας, καθώς η αστυνομία βρισκόταν υπό την επιρροή του θείου του, αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την εκκλησία του.
Ο πάστοράς του ήταν ο μόνος που δέχτηκε να τον βοηθήσει. Για ενάμιση μήνα, παρέμεινε κρυμμένος στο σπίτι του πάστορα, μακριά από τη σύζυγό του και το παιδί του, οι οποίοι δεν μπορούσαν να τον επισκεφτούν από φόβο μήπως εντοπιστούν. Ο πάστορας, βλέποντας την απόγνωσή του, αναζήτησε τρόπους για να τον βοηθήσει να διαφύγει από τη χώρα. Μέσω επαφών με μέλη της εκκλησίας, κατάφερε να του εξασφαλίσει φοιτητική βίζα και να του παράσχει οικονομική υποστήριξη για τη φυγή του.
Η διαφυγή του οργανώθηκε προσεκτικά. Εφοδιάστηκε με πλαστά έγγραφα και 500 δολάρια και, με τη βοήθεια του πάστορα, ταξίδεψε αρχικά στην Τουρκία. Από εκεί, πέρασε παράνομα στα Κατεχόμενα της Κύπρου, καθώς δεν είχε τη δυνατότητα να ταξιδέψει απευθείας σε ασφαλή χώρα. Φτάνοντας στην Κύπρο, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα του, καθώς ήταν βέβαιος ότι, αν επέστρεφε, η οικογένειά του θα τον σκότωνε. (βλ.ερ.37 και 38 δ.φ.)
Σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής φοβάται ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη, καθώς η οικογένειά του θα τον σκοτώσει για την παραβίαση της παράδοσης. Το κράτος του δεν του παρέχει καμία προστασία, δεδομένου ότι οι οικογένειες με στρατιωτική και αστυνομική εξουσία έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν τις παραδόσεις με κάθε κόστος. Δεδομένου ότι έχει ήδη χάσει δύο αδέλφια του για τους ίδιους λόγους, είναι πεπεισμένος ότι, αν επιστρέψει, θα τον εντοπίσουν και θα τον σκοτώσουν. (βλ. ερυθρό 37 1Χ και 38 9Χ του Δ.Φ.)
Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, την καταγωγή του και τον τόπο συνήθους διαμονής του. Ο δεύτερος αφορούσε την ισχυριζόμενη δίωξή του από τον θείο του, λόγω της άρνησής του να παντρευτεί την «αδελφή» του.
Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου απέρριψε τον δεύτερο ισχυρισμό, καθώς έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε επαρκώς η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Αντιθέτως, οι ισχυρισμοί του Αιτητή σχετικά με το προφίλ του, τα προσωπικά του στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του έγιναν δεκτοί.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, όπως διαμορφώθηκε, ο λειτουργός τον απέρριψε, καθώς έκρινε ότι ο Αιτητής δεν απέδειξε ότι διώχθηκε από τον θείο του λόγω της άρνησής του να παντρευτεί την αδελφή του. Η απόρριψη βασίστηκε σε διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων η μειωμένη ευλογοφάνεια της αφήγησής του, οι αντιφάσεις στις δηλώσεις του, η αμφισβητούμενη γνησιότητα των εγγράφων που υπέβαλε και οι ασάφειες σχετικά με τις συνθήκες της δίωξής του.
Ειδικότερα, όταν του ζητήθηκαν λεπτομέρειες σχετικά με τις απειλές που δέχθηκε από τον θείο του, ο Αιτητής δεν παρείχε σαφείς και συγκεκριμένες πληροφορίες. Ανέφερε αόριστα ότι ο θείος του τον απείλησε, λέγοντάς του πως, αν δεν σεβαστεί τα έθιμα, θα τον σκοτώσει όπως κάνει ο στρατός. Επιπλέον, δεν προσδιόρισε με ακρίβεια πώς και πότε δέχθηκε απειλές ή πώς αυτές κλιμακώθηκαν σε βίαιες ενέργειες εναντίον του.
Ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση, μία σημαντική αντίφαση στις δηλώσεις του ήταν η αρχική αναφορά του ότι ο θείος του τον χτύπησε και στη συνέχεια τον κατήγγειλε στις αρχές, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψή του. Ωστόσο, όταν του ζητήθηκαν περισσότερες λεπτομέρειες για το περιστατικό, οι απαντήσεις του παρέμειναν γενικόλογες και ασαφείς. Η έλλειψη σαφήνειας αυτή οδήγησε τον λειτουργό στο συμπέρασμα ότι η αφήγησή του στερείται ευλογοφάνειας.
Περαιτέρω, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του, διαπιστώθηκαν σημαντικές αντιφάσεις στις ημερομηνίες και τη χρονολογική σειρά των γεγονότων. Αρχικά, ο Αιτητής δήλωσε ότι συνελήφθη δύο φορές, αλλά αργότερα υποστήριξε ότι συνελήφθη μόνο μία φορά. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο γάμος του πραγματοποιήθηκε στα μέσα Νοεμβρίου, ενώ στη συνέχεια δήλωσε ότι η οικογένειά του πληροφορήθηκε τον γάμο του πολύ αργότερα.
Ιδιαίτερη ασυνέπεια παρατηρήθηκε και στις ημερομηνίες της σύλληψής του. Σε αρχικές δηλώσεις του, ανέφερε ότι συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 2021, αλλά αργότερα τοποθέτησε τη σύλληψή του σε διαφορετική χρονική περίοδο. Παρόμοια αντίφαση εντοπίστηκε και στο διαβατήριό του, καθώς ισχυρίστηκε ότι το εξέδωσε κατά τη διαμονή του στον ιερέα, ενώ το έγγραφο έφερε ημερομηνία έκδοσης που δεν συνάδει με το χρονοδιάγραμμα των γεγονότων που περιέγραψε.
Ως προς το ένταλμα σύλληψης το οποίο προσκόμισε ο Αιτητής προς υποστήριξη των ισχυρισμών του. Η αξιοπιστία του εγγράφου αμφισβητήθηκε έντονα. Το ένταλμα περιείχε ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, ακόμη και σε επίσημες σφραγίδες, γεγονός που προκάλεσε αμφιβολίες για τη γνησιότητά του. Επιπλέον, το έγγραφο αναφερόταν στο άρθρο 98 του ποινικού κώδικα, το οποίο φέρεται να αφορά την «αισχροκέρδεια για σύναψη γάμου». Ωστόσο, παρά την εκτεταμένη έρευνα, δεν εντοπίστηκε σχετικό άρθρο στον ποινικό κώδικα της χώρας καταγωγής του (βλ.ερ.47 και 48 δ.φ.). Αντιθέτως, το μόνο σχετικό άρθρο που βρέθηκε αφορούσε επίθεση κατά προσώπου με πρόθεση να προκληθεί βλάβη. Αυτή η ανακολουθία ενίσχυσε τις υποψίες ότι το ένταλμα ήταν πλαστό ή ανακριβές.
Ακόμη, ο Αιτητής αρχικά ισχυρίστηκε ότι ο θείος του – και αδελφός της μητέρας του – τον απειλούσε ότι θα τον σκοτώσει επειδή δεν σεβόταν τα έθιμα και για τον ίδιο λόγο σκότωσε τους αδελφούς του. Ωστόσο προηγούμενος ισχυρίστηκε ότι τα αδέλφια του σκοτώθηκαν επειδή ο πατέρας του δεν έδινε χρήματα στο θείο του επειδή ήταν σύντροφος της μητέρας του και δεν την είχε νυμφευτεί. Αυτή η αντίφαση δημιούργησε αμφιβολίες για το πραγματικό κίνητρο της υποτιθέμενης δίωξης.
Επιπλέον, όταν έφτασε στη χώρα υποδοχής, υποστήριξε ότι δεν αναγνωρίστηκε από τα μέλη των αρχών. Ωστόσο, δεν εξήγησε με σαφήνεια γιατί αυτό θα αποτελούσε απόδειξη της δίωξής του από τον θείο του. Αυτές οι ασάφειες, σε συνδυασμό με τις αντιφάσεις στην αφήγησή του, οδήγησαν στην απόρριψη των ισχυρισμών του. (βλ. ερ. 52 53 και 54 δ.φ.)
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έλαβε υπόψη τον υποστηρικτικό χαρακτήρα των εγγράφων, καθώς και τη μειωμένη εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή, απορρίπτοντας εν τέλει τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό.
Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε, με βάση τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι στην Κινσάσα, καθώς και τα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Έκρινε ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να υποστεί μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη αυτή.
Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, κατέληξε ομοίως στο συμπέρασμα ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του εν λόγω Νόμου.
Αξιολογώντας, λοιπόν, τα ανωτέρω υπό το φως των σχετικών νομοθετικών διατάξεων και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τις δηλώσεις του Αιτητή κατά τη δικαστική διαδικασία ενώπιόν μου, καταλήγω στα εξής:
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».
Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.
Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμφωνώ με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και υιοθετώ την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση.
Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτόν, καθώς και για τους λόγους που αναλύονται εκτενώς στην εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (βλ. ερυθρά 52-54 του Δ.Φ.), η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στους ισχυρισμούς του Αιτητή.
Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές και τεκμηριωμένες επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του εν λόγω ισχυρισμού. Συνολικά, οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού αξιολογήθηκαν ως αόριστες και επιφανειακές, στερούμενες προσωπικού και βιωματικού στοιχείου, καθώς και της απαιτούμενης ευλογοφάνειας.
Ως εκ τούτου, φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού, όπως καταγράφονται στην έκθεση-εισήγηση, γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως εύλογα και βάσιμα, πλήττοντας ουσιωδώς την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή. Συνεπώς, δεν εντοπίζω κανέναν λόγο διαφοροποίησης από τα πορίσματα του αρμόδιου λειτουργού.
Γενικά, είναι εύλογο να αναμένεται ότι μια αξίωση για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και επαρκώς λεπτομερής, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον σημαντικά γεγονότα που τη στηρίζουν. Σύμφωνα με το Άρθρο 4, Παράγραφος 1 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (πρώην Οδηγία 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, καταρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της αίτησής του. Η ανεπάρκεια λεπτομερειών και η έλλειψη συγκεκριμένων στοιχείων συνιστούν, κατά το Άρθρο 4, Παράγραφος 5(β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ένδειξη έλλειψης σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως όταν η αίτηση στερείται συνοχής, σαφήνειας ή πειστικότητας. Αυτή η αρχή έχει υποστηριχθεί και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), ιδίως στην υπόθεση M.M. κατά Ιρλανδίας (C-277/11), όπου επισημάνθηκε ότι οι εθνικές αρχές οφείλουν να διενεργούν πλήρη και δίκαιη εξέταση των αιτήσεων ασύλου. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, όπως η ηλικία του, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, καθώς και την απουσία ενδείξεων ευαλωτότητας, κρίνω ότι ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή του με την προβολή μιας αυθεντικής και βιωματικής εμπειρίας. Η θέση αυτή ενισχύεται από τη νομολογία του ΕΔΑΔ στην υπόθεση R.C. κατά Σουηδίας (Αρ. 41827/07), όπου κρίθηκε ότι η αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτούντος ασύλου πρέπει να βασίζεται σε σαφείς και βιωματικές εξηγήσεις, οι οποίες θα αποδεικνύουν τον προσωπικό και άμεσο χαρακτήρα του κινδύνου που διατρέχει. Συνοψίζοντας, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις του Αιτητή δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς του την απαραίτητη βιωματική χροιά που θα ενίσχυε την αξιοπιστία τους.
Ο Αιτητής, βάσει των στοιχείων που εξετάστηκαν, δεν κατόρθωσε να διατυπώσει με συνοχή, σαφήνεια και ευλογοφάνεια τον πυρήνα του αιτήματός του. Οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού κρίθηκαν γενικόλογες και επιφανειακές, ενώ οι ισχυρισμοί του παρουσίαζαν σημαντικά κενά ως προς την ευλογοφάνεια. Επιπλέον, δεν παρείχε επαρκή προσωπικά και βιωματικά στοιχεία που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αξιοπιστία των ισχυρισμών του.
Ειδικότερα, και σε συνάρτηση με τα σημεία αναξιοπιστίας, όπως καταγράφονται στην έκθεση-εισήγηση των Καθ’ ων η Αίτηση, παρατηρώ ότι η συνέντευξη του Αιτητή παρουσιάζει πολλαπλές ασυνέπειες και αντιφάσεις, οι οποίες υπονομεύουν την αξιοπιστία του αιτήματος ασύλου του.
Προς τούτο, λαμβάνω υπόψη ότι ο Αιτητής υποστήριξε πως ο θείος του επιδίωκε να τον παντρέψει με την αδελφή του, ωστόσο δεν παρείχε συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με το πότε και πώς του ανακοινώθηκε αυτή η απόφαση. Επιπλέον, δεν διευκρίνισε πώς και γιατί επιλέχθηκε για τον γάμο, ούτε ανέφερε αν υπήρχε προηγούμενη οικογενειακή παράδοση που να στηρίζει αυτή την πρακτική.
Παράλληλα, παρατηρούνται αντιφάσεις αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε από τον θείο του. Συγκεκριμένα, σε κάποιες δηλώσεις του, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο θείος του τον απείλησε, λέγοντάς του ότι, αν δεν σεβαστεί το έθιμο, θα τον σκοτώσει όπως κάνει ο στρατός. Σε άλλες δηλώσεις του, όμως, ισχυρίστηκε ότι ο θείος του απλώς τον χτύπησε αρχικά και στη συνέχεια ειδοποίησε τις αρχές, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για τις απειλές αυτές.
Επιπλέον, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο θείος του τον κατήγγειλε στις αρχές, με αποτέλεσμα τη σύλληψή του. Ωστόσο, δεν διευκρίνισε με ποια κατηγορία συνελήφθη, δεδομένου ότι στη χώρα του δεν φαίνεται να υφίσταται νομοθεσία που να επιβάλλει εξαναγκαστικό γάμο βάσει εθίμων. Όταν του ζητήθηκαν περαιτέρω διευκρινίσεις, απάντησε με γενικότητες και δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί η αστυνομία θα υποστήριζε έναν τέτοιο γάμο.
Αντίστοιχες αντιφάσεις εμφανίζονται και ως προς το χρονικό πλαίσιο της καταδίωξής του. Ο Αιτητής ανέφερε αρχικά ότι ο γάμος του πραγματοποιήθηκε στα μέσα Νοεμβρίου και ότι αμέσως μετά ο θείος του πληροφορήθηκε το γεγονός και άρχισε να τον καταδιώκει. Ωστόσο, σε άλλη δήλωσή του, ισχυρίστηκε ότι μετά τον γάμο του, άγνωστοι εισέβαλαν στο σπίτι του και τον ξυλοκόπησαν, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει αν αυτοί οι άγνωστοι συνδέονταν με τον θείο του. Αυτή η ανακολουθία εγείρει ερωτήματα ως προς το αν ο θείος του ήταν όντως ο κύριος υπεύθυνος της δίωξής του ή αν πρόκειται για διαφορετικά, ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα.
Ασάφειες και αντιφάσεις εντοπίζονται και αναφορικά με το επάγγελμα του θείου του Αιτητή, γεγονός που επηρεάζει την αξιοπιστία του ισχυρισμού του. Ο Αιτητής ανέφερε ότι ο θείος του τον απείλησε, λέγοντάς του πως, αν δεν σεβαστεί το έθιμο, θα τον σκοτώσει όπως κάνει ο στρατός. Αυτή η δήλωση υποδηλώνει ότι ο θείος του είχε κάποια σχέση με τον στρατό ή κατείχε εξουσία, η οποία του επέτρεπε να πραγματοποιήσει τέτοιες απειλές. Ωστόσο, σε άλλα σημεία της αφήγησής του, ο Αιτητής δεν διευκρινίζει αν ο θείος του ήταν στρατιωτικός ή αν διέθετε άλλη επιρροή που θα του επέτρεπε να εκφοβίζει τις αρχές ή να οργανώνει συλλήψεις. Δεν περιέγραψε με σαφήνεια το επάγγελμα του θείου του, ούτε ανέφερε αν αυτό του έδινε την εξουσία ή τα μέσα για να τον διώξει. Αν ο θείος του δεν κατείχε θεσμική εξουσία, τότε η εμπλοκή των αρχών στη σύλληψή του φαίνεται ανεπαρκώς τεκμηριωμένη.
Επιπλέον, παρατηρείται αντίφαση ως προς τον ρόλο του θείου του στη σύλληψη. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο θείος του οργάνωσε τη σύλληψή του, όμως δεν εξήγησε πώς κατάφερε να επηρεάσει τις αρχές ώστε να τον συλλάβουν. Αν ο θείος του δεν κατείχε κρατική ή στρατιωτική θέση, δεν είναι σαφές πώς μπόρεσε να πείσει την αστυνομία να προβεί στη σύλληψή του λόγω μιας οικογενειακής διαμάχης.
Ο Αιτητής δεν διευκρίνισε αν ο θείος του είχε πολιτικές διασυνδέσεις ή κάποια κοινωνική θέση, η οποία θα του επέτρεπε να επηρεάζει τέτοιες καταστάσεις. Η έλλειψη σαφών πληροφοριών σχετικά με το επάγγελμα και την κοινωνική θέση του θείου του, καθώς και η αντίφαση ως προς το αν διέθετε στρατιωτική επιρροή, δημιουργούν αμφιβολίες για την αξιοπιστία του ισχυρισμού του.
Επιπλέον, εντοπίζονται αντιφάσεις στην αφήγηση του Αιτητή αναφορικά με τον αρραβώνα του και τις απειλές που δέχθηκε. Αρχικά, δήλωσε ότι η οικογένεια της συντρόφου του τον αγαπούσε και τον αποδέχτηκε. Ωστόσο, σε άλλο σημείο, ανέφερε ότι τον πίεζαν να προχωρήσει σε τελετή αρραβώνα τον Νοέμβριο του 2021. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι άγνωστα άτομα άρχισαν να επισκέπτονται το σπίτι του και να τον εκφοβίζουν τον Δεκέμβριο, δηλαδή μετά την τέλεση του αρραβώνα. Αν όμως ο αρραβώνας πραγματοποιήθηκε για να προστατευτεί από την οικογένεια της συντρόφου του, τότε γιατί συνέχισαν να τον απειλούν μετά από αυτό; Επιπλέον, ανέφερε ότι διατηρούσε σχέση με τη σύντροφό του για χρόνια και ότι είχαν ήδη ένα παιδί 10 ετών, αλλά προχώρησε σε επίσημη δέσμευση μόλις το 2021 υπό πίεση. Αυτή η δήλωση φαίνεται ασυνήθιστη, καθώς, αν πράγματι φοβόταν για την ασφάλεια της συντρόφου του και του παιδιού του, θα είχε προχωρήσει σε τέτοιες ενέργειες νωρίτερα.
Ακόμη, παρατηρώ ασάφεια σχετικά με τον ρόλο του πάστορα και τη διαδικασία διαφυγής του Αιτητή. Ο Αιτητής αναφέρει ότι ο πάστοράς του τον βοήθησε να εκδώσει βίζα και να εγκαταλείψει τη χώρα, ωστόσο δεν διευκρινίζει πώς ακριβώς κατέστη αυτό δυνατόν. Εάν ο Αιτητής βρισκόταν σε τόσο μεγάλο κίνδυνο και δεν μπορούσε να μετακινηθεί ελεύθερα, προκύπτει εύλογο ερώτημα σχετικά με το πώς κατάφερε να εκδώσει διαβατήριο και να λάβει έγκριση για φοιτητική βίζα, χωρίς να αντιμετωπίσει εμπόδια από την οικογένειά του ή τις αρχές. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι παρέμεινε κρυμμένος για ενάμιση μήνα στο σπίτι του πάστορα. Ωστόσο, το γεγονός ότι κατάφερε να εκδώσει επίσημα ταξιδιωτικά έγγραφα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες ως προς το αν η κατάσταση ήταν πράγματι τόσο επικίνδυνη όσο υποστηρίζει.
Συνολικά, εντοπίζονται πολλαπλές ασυνέπειες και αντιφάσεις στον ισχυρισμό του Αιτητή ότι ο θείος του επιδίωξε να τον παντρέψει με την αδελφή του και ότι, λόγω της άρνησής του, υπέστη δίωξη. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης αναφερόταν στην «αδελφή» του, όταν ερωτήθηκε συγκεκριμένα για τη συγγενική σχέση του με τη γυναίκα που υποτίθεται ότι θα παντρευόταν, δήλωσε ότι επρόκειτο για την κόρη του θείου του. (βλ. ερ 37 2χ). Οι ανακολουθίες που αφορούν τις φερόμενες απειλές, τις αντιδράσεις του θείου, τη σύλληψή του και το χρονικό πλαίσιο των γεγονότων, υπονομεύουν σοβαρά την αξιοπιστία των ισχυρισμών του.
Ομοίως, και αναφορικά με το ένταλμα σύλληψης που προσκόμισε ο Αιτητής, συντάσσομαι με τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση, όπως αυτά προκύπτουν από την έκθεση-εισήγηση.
Το ένταλμα περιέχει συντακτικά και γραμματικά λάθη, ιδιαίτερα στα νομικά άρθρα που αναφέρονται. Η διατύπωση «ESCROQUERIE EN MARIAGE, ART 98 CPI» εγείρει αμφιβολίες, καθώς δεν υπάρχει σαφής νομική αναφορά στον Ποινικό Κώδικα του Κονγκό που να αντιστοιχεί σε αυτόν τον όρο. Επιπλέον, ο τρόπος σύνταξης του κειμένου και η χρήση των νομικών όρων δεν συνάδουν με την τυπική νομική γλώσσα που χρησιμοποιείται σε επίσημα έγγραφα.
Το ένταλμα αναφέρεται στο Άρθρο 98 του Ποινικού Κώδικα για «αισχροκέρδεια σε γάμο» (escroquerie en mariage), χωρίς να υπάρχει τεκμηρίωση ότι ένα τέτοιο άρθρο υφίσταται στο νομικό πλαίσιο της ΛΔΚ. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στο Άρθρο 47 CPI σχετικά με «σκοπούμενες σωματικές βλάβες» (blessures volontaires), όρος που υφίσταται στη νομική ορολογία, αλλά δεν σχετίζεται με την απάτη σε γάμο.
Ένα επιπλέον στοιχείο που δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες αφορά το γεγονός ότι το έγγραφο είναι απλώς αντίγραφο και δεν συνοδεύεται από ανεξάρτητη επαλήθευση της γνησιότητάς του. Η αποστολή του πραγματοποιήθηκε ηλεκτρονικά μέσω email, χωρίς να έχει διασφαλιστεί με εξωτερικό έλεγχο ότι το περιεχόμενό του είναι αυθεντικό. Επιπλέον, η σφραγίδα που φέρει το έγγραφο δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις τυπικές μορφές σφραγίδας που χρησιμοποιούνται στα επίσημα έγγραφα της ΛΔΚ, γεγονός που εγείρει σοβαρές υποψίες για την εγκυρότητά του.
Παρά ταύτα, το έγγραφο παρουσιάζει περαιτέρω κενά, καθώς δεν περιέχει λεπτομερείς πληροφορίες για τη διαδικασία εκτέλεσης της σύλληψης, ούτε διευκρινίζει τις ενέργειες που προβλέπονται να ακολουθηθούν μετά από αυτήν – στοιχεία που, σε αυθεντικά νομικά εντάλματα, είναι συνήθως υποχρεωτικά. Η απουσία αυτών των στοιχείων συνδυάζεται με τη χρήση ανύπαρκτου ή εσφαλμένου νομικού άρθρου, καθιστώντας το έγγραφο όχι μόνο αμφισβητήσιμο από νομική άποψη, αλλά και τοποθετώντας το υπό αμφιβολία ως προς την εγκυρότητά του συνολικά.
Επιπρόσθετα, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να παράσχει μια επαρκή εξήγηση για το πώς εγκατέλειψε νόμιμα τη χώρα καταγωγής του, δεδομένου ότι φέρει ανεπίλυτο ένταλμα σύλληψης – με την αιτιολόγηση ότι φορούσε μεταμφίεση, γεγονός που οδήγησε στην αποτυχία αναγνώρισής του. Η έλλειψη ανεξάρτητης επιβεβαίωσης, σε συνδυασμό με την πιθανή πλαστογράφηση της σφραγίδας, υπονομεύει ουσιαστικά την αξιοπιστία του εγγράφου.
Συνολικά, τα παραπάνω στοιχεία καθιστούν σαφές ότι το έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο. Η έλλειψη αυθεντικότητας και η παρουσία πολλαπλών ασυνέπειών συνέβαλαν στην τελική απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.
Επιπλέον, όπως αναφέρουν έγκυρες πηγές πληροφόρησης, η χρήση πλαστών εγγράφων, όπως ταυτοτήτων και διοικητικών εγγράφων, είναι διαδεδομένη στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Τα έγγραφα αυτά παράγονται συχνά από οργανωμένα δίκτυα, ενίοτε με τη συνενοχή επίσημων υπηρεσιών. Αυτό ενισχύει τις επιφυλάξεις σχετικά με τη γνησιότητα του εντάλματος σύλληψης που προσκόμισε ο Αιτητής και εντείνει τις αμφιβολίες για την αξιοπιστία του ισχυρισμού του.[1]
Σημειώνεται ότι τα έγγραφα υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος ως εκ τούτου δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης[2]. Τα έγγραφα δεν αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Από τις πιο πάνω παρατηρήσεις που προκύπτουν από την αξιολόγηση του προσκομισθέντος εγγράφου ως υποστηρικτικού στοιχείου και την σύγκρισή του με τις δηλώσεις του Αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, φέρει σημαντικές αντιφάσεις και επομένως δεν έρχεται προς υποστήριξη των ισχυρισμών του Αιτητής. Κατά συνέπεια, το ένταλμα δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως έγκυρο αποδεικτικό στοιχείο και ορθώς αμφισβητήθηκε η αυθεντικότητά του, αλλά και η αξιοπιστία του γεγονός που συνέβαλε στην απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.
Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεων του Αιτητή, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών, καθώς και η απουσία ευλογοφάνειας σε ορισμένα σημεία, σε συνδυασμό με τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε—όπως προκύπτουν εύλογα από το περιεχόμενο της έκθεσης-εισήγησης—οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης απορρέοντα από τον συγκεκριμένο ισχυρισμό του. Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας εναπόκειται πρωτίστως στον Αιτητή, ο οποίος φέρει την ευθύνη να καταβάλει ειλικρινή και ουσιαστική προσπάθεια προκειμένου να θεμελιώσει ότι υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Μόνο εφόσον αυτό αποδειχθεί βάσει των πραγματικών περιστατικών, δύναται να πληροί τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή την παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ωστόσο, εκτιμώ ότι ο Αιτητής απέτυχε να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή στην παρούσα υπόθεση. (Βλ. William Crisantha Mal Francis Karumarathna v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1875/08, ημερ. 1.3.2010, καθώς και το Εγχειρίδιο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, το οποίο ορίζει ότι ο Αιτητής οφείλει με ειλικρίνεια να θεμελιώσει το αίτημά του—βλ. υπόθεση αρ. 1119/2009, ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012, Farhan Khalil v. Κυπριακή Δημοκρατία).
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία, όμως, δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και, βάσει αυτών, έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου).Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξής της ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της και του κλονισμού της αξιοπιστίας της, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών, οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε. Αυτό το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου Edward Eskandaz ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).
Συναφώς, επισημαίνεται ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας», όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας παρέχεται μόνο όταν ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτήν στοιχεία σχετικά με την αίτησή της, τα οποία έχουν ελεγχθεί και ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος έχουν ικανοποιηθεί ότι είναι γενικά αξιόπιστη. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε, είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, οποιονδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, η κρίση επί της αξιοπιστίας του Αιτητή και η έγερση κωλύματος στην έγκριση της αίτησης για λόγους αναξιοπιστίας ως προς τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς είναι επιτρεπτή (βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής. Η αρμόδια λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του Αιτητή στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.
Εξάλλου, ούτε από άλλα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υπόθεσης, ούτε από όσα εξέθεσε τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της συνηγόρου του, προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους», οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υποστεί πράξεις δίωξης από τον θείο του. Επιπλέον, δεν προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις που να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή λόγω της επανάληψής τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών, τα οποία επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.
Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα αποτελεί κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στο πλαίσιο αυτής της εκτίμησης, λαμβάνονται υπόψη τόσο η ατομική κατάσταση του Αιτητή όσο και οι πληροφορίες που αφορούν τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση εστιάζει αρχικά στο κατά πόσον ο εν λόγω φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή πρέπει να είναι τρέχων. Επιπλέον, ο «βάσιμος φόβος» εδράζεται σε εκτίμηση του μελλοντικού κινδύνου, με προσανατολισμό προς το μέλλον (άρθρο 4, παράγραφος 3, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
Κατά την εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, λόγω της προσωπικής φύσης των ισχυρισμών του, δεν είναι δυνατή η άντληση αντικειμενικών πληροφοριών που να τους επιβεβαιώνουν. Ωστόσο, για λόγους πληρότητας, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα αναφορικά με τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη την πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως ορίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 4, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση).
Σύμφωνα με διαθέσιμες πηγές, το Άρθρο 40 του Συντάγματος της ΛΔΚ θεσπίζει ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να παντρεύεται ένα πρόσωπο του αντίθετου φύλου και να δημιουργεί οικογένεια. Ο γάμος θεωρείται θεμελιώδης κοινωνικός θεσμός, ο οποίος προστατεύεται και προωθείται από τις δημόσιες αρχές ως βασικός πυλώνας της κοινωνικής συνοχής. Επιπλέον, ο Οικογενειακός Κώδικας (Άρθρα 442-444) ορίζει ότι ο γάμος συνιστά τη δημιουργία ενός νοικοκυριού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο οι σύζυγοι αλλά και τα ανήλικα τέκνα τους καθώς και άλλα εξαρτώμενα μέλη. Σε αυτό το πλαίσιο, ο νόμος αναγνωρίζει τον σύζυγο ως αρχηγό του νοικοκυριού, γεγονός που αντικατοπτρίζει υφιστάμενες κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των φύλων.[3]
Ο εθιμικός γάμος δεν αναγνωρίζεται επίσημα από τον νόμο, εκτός εάν καταχωρηθεί ως πολιτικός γάμος (Acte de Mariage), όμως σε πολλές περιοχές της χώρας εξακολουθούν να ισχύουν παραδοσιακές πρακτικές γάμου, ακόμη και όταν έρχονται σε σύγκρουση με τη νομοθεσία. Σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρούνται περιπτώσεις όπως ο γάμος μεταξύ ξαδέλφων, όπου ένας άνδρας υποχρεώνεται να παντρευτεί την κόρη της πατρικής του θείας, η πρακτική της «κληρονομικής» χήρας, κατά την οποία μια γυναίκα υποχρεώνεται να παντρευτεί τον νεότερο αδελφό του θανόντος συζύγου της, καθώς και η πολυγαμία, η οποία, αν και επισήμως απαγορευμένη, εξακολουθεί να υφίσταται. Επιπρόσθετα, ο αναγκαστικός γάμος θεωρείται ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με έως και 12 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας και υψηλά πρόστιμα, ενώ σε περιπτώσεις ανηλίκων κάτω των 15 ετών οι ποινές διπλασιάζονται, αν και οι διώξεις για εξαναγκαστικούς γάμους είναι σπάνιες, γεγονός που καταδεικνύει την αδυναμία επιβολής του νόμου[4].
Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό αναγνωρίζει μόνο τον πολιτικό γάμο ως νόμιμο, ενώ ο εθιμικός γάμος δεν έχει νομική ισχύ εκτός αν καταγραφεί επισήμως. Παρόλα αυτά, οι παραδοσιακές γαμήλιες πρακτικές εξακολουθούν να υφίστανται, ιδίως στις αγροτικές περιοχές, όπου το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο διατηρεί παλιές αντιλήψεις για τον γάμο και τη θέση της γυναίκας[5].
Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ), η επίλυση ιδιωτικών και προσωπικών διαφορών λειτουργεί μέσα σε ένα διπλό νομικό σύστημα που περιλαμβάνει τόσο τη τυπική (κρατική) νομοθεσία όσο και το εθιμικό δίκαιο. Το νομικό σύστημα της ΛΔΚ βασίζεται στον Αστικό Κώδικα και επηρεάζεται από γαλλο-βελγικές νομικές αρχές. Ρυθμίζει διάφορους τομείς του ιδιωτικού δικαίου, όπως τις οικογενειακές σχέσεις, τις υποχρεώσεις, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τη διαδοχή (κληρονομικό δίκαιο). Η δικαστική εξουσία δομείται σε διάφορα επίπεδα, με τα Ειρηνοδικεία (Tribunaux de Paix) να αποτελούν το πρώτο επίπεδο για αστικές και μικρές ποινικές υποθέσεις. Για παράδειγμα, το Tribunal de Paix de Gombe στην Κινσάσα[6] διαχειρίζεται οικογενειακές διαφορές, κληρονομικές υποθέσεις και ιδιοκτησιακά ζητήματα στην περιοχή του.[7]
Παράλληλα με το τυπικό νομικό σύστημα, το εθιμικό δίκαιο παραμένει ιδιαίτερα ισχυρό, ειδικά στις αγροτικές περιοχές. Ρυθμίζει θέματα όπως ο γάμος, το διαζύγιο, η κληρονομιά και η ιδιοκτησία γης. Είναι κοινοτικά προσανατολισμένο και βασίζεται σε τοπικές παραδόσεις. Παρόλο που το Σύνταγμα της ΛΔΚ αναγνωρίζει την υπεροχή του κρατικού δικαίου, περίπου το 75% των διαφορών στη χώρα επιλύονται μέσω εθιμικών διαδικασιών. Ωστόσο, υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ του εθιμικού δικαίου και της κρατικής νομοθεσίας, ειδικά σε θέματα που αφορούν τα δικαιώματα των γυναικών και την κληρονομική διαδοχή[8].
Παρά το υβριδικό σύστημα δικαιοσύνης, υπάρχουν πολλαπλές προκλήσεις που δυσχεραίνουν την αποτελεσματική επίλυση των διαφορών: Έλλειψη Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και Διαφθορά[9]. Το κρατικό δικαστικό σύστημα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα διαφθοράς και πολιτικής παρέμβασης. Πολλοί πολίτες δεν εμπιστεύονται τα κρατικά δικαστήρια, με αποτέλεσμα να προτιμούν την εθιμική δικαιοσύνη. Περιοχές Σύγκρουσης και Νομική Ανασφάλεια. Στις ανατολικές περιοχές της χώρας, όπου δρουν ένοπλες ομάδες, η επιβολή του νόμου είναι εξαιρετικά δύσκολη.[10] Συχνά, ένοπλες ομάδες καταπατούν ιδιωτικές περιουσίες χωρίς νομικές συνέπειες. Σύγκρουση Εθιμικού και Κρατικού Δικαίου. Ορισμένες εθιμικές πρακτικές, όπως η υποχρεωτική "κληρονομική" χηρεία (όπου μια χήρα πρέπει να παντρευτεί συγγενή του εκλιπόντος συζύγου της), έρχονται σε αντίθεση με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι γυναίκες συχνά αντιμετωπίζουν διακρίσεις στην κληρονομική διαδοχή και στην ιδιοκτησία γης.
Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ), η κρατική προστασία αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις λόγω των συνεχιζόμενων ένοπλων συγκρούσεων, ιδιαίτερα στις ανατολικές περιοχές. Αυτό έχει οδηγήσει σε μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εσωτερικές μετακινήσεις πληθυσμών[11]. Ωστόσο η Κινσάσα, η πρωτεύουσα της ΛΔΚ, απολαμβάνει καλύτερη ασφάλεια σε σύγκριση με τις εμπόλεμες ανατολικές περιοχές.
Από την εξέταση των διαθέσιμων στοιχείων και των πληροφοριών σχετικά με το νομικό και κοινωνικό πλαίσιο της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (ΛΔΚ), δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο Αιτητής αντιμετωπίζει προσωπικό και εξατομικευμένο κίνδυνο δίωξης λόγω της υποτιθέμενης απόπειρας εξαναγκαστικού γάμου.
Ειδικότερα, παρότι παραδοσιακές γαμήλιες πρακτικές, όπως οι εθιμικοί γάμοι και οι γάμοι μεταξύ ξαδέλφων, εξακολουθούν να υφίστανται, αυτές δεν αναγνωρίζονται νομικά από το κράτος, εκτός εάν καταχωρηθούν επισήμως ως πολιτικοί γάμοι. Το νομικό πλαίσιο της ΛΔΚ προβλέπει ρητή ποινικοποίηση των αναγκαστικών γάμων, με ποινές που φθάνουν έως και 12 έτη καταναγκαστικής εργασίας, γεγονός που υποδεικνύει ότι υπάρχουν διαθέσιμοι μηχανισμοί κρατικής προστασίας.
Επιπλέον, η έρευνα αποδεικνύει ότι η Κινσάσα, ως πρωτεύουσα της ΛΔΚ, διαθέτει λειτουργικό δικαστικό σύστημα, στο οποίο ο Αιτητής είχε τη δυνατότητα να απευθυνθεί για νομική προστασία. Το γεγονός ότι δεν φαίνεται να έχει καταθέσει σχετική καταγγελία στις αρμόδιες αρχές αποτελεί στοιχείο που αποδυναμώνει τον ισχυρισμό του περί έλλειψης κρατικής προστασίας.
Επιπρόσθετα, η έλλειψη συγκεκριμένων και σαφών πληροφοριών στους ισχυρισμούς του Αιτητή, καθώς και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε κατά τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του, δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία του ισχυρισμού του. Παράλληλα, η χρονική ασυνέπεια μεταξύ των υποτιθέμενων διώξεων και της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, καθώς και οι ανακολουθίες στην αφήγησή του, καθιστούν το αίτημά του μη επαρκώς τεκμηριωμένο.
Σε κάθε περίπτωση, φρονώ ότι οι δηλώσεις του, όπως αυτές διατυπώνονται στην ελεύθερη αφήγησή του κατά την προσωπική του συνέντευξη, χαρακτηρίζονται από ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τον πυρήνα του αιτήματός του, καθότι δεν μπόρεσε να παραθέσει συγκεκριμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες σχετικά με την υποτιθέμενη δίωξη από τον θείο του, ούτε κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης εξαιτίας αυτού. Ως εκ τούτου, δεν πληρούται η προϋπόθεση της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού. Δεδομένης της έλλειψης τεκμηριωμένης εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών του Αιτητή, όπως αναλύεται εκτενώς ανωτέρω, ο ισχυρισμός του περί φόβου δίωξης από τον θείο του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και, συνεπώς, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Συνεπακόλουθα, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή, οι οποίοι ορθώς έγιναν αποδεκτοί από την αρμόδια λειτουργό – ήτοι τα προσωπικά του στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής του – δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και, επομένως, δεν συνιστούν επαρκή βάση για την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα.
Στη βάση, λοιπόν, του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού, ήτοι των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, της καταγωγής του, του τόπου συνήθους διαμονής του, και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή όσο και τις συνθήκες ασφαλείας που επικρατούν στον τόπο της τελευταίας συνήθους διαμονής του.
Σημειώνεται ότι, όσον αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα αποτελεί κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή λαμβάνονται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτούντος, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας. Δηλαδή, ο βάσιμος φόβος του αιτούντος πρέπει να είναι τρέχων, ενώ, επιπλέον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται σε εκτίμηση κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4, παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ – Οδηγία 2013/32/ΕΕ, αναδιατύπωση).
Αξιολογώντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρείται ότι αυτός συνιστά έναν νέο, ενήλικο, υγιή άνδρα, με υποστηρικτικό δίκτυο, καθότι –όπως ανέφερε– είχε μια αρραβωνιαστικιά, ένα παιδί και μια εκκλησιαστική κοινότητα που τον υποστήριζε. Ο Αιτητής φαίνεται ότι είναι σε θέση να εργαστεί και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Επιπλέον, ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του είναι η Κινσάσα, η οποία αποτελεί μεγάλο αστικό κέντρο και πρωτεύουσα της χώρας και δεν πλήττεται από ένοπλη σύρραξη, όπως άλλωστε θα αναλυθεί κατωτέρω. Ως εκ τούτου, δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και δη στην Κινσάσα, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει δίωξη ή/και θα κινδυνεύσει από σοβαρή βλάβη.
Επιπλέον, δεδομένου ότι ο Αιτητής κρίνεται εσωτερικά αναξιόπιστος, δεν προκύπτει ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί ή καταζητείται από τις αρχές της ΛΔΚ. Συνεπώς, ο εκπεφρασμένος φόβος του δεν αξιολογείται ως βάσιμος και δικαιολογημένος.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει, στην περίπτωση του Αιτητή, οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του, για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου. Η Υπηρεσία Ασύλου, στην έκθεση/εισήγησή της, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και, για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Επιπλέον, ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής παρουσίασε περαιτέρω στοιχεία ή μαρτυρία που να καλύπτουν τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω αντιφάσεις παραμένουν, και η κρίση της διοίκησης θεωρείται ορθή από το Δικαστήριο (F.E.E. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αριθ. 2407/22, ημερ. 21/02/2023).
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή, που έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό – ήτοι τα προσωπικά του στοιχεία, ο τόπος καταγωγής του και ο τόπος συνήθους διαμονής του – δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Επιπλέον, δεν πιθανολογείται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στην Κινσάσα, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να θεωρηθεί πως θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η έννοια αυτή ορίζεται στο άρθρο 19(2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ειδικότερα, από τα όσα παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2)(α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθότι – όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω – δεν τεκμηριώνεται, βάσει των ισχυρισμών του, παρελθούσα δίωξη ούτε στοχοποίησή του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα.
Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση, δεν διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Άρα, στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή, δεν προκύπτει ότι, ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής (βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32), ούτε ότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του (βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)).
Συνεπώς, δεν τεκμηριώνεται ούτε επικουρικά η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν προσκομίζει αποδείξεις και, επιπλέον, από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές του Κογκό[12],[13],[14],[15].
H Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στο έδαφός της εναντίον μη κρατικών ένοπλων ομάδων[16]. Ωστόσο οι ένοπλες αυτές συγκρούσεις είναι περιορισμένες τοπικά μόνο σε ορισμένες περιοχές της χώρας, οι οποίες απέχουν από τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πρωτεύουσα Κινσάσα.
Ωστόσο, για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Σημειωτέο ότι τα περιστατικά αφορούν συνολικά την επαρχία της Κινσάσα της οποίας η πόλη Κινσάσα αποτελεί πρωτεύουσα. Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα δεδομένα αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinshasa, της οποίας η πόλη Kinshasa αποτελεί πρωτεύουσα. Κατά την χρονική περίοδο 24/02/2024 έως 21/02/2025 στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν 119 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 226 απώλειες, τα περισσότερα εξ αυτών αποδίδονται σε διαδηλώσεις/εξεγέρσεις (202 περιστατικά ασφαλείας), τα 19 εξ αυτών χαρακτηρίστηκαν ως βία κατά αμάχων και τα 5 ως μάχες. Σε έτερο ενημερωτικό σημείωμα του ACLED το οποίο περιλαμβάνει τα περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά το έτος 2022(στο σύνολο) στην ΛΔΚ αναφέρεται ότι στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν 100 περιστατικά τα οποία οδήγησαν σε 20 θανάτους[17]. Επίσης, η ευρύτερη περιοχή της Kinshasa αριθμεί περί τα 17,032,300 πληθυσμό[18].
Ο σχετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων -σε συνδυασμό πάντα με άλλες πηγές- συνηγορεί στο ακίνδυνο της περιοχής. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.
Βάσει, λοιπόν, των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, και, ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη νομολογία του ΔΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει κάποιος παράγοντας που να επιτείνει τον κίνδυνο για τον Αιτητή, βάσει του ατομικού του προφίλ, όπως ορθά έκριναν και οι Καθ’ ων η Αίτηση. Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υγιής, με μέτριο μορφωτικό επίπεδο, ικανός προς εργασία, και χωρίς να έχει τεκμηριωθεί προηγούμενη δίωξή του. Επιπλέον, διαθέτει καλή γνώση και εξοικείωση με την περιοχή της συνήθους διαμονής του, ενώ έχει και υποστηρικτικό δίκτυο, το οποίο αποτελείται από μια αρραβωνιαστικιά, ένα παιδί και μια εκκλησιαστική κοινότητα που τον υποστηρίζει.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).
Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός για τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσας, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π
[1] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada: Democratic Republic of the Congo: Prevalence and availability of fraudulent identity, administrative and legal documents (2020–March 2022) [COD200965.E], 23 March 2022
https://www.ecoi.net/en/document/2071922.html [accessed 19 March 2025]
[2] Βλ. επίσης Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 13ης Μαΐου 2010, RY κατά Secretary of State for the Home Department, [2010] CSOH 65 στις σκέψεις 31-33, όπου το δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο καθού δικαίως είχε διατυπώσει ανησυχίες σχετικά με την προέλευση των εγγράφων βάσει αρνητικών διαπιστώσεων όσον αφορά την αξιοπιστία και της ευχερούς διαθεσιμότητας εγγράφων που λαμβάνονται παρανόμως
[3] DRC: Researched and compiled by the Refugee Documentation Centre of Ireland on 17 May 2011 Information on Marriage Formalities in DR Congo. https://www.ecoi.net/en/file/local/2012528/92312.pdf
[4] DRC: Researched and compiled by the Refugee Documentation Centre of Ireland on 17 May 2011 Information on Marriage Formalities in DR Congo. https://www.ecoi.net/en/file/local/2012528/92312.pdf
Βλ. επίσης USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107668.html [accessed 19 March 2025]
[5] Women for women international group July 29, 2019 https://www.womenforwomen.org/blogs/men-can-take-many-wives-we-cant-register-our-children
[6] "Ordonnance 79-105 fixant les sièges et ressorts des tribunaux de paix de la ville de Kinshasa" [Ordinance 79-105 establishing the seats and jurisdictions of the peace courts of the city of Kinshasa] (PDF). Droitcongolais.info (in French). Kinshasa, Democratic Republic of the Congo. 28 September 1979. p. 1. Retrieved 26 June 2024.
[7] PROELIUM LAW LLP – Democratic republic of Congo Legal Profile https://proeliumlaw.com/democratic-republic-of-congo-legal-profile/
[8] Global Citizenship Observatory- Report on Citizenship Law: Democratic Republic of Congo – Country Report February 2022 https://cadmus.eui.eu/bitstream/handle/1814/74188/RSC_GLOBALCIT_CR_2022_1.pdf
[9] A Human Rights Agenda for the Democratic Republic of Congo, March 6, 2024
https://www.hrw.org/news/2024/03/06/human-rights-agenda-democratic-republic-congo
[10] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo; Security situation in Kasai Central region [Q33-2024], 3 June 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2110277/2024_06_EUAA_COI_Query_Response_Q33_Democratic_Republic_of_Congo_Security_Situation_Kasai_Central_Region.pdf [accessed 19 March 2025]
[11] UNHCR - UN High Commissioner for Refugees: UNHCR Position on Returns to North Kivu, South Kivu and Ituri in the Democratic Republic of the Congo - Update IV, March 2025
https://www.ecoi.net/en/file/local/2122583/unhcr_position_on_returns_to_the_drc_-_march_2025_final.pdf [accessed 19 March 2025]
[12] βλ. ενδεικτικά: RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 14 February 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)
[13] UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ημερ. 20/12/2023 https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/S_RES_2666.pdf (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)
[14] USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 10 May 2023, https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-year-fy-2023 (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)
[15] Democratic Republic of Congo - Researched and compiled by the Refugee Documentation Centre of Ireland on Thursday 28 September 2023 Information on the current security situation https://coi.euaa.europa.eu/administration/ireland/PLib/2023_09_DRC_Security.pdf (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)
[16] RULAC (February 2023), 'Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo', https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse5accord
[17] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, YEAR 2022: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 12 April 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2090468/2022yDemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 25/02/2024)
[18] https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (ημερομηνία πρόσβασης 26/02/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο