
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Νομική Αρωγή Αρ. 62/24
17 Μαρτίου 2025
[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2002 ΜΕΧΡΙ 2019
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:
M.M.G.
Αιτήτρια
......................
Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά
Νικόλας Κουρσάρος (κος) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
(Κώστας Σφέτσος (κος), για μετάφραση από Λινγκάλα στα Ελληνικά και αντίστροφα)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια, με την αίτησή της ημερομηνίας 04/04/2024, αιτείται την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, προκειμένου να χειριστεί την προσφυγή που έχει ήδη καταχωρίσει, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, εναντίον της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 06/03/2024, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν την ίδια ημέρα και με την οποία απορρίπτεται η αίτησή της για τη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από το γραπτό σημείωμα που καταχώρισε η ευπαίδευτη συνήγορος που εμφανίζεται για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και από τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτό, έχουν ως ακολούθως:
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ») και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 22/05/2023, αφού εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 14/11/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 26/01/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, σχετικά την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας αυθημερόν ήτοι στις 31/01/2024. Στην συνέχεια η Υπηρεσία Ασύλου ήτοι στις 06/03/2024 εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το αίτημα του, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια την ίδια ημέρα. Στις 05/04/2024 η Αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή υπ’ αριθμό. 1175/2024 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Στις 04/04/2024 καταχωρήθηκε η παρούσα υπό εξέταση αίτηση για παροχή νομικής αρωγής υπ΄ αριθμό 62/2024.
Νομικό Πλαίσιο
Η παρούσα αίτηση στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002 και συγκεκριμένα στις διατάξεις του άρθρου 6Β(2)(α) και 6Β(2)(ββ) του σχετικού Νόμου, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα:
«6Β.(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος - (α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο και
(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:
Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση της Αιτήτριας διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»
Σε περιπτώσεις ως η παρούσα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το δικαίωμα της Αιτήτριας να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη, όμως το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιον του χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας.
Κατά την εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς βεβαίως να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που καταχώρησε η Αιτήτρια. Το αποτέλεσμα δε της παρούσας δεν επηρεάζει κατ' ουδένα λόγο την τελική έκβαση της προσφυγής της (βλέπε μεταξύ άλλων Durgo Man ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 278/09, ημ. 15/07/2009, καθώς και Baghour και Roud Gad, υπόθ. αρ.7/11 και 8/11, ημ.28/03/2011 ).
Ιδιαίτερα σχετικό με την φύση της παρούσας διαδικασίας είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση επί της Αιτήσεως από KAUR, Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 17/2019, ημ.27/02/19, όπου ο τότε Δικαστής Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Ναθαναήλ ανέφερε ότι «Η περί Νομικής Αρωγής νομοθεσία θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως τόσο της φιλοσοφίας αυτής, όσο και υπό το φως των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου και τη νομοθεσία περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης.». Λαμβάνεται υπόψη δε ότι το Δικαστήριο τούτο έχει εξουσία να εξετάσει τυχόν προσφυγή κατά απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και επί της ουσίας και από τούδε και στο εξής (ex nunc) και όχι μόνο επί της νομιμότητας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρ. 11 (5) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, το παρόν Δικαστήριο «[...] λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.»
Στην απόφαση επί της αιτήσεως Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SΙNGH KHUSHWANT του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Λιάτσου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
« Κατ' ακολουθία του άρθρου 6Β(2) του Νόμου, παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή ασύλου, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, μεταξύ άλλων, κατά δυσμενούς απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων επί διοικητικής προσφυγής, την οποία η Αιτήτρια ασύλου άσκησε ενώπιον της, και η οποία προσφυγή αφορούσε δυσμενή απόφαση.
Πρέπει να συνυπάρχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το πιο πάνω άρθρο του Νόμου, προκειμένου να γίνει αποδεκτό αίτημα για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, μεταξύ των οποίων, η πιθανότητα να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας εκδίκασης της προσφυγής. Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι η Αιτήτρια δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματος του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου. Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.
Το όλο ζήτημα, στην προσπάθεια του Δικαστηρίου να καταλήξει στη βασιμότητα αιτήματος παροχής νομικής αρωγής, εξετάζεται στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον, βεβαίως, δεν έχει καταχωρηθεί ακόμη προσφυγή, θα πρέπει να εξεταστεί στη βάση της ίδιας της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερομηνίας 31/10/2013, η οποία βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου και, έχοντας πάντα κατά νου τις νομικές αρχές που καλύπτουν το ζήτημα και τις τοποθετήσεις των δύο πλευρών. Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης. Η λέξη «πιθανό» που χρησιμοποιείται στην υποπαράγραφο (ββ) του άρθρου 6Β του Νόμου, αντικρίζεται σε αποκλειστική συνάρτηση προς τα διαλαμβανόμενα στο διοικητικό δίκαιο και υπό το φως του αντικειμένου μιας προσφυγής, η εξέταση της οποίας δεν οδηγεί σε απόφαση επί της ουσίας, αλλά αναθεωρείται μόνο η διοικητική πράξη, σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, χωρίς να εκτείνεται στην υποκατάσταση της διοικητικής απόφασης. Όπως έχει τονιστεί στην Υπόθεση Αρ. Αίτησης νομικής Αρωγής 12/2010, Mohammad Ismail ημερομηνίας 13/5/2010: «με άλλα λόγια, για να είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση' θα πρέπει από μια πρώτη θεώρηση της προσφυγής, με αναφορά στα γεγονότα και το νομικό υπόβαθρό της, να διαφαίνεται η ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων εκ των λόγων για τους οποίους το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δικαιούται να ακυρώσει διοικητική πράξη.» Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιον του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή»
Στην Αιτήτρια παραδόθηκε το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα, της δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμεί, και της εξηγήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία επί αιτήσεως ως η παρούσα.
Κατά την διάρκεια της συνέντευξης της η Αιτήτρια επικαλέστηκε φόβο δίωξης από τον ετεροθαλή αδελφό της εξαιτίας κτηματικών διαφορών. Ειδικότερα κατά την διάρκεια της συνέντευξης της η Αιτήτρια ανέφερε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα της η μητέρα της αποφάσισε να παντρευτεί κάποιον άλλο άντρα ο οποίος είχε δύο γιούς. Αυτή η νέα οικογένεια αποφάσισε να πουλήσει το πατρικό της, κάτι που η ίδια και η αδελφή της δεν συμφωνούσαν. Εξ αιτίας αυτού ξεκίνησε να δέχεται απειλές καθώς επίσης και επιθέσεις όπου μια από αυτές της προκάλεσε ζημία στο πόδι της και αντιμετωπίζει δυσκολία στο περπάτημα της.
Ο αρμόδιος λειτουργός, στην Εισηγητική Έκθεση, διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν που αφορούσε τα στοιχεία ταυτότητας, το γενικό προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, και έναν δεύτερο σχετικά με τις ισχυριζόμενες απειλές από τα ετεροθαλή αδέλφια της.
Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Αντίθετα, ο δεύτερος, που αφορούσε τις απειλές από τον ετεροθαλή αδελφό της λόγω κτηματικών διαφορών, απορρίφθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος.
Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε αντικρουόμενες δηλώσεις σχετικά με τη διαμάχη για την περιουσία. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι η διαμάχη για την κτηματική διαφορά ξεκίνησε μετά τον θάνατο του πατέρα της τον Μάιο του 2021. Ωστόσο, ενώ ανακάλυψε τον Οκτώβριο του 2021 ότι το ακίνητο είχε πωληθεί, δήλωσε ότι ο ετεροθαλής αδελφός της την ακολούθησε στις κατεχόμενες περιοχές για να τη δει τον Μάρτιο του 2023. Η χρονική αυτή απόσταση μεταξύ των γεγονότων δημιουργεί ερωτήματα, καθώς δεν υπάρχει εύλογη εξήγηση για την καθυστέρηση της συνάντησης αυτής. Επιπλέον, η Αιτήρτρια δεν παρείχε πειστικές λεπτομέρειες που να δικαιολογούν την τόσο μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ της αρχικής ανακάλυψης και της συνάντησής τους, γεγονός που πλήττει την αξιοπιστία της. Κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού, η έλλειψη συγκεκριμένης εξήγησης και η καθυστέρηση στην αναφορά του περιστατικού ενισχύουν την εντύπωση ότι το γεγονός ενδέχεται να έχει διογκωθεί ή να μην είναι ακριβές.
Επιπλέον παρά τους ισχυρισμούς της ότι δεχόταν απειλές και επιθέσεις από τον ετεροθαλή αδελφό της στις κατεχόμενες περιοχές, η Αιτήτρια δεν απευθύνθηκε στις τοπικές αρχές για βοήθεια. Η παράλειψη αυτή κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού δεν συνάδει με τη σοβαρότητα των καταγγελιών της, καθώς ένα άτομο που αισθάνεται ότι απειλείται σοβαρά, ιδίως για τη σωματική του ακεραιότητα, θα προσπαθούσε να βρει προστασία μέσω των αρμόδιων αρχών.
Ακόμη η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν ζούσε μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό της. Ωστόσο, όταν κλήθηκε να προσδιορίσει πόσο διάστημα έμεναν στο ίδιο σπίτι, υποστήριξε ότι συγκατοικούσαν για έναν μήνα. Οι δύο αυτές δηλώσεις βρίσκονται σε αντίφαση μεταξύ τους, καθώς είτε συγκατοικούσαν είτε όχι. Αυτή η έλλειψη σαφήνειας εγείρει αμφιβολίες για την ακρίβεια των λεγομένων της και ενισχύει την εικόνα μιας μη αξιόπιστης αφήγησης.
Περαιτέρω η Αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες για ένα περιστατικό που αφορά μια συνάντηση με τον ετεροθαλή αδελφό της. Ισχυρίστηκε ότι μετά από μία εγχείρηση που είχε κάνει ο αδελφός της, εκείνος ήταν σε καλύτερη κατάσταση μέχρι τη στιγμή που της επιτέθηκε. Ωστόσο, η αφήγησή της δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες λεπτομέρειες για το πού και πώς έγινε η επίθεση, ούτε παρέχει ακριβή περιγραφή του γεγονότος. Η έλλειψη σαφούς περιγραφής υπονομεύει την αξιοπιστία του ισχυρισμού της, καθώς συνήθως, όταν ένα άτομο είναι θύμα επίθεσης, μπορεί να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για το συμβάν. Κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού, η αοριστία στην αφήγηση υποδηλώνει αδυναμία στοιχειοθέτησης του ισχυρισμού της και θέτει υπό αμφισβήτηση την ακρίβεια των λεγομένων της.
Τέλος, η Αιτήτρια παρέμεινε ασαφής σχετικά με τις απειλές που δεχόταν. Σε σχετική ερώτηση, απάντησε ότι τις περισσότερες φορές ο ετεροθαλής αδελφός της προσπαθούσε να την ρίξει κάτω. Αυτή η δήλωση είναι γενικόλογη και δεν περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τις συνθήκες, τη διάρκεια ή τη φύση αυτών των περιστατικών. Η έλλειψη συγκεκριμένων στοιχείων καθιστά τον ισχυρισμό της αόριστο και μη πειστικό. Επιπλέον, δεν παρείχε καμία πρόσθετη πληροφορία που να ενισχύει τον ισχυρισμό της ότι οι ενέργειες του αδελφού της αποτελούσαν σοβαρή και συστηματική απειλή για την ασφάλειά της. Κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού, η απουσία συγκεκριμένων περιγραφών και η γενικόλογη διατύπωση μειώνουν περαιτέρω την αξιοπιστία των ισχυρισμών της.
Γενικότερα, o Λειτουργός έκρινε ότι η αξιοπιστία της Αιτήτριας κλονίζεται από τις αντιφάσεις, τις ασάφειες και την έλλειψη επαρκών εξηγήσεων σε κρίσιμα σημεία της υπόθεσής της. Οι δηλώσεις της παρουσιάζουν ασυνέπεια τόσο σε χρονικό όσο και σε πραγματολογικό επίπεδο, γεγονός που καθιστά δύσκολο να γίνουν δεκτές χωρίς επιφυλάξεις. Η αδυναμία της να παρέχει λογικές και συνεπείς απαντήσεις στα ερωτήματα που της τέθηκαν ενισχύει την εντύπωση ότι τα γεγονότα που περιγράφει είτε δεν συνέβησαν όπως τα ισχυρίζεται είτε έχουν υποστεί διαστρέβλωση. Κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού, τα στοιχεία που παρατίθενται δεν συνθέτουν μια συνεκτική και αξιόπιστη αφήγηση, ενώ οι ασάφειες και οι αντιφάσεις που προκύπτουν δεν επιτρέπουν την πλήρη τεκμηρίωση των ισχυρισμών της. (βλ. ερ 71, σημείωμα γενικού εισαγγελέα)
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός έλαβε υπόψη ότι η Αιτήτρια δεν παρέδωσε οποιοδήποτε στοιχείο ή και έγγραφο προς υποστήριξη των ισχυρισμών της. Επίσης οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αφορούν προσωπικά της βιώματα και είναι εγγενώς υποκειμενικά ώστε δεν υπάρχουν εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενα της. Επιπλέον έκριναν ότι η Αιτήτριας δεν ήταν ικανή να παρέχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες ώστε να τεκμηριώσει τον ισχυριζόμενο φόβο απειλής από την οικογένεια του θύματος απορρίπτοντας τον εν λόγω ισχυρισμό
Εν συνεχεία, ο λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των αποδεδειγμένων ουσιωδών στοιχείων, ήτοι της ταυτότητας, της χώρας καταγωγής και των προσωπικών στοιχείων/προφίλ της Αιτήτριας. Μετά από εξειδικευμένη εξέταση του αιτήματος της και δεδομένου ότι δεν διαπιστώθηκε πως η Αιτήτρια είχε υποστεί στη χώρα καταγωγής της οποιαδήποτε μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβης, κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται πως, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, τη ΛΔΚ, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Ως προς τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έλαβε υπόψη τα ζητήματα υγείας της. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, εντοπίστηκαν στοιχεία που υποδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών κινητικών προβλημάτων στην Αιτήτρια. ειδικότερα, κατά την άφιξή της στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Πουρνάρα, διαπιστώθηκε ότι η Αιτήτρια είχε κινητικά προβλήματα. Σημειώθηκε, ωστόσο, ότι η Αιτήτρια δεν προσκόμισε κανένα περαιτέρω ιατρικό πιστοποιητικό που να επιβεβαιώνει το πρόβλημα υγείας της. Εξάλλου, όπως η ίδια ανέφερε, δεν πραγματοποιεί πλέον επισκέψεις σε ιατρούς, παρόλο που της συστήθηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για τη βελτίωση της κατάστασής της (βλ. ερ. 39 δ.φ.). Σημειώνεται, παράλληλα, ότι, όπως η ίδια ανέφερε, έλαβε ιατρική περίθαλψη, αφού υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση το 2021 στο Κονγκό (βλ. ερ. 38 Χ1-Χ4).
Ο αρμόδιος λειτουργός στη συνέχεια ανέτρεξε σε πηγές πληροφόρησης για τη διερεύνηση των ιδιαίτερων περιστάσεων της Αιτήτριας, καταλήγοντας στα ακόλουθα ευρήματα:
Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) επικρατούν δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, με έλλειψη πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες, όπως καταφύγια, συμβουλευτική και ιατρική περίθαλψη για τους επιζώντες σεξουαλικής και έμφυλης βίας. Υπογραμμίζεται ότι η ανεπαρκής γεωγραφική κατανομή των υγειονομικών κέντρων και το υψηλό κόστος της υγειονομικής περίθαλψης εμποδίζουν τις γυναίκες να λάβουν την απαιτούμενη ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη.
Η έκθεση της Κίνησης Επιζώντων καταγράφει την απουσία κρατικής υποστήριξης και τη δυσκολία εύρεσης πληροφοριών για τις διαθέσιμες υπηρεσίες αποκατάστασης. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στη βελτίωση της υγειονομικής κατάστασης της χώρας χάρη στη συνεργασία με διεθνείς εταίρους. Η χώρα έχει καταφέρει να εξαλείψει την πολιομυελίτιδα, γεγονός που θεωρείται σημαντικό επίτευγμα.
Το πρόγραμμα υγείας της USAID αποτελεί βασικό πυλώνα της υγειονομικής στρατηγικής των ΗΠΑ στη ΛΔΚ, προσφέροντας πρωτοβάθμια φροντίδα σε 1.793 εγκαταστάσεις και 78 υγειονομικές ζώνες, εξυπηρετώντας πάνω από 12 εκατομμύρια ανθρώπους σε επτά επαρχίες. Επιπλέον, παρέχονται υπηρεσίες για την ελονοσία και το HIV/AIDS μέσω υγειονομικών ζωνών στην Κινσάσα και την Κατάνγκα, ενισχύοντας το εύθραυστο υγειονομικό σύστημα της χώρας.
Ελήφθησαν, επίσης, υπόψη δικαστικές αποφάσεις σε θέματα που αφορούν ιατρικές καταστάσεις αιτούντων διεθνής προστασίας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. υπόθεση C-69/21) αποκλείει την έκδοση απόφασης επιστροφής για έναν παράνομα διαμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας που πάσχει από σοβαρή ασθένεια, όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι η επιστροφή θα εκθέσει το άτομο σε πραγματικό κίνδυνο ταχείας, σημαντικής και μόνιμης αύξησης της έντασης του πόνου που προκαλεί η ασθένεια, κάτι που θα ήταν αντίθετο με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές και μη αναστρέψιμες ψυχολογικές συνέπειες ή ακόμα και να οδηγήσει το άτομο σε αυτοκτονία.
Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός συνεκτίμησε τόσο τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας – δηλαδή ότι είναι ενήλικη, μορφωμένη και έχει συγγενείς πρώτου βαθμού στη χώρα καταγωγής της – όσο και τις πληροφορίες που παρείχε η ίδια. Επιπρόσθετα, έλαβε υπόψη ότι, όπως ανέφερε η Αιτήτρια, τα ιατρικά προβλήματα που αντιμετωπίζει προϋπήρχαν ήδη από την περίοδο που βρισκόταν στη χώρα καταγωγής της, όπου έλαβε ιατρική περίθαλψη και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση το 2021. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια δεν ανήκει σε κάποια ευάλωτη ομάδα και ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, θα μπορεί να έχει κατάλληλη ιατρική περίθαλψη ή θεραπεία, όπως συνέβη και στο παρελθόν.
Ως εκ τούτου, κατέληξε ότι, βάσει των ουσιωδών πραγματικών στοιχείων που αξιολογήθηκαν, δεν προκύπτουν βάσιμοι λόγοι δίωξης ή σοβαρής βλάβης, ούτε εντοπίζεται φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Οι προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας που αφορούν την κατάσταση της υγείας της δεν σχετίζονται με ενεστώτα φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν στοιχειοθετείται φόβος δίωξης λόγω εθνικότητας, φυλής, θρησκείας, συμμετοχής σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων, όπως περιγράφονται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο εδάφιο (δ) του άρθρου 2 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Όσον αφορά τη δυνατότητα χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης αποκλειστικά και μόνο λόγω της παρουσίας της στην πόλη Κινσάσα, όπου είχε τη συνήθη διαμονή της. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, δεν παρατηρούνται στην πόλη συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, που θα δικαιολογούσαν τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγήθηκε, μέσω του Γραπτού της Σημειώματος, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Περί Νομικής Αρωγής Νόμος για την παραχώρηση του ευεργετήματος της νομικής αρωγής στην Αιτήτρια.
Στην Αιτήτρια μεταφράστηκε το Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η Αιτήτρια προέβη σε επανάληψη των ισχυρισμών της, όπως τους είχε καταγράψει στην αίτησή της, ήτοι ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω απειλών από τον αδελφό της, οι οποίες σχετίζονται με κτηματικές διαφορές.
Έχω μελετήσει προσεκτικά το Γραπτό Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα, τη συνέντευξη της Αιτήτριας ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού, την εισηγητική έκθεση του λειτουργού, την απόφαση του Προϊσταμένου και, γενικά, το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου.
Από τα δεδομένα που έχω ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι, εκ πρώτης όψεως, η Αιτήτρια πράγματι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της, και κρίνεται ως ορθή η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου. Η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι συντρέχουν στο πρόσωπό της τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία δικαιολογημένου φόβου δίωξης, και το συμπέρασμα αυτό υπήρξε καθοριστικό για την έκβαση του αιτήματός της (Jafar Kalash v Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων κ.α., Υποθ. 626/2010, 08/10/2013).
Οι ισχυρισμοί της, όπως διαφαίνεται και από την έκθεση-εισήγηση που ετοίμασε ο αρμόδιος λειτουργός, έτυχαν ενδελεχούς εξέτασης από την Υπηρεσία Ασύλου, τόσο στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας/συνοχής τους όσο και στη βάση της εξωτερικής αξιοπιστίας. Ωστόσο, κρίθηκαν αναξιόπιστοι, καθώς δεν παρουσίαζαν τις λογικά αναμενόμενες λεπτομέρειες, τη σαφήνεια και τη συνοχή που θα επέτρεπαν στην Αιτήτρια να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας.
Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, όπως διαφαίνεται και από την έκθεση-εισήγηση που ετοίμασε ο αρμόδιος λειτουργός, ορθώς σχηματίστηκαν και αποτυπώθηκαν εκ πρώτης όψεως, ενώ έτυχαν ενδελεχούς αξιολόγησης από την Υπηρεσία Ασύλου με βάση τους δείκτες αξιοπιστίας[1] ενώ ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών, λήφθηκαν υπόψη αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Περαιτέρω, διακρίνω από το πρακτικό της συνέντευξης ότι, εκ πρώτης όψεως, τέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό επαρκείς ερωτήσεις, τόσο ανοικτού όσο και κλειστού τύπου, προκειμένου η Αιτήτρια να αναπτύξει τον πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία. Επιπλέον, δεν προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου ότι ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση στην Αιτήτρια. Μετά το τέλος της συνέντευξης, ο αρμόδιος λειτουργός, ο μεταφραστής και η Αιτήτρια υπέγραψαν δεόντως τα πρακτικά της συνέντευξης.
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της αναθεωρητικής έφεσης Mohammad Amiri v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων κ.α. (2009) 3 ΑΑΔ 358 λέχθηκε ότι «[α]πό τη στιγμή που ο εφεσείων κρίθηκε ως αναξιόπιστος δεν είχε νόημα η εφαρμογή της παραγράφου 196 του Εγχειριδίου για τους αιτητές πολιτικού ασύλου. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας παρέχεται στον αιτούντα όταν δεν είναι σε θέση να τεκμηριώσει τους κατά τα άλλα βάσιμους και αξιόπιστα προβαλλόμενους ισχυρισμούς με έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων κρίθηκε γενικά ως αναξιόπιστος. Η άρνηση των εφεσιβλήτων να χορηγήσουν στον εφεσείοντα πολιτικό άσυλο δεν στηρίχθηκε σε αμφιβολίες αναφορικά με το βάσιμο ή μη των ισχυρισμών του αλλά στην εύλογη διαπίστωση περί αναξιοπιστίας του ίδιου και των στοιχείων που παρουσίασε.»
Ούτε διακρίνω πλημμέλειες στην ανάλυση του μελλοντικού κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης της Αιτήτριας, στον οποίο ενδέχεται να εκτεθεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Τουναντίον, διαπιστώνω πως ο αρμόδιος λειτουργός, κατά το στάδιο της αξιολόγησης του μελλοντικού κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης, εξέτασε επαρκώς τα ουσιώδη, αποδεκτά στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας, από τα οποία ενδεχομένως να κινδύνευε κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τέτοιος κίνδυνος δεν συντρέχει.
Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε λεπτομερώς τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα ιατρικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Στο πλαίσιο αυτής της αξιολόγησης, έλαβε υπόψη τόσο αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης από τη χώρα καταγωγής της όσο και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η οποία ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να χορηγηθεί διεθνής προστασία σε αιτούντες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας.
Ο λειτουργός εξέτασε εάν η Αιτήτρια, λόγω της κατάστασής της, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει δυσκολίες στην πρόσβαση σε κατάλληλη ιατρική περίθαλψη στη χώρα καταγωγής της. Παράλληλα, αξιολόγησε εάν η επιστροφή της ενδέχεται να την εκθέσει σε συνθήκες που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την υγεία της σε βαθμό που να συνιστά σοβαρή βλάβη ή απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω στοιχεία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια δεν ανήκει σε κάποια ευάλωτη ομάδα και ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, θα έχει τη δυνατότητα να λάβει την απαραίτητη ιατρική περίθαλψη ή θεραπεία, όπως είχε ήδη συμβεί στο παρελθόν. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν συντρέχει λόγος χορήγησης διεθνούς προστασίας, καθώς δεν διαπιστώθηκε πραγματικός κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης λόγω της ιατρικής της κατάστασης.
Ομοίως, προέβη σε ορθή εκ πρώτης όψεως κατάληξη επί της μη υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναλύοντας εκτενώς – και σε συνάρτηση με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης – το ενδεχόμενο υπαγωγής της στις πρόνοιες του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Η Αιτήτρια έχει το βάρος να καταδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να εκδοθεί δικαστική απόφαση υπέρ του και χωρίς να αποφασίζεται οριστικά το αποτέλεσμα της προσφυγής που πιθανόν να καταχωρίσει η Αιτήτρια (Αποφάσεις στην Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 1/2009, Tamaga Durja Man v. Δημοκρατίας, ημερ. 15/7/2009, και στη Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 10/12, Nacira Baghour και Maged Ahmad Odeh, ημερ. 28/3/2012).Ως εκ τούτου, κρίνω ότι δεν υπάρχουν εκ πρώτης όψεως πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας της προσφυγής που έχει καταχωρίσει η Αιτήτρια, καθώς δεν προκύπτουν διαδικαστικά θέματα και σημεία που δεν διερευνήθηκαν δεόντως, ο δε λειτουργός εξέτασε δεόντως τους ισχυρισμούς αυτούς και τόσο κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της συνέντευξης όσο και κατά την εισήγηση. Εξετάζοντας την συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, τις απαντήσεις που έδωσε η Αιτήτρια στις διευκρινιστικές ερωτήσεις του παρόντος Δικαστηρίου και γενικότερα όλο το υλικό το οποίο είναι ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναφέρει και πιο πάνω, καταλήγω - στο βαθμό που απαιτείται στην παρούσα, η οποία δεν απαιτεί εις βάθος εξέταση της ουσίας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας - ότι το αίτημα της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας εξετάστηκε επιμελώς και ερευνήθηκε δεόντως από την Υπηρεσία Ασύλου. Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί καταλήγω ότι, βάσει των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας, και λαμβανομένων υπόψη των ενώπιον μου στοιχείων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφυγή εναντίον της επίδικης απόφασης έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Με δεδομένο τούτο παρέλκει η εξέταση της παρούσας στην βάση της οικονομικής δυνατότητας της Αιτήτριας να ανταπεξέλθει στα έξοδα της προσφυγής που προτίθεται να καταχωρήσει.
Ως προς τον ισχυρισμό ότι απέκτησε παιδί στη Δημοκρατία, ισχυρισμό τον οποίο προέβαλε για πρώτη φορά κατά το στάδιο της ακρόασης της παρούσας αίτησης για νομική αρωγή, η Αιτήτρια δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε πιστοποιητικό, ούτε προκύπτει από το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα η ύπαρξη εξαρτώμενου τέκνου. Ως εκ τούτου, το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να τύχει περαιτέρω εξέτασης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.
Η Αιτήτρια διατηρεί, βεβαίως, κάθε δικαίωμα να καταχωρίσει προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, με δικά της έξοδα (κάτι το οποίο ήδη έπραξε), παρά την απόρριψη της παρούσας αίτησης. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα της παρούσας διαδικασίας ουδόλως προδικάζει την έκβαση οποιασδήποτε πιθανής προσφυγής που ενδέχεται να καταχωρίσει.
Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της μεταφράστριας καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Π
[1] Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis Second edition, EUAA https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-evidence-and-credibility-context-common-european-asylum-system, σ. 120-134.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο