
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 4479/2023
26 Μαρτίου, 2025
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.M.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 07/11/2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για διεθνή προστασία, ως άκυρη και/ή στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Περαιτέρω, αιτείται την έκδοση απόφασης με την οποία να κηρύσσονται οι σχετικές διαδικασίες που ακολουθήθηκαν από τους Καθ΄ ων η Αίτηση σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον της Αιτήτριας και/ή με τον προσδιορισμό της ηλικίας της, ως παράνομες, άκυρες και στερημένες οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Γεγονότα
Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «Λ.Δ.Κ.») και στις 12/03/2019 συμπλήρωσε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, δηλώνοντας ότι επρόκειτο για ασυνόδευτη ανήλικη. Επί τη βάσει του Ν. 6(1)/2000, η Αιτήτρια τέθηκε υπό την φροντίδα των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και μεταφέρθηκε σε κρατικό ίδρυμα.
Στις 24/10/2019, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, διεξήγαγε συνέντευξη στην Αιτήτρια στην παρουσία της κηδεμόνα της από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, κατά τη διάρκεια της οποίας συναίνεσε στην υποβολή της σε ιατρικές εξετάσεις προκειμένου να αξιολογηθεί η ηλικία της και υπέγραψε τη σχετική βεβαίωση συναίνεσης υποβολής της σε ιατρικές εξετάσεις (βλ. ερυθρά 20-23 του διοικητικού φακέλου με αριθμό F19-02362).
Αυθημερόν, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, απέστειλε επιστολή στις Ιατρικές Υπηρεσίες και στις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, σχετικά με την διεξαγωγή ιατρικών εξετάσεων για προσδιορισμό της ηλικίας της Αιτήτριας (βλ. ερυθρά 24-25 του διοικητικού φακέλου με αριθμό F19-02362). Την 01/11/2019, η Αιτήτρια υποβλήθηκε στις απαιτούμενες εξετάσεις και αυθημερόν το τμήμα Οδοντιατρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας απέστειλε επιστολή προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία τον ενημέρωνε σχετικά με τη μέθοδο που ακολούθησε και το πόρισμα των εξετάσεων που προέκυψαν, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια ήταν ενήλικη (βλ. ερυθρά 27-29 του διοικητικού φακέλου με αριθμό F19-02362).
Στις 07/11/2019, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ετοίμασε τελική Έκθεση - Αξιολόγηση για τον προσδιορισμό ηλικίας της Αιτήτριας προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 14/11/2019 εγκρίθηκε από αρμόδιο πρόσωπο (βλ. ερυθρά 30-31 του διοικητικού φακέλου με αριθμό F19-02362). Αυθημερόν, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην παρουσία εκπροσώπου από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και μεταφραστή, ενημέρωσε την Αιτήτρια ότι οι ιατρικές εξετάσεις κατέδειξαν ότι επρόκειτο για ενήλικο άτομο και ως εκ τούτου δεν θα βρίσκεται πλέον υπό την φροντίδα των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Την ενημέρωσε επίσης ότι το αίτημά της θα εξεταστεί από την Υπηρεσία Ασύλου και θα αξιολογηθεί ως ενήλικη. Λόγω της δήλωσής της Αιτήτριας ότι δεν επιθυμεί να αλλάξει την ημερομηνία γέννησής της, κατεγράφη η 10/01/2001 ως ημερομηνία γέννησης της Αιτήτριας στην νέα βεβαίωση υποβολής αίτησης ασύλου που εκδόθηκε. Η Αιτήτρια, τέλος, ρωτήθηκε αν έχει να προσθέσει κάτι άλλο σε σχέση με την ενημέρωση που έλαβε και εκείνη απάντησε αρνητικά (βλ. ερυθρά 32 και 40 του διοικητικού φακέλου με αριθμό F19-02362).
Στις 21/04/2021 (readback στις 07/05/2021) πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο («EASO», πλέον «EUAA - European Union Agency for Asylum»).
Στις 03/06/2021, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, απέστειλε επιστολή στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας στην οποία επισυναπτόταν έντυπο αναφοράς προσώπου που ενδέχεται να είναι θύμα εμπορίας και εκμετάλλευσης δυνάμει των διατάξεων του Ν. 60(I)/2014 αναφορικά με την Αιτήτρια (βλ. ερυθρά 90-95 του διοικητικού φακέλου με αριθμό F19-02362).
Στις 19/10/2021, ο αρμόδιος λειτουργός της EASO ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου αναφορικά με την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Στις 07/11/2021, εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητικός λειτουργός να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την Έκθεση-Εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου και αποφάσισε την επιστροφή της Αιτήτριας στη Λ.Δ.Κ..
Η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ημερομηνίας 24/11/2021, για να ενημερώσει την Αιτήτρια για την απόρριψη του αιτήματός της για διεθνή προστασία μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία φαίνεται μεν να αποστάλθηκε ταχυδρομικώς, όμως μόνο λόγω γραπτής ένδειξης στην ίδια επιστολή "Postal 23/12/21".
Ακολούθως, στις 03/04/2023 η Αιτήτρια συμπλήρωσε και υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση. Αυθημερόν, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας. Στις 03/04/2023, εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητικός λειτουργός να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την ανωτέρω Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε τη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας ως απαράδεκτη. Αυθημερόν, ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης της Αιτήτριας για την απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια.
Στις 07/04/2023 η Αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή με αρ. Τ1222/23 με την οποία συμπροσέβαλε με ξεχωριστά αιτητικά τόσο την απορριπτική απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης, όσο και την παράλειψη επίδοσης της πρώτης απορριπτικής απόφασης ημερομηνίας 07/11/2021. Ακολούθως η Αιτήτρια αιτήθηκε διαχωρισμό των δικογράφων, με αποτέλεσμα την έκδοση διατάγματος διαχωρισμού. Η Αιτήτρια καταχώρησε διαχωρισθέν δικόγραφο/προσφυγή με αρ. 4602/23, που μετέπειτα αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.
Περαιτέρω, στο διοικητικό φάκελο, εντοπίζεται σημείωμα-εισήγηση των Καθ΄ ων η Αίτηση, στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «[…] πως διαπιστώθηκαν εκ παραδρομής παρατυπίες στη διαδικασία εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας του αιτούντος/της αιτούσας που συνδέεται με την υπόθεση υπ' αριθμόν F19-06209.R. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη μη κοινοποίηση της απόφασης της ΥΠΑΣ επί της αρχικής αίτησης. Ως εκ των ανωτέρω, εισηγούμαι όπως η τελευταία απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τον φάκελο F19-06209.R ανακληθεί με σκοπό την επανεξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας του/της υπό αναφορά αιτητή/αιτούσας.». Το περιεχόμενο του εν λόγω σημειώματος-εισήγησης εγκρίθηκε από τον κύριο Π.Κ.[1] (βλ. ερυθρό 206 του διοικητικού φακέλου με αριθμό F19-02362). Στη βάση τούτου, προκύπτει άμεση παραδοχή των Καθ' ων η Αίτηση ότι δεν είχε κοινοποιηθεί η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αρχικής αίτησης στην Αιτήτρια.
Περαιτέρω, προκύπτει ότι η συνήγορος της Αιτήτριας παρέλαβε δια χειρός κατά την 15/11/2023, ενημερωτική επιστολή αναφορικά με την ακύρωση της πρωτοβάθμιας απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 30/10/2023 (βλ. ερυθρό 217 του διοικητικού φακέλου με αριθμό F19-02362). Επιπρόσθετα, έχει δοθεί βεβαίωση της Υπηρεσίας Ασύλου με ημερομηνία 30/10/2023, σύμφωνα με την οποία η Υπηρεσία Ασύλου ανακάλεσε την απόφαση της σχετικά με το αίτημα διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας το οποίο συνδέεται με την υπόθεση Τ1222/23 και καταγράφει ρητώς ότι «Η Υπηρεσία Ασύλου επιφυλάσσεται να εξετάσει εκ νέου την αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας του αιτούντος». Η προσφυγή με αρ. Τ1222/23 είχε καταστεί άνευ αντικειμένου και εν τέλει αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.
Στις 29/11/2023 η Αιτήτρια προέβη στην καταχώρηση της υπό κρίση προσφυγής, σύμφωνα με το αιτητικό της οποίας προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 7/11/2021.
Κατά την ακρόαση της υπό κρίση προσφυγής στις 18/12/2023, το Δικαστήριο σημείωσε ότι σύμφωνα με τις επιστολές που απέστειλε η Υπηρεσία Ασύλου και την ενημέρωση που έτυχε η Αιτήτρια, η ανάκληση αφορούσε την απόφαση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας και σε γραπτή τους δήλωση φαίνεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου επιφυλάχθηκε να εξετάσει εκ νέου την αίτηση. Ουδέποτε στις επιστολές/δηλώσεις αυτές αναφέρθηκε ρητώς ότι η ανάκληση αφορούσε την απόφαση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης.
Οι Καθ' ων η Αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή υπεβλήθη εκπρόθεσμα κατά παράβαση του άρθρου 12Α(1) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18) ως αυτός τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί. Η προδικαστική τους ένσταση καταγράφεται στην Ένσταση τους που φέρει ημερομηνία 16/02/2024. Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση, ώστε να εκδικαστεί κατά προτεραιότητα η προδικαστική ένσταση και δόθηκε άδεια στους διαδίκους όπως αγορεύσουν αρχικά επί αυτής.
Με την από 09/05/2024 ενδιάμεση απόφασή του, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται σε αυτήν, το παρόν Δικαστήριο έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν έλαβε πλήρη γνώση της απόφασης επί του αρχικού της αιτήματος πριν την κοινοποίηση της απόφασης στην συνήγορό της κατά τον Νοέμβριο του 2023 και δεν γνώριζε τις θεραπείες τις οποίες μπορούσε να επιζητήσει και την προθεσμία για άσκηση προσφυγής στο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε προγενέστερο στάδιο. Ως εκ τούτου απέρριψε την προδικαστική ένσταση, καταλήγοντας ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και όρισε την υπόθεση για οδηγίες.
Προδικαστικές ενστάσεις και νομικοί ισχυρισμοί
Μετέπειτα, οι Καθ’ ων η Αίτηση αφού αιτήθηκαν και έλαβαν σχετική άδεια υπό του παρόντος Δικαστηρίου, προέβησαν στην καταχώρηση τροποποιημένης ένστασης στις 11/07/2024. Στην τροποποιημένη ένστασή τους, οι Καθ΄ ων η Αίτηση ήγειραν τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:
«(1) Εγείρεται πρώτη προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια στερείται του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος για συνέχιση και/ή προώθηση της παρούσας αίτησης ακυρώσεως και/ή έχει απωλέσει το έννομο συμφέρον της κατά την εκδίκαση της παρούσας αίτησης ακυρώσεως λόγω της οικειοθελούς και ανεπιφύλακτης αναχώρησής της από τη Δημοκρατία και/ή του επαναπατρισμού της στη χώρα καταγωγής της περί τις 15/03/2024.
(2) Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά της ανωτέρω προδικαστικής ένστασης, εγείρεται δεύτερη προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια στερείται του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος για συνέχιση και/ή προώθηση της παρούσας αίτησης ακυρώσεως και/ή έχει απωλέσει το έννομο συμφέρον της κατά την εκδίκαση της παρούσας αίτησης ακυρώσεως, καθώς δια πράξεων και/ή ενεργειών και/ή συμπεριφοράς απέσυρε και/ή εγκατέλειψε και/ή ανακάλεσε την αίτησή της για διεθνή προστασία, έστω και σιωπηρώς και/ή κατά τεκμήριο.
(3) Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά των ανωτέρω προδικαστικών ενστάσεων, εγείρεται τρίτη προδικαστική ένσταση ότι η δίκη που εκκρεμεί στα πλαίσια της παρούσας αίτησης ακυρώσεως έχει καταργηθεί λόγω έλλειψης αντικειμένου μετά τον οικειοθελή και/ή ανεπιφύλακτο επαναπατρισμό της αιτήτριας.
(4) Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά των ανωτέρω προδικαστικών ενστάσεων, εγείρεται τέταρτη προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια στερείται του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος προς προώθηση της παρούσας αίτησης ακυρώσεως, κατ΄ εφαρμογή του δόγματος του απαραδέκτου της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της ακολουθήσασας διαδικασίας, από τη στιγμή που η αιτήτρια με δική της πρωτοβουλία και/ή επιδίωξη και/ή συναίνεση επαναπατρίστηκε στην χώρα καταγωγής της έναντι χρηματικού ποσού.».
Ακολούθησε η καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου της Αιτήτριας, δια της οποίας πρόβαλε καταρχάς ότι παρόλο που στην προσφυγή δεν υπάρχει αιτητικό αναφορικά με την παραχώρηση καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος και του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018), το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και να παραχωρήσει τέτοιο καθεστώς.
Σε σχέση δε με τις προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί και οι οποίες αφορούν την απώλεια του εννόμου συμφέροντος της Αιτήτριας, η συνήγορος της Αιτήτριας παραπέμποντας σε σχετική αλληλογραφία που βρίσκεται επισυνημμένη στην γραπτή της αγόρευση, αναφέρει ότι το εν λόγω ζήτημα έχει ήδη εγερθεί μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος που στάλθηκε στο Δικαστήριο πριν την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασής του, με αποτέλεσμα η επανέγερση του ίδιου ζητήματος εκ μέρους των Καθ΄ ων η Αίτηση να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, καθώς επί τούτου του ζητήματος έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο προφορικά και τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου. Πέραν τούτου, με την ενδιάμεση απόφασή του, το παρόν Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση περί του εκπροθέσμου της προσφυγής και αποφάσισε όπως προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, χωρίς να θεωρήσει ότι η Αιτήτρια είχε χάσει το έννομο συμφέρον της. Επιπρόσθετα, είναι η θέση της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν να λάβουν τα δέοντα δικονομικά μέσα προκειμένου να εγείρουν το ζήτημα αυτό με τον ορθό τρόπο πριν την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης, με αποτέλεσμα να εμποδίζονται από το να προβούν στην έγερση του λόγω της καθυστέρησης που επιδείχθηκε από πλευράς τους.
Σε κάθε περίπτωση, ως προς την ουσία του εν λόγω ισχυρισμού, η συνήγορος της Αιτήτριας υποστήριξε ότι ως η ίδια έχει ενημερωθεί από την Αιτήτρια όταν επικοινώνησε τηλεφωνικώς μαζί της όταν της δόθηκε το κινητό της τηλέφωνο κατά την άφιξή της στο Κάϊρο, η τελευταία απελάθηκε διά της βίας στη χώρα καταγωγής της, καθώς δια της βίας και με δόλιο τρόπο αποσπάστηκε η υπογραφή της ενόσω τα χέρια της ήταν δεμένα με χειροπέδες, υποστηρίζοντας με αυτό τον τρόπο ότι η αποχώρησή της δεν ήταν οικειοθελής. Προς επίρρωση του εν λόγω ισχυρισμού, επισυνάφθηκαν φωτογραφίες οι οποίες αποδεικνύουν ότι η Αιτήτρια φέρει σημάδια κακοποίησης, όπως επίσης και ηλεκτρονική αλληλογραφία, το περιεχόμενο της οποίας αποκαλύπτει ότι υπάρχουν καταγγελίες στην Επίτροπο Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας. Επίσης εγείρονται ανησυχίες για τη ζωή της Αιτήτριας. Η συνήγορος της Αιτήτριας προέβαλε ότι ελλείπουν τα σχετικά έγγραφα από τον διοικητικό φάκελο, γεγονός που τον καθιστά ελλιπή αφού αυτά τα στοιχεία δείχνουν και τη ακούσια απόσυρση του αιτήματος της Αιτήτριας.
Ακολούθως η συνήγορος της Αιτήτριας στην γραπτή της αγόρευση αναφέρει ότι οι προβαλλόμενοι από πλευράς της Αιτήτριας λόγοι ακύρωσης περιορίζονται στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, την παραβίαση των άρθρων 9, 9ΚΔ, 9ΚΕ και 15 του περί Προσφύγων Νόμου και την παραβίαση του Νόμου 60(I)/2014. Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε ότι ενόψει του ότι όλοι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας έγιναν αποδεκτοί από τους Καθ΄ ων η Αίτηση, τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της μη χειροτέρευσης, και ότι λανθασμένα οι Καθ΄ ων η Αίτηση κατά την αξιολόγηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια δεν κινδυνεύει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της ως αναγνωρίστηκε σχετικά από τους Καθ΄ ων η Αίτηση. Η παραβίαση των σχετικών άρθρων του Νόμου 60(I)/2014 έγκειται στο γεγονός ότι η αρμόδια αρχή παρέλειψε να έρθει σε επικοινωνία με την Αιτήτρια προκειμένου να διερευνηθεί περαιτέρω το κατά πόσον η Αιτήτρια υπήρξε ή όχι θύμα εμπορίας και να παραπέμψει ή να ενημερώσει σχετικά τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Κατά τη συνήγορο της Αιτήτριας οι πλημμέλειες αυτές είναι ουσιώδεις και πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπρόσθετα, οι Καθ΄ ων η Αίτηση παραγνωρίζοντας την κατάσταση της υγείας της και τα στοιχεία της ευαλωτότητάς της, καθώς πρόκειται για άτομο με αυτοκτονικές τάσεις, παρέλειψαν να παραπέμψουν την Αιτήτρια για εξέταση σε ιατρό ή ψυχολόγο κατά παράβαση των άρθρων 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου. Πέραν τούτου, οι Καθ΄ ων η Αίτηση παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τις επιταγές των άρθρων 9ΚΔ και 9ΚΕ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει των οποίων η Αιτήτρια έπρεπε να τύχει των απαιτούμενων διαδικαστικών εγγυήσεων ως ευάλωτο πρόσωπο.
Η συνήγορος της Αιτήτριας υποστήριξε ότι ως θύμα εμπορίας προσώπων παρουσιάζει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και στην προκειμένη περίπτωση πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της Αιτήτριας ως πρόσφυγας. Επικουρικά, ισχυρίστηκε ότι η προκειμένη συνιστά περίπτωση κατά την οποία είναι δυνατόν να παραχωρηθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, καθώς λαμβανομένου υπόψη του των ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας, της κατάστασης υγείας της και των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα της, η ζωή της τίθεται σε κίνδυνο και υπάρχει ενδεχόμενο να υποστεί σοβαρή σωματική βλάβη, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η επιστροφή της στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Η συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, στη δική της γραπτή αγόρευση, απέρριψε αρχικά τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση ευθύνονται για τα στοιχεία τα οποία απουσιάζουν από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την Αιτήτρια, παραπέμποντας ουσιαστικά στο σχετικό άρθρο του περί Προσφύγων Νόμου που αποδεικνύει ότι η Αιτήτρια έχει την ευθύνη να προσκομίσει οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία έχει στην κατοχή της και τα οποία θα μπορούσαν να στηρίξουν το αίτημά της. Πέραν τούτου, υποστήριξε ότι η επισύναψη φωτογραφιών και στιγμιότυπων οθόνης στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας συνιστά δικονομική παράβαση, καθώς ως έχει νομολογηθεί, η αγόρευση δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας.
Ακολούθως, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί εξαναγκασμού και άσκησης πίεσης στην Αιτήτρια σε σχέση με την υπογραφή των εγγράφων για την οικειοθελή αποχώρησή της από την Κυπριακή Δημοκρατία, προέβαλε ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, καθώς δεν δικογραφείται και ούτε υποστηρίζεται από σχετική μαρτυρία προς απόδειξή του.
Επιπρόσθετα, υποστήριξε ότι το αιτητικό της παρούσας προσφυγής περιορίζεται αποκλειστικά και μόνον σε αξίωση για ακυρωτικό έλεγχο και ως εκ τούτου το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να αποδώσει οποιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας, ασκώντας τον ουσιαστικό του έλεγχο.
Ως προς τις προδικαστικές ενστάσεις που καταγράφονται στην τροποποιημένη ένσταση των Καθ΄ ων η Αίτηση και τους συναφείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από την συνήγορο της Αιτήτριας σε σχέση με αυτές, η συνήγορος των Καθ΄ ων η Αίτηση απέρριψε τους ισχυρισμούς περί δεδικασμένου και τελεσιδικίας, καθώς το παρόν Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφασή του αποφάσισε αποκλειστικά και μόνον περί του ζητήματος του εμπροθέσμου της προσφυγής. Ουδόλως ευσταθεί και ο ισχυρισμός περί καθυστέρησης έγερσης των υπό εξέταση προδικαστικών ενστάσεων και/ή μη ορθής προώθησής τους, καθώς το ζήτημα της απώλειας του αντικειμένου της παρούσης ανέκυψε μετά τις 15/03/2024 που συμφώνησε η Αιτήτρια να αναχωρήσει οικειοθελώς για τη χώρα καταγωγής της, ενώ η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε στις 05/03/2024. Οι Καθ΄ ων η Αίτηση αμέσως μετά την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης, έθεσαν το ζήτημα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έλαβαν άδεια για τροποποίηση της ένστασής τους, μέσω της οποίας πρόβαλαν τις σχετικές προδικαστικές ενστάσεις.
Ως προς την ουσία των επιχειρημάτων τους σε σχέση με τις εγειρόμενες προδικαστικές ενστάσεις υπ΄ αριθμόν 1 και 3, η συνήγορος των Καθ΄ ων η Αίτηση υποστήριξε ότι έχει εκλείψει το αντικείμενό της παρούσας προσφυγής και κατά συνέπεια η Αιτήτρια έχει απωλέσει το έννομο συμφέρον της ως προς την προώθησή της, καθώς έχει αποδεχθεί ανεπιφύλακτα να εγκαταλείψει την Κυπριακή Δημοκρατία και να επιστρέψει πίσω στην χώρα καταγωγής της όπου και βρίσκεται, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον αίτημα για διεθνή προστασία και η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί παρά να τύχει απόρριψης. Άλλωστε, αποδεχόμενη την απορριπτική απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση και συναινώντας ελεύθερα και ανεπιφύλακτα να επιστρέψει οικειοθελώς στη χώρα καταγωγής της λαμβάνοντας το σχετικό χρηματικό αντάλλαγμα χωρίς να έχει επηρεαστεί κάποιο δικαίωμά της, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι στην παρούσα περίπτωση υπάρχει ζημιογόνο αποτέλεσμα ώστε να τεκμηριώνεται δικαίωμα περαιτέρω δικαστικής προστασίας, καθώς πουθενά από την προσφυγή της Αιτήτριας και ούτε από την εν γένει επιχειρηματολογία της, δεν εντοπίζεται αναφορά σε ενδεχόμενο κατάλοιπου ζημιάς ή σε ζημιογόνες συνέπειες από την απόρριψη της αίτησής της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας.
Μετέπειτα, αναφορικά με την δεύτερη προδικαστική ένσταση, η συνήγορος των Καθ΄ ων η Αίτηση, υποστήριξε ότι έστω και εάν η Αιτήτρια καταχώρησε εμπρόθεσμα την υπό κρίση προσφυγή και θα μπορούσε μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης να θεωρείται αιτήτρια διεθνούς προστασίας, η επιλογή της να εγκαταλείψει την Κυπριακή Δημοκρατία επέφερε και την εγκατάλειψη και/ή ανάκληση και/ή υπαναχώρηση από την αίτησή ασύλου της.
Όσον αφορά την τέταρτη προδικαστική ένσταση, η συνήγορος των Καθ΄ ων η Αίτηση υποστήριξε ότι η Αιτήτρια εμποδίζεται από το δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας να προωθεί την παρούσα προσφυγή, καθώς ενώ είχε προσβάλει την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, στη συνέχεια επέλεξε να εγκαταλείψει την Κυπριακή Δημοκρατία αφού έλαβε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν αφενός να ισχυρίζεται ότι κινδυνεύει στη χώρα καταγωγής της και αφετέρου να αποδέχεται βοήθεια για να επιστρέψει σε αυτή.
Παρά τις εγειρόμενες προδικαστικές ενστάσεις, η συνήγορος των Καθ΄ ων η Αίτηση στη γραπτή της αγόρευση προέβη σε αντίκρουση των λοιπών νομικών ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας. Αρχικά ανέφερε ότι παρά την μη συμμόρφωση με τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν την ανάπτυξη ενός επιχειρήματος, καθώς η συνήγορος της Αιτήτριας δια του σχετικού σημείου της γραπτής της αγόρευσης επιχείρησε να προβάλει μία γενική παραβίαση της διαδικασίας που αφορά την εξέταση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας ως άτομο ευάλωτο (κατ΄ ισχυρισμόν ανήλικο και θύμα εμπορίας προσώπων), αντικρούοντας, ανέφερε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί μετά από δέουσα έρευνα και ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της κρινόμενης υπόθεσης στο Νόμο και ότι ορθώς οι Καθ΄ ων η Αίτηση αποφάσισαν την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε από πλευράς των Καθ΄ ων η Αίτηση ακόμα και σε σχέση με τον προσδιορισμό της ηλικίας της Αιτήτριας ήταν ορθή και κατά την εξέταση της αίτησής της ουδείς λόγος ανέκυψε που να αφορά την φυσική και ψυχική κατάσταση της υγείας της Αιτήτριας, ώστε να έχρηζε ειδικής μεταχείρισης εκ μέρους των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Ακολούθως, η Αιτήτρια δια της απαντητικής αγόρευσης της συνηγόρου της, επανέλαβε κατ' ουσίαν τους ισχυρισμούς της και τα όσα πρόβαλε με την γραπτή της αγόρευση.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης στις 20/09/2024, καταρχάς, η συνήγορος της Αιτήτριας επανέλαβε το ζήτημα του δεδικασμένου, όπως επίσης και τη θέση της ότι έστω και εάν στην προσφυγή δεν υπάρχει αιτητικό αναφορικά με την παραχώρηση καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας, το Δικαστήριο μπορεί να το παραχωρήσει δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος και του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018), αντικρούοντας με αυτό τον τρόπο την αντίθετη άποψη που προβλήθηκε από πλευράς των Καθ΄ ων η Αίτηση. Σε κάθε περίπτωση, προέβαλε τη θέση της, ότι εάν κριθεί από το Σεβαστό Δικαστήριο ότι μπορεί να προβεί μόνο σε ακυρωτικό έλεγχο, ενόψει της ιδιαιτερότητας της εν λόγω υπόθεσης και του γεγονότος ότι δεν ευθύνεται η Αιτήτρια για την αποχώρησή της από την Κυπριακή Δημοκρατία, είναι δυνατόν να δοθούν σχετικές οδηγίες ώστε να ληφθούν οι απαραίτητες ενέργειες για να επιστρέψει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αναφέρθηκε εκ νέου στο γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν αναχώρησε οικειοθελώς από την Κυπριακή Δημοκρατία αμφισβητώντας τη σχετική διαδικασία που ακολουθήθηκε, ότι εκκρεμούσε η προσφυγή κατά των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της, όπως επίσης και σχετικές καταγγελίες σε αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ότι η Αιτήτρια βρίσκεται σε μία μη ασφαλή χώρα με κίνδυνο κατά της ζωής της, ενόψει και των δεικτών ευαλωτότητας που παρουσιάζει.
Η συνήγορος των Καθ΄ ων η Αίτηση, κατά την ίδια δικάσιμο, επανέλαβε τη θέση της ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να ενυπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και ότι σε καμία περίπτωση δεν ευσταθούν οι αναφορές της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση προέβησαν σε δηλώσεις μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οι οποίες υποδεικνύουν την αποδοχή εκ μέρους των τελευταίων ότι η Αιτήτρια έχει έννομο συμφέρον ως προς την προώθηση της προσφυγής της. Επιπρόσθετα, υιοθέτησε τις θέσεις της σε σχέση με την αξίωση αποκλειστικά και μόνον για ακυρωτικό έλεγχο, όπως επίσης και για τις εγειρόμενες προδικαστικές ενστάσεις που εκτενώς αναλύονται στην γραπτή της αγόρευση. Αναφερόμενη στο δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, υποστήριξε ότι δεν είναι δυνατόν αφενός η Αιτήτρια να συμφωνεί και να λαμβάνει συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για την αναχώρησή της από την Κυπριακή Δημοκρατία και αφετέρου να αξιώνει τη συνέχιση της διαδικασίας προκειμένου να της δοθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας. Επίσης, πρόβαλε και τη θέση της ότι δεν διευκρινίζεται στη βάση ποιας νομοθετικής διάταξης το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επιστροφή της Αιτήτριας στην Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ δεν έχει προσαχθεί και σχετική μαρτυρία προς απόδειξη της τοποθεσίας στην οποία βρίσκεται η Αιτήτρια. Όσον αφορά τη διαδικασία εθελούσιας επιστροφής και τα σχετικά έγγραφα που επιβεβαιώνουν την εν λόγω διαδικασία και τα οποία διέπονται από το τεκμήριο της κανονικότητας, η Αιτήτρια έλαβε το σχετικό ποσό για την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της και από την ίδια εξαρτάται μετέπειτα το που θα εγκατασταθεί.
Κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 20/09/2024, ο διοικητικός φάκελος της Υπηρεσίας Ασύλου με αριθμό F19-02362 κατατέθηκε ως Τεκμήριο Α και αντίγραφο του διοικητικού φακέλου με αριθμό F19-01601 του Τμήματος Μετανάστευσης κατατέθηκε ως Τεκμήριο Β.
Νομική ανάλυση – Κατάληξη του Δικαστηρίου
Καταρχάς, αναφορικά με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από πλευράς της συνηγόρου της Αιτήτριας σε σχέση με την έγερση του ζητήματος της απώλειας του εννόμου συμφέροντος με μη ορθό τρόπο και κατόπιν κατάχρησης της διαδικασίας και ότι περαιτέρω το εν λόγω ζήτημα καλύπτεται από την αρχή του δεδικασμένου, αναφέρω τα ακόλουθα: Ο σχετικός ισχυρισμός περί έγερσης του ζητήματος με μη ορθό τρόπο δεν ευσταθεί, καθώς ως προκύπτει από το περιεχόμενο του δικαστηριακού φακέλου, κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 19/06/2024, οι Καθ΄ ων η Αίτηση αιτήθηκαν και έλαβαν άδεια προκειμένου να προβούν στην καταχώρηση τροποποιημένης ένστασης προκειμένου να προβάλουν το ζήτημα της σιωπηρής απόσυρσης της αίτησης της Αιτήτριας και της απώλειας του εννόμου συμφέροντός της. Δεν ευσταθεί άλλωστε ούτε και ο ισχυρισμός της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι παρέλειψαν οι Καθ΄ ων η Αίτηση να εγείρουν το ζήτημα πριν την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου με αποτέλεσμα να επιδείχθηκε καθυστέρηση από πλευράς τους, καθώς από τα ενώπιον μου στοιχεία, προκύπτει ότι το σχετικό ζήτημα ανέκυψε όταν η Αιτήτρια αναχώρησε από την Κυπριακή Δημοκρατία, ήτοι αφότου επιφυλάχθηκε η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου επί του ζητήματος που είχε εγερθεί περί του εκπροθέσμου της προσφυγής.
Καταληκτικά, ουδόλως ευσταθεί ο ισχυρισμός της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι με την ενδιάμεση απόφασή του, καταλήγοντας το Δικαστήριο όπως προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, θεώρησε ουσιαστικά ότι η Αιτήτρια δεν είχε χάσει το έννομο συμφέρον της ως προς την προώθηση της παρούσας προσφυγής ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, καθώς η προδικαστική ένσταση που εξετάστηκε από το Δικαστήριο αφορούσε το ζήτημα του εκπροθέσμου.
Στο Άρθρο 146(2) του Συντάγματος, προβλέπεται ότι «η προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον».
Στο «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου» του Ν. Χρ. Χαραλάμπους του 2016, αναφέρεται ότι «θα πρέπει ο αιτητής να έχει έννομο συμφέρον στην ακύρωση της πράξης».[2] Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα «Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» του Δρος Κώστα Παρασκευά του 2020, «από την εν λόγω συνταγματική διάταξη προκύπτει ότι ο Αιτητής είναι υποχρεωμένος να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για να μπορεί να υποβάλει προσφυγή η οποία να πληροί τις προϋποθέσεις του παραδεκτού. Έτσι, το ζήτημα της ύπαρξης του εννόμου συμφέροντος αποτελεί υποκειμενική προϋπόθεση άσκησης του παραδεκτού της προσφυγής και η απουσία του στερεί από το Διοικητικό Δικαστήριο την ανάληψη δικαιοδοσίας. Μόνο εάν υπάρχει εκ μέρους του Αιτητή τέτοιο συμφέρον, το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει και να εξετάσει θέματα που αφορούν την εγκυρότητα ή όχι της επίδικης διοικητικής πράξης.».[3]
Το συμφέρον, προϋποθέτει την ύπαρξη βλάβης, υλικής ή ηθικής για τον αιτητή, ενώ απαιτείται, επίσης, ιδιαίτερος δεσμός ή αλλιώς μια ειδική νομική σχέση του αιτητή με την προσβαλλόμενη πράξη.[4] Επιπρόσθετα, το έννομο συμφέρον συνίσταται στη χρησιμότητα που έχει για τον αιτητή η αποκατάσταση της νομικής του κατάστασης που έχει διαταραχθεί από μία διοικητική πράξη ή παράλειψη και η οποία μπορεί να επέλθει με την εξαφάνισή της.[5] Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται μόνον εάν η ακύρωση της είναι λυσιτελής για τον αιτητή, εάν δηλαδή θεραπεύει, τουλάχιστον για το μέλλον, τη βλάβη που προκαλεί στα έννομα συμφέροντα ή τα δικαιώματά του, η πράξη αυτή.[6] Αντίθετα, δεν τίθεται ζήτημα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στην περίπτωση κατά την οποία ο Αιτητής δεν θα έχει ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης ή με άλλα λόγια, όπου η αίτηση ακυρώσεως είναι αλυσιτελής [βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΟΡΝΑΡΙΤΗΣ κ.α. ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 5690/2013 και 5729/2013, 1/11/2017 και ΜΑΙΡΗ ΖΗΝΤΙΛΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 509/2013, 26/5/2015, ECLI:CY:AD:2015:D372, ECLI:CY:AD:2015:D372].[7]
Κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος (βλ. ΚΟΥΛΕΝΤΗ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ Υπουργικού Συμβουλίου κ.α., ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ Αρ. 92/2014, 2/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:C411) και λόγω του θεμελιακού του ζητήματος, η ύπαρξη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος και η κρίση για το κατά πόσον υφίσταται η απαιτούμενη νομιμοποίηση, πρέπει να αποφασίζεται κατά προτεραιότητα και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο [βλ. Παπαδόπουλος Xαρίλαος και Άλλοι ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου και Άλλου (1996) 3 ΑΑΔ 1, Kυπριακή Δημοκρατία ν. A.K. Xατζηιωάννου & Yιοί (2005) 3 ΑΑΔ 467, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ v. ΘΕΟΔΟΤΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 24/2018, 25/1/2024, ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ v. ΒΑΣΩ ΑΝΔΡΕΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 132/18, 15/2/2024].
Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΤΑ ΟΛΥΜΠΙΑ» v. ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 95/2019, 5/6/2024, λέχθηκαν τα εξής: «υπενθυμίζουμε ότι η ύπαρξη του αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση, η οποία πρέπει να συντρέχει και να εξετάζεται η πλήρωση της σε κάθε περίπτωση, αφού, κατά ρητή επιταγή του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ο Αιτητής πρέπει να έχει ίδιον, ενεστώς έννομο συμφέρον.».
Επιπρόσθετα, ως είναι παγίως νομολογημένο, το απαιτούμενο έννομο συμφέρον, πρέπει να ενυπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από την έγερση της προσφυγής, μέχρι την εκδίκασή της και την έκδοση της δικαστικής απόφασης [βλ. Μαυρουδής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 123, Δώρα Ανδρέα Κούππα ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 149, Λαμπρατσιώτη ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 202, Τσιμεντοποιḯα Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 66/10 ημερ. 4.6.2015]. Αν το έννομο συμφέρον εξέλιπε από την ημέρα άσκησης της προσφυγής αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εάν όμως εξέλιπε μετά την καταχώρησή της και πριν από τη συζήτηση, η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου.[8]
Η νομολογία έχει αναγνωρίσει κατά καιρούς διάφορους λόγους για τους οποίους μπορεί να εκλείψει το έννομο συμφέρον. Ειδικότερα, όπως έχει νομολογηθεί, η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή μίας διοικητικής πράξης ή απόφασης, συνεπάγεται αποστέρηση του έννομου συμφέροντος προσβολής της με προσφυγή προς επιδίωξη της ακύρωσής της [βλ. SPYROS A. MYRIANTHIS ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS AND ANOTHER) (1977) 3 CLR 165, PAPADOPOULOU & ANOTHER ν. C.B.C. (1987) 3 CLR 1685, Kοζάκος Aριστείδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3566, Πέτρου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1997) 4 ΑΑΔ 3271, Γεωργίου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1997) 4 ΑΑΔ 3240, Καϊσερλίδης Ιάκωβος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 557, Marfin Investment Group Ανώνυμος Εταιρεία Συμμετοχών ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2017) 3 ΑΑΔ 797, ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛ κ.α. v. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., ΄Εφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 82/2018 σχετική με 83/2018, 11/1/2024, ΜΑΡΙΑ ΖΑΝΤΗ v. ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΔΙΟΙΚΟΥΣΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ Δ/ΡΙΟΥ ΑΡ. 129/2018, 14/2/2024]. Η αποδοχή θα πρέπει να είναι σαφής και ξεκάθαρη και χωρίς αμφισβητούμενη συμπεριφορά, ώστε να συνάγεται σαφώς ότι υπήρξε πρόθεση αποδοχής της διοικητικής πράξης ή απόφασης [βλ. TOMBOLI ν. CYTA (1982) 3 CLR 149].
Στο σημείο αυτό παραθέτω αυτούσιο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση SPYROS A. MYRIANTHIS ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS AND ANOTHER) (1977) 3 CLR 165, στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:
«It is well established, by now, in the administrative law of Cyprus, on the basis of relevant principles which have been expounded in Greece in relation to a legislative provision there (section 48 of Law 3713/1928) which corresponds to our Article 146.2 above, that a person, who, expressly or impliedly, accepts an act or decision of the administration, is deprived, because of such acceptance, of a legitimate interest entitling him to make an administrative recourse for the annulment of such act or decision […].
It is quite clear that in order that the acceptance of an administrative act or decision should deprive someone of the right to challenge it by an administrative recourse for annulment such acceptance should take place unreservedly and freely and not because of fear of adverse consequences otherwise […].».
Αντίστοιχα, στην απόφαση στην υπόθεση PAPADOPOULOU & ANOTHER ν. C.B.C. (1987) 3 CLR 1685, αναφέρθηκαν τα εξής:
«For more than 20 years this Court repeatedly held that voluntary and unreserved acceptance of an administrative act or decision deprives the person concerned of a legitimate interest entitling him to file a recourse for an annulment under Article 146.2 of the Constitution. The acceptance may be expressed or implied. It must be free and voluntary, which it is not if it has been brought about by pressure of the prejudicial consequences of non-acceptance.».
Σχετικό επί του θέματος είναι και τα πιο κάτω αποσπάσματα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 2, 16η έκδοση (2022) του Επ. Σπηλιωτόπουλου, στις παρ. 457 και 458, σελ. 105 και 106:
«457. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία: α) κατά την έκδοση προσβαλλόμενης πράξης (ΣΕ 4964/2012), β) κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, δηλαδή κατά την κατάθεσή της και γ) κατά την τελευταία συζήτησή της. Το έννομο συμφέρον μπορεί να μην δημιουργηθεί ή μπορεί να εκλείψει μετά τη δημιουργία του για λόγους υποκειμενικούς, που αφορούν τον αιτούντα ή αντικειμενικούς. Έτσι, η δημιουργία έννομου συμφέροντος εμποδίζεται, αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι θετική και εκδόθηκε μετά από αίτηση του προσώπου που ασκεί την αίτηση ακυρώσεως ή προκλήθηκε από αυτό, ή εάν ο αιτών έδωσε κατά οποιοδήποτε τρόπο την συναίνεσή του για την έκδοση της πράξης (ΣΕ 2356/1964, 2468/2009).
458. Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει από αντικειμενικούς λόγους και η δίκη καθίσταται άνευ αντικειμένου, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), όπως όταν ο αιτών έχασε, μετά την έκδοση της πράξης, την ιδιότητα με την οποία είχε υποστεί τη βλάβη (ΣΕ 1757/2005), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (Δ/γμα 18/1989, άρθρο 29). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της όπως π.χ. είναι η ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης και ειδικότερα η υποβολή προσφορών σε διαγωνισμό δημοσίων έργων χωρίς επιφύλαξη για τη νομιμότητα της διακήρυξης. Η αποδοχή πρέπει i) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη, ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528/1976, 4071/1990) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες (ΣΕ 1568/1960) και iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (ΣΕ 2087/1970) ή, όταν δεν είναι ρητή να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως δεν υποδηλώνει αποδοχή της πράξης. Επίσης, το έννομο συμφέρον παύει να υπάρχει, εάν απωλέσθηκε η ιδιότητα υπό την οποίαν δημιουργείται βλάβη από την πράξη (ΣΕ 280/1996) εκτός αν επικαλείται τυχόν δυσμενείς συνέπειες σε βάρος της από τη προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ4888/021, ΣΕ 1792/2014)» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Υπό το φως των πιο πάνω, είναι σαφές ότι προέχει η εξέταση του κατά πόσον υφίσταται το απαιτούμενο έννομο συμφέρον της Αιτήτριας προς την περαιτέρω προώθηση της υπό κρίση προσφυγής της.
Εξετάζοντας τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου με αριθμό F19-01601 του Τμήματος Μετανάστευσης που κατατέθηκε ως Τεκμήριο Β, παρατηρώ ότι εντοπίζεται ως ερυθρό 121, επιστολή που αφορά την Αιτήτρια, που φέρει ημερομηνία 15/01/2024, υπογράφεται από την αστυφύλακα Ν.Τ.[9] δια Υπ/νο Υπηρεσίας Αλλοδαπών Πάφου απευθυνόμενη προς την Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού & Μετανάστευσης (μέσω διοικητή ΥΑ&Μ) και στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«[…]
2. Στις 15/01/24 η αλλοδαπή ενημερώθηκε για το πρόγραμμα παροχής οικονομικών κινήτρων και σε προσωπική συνέντευξη που έγινε, ζήτησε όπως ενταχθεί στο εν λόγω πρόγραμμα και το συντομότερο δυνατό αναχωρήσει από την Κύπρο αφού της παραχωρηθεί χρηματικό ποσό.
3. Σύμφωνα με ηλεκτρονική αλληλογραφία που απεστάλη από το ΤΑΠΜ στις 09/09/21 αναφορικά με το Πρόγραμμα για τις Εθελούσιες Επιστροφές και τις οδηγίες του Υπουργού Εσωτερικών για την παροχή χρηματικών κινήτρων με βάση την κατηγοριοποίηση των τρίτων χωρών, γίνεται εισήγηση όπως δοθεί στην αλλοδαπή το ποσό των 750 ευρώ. Η επιταγή να εκδοθεί για το ποσό των 755 ευρώ καθότι η τράπεζα χρεώνει 5 ευρώ για την εξαργύρωση της.
4. Παρακαλώ όπως δοθούν οδηγίες κατά πόσον το αίτημα της αλλοδαπής θα γίνει δεκτό, και της δοθεί το πιο πάνω χρηματικό ποσό.».
Στις 15/01/2024, ως επιβεβαιώνεται από το ερυθρό 121, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού & Μετανάστευσης ενέκρινε το ποσό των 750 ευρώ, ως κίνητρο επαναπατρισμού, καθώς και το ποσό των 5 ευρώ, για τα τραπεζικά έξοδα και επιπρόσθετα όπως τα στοιχεία της Αιτήτριας τοποθετηθούν στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων (stop list).
Επιπρόσθετα, στον εν λόγω διοικητικό φάκελο εντοπίζεται έγγραφο που φέρει τον τίτλο «Assisted Voluntary Returns Programme for Third Country Nationals», το οποίο σημειώνεται ως ερυθρό 120 του διοικητικού φακέλου. Από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου που φέρει ημερομηνία 15/01/2024 και φαίνεται να υπογράφεται από την Αιτήτρια, προκύπτει πως η Αιτήτρια επιβεβαιώνει ότι έχει ενημερωθεί αναφορικά με το πρόγραμμα υποβοηθούμενων εθελούσιων επιστροφών και ότι προβαίνει σε σχετική δήλωση ότι επιθυμεί να ενταχθεί σε αυτό. Τονίζω στο σημείο αυτό, ότι η Αιτήτρια, ως δήλωσε και στην επισυνημμένη στην αίτηση ακυρώσεως ένορκη της δήλωση, γνωρίζει και κατανοεί την αγγλική γλώσσα, ως εκ τούτου δεν μπορεί να συναχθεί ότι δεν κατανοούσε το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο ήταν καταγεγραμμένο στην αγγλική γλώσσα και το οποίο υπέγραψε.
Πέραν τούτου, εντοπίζεται επιπρόσθετα έγγραφο που φέρει τον τίτλο «ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΟΣΟΥ ΓΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ», το οποίο σημειώνεται ως ερυθρό 112 του εν λόγω διοικητικού φακέλου. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, στην παρουσία μάρτυρα, αρμόδιος λειτουργός υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση για την παράδοση στις 15/03/2024 στην Αιτήτρια του εγκριθέντος χρηματικού ποσού, η οποία υπέγραψε αντίστοιχη υπεύθυνη δήλωση για την παραλαβή του χρηματικού ποσού την ίδια ημέρα.
Στον εν λόγω δοικητικό φάκελο εντοπίζονται επιπρόσθετα έγγραφα της αστυνομίας τα οποία υποδεικνύουν ότι η Αιτήτρια αναχώρησε από την Κυπριακή Δημοκρατία στις 15/03/2024 (βλ. ερυθρά 110 και 111 του διοικητικού φακέλου με αριθμό F19-01601 του Τμήματος Μετανάστευσης που κατατέθηκε ως Τεκμήριο Β).
Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η αναχώρηση της τελευταίας από την Κυπριακή Δημοκρατία δεν ήταν οικειοθελής δια το λόγο ότι απελάθηκε δια της βίας στη χώρα καταγωγής της, αφού αποσπάστηκε προηγουμένως η υπογραφή της με τη βία και με δόλιο τρόπο, αναφέρω τα ακόλουθα:
Καταρχάς, οι φωτογραφίες που επισυνάπτονται στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου Αιτήτριας οι οποίες σύμφωνα με τα λεγόμενά της αποδεικνύουν ότι η Αιτήτρια φέρει σημάδια κακοποίησης, όπως επίσης και οι ηλεκτρονικές αλληλογραφίες από το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει ότι υπάρχουν καταγγελίες στην Επίτροπο Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, δεν έχουν προσκομιστεί με τον ορθό δικονομικό τρόπο, καθώς έχει πολλάκις νομολογηθεί, ότι η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας [βλ. Χριστάκη Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275, Υπ. Αρ. 1061/94, Μαρία Νικολάου v. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2015), Υπ. Αρ. 1091/2012, ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013), 3 Α.Α.Δ. 12/04/2013].
Παρατηρώ επίσης ότι κατά την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής, δεν υποβλήθηκε δια μέσω της συνηγόρου της οποιοδήποτε αίτημα για την προσαγωγή σχετικής μαρτυρίας και ως εκ τούτου εν τη απουσία προσκόμισης μέσω του ορθού δικονομικού διαβήματος σχετικής μαρτυρίας προς απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού, τα όσα αναφέρονται από πλευράς της συνηγόρου της Αιτήτριας ως προς την αμφισβήτηση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για την αναχώρηση της από την Κυπριακή Δημοκρατία και ο ισχυρισμός περί εξαναγκασμού της σε υπογραφή της δήλωσης επιστροφής και επαναπατρισμού της, παραμένουν ατεκμηρίωτα και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά.
Πέραν τούτου, άλλωστε, σημειώνεται ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε μέσω της συνηγόρου της να υποβάλει αίτημα να δώσει μαρτυρία με άλλον τρόπο εφόσον βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας, ιδιαίτερα στη βάση και υπό το φως των προνοιών του περί Αποδείξεως Νόμου (ΚΕΦ.9). Τούτων λεχθέντων, εν τη απουσία σχετικής μαρτυρίας προς απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού, αυτός δεν τυγχάνει αποδοχής από πλευράς μου και απορρίπτεται.
Εκ των ανωτέρω προκύπτει λοιπόν ότι, ενόσω εκκρεμούσε η υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια κατόπιν σχετικής ενημέρωσης που είχε λάβει, αποφάσισε ελεύθερα, ανεπιφύλακτα και οικειοθελώς να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία και να επαναπατριστεί, όπως υποδεικνύουν άλλωστε και οι σχετικές δηλώσεις που υπέγραψε προς το σκοπό αυτό και εισπράττοντας, στα πλαίσια ένταξής της στο σχετικό πρόγραμμα υποβοηθούμενων εθελούσιων επιστροφών, το σχετικό χρηματικό ποσό. Δεδομένης της οικειοθελούς αναχώρησης και επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αποστερείται του απαιτούμενου έννομο συμφέροντος να ασκεί και να προωθεί την υπό κρίση προσφυγή δια της οποίας επιζητείται η ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, που χρονικά προηγήθηκε, για απόρριψη της αίτησής της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Αδιαμφισβήτητα η εν λόγω συμπεριφορά της Αιτήτριας, μέσω της εκ των υστέρων μεταβολής της στάσης της και της από μέρους της οικειοθελούς αναχώρησης της από την Κυπριακή Δημοκρατία και του εθελούσιου επαναπατρισμού της κατόπιν ένταξής της στο σχετικό πρόγραμμα, αντίκειται στο δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, το οποίο, ως έχει νομολογηθεί σε πληθώρα ημεδαπών αποφάσεων, επιφέρει την εξάλειψη του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος ενός αιτητή προς προώθηση της προσφυγής του [Βλ. Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 884, Kυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345, Kυπριακή Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 ΑΑΔ 406, Κρασίδου Περσεφόνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 571]. Περαιτέρω, ως έχει νομολογηθεί, όχι μόνον η προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται μετ΄ εννόμου συμφέροντος για να είναι παραδεκτοί [βλ. Αντώνη Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 ΑΑΔ 339, ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΤΤΙΜΕΡΗ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, 22/11/2023].
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης και της διαπίστωσής μου περί εξάλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της Αιτήτριας, αναφέρω ότι δεν εγείρεται στην παρούσα ζήτημα ζημιογόνου καταλοίπου από την προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να θεωρηθεί ότι η δίκη δεν χάνει το αντικείμενό της. Ειδικότερα, εν προκειμένω, σε κανένα σημείο δεν εντοπίζεται καμία αναφορά, ούτε για πρόκληση ζημίας, αλλά ούτε καν για πιθανολόγηση τέτοιας ζημίας από την επίδικη απόφαση, ως επιτάσσει η σχετική νομολογία επί του ζητήματος [βλ. FBME Bank Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 761, Παναγιώτου κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας, Υποθ. Αρ. 1106/2011, ημερ. 15.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D28 και Γιώργος Νεοκλέους κ.α ν. Δήμου Αγλαντζιάς κ.α., Υποθ. Αρ. 1183/2011, ημερ. 29.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:D717].
Παραθέτω αμέσως πιο κάτω αυτούσιο απόσπασμα το οποίο είναι άμεσα σχετικό με το εν λόγω ζήτημα, από την απόφαση στην Γιώργος Νεοκλέους κ.α ν. Δήμου Αγλαντζιάς κ.α., Υποθ. Αρ. 1183/2011, ημερ. 29.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:D717, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
«Δεδομένο είναι στην υπό κρίση υπόθεση ότι καμιά απολύτως αναφορά δεν γίνεται στην αίτηση ακυρώσεως περί ύπαρξης ζημιών είτε ως βέβαιο απότοκο της προσβαλλόμενης πράξης, είτε ως πιθανολόγηση, έστω εκ πρώτης όψεως. Υπάρχει νομολογία που επιβάλλει την ένθεση του ζητήματος της πιθανολόγησης έστω της ζημιάς στους λόγους ακυρώσεως, (FBME Bank Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 761 και Χριστίνας Παναγιώτου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 1106/2011, ημερ. 15.1.2014), ECLI:CY:AD:2014:D28, ECLI:CY:AD:2014:D28. Η πιθανολόγηση αυτή, όπως έχει υποδειχθεί, δεν πρέπει να είναι θεωρητική, ώστε απλή και μόνο επίκληση της να είναι αρκετή για να θεμελιώσει έννομο συμφέρον συνέχισης της προσφυγής παρά την εξάλειψη του αντικειμένου της (Nasser Farouk Ali Abdel Wahad v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 622). Άλλως θα ήταν πολύ απλό να προωθείται η εισήγηση με απλές και αστήρικτες εικασίες, σπαταλώντας έτσι πολύτιμο Δικαστικό χρόνο, αλλά και προκαλώντας αχρείαστη ταλαιπωρία και έξοδα στους διαδίκους.».
Υπό το φως των ανωτέρω διαπιστώσεων, καταλήγω ότι το αντικείμενο της παρούσας έχει εκλείψει και η Αιτήτρια έχει απωλέσει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς συνέχιση της προσφυγής της. Η εν λόγω διαπίστωση μου είναι καταλυτική και επισφραγίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, η οποία αναπόφευκτα, υπόκειται σε απόρριψη και ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση των λοιπών ζητημάτων που έχουν εγερθεί.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €500 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Το όνομα του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.
[2] Νίκος Χρ. Χαραλάμπους, ‘Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, Τρίτη έκδοση (συμπληρωμένη και αναθεωρημένη)’, 3η έκδοση, Λευκωσία, 2016, σελ. 129
[3] Κώστας Παρασκευά, ‘Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο’, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2020, σελ. 140-141
[4] Ε. Σπηλιωτόπουλος, ‘Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου’, Τόμος 2, Νομική Βιβλιοθήκη, 13η Έκδοση, 2010, σελ. 82-83
[5] Κώστας Παρασκευά, ‘Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο’, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2020, σελ. 146
[6] Κώστας Παρασκευά, ‘Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο’, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2020, σελ. 146· Χ. Χρυσανθάκης, ‘Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου’, Νομική Βιβλιοθήκη, 3η Έκδοση, 2021, σελ. 99
[7] Κώστας Παρασκευά, ‘Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο’, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2020, σελ. 146
[8] Ε. Σπηλιωτόπουλος, ‘Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου’, Τόμος 2, Νομική Βιβλιοθήκη, 13η Έκδοση, 2010, σελ. 85
[9] Το όνομα της αστυφύλακα παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο