
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. ΔΚ4/25
21 Μαρτίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.S. εκ. ΧΩΚΑΜ ΜΕΝΟΓΕΙΑΣ
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
Καθ' ων η Αίτηση
Νατάσα Χαραλαμπίδου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Ν. Νικολάου (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αιτείται απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 05/02/2025, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(I)/2000), και με την οποία να διατάσσεται η άμεση απελευθέρωσή του.Διαζευκτικά της πιο πάνω θεραπείας, ο Αιτητής ζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ή/και να τροποποιείται το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 05/02/2025 και στη θέση του να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου (Δ.Φ.) του Τμήματος Μετανάστευσης (Τ.Μ.) που προσκομίσθηκε κατά τις Διευκρινίσεις, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Ινδίας, με ημερομηνία γέννησης την 06/12/1993. Στις 02/12/2021, ο Αιτητής αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εισόδου ως οικιακός εργαζόμενος, και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας αρχικώς μέχρι τις 02/12/2022, η οποία στη συνέχεια ανανεώθηκε μέχρι τις 02/12/2024. Πριν την λήξη της άδειας παραμονής του και συγκεκριμένα στις 31/07/2023 υπεγράφη μεταξύ του Αιτητή και της εργοδότριας του αποδεσμευτική συμφωνία (release agreement) με ρητό όρο όπως εντός τριάντα (30) ημερών προβεί σε εξεύρεση νέου εργοδότη, διαφορετικά θα πρέπει να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία. Περαιτέρω, στο εν λόγω έγγραφο επισημαίνεται η υποχρέωση του Αιτητή όπως δηλώσει αμέσως στις αρμόδιες αρχές νέα διεύθυνση διαμονής για το διάστημα των τριάντα (30) ημερών, συμμόρφωση η οποία δεν προκύπτει από τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου. Στις 21/09/2023 κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας Κύπρου, τα στοιχεία του Αιτητή τοποθετήθηκαν σε Stop-List ως αναζητούμενο πρόσωπο. Στις 22/11/2024, ο εν θέματι Αιτητής εντοπίστηκε στην Λάρνακα από μέλη του Τμήματος Ποδηλατικής Λάρνακας, κατά τη διάρκεια τροχονομικών ελέγχων. Έγιναν εξετάσεις για το καθεστώς παραμονής του μέσω κλιμακίου ΥΑΜ Λάρνακας όπου διαπιστώθηκαν τα πιο πάνω, και συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής. Ως εκ τούτου, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 23/11/2024 δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο καθότι παρέμεινε παράνομα στην Δημοκρατία. Στις 28/11/2024, η πρώην εργοδότρια του, αποτάθηκε στο Τμήμα Μετανάστευσης με σκοπό την επαναπρόσληψη και επανεγγραφή του ως οικιακός εργαζόμενος. Στις 03/01/2025, εκδόθηκε από το Τμήμα Μετανάστευσης απορριπτική του αιτήματος επαναπρόσληψης του Αιτητή επιστολή. Στις 21/01/2025 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας (ερυθρά 172-174). Στις 05/02/2025, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης καθότι υπήρχε κίνδυνος διαφυγής, δεδομένου ότι δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής, δεν είχε διεύθυνση συνήθους διαμονής, είχε προηγούμενη εξαφάνιση, δεν είχε στην κατοχή του ταξιδιωτικά έγγραφα, ενώ δήλωσε την μη πρόθεση του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής. Στις 11/02/2025 απορρίφθηκε η αίτηση ασύλου του Αιτητή, ο οποίος ενημερώθηκε στις 13/02/2025 με επιστολής ιδίας ημερομηνίας.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Με την γραπτή της αγόρευση η συνήγορος του Αιτητή, ισχυρίζεται η ότι προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα και τον νόμο, εξαιτίας ελλιπούς και ανεπαρκούς έρευνας, ελλιπούς και παραπλανητικής αιτιολογίας, μη χρηστής διοίκησης, κατάχρησης εξουσίας και κακής πίστης εκ μέρους της διοίκησης, η οποία δεν υποστηρίζεται από τον Διοικητικό Φάκελο του Αιτητή. Ισχυρίζεται περαιτέρω, η συνήγορος του Αιτητή, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου εφόσον από πουθενά δεν προκύπτουν ποια είναι τα στοιχεία που είναι αδύνατον να εξασφαλιστούν χωρίς την κράτησή του υποβάλλοντας ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης θα πρέπει να ακυρωθεί. Επιπρόσθετα, είναι η θέση της συνηγόρου του Αιτητή ότι η αιτιολογία η οποία βασίζεται στο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, είναι λανθασμένη και παραπλανητική καθώς δεν συνάδει με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου. Ειδικότερα, προβάλει ότι ο Αιτητής προσπαθούσε διαχρονικά να διασφαλίσει τη νόμιμη διαμονή του στη Δημοκρατία, και ως διαφαίνεται οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν να συνεκτιμήσουν κρίσιμα στοιχεία που συνθέτουν εξατομικευμένα την περίπτωση του. Συνεπώς, η αιτιολογία στο προσβαλλόμενο διάταγμα πάσχει καθώς δεν συνάδει με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Νόμου και δεν δεικνύει δέουσα έρευνα και/ή αιτιολογία για την μη εξέταση εναλλακτικών της κράτησης του μέτρων, προβάλλοντας ότι η κράτηση δεν είναι το αναλογικό υπό τις περιστάσεις μέτρο. Καταληκτικά, διαμορφώνοντας ξεχωριστούς λόγους ακύρωσης, η συνήγορος του Αιτητή, ισχυρίζεται παραβίαση του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), τα άρθρα 6 και 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα άρθρα 7, 8, 9, και 10 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, του άρθρου 9 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, και τέλος τα άρθρα 8, 9Δ και 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.
Οι Καθ' ων η αίτηση με τη δική τους γραπτή αγόρευση υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης των Καθ' ων η αίτηση. Ως αντιτείνουν, το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε με βάση τον Ν.6(Ι)/2000 και στηρίχθηκε στα πραγματικά γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης. Είναι δε αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, και η απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν τις θέσεις τους ως έχουν εκτεθεί ανωτέρω.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Έχω εξετάσει προσεκτικά την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των θέσεων των δύο πλευρών.
Αρχικά παραθέτω κατωτέρω το νομικό πλαίσιο αναφορικά με την κράτηση αιτητών διεθνούς προστασίας ως καθορίζεται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου:
«9ΣΤ. (1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[.]
(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή
[.]
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Έχω εξετάσει με προσοχή τα στοιχεία ενώπιον μου και έχω εντοπίσει στο Διοικητικό Φάκελο τα στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βρίσκεται σε εύλογη σχέση με τις προϋποθέσεις του Νόμου και τον επιδιωκόμενο σκοπό που αφορά στον κίνδυνο διαφυγής του Αιτητή, ως ο σκοπός αυτός ειδικά ρυθμίζεται δια των προβλεπόμενων εξαιρέσεων του άρθρου 9ΣΤ(2) του Νόμου. Από τα έγγραφα που βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο συνάγεται ότι έγινε η απαιτούμενη εξατομικευμένη εκτίμηση των περιστάσεων του Αιτητή με τρόπο που να ανταποκρίνεται στην απαίτηση της κατά περίπτωση τεκμηρίωσης του ως άνω σχετικού πλαισίου.
Το δικαστήριο αντλεί καθοδήγηση και από την απόφαση στην Μehmet Arslan C-534/11 30/5/2013 όπου κρίθηκε ότι η οδηγία επιστροφής 2008/115/ΕΚ δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση Αιτητή ασύλου πριν την έκδοση απόφασης επί του αιτήματος του.
Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/15 είναι μεν προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Είναι ξεκάθαρο ότι θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, δηλαδή η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν αυτοί ήταν αδύνατο, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνουν αυτομάτως την απόλυσή τους (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C‑329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι‑12695, σκέψη 30).
Λαμβανομένης όμως υπόψη της σημασίας του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνει το άρθρο 6 του Χάρτη και της βαρύτητας της επεμβάσεως στο δικαίωμα αυτό, την οποία συνιστά το υπό κρίση μέτρο κρατήσεως, οι περιορισμοί της ασκήσεως του δικαιώματος πρέπει να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου (βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, απόφαση Digital Rights Ireland κ.λπ., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 52).
Όσον αφορά δε την αναλογικότητα της διαπιστωθείσας επεμβάσεως, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι τα αρνητικά αποτελέσματα του μέτρου δεν πρέπει να είναι υπερβολικά σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. αποφάσεις Afton Chemical, C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 45· Nelson κ.λπ., C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 71, καθώς και Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 50). Ακόμα επισημαίνεται ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/33 προβλέπει, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 15 και 20 της εν λόγω οδηγίας, σημαντικούς περιορισμούς της παρεχόμενης στα κράτη μέλη εξουσίας να επιβάλλουν κράτηση.
Πράγματι, από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν δύνανται να υποβάλλουν σε κράτηση ένα πρόσωπο απλώς και μόνο διότι υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Επιπλέον, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας επιτάσσει η κράτηση να επιβάλλεται μόνον εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολογήσεως κάθε περιπτώσεως, εάν άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν κατά τρόπο αποτελεσματικό.
Το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33 ορίζει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το εθνικό δίκαιο να προβλέπει κανόνες που αφορούν εναλλακτικές της κρατήσεως λύσεις, όπως η τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών, η κατάθεση χρηματικής εγγυήσεως ή η υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος. Ομοίως, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/33 ορίζει ότι η κράτηση αιτούντος έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας.
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη το Σημείωμα της αρμόδιας λειτουργού στο Διοικητικό Φάκελο του Τμήματος Μετανάστευσης (στο εξής «Τ.Μ.»), στην οποία στήριξε την απόφαση της η Διευθύντρια του Τ.Μ., καταδεικνύεται ότι αυτή εξέτασε αν πληρούνται οι αντικειμενικές προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ, καθώς και οποιαδήποτε εξατομικευμένη αξιολόγησης της υποκειμενικής συμπεριφοράς του Αιτητή. Στο εν λόγω Σημείωμα (ερυθρά 183-185) καταγράφεται με λεπτομέρειες το μεταναστευτικό ιστορικό του Αιτητή, γίνεται ανάλυση του κινδύνου διαφυγής, και καταλήγει με την εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού. Κρίνω επ’ αυτού ότι προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου που είχε ενώπιον της η Διευθύντρια, ότι έχει ορθά έχει καταλήξει στην απόφαση της ότι η κράτηση είναι το μοναδικό πρόσφορο μέτρο για να διασφαλιστεί η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού του Νόμου και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι απαραίτητο για την επίτευξή ώστε να είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας. [S.K. v. Russia -52722 (14.2.17)].
Κρίνω ότι ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως προς την δέουσα έρευνα και επαρκή αιτιολογία δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ.απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Διευθύντριας του Τ.Μ., κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, και εφόσον στο φάκελο βρίσκονται τα απαιτούμενα εκείνα στοιχεία που δικαιολογημένα καθορίσαν και την απόφαση της Διευθύντριας του Τ.Μ.
Στη βάση των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν βρίσκουν έρεισμα οι ισχυρισμοί περί έλλειψης δέουσας έρευνας και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και/ή υπέρβασης εξουσίας εκ μέρους της Διοίκησης, οι οποίοι επίσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και η αιτιολογία της συμπληρώνεται περαιτέρω από τα έγγραφα στο Διοικητικό Φάκελο.
Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις Γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, Άρθρα 26 και 28 του Νόμου 158(Ι)/1999 και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα πρέπει να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και την νομική βάση στην οποία υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ.270).
Κρίνω ότι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τα συγκεκριμένα και απαραίτητα στοιχεία, επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης, που επιτρέπουν τη διενέργεια του δικαστικού ελέγχου (βλ. ενδεικτικά Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214 και Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).
Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο του Αιτητή η απόφαση έκδοσης διατάγματος κράτησης του λήφθηκε δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του Νόμου, στο οποίο ρητά προβλέπονται οι εξαιρέσεις, είναι ορθή και νόμιμη.
Όπως ακριβώς κρίθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση, στην υπό εξέταση περίπτωση η Διευθύντρια του Τ.Μ., άσκησε ορθά τη διακριτική της ευχέρεια εξέτασε την περίπτωση του Αιτητή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ (3) και έκρινε ότι η κράτηση του ήταν αναγκαία κατόπιν ατομικής αξιολόγησης της περίπτωσής του και έκρινε ότι δεν ήταν εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα, για το λόγο ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής, ο οποίος κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Κεφαλαίου 105, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής του, εφόσον είχε ήδη αυτός την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου.
Αυτό εξάλλου προκύπτει από το ιστορικό του Αιτητή όπως καταγράφεται στα αναντίλεκτα γεγονότα στο Διοικητικό του Φάκελο. Καταρχάς δεν μπορώ να μην λάβω υπόψιν ότι ο Αιτητής υπέβαλε την αίτηση του για διεθνή προστασία τρία (3) χρόνια μετά την άφιξη του στη Δημοκρατία με άδεια παραμονής ως οικιακός εργαζόμενος και αφού η άδεια παραμονής του ακυρώθηκε κατόπιν αποδεσμευτικής συμφωνίας με την εργοδότρια του στις 31/07/2023 και αποτυχίας εξεύρεσης νέου εργοδότη.
Η ταχύτητα, με την οποία κινείται ένας αιτητής είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει. Το γεγονός αυτό, τόσο της καθυστέρησης της υποβολής του αιτήματος του για διεθνή προστασία, όσο και ότι αυτή υποβλήθηκε αφού η άδεια παραμονής του Αιτητή στην Δημοκρατία ακυρώθηκε, θέτει σε αμφιβολίες τους ισχυρισμούς του, όσον αφορά τους πραγματικούς λόγους, για τους οποίους υπέβαλε την αίτηση αυτή. (δέστε Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008. Σχετική είναι και η υπόθεση Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009. Αυτό το στοιχείο δεν είναι βέβαια καθοριστικό, λαμβάνεται όμως υπόψη ως κριτήριο που να αιτιολογεί την υπαγωγή ενός αιτητή στην περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ).
Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας αφού είχε ήδη συλληφθεί για παράνομη παραμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία καταδεικνύει πρόσωπο το οποίο προσπαθεί να διασφαλίσει παραμονή στη Δημοκρατία και όχι να προστατευθεί από δίωξη. (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Περαιτέρω, αν και το παρόν Δικαστήριο δεν εξετάζει την αίτηση διεθνούς προστασίας δεν μπορώ να παραβλέψω ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συγκαταλέγεται στις χώρες που έχουν χαρακτηριστεί ως ασφαλείς χώρες με την Κ.Δ.Π. 191/2024, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου.
Σημειώνεται ότι η Κ.Δ.Π. 191/2024 περιλαμβάνει στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, αυτές για τις οποίες έχει ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, πως γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Συνεπώς το βάρος απόδειξης ότι η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία είναι γνήσια έχει ο Αιτητής .
Εκείνο δε που προκύπτει από το ιστορικό και τις ενέργειες του Αιτητή είναι ότι στην προσπάθεια του να παρατείνει την παραμονή του στη Δημοκρατία, καθότι κρατούνταν ως απαγορευμένος μετανάστης, και ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία απέλασης του υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου με αποτέλεσμα η αξιοπιστία του να πλήττεται σε βαθμό που να καταδεικνύει προφίλ αιτητή που καταχράται τις διαδικασίες με αποκλειστικό σκοπό να παρεμποδίσει την απέλαση του. Δεν μπορεί επίσης να μην ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με την ΥΑΜ δεν είχε διαθέσιμο το διαβατήριο του, προβάλλοντας ότι δεν επιθυμεί να επαναπατριστεί, στοιχεία που ενισχύουν την αιτιολογία της απόφασης των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Όλα τα πιο πάνω καθιστούν ως ορθή την εκτίμηση της Διευθύντριας του Τ.Μ. ότι ο Αιτητής προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής του, υπέβαλε την αίτηση για διεθνή προστασία.
Σχετική επί του θέματος είναι και η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-534/11, Mehmet Arslan ν. Police ημερ.30/05/2013, όπου στο σκεπτικό 57 διατυπώθηκαν τα ακόλουθα:
«57. Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπονομεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ’ αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως»
Συνεπώς, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω γεγονότα η περίπτωση του Αιτητή αποτελεί περίπτωση που μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 9 ΣΤ (2) (δ), σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται η κράτηση αιτητή ασύλου όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, όπως συμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση και τεκμηριώνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη πρόσβαση στη διαδικασία χορήγησης ασύλου .
Περαιτέρω αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η Διοίκηση δεν εξέτασε την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, όπως προκύπτει από το νομοθετικό πλαίσιο αυτά πρέπει να αποκλείονται μόνον στην περίπτωση που κρίνεται ότι αυτά δεν θα ήταν αποτελεσματικά. Συνεπώς, η κράτηση πρέπει να είναι το ύστατο μέτρο και αναλογική στις συγκεκριμένες συνθήκες προς επίτευξη ενός από τους σκοπούς που καθορίζει το άρθρο 9 ΣΤ (2) του περί Προσφύγων Νόμου. Κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις, το ιστορικό του Αιτητή δεν δικαιολογεί την επιβολή εναλλακτικών μέτρων.
Κρίνεται σκόπιμο στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την ημεδαπή νομολογία, η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη «εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή». Αυτό λέχθηκε και στην MAGDALIN MENSAH ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5735/2013, ημερ. 9.8.2013, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι «στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει».
Στην υπό εξέταση υπόθεση, αυτός βεβαίως ο κίνδυνος δεν φαίνεται να εξέλιπε, αλλά προφανώς και συνέχισε να υφίσταται και κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Υπόθεση Αρ. 755/2018, A.A.S. ν. Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 29.6.2018).
Στη βάση των πιο πάνω κρίνω ότι τα εναλλακτικά μέτρα στη παρούσα περίπτωση ορθά αποκλείστηκαν από τη Διοίκηση εφόσον αυτά δεν θα ήταν αποτελεσματικά.
Επιπρόσθετα, κρίνω ότι η Διοίκηση ενήργησε στα πλαίσια των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου, του περί Προσφυγών Νόμου, και της νομολογίας. Το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε αφού η Διευθύντρια του Τ.Μ. εξέτασε το σύνολο των στοιχείων του φακέλου στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας και ορθά έκρινε ότι στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση της εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Προκύπτει δε με επάρκεια ότι ο λόγος για τον οποίο εκδόθηκε το εν λόγω διάταγμα κράτησης, στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Νόμου, οφείλεται απόλυτα στη συμπεριφορά του Αιτητή όπως πιο πάνω και σύμφωνα με τα αναντίλεκτα γεγονότα καταδεικνύεται.
Εναλλακτικές επιλογές αντί της κράτησης του Αιτητή, μέτρα που προβλέπονται στο προαναφερθέν άρθρο 9ΣΤ(3) του Νόμου και οι οποίες είναι, όντως, λιγότερο επεμβατικές και λιγότερο επαχθείς για τα δικαιώματά του, δεν θα μπορούσαν, στην υπό κρίση περίπτωση, να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά τον σκοπό .
Περαιτέρω οποιοδήποτε άλλο μέτρο μπορούσε να επιβληθεί υπό τις περιστάσεις, θα ήταν αναποτελεσματικό και ανεπαρκές αφού η χρονική στιγμή στην οποία επιβλήθηκε η κράτηση με βάση το επίδικο διάταγμα ήταν το τελικό στάδιο απομάκρυνσης του Αιτητή από τη Δημοκρατία και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα ο Αιτητής να μη συμμορφωθεί με εναλλακτικά μέτρα με σκοπό να αποφύγει ην επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του και να παραμείνει στο έδαφος της Δημοκρατίας. Εξάλλου αυτό προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου. Ο Αιτητής παρέμεινε παράνομα για αρκετό χρόνο στη Δημοκρατία, (τις 21/09/2023 κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας Κύπρου, τα στοιχεία του Αιτητή τοποθετήθηκαν σε Stop-List ως αναζητούμενο πρόσωπο και 22/11/2024, ο εν θέματι Αιτητής εντοπίστηκε στην Λάρνακα από τις αρχές), και αφού συνελήφθη προσπάθησε να εξασφαλίσει την νόμιμη παραμονή του μέσω αίτησης διεθνούς προστασίας.
Προς τούτο παραπέμπω και υιοθετώ τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση στην προσφυγή υπ' αριθμόν Δ.Κ. 34/20 G.S. από την Ινδία και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 05/10/2020:
«Διά τούτο, παρόλο που δέχομαι την εισήγηση της συνηγόρου του αιτητή ότι σε κρατήσεις δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου του Νόμου ο κίνδυνος διαφυγής δεν είναι κριτήριο αυτό καθ' αυτό, αλλά εξετάζεται βεβαίως ως παράμετρος που συνθέτει τον επιδιωκόμενο δια της κράτησης ή των εναλλακτικών μέτρων σκοπό, είναι επί τούτου κατάληξή μου ότι οι προϋποθέσεις που θέτει το επίδικο άρθρο πληρούνται.
Σε σχέση με τη δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, ενόψει των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, και λαμβανομένου υπόψη του ότι η εξέταση της αίτησης για παροχή διεθνούς προστασίας προχώρησε και κατάληξε με γοργό ρυθμό, αλλά και του ότι μπορεί να συναχθεί εκ της συμπεριφοράς του αιτητή πριν τον εντοπισμό του τον Μάϊο του τρέχοντος έτους από τις αρχές ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για την πρόθεση του να μην συμμορφωθεί, αν και εφόσον δεν επιτύχει ούτε η προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης που έχει βεβαίως το δικαίωμα να ασκήσει με τη διαταγή απομάκρυνσης του δυνάμει του υπό αναστολή διατάγματος απέλασης, κρίνω ότι κανένα εναλλακτικό της κράτησης μέτρο θα μπορούσε να διασφαλίσει τον επιδιωκόμενο δια της προσβαλλόμενης πράξης σκοπό, ήτοι την εξασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής του, ενόψει και της ήδη εκφρασθείσας δια της συμπεριφοράς του απροθυμίας του να συμμορφωθεί με τους κανόνες που αφορούν την νομιμότητα της προηγούμενης διαμονής του στο έδαφος της Δημοκρατίας. Είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που αποκτά πλέον ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα ο βαθμός πιθανολόγησης επί του όποιου κινδύνου διαφυγής του αιτητή με αναφορά στην προηγούμενη της αιτήσεως ασύλου συμπεριφορά του αιτητή, στην στάθμιση του καταλληλότερου υπό τις περιστάσεις μέτρου (βλ. απόφαση ΕΔΑΔ στην υπόθεση S.K. v. Russia, αρ.52722/15, ημ. 14/12/17, παρ. 111).
Είναι δια μέσου της στάθμισης αυτής που μπορεί να εκφρασθεί τελική κρίση επί του αν η επιλογή του επαχθέστερου μέτρου της κράτησης απολήγει να είναι η καταλληλότερη υπό τις περιστάσεις, στη βάση της αρχής της αναλογικότητας, που είναι και η κατάληξή μου στην παρούσα, ως ανωτέρω εξηγώ, και δια τούτο η μόνη ενδεδειγμένη και συνεπώς αναγκαία, στη βάση της αρχής της αναγκαιότητας».
Επιπρόσθετα, η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και η αιτιολογία της συμπληρώνεται περαιτέρω από τα έγγραφα στο Διοικητικό Φάκελο.
Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, άρθρα 2 και 28 του Νόμου 158(Ι)/1999, και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα πρέπει να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και την νομική βάση στην οποία υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ.270).
Κρίνω ότι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τα συγκεκριμένα και απαραίτητα στοιχεία, επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης, που επιτρέπουν τη διενέργεια του δικαστικού ελέγχου (βλ. ενδεικτικά Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214 και Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Θα συμφωνήσω με την θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Καθ'ων η Αίτηση ότι δεν τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής τα όσα έχουν νομολογηθεί για την εφαρμογή του άρθρου 5 (1) (στ), εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με βάση τον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6 (Ι)/2000.
Υιοθετώ δε τα όσα αναφέρει στην απόφαση της η αδελφή Δ. Χρ. Μιχαηλίδου στην υπ. Αρ. Υποθ. ΔΚ 40/20 ημερ. 27 Οκτωβρίου, 2020 :
«Το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ αποσκοπεί στην προστασία της προσωπικής ελευθερίας του ανθρώπου. Η παράγραφος 1 του άρθρου 5, απαριθμεί τις εξαιρέσεις και/ή τους εξαντλητικούς λόγους που επιτρέπουν την επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας (ΕΔΔΑ, Saadi v. United Kingdom, Αρ. υποθ. 13229/03, ημερομηνίας 29/1/2008, σκέψη 43). Το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζει πως κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια.
Επομένως, κάθε στέρηση της ελευθερίας πρέπει να είναι νόμιμη, να διενεργείται καλόπιστα και να συνδέεται στενά με τον σκοπό της, έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το μέτρο εφαρμόζεται σε πρόσωπα που συχνά φοβούνται για τη ζωή τους και εγκαταλείπουν τη χώρα τους (Saadi ανωτέρω σκέψεις 67, 74 και ΕΔΔΑ, Conka v. Βελγίου, Αρ. υποθ. 13229/03, ημερομηνίας 5/2/2000, σκέψη 39). Η στέρηση της ελευθερίας θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο αλλά και να διασφαλίζει τα όσα καθορίζει το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, δηλαδή να προστατεύει τον αιτητή ασύλου από την πιθανή αυθαιρεσία των κρατών.
Στην υπόθεση ΕΔΔΑ, S. D. v. Greece, Αρ. υποθ. 53541/07, ημερομηνίας 11/6/09 (σκέψεις 62 και 64) το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι η απέλαση μπορεί να εκτελεσθεί μόνο μετά την οριστική εξέταση του αιτήματος ασύλου (ΕΔΔΑ, R.U. v. Greece, Αρ. υποθ. 2237/08, ημερομηνίας 7/9/11 σκέψη 95). Επίσης στην υπόθεση του ΕΔΔΑ, Abdolkhani and Karimnia v. Turkey, Αρ. υποθ. 30471/08, ημερομηνίας 22/9/09 (σκέψεις 128 μέχρι 130), αποφασίστηκε ότι η στέρηση της ελευθερίας κάτω από το άρθρο 5 (1) (στ) της ΕΣΔΑ, δηλαδή λόγω απέλασης, είναι επιτρεπτή εφόσον οι διαδικασίες προχωρούν με δέουσα επιμέλεια. Οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά από το αρμόδιο όργανο οδηγεί στην παραβίαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, δηλαδή στην αρχή που επιβάλλει στα κράτη να προστατεύουν την ελευθερία του προσώπου από οποιαδήποτε αυθαιρεσία.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως το διάταγμα κράτησης και απέλασης δεν έχει ακυρωθεί αλλά έχει ανασταλεί λόγω του υποβληθέντος αιτήματος επανανοίγματος του φακέλου του αιτητή για παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Η αναστολή του διατάγματος κράτησης και απέλασης δεν φαίνεται να αμφισβητήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο από τον αιτητή».
Υπό το φως των πιο πάνω, στην υπό κρίση περίπτωση, οι Καθ’ ων η Αίτηση ενήργησαν ορθά και νόμιμα και εντός των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που τους προσδίδει η σχετική νομοθεσία. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε συννόμως της κείμενης νομοθεσίας και του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου στη βάση των ενώπιον του αποφασίζοντας οργάνου πραγματικών δεδομένων.
Με βάση τα όσα έχω αναφέρει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με 1500€ έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου – Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο