D.R.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 630/23, 31/3/2025
print
Τίτλος:
D.R.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 630/23, 31/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 630/23 

31 Μαρτίου 2025

 [Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

 

Μεταξύ:                                  D.R.N. από το Καμερούν

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), Δικηγόρος για Αιτήτρια

Ι. Χαραλάμπους (κα.) Δικηγόρος, για τους Καθ' ων η αίτηση.

[Ρ. Ευαγγέλου, για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

 

Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 07/12/2022, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 26/01/2023 και με την οποία την πληροφορούν ότι το αίτημα της για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίπτεται και ότι  αποφασίστηκε η επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της. Η αίτησή της απορρίφθηκε καθότι δεν πληρούνται, οι απαιτούμενες προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο. Προσβάλλει επίσης την απόφαση επιστροφής της ως παραβιάζουσα  την αρχή της μη επαναπροωθησης . Περαιτέρω αιτείται να της αναγνωριστεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας. 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, η Αιτήτρια, υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν (εφεξής «Καμερούν»), εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση περιοχών, όπου στις 17/09/2019 υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας. Στις 19/09/2022 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό τoυ Ο.Ε.Ε.Α. και στις 14/10/2022 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας και εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας, η οποία στις 07/12/2022 εγκρίθηκε από εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου. Στις 19/01/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως και υπεγράφη από την ίδια στις 26/01/2024. Ακολούθως, στις 23/02/2023, καταχωρήθηκε η ως άνω αριθμόν προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Δια της αίτησης ακυρώσεως η Αιτήτρια, μέσω της συνηγόρου της, προβάλλει πλείονες λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι καταγράφονται με γενικό και αόριστο τρόπο. Κατά την γραπτή της αγόρευση η συνήγορος της Αιτήτριας, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη και άκυρη, και ότι η Αιτήτρια είναι πρόσφυγας, αφού πληροί όλες τις προϋποθέσεις του ορισμού του πρόσφυγα, και σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα, θα πρέπει να της αναγνωριστεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Προβάλλει περαιτέρω, ότι η συνέντευξη που διεξήγαγαν οι Καθ’ων η αίτηση, καθώς και η έρευνα τους είναι ανεπαρκής και ελλιπής και ότι δεν εξασφαλίστηκε η δέουσα επικοινωνία μεταξύ Αιτήτριας και Λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη. Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν απέσεισαν το βάρος που τους αναλογεί και δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα σε σχέση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας. Επιπλέον, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι παρόλο που η Αιτήτρια ανέφερε ότι ήταν θύμα ξυλοδαρμού και βιασμού, δεν κρίθηκε σκόπιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο αξιολόγησής της από ειδικούς η ψυχοσυναισθηματική κατάσταση της Αιτήτριας. Παράλληλα, προβάλλει ότι σύμφωνα με το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια να παραπέμψει την Αιτήτρια σε ιατρικές εξετάσεις. Τέλος, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση αντικρούει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ορθή, νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση. Περαιτέρω, προβάλλει ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει βάσιμους λόγους δίωξης όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, ή ότι μπορεί να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 (2) του ίδιου Νόμου. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι η Αιτήτρια έτυχε της ανάλογης μεταχείρησης ως άτομο ειδικών αναγκών, ενώ διενεργήθηκε και μηχανισμός εντοπισμού της ως ένταξή της στις ευάλωτες ομάδες. Σε κάθε περίπτωση, προβάλλει ότι εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια των Καθ’ων η αίτηση, να παραπέμψουν την Αιτήτρια σε ιατρική και ψυχολογική εξέταση, δυνάμει του άρθρου 15 του Περί Προσφύγων Νόμου. Τέλος, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ενήργησαν στα πλαίσια του Νόμου και των αρχών που επιτάσσουν οι αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.

 

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη, ή καταπάτηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

 

Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.

 

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.

 

Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

 

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι έπρεπε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την ευαλωτότητα της Αιτήτριας ως θύμα έμφυλης βίας και ότι σύμφωνα με το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια να παραπέμψει την Αιτήτρια σε ιατρικές εξετάσεις, σημειώνονται τα εξής. Αρχικά από τα ενώπιον μου στοιχεία διαφαίνεται ότι τηρήθηκαν όλες οι διαδικαστικές εγγυήσεις. Όπως προκύπτει από τα ερυθρά 19, 20 και 21 του διοικητικού φακέλου της Αιτήτριας, η Αιτήτρια υποβλήθηκε σε σειρά ιατρικών εξετάσεων, με σκοπό τη διαπίστωση τυχόν ιατρικών ευρημάτων που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την ευαλωτότητά της. Εν συνεχεία, αρμόδιος λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας συνέταξε επιστολή ημερομηνίας 07/05/2020, με θέμα «Εντοπισμός ευάλωτων προσώπων και παροχή ειδικής στήριξης». Στην επιστολή αυτή, η Αιτήτρια καταγράφηκε ως άτομο που ενδέχεται να έχει υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, φυσικής ή σεξουαλικής βίας, όπως γυναίκες θύματα ακρωτηριασμού γεννητικών οργάνων (FGM) (ως προς τις ειδικές ανάγκες που έχουν δηλωθεί από την ίδια την Αιτήτρια). Παράλληλα, σημειώνεται στην εν λόγω επιστολή, ότι η Αιτήτρια λαμβάνει τις υλικές συνθήκες υποδοχής που προβλέπονται.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού, που εξετάζει κάθε περίπτωση, να αποφασίσει εάν η Αιτήτρια θα παραπεμφθεί σε ιατρικές εξετάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να υποβληθεί η Αιτήτρια σε ιατρικές εξετάσεις, καθώς οι ισχυρισμοί της αξιολογήθηκαν ως μη αξιόπιστοι. Επιπλέον, κατά την έναρξη της συνέντευξης, η Αιτήτρια, ερωτηθείσα από τον αρμόδιο λειτουργό για την κατάσταση της υγείας της, δήλωσε ότι βρισκόταν σε καλή κατάσταση. Όταν ρωτήθηκε ειδικότερα εάν αντιμετωπίζει  ιατρικά προβλήματα, αναφέρθηκε σε επέμβαση στομάχου που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2021, καθώς και σε περιστασιακές ημικρανίες. Επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται. Από τα στοιχεί ποτ έχω ενώπιον μου ,την συνέντευξη και τις απαντήσεις τις Αιτήτριας σχετικά με την κατάσταση της υγείας της δεν προκύπτει ότι ήταν αναγκαια η παραπομπή της  σε περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις.

 

Επιπλέον, κρίνω ότι η διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν καθόλα νόμιμη. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς  ερωτήσεις στην Αιτήτρια για  να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα  επιμέρους θέματα και ακολουθήθηκε η ορθή διερευνητική διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν  ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση και της  παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα στην  γλώσσα που κατανοεί. Μετά το τέλος της συνέντευξης, ο αρμόδιος λειτουργός και η Αιτήτρια  υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, η Αιτήτρια βεβαίωσε  πως κατανόησε τα όσα της υποβλήθηκαν, τον διερμηνέα καθώς και τις ερωτήσεις οι οποίες τις υποβλήθηκαν, και ο  διερμηνέας επίσης υπέγραψε ότι προέβη σε ακριβή και αληθή μετάφραση όλων των πληροφοριών και δηλώσεων τα οποία αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξης, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

 

Κατά την υποβολή της αίτησής της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, λόγω της επιδεινωμένης κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή της και της καταστροφής του σπιτιού της, με σκοπό να διασφαλίσει τη ζωή της.

 

Ακολούθως, κατά την προσωπική της συνέντευξη δήλωσε ότι γεννήθηκε το 1988 στην πόλη Kumba στο Καμερούν, όπου έζησε εκεί μέχρι να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της. Περαιτέρω, δήλωσε ότι είναι Χριστιανή Καθολική ως προς το θρήσκευμα και ότι ανήκει στην φυλή Nkambe. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, δήλωσε ότι έχει αποκτήσει μια ανήλικη κόρη, γεννημένη το 2010, η οποία διαμένει στο Καμερούν, ενώ ο πατέρας της ανήλικης έχει αποβιώσει. Περαιτέρω, δήλωσε ότι ο πατέρας της έχει αποβιώσει, ενώ η μητέρα της διαμένει στην περιοχή Balangi, κοντά στην πόλη Kumba, στο Καμερούν. Επιπρόσθετα, δήλωσε ότι έλαβε δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ωστόσο δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της, λόγω οικονομικών δυσχερειών. Τέλος, δήλωσε ότι εργαζόταν στο Καμερούν ως σχεδιάστρια ρούχων και ράπτρια, από την ηλικία των δεκαπέντε ετών. Διατηρούσε δική της επιχείρηση στην οποία απασχολούσε και προσωπικό.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια, ερωτηθείσα για τους λόγους που την οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, ανέφερε ότι αναγκάστηκε να φύγει, καθώς η ζωή της βρισκόταν σε κίνδυνο. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι τον Αύγουστο του 2019, ενώ βρισκόταν στο σπίτι με την ανήλικη κόρη της και τον σύντροφο της, ομάδα ένοπλων αυτονομιστών (Αμπαζόνιανς) χτύπησε την πόρτα. Αφού εισήλθαν στην οικία, τη σημάδεψαν με όπλο στο κεφάλι και την ρώτησαν: «Πού είναι ο πατέρας του παιδιού σου;». Οι δράστες, αφού κατηγόρησαν τον σύντροφό της ότι είχε σκοτώσει πολλούς αυτονομιστές, απαίτησαν να μεταφέρει χρηματικό ποσό από το κινητό του τηλέφωνο σε άλλον αριθμό, ενώ εξακολουθούσαν να τον απειλούν με όπλο. Αμέσως μετά, τον δολοφόνησαν μπροστά στα μάτια της Αιτήτριας και της ανήλικης κόρης τους.

 

Η Αιτήτρια συνέχισε περιγράφοντας ότι οι δράστες επιδίωξαν να σκοτώσουν και την ίδια. Ωστόσο, ένας εξ αυτών μεσολάβησε, υποστηρίζοντας ότι τη γνώριζε, και ζήτησε από τους υπόλοιπους να μην την πειράξουν. Παρά τις αντιρρήσεις του, οι υπόλοιποι επέμειναν ότι έπρεπε να τη σκοτώσουν, καθώς την κατηγορούσαν ότι υποστήριζε τις πράξεις του συντρόφου της. Τελικά, δύο από τους δράστες τη βίασαν και τη μαχαίρωσαν στην κοιλιά, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να χάσει τις αισθήσεις της.

 

Η Αιτήτρια ανέφερε ότι έφερε ράμματα από τα τραύματα και δήλωσε ότι βρέθηκε στο Νοσοκομείο της Ντουάλα, χωρίς να γνωρίζει πώς διασώθηκε. Σύμφωνα με την αφήγησή της, μία φίλη της, η οποία είχε βρει την Αιτήτρια να κείτεται αναίσθητη στο έδαφος με την κόρη της παρούσα, φρόντισε για τη μεταφορά της στο νοσοκομείο με τη βοήθεια άλλων ανθρώπων. Η ίδια φίλη, όπως ανέφερε η Αιτήτρια, της εξήγησε ότι είχε παραμείνει αναίσθητη για δύο ημέρες πριν ανακτήσει τις αισθήσεις της. Επιπλέον, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μετά την έξοδό της από το Νοσοκομείο της Ντουάλα, απευθύνθηκε στην αστυνομία για να καταγγείλει τα όσα είχαν συμβεί. Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια, οι αρχές τής δήλωσαν ότι δεν μπορούσαν να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει χωρίς να προχωρήσει σε επίσημη καταγγελία.

 

Η φίλη της Αιτήτριας, η οποία συνέβαλε στη διάσωσή της, την παρότρυνε να εγκαταλείψει το Καμερούν, θεωρώντας ότι η παραμονή της εκεί εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για τη ζωή της. Σύμφωνα με την Αιτήτρια, η συγκεκριμένη φίλη ανέλαβε επίσης να οργανώσει το ταξίδι της προς την Κυπριακή Δημοκρατία, διευκολύνοντάς την να διαφύγει από τη χώρα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Κυπριακή Δημοκρατία, η Αιτήτρια πληροφορήθηκε από τη μητέρα της ότι η εν λόγω φίλη είχε δολοφονηθεί. Όπως ανέφερε, η μητέρα της την ενημέρωσε πως οι αυτονομιστές (Αμπαζόνιανς) ήταν υπεύθυνοι για τη δολοφονία της, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει αν επρόκειτο για τα ίδια άτομα που είχαν βιάσει την Αιτήτρια.

 

Κατόπιν απάντησε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού. Ερωτηθείσα ως προς το τί θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα την σκοτώσουν, τα ίδια άτομα που σκότωσαν τον σύντροφό της και βίασαν την ίδια.

 

Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι, τρεις μήνες πριν από τη φερόμενη εισβολή στο σπίτι της, ενώ η πόλη βρισκόταν υπό απαγόρευση κυκλοφορίας που είχαν επιβάλει αυτονομιστές (Αμπαζόνιανς), χρειάστηκε να βγει από το σπίτι της για να αγοράσει τρόφιμα. Κατά τη διάρκεια αυτής της εξόδου, έγινε αντιληπτή από τους αυτονομιστές, οι οποίοι της ζήτησαν να πληρώσει πρόστιμο για την παραβίαση της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Στη συνέχεια, όπως ανέφερε, οι αυτονομιστές την ακολούθησαν μέχρι το σπίτι της, όπου πλήρωσε το πρόστιμο και αυτοί αποχώρησαν.

 

Επιπλέον, δήλωσε ότι λίγο μετά το περιστατικό αυτό, οι αυτονομιστές (Αμπαζόνιανς) επισκέφθηκαν το σπίτι της δύο φορές, απαιτώντας χρηματικά ποσά, τα οποία αναγκάστηκε να τους παραδώσει. Κατά την τρίτη τους επίσκεψη, καθώς δεν είχε στη διάθεσή της το πλήρες ποσό που της ζητήθηκε, ένας από τους αυτονομιστές τη βίασε. Την ίδια χρονική περίοδο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, οι αυτονομιστές επισκέφθηκαν το σπίτι της άλλες τέσσερις φορές, απαιτώντας ξανά χρήματα. Όταν εκείνη δήλωσε αδυναμία να πληρώσει, την βίασαν και τις τέσσερις φορές, παρουσία της ανήλικης κόρης της.

 

Ερωτηθείσα σχετικά με το αν απευθύνθηκε στις αρχές ή ζήτησε προστασία από την αστυνομία μετά τα περιστατικά αυτά, η Αιτήτρια απάντησε ότι ακόμη και αν είχε προσφύγει στις αρχές, δεν θα έκαναν τίποτα για να την προστατεύσουν, ενώ ο σύντροφός της ήταν ενήμερος για τα εν λόγω περιστατικά.

 

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο σχημάτισε την εισήγησή του επί τη βάση των εξής τριών (3) ουσιωδών ισχυρισμών: α) Ταυτότητα, προφίλ, χώρα προέλευσης και τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, β) η Αιτήτρια υπέστη επανειλημμένως βιασμό, ξυλοδαρμό και κλοπή χρημάτων από τους αυτονομιστές (Αμπαζονιανς) κατά την περίοδο Μαΐου 2019 έως Αυγούστου 2019 και γ) τον Αύγουστο του 2019, ομάδα αυτονομιστών (Αμπαζόνιανς) εισέβαλε στο σπίτι της Αιτήτριας, σκότωσε τον σύντροφό της, επειδή ήταν μέλος του κρατικού στρατού, κακοποίησε σεξουαλικά την κόρη τους, βίασε την Αιτήτρια και τη μαχαίρωσε στην κοιλιά.

 

Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, που δεν αμφισβητείται, αυτός έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο οποίος έτυχε απόρριψης, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια ανέφερε ότι περίπου τον Μάιο του 2019, δέχθηκε χτυπήματα με ζώνη από τους αυτονομιστές (Αμπαζόνιανς) επειδή δεν σεβάστηκε την απαγόρευση κυκλοφορίας που είχαν επιβάλει, καθώς βγήκε από το σπίτι της και πήγε σε ένα κοντινό κατάστημα για να αγοράσει φαγητό. Πρόσθεσε ότι αναγκάστηκε να πληρώσει πρόστιμο για την ενέργεια αυτή. Επιπλέον ανέφερε ότι λίγο μετά το περιστατικό αυτό, οι αυτονομιστές (Αμπαζονιανς) ήρθαν δύο φορές στο σπίτι της και ζήτησαν χρήματα, αναγκάζοντάς την να τους τα δώσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας στερούνταν συγκεκριμένων λεπτομερειών και στοιχείων που να παραπέμπουν σε μια αυθεντική προσωπική εμπειρία, καθώς δεν παρείχε συγκεκριμένες πληροφορίες για τα εν λόγω περιστατικά σχετικά με τον χρόνο που συνέβησαν και τις συγκεκριμένες ενέργειες των δραστών. Επιπλέον, ως προς τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι την τρίτη φορά, καθώς δεν διέθετε το πλήρες ποσό που της ζητήθηκε, ένας από αυτούς τη βίασε, ο λειτουργός εκτίμησε πως οι περιγραφές της Αιτήτριας για τα γεγονότα αυτά δεν ήταν εκτενείς ούτε επαρκώς λεπτομερείς όσον αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο συνέβησαν τα περιστατικά και την ταυτότητα των δραστών. Επιπλέον, ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ως προς τον ισχυρισμό ότι οι αυτονομιστές (Αμπαζονιανς) ήρθαν άλλες τέσσερις φορές στο σπίτι της, και της ζήτησαν χρήματα, και ότι την βίασαν μπροστά στην κόρη της, δεν ήταν εκτενής ούτε επαρκώς λεπτομερής όσον αφορά τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα γεγονότα και ως προς την ταυτότητα των δραστών.

 

O λειτουργός καταγράφει περαιτέρω, ότι η Αιτήτρια δήλωσε πως ο σύντροφός της δεν ήταν παρών όταν συνέβησαν τα περιστατικά αυτά, καθώς, λόγω του στρατιωτικού του επαγγέλματος, βρισκόταν στο σπίτι περίπου μία εβδομάδα τον μήνα. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Αιτήτρια δήλωσε ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά επανειλημμένα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και ότι τον περισσότερο χρόνο ήταν μόνη της στο σπίτι με την κόρη της, ρωτήθηκε γιατί, για λόγους ασφαλείας, δεν πήγε να ζήσει στο σπίτι της οικογένειάς της. Η Αιτήτρια απάντησε αόριστα ότι παντού ήταν επικίνδυνα. Θα μπορούσε εύλογα να αναμένει κανείς από την Αιτήτρια να παρέχει περισσότερες πληροφορίες για τους λόγους που δεν πήγε να ζήσει με τους γονείς της στο οικογενειακό της σπίτι, τουλάχιστον όταν ο σύντροφός της δεν ήταν παρών, ώστε να είναι η ίδια και η κόρη της πιο ασφαλείς, αλλά απέτυχε να το πράξει.

 

Επιπλέον, ως προς τον ισχυρισμό ότι η Αιτήτρια δεν ενημέρωσε τις αρχές, παρά μόνο τον σύντροφό της για ό,τι συνέβη, προσθέτοντας ότι ακόμη κι αν διαμαρτυρόταν στην αστυνομία, δεν θα έκαναν τίποτα. Ο λειτουργός έκρινε ότι θα μπορούσε κανείς εύλογα να αναμένει από την Αιτήτρια να παρέχει περισσότερες πληροφορίες για τους λόγους που δεν ζήτησε προστασία από τις αρχές, δεδομένου ότι δήλωσε πως ο σύντροφoς της απουσίαζε τον περισσότερο χρόνο και ότι βιάστηκε πέντε φορές μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά απέτυχε να το πράξει.

Επί της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι δεν υπάρχουν εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ως προς τον ισχυρισμό ότι η Αιτήτρια έπεσε θύμα βιασμού, ξυλοδαρμού και κλοπής από τους αυτονομιστές (Αμπαζόνιανς) κατά την χρονική περίοδο Μαΐου 2019 έως Αυγούστου 2019. Ο λειτουργός συμπεραίνει ότι η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας δεν τεκμηριώνεται. Ειδικότερα, οι δηλώσεις της σχετικά με το γεγονός ότι υπέστη επανειλημμένως βιασμό, ξυλοδαρμό και κλοπή χρημάτων από τους αυτονομιστές (Αμπαζονιανς), κατά την περίοδο Μαΐου 2019 έως Αυγούστου 2019, χαρακτηρίζονται από έλλειψη λεπτομέρειας, ασάφεια και ασυνέπεια. Κατά συνέπεια, η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας δεν τεκμηριώνεται.

 

Αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο οποίος έτυχε επίσης απόρριψη, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι αυτονομιστές (Αμπαζόνιανς) κατηγόρησαν τον σύντροφό της ότι ήταν μέλος του στρατού. Κληθείσα να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη στρατιωτική καριέρα του συντρόφου της, το μόνο που γνώριζε ήταν ότι ήταν στρατιώτης και ότι πήγαινε σε πολλές πόλεις. Περαιτερω δε γνωριζε το βαθμό του,  τα καθήκοντά του, τις στρατιωτικές βάσεις όπου υπηρέτησε, και δεν ήταν καν βέβαιη για το χρώμα του μπερέ του, δηλώνοντας αόριστα ότι δεν θυμόταν, αλλά πιστεύει ότι ήταν πράσινος. Η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να δώσει λεπτομέρειες για το καθεστώς εργασίας του στον στρατό και υπέπεσε σε αντίφαση όταν ρωτήθηκε κατά ποσό ο σύντροφος της ήταν μόνιμος στο στρατό ή αν υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία, απάντησε πως ήταν καινούργιος στο στρατό ωστόσο ακολούθως είπε ότι όταν τον γνώρισε υπηρετούσε ήδη στο στρατό ήτοι  9 χρόνια. Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί δήλωσε ότι ήταν καινούργιος στο στρατό όταν ήδη υπηρετούσε τουλάχιστον 9 χρόνια  απάντησε πως δεν είχε καταλάβει.

 

Η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο σύντροφoς της έμενε μαζί της και την κόρη τους μόνο για μία εβδομάδα κάθε μήνα και ότι όταν έφευγε, της έλεγε απλώς ότι θα πήγαινε στη δουλειά. Ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει ότι αν και είναι κατανοητό ότι το ζευγάρι δεν περνούσε πολύ χρόνο μαζί, δεδομένου ότι γνωρίζονταν για εννέα χρόνια, θα ήταν εύλογο να αναμένεται από την Αιτήτρια να παρέχει περισσότερες επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για τη στρατιωτική καριέρα του συντρόφου της, αλλά δεν το έκανε.

 

Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός καταγράφει ότι η Αιτήτρια δήλωσε ότι της έβαλαν μαχαίρι στην κοιλιά και την απείλησαν ότι θα τη σκοτώσουν, καθώς ήταν σύντροφος στρατιωτικού και υποστήριζε τις πράξεις του. Πρόσθεσε ότι ένας από τους δράστες την αναγνώρισε, καθώς είχε μηχανή με την οποία μετέφερε κόσμο, και στο παρελθόν είχε χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο συγκεκριμένος ζήτησε από τους συνεργούς του να της χαρίσουν τη ζωή, καθώς προσωπικά δεν είχε κάνει κάτι, και την άφησαν έξω από το σπίτι. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι όταν την άφησαν έξω, της είπαν ότι, ακόμα και αν σταθεί τυχερή και επιβιώσει, δεν θέλουν να τη δουν ξανά, και ότι αν τη δουν ξανά, θα τη σκοτώσουν. Η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι δύο από αυτούς τη βίασαν, και ένας κακοποίησε σεξουαλικά την κόρη της. Στη συνέχεια, η αιτήτρια δήλωσε ότι τη μαχαίρωσαν στην κοιλιά, άρχισε να αιμορραγεί και τελικά έχασε τις αισθήσεις της, αλλά τη βρήκε μια φίλη της που τη μετέφερε σε νοσοκομείο στη Ντουάλα. Η Αιτήτρια κληθείσα να εξηγήσει, γιατί τη μαχαίρωσαν και δεν την πυροβόλησαν, όπως έκαναν με τον σύντροφό της, δεδομένου ότι οι δράστες είχαν πρόθεση να τη σκοτώσουν, η Αιτήτρια απάντησε ότι δεν γνώριζε. Αν και είναι κατανοητό ότι η Αιτήτρια δεν γνώριζε γιατί οι δράστες αποφάσισαν να τη μαχαιρώσουν αντί να τη σκοτώσουν με πυροβολισμό, θα ήταν εύλογο να αναμένεται από την Αιτήτρια να εξηγήσει τις αντιφατικές πληροφορίες που παρείχε σχετικά με τις προθέσεις των αυτονομιστών (Αμπαζονιανς) απέναντί της. Δήλωσε ότι πριν τη μαχαιρώσουν με την πρόθεση να τη σκοτώσουν, της είπαν ότι, αν σταθεί τυχερή και επιβιώσει, δεν θέλουν να τη δουν ξανά, αλλά απέτυχε να εξηγήσει τον ισχυρισμό περαιτέρω.

 

Ο λειτουργός έκρινε πως η Αιτήτρια έδωσε μια αόριστη απάντηση ως προς τον ισχυρισμό της ότι την μετέφεραν σε Νοσοκομείο στην Ντουάλα, επειδή τα Νοσοκομεία στην Kumba είχαν καταστραφεί, όταν οι αυτονομιστές (Αμπαζόνιανς) τη μαχαίρωσαν στην κοιλιά, και άρχισε να αιμορραγεί και τελικά έχασε τις αισθήσεις της, αλλά βρέθηκε από μια φίλη της που τη μετέφερε σε νοσοκομείο στη Ντουάλα. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός καταγράφει ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να προβάλει συγκεκριμένες πληροφορίες, αναφορικά με τον θάνατο της φίλης της, η οποία την είχε μεταφέρει στο Νοσοκομείο και την βοήθησε να εγκαταλείψει την χώρα.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός καταγράφει ότι δεν βρέθηκαν πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό της Αιτήτριας. Οι δηλώσεις της σχετικά με το γεγονός ότι ομάδα αυτονομιστών (Ambazonians) εισέβαλε στο σπίτι της Αιτήτριας, σκότωσε τον σύντροφό της επειδή ήταν μέλος του κρατικού στρατού, κακοποίησε σεξουαλικά την κόρη τους, βίασε την Αιτήτρια και τη μαχαίρωσε στην κοιλιά, χαρακτηρίζονται από έλλειψη λεπτομέρειας, ασάφεια και δεν πείθει ως βιωματική η περιγραφή της . Κατά συνέπεια, η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας δεν τεκμηριώνεται.

 

Εν συνεχεία, στη βάση του μόνου αποδεδειγμένου πραγματικού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τον ισχυρισμό σχετικά με το προσωπικό της προφίλ, τη χώρα καταγωγής και περιοχή συνήθους διαμονής της, και λαμβανομένων υπόψιν πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής της σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας, στην Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, όπου διέμενε η Αιτήτρια στην χώρα καταγωγής της, διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι συντρέχει εύλογη πιθανότητα να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και ειδικότερα στην πόλη Kumba, στην Νοτιοδυτική περιοχή ωστόσο αυτή η πιθανότητα είναι τέτοια που να δικαιολογεί την αναγνώριση της Αιτήτριας ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας κρίνεται σε σχέση και με κάποια στοιχεία τα οποία πιο κάτω θα αναλυθούν.

 

Ακολούθως, κατά τη νομική ανάλυση κρίθηκε πως δεν προκύπτει βάσιμος φόβος δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου (εφόσον διαπιστώθηκε, πως δεν πληρούνται τα αναγκαία υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του φόβου δίωξης, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, κατά την αξιολόγηση των προϋποθέσεων του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, κρίθηκε πως η Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της ενδέχεται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, καθώς στην Νοτιοδυτική περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει, επικρατούν συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στις περιοχές του Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν, καταδεικνύεται ότι δεν υφίσταται κίνδυνος σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή την ασφάλεια της Αιτήτριας λόγω αδιάκριτης βίας απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας της στις αγγλόφωνες περιοχές, καθώς λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αιτήτρια δεν απέδειξε ότι οι προσωπικές της περιστάσεις — μεταξύ αυτών, το γεγονός ότι έχει εκτεταμένη προηγούμενη εργασιακή εμπειρία ως ράφτρα, που θα της επέτρεπε να εξασφαλίσει τα προς το ζην — αυξάνουν τις πιθανότητες να διατρέξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή την ασφάλειά της σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της, και συγκεκριμένα στην πόλη Κούμπα, στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, λόγω αδιάκριτης βίας στο πλαίσιο εσωτερικής σύγκρουσης, η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για καθεστώς επικουρικής προστασίας. Ως συνέπεια, η αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη και διατάχθηκε η επιστροφή του στο Καμερούν δυνάμει του άρθρου 13(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000.

 

Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα παρακάτω:

 

Κρίνω ως ορθή από τους Καθ' ων η αίτηση την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού ο οποίος αφορά την ταυτότητα, το προσωπικό προφίλ (ήτοι Χριστιανή Καθολική, εθνοτικής καταγωγής Nkambe) την χώρα καταγωγής και περιοχή τελευταίας/συνήθους διαμονής της Αιτήτριας εκεί (υπήκοος Καμερούν, Kumba, Νοτιοδυτική Περιοχή) και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν βρίσκει λόγο διαφοροποίησης επί των ανωτέρω ευρημάτων των Καθ’ων η αίτηση.

 

Προχωρώντας στην εξέταση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας σχετικά με το ότι υπέστη επανειλημμένως βιασμό, ξυλοδαρμό και κλοπή χρημάτων από τους αυτονομιστές (Αμπαζονιανς) κατά την περίοδο Μαΐου 2019 έως Αυγούστου 2019, διαπιστώνω πως αυτός ορθώς απορρίφθηκε από τους Καθ’ων η αίτηση ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος καθότι η Αιτήτρια δεν στοιχειοθέτησε με συνεκτικότητα, σαφήνεια και λεπτομέρεια τον ανωτέρω ισχυρισμό της, ώστε να προκύπτει ο βιωματικός χαρακτήρας αυτού. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομέρειες αναφορικά με τον ισχυρισμό της ότι δέχθηκε χτυπήματα από τους αυτονομιστές (Αμπαζόνιανς) επειδή δεν σεβάστηκε την απαγόρευση κυκλοφορίας που είχαν επιβάλει, καθώς βγήκε από το σπίτι της και πήγε σε ένα κοντινό κατάστημα για να αγοράσει φαγητό. Η Αιτήτρια ανέφερε αόριστα και γενικά ότι την τρίτη φορά τα εν λόγω άτομα μετέβησαν στο σπίτι της, ζητώντας της χρήματα, και ότι ένα από αυτά την βίασε διότι δεν τους έδωσε το απαιτούμενο ποσό, χωρίς να διευκρινίζει πότε ακριβώς μετέβησαν στο σπίτι της και ποια ακριβώς ήταν τα άτομα που την πλησίασαν, γεγονός που δεν παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό. Συμφωνώ επιπλέον, με την θέση του αρμόδιου λειτουργού ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας, ως προς τον ισχυρισμό ότι οι αυτονομιστές (Αμπαζόνιανς) ήρθαν άλλες τέσσερις φορές στο σπίτι της, και της ζήτησαν χρήματα, και ότι την βίασαν μπροστά στην κόρη της, δεν ήταν εκτενής ούτε επαρκώς λεπτομερής. Παρόλο, που δεν αναμένεται από την Αιτήτρια να παρέχει λεπτομέρειες ως προς τον ισχυρισμό περί βιασμού της, θα αναμενόταν να είναι σε θέση να προσδιορίσει πότε ακριβώς έλαβαν χώρα τα περιστατικά και πόσο διάστημα μεσολαβούσε μεταξύ των επισκέψεων των αυτονομιστών στο σπίτι της, ώστε να παρέχει μια σαφή εικόνα για το τί ακριβώς γινόταν.

 

Περαιτέρω, συμφωνώ ομοίως με την εκτίμηση του αρμόδιου λειτουργού ότι θα αναμενόταν από την Αιτήτρια, για λόγους ασφαλείας, να είχε πάει να διαμείνει στο σπίτι της οικογένειάς της, εφόσον όπως δήλωσε ο σύντροφος της δεν ήταν παρών όταν συνέβησαν τα περιστατικά αυτά, καθώς, λόγω του στρατιωτικού του επαγγέλματος, βρισκόταν στο σπίτι περίπου μία εβδομάδα τον μήνα. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Αιτήτρια δήλωσε ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά επανειλημμένα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και ότι τον περισσότερο χρόνο ήταν μόνη της στο σπίτι με την κόρη της, θα αναμενόταν από την ίδια να έχει εγκαταλείψει το σπίτι της, εφόσον διέθετε εναλλακτικό μέρος διαμονής. Κληθείσα μάλιστα να διευκρινίσει τον λόγο που εξακολουθούσε να διαμένει στο σπίτι της, η Αιτήτρια απάντησε αόριστα ότι παντού ήταν επικίνδυνα. Η Αιτήτρια, δεν έδωσε περαιτέρω μια σαφή απάντηση για τον λόγο που δεν πήγε να ζήσει με τους γονείς της στο οικογενειακό της σπίτι, τουλάχιστον όταν ο σύντροφός της δεν ήταν παρών, ώστε να είναι η ίδια και η ανήλικη κόρη της πιο ασφαλείς.

 

Ως προς τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι είχε ενημερώσει τον σύντροφο της για τις επισκέψεις των αυτονομιστών (Αμπαζόνιανς) στην οικία τους και ότι η ίδια δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας για να ζητήσει προστασία, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, οι αρχές δεν θα έκαναν τίποτα, σημειώνονται τα εξής: Αρχικά, θα αναμενόταν από τον σύντροφό της, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση και την ιδιότητά του, να έχει μεριμνήσει για την ασφάλεια της οικογένειάς τους, εφόσον η Αιτήτρια δήλωσε ότι τον είχε ενημερώσει για τις επανειλημμένες επισκέψεις των αυτονομιστών. Ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι ο σύντροφός της οργάνωνε τη μετοίκησή τους στη Ντουάλα κρίνεται αόριστος, καθώς η Αιτήτρια δεν παρείχε περαιτέρω διευκρινίσεις ή λεπτομέρειες για τον εν λόγω ισχυρισμό της. Επιπλέον, όπως ορθά επισημάνθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό, θα αναμενόταν από την Αιτήτρια να παράσχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους λόγους που δεν ζήτησε προστασία από τις αρχές, δεδομένου ότι ισχυρίστηκε πως ο σύντροφός της απουσίαζε από την οικεία τους, το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και ότι υπήρξε θύμα πέντε βιασμών σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η Αιτήτρια αρκέστηκε σε μία γενική και αόριστη απάντηση, υποστηρίζοντας ότι πίστευε πως οι αρχές δεν θα έκαναν τίποτα για την προστασία της, ενώ συνέχισε να διαμένει στην οικία της. Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη μου ότι η συχνότητα με την οποία η Αιτήτρια δηλώνει ότι δεχόταν επιθέσεις δεν δικαιολογεί την  μη  έγκαιρη φυγή της από το τόπο διαμονής της . Ποσό μάλλον σε σχέση με τον ισχυρισμό της πως η επίθεση που δέχτηκαν οι Αμπαζόνιας ήταν αποτέλεσμα των ενεργείων του   συντρόφου της όταν έμαθε για τις επιθέσεις που η ίδια δέχτηκε.  Είναι λογικά αναμενόμενο πως ο σύντροφος της ως έμπειρος στρατιωτικός  δεν θα ερχόταν πίσω να διαμείνει με τη σύντροφο του και να γίνει εύκολος στόχος των Αμπαζόνιας  και να διακινδυνεύσει να χάσει τη ζωή του αβοήθητος . Περαιτέρω δεν θα άφηνε αβοήθητη τη σύντροφο και το παιδί του μετά την πρώτη επίθεση που όπως ισχυρίστηκε η Αιτήτρια ,  δέχτηκε για να καταβάλει χρηματικό ποσό στους Αμπαζόνιας . Περαιτέρω η απάντηση της Αιτήτριας σε ερώτηση γιατί δεν εγκατέλειψε το τόπο διαμονής της δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ευλογοφανής.

 

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του Νόμου, εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία και εν προκειμένω η Αιτήτρια με  τα όσα δήλωσε στη  συνέντευξη της αλλά και όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και καταγράφονται στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, ουδόλως την ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Εν προκειμένω, ορθά κρίθηκε ότι  δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε εκ μέρους της Αιτήτριας που να στοιχειοθετεί τον ισχυρισμό της για βάσιμο φόβο ότι αυτή θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού αυτού, κρίνεται ότι, λόγω της φύσης του, ο οποίος εμπίπτει στην ιδιωτική σφαίρα, δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών από εξωτερικές πηγές. Ωστόσο, για την πληρότητα της διαδικασίας, σε έρευνα που ανέτρεξε το ίδιο το Δικαστήριο, αναφορικά με την δράση των αυτονομιστών “Αμπαζόνιανς”, βρέθηκε ότι οι αντάρτες του Αγγλόφωνου Καμερούν, οι Ambazonians, αγωνίζονται από το 2017 για να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο, αγγλόφωνο κράτος με το όνομα Ambazonia, στις δυτικές περιοχές της εν γένει γαλλόφωνης χώρας.[1] Σύμφωνα με την  Deutsche Welle την 1η Οκτωβρίου 2017, αυτονομιστές κήρυξαν ένα ανεξάρτητο κράτος, το οποίο ονόμασαν Ambazonia. Η κυβέρνηση έστειλε δυνάμεις και ξέσπασαν μεγάλες μάχες. Σφαίρες και δακρυγόνα εξαπολύθηκαν στον άμαχο πληθυσμό. 3.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει και σχεδόν μισό εκατομμύριο έχουν εκτοπιστεί. Οι μάχες έγιναν όλο και πιο βάναυσες, σχολεία, νοσοκομεία και ολόκληρα χωριά κάηκαν, άνθρωποι δολοφονήθηκαν και εκφοβίστηκαν. Οι επαναστάτες, μαχητές της ελευθερίας, αυτονομιστές έχουν πολλά ονόματα. Ορισμένες από τις ένοπλες ομάδες διευθύνονται και χρηματοδοτούνται από Καμερουνέζους της διασποράς.[2]

Συμπληρωματικά αναφέρεται ότι «η συμβολική και μονομερής διακήρυξη από τις αυτονομιστικές δυνάμεις ενός ανεξάρτητου κράτους με το όνομα Ambazonia την 1η Οκτωβρίου 2017 υπήρξε σημείο καμπής στην κρίση και οδήγησε στην άμεση ανάπτυξη του στρατού στις αγγλόφωνες περιοχές. Δεκάδες άνθρωποι σκοτώνονται στο περιθώριο αυτής της εκδήλωσης. Στα τέλη Νοεμβρίου 2017, ως απάντηση σε αυτές τις αυταρχικές μεθόδους, μέρος του κινήματος διαμαρτυρίας ριζοσπαστικοποιήθηκε. Η κατάσταση χειροτερεύει και εξελίσσεται προς ένοπλη σύγκρουση. Έκτοτε, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σημαντικά. Από το 2018, σημειώνονται σχεδόν καθημερινές συγκρούσεις μεταξύ ένοπλων αυτονομιστικών ομάδων και κυβερνητικών δυνάμεων. Παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρατηρούνται και από τις δύο πλευρές στις δύο αγγλόφωνες περιοχές».[3]

 

Σύμφωνα με έκθεση της 1ης Μαρτίου του 2023 της R2P Monitor, «περισσότεροι από 6.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί ως αποτέλεσμα της κρίσης από το 2016. Οι δυνάμεις ασφαλείας διέπραξαν εξωδικαστικές δολοφονίες και εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία λόγω φύλου, έκαψαν αγγλόφωνα χωριά και υπέβαλαν σε αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια και κακομεταχείριση άτομα που θεωρούνταν ύποπτα ως αυτονομιστές. Οι ένοπλοι αυτονομιστές γίνονται επίσης ολοένα και πιο βίαιοι, σκοτώνοντας, απαγάγοντας και τρομοκρατώντας πληθυσμούς ενώ διεκδικούν σταθερά τον έλεγχο σε μεγάλα τμήματα των αγγλόφωνων περιοχών. Από τις αρχές του 2022 η κυβέρνηση αύξησε τις επιχειρήσεις της κατά των ένοπλων αυτονομιστικών προπύργιων. Οι αγγλόφωνοι αυτονομιστές απάντησαν εντείνοντας τις επιθέσεις εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας, χρησιμοποιώντας περισσότερα φονικά όπλα και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς IED. Οι αυτονομιστές έχουν απαγορεύσει την κυβερνητική εκπαίδευση και συχνά επιτίθενται, απειλούν και απαγάγουν μαθητές και καθηγητές, και επιπλέον καίνε, καταστρέφουν και λεηλατούν σχολεία. Αυτές οι επιθέσεις, καθώς και τα αυστηρά lockdown που επιβλήθηκαν από ένοπλους αυτονομιστές, έχουν στερήσει την εκπαίδευσή τους από τα παιδιά. Σύμφωνα με τον OCHA, μόνο το 46 τοις εκατό των σχολείων λειτουργούν και το 54 τοις εκατό των μαθητών πραγματοποίησαν εγγραφή για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023. Περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άνθρωποι πλήττονται στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές και χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια. Η OCHA εκτιμά, όπως αναφέρει η ίδια ως άνω έκθεση, ότι τουλάχιστον 628.000 άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά λόγω βίας στις δύο περιοχές, ενώ περισσότεροι από 87.000 έχουν καταφύγει στη Νιγηρία». [4]

 

Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας αυτού του ισχυρισμού, ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι υπέστη επανειλημμένως βιασμό, ξυλοδαρμό και κλοπή χρημάτων από τους αυτονομιστές (Αμπαζόνιανς) κατά την περίοδο Μαΐου 2019 έως Αυγούστου 2019, δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτός. Δεδομένου ότι η Αιτήτρια υπήρξε γενικόλογη, ασαφής, και αόριστη, ορθά οι Καθ' ων κατέληξαν ότι ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ότι τον Αύγουστο του 2019, ομάδα αυτονομιστών (Αμπαζόνιανς) εισέβαλε στο σπίτι της Αιτήτριας, σκότωσε τον σύντροφό της, επειδή ήταν μέλος του κρατικού στρατού, κακοποίησε σεξουαλικά την κόρη τους, βίασε την Αιτήτρια και τη μαχαίρωσε στην κοιλιά, συντάσσομαι με την αξιολόγηση των Καθ’ ων. Συντάσσομαι  με τις επισημάνσεις του λειτουργού κατά την αξιολόγηση του τρίτου ουσιώδους περιστατικού, ως αυτές καταγράφηκαν ανωτέρω. Ειδικότερα, συμφωνώ με τη θέση του αρμόδιου λειτουργού ότι η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να παράσχει λεπτομέρειες σχετικά με το πρόσωπο του συντρόφου της και, συγκεκριμένα, για τον βαθμό του, τα καθήκοντά του, τις στρατιωτικές βάσεις όπου υπηρέτησε, ενώ δεν ήταν βέβαιη ούτε για το χρώμα του μπερέ του, δηλώνοντας αόριστα ότι δεν θυμόταν, αλλά πιστεύει ότι ήταν πράσινος. Συγκεκριμένα, ερωτηθείσα ως προς τις αρμοδιότητές του, η Αιτήτρια απέφυγε να δώσει μια απάντηση, λέγοντας ότι έχει απλά ένα παιδί μαζί του. Συντάσσομαι, με τη θέση του αρμόδιου λειτουργού ότι, αν και είναι κατανοητό ότι το ζευγάρι δεν περνούσε πολύ χρόνο μαζί, δεδομένου ότι γνωρίζονταν επί εννέα χρόνια και ότι διέμεναν μαζί κάποιες μέρες κάθε μήνα, θα ήταν εύλογο να αναμένεται από την Αιτήτρια να παράσχει περισσότερες επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για τη στρατιωτική καριέρα του συντρόφου της. Περαιτέρω, παρατηρείται αντίφαση στα λεγόμενά της, καθότι, ενώ σε πρώτο στάδιο ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο σύντροφός της ήταν νεοδιορισθείς στον στρατό, στη συνέχεια ανέφερε ότι τον γνώρισε ενώ υπηρετούσε ήδη στον στρατό (βλ. Ερυθ. 52 1χ). Όταν της ζητήθηκε να διευκρινίσει την αντίφαση αυτή, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο σύντροφός της δεν ήταν νέος στον στρατό και ότι προηγουμένως είχε παρανοήσει την ερώτηση.

 

Επιπλέον, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει γιατί οι δράστες την μαχαίρωσαν αντί να την πυροβολήσουν, όπως έκαναν με τον σύντροφό της, δεδομένου ότι, όπως ισχυρίστηκε, είχαν πρόθεση να τη σκοτώσουν. Συμφωνώ με την εκτίμηση του αρμόδιου λειτουργού ότι, αν και είναι κατανοητό πως η Αιτήτρια δεν μπορούσε να γνωρίζει με βεβαιότητα γιατί οι δράστες επέλεξαν αυτόν τον τρόπο επίθεσης, θα ήταν εύλογο να αναμένεται από εκείνη να εξηγήσει καλύτερα τις αντιφατικές πληροφορίες που παρείχε σχετικά με τις προθέσεις των αυτονομιστών (Αμπαζονιανς) απέναντί της. Ειδικότερα, η Αιτήτρια ανέφερε ότι οι δράστες, πριν τη μαχαιρώσουν, της δήλωσαν ότι, αν σταθεί τυχερή και επιβιώσει, δεν θέλουν να τη δουν ξανά στην περιοχή. Ωστόσο, απέτυχε να αναλύσει περαιτέρω τον ισχυρισμό αυτόν ή να παράσχει σαφείς εξηγήσεις για το πώς συνδυάζονται οι φερόμενες απειλές τους με την απόφασή τους να τη μαχαιρώσουν αντί να την πυροβολήσουν, όπως συνέβη με τον σύντροφό της. Η ασαφής απάντησή της, ότι "δεν γνωρίζει", φάνηκε να αποφεύγει την ερώτηση, γεγονός που ενισχύει την ανάγκη για περισσότερη σαφήνεια και συνέπεια στις δηλώσεις  της.

 

Τέλος, σημειώνεται ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες, αναφορικά με τον θάνατο της φίλης της, η οποία την είχε μεταφέρει στο Νοσοκομείο, μετά τον τραυματισμό της και την βοήθησε να εγκαταλείψει την χώρα, καθότι  όπως δήλωσε δεν γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο έχασε την ζωή της η φίλη της, αλλά και εάν ο θάνατός της συνδέεται με την υπόθεση της ίδιας. Ωστόσο στο σημείο τούτο διευκρινίζεται ότι η αξιοπιστία της Αιτήτριας κρίνεται από το σύνολο των απαντήσεων της και γενικότερα του αφηγήματος της σε σχέση με του λογούς για τους οποίους εγκατάλειψε την χώρα καταγωγής της.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του Αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον Αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Σχετική είναι και η απόφαση  υπ' αρ. 626/2010 JAFAR KALASH και ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ 1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, 2. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ημερ. 08/10/2013, στην οποία αναφέρονται τα εξής :

 «Όπως ορθώς υποδεικνύει η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών όπως εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις. Αυτό είναι ένα εμπόδιο που ρητά αναγνωρίζεται ως κώλυμα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του ιδίου του Εγχειριδίου στο οποίο παραπέμπει τόσο ο αρμόδιος Λειτουργός στην εισήγησή του, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στην προσβαλλόμενη απόφασή της...».

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, κρίνεται, ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας, αποτελούν μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη των ισχυρισμών της, και δεν μπορούν να επαληθευτούν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Σε κάθε περίπτωση, παραπέμπω στις πληροφορίες, όπως αυτές καταγράφηκαν κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ισχυρισμού της Αιτήτριας.

 

Καταληκτικά, από τα στοιχεία της συνέντευξης, διαπιστώνω ότι πράγματι η Αιτήτρια δεν ανταπεξήλθε επαρκώς στο βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της και δεν μπόρεσε να θεμελιώσει την εσωτερική  της αξιοπιστία, καίτοι της δόθηκε η δυνατότητα μέσα από πλείονες ερωτήσεις. Τα όσα κατέθεσε, εκτέθηκαν με τρόπο αόριστο και μη συγκεκριμένο, χωρίς τον απαιτούμενο βαθμό ευκρίνειας και επάρκειας λεπτομερειών, όπως θα αναμενόταν από κάποιον του οποίου η αφήγηση αντικατοπτρίζει πραγματικές βιωματικές εμπειρίες. Στη βάση των πιο πάνω το Δικαστήριο κρίνει πως τα στοιχεία που έχει ενώπιον του επακούν για την καταληξη του πως η αξιπιστία της Αιτήτριας δεν τεκμηριώνεται.

 

Ως προς την αξιολόγηση κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της, το Δικαστήριο θα προχωρήσει σε εξέταση του ατομικού προφίλ της Αιτήτριας σε συνάρτηση με τις διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της προκειμένου να καταλήξει στο εάν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια δίωξη ή σοβαρή βλάβη στο Καμερούν. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια πρόκειται για μία γυναίκα μέσης ηλικίας, η οποία είναι το πρωτεύον μέλος μίας μονογονεϊκής οικογένειας, καθότι έχει μια ανήλικη κόρη, η οποία διαμένει έως σήμερα στο Καμερούν.

 

Για την πληρότητα της διαδικασίας, το δικαστήριο θα προχωρήσει σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές, αναφορικά με την κατάσταση των μόνων γυναικών στο Καμερούν. Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, οι ανισότητες  μεταξύ ανδρών και γυναικών εξακολουθούν να υφίστανται (επιπλέον των ανισοτήτων μεταξύ πλουσίων και φτωχών και μεταξύ διαφορετικών περιοχών), ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση στην υγεία, την εκπαίδευση και την απασχόληση.[5] Οι γυναίκες χωρίς ανδρική υποστήριξη που ζουν σε εκτοπισμό (σημειώνεται ότι η Αιτήτρια εν προκειμένω δεν πρόκεται για εκτοπισθείσα) είναι ευάλωτες καθώς μπορεί να εκτεθούν σε σεξουαλική βία από μέλη ένοπλων ομάδων, κοινότητες υποδοχής και συγγενείς[6]. Όπως σημειώνεται από το Freedom House και το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS), το Σύνταγμα στο Καμερούν εγγυάται το ίδιο νομικό καθεστώς και δικαιώματα σε άνδρες και γυναίκες.[7] Ωστόσο, στην πράξη, η κυβέρνηση του Καμερούν συχνά δεν εφαρμόζει το νόμο, με αποτέλεσμα να επικρατούν οι παραδοσιακοί κανόνες και πρακτικές.[8] Οι ανισότητες  μεταξύ ανδρών και γυναικών εξακολουθούν να υφίστανται (επιπλέον των ανισοτήτων μεταξύ πλουσίων και φτωχών και μεταξύ διαφορετικών περιοχών), ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση στην υγεία, την εκπαίδευση και την απασχόληση.[9] Σύμφωνα με έκθεση του USDOS για την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 2020, η «κοινωνικοπολιτισμική πρακτική της άρνησης στις γυναίκες του δικαιώματος της ιδιοκτησίας γης, ειδικά μέσω της κληρονομιάς, ήταν διαδεδομένη στις περισσότερες περιοχές».[10] Πλήθος πηγών επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η βία με βάση το φύλο είναι ευρέως διαδεδομένη, και η επικράτησή της είναι υψηλή σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της συχνής σεξουαλικής παρενόχλησης ασυνόδευτων γυναικών που ταξιδεύουν μόνες. Οι δράστες σπάνια διώκονται ποινικά, εν μέρει λόγω της απροθυμίας των θυμάτων να αναφέρουν τα περιστατικά κακοποίησης από φόβο αντεκδίκησης ή στιγματισμού.[11]

 

Παρά τις ανωτέρω πληροφορίες, από τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μόνες γυναίκες ενδέχεται να υποστούν διακρίσεις και διώξεις στο Καμερούν, η Αιτήτρια διαθέτει ένα ευρύ οικογενειακό – υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της. Περαιτέρω, έχει μεγάλη επαγγελματική εμπειρία, εφόσον δουλεύει από την ηλικία των δεκαπέντε ετών,και διατηρούσε δική της επιχείρηση  και σε περίπτωση επιστροφής της, θα μπορέσει να συντηρήσει τον εαυτό της και την ανήλικη κόρη της. Η ανήλικη κόρη της διαμένει μάλιστα έως σήμερα στο Καμερούν, έχοντας αναλάβει την φροντίδα της φιλικό πρόσωπο της Αιτήτριας. Επομένως, σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της Αιτήτριας, τις δηλώσεις και τις περιστάσεις της και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας έχουν απορριφθεί, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που επιστρέψει  στο Καμερούν, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.Περαιτέρω η ίδια η Αιτήτρια σε ερώτηση που θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια απάντησε στη Yaounde.

Συνεπώς, υπό το φως των ανωτέρω, τάσσομαι υπέρ της κρίσης της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν πληρείται η γενική αξιοπιστία της Αιτήτριας και δεν θεμελιώνεται βάσιμος φόβος δίωξης, ώστε να υπαχθεί αυτή στο προσφυγικό καθεστώς βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω, από το σύνολο των στοιχείων του προφίλ της Αιτήτριας και των προσωπικών της περιστάσεων, δεν προκύπτει περίπτωση υπαγωγής της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού ο κίνδυνος που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στο Καμερούν δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης (σύμφωνα και με το άρθρο 15(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), ή πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας για τον Αιτητή (σύμφωνα και με το άρθρο 15(β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ).

 

Περαιτέρω, θα εξετάσω ενδεχόμενη υπαγωγή της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (αντίστοιχο άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), παραθέτοντας επικαιροποιημένες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της.

 

Αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε έκθεση αναφορικά με τις εξελίξεις στην κατάσταση ασφαλείας στην Κεντρική Αφρική, η οποία δημοσιεύτηκε στις 31 Μαΐου 2023 σημειώνει ότι στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές Περιφέρειες του Καμερούν, συνέχισαν οι αναφορές και καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχτηκαν από δυνάμεις ασφαλείας και άμυνας και ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες εναντίον αμάχων, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών και της καταστροφής περιουσίας. Επιπλέον, η αναγκαστική απαγόρευση κυκλοφορίας, η χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών και η απαγωγή αμάχων από ένοπλες ομάδες περιόρισαν την διανομή της απαραίτητης ανθρωπιστικής βοήθειας.[12] 

 

Σύμφωνα με το Human Rights Watch σε έκθεση για την χώρα η οποία καλύπτει το έτος 2023, αναφέρεται πως το 2023, ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Η βία στις δύο αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνεχίστηκε για έκτη χρονιά, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Paul Biya  δήλωσε τον Ιανουάριο ότι πολλές ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είχαν παραδοθεί και ότι η απειλή που αποτελούσαν είχε μειωθεί σημαντικά. Μέχρι τα μέσα του έτους, υπήρχαν πάνω από 638.000 εσωτερικά εκτοπισμένοι στις αγγλόφωνες περιοχές και τουλάχιστον 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάστηκαν ανθρωπιστική βοήθεια. Άμαχοι αντιμετώπισαν δολοφονίες και απαγωγές από ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες στην περιοχή του Άπω Βορρά, συμπεριλαμβανομένης της Μπόκο Χαράμ και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Οι αυτονομιστές μαχητές συνέχισαν να στοχεύουν αμάχους, αναγκάζοντας τους να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και εξαπολύοντας επιθέσεις γύρω από μεγάλα γεγονότα, όπως των εκλογών καθώς και του ανοίγματος των σχολείων την περίοδο του Σεπτεμβρίου. Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν στις αυτονομιστικές επιθέσεις, αποτυχαίνοντας συχνά να προστατεύσουν τους αμάχους σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές»[13].

 

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση για την χώρα στην ιστοσελίδα του ACAPS της χώρας αναφέρεται πως το Καμερούν βιώνει διάφορες κρίσεις στην χώρα. Οι μακροχρόνιες δυσαρέσκειες της αγγλόφωνης κοινότητας στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, μετά από δεκαετίες περιθωριοποίησης των μειονοτικών αγγλόφωνων περιοχών από τη γαλλόφωνη Κυβέρνηση, κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες στα τέλη του 2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορετικών αυτονομιστικών να φωνάζουν/διαδηλώνουν υπέρ της αυτοαποκαλούμενης Δημοκρατίας της Ambazonias στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά. Οι συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των αυτονομιστικών δυνάμεων έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις ανωτέρω περιοχές, οδηγώντας 638.400 ανθρώπους σε εκτοπισμό  στο εσωτερικό της χώρας και 64.000 σε αναζήτηση καταφυγίου στη γειτονική Νιγηρία μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2024. Επίσης, η εξέγερση της Boko Haram  στα βορειοανατολικά της Νιγηρίας έχει επίσης εξαπλωθεί στην περιοχή του Άπω Βορρά (extreme Nord), όπου 120.869 Νιγηριανοί πρόσφυγες έχουν καταφύγει στον Άπω Βορρά του Καμερούν, ενώ η βία από την Μπόκο Χαράμ και το Ισλαμικό Κράτος έχει εκτοπίσει εσωτερικά περισσότερους από 453.600 ανθρώπους[14].

 

Από τις ως άνω πληροφορίες συνάγεται πως οι ένοπλες συγκρούσεις εντοπίζονται κυρίως στις Αγγλόφωνες περιοχές (Νοτιοδυτική Περιφέρεια και Βορειοδυτική Περιφέρεια) μεταξύ των αγγλόφωνων αποσχιστών και των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας, καθώς επίσης καταγράφονται εξεγέρσεις και εχθροπραξίες από την παρουσία της Boko Haram στην περιφέρεια Far North της χώρας.

 

Από τα πιο πάνω, προκύπτει πως η Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, όπου βρίσκεται η περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας στο Καμερούν, χαρακτηρίζεται από κατάσταση αδιακρίτως ασκούμενης βίας λόγω εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. σχετική νομολογία του ΔΕΕ σύμφωνα με την απόφαση C‑285/12 - Diakité, σκέψη 35).

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με δεδομένα της βάσης ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), στην Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν,στην οποία υπάγεται η περιοχή διαμονής της  Αιτήτριας, ήτοι η πόλη Kumba, κατά την χρονική περίοδο από 25/11/2023 έως 22/11/2024, καταγράφονται στην εν λόγω περιφέρεια 843 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προήλθαν 770 ανθρώπινες απώλειες, εξ’ αυτών των περιστατικών 298 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες (με 547 απώλειες), 12 ως εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (με 14 απώλειες), 33 κωδικοποιήθηκαν ως εξεγέρσεις (με 7 απώλειες) και 500 ως βία κατά αμάχων (με 202 απώλειες).[15]

 

Εκ των ανωτέρω περιστατικών, 34 έλαβαν χώρα στον τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι στην πόλη Kumba, και εξ’ αυτών των περιστατικών 8 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες (με 5 απώλειες) και 26 ως βία κατά αμάχων (με 14 απώλειες).[16] Επισημαίνεται πως, ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιοχής του Καμερούν καταγράφεται στους 1.553.300[17] κατοίκους, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση το 2015.

 

Από τα παραπάνω συνεπώς συνάγεται ότι στην Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν επικρατούν συνθήκες βίας ασκούμενης αδιακρίτως λόγω εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Με βάση, ωστόσο, τα ποσοτικά δεδομένα που παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ότι η βία δεν είναι τέτοιας έντασης ούτως ώστε να θεωρείται ότι ένας άμαχος θα κινδυνεύσει απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στην περιοχή, με συνέπεια να απαιτούνται ορισμένα προσωπικά χαρακτηριστικά που θα αύξαναν το ρίσκο του αμάχου συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό της περιοχής.

 

Ωστόσο εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν έχει κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό που να αυξάνει το ρίσκο της. Πρόκειται για γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιή, με υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της (μητέρα και αδέλφια),  , ικανή προς εργασία και με επαρκή γνώση της περιοχής. Η ίδια μάλιστα διατηρούσε την δικιά της ατομική επιχείρηση πριν εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της (βλ. ερυθ. 50 2χ). Συνεπώς, είναι σε θέση να αναγνωρίζει τους πιθανούς κινδύνους και να προστατεύεται αποτελεσματικά από αυτούς. Η ανήλικη κόρη της δε, διαμένει μέχρι σήμερα στην χώρα, έχοντας αναλάβει την φροντίδα της φιλικό πρόσωπο της Αιτήτριας. Επομένως, διαφαίνεται ότι η Αιτήτρια διαθέτει ένα ευρύ υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα. Καταληκτικά, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 19(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη πως η Αιτήτρια διαθέτει υποστηρικτικό περιβάλλον την αδελφή της και τον γαμπρό της στη πόλη Mbanga όπου σύμφωνα με  με το ACLED, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024, καταγράφηκαν συνολικά 4 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων τα 2 προκάλεσαν 43 θύματα στην επαρχία Δυτικής του Καμερούν, όπου βρίσκεται η Mbanga[18]. Ως εκ τούτου, δεν βρέθηκαν ενδείξεις επιδείνωσης της κατάστασης ασφαλείας στις διαθέσιμες εξωτερικές πηγές, αναφορικά με την Mbanga, Δυτικό Καμερούν. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 η Δυτική Περιφέρεια του Καμερούν ειχε πληθυσμό περίπου 2.770.400 κατοίκους . Δεδομένου ότι το Καμερούν παρουσιάζει ετήσιο ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης περίπου 2.75% , ο τρέχων πληθυσμός της Δυτικής Περιφέρειας πιθανώς υπερβαίνει τα 3.000.000 .

 

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με 1500€ έξοδα εναντίον της Αιτήτριας  και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

                                       

                                        

 

                                      Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Voa News, 16 Dead in Latest Clashes in Cameroon Separatist Areas, March 04, 2020, https://www.voanews.com/africa/16-dead-latest-clashes-cameroon-separatist-areas (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/12/2024)

[2] Deutsche Welle, Who are Cameroon's self-named Ambazonia secessionists?, 30.09.2019, https://www.dw.com/en/who-are-cameroons-self-named-ambazonia-secessionists/a-50639426 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/12/2024)

[3] Belgium - Cedoca (CGVS/CGRA), COI Focus Cameroun. Crise anglophone - situation sécuritaire, 19/11/2021, p. 8,https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_Crise_anglophone_situation_s%C3%A9curitaire_%2020211119.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/12/2024)

[4] Global Centre for the Responsibility to Protect (Author), published by ReliefWeb: R2P Monitor, Issue 64, 1 March 2023, 2 March 2023, σελ. 4,  https://reliefweb.int/attachments/4df72bc8-c5c2-4e1b-a2db-95e32a179862/R2P-Monitor-March-2023.pdf(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/12/2024)

[5] UN SDGs, UNITED NATIONS SUSTAINABLE DEVELOPMENT COOPERATION FRAMEWORK FOR CAMEROON 2022–2026 σελ. 16, https://unsdg.un.org/sites/default/files/2021-06/Cameroon_Cooperation_Framework_2022-2026-ENG.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/12/2024)

[6] UNOCHA (2021), 'Humanitarian Needs Overview: Cameroon', διαθέσιμο στη διεύθυνση:  https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/cmr-hno_2021-current-print.pdf p.56-57

[7] Cameroun: Constitution [],  30 January 1996, p.40 available at: https://www.refworld.org/docid/3ae6b5a72.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/12/2024)

[8] Όπ. Π.

[9] UN SDGs, UNITED NATIONS SUSTAINABLE DEVELOPMENT COOPERATION FRAMEWORK FOR CAMEROON 2022–2026 σελ. 16, https://unsdg.un.org/sites/default/files/2021-06/Cameroon_Cooperation_Framework_2022-2026-ENG.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/12/2024)

[10] USDOS – US Department of State: 2020 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 30 March 2021, σελ.40, https://www.ecoi.net/en/document/2048145.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/12/2024)

[11] UN SDGs, UNITED NATIONS SUSTAINABLE DEVELOPMENT COOPERATION FRAMEWORK FOR CAMEROON 2022–2026 σελ. 13, https://unsdg.un.org/sites/default/files/2021-06/Cameroon_Cooperation_Framework_2022-2026-ENG.pdf; OECD, Gender Index, σελ. 4, CM.pdf (genderindex.org),; USDOS – US Department of State: 2020 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 30 March 2021, σελ.29, https://www.ecoi.net/en/document/2048145.html; Freedom House: Freedom in the World 2022 - Cameroon, 24 February 2022 https://www.ecoi.net/en/document/2071860.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/12/2024)

[12] UN Security Council (Author): The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa; Report of the Secretary-General [S/2023/389], 31 May 2023

https://www.ecoi.net/en/file/local/2093063/N2313778.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/12/2024)

[13] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103168.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/12/2024)

[14]    ACAPS, Country analysis, CAMEROON, February 2024,  https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/12/2024)

[15] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: Explorer - ACLED, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/11/2024)

[16] Ο. π.

[17]City Population, Cameroon, Southwest Region, τελευταία επίσημη καταμέτρηση 2015, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/11/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο